Κύριε Δήμαρχε,
Οι μνήμες που αναβλύζουν από το Ιερό Θυσιαστήριο των Καλαβρύτων μου στέλνουν, υπό την ιδιότητά μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, το πραγματικό μήνυμα της τόσο τιμητικής ανακήρυξής μου σ’ Επίτιμο Δημότη του μαρτυρικού Δήμου Καλαβρύτων: Μου υπενθυμίζουν το, αυτονόητο βεβαίως κατά την Ιστορία μας και τον Πολιτισμό μας, εθνικό χρέος να μην υποστείλω την σημαία της δικαίωσης των σεπτών θυμάτων του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων, ιδίως στέλνοντας και υπηρετώντας, όπου δει, το διπλό μήνυμα: Δεν ξεχνάμε. Ποτέ ξανά.
Ι. Αποτελεί ιστορική διαπίστωση που και η ίδια η Γερμανία συνομολογεί πλέον -και αυτό την τιμά ως εύγλωττο δείγμα συγγνώμης- ότι στα Καλάβρυτα συντελέσθηκε, στις 13 Δεκεμβρίου 1943, μεσ’ από βάρβαρη σφαγή κι ανελέητη καταστροφή, το μεγαλύτερο και απεχθέστερο έγκλημα πολέμου στην Ελλάδα, κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, από τον γερμανικό στρατό κατοχής.
Α. Υπό τα δεδομένα αυτά το δεύτερο μήνυμα, που συμπυκνώνεται στο «Ποτέ ξανά», σημαίνει πως από τα μαρτυρικά Καλάβρυτα εμείς, οι Έλληνες, στέλνουμε urbi et orbi την προειδοποίηση ότι οφείλουμε όλοι να διδασκόμαστε από το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων. Και τούτο διότι οι ταραγμένοι καιροί μας, με απτό το ματωμένο στίγμα της εγκληματικής δράσης των τζιχαντιστών τρομοκρατών, επιβάλλουν να διατηρούμε την συνείδησή μας σ’ εγρήγορση. Δυστυχώς για την Ανθρωπότητα, και κυρίως για τον Πολιτισμό της Δύσης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν τις ρίζες τους στον Πολιτισμό της Αρχαίας Ελλάδας, ο κίνδυνος τέλεσης εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας δεν έχει περάσει. Κάθε άλλο. Από τα Καλάβρυτα, λοιπόν, υπενθυμίζουμε το παγκόσμιο χρέος ν’ αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων, για να υπερασπισθούμε τον Άνθρωπο και την Δημοκρατία απέναντι στους κάθε είδους αδίστακτους εχθρούς τους.
Β. Και το πρώτο μήνυμα, «Δεν ξεχνάμε», δεν εμπεριέχει, κατ’ ουδένα τρόπο, αισθήματα εκδίκησης για το έγκλημα πολέμου που αιματοκύλησε τα Καλάβρυτα αφού, πέραν του ότι καμιά τέτοια θυσία δεν αποτιμάτε σε χρήμα, η εκδίκηση είναι αίσθημα άγνωστο στην Ιστορία και τον Πολιτισμό του Έθνους των Ελλήνων. Όλως αντιθέτως, αποτελεί αυτονόητη υποχρέωσή μας, στη μνήμη των θυμάτων, να επιδιώκουμε την απαρέγκλιτη εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, ως στοιχειώδες δείγμα γραφής για την τελική γενικευμένη επικράτηση του Δικαίου και της Νομιμότητας. Διότι δίχως την επικράτησή τους, υπάρχει ο κίνδυνος Ολοκαυτώματα όπως αυτό των Καλαβρύτων, έστω και υπό άλλη μορφή, να διαπραχθούν μελλοντικώς.
ΙΙ. Έχω τονίσει εδώ και καιρό –κι εμμένω πάντα στην διαπίστωσή μου αυτή- ότι οι απαιτήσεις της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο και τις κάθε είδους αποζημιώσεις των θυμάτων του γερμανικού στρατού κατοχής είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες.
Α. Ειδικώς ως προς τις ως άνω αποζημιώσεις, οι σχετικές απαιτήσεις αφενός δεν έχουν παραγραφεί. Και, αφετέρου, βρίσκουν στέρεο έρεισμα, σε συγκεκριμένες διατάξεις του διεθνούς δικαίου, ιδίως δε σε διατάξεις της Δ΄ Σύμβασης της Χάγης του 1907.
Β. Άρα το να μην ξεχνάμε και να υπερασπιζόμαστε, υπό τις ως άνω προϋποθέσεις, τα δικαιώματα των θυμάτων του γερμανικού στρατού κατοχής είναι αποστολή, η οποία υπηρετεί όχι μόνον τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων αλλά και την Έννομη Τάξη και τον Πολιτισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, και της ίδιας της Γερμανίας.
Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους τα Καλάβρυτα μου δείχνουν, ως Προέδρου της Δημοκρατίας, τον δρόμο της αποστολής και του χρέους. Να είσθε βέβαιοι ότι θα τον ακολουθήσω, δίχως παρεκκλίσεις κι εκπτώσεις, ως το τέλος της θητείας μου αλλά και πέραν αυτής. Το οφείλω στον Τόπο μας, το οφείλω στην μεγάλη Ευρωπαϊκή Οικογένεια, το οφείλω κυρίως στις αρχές και τις αξίες που πρέπει, εμείς οι Έλληνες, να υπηρετούμε ως ηθική –και όχι μόνον- συμβολή μας στην πορεία της Ανθρωπότητας, έναντι των πολλαπλών, υπαρξιακών, προκλήσεων που ενδέχεται –μακάρι να διαψευσθώ- ν’ αντιμετωπίσει στο μέλλον.-