Σημεία παράδοσης του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας και Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στους σπουδαστές του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών του Τομέα Δημόσιου Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, με θέμα: «Η αξία του Ανθρώπου και ο Ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του Συντάγματος».

Πρόλογος

Μετά το πέρας της πανδημίας του Covid-19 -που επιστημονικώς θεωρείται ήδη ορατό, τουλάχιστον στον Ευρωπαϊκό χώρο- είναι ανάγκη να «ξανασυναντήσουμε» τον Άνθρωπο και την Ελευθερία, ως μέσο υπεράσπισης της αξίας του και διασφάλισης της απρόσκοπτης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.   Ταυτοχρόνως δε να βρούμε το «εμβόλιο» που θα μας οδηγήσει στο να εμβαθύνουμε στον εαυτό μας και στον «πλησίον» μας -στον «πλησίον» μέσα στην πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης αφού, και με την σημερινή δεινή εμπειρία, «πλησίον» μας είναι κάθε συνάνθρωπός μας στον Πλανήτη -σε τελική δε ανάλυση στον Άνθρωπο.  Με άλλες λέξεις, το «εμβόλιο» αυτό είναι προορισμένο -και γι’ αυτό η σημασία του είναι ανεκτίμητη- να μας αποκαλύψει αφενός την αξία του Ανθρώπου, ως άτμητο πυρήνα της υπόστασής του και, αφετέρου, το καίριο χρέος του σεβασμού της, μέσ’ από κάθε πτυχή της, από την πιο σπουδαία ως την φαινομενικώς πιο ασήμαντη.  Για εμάς, τους Έλληνες, αυτό το εμβληματικό διακύβευμα μπορεί ν’ αποδειχθεί ευχερέστερα προσπελάσιμο και προσβάσιμο, αν αναλογισθούμε τις εξής δύο παραμέτρους:

Α.  Πρώτον, τον Ανθρωπισμό μας, ο οποίος είναι βασικό συστατικό της ψυχοσύνθεσής μας, λόγω των ιστορικών και πολιτισμικών μας καταβολών.  Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ανθρωπισμός υπήρξε βασικό χαρακτηριστικό του Ελληνικού Πολιτισμού, από την ρίζα του ως την σύγχρονη μορφή του, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην διαδρομή της συμπόρευσης του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος με την Χριστιανική Διδασκαλία. Την Διδασκαλία που «αποθεώνει» τον Ανθρωπισμό, χαράσσοντας το διάνυσμα ανάμεσα στο «αγαπάτε αλλήλους» και στην απόλυτη μορφή του, ήτοι το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».   Κάπως έτσι, άλλωστε, Αρχαία Ελλάδα και Χριστιανική Διδασκαλία είναι οι δύο από τους τρεις -ο τρίτος είναι η Αρχαία Ρώμη- πυλώνες του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, και γι’ αυτό ο τελευταίος έχει «μπολιαστεί» ευεργετικά από το πνεύμα του Ανθρωπισμού και της Αλληλεγγύης. Αυτός ο Πολιτισμός μας είναι και θα είναι Ανθρωποκεντρικός. Αλλιώς δεν πρόκειται να επιβιώσει.

Β.  Και, δεύτερον, την θεσμική παρακαταθήκη, την οποία μας παρέχει το Σύνταγμά μας, ανάγοντας, κατά την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1, την υποχρέωση προστασίας της αξίας του Ανθρώπου και τον σεβασμό της σε θεμελιώδη ρήτρα, η οποία διατρέχει την ερμηνεία και εφαρμογή του συνόλου των λοιπών συνταγματικών διατάξεων.  Με την έννοια ότι η ως άνω θεμελιώδης ρήτρα συνιστά πραγματική «ερμηνευτική βάση» των διατάξεων του Συντάγματος και της σύμφωνης με αυτό νομοθεσίας, κατ’ εξοχήν δε των διατάξεων ως προς την άσκηση των δικαιωμάτων.  Και στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι, in dubio, πρέπει να επιλέγεται εκείνη η ερμηνεία των ως άνω διατάξεων, η οποία είναι σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα της ρύθμισης του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αναφορικά με την θεμελιώδη ρήτρα της υποχρέωσης σεβασμού και προστασίας της αξίας του Ανθρώπου.

Ι. Από την «αξιοπρέπεια» στην «αξία» του Ανθρώπου: Ιστορική διαδρομή.

Κατά την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».

Α. Πρόκειται για θεμελιώδη διάταξη του Συντάγματος, η οποία, θέτοντας τον Άνθρωπο στο επίκεντρο του ρυθμιστικού του πεδίου -επέκεινα δε της όλης Έννομης Τάξης- καθιερώνει τον εν γένει Ανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα, με όλες τις εντεύθεν κανονιστικές και θεσμικές συνέπειες. 

1. Άκρως διαφωτιστικές, στο σημείο αυτό, είναι οι θέσεις τις οποίες διατύπωσε ο εισηγητής της τότε πλειοψηφίας Δ. Παπασπύρου, κατά τις συζητήσεις για την ψήφιση του Συντάγματος του 1975: «Το άρθρον τούτο αποτελεί νέαν διάταξιν δια το ημέτερον συνταγματικόν δίκαιον, εκφράζον την κοσμοθεωρητική βάσιν, τον ιδεολογικόν πυρήνα της ουσιαστικής θεμελιώσεως της εννόμου τάξεως και της διαμορφώσεως του όλου συστήματος των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.  Θέτει ως υπέρτατην αξίαν τον άνθρωπον, αυτήν την απλήν ανθρωπίνην υπόστασιν και εκφράζει τον τελολογικόν χαρακτήρα των λοιπών εν συνεχεία παρατιθεμένων επί μέρους ατομικών δικαιωμάτων.  Όταν λέγομεν δε ότι αναγνωρίζομεν τον άνθρωπον ως υπερτάτην αξίαν δεν πρόκειται περί ενός απομεμονωμένου αδιαφόρου εγωιστικού ατόμου, το οποίον καθίσταται προνομιούχον ον εις μίαν ουδετέραν κοινωνικήν οργάνωσιν.  Το άρθρον θέτει συγχρόνως και τα πλαίσια, μέσα εις τα οποία κινείται η υπεύθυνος προσωπικότης εκάστου εν συνεργασία μετά των λοιπών, προς επίτευξιν των κοινωνικών αγαθών της ειρήνης και της προόδου» (Πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής επί των συζητήσεων του Συντάγματος 1975, σελ. 359).

2. Προς την ίδια, σχεδόν, κατεύθυνση, ο Γ.Α. Μαγκάκης απαντούσε ως εξής σε σχετική ερώτηση του Κωνσταντίνου Τσάτσου: «Προτιμώ την λέξη αξία και όχι αξιοπρέπεια, γιατί η αξιοπρέπεια σημαίνει μόνο την αξία σε σχέση με άλλους, ενώ η λέξη αξία εκφράζει την ουσία, που είναι δεδομένη χωρίς συσχετισμό με τρίτους» (Πρακτικά των Συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών επί των συζητήσεων του Συντάγματος 1975, Συνεδρίαση της Β΄ Υποεπιτροπής της 29ης Ιανουαρίου 1975, σελ. 418).

Β. Από τις ίδιες τις κατά τ’ ανωτέρω συζητήσεις προκύπτει ότι πηγή έμπνευσης της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος αποτελούν οι διατάξεις τόσο του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Γερμανικού Συντάγματος του 1949, όσο και του άρθρου 2 του Ιταλικού Συντάγματος του 1947.

1. Κατ’ ακρίβεια, όμως, τα δύο προαναφερόμενα Συντάγματα χρησιμοποιούν τον όρο «αξιοπρέπεια», που είναι, όπως θα εκτεθεί στην συνέχεια, στενότερος του όρου «αξία», τον οποίο χρησιμοποίησε ο Συντακτικός Νομοθέτης του Συντάγματος του 1975.  Και δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός, ότι ο Έλληνας Συντακτικός Νομοθέτης έχει πάντοτε ένα ουσιώδες πλεονέκτημα ευρύτερης έκφρασης σε ανάλογες περιπτώσεις ρύθμισης, το οποίο οφείλεται και στην πολυπρισματικώς διαπλαστική εκφραστική δύναμη της Ελληνικής Γλώσσας.

2. Το αυτό ισχύει και στο πεδίο του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι τον όρο «αξιοπρέπεια» χρησιμοποιούν, π.χ., η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948 (ιδίως στο προοίμιό της), το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του 1966 (προοίμιο και άρθρο 10 παρ. 1), το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα του 1966 (προοίμιο και άρθρο 13 παρ. 1), η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ιδίως 13ο Πρωτόκολλο του 2002, προοίμιο), η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της Βιολογίας και της Ιατρικής (Σύμβαση του Oviedo του 1997 για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και την Βιοϊατρική, ιδίως προοίμιο) και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2012 (προοίμιο και άρθρο 1).

Γ. Η ρωμαϊκή κληρονομιά.

Την  πρώτη, συστηματική, χρήση του όρου «αξιοπρέπεια» («dignitas») συναντάμε κατά  την Ρωμαϊκή αρχαιότητα. Κατά την περίοδο αυτή, όμως,  ο όρος εκπληρώνει μια οιονεί κοινωνικοπολιτική λειτουργία, δεδομένου ότι φορείς της «dignitas» είναι μόνον όσοι  έχουν  αριστοκρατική καταγωγή ή  πολιτικό/στρατιωτικό αξίωμα.

1. Ουσιώδη γνωρίσματα της αξιοπρέπειας είναι, υπό την έννοια αυτή, η αίγλη, το κύρος και η τιμή που απολαμβάνουν -ή  πρέπει ν’ απολαμβάνουν- οι φορείς της «dignitas» στον δημόσιο χώρο. Έτσι, λ.χ., ο Ιούλιος Καίσαρ θεωρεί αναξιοπρεπή για το αξίωμά του  την διάβαση του Ρήνου με πλοία («Bellum Gallicum» 1, 33,2). Για ν’ αναχθούμε όμως και στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, αξίζει να γίνει αναφορά στην   τραγωδία Αίας του Σοφοκλή, όπου ο ήρωας, δεύτερος τη τάξει σε δύναμη και ηρωισμό μόνο μετά τον Αχιλλέα, συντετριμμένος από  την προσβολή της τιμής του λόγω του ότι οι Έλληνες παρέδωσαν τα όπλα του Αχιλλέα στον Οδυσσέα και όχι σ’ εκείνον, καταφεύγει στην αυτοκτονία. Στην Ελληνική Γραμματεία, ωστόσο, δεν υφίστανται αντίστοιχες έννοιες.

2. Η λέξη «αξία» και«αξίωμα» δεν χρησιμοποιούνται για ν’ αποδώσουν την ρωμαϊκή έννοια της «dignitas», είναι δε χαρακτηριστική η αναφορά του Κικέρωνος για την Αθηναϊκή Δημοκρατία («De Re Publica» 1,43) ότι “Quoniam distinctos dignitatis  gradus non habebant, non tenebat ornatum suum civitas” («λόγω του ότι δεν είχαν πια διαφορετικούς βαθμούς αξιωμάτων, η Πολιτεία έχασε την ομορφιά της»).  Την πρώτη αναφορά στην έννοια της «ανθρώπινης αξιοπρέπειας» την οφείλουμε στον Κικέρωνα, στο έργο του «De Officiis» («Περί καθηκόντων»), όπου, αντιδιαστέλλοντας την φύση των ζώων από την φύση του Ανθρώπου,  αναφέρεται στην εξέχουσα θέση του μέσα στην ιεραρχία του Κόσμου, οφειλόμενη στην έμφυτη διάνοιά του. Στο βιβλίο του  «De Legibus» («Περί  των Νόμων», 1, 59) αναφέρει ότι: «Όποιος γνωρίζει τον εαυτό του, το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεται είναι πως ως ύπαρξη έχει κάτι θεϊκό. Έτσι, θα δεχθεί ότι το πνεύμα που υπάρχει μέσα του είναι σαν άγαλμα αφιερωμένο στους θεούς, λατρεύοντας δε έτσι τους θεούς, πάντοτε θα σκέφτεται και θα κάνει πράγματα αξιοπρεπή».  Εμφανίζεται, λοιπόν, η πρώτη απόκλιση από τη ρωμαϊκή έννοια της «dignitas», υπό την έννοια ότι φορείς είναι πλέον όλοι, ανεξαιρέτως, οι άνθρωποι, λόγω ακριβώς της ανθρώπινης φύσης τους,  και όχι μόνο όσοι κατέχουν αξιώματα ή έχουν αριστοκρατική καταγωγή.

Δ. Η χριστιανική παράδοση.

   Η έννοια της «ανθρώπινης αξιοπρέπειας» σύντομα εισάγεται  στην Πρωτοχριστιανική και Μεσαιωνική Χριστιανική  Θεολογία και εκφράζει την αξία όλων, ανεξαιρέτως, των ανθρώπων λόγω του ότι δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού (βλ. π.χ. Γρηγορίου Νύσσης, «Περί κατασκευής Ανθρώπου»).

1. Είναι χαρακτηριστική η προσευχή που αποδίδεται στον Πάπα Λέοντα τον Μέγα (440-461 μ.χ.) “Deus qui humanae substantiae dignitatem mirabiliter condidisti” («Θεέ, που με θαυμαστό τρόπο θεμελίωσες την αξία της ανθρώπινης ουσίας»), αλλά και η αναφορά σ’ ένα από τα κηρύγματά του ότι «θα βρούμε τον άνθρωπο να έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα Θεού για τον εξής λόγο, για να μιμείται τον Δημιουργό του, και ότι η φυσική αξία του γένους μας είναι να αντανακλάται μέσα μας, σαν σε κάτοπτρο, η μορφή της θείας αγαθότητας» («Leo Magnus Sermo» 12, c.1).

2. Κατά τον Θωμά Ακινάτη, η ομοίωση προς την Θεία Αξιοπρέπεια («divinae dignitatis similitude») ενυπάρχει μόνο στα έλλογα όντα, ενώ ο φραγκισκανός σχολαστικός  Bonaventura  συνδέει την έννοια της αξιοπρέπειας με την έννοια του προσώπου: “Persona de sui ratione dicit suppositum distinctum proprietare ad dignitatem pertinente” («To πρόσωπο», από τον ίδιο του τον ορισμό, δηλώνει το υποκείμενο διακεκριμένο δυνάμει της ιδιαιτερότητας που αναφέρεται στην αξιοπρέπεια»). 

Ε. Η συνεισφορά του Διαφωτισμού.

    Η εκκοσμίκευση της έννοιας, μέσω της ηθικής οριοθέτησής της, συντελέσθηκε κατά τον Διαφωτισμό και έλαβε την σύγχρονη μορφή της από τον Καντ, ο οποίος υποστήριξε ότι η αξιοπρέπεια είναι  ηθική έννοια, διότι είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ηθική αυτονομία της ανθρώπινης έλλογης φύσης.

1. Σύμφωνα με τον Καντ, «Η ίδια η ανθρωπότητα είναι αξιοπρέπεια (Würde), διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί από κανέναν άνθρωπο να χρησιμοποιείται απλώς ως μέσον, αλλά πρέπει πάντοτε να χρησιμοποιείται και ως σκοπός και σε τούτο ακριβώς συνίσταται η αξιοπρέπειά του» («Metaphysik der Sitten») («Μεταφυσική των ηθών», μετ. Κωνσταντίνου Ανδρουλιδάκη, εκδ. Σμίλη, Αθήνα, 2013). Σύντομα, η ηθική αυτονομία της ανθρώπινης έλλογης φύσης συνδέθηκε με την ιδέα του καθήκοντος.  Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, κατά την καντιανή έννοια, επιτάσσει ως καθήκον τον σεβασμό των δικαιωμάτων των άλλων, γεγονός που μπορεί να στηρίξει την ιδέα του Δικαίου και ολόκληρο το σύστημα του Δικαίου.  Διότι, όπως παρατήρησε ο Leonard NelsonSystem der philosophischen Ethik und Pädagogik», αγγλ. έκδ., Yale University Press, 1956), η αξιοπρέπεια του προσώπου είναι η προϋπόθεση, στην οποία ο ηθικός νόμος περιορίζει τις πράξεις μας, αλλά και, κατ’ επέκταση, τις πράξεις της Πολιτείας.

2. Κατά το τέλος του 19ου αιώνα, αλλά και μετά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, η έννοια της αξιοπρέπειας αντικαθίσταται, εν μέρει, από την έννοια της αξίας του ανθρώπου. Κάθε πρόσωπο «είναι αυτάξιο και αυτοδίκαιο κέντρο αξίας», κατά τον Jonas CohnWertwissenschaft», Stuttgart,1932).  Όμως, όπως ήδη εκτέθηκε, ο όρος «αξιοπρέπεια» επικρατεί καθολικώς στο πεδίο του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

ΙΙ. Τα νομικά χαρακτηριστικά της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος.

   Θεωρία και νομολογία συνομολογούν, ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία της αξίας του Ανθρώπου δεν καθιερώνει δικαίωμα αλλά διαδραματίζει πολύ ευρύτερο ρυθμιστικό ρόλο στο πλαίσιο του συνόλου του Συντάγματος, συνιστώντας γενική ρήτρα, μέσω της οποίας «φωτίζεται» ερμηνευτικώς κάθε άλλη συνταγματική διάταξη.  Τούτο συνάγεται και από την, καθ’ όλα συνειδητή, επιλογή του Συντακτικού Νομοθέτη να θέσει την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 προ των διατάξεων του Δεύτερου Μέρους περί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, κι ακόμη πιο εμφατικά στην αρχή του Συντάγματος, ήτοι στο Α΄ Τμήμα του Πρώτου Μέρους περί βασικών διατάξεων, δηλαδή στο Τμήμα που φέρει τον τίτλο «Μορφή του Πολιτεύματος».  Εκ του ότι η ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος συνιστά, κατά τ’ ανωτέρω, τέτοιας θεσμικής εμβέλειας ρήτρα, συνάγονται, μεταξύ άλλων, και τ’ ακόλουθα:

Α. Ο θεσμικώς θεμελιώδης χαρακτήρας της γενικής ρήτρας της προστασίας της αξίας του Ανθρώπου.

Την θεμελιώδη σημασία της γενικής αυτής ρήτρας επιβεβαιώνουν και ενισχύουν, έτι περαιτέρω, οι ρυθμίσεις εκείνες του Συντάγματος οι οποίες:

1. Ορίζουν, ρητώς και αδιαστίκτως, ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 δεν υπόκειται σε αναθεώρηση (άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος).

2. Εμμέσως, πλην απολύτως σαφώς, απαγορεύουν την οιασδήποτε μορφής αναστολή της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος ακόμη και σε ακραίες περιπτώσεις διακινδύνευσης του εθνικού και του δημόσιου συμφέροντος, όπως είναι οι περιπτώσεις πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξαιρετικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του Δημοκρατικού Πολιτεύματος (άρθρο 48 παρ. 1 εδ. α) του Συντάγματος).

Β. Ο Άνθρωπος ως υπέρτατη αξία για την Έννομη Τάξη.

   Υπό τα ως άνω δεδομένα, η διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 αποδεικνύει, απεριφράστως:

1. Ότι ο Συντακτικός Νομοθέτης «απέβλεψεν εις τον άνθρωπον ως εις υπερτάτην αξία χάριν της οποίας υφίσταται και οργανούται η έννομος τάξις, υπό την έννοιαν δε ταύτην προβλέπονται τα επί μέρους ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, τείνοντα εις την διασφάλισιν της επί ίσοις όροις και εντός των πλαισίων της κοινωνικής ζωής ελευθέρας αναπτύξεως της προσωπικότητος εκάστου και της απολαύσεως των εννόμων αγαθών τα οποία αντιστοιχούν εις το περιεχόμενον των δικαιωμάτων τούτων, του κοινού νομοθέτου μη δυνάμενου να θεσπίση, και δη δι’ ωρισμένας κατηγορίας πολιτών, κατ’ απόκλισιν από υφισταμένων γενικώτερων ρυθμίσεων, διατάξεις αποδυναμούσας κατ’ ουσίαν τα ρηθέντα δικαιώματα ή προβλεπούσας όρους ασκήσεως συνεπαγομένας την μείωσιν της προσωπικότητας του υποκειμένου αυτών». (ΣτΕ 1460/1978).

2.    Ότι, συνακόλουθα, ακριβώς εξαιτίας του λόγω αυτής της γενικής ρήτρας Ανθρωπιστικού χαρακτήρα του Συντάγματος, κάθε δικαίωμα έχει μικτό χαρακτήρα -άρα ουδένα εξ αυτών μπορεί να εκληφθεί π.χ. ως αμιγώς ατομικό ή κοινωνικό- όπως, άλλωστε, απορρέει και από το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 25 παρ. 1, 2, 3 και 4, του Συντάγματος. Συγκεκριμένα δε από την τελεολογική ερμηνεία των προαναφερόμενων διατάξεων, στο μέτρο που καθιερώνουν, συνδυαστικώς, την υπέρ αυτών εγγύηση του Κράτους, την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησής τους και την υποχρέωση άσκησής τους για την υπεράσπιση της κοινωνικής προόδου, της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης και της κοινωνικής και εθνικής Αλληλεγγύης.

Γ. Ο Ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του Συντάγματος.

   Το ότι οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, κατ’ ακολουθία των όσων ήδη αναλύθηκαν, θεσπίζει, υπό θεσμικούς αλλά και lato sensu πολιτικούς όρους, τον Ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του Συντάγματος οδηγεί, κατ’ ανάγκην -και υπό τους όρους της γραμματικής, τελεολογικής και συστηματικής ερμηνείας του- στην αποδοχή των εξής θέσεων:

1. Όλες οι διατάξεις του Συντάγματος, καθώς και οι εκτελεστικές του διατάξεις, δίχως καμία, απολύτως, εξαίρεση, πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται και από τις τρεις Εξουσίες -την Νομοθετική, την Εκτελεστική και την Δικαστική- με στόχο την προστασία του Ανθρώπου, κατ’ εξοχήν δε την υπεράσπιση των κάθε είδους δικαιωμάτων του.

2. Μέσα σε αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι, όταν το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερώνει την επιταγή του σεβασμού και της αξίας του Ανθρώπου:

α) Επιβάλλει όχι μόνο την παθητική υπεράσπιση της αξίας του Ανθρώπου -ήτοι την αποφυγή της υπεράσπισής της in concreto– αλλά, a fortiori, και τον ενεργό σεβασμό της στην πράξη.  Και μάλιστα με συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία ενεργοποιούνται τόσο περισσότερο, όσο η αξία του Ανθρώπου εκτίθεται σε μεγαλύτερη διακινδύνευση.  Και τέτοια παραδείγματα διακινδύνευσης παρέχουν, κατ’ εξοχήν, από την μια πλευρά η τεχνολογία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της συμπεριφοράς της Επιστήμης έναντι των γονιδίων.  Και, από την άλλη πλευρά, η οικονομία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της οφειλόμενης αντίστασης απέναντι στην κάθε μορφής εμπορευματοποίηση του Ανθρώπου.

β) Υπενθυμίζει, προς κάθε κρατικό -lato sensu φυσικό- όργανο ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του Ανθρώπου αποτελούν όχι απλώς υποχρέωση αλλά, ρητώς και αδιαστίκτως, «την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».  Και μόνον η διατύπωση αυτή καθιστά τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του Ανθρώπου πρώτιστη και, κατά λογική ακολουθία, θεμελιώδη προτεραιότητα για την Πολιτεία και τα όργανά της.

γ) Λόγω της γενικότητας της ρύθμισής του, ειδικότερα δε λόγω της χρησιμοποίησης του όρου «Πολιτεία», αναφορικά με την οριοθέτηση της υποχρέωσης σεβασμού και προστασίας της αξίας του Ανθρώπου, η υποχρέωση αυτή απευθύνεται:

γ1) Στο Κράτος, εν συνόλω, υπό την έννοια ότι η υποχρέωση αυτή βαρύνει τα κάθε είδους όργανα και των τριών εξουσιών, της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής.

γ2) Πέραν της «πολιτικής κοινωνίας», κατά τ’ ανωτέρω, και στην «κοινωνία των πολιτών», δηλαδή σε κάθε μέλος του κοινωνικού συνόλου.  Τούτο προκύπτει ιδίως από την διατύπωση των διατάξεων  του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. γ΄ του Συντάγματος, οι οποίες καθιερώνουν την αρχή της τριτενέργειας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε όλο το φάσμα του κοινωνικού συνόλου, ορίζοντας ότι τα Δικαιώματα αυτά «ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, στις οποίες προσιδιάζουν».

ΙΙΙ. Η συνταγματικώς ρυθμιζόμενη έννοια της αξίας του Ανθρώπου.

Η οριοθέτηση της νομικής έννοιας της αξίας, κατά την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, είναι τόσο περισσότερο αναγκαία, όσο, όπως τονίσθηκε, δεν ταυτίζεται με τη νομική έννοια της αξιοπρέπειας.  Τούτο ισχύει πολλώ μάλλον, όταν όχι μόνον η θεωρία αλλά και η νομολογία, στο πλαίσιο της Ελληνικής Έννομης Τάξης, δεν κάνει σαφώς την διάκριση μεταξύ αξίας και αξιοπρέπειας (βλ., π.χ., ΣτΕ 1460/1978, 250/2008, (Ολ.)1213/2010, 3921/2010,  (Ολ.) 668/2012, (Ολ.) 3345/2013, (Ολ.)3177/2014).

Α. Αξία του Ανθρώπου και αξιοπρέπεια.

   Όπως προκύπτει από σειρά διατάξεων του Συντάγματος, ιδίως δε από την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, η αξιοπρέπεια είναι έννοια στενότερη της αξίας.  Ειδικότερα:

1. Η αξιοπρέπεια, ως νομική έννοια, συνδέεται αναποσπάστως με το πρόσωπο του Ανθρώπου και όχι γενικώς με το «Όν».  Συγκεκριμένα δε συνδέεται με την όλη προσωπικότητα του Ανθρώπου, ως φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αναγνωρίζουν οι εκάστοτε ισχύοντες κανόνες δικαίου, κατ’ εξοχήν δε ως φορέα δικαιοπρακτικής ικανότητας, μέσω της οποίας αναγνωρίζονται δικαιώματα ή απλά έννομα συμφέροντα στον in concreto δικαιούχο.

2. Την ορθότητα των ως άνω διαπιστώσεων τεκμηριώνει ιδίως η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη».

α) Ας σημειωθεί, ότι και η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος -όπως και εκείνη του άρθρου 2 παρ. 1 κατά τα προλεχθέντα- μολονότι εντάσσεται στο Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος περί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, συνιστά γενική ρήτρα, υπό το φως της οποίας ερμηνεύονται και εφαρμόζονται, και από τις τρεις Εξουσίες, τη Νομοθετική, την Εκτελεστική, και την Δικαστική, οι κανόνες του Συντάγματος και της εκτελεστικής του νομοθεσίας.

β) Είναι όμως προφανές, ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το γράμμα της και το πνεύμα της, στο μέτρο που οριοθετεί νομικώς την έννοια της προσωπικότητας και των μέσων ανάπτυξής της, συνδέεται ευθέως με την αξιοπρέπεια του Ανθρώπου, η οποία και συνθέτει τον πυρήνα της προσωπικότητας και της εν γένει υπεράσπισης αλλά και αξιοποίησής της υπέρ του κατά περίπτωση φορέα δικαιωμάτων και έννομων συμφερόντων.

Β. Αξία του Ανθρώπου και προσωπικότητα.

   Υπό τα ως άνω δεδομένα είναι επίσης προφανές, ότι η νομική έννοια της αξίας, κατά την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος είναι καταφανώς ευρύτερη εκείνης της αξιοπρέπειας καθώς και της προσωπικότητας.  Ειδικότερα:

1. Η αξία του Ανθρώπου υπερβαίνει εννοιολογικώς την προσωπικότητά του, στο μέτρο που τον αφορά ως «Όν» γενικώς, δηλαδή ως βιολογικό οργανισμό.  Κατά νομική ακρίβεια δε -και όχι μόνον φυσικά- ως έμβιο έλλογο «Όν», του οποίου η νοημοσύνη και η συνείδηση είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες άλλων έμβιων όντων, των θεωρούμενων, για λόγους ορολογικής αντιπροσωπευτικότητας, ως «άλογων» όντων.  Είναι δε αυτά τα χαρακτηριστικά του Ανθρώπου, τα οποία προσδιορίζουν την «μοναδικότητά» του, τόσο σε σχέση με τα απλά αντικείμενα -που, αυτονοήτως, δεν είναι έμβια όντα- όσο και σε σχέση με τα θεωρούμενα ως μη νοήμονα έμβια όντα.

2. Κατά λογική νομική ακολουθία, η συνταγματική κατοχύρωση της αξίας του Ανθρώπου, με βάση την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος:

α) Υπερακοντίζει, από πλευράς προστασίας, την κατά τ’ ανωτέρω έννοια της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας του Ανθρώπου.  Και τούτο διότι η προστασία αυτή δεν περιορίζεται, αποκλειστικώς, στην υπέρ αυτού κατοχύρωση των κάθε είδους μέσων ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του και της συμμετοχής του στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας.

β) Αυτό οφείλεται στο ότι, πέραν της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειάς του, υπερασπίζεται την εν γένει οντότητα του Ανθρώπου, ήτοι την, lato sensu, ζωή του.  Και μάλιστα την ζωή, όπως εκτείνεται από την σύλληψη του Ανθρώπου, κατά τους κανόνες της γενετικής, ως τον θάνατό του.  Επιπλέον, καθ’ όλη αυτή την διάρκεια, η αξία του Ανθρώπου είναι νομικώς ενεργή και αναλόγως υπερασπίσιμη, ανεξάρτητα από κάθε δείκτη νοημοσύνης του φορέα της, a fortiori δε ανεξάρτητα από την δυνατότητά του ν’ αναπτύσσει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την προσωπικότητά του.

ΙV. Οι έννομες συνέπειες της νομικής έννοιας της αξίας του Ανθρώπου.

    Από την, σύμφωνα με την ανάλυση που προηγήθηκε, διευκρίνιση της νομικής έννοιας της αξίας του Ανθρώπου, κατά την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, και ειδικότερα από την διαπίστωση ότι η αξία αφορά, πολύ πέραν του προσώπου, το «Όν» ως βιολογικό οργανισμό, εν γένει, μ’ επίκεντρο την, lato sensu, ζωή του, εκπορεύονται συγκεκριμένες έννομες συνέπειες.  Συνέπειες, οι οποίες αφενός επικεντρώνονται, θεσμικώς, κατ’ εξοχήν στην έκταση της προστασίας της αξίας του Ανθρώπου και στις υποχρεώσεις της Πολιτείας, μέσω της Νομοθετικής και της Εκτελεστικής εξουσίας, να θεσπίζει τους αναγκαίους για την προστασία αυτή κανόνες δικαίου.  Και, αφετέρου -αλλά και συνακόλουθα- έχουν συγκεκριμένους αποδέκτες, πρωτίστως δε τον φορέα της αξίας, τον in concreto Άνθρωπο, ύστερα την ίδια την Πολιτεία, για την οποία κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος η προστασία της αξίας του Ανθρώπου συνιστά «την πρωταρχική υποχρέωση» και, τέλος, τους τρίτους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που και αυτοί έχουν ανάλογη με την θέση τους υποχρέωση σεβασμού της αξίας του Ανθρώπου.

Α. Οι έννομες συνέπειες ως προς τον φορέα της αξίας του Ανθρώπου.

Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, είναι νομικώς ορθότερο -αν όχι πλήρως επιβεβλημένο και κατά το Σύνταγμα- να γίνει δεκτό πως, τουλάχιστον στο πλαίσιο της Ελληνικής Έννομης Τάξης, δεν νοείται θεσμικώς, ούτε καθ’ υποφοράν, δικαίωμα του Ανθρώπου στην ζωή του, ως απόρροια της συνταγματικής κατοχύρωσης της αξίας του.

1. Είναι δε εντελώς διαφορετικό το ζήτημα άλλων, επιμέρους, δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα οποία θεσμοθετεί, δευτερευόντως προφανώς, η Πολιτεία προκειμένου μέσω αυτών να υπερασπισθεί, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, την αξία του και την ζωή του, περαιτέρω δε ν’ αναπτύξει ελευθέρως της προσωπικότητά του, κατά την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος.  Με άλλες λέξεις, είναι άλλο το ζήτημα της νομικής φύσης της γενικής ρήτρας του Συντάγματος περί προστασίας της αξίας του Ανθρώπου, και άλλο το ζήτημα των κάθε είδους μέσων, με κολοφώνα τα συγκεκριμένα, συνταγματικώς κατοχυρωμένα ή μη, δικαιώματα, με τα οποία η Έννομη Τάξη θωρακίζει τον φορέα της αξίας του Ανθρώπου, προκειμένου αυτός να την υπερασπισθεί στην πράξη.

2. Το ότι δεν νοείται θεσμικώς δικαίωμα του Ανθρώπου στην αξία του και στην ζωή του είναι αυτόθροος συνέπεια της νομικής έννοιας της αξίας του Ανθρώπου, κατά τα προεκτεθέντα.  Πραγματικά, η αξία του Ανθρώπου -και γι’ αυτό, ακριβώς, είναι έννοια ευρύτερη της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειάς του- εκπορεύεται από το γεγονός, επιστημονικώς άλλωστε τεκμηριωμένο, ότι ο Άνθρωπος είναι βιολογικός οργανισμός, προικισμένος με νοημοσύνη και συνείδηση, ο οποίος εκ τούτου διαφοροποιείται πλήρως όχι μόνον από τους μη βιολογικούς οργανισμούς, αλλά και από λοιπά έμβια όντα, θεωρούμενα μη αντιστοίχως νοήμονα.  Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εκληφθεί και η ζωή του Ανθρώπου ως πραγματική κατάσταση, σύμφυτη με την ιδιότητα του νοήμονος και έχοντος συνείδηση βιολογικού οργανισμού.

3. Κατ’ ουδένα τρόπο, λοιπόν, είναι εφικτό θεσμικώς να εκληφθεί η αξία του Ανθρώπου ως απλό «έννομο συμφέρον», το οποίο αναγνωρίζεται σε αυτόν από το Σύνταγμα.  Το Σύνταγμα, στο άρθρο 2 παρ. 1, δεν δημιουργεί, πρωτογενώς, την αξία και την ζωή του Ανθρώπου, απλώς τις βρίσκει δεδομένες φυσικώς και τις αναγνωρίζει ως αντικείμενα πολλαπλής προστασίας.  Άρα, δεν νοείται δικαίωμα στην αξία και την ζωή του Ανθρώπου όταν, στο πλαίσιο της θεωρίας και της νομολογίας, γίνεται καθολικώς αποδεκτό ότι το δικαίωμα είναι ορισμένη εξουσία, που η έννομη τάξη παρέχει σ’ ένα πρόσωπο -φυσικό ή νομικό- για την ικανοποίηση επίσης ορισμένου, ήτοι αναγνωριζόμενου από τους κείμενους κανόνες δικαίου, συμφέροντος.

4. Εκ του ότι ο φορέας της αξίας του Ανθρώπου δεν έχει, κατά νομική κυριολεξία, δικαίωμα, έστω και lato sensu, επ’ αυτής και, συνακόλουθα, επί της ζωής του, συνάγονται και τα εξής:

α) Ο Άνθρωπος δεν έχει πλήρη ευχέρεια, ούτε βεβαίως δικαίωμα, παραίτησης  από την υπεράσπιση της αξίας του και της ζωής του.   Όλως αντιθέτως, οφείλει να τις σέβεται και να τις υπερασπίζεται πρωτίστως ο ίδιος, δοθέντος ότι, κατά το Σύνταγμα και την εκτελεστική του νομοθεσία, αναγνωρίζεται σε αυτόν μόνο δικαίωμα υπεράσπισής τους, τόσο έναντι της Πολιτείας όσο και έναντι των κάθε είδους τρίτων, φυσικών ή νομικών προσώπων.  Τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο, αν αναλογισθεί κανείς ότι η παραίτηση του φορέα από την υπεράσπιση της αξίας του και της ζωής του θα ισοδυναμούσε, με βάση όσα ήδη εκτέθηκαν ως προς το «έλλογο ον», με απάρνηση της ανθρώπινης φύσης, κάτι που είναι θεσμικώς αδιανόητο όχι μόνο για τρίτους, αλλά και για το ίδιο το «έλλογο ον».  Και δεν θεωρώ ότι είναι πειστική -παρά την ιδιότυπη ανθρωπιστική ηθική, την οποία εκφράζει και η οποία είναι αξιοπρόσεκτη- η εξής άποψη του Ronald Dworkin: «Ο εξαναγκασμός κάποιου να πεθάνει κατά τον τρόπο που οι άλλοι επιδοκιμάζουν, αλλά που ο ίδιος βιώνει ως μια τρομακτική αντίφαση του βίου του, είναι μια καταστρεπτική, απεχθής μορφή τυραννίας». (Βλ, Ronald Dworkin, «Η Επικράτεια της Ζωής – Αμβλώσεις, ελευθερία και ατομική ελευθερία», απόδοση-εισαγωγή: Φίλιππος Βασιλόγιαννης, επίμετρο: Παύλος Σούρλας, εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα, 1994, σελ. 311).

β) A fortiori, ο Άνθρωπος δεν έχει πλήρη ευχέρεια διάθεσης της ζωής του.

β1) Γεγονός που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι δεν υφίσταται ούτε δικαίωμα ούτε καν αναγνώριση επιλογής της αυτοκτονίας.  Το ότι στην πράξη δεν τιμωρείται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, η αυτοκτονία τόσον όταν έχει συντελεσθεί -οπότε δεν θα είχε κανένα νόημα η τιμωρία- όσο και σε περίπτωση απλής απόπειρας, δεν έχει, κατ’ ουδένα τρόπο, την έννοια ότι υφίσταται, e contrario, κάποιο δικαίωμα στην αυτοκτονία.  Και τούτο διότι η έλλειψη τέτοιας μορφής κύρωσης δεν καθιστά τον ως άνω γενικό κανόνα lex imperfecta, όταν επέρχεται η παραγωγή όλων των λοιπών, των κατά τον θεσμικό του προορισμό, έννομων συνεπειών.  Το συμπέρασμα τούτο ενισχύεται, καθοριστικώς, από το ότι, όπως θα εκτεθεί και στην συνέχεια, αντίθετα με τον φορέα της αξίας και της ζωής, ο τρίτος που συμμετέχει στην επιχείρηση αυτοκτονίας ή και ευθανασίας τιμωρείται κατά νόμο, ανεξαρτήτως βεβαίως, από την μορφή και το μέγεθος της κύρωσης.

β2) Το αυτό ισχύει, όπως είναι αυτονόητο, και για την εκ μέρους του φορέα της αξίας του Ανθρώπου λήψη απόφασης περί ευθανασίας του.  Και μάλιστα, τόσον ως προς τις προς αυτόν επιπτώσεις της νομικής απαξίας της πράξης του, όσο και ως προς τους τρίτους, οι οποίοι τον επικουρούν στην ευθανασία.

β3) Τέλος, υπ’ αυτό το πνεύμα ερμηνείας του Συντάγματος και της εκτελεστικής του νομοθεσίας, δεν είναι αποδεκτό θεσμικώς και το ενδεχόμενο εκούσιας «διακοπής» των βιολογικών λειτουργιών, με το εντελώς υποθετικό, υπό τα σημερινά δεδομένα, ενδεχόμενο επαναλειτουργίας τους στο μέλλον, κατά τα δεδομένα της Τεχνολογίας, π.χ. με το ενδεχόμενο ενεργοποίησης της μεθόδου της κατάψυξης.  Τούτο σήμερα πρέπει να θεωρείται, έστω και ως ενδεχόμενο, εντελώς θεσμικώς αδιανόητο, όταν η Επιστήμη αναγνωρίζει ότι μόνον ως απλή «υπόθεσις εργασίας», δίχως οιαδήποτε απτή τεκμηρίωση, μπορεί να εξετασθεί.  Και η προστασία της αξίας του Ανθρώπου δεν είναι νοητό να μεταπέσει, έστω και εμμέσως, σε θέμα «υπόθεσης εργασίας», που κινείται στα όρια της επιστημονικής φαντασίας, κατά κυριολεξία δε της ουτοπίας.

γ) Ως παρακολουθηματική, πλην όμως άκρως ουσιώδης, συνέπεια επέρχεται το ότι δεν υφίσταται και οιαδήποτε δυνατότητα του Ανθρώπου να διαθέτει, κατά πλήρη διακριτική ευχέρεια και αντίστοιχη επιλογή, μέρος του σώματός του, κατ’ εξοχήν δε ζωτικής σημασίας όργανά του.  Έτσι, π.χ.:

γ1) Ο Άνθρωπος δεν νομιμοποιείται, κατ’ ουδένα τρόπο, να διαθέτει εν ζωή μέρη του σώματός του, όταν η διάθεση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε βέβαιο θάνατο -όπως συμβαίνει με την διάθεση ζωτικών του οργάνων- ή ακόμη και σε σοβαρή διακινδύνευση της ζωής του.

γ2) Πολλώ μάλλον αυτό ισχύει στην περίπτωση, κατά την οποία μια τέτοια διάθεση θα είχε ως σκοπό την αποκόμιση κέρδους, ήτοι την εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος.  Και σε αυτή την περίπτωση νοείται θεσμικώς κύρωση, η οποία δεν αφορά μόνο τον τρίτο, λήπτη του οργάνου του δότη, αλλά και τον ίδιο τον δότη, αν βρίσκεται ακόμη εν ζωή.

δ) Είναι, φυσικά, εντελώς διαφορετικό -και πλήρως σύμφωνο με τα όσα εκτέθηκαν σχετικά με τη νομική έννοια της αξίας του Ανθρώπου- -το αν και κατά πόσο ο Άνθρωπος έχει την δυνατότητα να γίνει δότης οργάνων, είτε εν ζωή είτε μετά θάνατον, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαμορφώνει η έννομη τάξη, με πλήρη σεβασμό του Συντάγματος.

δ1) Κατ’ αρχάς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το Σύνταγμά μας και η Ελληνική Έννομη Τάξη αναγνωρίζουν, υπό τις προϋποθέσεις που θεσμοθετούνται κατά περίπτωση, την μεταμόσχευση οργάνων.  Και αυτή η θέση του Συντακτικού Νομοθέτη βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τον αξιακό κώδικα, ο οποίος διέπει την Κοινωνία μας, κώδικα ο οποίος εμπνέεται, σύμφωνα με τα διδάγματα του Ελληνικού και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, από τις αρχές και τ’ αντίστοιχα αξιακά προτάγματα του Ανθρωπισμού και της Αλληλεγγύης.

δ2) Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της αξίας του Ανθρώπου, επιτρέπει, πάντα με βάση τις ρυθμίσεις των ισχυόντων κανόνων δικαίου:

  • Το να καταστεί κάποιος εν ζωή δότης οργάνων μετά θάνατον.  Το αυτό ισχύει και για την δυνατότητα των οικείων του να δωρίσουν τα όργανα του θανόντος προς τρίτους.
  • Το να καταστεί κάποιος εν ζωή δότης οργάνων και πάλιν εν ζωή, προς οικείους του ή ακόμη και τρίτους, εφόσον βεβαίως αφενός δεν υφίσταται μεγάλη διακινδύνευση της ζωής του και, αφετέρου,   αυτή η πρωτοβουλία του ουδόλως έχει, αμέσως ή εμμέσως, σχέση με οιασδήποτε μορφής οικονομική ή άλλη συναφή συναλλαγή, η οποία θα παραβίαζε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την προαναφερθείσα γενική αρχή της απαγόρευσης της εμπορευματοποίησης του σώματός του.

Β. Οι έννομες συνέπειες ως προς την Πολιτεία.

Πρέπει, εξ αρχής, να επισημανθεί ότι οι έννομες συνέπειες της νομικής έννοιας της αξίας του Ανθρώπου αφορούν πρωτίστως την Πολιτεία -με την έννοια της σύνθεσης και των τριών Εξουσιών, της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής- όπως προκύπτει ευθέως από το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, οι οποίες, όπως πολλές φορές τονίσθηκε προηγουμένως, καθιστούν τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του Ανθρώπου «την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».

1. Κατά τούτο, η ως άνω διάταξη από την μια πλευρά καθιερώνει μια καίρια προτεραιότητα, έναν πραγματικό «δείκτη πορείας», για την Πολιτεία ως προς τον τρόπο με τον οποίο οφείλει να δρα στο πλαίσιο της Έννομης Τάξης.  Και, από την άλλη πλευρά, εμμέσως πλην σαφώς, υιοθετεί μια καίριας σημασίας ερμηνευτική επιλογή, κατά την οποία οι κάθε είδους κανόνες που θεσμοθετεί η Πολιτεία, στο πεδίο ρύθμισης των δεδομένων της αξίας του Ανθρώπου, πρέπει να ερμηνεύονται στενώς.  Και, συγκεκριμένα, προς την κατεύθυνση αφενός ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να υπερασπίζονται και όχι να θίγουν την αξία του Ανθρώπου και, αφετέρου, ότι,  in dubio, πρέπει να υιοθετείται, από κάθε πολιτειακό όργανο που κρίνει την συμβατότητα των κατά τ’ ανωτέρω μέτρων με το Σύνταγμα, η ερμηνεία εκείνη, η οποία καταλήγει υπέρ του πλήρους σεβασμού και της προστασίας της αξίας του Ανθρώπου.

2. Υπό το φως των προμνημονευόμενων διαπιστώσεων, καθίσταται σαφές ότι οι ερμηνευτικές αυτές αρχές απευθύνονται στην Πολιτεία και στα όργανά της ιδίως όταν θεσμοθετεί μέτρα που θα μπορούσαν να θίξουν την αξία του Ανθρώπου και, κατ’ εξοχήν, την ανθρώπινη ζωή λόγω των ανεξέλεγκτων τάσεων της Οικονομίας και της Τεχνολογίας.  Αυτονοήτως, τούτο δε ισχύει ως προς την λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή για την υγεία ασθενών, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της ερμηνευτικής δήλωσης υπό το άρθρο 5 παρ. 4  του Συντάγματος. Ειδικότερα:

α) Η Πολιτεία οφείλει να θεσμοθετεί τις κάθε είδους εγγυήσεις ώστε ν’ αποκλείεται, εντελώς, η προσβολή της αξίας του Ανθρώπου και της ζωής του από δράσεις που καταλήγουν σε κάθε μορφής εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος.  Τούτο αφορά κυρίως -και όχι βεβαίως αποκλειστικώς- το πεδίο των μεταμοσχεύσεων και την ρύθμιση του νομικού καθεστώτος των δοτών οργάνων.  Και εδώ ισχύουν, στο ακέραιο, οι κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες εκτέθηκαν επί του θέματος αμέσως πιο πάνω, κατά την ανάλυση των έννομων συνεπειών της νομικής έννοιας της αξίας του Ανθρώπου ως προς τον φορέα της.  Άλλωστε, ο φορέας αυτός μπορεί να δράσει εν προκειμένω μόνο μέσα στο κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο έχει προηγουμένως θεσπίσει η Πολιτεία.

β) Η Πολιτεία οφείλει ν’ απαγορεύει την καθιέρωση επιστημονικών πρακτικών, οι οποίες πλήττουν την μοναδικότητα του Ανθρώπου, ιδίως μέσω της αλλοίωσης της γενετικής του ταυτότητας, δοθέντος ότι η μοναδικότητα βρίσκεται, κυριολεκτικώς, στον πυρήνα της αξίας του Ανθρώπου. Η θέση αυτή αποκτά πρόσθετο συνταγματικό έρεισμα στις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 5 του Συντάγματος, κατά τις οποίες: «Καθένας έχει δικαίωμα την προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας.  Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιοϊατρικών επεμβάσεων».  Άρα, το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος, αναφορικά με τις κάθε μορφής βιοϊατρικές επεμβάσεις, επιβάλλει, μεταξύ άλλων:

β1) Αυστηρούς περιορισμούς ως προς την αξιοποίηση της γενετικής τεχνολογίας, προς την κατεύθυνση επέμβασης στην δομή και στην λειτουργία του ανθρώπινου γονιδιώματος, στον βωμό που θα μπορούσε στον βαθμό που θα μπορούσε να επηρεάσει, αμέσως ή εμμέσως, την κατά τ’ ανωτέρω μοναδικότητα του Ανθρώπου.  Εδώ τίθεται το μείζον ζήτημα της άνευ όρων απαγόρευσης της κλωνοποίησης, αφού η μέθοδος αυτή οδηγεί σε προαποφασισμένη και προδιαγεγραμμένη δημιουργία απολύτως όμοιων ανθρώπων, αναιρώντας έτσι την μοναδικότητα καθενός τους και προσβάλλοντας ευθέως την ιδιαίτερη αξία κάθε ανθρώπινης ύπαρξης.

β2) Αυστηρούς περιορισμούς ως προς την χρησιμοποίηση της μεθόδου των αμβλώσεων.  Με την έννοια, ότι η μέθοδος αυτή είναι συνταγματικώς ανεκτή μόνον όταν δεν θίγει την αξία και την ζωή του Ανθρώπου αλλά, όλως αντιθέτως, αποβαίνει, με στέρεη επιστημονική τεκμηρίωση, μέσο προστασίας τους.

γ) Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει, στο σημείο αυτό, στο ζήτημα του συνταγματικώς επιβεβλημένου τρόπου θεσμικής αντιμετώπισης του προβλήματος της ευθανασίας, σε συνδυασμό με το γενικότερο ζήτημα του τρόπου, με τον οποίο η Πολιτεία οφείλει, κατά την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, να συμπαρασταθεί στον βαρέως πάσχοντα άνθρωπο, κυρίως κατά το τελευταίο στάδιο της ασθενείας του.

γ1) Προηγουμένως όμως πρέπει να γίνει η ακόλουθη διευκρίνιση:  Εφόσον, κατά τα προλεχθέντα, η διάταξη του άρθρου 2παρ. 1 του Συντάγματος, καθιστώντας τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του Ανθρώπου «την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», αποκλείει, νομικώς, την ύπαρξη οιασδήποτε μορφής δικαιώματος στην αυτοκτονία και στην ευθανασία είναι, εμμέσως πλην σαφώς, προφανές ότι αυξάνονται, συνακόλουθα, οιονεί γεωμετρικώς οι υποχρεώσεις της Πολιτείας έναντι των βαρέως πασχόντων.  Συγκεκριμένα δε των βαρέως πασχόντων, οι οποίοι αφενός δεν έχουν τα μέσα -κυρίως λόγω οικονομικών και οικογενειακών συνθηκών- υπεράσπισης της αξίας τους και της αξιοπρεπούς τους διαβίωσης και νοσηλείας και, αφετέρου, βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της ασθενείας τους, κατ’ εξοχήν δε όταν αυτή έχει διαπιστωθεί επιστημονικώς ως ανίατη.

γ2) Υπό το φως της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, και προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωσή της για τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του Ανθρώπου, σε συνδυασμό με τις υποχρεώσεις της που προκύπτουν κατά το Σύνταγμα από την θεσμική κατοχύρωση του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και των Κοινωνικών Δικαιωμάτων, η Πολιτεία έχει χρέος να διασφαλίσει στον βαρέως πάσχοντα συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης και νοσηλείας ως το τέλος της ζωής του.  Προς τούτο είναι ανάγκη η Πολιτεία, υπό όρους συνταγματικώς κατοχυρωμένης υποχρέωσης, ν’ αναπτύσσει, παραλλήλως με τις κλασικές νοσοκομειακές δομές, και ανάλογες υποστηρικτικές δομές για τον πάσχοντα, οι οποίες πρέπει να οργανώνονται και να λειτουργούν ως δομές «παρηγορητικής υποστήριξης».

γ3) Τέλος, τίθεται το ζήτημα του ποιες πρέπει, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, να είναι οι πρόνοιες της έννομης τάξης ως προς τον τρόπο, με τον οποίο η Πολιτεία αλλά και η Ιατρική Επιστήμη οφείλουν να συμπαρασταθούν στον βαρέως πάσχοντα, που έχει φθάσει πλέον στο τελευταίο στάδιο της, ανίατης όπως τονίσθηκε, ασθενείας του και δεν υφίσταται, επιστημονικώς, πιθανότητα αποφυγής του θανάτου.  Σε αυτή την περίπτωση, και προκειμένου ο πάσχων να μην υποφέρει υπό όρους που αναιρούν την αξία του και την αξιοπρέπειά του, είναι  όχι μόνο νοητή αλλά μάλλον επιβεβλημένη, συνταγματικώς και ηθικώς, η θεσμοθέτηση της κατάλληλης μεθόδου καταστολής.  Πρόκειται για την λεγόμενη «παρηγορητική καταστολή» ως την επέλαση του θανάτου, η οποία, στο πλαίσιο του γαλλικής ιατρικής και νομικής επιστήμης, αποκαλείται «sédation à long terme» ή  «sédation terminale».  Μια τέτοια ιατρική πρακτική είναι συνταγματικώς αποδεκτή διότι, προφανώς, σέβεται στο ακέραιο την αξία και την ζωή του βαρέως πάσχοντος, δοθέντος ότι αφήνει τον θάνατο να επέλθει φυσικώς, δίχως και να τον προκαλέσει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο.  Και εδώ, ακριβώς, εντοπίζεται η τεράστια διαφορά της πρακτικής της παρηγορητικής καταστολής από την πρακτική της συνταγματικώς απαγορευμένης ευθανασίας.

Γ. Οι έννομες συνέπειες ως προς τους τρίτους.

Τα όσα ήδη εκτέθηκαν, ως προς τις κατά την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος υποχρεώσεις τόσο του ίδιου του φορέα όσο και της Πολιτείας αναφορικά με τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του Ανθρώπου, προσδιορίζουν με σχετική ευχέρεια και τις υποχρεώσεις των τρίτων προς την ίδια κατεύθυνση.

1. Πριν από κάθε άλλη προσέγγιση εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί -και πάλι όχι μόνο σε νομικό επίπεδο αλλά και σ’ επίπεδο ηθικής- ότι οι συνταγματικές ρυθμίσεις για την αξία του Ανθρώπου και για το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου επιβάλλουν στους τρίτους, και ιδίως προς εκείνους που έχουν τα μέσα, να δείξουν κυρίως προς τον βαρέως πάσχοντα συνάνθρωπο την Αλληλεγγύη τους.  Και εδώ τίθεται μ’ επίταση το ζήτημα της συμπόρευσης Πολιτείας και τρίτων στην ανέγερση των δομών παρηγορητικής στήριξης, για τις οποίες έγινε λόγος προηγουμένως.  Η θέση αυτή συνάδει πλήρως και προς το γράμμα και το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 4 του Συντάγματος, κατά την οποία: «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης».

2. Κατά τα λοιπά, το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος καθιστά, έναντι των τρίτων, επιβεβλημένη την απαγόρευση -άρα και την αντίστοιχη καθιέρωση αδικοπραξίας ή και εγκλήματος όταν παραβιάζεται η απαγόρευση αυτή- μεταξύ άλλων και των εξής συμπεριφορών:

α) Της συμμετοχής, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στην αυτοκτονία.

β) Της σύμπραξης, και πάλι καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στην πρακτική της ευθανασίας.

γ) Της εκδήλωσης στην πράξη οιασδήποτε μορφής συναλλαγών σχετικών  με μεταμοσχεύσεις -π.χ. με δωρεές οργάνων- οι οποίες έχουν, έστω και εμμέσως, σχέση με οικονομικά ανταλλάγματα και, έτσι, καταλήγουν να εξωθούν π.χ. τον δότη ή τους οικείους του ή άλλους τρίτους μεσάζοντες σε νομικώς και ηθικώς πλήρως απαξιωμένες πρακτικές εμπορευματοποίησης του σώματος.

Επίλογος

Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι ο Συντακτικός Νομοθέτης, επικουρούμενος και από τις πολύ μεγάλες εκφραστικές δυνατότητες της Γλώσσας μας, κάθε άλλο παρά τυχαία κατέληξε στην έννοια της «αξίας» -και όχι στην διεθνώς καθιερωμένη έννοια της «αξιοπρέπειας»- στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος.  Όπως άκρως συνειδητή και συμβολική πρέπει να θεωρηθεί και η επιλογή του, να θέσει την άνω διάταξη στο Α΄ Τμήμα του Πρώτου Μέρους τους Συντάγματος.  Τα δεδομένα, λοιπόν, αυτά πρέπει ν’ αξιοποιούνται, στο ακέραιο, από τον ερμηνευτή και τον εφαρμοστή των συνταγματικών εν γένει ρυθμίσεων.  Ως ένα «minimum» «συνταγματικού κεκτημένου», ως προς την έννοια της αξίας του Ανθρώπου, πρέπει να θεωρηθούν και τα εξής:

Α. Η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερώνει γενική ρήτρα, υπό το φως της οποίας πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται τόσο οι λοιπές διατάξεις του Συντάγματος, όσο και όλες οι ρυθμίσεις της Έννομης Τάξης, οι οποίες θεσμοθετούνται σ’ εκτέλεση του Συντάγματος.

1. Η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος ανάγει τον Άνθρωπο σε  υπέρτατη αξία για την Έννομη Τάξη, προσδίδοντας, και στο Σύνταγμα αλλά και σε αυτήν, έναν έντονα Ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα.

2. Υπό το φως της ως άνω διαπίστωσης, οι διατάξεις της Έννομης Τάξης πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο σύμφωνο με το γράμμα και το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, επιπλέον δε, in dubio, πρέπει να επιλέγεται η ερμηνεία εκείνη, η οποία δεν θίγει την κατά το Σύνταγμα έννοια της αξίας του Ανθρώπου.

Β. Η αξία του Ανθρώπου, κατά την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, είναι έννοια αυτονοήτως ευρύτερη εκείνης της αξιοπρέπειας, γεγονός το οποίο συνεπάγεται και το ότι ο θεσμικός «προστατευτικός μανδύας» της αξίας του Ανθρώπου υπερκαλύπτει, κατά πολύ, το πεδίο της προσωπικότητας του Ανθρώπου και των μέσων ελεύθερης ανάπτυξής της.

1. Κατ’ ακρίβεια, η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αξία του Ανθρώπου αφορά τον Άνθρωπο ως βιολογικό οργανισμό, με νοημοσύνη και συνείδηση -και, κατά τούτο, τον διαφοροποιεί από άλλα έμβια όντα- και προστατεύει την ζωή του, από την σύλληψή του ως τον θάνατό του.

2. Υπό τα ως άνω δεδομένα, η αξία του Ανθρώπου, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, παράγει έννομες συνέπειες, οι οποίες αφορούν:

α) Πρώτον, τον ίδιο τον φορέα της, με κυριότερη συνέπεια το ότι ναι μεν μπορεί να προστατεύεται μέσω αυτής και ν’ αναπτύσσει ελευθέρως την προσωπικότητά του, πλην όμως θεσμικώς δεν υφίσταται υπέρ αυτού δικαίωμα στην ζωή, γεγονός το οποίο αποκλείει, μεταξύ άλλων, δικαίωμα στην αυτοκτονία και στην ευθανασία.

β) Δεύτερον, την Πολιτεία, με κυριότερη συνέπεια το ότι αυτή πρέπει να σέβεται και να προστατεύει την αξία του Ανθρώπου ως τον θάνατό του.  Και μάλιστα, όχι μόνον αποφεύγοντας να την θίξει αλλά και με θετικές ενέργειες, π.χ. λαμβάνοντας ιδιαίτερα μέτρα υπέρ των οικονομικώς ασθενέστερων βαρέως πασχόντων, ιδίως περί το τέλος της ζωής τους, ώστε ο θάνατός τους να επέλθει μόνο με φυσικό τρόπο και αξιοπρεπώς.

γ) Τρίτον, των συνανθρώπων, με κυριότερες συνέπειες από την μια πλευρά την απαγόρευση της συμμετοχής τους στην αυτοκτονία και στην ευθανασία.  Και, από την άλλη πλευρά, την συμμετοχή τους στην διαδικασία των μεταμοσχεύσεων μόνον υπό όρους γνήσιου Ανθρωπισμού και ουσιαστικής Αλληλεγγύης, κατ’ ουδένα δε τρόπο υπό όρους που οδηγούν σε πρακτικές εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου σώματος.