Κύριε Πρωθυπουργέ,
Kυρία Πρόεδρε της Βουλής των Ελλήνων,
Kύριοι Αντιπρόεδροι της Βουλής των Ελλήνων,
Kύριοι Υπουργοί,
Kύριοι Βουλευτές,
Kυρίες και Kύριοι,
Mε ιδιαίτερη χαρά απευθύνω αυτό το μήνυμα, κατά την έναρξη των εργασιών της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων για τον λογιστικό έλεγχο του χρέους. Και θέλω να ευχαριστήσω θερμώς όλους εκείνους τους ειδικούς, ιδίως αυτούς που έρχονται από το εξωτερικό και συνεισφέρουν σ’ αυτή την εθνική προσπάθεια. Η οποία – όπως είπε και η Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων – αποτελεί για εμάς ένα χρέος. Χρέος απέναντι στον Τόπο, άρα χρέος απέναντι στις γενιές που έρχονται, χρέος για το μέλλον του Τόπου μας.
Εδώ, ας μου επιτραπεί να διευκρινίσω γιατί το έργο το οποίο καλείται να επιτελέσει η Επιτροπή συνιστά εκπλήρωση ενός χρέους και αποτελεί δικαίωμα της Ελλάδας να το πράξει, χωρίς τούτο να θίγει, καθόλου, τις υποχρεώσεις τις οποίες έχουμε ως κράτος-μέλος της Ε.Ε. και ως κράτος-μέλος της Ευρωζώνης.
Κυρίες και Κύριοι,
Είναι γνωστό ότι η Ε.Ε. δεν έχει αποκτήσει ακόμα πλήρη κρατική οντότητα. Το απέδειξε άλλωστε και η όλη πορεία του λεγόμενου «Ευρωσυντάγματος», η οποία δεν απέδωσε. Άρα έχουμε μια θεσμική οντότητα εν εξελίξει, η οποία δεν έχει την κλασσική κρατική υπόσταση, ούτε βεβαίως ένα Σύνταγμα κατά θεσμική κυριολεξία.
Αυτό έχει τις εξής συνέπειες: Βεβαίως η συμμετοχή κάθε κράτους-μέλους και στην Ε.Ε. και ιδίως στην Ευρωζώνη συνεπάγεται περιορισμούς στην εθνική του κυριαρχία. Αλλά συγκεκριμένους περιορισμούς. Και αυτοί οι περιορισμοί απορρέουν από το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο και το παράγωγο, εφόσον αυτό είναι συμβατό με το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο. Όσοι περιορισμοί δεν απορρέουν από το δίκαιο αυτό δεν υφίστανται θεσμικώς και η κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους ασκείται πλήρως, κατά το μέτρο το οποίο του αναλογεί.
Επομένως η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, όπως και κάθε άλλο κράτος-μέλος, βεβαίως και έχει τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τους σχετικούς κανόνες. Άρα υπέχει και τις υποχρεώσεις εκείνες, που αφορούν την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων τους οποίους έχουμε αναλάβει μαζί με τις λοιπές υποχρεώσεις στο πλαίσιο της Ευρωζώνης.
Πέραν όμως των υποχρεώσεων αυτών, έχει και δικαιώματα. Είναι τα δικαιώματα τα οποία προκύπτουν από την κυριαρχία εκείνη, η οποία δεν έχει εκχωρηθεί. Και είναι αυτονόητο ότι, μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών, περιλαμβάνεται η δυνατότητά της να ελέγχει τους όρους και προϋποθέσεις, υπό τις οποίες δημιουργήθηκε το δημόσιο χρέος της. Και τούτο, όχι μόνον για να αποδοθεί η αλήθεια, αλλά για να μην συμβούν στο μέλλον φαινόμενα σαν αυτά που συνέβησαν στο παρελθόν και των οποίων τις συνέπειες τις αντιμετωπίζουμε σήμερα με τεράστιες επιπτώσεις για τον Λαό μας.
Αυτή η θέση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Είναι μια θέση που αφορά όλες τις χώρες της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Είναι μια θέση, η οποία υπερασπίζεται τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Και δεν είναι μια θέση, η οποία διατυπώνεται μέσα σε αυτή την αίθουσα επ’ ευκαιρία της προκείμενης πρωτοβουλίας της Βουλής των Ελλήνων.
Θα σας εκθέσω εν συντομία, για να μην σας κουράσω, π.χ. τα δεδομένα της γερμανικής έννομης τάξης, όπως αυτά αποτυπώνονται σε μιαν εντελώς πρόσφατη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, του Bundesverfassungsgericht. Και μιλώ για την απόφαση, με την οποία το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, στις 7/2/2014, απηύθυνε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ε.Ε., με αφορμή την συμβατότητα με την Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Καταστατικό της ΕΚΤ των προγραμμάτων OMT.
Υπενθυμίζω ότι είναι η πρώτη φορά, που το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας απηύθυνε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ε.Ε. Διευκρινίζω ότι αυτά τα προγράμματα εξαγγέλθηκαν τον Δεκέμβριο του 2012 από τον κύριο Ντράγκι. Ήταν στην κορυφή της κρίσης χρέους, που είχε δημιουργηθεί την εποχή εκείνη στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Είναι τα προγράμματα άμεσων νομισματικών συναλλαγών, που επιτρέπουν στην ΕΚΤ, υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες λειτουργεί ο ESM, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, να αγοράζει ομόλογα κρατικά ομόλογα κρατών-μελών στην δευτερογενή αγορά.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, αμφισβητώντας το εάν και κατά πόσον ακόμη και αυτή η σχετικά απλή για μια κεντρική τράπεζα διαδικασία είναι συμβατή με την Συνθήκη Λειτουργίας της Ε.Ε. και με το Καταστατικό της ΕΚΤ, απηύθυνε το ως άνω προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ε.Ε.
Και αξίζει τον κόπο να παρατηρήσει κανείς ότι στο ακροτελεύτιο σκεπτικό του, το Δικαστήριο επισημαίνει ουσιαστικώς το εξής: Ανεξάρτητα από την απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης -η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί- θεωρεί ότι, με βάση το Γερμανικό Σύνταγμα, εκείνο έχει ένα περιθώριο να κρίνει ποιος είναι ο σκληρός πυρήνας της δημοσιονομικής κυριαρχίας, η οποία επιφυλάσσεται υπέρ του Γερμανικού Κράτους. Δηλαδή, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας θεωρεί ότι πάντοτε στοιχείο της κυριαρχίας, που δεν έχει εκχωρηθεί με βάση το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, είναι και ο έλεγχος ο οποίος σχετίζεται με τα δημοσιονομικά και νομισματικά πράγματα της χώρας.
Αυτή η θέση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας είναι αυτονόητο ότι δεν ισχύει μόνο για τη Γερμανία. Στο πλαίσιο της ισοτιμίας και της αλληλεγγύης, αυτό που αναγνωρίζει το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας ως αυτονόητο κυριαρχικό δικαίωμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ανήκει και σ’εμάς. Και ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο θα εξελιχθούν και οι εργασίες της Επιτροπής.
Με την ευκαιρία, θέλω να τονίσω ότι η Ελλάδα είναι αυστηρά προσηλωμένη στον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό. Είναι δηλαδή αυστηρά προσηλωμένη στον προσανατολισμό της ως χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης και εργάζεται άοκνα, μέσα σε αυτές τις τεράστιες δυσκολίες, να συμβάλλει θετικά και όχι να δημιουργεί προβλήματα στην πορεία της Ευρωζώνης. Αλλά μιας Ευρωζώνης που πρέπει να καταστεί πλήρης οικονομική και νομισματική ένωση και όχι μόνο νομισματική.
Άρα, εμείς έχουμε πλήρη συνείδηση και των υποχρεώσεών μας και, βεβαίως, της ευρωπαϊκής ιδεολογίας την οποία υπηρετούμε χρόνια ολόκληρα, πέρα και έξω από τις επιμέρους πολιτικές μας διαφορές. Άρα, πράττουμε ό,τι μας αναλογεί, αλλά ζητούμε να μας δοθεί η δυνατότητα να πράξουμε και αυτό που δικαιούμεθα με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο και τους κανόνες που αφορούν την κυριαρχία του Ελληνικού Κράτους.
Για παράδειγμα: Ζητάμε στην Ελλάδα να δίδεται αυτό που της αναλογεί και κυρίως αυτό που το ίδιο το ευρωπαϊκό δίκαιο αναγνωρίζει στην Χώρα μας και στις άλλες χώρες, με βάση θεμελιώδεις αρχές και αξίες του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου. Το οποίο, με βάση τις ρίζες του, είναι προσανατολισμένο στην προστασία της αξίας του ανθρώπου, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, των θεμελιωδών δικαιωμάτων γενικότερα και της στήριξης ενός κοινωνικού κράτους που απηχεί τις θέσεις του ανθρωπισμού.
Με αυτές τις σκέψεις, λοιπόν, και με την πεποίθηση ότι οι εργασίες της Επιτροπής συμβάλλουν όχι μόνον στην αποτύπωση του τι συνέβη με το ελληνικό χρέος, αλλά στην εξαγωγή συμπερασμάτων για το πώς πρέπει να πορευθούμε οι λαοί της Ευρώπης για να μην έχουμε το χρέος ως βάρος πάνω στην οικονομική ανάπτυξη και κυρίως στην οικονομική πορεία των γενεών που έρχονται, και πάλι συγχαίρω για την πρωτοβουλία.
Ευχαριστώ θερμώς όλους τους συντελεστές. Και κυρίως εκείνους που, όπως είπα στην αρχή, έρχονται από το εξωτερικό και μας προσφέρουν τα φώτα τους, δείχνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ότι η προσπάθεια στο χώρο της Ευρώπης είναι ενιαία. Καλή επιτυχία στις εργασίες σας.-