Στόχος των σκέψεων που ακολουθούν είναι η ανάδειξη της διπλής ιστορικής αλήθειας, ότι αφενός το Βυζάντιο δεν υπήρξε μέρος του Μεσαίωνα αλλά, όλως αντιθέτως, δίχως τον εν γένει Βυζαντινό Πολιτισμό δεν θα είχαμε φθάσει στην Αναγέννηση, τουλάχιστον στον χρόνο και υπό την μορφή, με την οποία συνιστά, διαχρονικώς, μια από τις βάσεις του όλου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Και, αφετέρου, ο Βυζαντινός Πολιτισμός ήταν εκείνος, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα ώστε οι αρχές και αξίες της Χριστιανικής Διδασκαλίας να καταστούν ο τρίτος βασικός πυλώνας του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Ι. Οι μελετητές ανακαλύπτουν ολοένα και πιο συναρπαστικές πτυχές της πεμπτουσίας του Βυζαντινού Πολιτισμού που, συμβατικώς, θεωρούμε ότι είχε ως αφετηρία τον τέταρτο αιώνα και «έπεσε» το 1453. Χρησιμοποιώ τον όρο «συμβατικώς», διότι οι αυστηροί χρονικοί προσδιορισμοί δεν αρκούν, φυσικά, για να περιγραφεί η πολύπλευρη φυσιογνωμία του Βυζαντίου.
Α. Ο Βυζαντινός Πολιτισμός συνίσταται αφενός, σε μια τεραστίων διαστάσεων, –τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά– Γραμματεία αποτελούμενη από σπουδαία έργα. Έργα που μαρτυρούν βαθύτατη φιλοσοφική παιδεία, αγωνιώδεις αναβάσεις στο δύσβατο όρος της θεογνωσίας, υπαρξιακές αναζητήσεις, αναλύσεις περί της ανθρώπινης ψυχής από τους Νηπτικούς Πατέρες -οι οποίοι ακόμη εκπλήσσουν τον μελετητή με την εμβρίθεια και την οξυδέρκειά τους- τέχνη υψηλού επιπέδου, οι επιρροές της οποίας ανιχνεύονται ακόμη και στους μοντερνιστές ζωγράφους του 20ού αιώνα, μουσική που δεν αποτελεί ένα συναυλιακό ακρόαμα αλλά διατηρεί την ζωντανή, λειτουργική της, θέση στην Ορθόδοξη Λατρεία. Αφετέρου, ο Βυζαντινός Πολιτισμός συνίσταται σ’ ένα διοικητικό σύστημα και έναν Νομικό Πολιτισμό, που διέσωσε την Ελληνορωμαϊκή Παράδοση και διαδραμάτισε θεμελιώδη ρόλο στην δημιουργία των σύγχρονων Δημοκρατιών, προβάλλοντας τον σεβασμό στον Άνθρωπο, σύμφωνα με την ρήση του Αποστόλου Παύλου: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3,28).
Β. Μάλιστα, ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο έργο του «Πηγή Γνώσεως», γράφει ότι, πριν παρουσιάσει την Ορθόδοξη Δογματική Διδασκαλία, όπως αυτή παραδόθηκε από τους Θεοδίδακτους αλιείς και τους Θεοφόρους Ποιμένες και Διδασκάλους, θα παραθέσει τα «κάλλιστα τῶν παρ’ Ἕλλησι σοφῶν», γνωρίζοντας ότι καθετί αγαθό «παρὰ Θεοῦ τοῖς ἀνθρώποις δεδώρηται». Είναι μια από τις πιο εύγλωττες μαρτυρίες που περιγράφουν την φυσιογνωμία του Βυζαντίου: Τον σεβασμό προς το Αρχαίο Πνεύμα και την προσήλωση στην Ορθόδοξη Πίστη. Το Βυζάντιο ανακεφαλαίωσε και διέσωσε τον Αρχαίο Κόσμο, γονιμοποίησε και εμπλούτισε την κολοσσιαία Αρχαιοελληνική και Ελληνορωμαϊκή κληρονομιά, τις παραδόσεις των λαών που έζησαν και άκμασαν στην λεκάνη της Μεσογείου και, ταυτοχρόνως, φώτισε με την δική του κληρονομιά τους Μεταβυζαντινούς Χρόνους, τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή.
Γ. Είναι, επιπλέον, ιδιαιτέρως εντυπωσιακό -έστω και αν η εξήγηση αυτού του φαινομένου δεν παρουσιάζει, ιστορικώς, ιδιαίτερη δυσκολία- ότι όταν πια η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άρχισε ν’ ακολουθεί τροχιά παρακμής, η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή στο Βυζάντιο, μ’ επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη όπου είχαν σωρευθεί πολλά οικονομικά μέσα και είχε εγκατασταθεί πλήθος διανοουμένων, έφθασε στο επίπεδο της μέγιστης ακμής της, ουσιαστικώς στο απόγειό της. Ήταν τότε, κατά την διάρκεια του 11ου αιώνα, όταν είδαν το φως έξοχα φιλολογικά έργα, τόσο στο πεδίο της πεζογραφίας όσο και σ’ εκείνο της ποίησης. Έργα τα οποία ανέτρεχαν, με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, σε όλο το φάσμα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματολογίας, με αντίστοιχη προσφυγή στα Αρχαία Ελληνικά, κυρίως μέσω πλειάδας παραπομπών στην κλασική φιλολογία της Αρχαίας Ελλάδας. Η παλιά «αντιπαλότητα» ανάμεσα στο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και στον Χριστιανισμό είχε περάσει, για πάντα, στο παρελθόν. Με τον τρόπο αυτόν, ο Βυζαντινός Πολιτισμός υπήρξε η «γέφυρα» η οποία, στηριζόμενη, όπως προεκτέθηκε, και στην αντηρίδα της Αρχαίας Ρώμης -κατ’ εξοχήν ως προς την οργάνωση του Κράτους και την καλλιέργεια της Νομικής Επιστήμης- επέτρεψε στο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα να διατηρηθεί ακμαίο ως την Αναγέννηση, «μπολιάζοντας» ευεργετικά τα θεμελιώδη πολιτισμικά της χαρακτηριστικά. Παράλληλη -βεβαίως τηρουμένων των σχετικών αναλογιών- ήταν και η διαδρομή της Τέχνης στο Βυζάντιο, με πιο χαρακτηριστικό πλαίσιο εκείνο της ζωγραφικής: Η νατουραλιστική τεχνοτροπία ακολούθησε πιστά τα κλασικά πρότυπα, ενώ η σταδιακή της εξέλιξη έδωσε την δυνατότητα να διαμορφωθούν πολυάριθμες «τοπικές» σχολές ζωγραφικής, όπως π.χ. στην Κρήτη. Σπάνιας τέχνης ζωγραφικά έργα και ψηφιδωτά, με ολοένα και πιο έντονο τον «κοσμικό» τους χαρακτήρα, πέρασαν γρήγορα τα στενά όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και επηρέασαν την Τέχνη στην Δύση. Όταν, λοιπόν, η τουρκική κατάκτηση σήμανε το οριστικό τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η ανεκτίμητη πνευματική και καλλιτεχνική συνεισφορά της είχε ήδη «μετακενωθεί» στην Δύση, θέτοντας τις βάσεις για την «ανατολή» της Αναγέννησης.
Δ. Οφείλουμε, εν τέλει, πολλά στο Βυζάντιο. Όχι μόνον εμείς, οι Έλληνες, αλλά και ο Δυτικός Κόσμος, στον οποίο το Βυζάντιο διέδωσε τις αξίες και τα πνευματικά επιτεύγματα της Αρχαίας Σκέψης. Το ίδιο και ο κόσμος των Σλάβων, ο οποίος χάρη στο έργο των Βυζαντινών Ιεραποστόλων φωτίσθηκε και οδηγήθηκε στην Ορθόδοξη Πίστη, γεγονός που, και σήμερα, αναγνωρίζουν οι Σλαβικοί λαοί. Σ’ έναν βαθμό, στο Βυζάντιο οφείλει και ο κόσμος των Αράβων και των Οθωμανών, οι οποίοι, αν και συγκρούσθηκαν με το Βυζάντιο, σίγουρα θ’ αδυνατούσαν να δημιουργήσουν μια στέρεη κρατική δομή, εάν δεν είχαν ως υπόδειγμα την Βυζαντινή Διοίκηση.
ΙΙ. Ας μου επιτραπεί, στο πλαίσιο αυτής της σύντομης ομιλίας, να συμπυκνώσω τον πυρήνα της συνεισφοράς του Βυζαντινού Πολιτισμού στον κοινό μας Ευρωπαϊκό αλλά και στον εν γένει Δυτικό Πολιτισμό:
Α. Η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, στο βιβλίο της με τίτλο «Γιατί το Βυζάντιο», παραπέμποντας στον Paul Valéry, γράφει ότι: «Ευρώπη είναι εκεί όπου το όνομα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, του Κικέρωνα και του Οράτιου, του Παύλου και του Μωυσή, έχουν βάρος και σημασία. Αυτά γράφει όχι κάποιος Έλληνας ή ελληνοκεντρικός μελετητής, αλλά ο Paul Valéry προκειμένου να δώσει τον λειτουργικό και πολιτιστικό ορισμό της Ευρώπης. Η Ευρώπη πολιτιστικά, κατά τον Valery, στηρίζεται και τρέφεται από το αρχαιοελληνικό ορθολογιστικό επίτευγμα, από τη ρωμαϊκή οργανωτική και νομοθετική διευθέτηση και από την ιουδαιοχριστιανική πνευματικότητα». Αν θεωρήσουμε ορθές αυτές τις διαπιστώσεις, δεν θα ήταν υπερβολή να δεχθούμε και ότι το Βυζάντιο είναι η πρώτη -έστω και σε πρωτόλεια μορφή- Ευρωπαϊκή κρατική δομή.
Β. Με τον τρόπο αυτό γίνεται φανερό, ότι οι ρίζες του Ευρωπαϊκού και του εν γένει Δυτικού Πολιτισμού φυτρώνουν πάντα στο απαράμιλλο, από πλευράς έμπνευσης και δημιουργίας, έδαφος του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού. Όμως, πρέπει ν’ αναλογιζόμαστε και το ότι δίχως την σημαντική συμβολή της Αρχαίας Ρώμης, της κρατικής της δομής και των πολιτισμικών της προεκτάσεων, ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός και το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα δεν θα είχαν βρει το όχημα, πάνω στο οποίο ταξίδεψαν για πέντε, τουλάχιστον, αιώνες. Κι ακόμη περισσότερο, όλο αυτό το, μοναδικό στην ιστορία της Ανθρωπότητας, πολιτισμικό αμάλγαμα θα είχε σβήσει και θ’ αποτελούσε ένα -έστω και τεράστιας αξίας- «απολίθωμα» πάνω στο οικοδόμημα του Παγκόσμιου Πολιτισμού, χωρίς την τελική σφραγίδα που του εναπέθεσε το Βυζάντιο και ο δικός του Πολιτισμός.
Γ. Σφραγίδα, η οποία συντέθηκε από το τρίπτυχο του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, των θεσμών και της έννομης τάξης της Αρχαίας Ρώμης και της Χριστιανικής Διδασκαλίας. Δηλαδή τους «κίονες», πάνω στους οποίους στηρίζεται και σήμερα το αέτωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την προφητική «ομολογία» του Paul Valéry -ιδίως στο εμβληματικό δοκίμιό του «Ποιος είναι Ευρωπαίος» (1924), ήτοι Homo Europaeus- αλλά και την άκρως ανθρωπιστική οξυδέρκεια των Ιδρυτών της. Μέσ’ από αυτές τις πολιτισμικές του καταβολές, το Ευρωπαϊκό Ιδεώδες υπηρετεί τις αρχές και τις αξίες του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης, της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης, μ’ έμφαση στον άξονα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Είναι δε ιδίως αυτές οι αρχές και αξίες, οι οποίες δίνουν στην Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα εφόδια για να διαδραματίσει τον πλανητικό ρόλο που της αναλογεί και που της αρμόζει, μέσα στους ταραγμένους καιρούς μας, όπου κρίνεται το μέλλον του Ανθρώπου και της Ανθρωπότητας εν γένει.
Δ. Αυτό τον Πολιτισμό πρέπει να υπερασπισθούμε ιδίως σήμερα, στο πλαίσιο της Μεγάλης Ευρωπαϊκής μας Οικογένειας, έναντι όσων επιβουλεύονται το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα και τις πολιτισμικές του καταβολές. Και με βάση τις παρακαταθήκες του Πολιτισμού αυτού πρέπει να στείλουμε, urbi et orbi, το μήνυμα ότι, εμείς οι Έλληνες, είμαστε κατ’ εξοχήν υπέρμαχοι της Ειρήνης και της Φιλίας μεταξύ των Λαών. Είμαστε όμως, όπως είναι αυτονόητο, εξίσου υπέρμαχοι αλλά και ανυποχώρητοι εγγυητές, έναντι πάντων, του πραγματικού θεμελίου της Ειρήνης, που δεν είναι άλλο από τον πλήρη και ειλικρινή σεβασμό της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας, στο σύνολό τους.
Αυτό το μήνυμα είναι εξαιρετικά επίκαιρο ιδίως δε στις μέρες μας, όταν η Τουρκία παραβιάζει, κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθηση, το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, επιβουλευόμενη ευθέως την Κυριαρχία μας και περιφρονώντας επιδεικτικώς την Διεθνή Κοινότητα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια Τουρκία η οποία, επιπροσθέτως, καθίσταται τόσο περισσότερο επικίνδυνη για την Δημοκρατία και τον Πολιτισμό, όσο βυθίζεται, κυριολεκτικώς, στο τέλμα του σουνιτικού φονταμενταλισμού για να διεκδικήσει «ηγετικό» ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Μέση Ανατολή. Ως προς το ότι ο σουνιτικός φονταμενταλισμός της Τουρκίας βάλλει ευθέως κατά του Πολιτισμού γενικώς, μαρτυρούν αψευδώς και αμαχήτως ιδίως οι πρόσφατες βάρβαρες πολιτισμικές βεβηλώσεις της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας.
Στην συνέχεια μπορείτε να παρακολουθήσετε την εκδήλωση: