Σημεία ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκοπίου Παυλοπούλου κατά την 14η Άτυπη Συνάντηση των Αρχηγών Κρατών του “Arraiolos Group” στην Δημοκρατία της Λετονίας με θέμα: “Το Μέλλον της Ευρώπης”

 

 Εισαγωγή

 

Όσοι μετέχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας συνείδηση πραγματικού Ευρωπαίου Πολίτη που οδηγεί στον κοινό αγώνα για την ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, οφείλουμε να κατανοούμε, και δη διαχρονικώς, ότι ο ρόλος της υπερβαίνει τους Λαούς της και είναι, κυριολεκτικώς, πλανητικός.  Με την έννοια ότι ο ρόλος αυτός είναι υπαρξιακός για την πορεία της Ανθρωπότητας στο σύνολό της, αναφορικά με την εκπλήρωση του προορισμού της.

Α. Ο ως άνω ρόλος δεν είναι αμιγώς οικονομικός, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση -βεβαίως επιδιώκοντας πάντοτε την οικονομική ανάπτυξη των Λαών της, υπό όρους υγιούς ελεύθερου ανταγωνισμού στο πλαίσιο του γνήσιου φιλελευθερισμού- δεν δημιουργήθηκε για να κατακτήσει, με κάθε κόστος, την παγκόσμια οικονομική κορυφή.  Ακόμη περισσότερο, και πάλι με βάση τους όρους δημιουργίας της, η Ευρωπαϊκή Ένωση -βεβαίως πάντοτε υπερασπιζόμενη τα σύνορα, την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική κυριαρχία των κρατών-μελών, που είναι και δικά της σύνορα και δική της εδαφική ακεραιότητα- δεν είναι προορισμένη να καταστεί η ισχυρότερη, παγκοσμίως, στρατιωτική δύναμη.

Β. Ο πλανητικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνίσταται στο ότι -με βάση την Ιστορία της, τον Πολιτισμό της και τις συνθήκες γέννησης του οράματος που οδηγεί τα βήματα της ολοκλήρωσής της- οφείλει να εξελιχθεί στην δύναμη εκείνη που θα υπερασπισθεί υπαρξιακές, όπως προανέφερα, για την Ανθρωπότητα αρχές και αξίες.  Πρόκειται για τις αρχές και τις αξίες της Ειρήνης, της Δημοκρατίας -ειδικότερα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Κυρίως δε των Δικαιωμάτων που συνδέονται αρρήκτως με την έννοια της Δικαιοσύνης, ιδίως δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.

Γ. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να γίνει η ακόλουθη διευκρίνιση:  Δεν ισχυρίζομαι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέχει, οιονεί κληρονομικώς, το μονοπώλιο της υπεράσπισης των προμνημονευόμενων αρχών και αξιών.  Είναι όμως γεγονός, ιστορικώς και πολιτισμικώς αναμφισβήτητο, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, με ολοκληρωμένο το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, είναι η καταλληλότερη για να υπερασπισθεί, με μεγαλύτερη συνέπεια και αποτελεσματικότητα, σε παγκόσμιο επίπεδο τις αρχές και τις αξίες που προαναφέρθηκαν.

Ι. Οι ρίζες του πλανητικού ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ενδεδειγμένη πολιτειακή της δομή.

Όπως προεκτέθηκε, ο πλανητικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά την υπεράσπιση των κατά τ’ ανωτέρω, θεμελιωδών για την πορεία της Ανθρωπότητας, αρχών και αξιών έχει τις ρίζες του αφενός στην Ιστορία και τον Πολιτισμό της και, αφετέρου και συνακόλουθα, στους λόγους οι οποίοι προκάλεσαν την γέννηση της Ευρωπαϊκής Ιδέας, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

 

 

Α. Η ιστορική και πολιτισμική διαδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το αμάλγαμα της ιστορικής και πολιτισμικής διαδρομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεσ’ από μιαν απαράμιλλη ενότητα, προσδιορίζει μ’ ενάργεια τους τρεις πυλώνες, που στηρίζουν το «αέτωμα» του όλου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού και από τους οποίους συνάγονται οι θεμελιώδεις αρχές και αξίες που, όπως διευκρινίσθηκε, δικαιολογούν τον πλανητικό της ρόλο.  Συγκεκριμένα:

  1. Τον πρώτο πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού εκπροσωπεί η Αρχαία Ελλάδα του Πνεύματος. Ήτοι η Αρχαία Ελλάδα που δημιούργησε την Παιδεία, στην πιο υψηλή της έκφραση, απαλλάσσοντας τον Άνθρωπο από τα δεσμά του μύθου -έτσι συντελέσθηκε, κατά τον Max Weber, το «ξεμάγεμα του κόσμου»- και θέτοντας τις βάσεις της μετατροπής της πληροφορίας και της εμπειρίας σε Γνώση και της γνώσης σ’ Επιστήμη, εν τέλει δε σε Σοφία, υπό την έποψη της Φιλοσοφίας. Με αυτό τον τρόπο η Αρχαία Ελλάδα υπερασπίσθηκε την Παιδεία- άρα τον εξ αυτής γεννηθέντα Πολιτισμό- και απέναντι στον δεσποτισμό της Ανατολής.  «Μάρτυς», κατά το αυτόγραφο επιτύμβιο του Αισχύλου, ο «βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος», ως προς την χάραξη του, έκτοτε, «κραταιού» συνόρου μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
  2. Τον δεύτερο πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού εκπροσωπεί η Αρχαία Ρώμη. Και τον εκπροσωπεί τόσο δια των θεσμών της -του νόμου, του δημόσιου συμφέροντος (Res Publica) και της πολιτειακής δομής- όσο και των πνευματικών της ανθρώπων, μεταξύ των οποίων κορυφαίοι διανοητές αυτοκράτορες, κυρίως της μέσης και ύστερης περιόδου της Ηγεμονίας. «Ομολογώντας» έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, ότι υπήρξε, δίχως δυνατότητα ιστορικής αμφισβήτησης, ένα είδος θεσμικής και πνευματικής «γέφυρας», πάνω από την οποία πέρασε το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα για να φθάσει, μέσω του Βυζαντίου, ως την Αναγέννηση.  Πέραν τούτου, δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς επιπλέον το ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ακόμη και αν δεν το είχε θέσει ευθέως ως στόχο, επιχείρησε να μεταθέσει το εκ των Μηδικών Πολέμων προερχόμενο όριο της Δύσης ανατολικότερα.  Και αν δεν το κατάφερε, τουλάχιστον εμπέδωσε το όριο αυτό εκεί που το είχε θέσει, σκεπτόμενη και πολεμώντας, η Αρχαία Ελλάδα.
  3. Τέλος, τον τρίτο πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού εκπροσωπεί η Χριστιανική Διδασκαλία. Η Διδασκαλία της «Κοινωνίας Ανθρώπων», της «Οικείωσης» και της «Αλληλεγγύης», η οποία χτίζεται πάνω στα πολιτισμικά θεμέλια της Αρχαίας Ελλάδας και της Αρχαίας Ρώμης, προσθέτοντας στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό τα βασικά Aνθρωπιστικά του χαρακτηριστικά.  Και μαζί, τις αρχές και της αξίες του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης, της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης, μ’ έμφαση στο πεδίο της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.

Β. Οι αιτίες γέννησης του Ευρωπαϊκού οράματος και ιδεώδους.

Το ότι ο πλανητικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνίσταται στην υπεράσπιση των αρχών και αξιών που προαναφέρθηκαν συνάγεται και από τις αιτίες γέννησης του Ευρωπαϊκού οράματος και ιδεώδους.  Και τούτο διότι η ιδέα του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος γεννήθηκε μέσ’ από τις στάχτες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, προκειμένου όχι μόνον η Ευρώπη αλλά όλη η Ανθρωπότητα να μην ζήσουν ξανά τους εφιάλτες του ναζισμού και του φασισμού.  Ένας τέτοιος στόχος προϋποθέτει ένα στιβαρό Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, το οποίο θα είναι η κατάληξη της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, υπό όρους Ομοσπονδίας και Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Όμως, όπως είναι προφανές με βάση αυτό τούτο το νομικό πλαίσιο του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου καθ’ όλη την εξελικτική διαδρομή του ως σήμερα, η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης δεν μπορεί παρά να στηριχθεί στην πραγμάτωση της αρχής της Αλληλεγγύης.  Ειδικότερα:

  1. Ρητώς στην Διακήρυξη Σουμάν του 1950 αναφερόταν ότι «η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί δια μιας, ούτε σε ένα συνολικό σχέδιο αλλά θα οικοδομηθεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα που κατ΄αρχάς θα δημιουργήσουν μια πραγματική αλληλεγγύη».

α) Η φράση αυτή ενσωματώθηκε στο προοίμιο της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), όπως υπογράφηκε στο Παρίσι στις 18 Απριλίου 1951. Μετά δε την ρητή μνεία της έννοιας της Αλληλεγγύης στο προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, η Αλληλεγγύη απέκτησε σταδιακά νομικό περιεχόμενο στο πλαίσιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που υπογράφηκε στο Μάαστριχτ την 7η Φεβρουαρίου 1992. Στην Συνθήκη αυτή, πέραν του προοιμίου, η Αλληλεγγύη απαντάται ρητώς και στο κείμενο των άρθρων των νομικά δεσμευτικών Συνθηκών, ως βασική αποστολή τόσο της νεοσυσταθείσας Ένωσης όσο και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

β) Πλέον, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας, συνιστά βασική νομική αρχή του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου: Εκτός του ότι τα συμβαλλόμενα κράτη επιθυμούν «βαθύτερες σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των λαών τους, ταυτοχρόνως σεβόμενα την ιστορία, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις τους», η Αλληλλεγύη αναφέρεται στην ΣυνθΕΕ ως κοινή αξία και αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τις αμοιβαίες σχέσεις των κρατών-μελών, τις σχέσεις τους με τρίτες χώρες αλλά και τις σχέσεις μεταξύ όλων των πολιτών των κρατών-μελών.  Περαιτέρω, εξειδικεύεται με πλειάδα κανόνων του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου, ιδρύοντας συγκεκριμένες εγγυήσεις και θεμελιώνοντας πλήρη δικαιώματα και εξ ίσου πλήρεις υποχρεώσεις. Τούτο σημαίνει ότι η αρχή της Αλληλεγγύης, ως νομική πλέον αρχή, συνιστά κοινή αξία και βασικό συνεκτικό δεσμό τόσο μεταξύ των κρατών-μελών όσο και των πολιτών των κρατών-μελών μεταξύ τους, αποκτώντας έτσι δομική σημασία για το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ενότητα και την βιωσιμότητά του.

  1. Συγκεκριμένα, παρά τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα της, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν βασίζεται στην γνωστή εντός του εθνικού συνταγματικού πεδίου αρχή της ιεραρχικής οργάνωσης και του ιεραρχικού ελέγχου, όπου το ένα επίπεδο οργάνωσης είναι νομικά ανώτερο από το άλλο και οι πράξεις και αποφάσεις του ιεραρχικώς ανώτερου κατισχύουν αυτομάτως των πράξεων και αποφάσεων των ιεραρχικά κατώτερων οργάνων, ώστε να εξασφαλίζεται δια του τρόπου αυτού η ενότητα και αποτελεσματικότητα της δράσης και της επιδίωξης του δημόσιου συμφέροντος, ως θεμελιώδους έννοιας προσανατολισμού της δράσης των οργάνων του Δημοσίου στο πλαίσιο του εθνικού κράτους.

α) Αντιθέτως, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει οριζόντια οργάνωση, γεγονός που συνεπάγεται ότι τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, ως υποκείμενα δικαίου, de jure καταρχήν ισότιμα με τα κράτη-μέλη, τα όργανα και τις διοικήσεις τους, ενώ το ίδιο ισχύει βεβαίως, κατά την ρητή διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 2 ΣυνθΕΕ, και για τα κράτη-μέλη μεταξύ τους. Η διάχυτη αυτή ισότητα προκύπτει ευθέως από την ενυπάρχουσα στο διεθνές δίκαιο αρχή της ισότητας των κρατών ως υποκειμένων δικαίου, η οποία, ελλείψει ρητής αντίθετης ρύθμισης, ισχύει καταρχήν και στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο.

β) Έτσι, προκειμένου να εξασφαλισθεί αφενός η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου, η οποία επίσης αποτελεί κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) βασική νομική αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου («effet utile») και, αφετέρου, η ομαλή και αποτελεσματική συνεργασία οργάνων και κρατών-μελών καθώς και κρατών-μελών μεταξύ τους κατά την επιδίωξη των κοινών στόχων και αξιών τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρχή της Αλληλεγγύης κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 ΣυνΘΕΕ και της καλόπιστης συνεργασίας, και τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 ΣυνθΕΕ, αποτελούν το νομικό και θεσμικό αντιστάθμισμα της έλλειψης ιεραρχικής δομής προς εξασφάλιση της ενότητας. Με άλλες λέξεις, συνιστούν το αναγκαίο συνεκτικό στοιχείο της δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επιτρέπει στα συστατικά της κράτη-μέλη -και παρά την de jure μεταξύ τους ισότητα- όχι μόνο να μην επιδιώκουν την πραγμάτωση αποκλειστικώς των δικών τους εθνικών στόχων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά, προς πραγμάτωση των προβλεπόμενων κοινών σκοπών και του κοινού δημόσιου συμφέροντος, να λαμβάνουν υπ’ όψη τις επιμέρους ιδιαιτερότητες και δυσκολίες των εταίρων τους και, σε κάθε περίπτωση, ν’ αποφεύγουν την επιδίωξη σκοπών, οι οποίοι αντίκεινται στο κοινό δημόσιο συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

  1. Ωστόσο η αρχή της Αλληλεγγύης, όπως πλέον θεμελιώνεται στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, δεν περιορίζεται απλώς στην υποχρέωση παράλειψης πράξεων και πρακτικών που αντίκεινται στο κοινό δημόσιο συμφέρον των κρατών-μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο καθήκον καλόπιστης συνεργασίας με τα όργανά της και τους εταίρους, αλλά περιλαμβάνει δυνατότητες ή και υποχρεώσεις λήψης θετικών μέτρων Αλληλεγγύης προς τα κράτη-μέλη και τους πολίτες. Άλλωστε αυτό είναι σύμφυτο με την ίδια την έννοια της Αλληλεγγύης ως θεωρητικής έννοιας.

α)  Έτσι, στο πλαίσιο της ηθικής θεώρησης των πραγμάτων γίνεται δεκτό ότι οι υποχρεώσεις Αλληλεγγύης προκύπτουν από μια αίσθηση πως όλοι «βρίσκονται στο ίδιο σκάφος», μια αίσθηση δηλαδή ενότητας και κοινότητας συμφερόντων και σκοπών, που δεν μπορεί κάθε μέλος της ομάδας να επιτύχει ατομικώς παρά μόνον από κοινού. Συνακόλουθα προκύπτουν, σε φιλοσοφικό πάντα επίπεδο, δύο είδη υποχρεώσεων Αλληλεγγύης, μια αρνητική και μια θετική.  Ειδικότερα δε αφενός μια υποχρέωση υποβάθμισης του ατομικού έναντι του γενικού και κοινού συμφέροντος και, αφετέρου, μια υποχρέωση παροχής υποστήριξης σε μέλη της κοινότητας συμφερόντων που το έχουν ανάγκη.

β) Υπό το πρίσμα αυτό εξηγείται και η γνωστή θέση του φιλοσόφου Jürgen Habermas, σύμφωνα με την οποία οι έννοιες της Δικαιοσύνης και της Αλληλεγγύης είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.  Mάλιστα, η Αλληλεγγύη μεταξύ των μελών ενός συνόλου προς εξασφάλιση της βιωσιμότητας και ευημερίας του συνόλου εν γένει δύναται ν’ αποτελεί και προϋπόθεση της Δικαιοσύνης, ως πραγματικής δυνατότητας ισομερούς άσκησης της ατομικής ελευθερίας ενός εκάστου των μελών του συνόλου.  Εν πάση περιπτώσει, το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο δεν περιέχει ρητώς γενικό ορισμό της αρχής της Αλληλεγγύης, πράγμα που σημαίνει ότι το περιεχόμενό της προκύπτει από τις επιμέρους διατάξεις και την ερμηνεία τους, κατά τις κοινώς παραδεδεγμένες μεθόδους ερμηνείας νομικών κανόνων.  Ιδίως δε κατά την, κεντρικής σημασίας και στο ευρωπαϊκό δίκαιο, τελολογική ερμηνεία, η οποία συνδέεται αρρήκτως με τον επιδιωκόμενο σκοπό της εκάστοτε εφαρμοζόμενης διάταξης.

  1. Από την ερμηνεία των διατάξεων της ΣυνθΕΕ και της ΣυνθΛΕΕ, όπου ο όρος «Αλληλεγγύη» αναφέρεται δεκαπέντε φορές, προκύπτει ότι η αρχή της Αλληλεγγύης έχει τριπλή φύση στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο:

α) Πρώτον,  αποτελεί, κατά τ’ ανωτέρω, θεμελιώδη αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου, δομικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

β) Δεύτερον, περιέχει εγγυήσεις προς όφελος των πολιτών των κρατών-μελών, υπό την έννοια της Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

γ) Και, τρίτον, συνθέτει σύμπλεγμα αρνητικών και θετικών υποχρεώσεων των κρατών-μελών στις μεταξύ τους σχέσεις και έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γ. Η ενδεδειγμένη πολιτειακή δομή της ενοποιημένης Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να διαδραματίσει τον πλανητικό της ρόλο.

Επεκτείνοντας τις σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να διευκρινισθεί το εξής:

  1. Το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα δημιουργήθηκε από τους ιδρυτές του, μετά τις εφιαλτικές εμπειρίες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, για να φθάσει ως την τελική του ολοκλήρωση, δηλαδή την πλήρη ενοποίησή του με την μορφή ομοσπονδιακής διακυβέρνησης υπό θεσμικούς όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Η ως άνω διαπίστωση οδηγεί στο, νομοτελειακό, συμπέρασμα ότι αν η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν επιτευχθεί, η συνακόλουθη στασιμότητα οδηγεί, επίσης νομοτελειακώς, στον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχής γενομένης από τον σκληρό πυρήνα της, την Ευρωζώνη. Και τούτο διότι η επιβίωση και η εν γένει προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης εξαρτώνται όχι μόνον από την οικονομική και τη νομισματική πρόοδο, αλλά, πρωτίστως, από την αντοχή των θεσμών του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος οι οποίοι, από την φύση τους, είναι οι μόνοι που μπορούν να εγγυηθούν πέρα από την σταθερότητα και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, τόσον ως στόχο όσο και ως διαδικασία.
  2. Εξ αυτού συνάγεται ότι προκειμένου να καταστεί εφικτή η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση –άρα και η συνακόλουθη, εκ φύσεως, νομισματική και οικονομική ενοποίηση- πρέπει να παραμείνουν όρθιες οι θεμελιώδεις θεσμικές αντηρίδες, πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η προοπτική δημιουργίας μιας ενωμένης Ευρώπης υπό όρους –όπως ήδη σημειώθηκε- Ομοσπονδίας και Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

 

ΙΙ. Ορισμένοι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους πρέπει να στηριχθεί -κατά προτεραιότητα- το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης.

Το όλο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, έως ότου φθάσει στον τελικό του στόχο, πρέπει να συνδυασθεί και με την δημιουργία και αποτελεσματική λειτουργία αξόνων δράσης, οι οποίοι θα επενεργήσουν ευεργετικά στην σταδιακή εξέλιξη και την οριστική του ευόδωση.  Τέτοιοι άξονες είναι κυρίως εκείνοι, οι οποίοι διαμορφώνουν τις θεσμικές και πολιτικές προϋποθέσεις λήψης σημαντικών αποφάσεων σε καίριους τομείς της εν γένει Ευρωπαϊκής Πολιτικής.  Και στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι μια από τις κύριες παθογένειες του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, υπό την σημερινή του δομή και λειτουργία, είναι η απουσία αποφάσεων ή η μεγάλη καθυστέρηση κατά την λήψη  αποφάσεων, οι οποίες επηρεάζουν καθοριστικώς τόσο την εσωτερική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και την υπόστασή της και το κύρος της στο διεθνές γίγνεσθαι.  Τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα τέτοιων αξόνων δράσης, που πρέπει να ολοκληρωθούν και να λειτουργήσουν για να προωθηθεί η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, συνιστούν οι άξονες πρώτον, της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας και, δεύτερον, της Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής.

Α. Ο άξονας της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας.

Εξαιρετικά χρήσιμο, ως προς την ανάδειξη εν προκειμένω της σημασίας του άξονα της εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), είναι το ακόλουθο παράδειγμα: Πρέπει να επισημανθεί το αρνητικό γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν παρενέβη ενεργώς, όσο θα έπρεπε, στα τεκταινόμενα λόγω του πολέμου στην Μέση Ανατολή και, κατά συνέπεια, και στην χάραξη αποτελεσματικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση του ISIS, όταν μάλιστα ήταν και είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι το «πολεμικό θέατρο» της Μέσης Ανατολής αφορούσε και αφορά ευθέως πολλά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με άμεσες επιπτώσεις σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

  1. Η κατάσταση αυτή έφερε στο φως και το σημαντικό θεσμικό και πολιτικό κενό που προκύπτει εκ του ότι ο άξονας της (ΚΕΠΠΑ), των άρθρων 23 επ. της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΕΕ), ήταν και παραμένει σχεδόν «ατροφικός». Συνακόλουθα δε αρκετά αδύναμος για να οδηγήσει, ιδίως σε περιπτώσεις εξαιρετικώς επείγοντος όπως εν προκειμένω, στην αποτελεσματική και έγκαιρη χάραξη ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας.
  2. Κατά συνέπεια, παρίσταται, έστω και τώρα, άμεση ανάγκη ολοκληρωμένης ενεργοποίησης και εφαρμογής των θεσμών της ΚΕΠΠΑ, στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 23 επ. της ΣυνθΕΕ. Τούτο συνεπάγεται, περαιτέρω, και:

α) Τον πλήρη σεβασμό της αρχής της Συνεννόησης και, ιδίως, της Αλληλεγγύης κατά την χάραξη και εφαρμογή της ΚΕΠΠΑ, όπως ρητώς ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 32 παρ. 1 εδ. α΄ της ΣυνθΕΕ.

β) Καθώς και τον πλήρη σεβασμό της αρχής της Αλληλεγγύης στους τομείς του Ασύλου και της Μετανάστευσης, δηλαδή τον πλήρη σεβασμό των διατάξεων των άρθρων 77 επ. της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), και κατ’ εξοχήν του άρθρου 80, που ρητώς αναφέρεται στην ως άνω αρχή της Αλληλεγγύης.  Αυτό καθίσταται τόσο περισσότερο αναγκαίο, όσο κατά την κρίση στην Μέση Ανατολή παρατηρείται, εκ μέρους ορισμένων κρατών-μελών, μια προκλητική παραβίαση της αρχής της Αλληλεγγύης ως προς την αντιμετώπιση των προσφύγων υπό όρους Ανθρωπισμού και Δικαιοσύνης, ήτοι υπό όρους πλήρους σεβασμού των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Παραβίαση, η οποία συνοδεύεται και από μιάν εξίσου προκλητική άγνοια της έννοιας των θαλασσίων συνόρων των κρατών-μελών, επέκεινα δε της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του τρόπου φύλαξής τους υπό όρους πλήρους σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου.

Β. Ο άξονας της Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής.

Είναι περιττό να τονισθεί λεπτομερέστερα η σημασία της αποτελεσματικής και αποδοτικής λειτουργίας του άξονα της Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής για όλο το φάσμα της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ εξοχήν όμως για την οικονομία της Ευρωζώνης, με αιχμή του δόρατος την αναπτυξιακή της πορεία και την πορεία του Ευρώ.  Oι θεσμοί, μέσω των οποίων λειτουργεί ο άξονας της Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρουσιάζουν σημαντικά κενά και, άρα, εξίσου σημαντικές ατέλειες, οι οποίες μπορεί να υπονομεύσουν κυρίως την αναπτυξιακή προοπτική της Ευρωζώνης και την αντίστοιχη προοπτική του κοινού νομίσματος, του Ευρώ.  Για ν’ αντιμετωπισθεί το ενδεχόμενο αυτό και, επέκεινα, να ευοδωθεί ουσιαστικώς το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, κρίνονται αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι εξής τομές ως προς συγκεκριμένους θεσμούς της Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

  1. Πρώτον, απαιτείται η ολοκλήρωση των θεσμικών μεταβολών, μέσω των οποίων θα προσδιορισθεί επακριβώς -υπό όρους Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου- η όλη οργάνωση και λειτουργία του Eurogroup. Έτσι ώστε να πάψει να υφίσταται η κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεσμική «αφάνεια» του Eurogroup. «Αφάνεια», η οποία δεν είναι συμβατή με τον καθοριστικό ρόλο, τον οποίο διαδραματίζει στην πράξη το Eurogroup για την Ευρωζώνη στο σύνολό της. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, δεν είναι συμβατή με τις θεμελιώδεις αρχές του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου και της εξ αυτού απορρέουσας αρχής της νομιμότητας.
  2. Δεύτερον, απαιτείται ο άμεσος εφοδιασμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με όλα εκείνα τα θεσμικά μέσα, με τα οποία μπορεί να φέρει σε πέρας την, κατά τον προορισμό της, αποστολή της.

α) Η ανάγκη διασφάλισης στην ΕΚΤ των κατάλληλων μέσων για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη γίνεται ακόμη πιο επιτακτική, λόγω του ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται μπροστά σε μια τεραστίων διαστάσεων κρίση χρέους, η οποία φέρνει στην επικαιρότητα την θεωρία της «Στιγμής Μίνσκι» ή της «Στιγμής του Τσακαλιού» («Minsky Moment», «coyote Moment»).

α1) Τα στοιχεία είναι, κυριολεκτικώς εφιαλτικά: Το παγκόσμιο χρέος έχει φθάσει -και μάλιστα με τάσεις αύξησης υπό όρους γεωμετρικής προόδου- κοντά στο 330% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αγγίζοντας τα 230 τρισ. δολ. Την μερίδα του λέοντος -περίπου τρία τέταρτα- του χρέους αυτού κατέχουν τα κράτη και οι επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων φυσικά σ’ αυτές των τραπεζών.

α2) Το ως άνω σενάριο γίνεται ακόμη πιο δυσοίωνο εκ του ότι, επειδή οι αποδόσεις ως ποσοστό συρρικνώνονται, ενισχύεται ραγδαία η ροπή προς επικίνδυνες κερδοσκοπικές τοποθετήσεις.  Αρκεί να σημειωθεί εδώ ότι η ονομαστική αξία των παραγώγων -του πιο χαρακτηριστικού δείγματος παρακεκινδυνευμένης κερδοσκοπικής τοποθέτησης- παγκοσμίως ανέρχεται στο ιλιγγιώδες ύψος των 550 τρισ. δολ. περίπου, αγγίζοντας το υπερδιπλάσιο του παγκόσμιου χρέους και το υπερπενταπλάσιο του παγκόσμιου ΑΕΠ.

β) Θα πρέπει να επισημανθεί συναφώς  η ιδιαιτέρως θετική στάση του ΔΕΕ προς την κατεύθυνση αυτή. Με την  εξαιρετικά σημαντική  απόφασή του Gauweiller (C-42/64) –με την οποία  κρίθηκε ότι το πρόγραμμα της ΕΚΤ περί αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές (ΟΜΤ) δεν παραβιάζει την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης κρατών-μελών από την ΕΚΤ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 123 παρ. 1 ΣΛΕΕ-  το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διόρθωσε σημαντικές αρρυθμίες και αβλεψίες στον σχεδιασμό της νομισματικής ένωσης. Και επέτρεψε στην ΕΚΤ ν’ αναλάβει έναν περισσότερο ενεργό ρόλο κατά την διαχείριση της νομισματικής αποστολής της, χρησιμοποιώντας όλα εκείνα τα μέτρα που διαθέτουν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες (όπως π.χ. η Fed στις ΗΠΑ)  για να επεμβαίνουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σ’ αυτό το πλαίσιο η ΕΚΤ πρέπει να εφοδιασθεί ιδίως με τα μέσα που της επιτρέπουν:

β1) Ν’ ασκήσει αποτελεσματικά τον εποπτικό της ρόλο στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος που υπάγεται σ’ αυτήν.

β2) Ν’ αντιμετωπίσει την άκρως επικίνδυνη κρίση χρέους, που εκδηλώνεται απειλητικά στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.  Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να επισημανθεί ότι, δίχως την θεσμοθέτηση ενός είδους κατάλληλου «ευρωομόλογου», η ΕΚΤ δεν θα μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στην αποστολή της για την αντιμετώπιση της προαναφερόμενης κρίσης χρέους και, συνακόλουθα, στην αποστολή της για την δημιουργία προϋποθέσεων πραγματικής και βιώσιμης ανάπτυξης κυρίως εντός Ευρωζώνης.

  1. Τρίτον, απαιτείται η πλήρης μετατροπή, το ταχύτερο δυνατόν, του ESM σε πραγματικό Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Η εξέλιξη αυτή από την μια πλευρά θ’ αποτρέψει στο μέλλον την επανάληψη του φαινομένου της ανάμιξης στα interna corporis της Ευρωζώνης οργανισμών δίχως την ανάλογη εμπειρία. Και, από την άλλη πλευρά, θα βοηθήσει ουσιωδώς την ΕΚΤ στην ευόδωση της, κατά τ’ ανωτέρω, αποστολής της.

Επίλογος

Η ανάλυση που προηγήθηκε οδηγεί στο συμπέρασμα -το οποίο άλλωστε επιβεβαιώνει καθημερινά η σημερινή δυσοίωνη συγκυρία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης- ότι μια ισχυρή Ενοποιημένη Ευρώπη, ικανή να φέρει σε πέρας τον πλανητικό της ρόλο, προϋποθέτει την απαραίτητη θεσμική και πολιτική συνοχή του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, την οποία μόνον η οριστική Ευρωπαϊκή Ενοποίηση μπορεί να διασφαλίσει.

Α. Η μορφή, την οποία θα πάρει το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα μετά το πέρας της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης είναι, σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, δεδομένη: Μια ομοσπονδιακή σύνδεση των κρατών-μελών, που εδράζεται στην, υπαρξιακή για το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, αρχή της Αλληλεγγύης, με μια διακυβέρνηση, η οποία στηρίζεται στον σεβασμό της Δημοκρατικής Αρχής, μέσω των θεσμικών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Και το θεσμικό πρότυπο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ιδίως την εφαρμογή της αρχής της διάκρισης των Εξουσιών, την εμπέδωση του Κράτους Δικαίου και της συνακόλουθης αρχής της νομιμότητας, οπωσδήποτε δε τον σεβασμό των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Β. Το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης απαιτεί, επιπλέον, για την ευόδωσή του την άμεση οργάνωση και λειτουργία των μηχανισμών εκείνων, μέσω των οποίων μπορεί να λαμβάνονται, εγκαίρως και αποτελεσματικώς, οι καίριες εκείνες αποφάσεις, που δίνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την δυνατότητα να φέρει σε πέρας την αποστολή της, τόσον έναντι των κρατών-μελών όσο και στο πεδίο του διεθνούς γίγνεσθαι.  Οι αποφάσεις αυτές σχετίζονται, κατά κύριο λόγο, με την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας καθώς και με την Οικονομική και Νομισματική Πολιτική.

Γ.  Χωρίς την απαραίτητη συνοχή και με την προοπτική της ενοποίησής της αμφίβολη -όπως, δυστυχώς, συμβαίνει σήμερα- είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να εμπνεύσει εκείνο το κύρος, το οποίο ως και στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν της έκανε «ελκυστική», έτσι ώστε τα κράτη της Γηραιάς Ηπείρου να «διαγκωνίζονται», κυριολεκτικώς, προκειμένου να καταστούν μέλη της.  Το Brexit πρέπει να προβληματίσει σοβαρά όλους εκείνους που πιστεύουμε στο Ευρωπαϊκό Όραμα.  Πέραν τούτου, και το κυριότερο: Μόνον η ρεαλιστική προοπτική μιας ισχυρής Ενωμένης Ευρώπης μπορεί να εξουδετερώσει τα μορφώματα του λαϊκισμού ή και του νεοναζισμού τα οποία, όπως προκύπτει από όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις στα κράτη-μέλη μέσα στο 2017, αναφύονται και επιβουλεύονται, απροκάλυπτα, την συνοχή και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.