Site icon Προκόπιος Παυλόπουλος

Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827: Το οριστικό «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» και οι περιπέτειες της εφαρμογής του•

Πρόλογος

Εκ προοιμίου επισημαίνεται ότι διαθέτοντας τα αναγκαία κανονιστικά εφόδια από το θεσμικό οπλοστάσιο του «Νόμου της Επιδαύρου», του 1823, ως προς τις βάσεις της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με έντονα φιλελεύθερο προσανατολισμό, το μετέπειτα «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» του 1827 δικαίως θεωρήθηκε –και εξακολουθεί να θεωρείται– ένα από τα πιο ολοκληρωμένα, κανονιστικώς και πολιτικώς, συνταγματικά κείμενα της Συνταγματικής Ιστορίας μας. Αλλά και ένα συνταγματικό κείμενο κυριολεκτικώς πρωτοποριακό και πέραν των περιορισμένων ορίων της τότε Ελληνικής Επικράτειας, το οποίο μπορούσε άνετα να συγκριθεί με άλλα συνταγματικά κείμενα του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου της εποχής εκείνης. Επιπλέον δε ήταν εφικτό να χρησιμεύσει ως πρότυπο για την συνταγματική οργάνωση των Εθνών-Κρατών, τα οποία επρόκειτο να διαμορφωθούν ως Ανεξάρτητα μετά την ευόδωση της Ελληνικής Εθνεγερσίας του 1821. Πρέπει όμως να επισημανθεί με έμφαση ότι η θεσμική και πολιτική αρτιότητα του «Νόμου της Επιδαύρου» και, πολύ περισσότερο, του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος» δεν αρκούσαν για να εγγυηθούν και την αποτελεσματική εφαρμογή τους στην πράξη. Τέτοια ολοκληρωμένα συνταγματικά κείμενα προϋποθέτουν ότι υφίστανται και οι πρόσφορες, κυρίως στοιχειωδώς ομαλές, συνθήκες λειτουργίας των καθιερωμένων έτσι συνταγματικών θεσμών, και ιδίως εκείνων που αφορούν την οργάνωση του Πολιτεύματος και τα μέσα άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και οι συνθήκες αυτές κάθε άλλο παρά συνέτρεχαν όχι μόνο μετά το 1823, αλλά και αφότου άρχισε να ισχύει, το 1827, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος». Όταν, λοιπόν, ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως Πρώτος Κυβερνήτης, κλήθηκε να εγγυηθεί την πλήρη εφαρμογή του ισχύοντος πλέον Συντάγματος, βρέθηκε μπροστά στο μείζον δίλημμα μεταξύ της εκπλήρωσης, στο ακέραιο, αυτής της αποστολής και της διασφάλισης της επιβίωσης του τότε Ελληνικού Λαού καθώς και της μη οπισθοδρόμησης του Αγώνα έως την επίτευξη του υπαρξιακού εθνικού σκοπού, ήτοι της ίδρυσης του Ανεξάρτητου Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Με την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις περίσκεψη, ως πραγματικός Ευπατρίδης Πολιτικός, ο Ιωάννης Καποδίστριας –λειτουργώντας με δημοκρατική ευαισθησία, όπως καταδεικνύει η ομόθυμη συγκατάθεση του Βουλευτικού δια του ΝΗ΄ Ψηφίσματος της 18ης Ιανουαρίου 1828–  υπηρέτησε με συνέπεια τις εθνικές προτεραιότητες, έστω και με το τίμημα της αναστολής συγκεκριμένων διατάξεων του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος». Όσοι, ευτυχώς λίγοι, και σήμερα δεν μπορούν –ή, ακόμη χειρότερα, δεν θέλουν– να κατανοήσουν αυτή την υπεύθυνη και σωτήρια για την θεμελίωση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους στάση του Ιωάννη Καποδίστρια, μάλλον βρίσκονται πολύ μακριά από την αντίστοιχη κατανόηση της ίδιας της Νεότερης Ιστορίας μας ή και της Ιστορίας μας γενικότερα.

Ι. Το χρονικό της θέσπισης του Συντάγματος της Τροιζήνας, του οριστικού «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος»

Ήδη από την 18η Απριλίου 1823, η Β΄ Εθνική Συνέλευση είχε προαναγγείλει την Γ΄ Εθνική Συνέλευση. Και τούτο διότι τότε αποφασίσθηκε «να προσδιορισθή Εθνική Συνέλευσις εις ανάκρισιν του Πολιτεύματος μετά διετίαν». Κατ’ εφαρμογή της ως άνω απόφασης, η Γ΄ Εθνική Συνέλευση συγκλήθηκε για την 25η Σεπτεμβρίου 1825. Όμως, μετά από πολλές καθυστερήσεις εξαιτίας της κακής τροπής του Απελευθερωτικού Αγώνα, η Γ΄ Εθνική Συνέλευση συνήλθε, την 6η Απριλίου 1826, στην Πιάδα. Είναι δε αξιοσημείωτο –φυσικά αρνητικώς, και για την οριστικοποίηση της θεσμικής θεμελίωσης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους αλλά και για την πορεία του Απελευθερωτικού Αγώνα– ότι καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν υπήρχε ουσιαστικώς συνταγματική τάξη στην απελευθερωμένη Ελλάδα, εξαιτίας της μη εφαρμογής του «Νόμου της Επιδαύρου» του 1823.

Α. Τα ιστορικά γεγονότα

Τον Αύγουστο του 1826 η Γ΄ Εθνική Συνέλευση διασπάσθηκε, λόγω της ανοιχτής αντιπαράθεσης μεταξύ «αγγλόφιλων» και «γαλλόφιλων». Και η μεν «αγγλόφιλη» τάση του συνήλθε στην Αίγινα, ενώ η «γαλλόφιλη» –στην οποία προστέθηκε η νεοσύστατη «ρωσόφιλη» τάση– συνήλθε στην Ερμιόνη.

  1. Οι λόγοι της διάσπασης της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης

Η αφορμή της διάσπασης ήταν η εξής:

α) Οι Πληρεξούσιοι που συγκεντρώθηκαν στην Αίγινα υποστήριζαν ότι μόνον η Επιτροπή της Εθνοσυνέλευσης –την οποία είχε συγκροτήσει η Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου προκειμένου, μεταξύ άλλων, «να συγκαλέση εις Εθνικήν Συνέλευσιν τους Πληρεξουσίους» (Ψήφισμα Ε΄ της 12ης Απριλίου 1826)– είχε το δικαίωμα όχι μόνο να προσδιορίσει τον τόπο της νέας Εθνικής Συνέλευσης, αλλά και να προσκαλέσει εκείνους μόνο τους Πληρεξουσίους που είχαν συγκροτήσει την Γ΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου «ως συνέχειαν εκείνης λογιζομένην». Οι Πληρεξούσιοι στην Ερμιόνη, αντιθέτως, υποστήριξαν ότι: «Η απόφασις της εν Επιδαύρω Εθνοσυνελεύσεως δεν εστηρίζετο ούτε εις το νόμιμο ούτε εις το δίκαιον και ότι διά τούτον τον λόγον η Συνέλευσις έπρεπε να συγκροτηθή όπου η πλειονοψηφία ήθελεν αποφασίσει, και υπό πληρεξουσίων εκ νέου εκλελεγμένων».

β) Τελικώς, μετά από πολλές διαμεσολαβητικές προσπάθειες του Άγγλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνινγκ –πρώτου εξαδέλφου του Τζωρτζ Κάνινγκ– αλλά και Ελλήνων πολιτικών και οπλαρχηγών αποφασίσθηκε από κοινού, την 17η Μαρτίου 1827, η Εθνική Συνέλευση να συνέλθει στην Τροιζήνα. Αξίζει, συναφώς, να αναγνωσθεί η επιστολή του Γ. Καραϊσκάκη με την οποία, επιδεικνύοντας ομοψυχία και συναίνεση, προέτρεψε να συνέλθει η Εθνική Συνέλευση σε τρίτο μέρος, προτείνοντας την Αίγινα ή την Σαλαμίνα. Γράφει, λοιπόν, ο μεγάλος Ρουμελιώτης στρατηγός: «Με απορίαν μας μεγάλην βλέπομεν την αναβολήν της συγκροτήσεως της Εθνοσυνελεύσεως, και ότι μέχρι τούδε λογοτριβείτε περί τόπου, γινόμενοι εις δύο κόμματα οι πληρεξούσιοι του Έθνους, οι μέν εις Αίγιναν οι δε εις Ερμιόνην. […] δυσαρεστούμεθα βλέποντες αυτά τα δύο κόμματα να διαφέρωνται πρώτον περί του τόπου. Ο τόπος, αδελφοί, δεν είναι οπού να εκτελή τα καλά και συμφέροντα του Έθνους, αλλά τα καλά και απαθή αισθήματα των υποκειμένων και η ομόνοια και αδελφοσύνη από τα οποία κρέμαται η σωτηρία όλων μας, και είμεθα όλοι αδελφοί και εν Έθνος. Ας λείψη το Πελοποννήσιοι, Νησιώται και Ρουμελιώται, αλλά όλοι να νομιζώμεθα εν ως και είμεθα» (βλ. Πρακτικά της 9ης Προκαταρκτικής Συνεδρίασης της 31ης Ιανουαρίου 1827 της Εθνικής Συνέλευσης της Ερμιόνης).

  1. Οι εργασίες της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης

Η Γ΄ Εθνική Συνέλευση της Ερμιόνης πραγματοποίησε δέκα προκαταρκτικές συνεδριάσεις, από την 18η Ιανουαρίου του 1827 έως την 10η Φεβρουαρίου, και δεκαεπτά τακτικές, που άρχισαν την 11η Φεβρουαρίου και τελείωσαν την 17η Μαρτίου του ίδιου χρόνου.

α) Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η από 11.2.1827 Διακήρυξη της 1ης τακτικής Συνεδρίασης της Εθνικής Συνέλευσης, την οποίαν υπογράφει ο Πρόεδρός της Γ. Σισίνης. Και τούτο διότι ανιχνεύεται σε αυτή το πνεύμα των Ηθικών Νικομαχείων και των Πολιτικών του Αριστοτέλους: «Χωρίς αρετής δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αι Πολιτείαι. Αλλ’ η αρετή γεννάται από την καλήν Νομοθεσίαν. Και επειδή δι’ αυτής οι πολίται γινόμενοι ενάρετοι τείνουσιν εις τον προς ον όρον της Πολιτικής Κοινωνίας, είτουν εις την ευδαιμονίαν των, η Συνέλευσις αύτη επαναλαβούσα τας εργασίας της έχει κύριον σκοπόν να τελειοποιήση καθ’ όσον δύναται το Πολίτευμα του Έθνους […]». Περαιτέρω, αξίζει να επισημανθεί ότι κατά τις εργασίες της 13ης Συνεδρίασης αυτής της Εθνικής Συνέλευσης αποφασίσθηκε η βάση του Ελληνικού Πολιτεύματος να είναι Κοινοβουλευτική.

β) Ώστόσο, τις εργασίες της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης στην Ερμιόνη επισκίασε και απασχόλησε η πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών. Για τα γεγονότα της πολιορκίας η εδρεύουσα στην Αίγινα Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδας, με πρόεδρο τον Ανδρέα Ζαΐμη, φρόντισε να ενημερώνει τους Πληρεξουσίους στην Ερμιόνη, προσθέτοντας στις επιστολές της την αλληλογραφία που είχε με τους πολιορκημένους και παρακινώντας τους να προτρέψουν τους οπλαρχηγούς στην Ερμιόνη όπως εκστρατεύσουν στην Αθήνα (βλ. Πρακτικά της τελευταίας Προκαταρκτικής Συνεδρίασης της 10ης Φεβρουαρίου 1827).

β1) Επίσης,  εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η από 7.2.1827 επιστολή της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης προς τους πολιορκημένους της Ακρόπολης των Αθηνών. Και τούτο διότι η επιστολή αυτή σκοπό είχε, μεταξύ άλλων, να αναδείξει την αδιάλειπτη πορεία της συνέχειας του Ελληνικού Έθνους. Στην επιστολή αυτή αναφέρονται τα εξής: «Η Συνέλευσις, άμα επαναλαβούσα τας εργασίας της, ευθύς έστρεψεν την προσοχήν της εις την διάσωσιν του φρουρίου των Αθηνών, το οποίο Σεις υπερασπίζεσθε. Η θέσις αύτη είναι και θεωρείται ο προμαχών της Ελλάδος· ένδοξος διά τας αρετάς των αθανάτων προγόνων μας, δοξάζεται τώρα και πάλιν, και κάμνει νέαν εποχήν διά της γενναίας και ηρωικής υπεράσπισεώς Σας. Και Σεις, ενώνοντες τα αίματά Σας με τη στάκτην των Θεμιστοκλέων, των Κιμώνων, των Μιλτιαδών, των Αλκιβιαδών, των Αριστειδών, των Περικλέων, παραδίδετε τα όνοματά Σας εις την αθανασίαν, είς τον θαυμασμόν των αιώνων και εις τα ευλογίας των γενεών. Και ενώ η Πατρίς θεωρεί ευγνωμόνως τους αγώνας Σας, η Συνέλευσις φροντίζει διά την σωτηρίαν και υπεράσπισιν και ασφάλειάν Σας και του Φρουρίου» (βλ. Πρακτικά της Α΄ τακτικής συνεδρίασης της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης της 11ης Φεβρουαρίου 1827).

β2) Συγκλονιστική είναι και η από 17.2.1827 επιστολή των αγωνιστών του φρουρίου της Ακρόπολης: «Με μεγάλην οικονομίαν και στενοχωρίαν υποφέραμε έως την σήμερον, Μητέρα, αδέλφια, υστερηθήκαμεν από όλα, μόνο ένα σιτάρι ξηρόν μας έμεινεν. Ούτε μύλος γερός μας έμεινε να αλέσω- μεν ούτε ξύλα να ψήσωμεν, όσα σπήτια και καλύβες οπού είχαμε και εκαθόμαστε μέσα, και αυτά τα χαλάσαμεν και τα εκάψαμεν διά το ψωμί. Τώρα αδέλφια εμείναμεν όλοι εις τα ανοικτά λαβωμένοι και άρρωστοι και επίλοιποι. Οι άρρωστοι αποθαίνουν αδίκως με το να μη έχουν τα αναγκαία τους, σχεδόν τίποτε, τόσον και λαβωμένοι δεν έχουν ούτε αλοιφή ούτε ξαντό ούτε δεσίματα, αλλά βρωμίζουν και αποθαίνουν. Το λοιπόν αδελφοί, ημείς οι ολίγοι γεροί οπού μείναμεν εις τι να παραστεκόμαστε; Εις τους αρρώστους; Εις τους πληγωμένους; Ή εις το τουφέκι; […] χανόμεθα αδέλφια» (βλ. Πρακτικά 8ης συνεδρίασης της 24ης Φεβρουαρίου 1827). Τελικώς, σε μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης της Ερμιόνης, λήφθηκε η απόφαση, στην 2η συνεδρίαση της 14ης Φεβρουαρίου 1827, για την αποστολή εκστρατευτικού σώματος 4.500 χιλιάδων ανδρών στην Αθήνα υπό την ηγεσία του Ιωάννη Θ. Κολοκοτρώνη, προκειμένου να συνδράμει τους πολιορκημένους.

γ) Στις κρίσιμες αυτές στιγμές οι εργασίες της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης στην Ερμιόνη ολοκληρώθηκαν την 17η Μαρτίου 1827 και οι Πληρεξούσιοι, με πνεύμα πραγματικής εθνικής συμφιλίωσης, συνήλθαν στην Τροιζήνα, όπου την 1η Μαΐου 1827 ψηφίσθηκε το οριστικό «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος». Η αισιοδοξία που άρχισε να ξαναγεννιέται μετά τα τραγικά γεγονότα της πολιορκίας της Ακρόπολης των Αθηνών και τις διχαστικές τάσεις, οι οποίες είχαν επικρατήσει το προηγούμενο διάστημα, πέρασε στους στίχους που τραγουδιούνταν σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα: «Στην Αιγίνη δε θα γίνει./Στην Ερμιόνη δεν τελειώνει./Στο Δαμαλά [Τροιζήνα] πάει καλά./Εκεί θα τελειωθεί/και η Ελλάδα θα σωθεί» (Ίωάννου Ηρ. Μάλλωση, Η εν Ερμιόνη Γ΄ Εθνοσυνέλευσις, Αθήναι, 1930, σ. 18).

δ) Πρέπει να τονισθεί πως το εξαιρετικά φιλελεύθερο, για τα δεδομένα της εποχής, πνεύμα του Συντάγματος, το οποίο επικράτησε στην Γ΄ Εθνική Συνέλευση αποκτά πολύ μεγαλύτερη αξία, αν αναλογισθεί κανείς πόσο επιφυλακτική ήταν ακόμη η συντηρητική πλευρά της Ίεράς Συμμαχίας –παρά τις διαφοροποιήσεις της σε σχέση με τις αρχικές, απολύτως αρνητικές, αντιδράσεις της– έναντι της Εθνεγερσίας του 1821. Άκρως ενδεικτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα κειμένου του Μέττερνιχ του 1825, λίγο πριν από την ολοκλήρωση των εργασιών της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης (βλ. Αντ. Μπερεδήμα, Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματία στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 2021, σελ. 185 επ.): «Επαναστάσεις ως εκείναι των δύο Χερσονήσων της Μεσημβρινής Ευρώπης, αι οποίαι δεν επεδίωκον τίποτε ολιγώτερον παρά την ανατροπήν του συνόλου των θεμελίων και θεσμών επί των οποίων ηδράζοντο τα βασίλεια ταύτα … παρόμοιαι επιχειρήσεις διαφέρουν κατά πολύ του κινήματος ενός πληθυσμού κατέχοντος τμήμα ενός μεγάλου Κράτους και αποβλέποντος εις την πολιτικήν ανεξαρτησίαν του τμήματος αυτού. Η Ελληνική επανάστασις ομοιάζει πολύ περισσότερον με τας ταραχάς αι οποίαι λαμβάνουν χώραν εν Ιρλανδία και αι οποίαι την στιγμήν ταύτην επαναλαμβάνονται εκ νέου με μίαν έντασιν λίαν ανησυχητικήν διά την Αγγλικήν κυβέρνησιν παρά με τα γεγονότα, τα οποία ηφάνισαν την Ισπανίαν, την Πορτογαλίαν και την Ιταλίαν και τα οποία είχον εις πολύ μεγαλύτερον βαθμόν τα χαρακτηριστικά της Γαλλικής Επαναστάσεως ή και της Αγγλικής του δεκάτου εβδόμου αιώνος. Η Ελληνική επανάστασις παρουσιάζει μάλιστα περισσότερον αναλογίαν με εκείνη των Αμερικανικών αποικιών, των οποίων σκοπός ήτο ο αποχωρισμός από την μητέρα-πατρίδα, αν ήτο δυνατόν βεβαίως να συγκριθή η Ελλάς προς τα ειρημένας χώρας, τελείως απεχούσης λόγω της γεωγραφικής της θέσεως των μεγάλων πολιτικών σωμάτων, εις την οποία χρεωστούν την ύπαρξιν και τον πολιτισμόν των. Εκείνο το οποίον αναμφιβόλως εταύτισεν κατά κάποιον τρόπον την επανάστασιν των Ελλήνων με τας άλλας επαναστάσεις, των οποίων υπήρξαμε μάρτυρες, είναι η επίδρασις την οποίαν αι επαναστατικαί φατρίαι ήσκησαν επί των ταραχών της Ανατολής, το πνεύμα, αι αρχαί, τα σχήματα τα οποία αι φατρίαι αύται ενετύπωσαν εις εν κίνημα, το οποίον ως προς τας πρώτας του αφορμάς και τον αντικειμενικόν του σκοπόν εφαίνετο ως μη έχον σχέσιν προς τας μηχανορραφίας τας οποίας είχαν εξυφάνη εις την λοιπήν Ευρώπην. Και ακόμη πρέπει να παρατηρήσωμεν ότι, ενώ αι θεωρίαι και συνωμοσίαι, αι στρεφόμεναι κατά των πρώτων βάσεων του παλαιού κοινωνικού συστήματος, υπήρξαν εις τας επαναστάσεις της Ισπανίας και Ιταλίας, ο απροκάλυπτος σκοπός και το σπουδαιότερον κίνητρον των ταραχοποιών, παρεισέφρησαν ως πρόσθετα στοιχεία εις την επανάστασιν της Ελλάδος, ο δε ρόλος των υπήρξε απλώς δευτερεύων. Εάν υφίστατο απόλυτος ομοιομορφία [των κρίσεων], αύτη θα εδικαιολόγη ή μάλλον θα απήτη ταυτότητα ενεργειών ή μέτρων. Εάν η επανάστασις των Ελλήνων ηδύνατο ασφαλώς να τεθή εις την ιδίαν κατηγορίαν με εκείνας αι οποίαι αναστάτωσαν την Ισπανίαν και την Ιταλίαν, αι Δυνάμεις δεν θα ευρίσκοντο καθόλου προ διλήμματος ποίαν στάσιν να υιοθετήσουν· η ομοιομορφία των νόσων απαιτεί ομοιομορφίαν φαρμάκων· άρα διά της εφαρμογής εις την επανάστασιν ταύτην των αρχών αι οποίαι ενέπνευσαν τας Συμμαχικάς Δυνάμεις εις τον αγώνα των κατά της Νεαπόλεως, του Πεδεμοντίου και της Ισπανίας, το έργο μας καθιστάμενον ίσως δυσκολώτερον λόγω πλήθους τοπικών περιστάσεων, θα ήτο εν τούτοις εξίσου απλούν και σταθερόν. Δεν νομίζομεν όμως ότι τοιαύτη περίπτωσις και μακράν του να παραδεχθώμεν την απόλυτον ομοιομορφίαν των καταστάσεων, αντλούμεν κυρίως ελπίδας από τας διαφοράς των διά να συνδράμωμεν εις την ειρήνευσιν της Ελλάδος άνευ παραβιάσεως ουδεμιάς των αρχών, τας οποίας θεωρούμεν σανίδα σωτηρίας…»

Β. Η δομή και το περιεχόμενο του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος»

Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 κατά γενική ομολογία –και ανεξάρτητα από τις μετέπειτα περιπέτειες εφαρμογής του λόγω της αρνητικής συγκυρίας που διαμορφώθηκε –θεωρείται, όπως ήδη επισημάνθηκε, ως ένα από τα αρτιότερα στην συνταγματική μας ιστορία, και μάλιστα με βάση τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Τούτο οφείλεται, κατ’ εξοχήν, στα θεσμικά του χαρακτηριστικά, τα οποία αναδεικνύουν την πρώιμη επιρροή και εμπέδωση εξαιρετικά προωθημένων φιλελεύθερων δημοκρατικών ιδεωδών, όπως αυτά είχαν αρχίσει να δημιουργούνται από την θεσμική και πολιτική μήτρα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 και της εξ αυτής προκύψασας Διακήρυξης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Επιπλέον πρέπει να επισημανθεί –για λόγους που αφορούν την πορεία εξέλιξης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους– ότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», ήταν εκείνο, το οποίο άνοιξε τον δρόμο για την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου Κυβερνήτη του υπό ίδρυση ακόμη Ελληνικού Κράτους. Και τούτο διότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 προέβλεπε –δίχως όμως να προσδιορίζει τον τρόπο εκλογής του, παραπέμποντας απλώς σε ειδικό εκτελεστικό νόμο– ως επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας, με ενισχυμένες εξουσίες, μονοπρόσωπο όργανο, τον Κυβερνήτη, του οποίου η θητεία οριζόταν επταετής.

  1. Το φιλελεύθερο πνεύμα των Θεσμών του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος»

Από τις μεγάλες –και πάλι για τα δεδομένα και την συγκυρία εκείνης της εποχής– καινοτομίες του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος» του 1827, οι οποίες αναδεικνύουν την φιλελεύθερη νοοτροπία του όσον αφορά τόσο τους Δημοκρατικούς Θεσμούς εν γένει όσο και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, σταχυολογούνται, ενδεικτικώς, οι εξής:

α) Εμβληματική, στο θεσμικό πλαίσιο του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827, είναι η καθιέρωση ρυθμίσεων οι οποίες αναδεικνύουν, με ιδιαίτερη έμφαση, τις εγγυήσεις τήρησης της Δημοκρατικής Αρχής. Μεταξύ αυτών σπουδαιότερες κρίνονται:

α1) Πρώτον, οι ρυθμίσεις με τις οποίες καθιερώνεται η αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», «η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού». Η επιρροή των ρυθμίσεων αυτών είναι και σήμερα ακόμη εμφανής, αν αναχθεί κανείς στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 3 του ισχύοντος Συντάγματός μας: «2. Θεμέλιο του Πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. 3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».

α2) Δεύτερον, οι ρυθμίσεις με τις οποίες καθιερώνεται η θεμελιώδης αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 36 του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», «η κυριαρχία του Έθνους διαιρείται εις τρεις εξουσίας. Νομοθετικήν, Νομοτελεστικήν και Δικαστικήν». Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί βασίμως ότι ως προς αυτό το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, εμφανώς επηρεασμένο από το Σύνταγμα των ΗΠΑ του 1787, υιοθέτησε, προσθέτοντας στοιχειώδεις μηχανισμούς εξισορρόπησης καθεμιάς Εξουσίας έναντι των δύο άλλων, την θεμελιώδη αρχή της λειτουργίας του Πολιτεύματος μέσω των εγγυήσεων κατάλληλων «θεσμικών αντιβάρων» («Checks and Balances»).

β) Προς την ίδια κατεύθυνση πρέπει να επισημειωθεί και τούτο:

β1) Το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», καθιερώνοντας τον κανόνα πως κάθε Βουλευτής είχε το «δικαίωμα να ζητή και να λαμβάνη τας αναγκαίας πληροφορίας από τας γραμματείας περί παντός πράγματος συζητουμένου εις την Βουλήν», έθετε τις πρώτες βάσεις του κοινοβουλευτικού ελέγχου και, εν τέλει, της κοινοβουλευτικής ευθύνης των μελών της Εκτελεστικής Εξουσίας.

β2) Διευκρινίζεται, επίσης, ότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 η Βουλή «τροπολογεί και ακυρώνει τους νόμους, πλην των συνταγματικών». Με τον τρόπο αυτό –πλην άλλων συναφών– καθιερώνεται, εμμέσως πλην σαφώς, και η υπεροχή του Συντάγματος έναντι του τυπικού νόμου και των, υποδεέστερων αυτού, κανονιστικού περιεχομένου κανόνων δικαίου. Με άλλες λέξεις το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 καθιέρωνε από τότε, με τρόπο ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο θεσμικώς, την δομή και την ιεραρχία της έννομης τάξης με βάση και κορυφή το Σύνταγμα.

  1. Η συνταγματική κατοχύρωση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Περαιτέρω το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», διακρίνεται εντόνως και σαφώς για την προσήλωσή του στις προωθημένες φιλελεύθερες ιδέες της εποχής και όσον αφορά τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου. Οι ακόλουθες ρυθμίσεις του είναι άκρως ενδεικτικές εν προκειμένω:

α) Στο Α΄ Κεφάλαιο, και συγκεκριμένα με τις διατάξεις του άρθρου 1, καθιερώνεται μεν ως επικρατούσα θρησκεία εκείνη της «Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού», όμως εξίσου καθιερώνεται ρητώς, ως θεμελιώδες δικαίωμα, η Θρησκευτική Ελευθερία: «Καθείς εις την Ελλάδα επαγγέλλεται την θρησκεία του ελευθέρως, και διά την λατρείαν αυτής έχει ίσην υπεράσπισιν».

β) Στο Γ΄ Κεφάλαιο, και υπό τον τίτλο «Δημόσιον δίκαιον των Ελλήνων», εισάγεται, με εξαιρετικά προοδευτικό πνεύμα, σειρά ρυθμίσεων περί βασικών γενικών αρχών με συνταγματική ισχύ καθώς και περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα είναι η θέση:

β1) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 αρχής της Iσότητας: «Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον των νόμων». Οι επόμενες διατάξεις του Κεφαλαίου τούτου εξειδικεύουν την αρχή της Iσότητας, υιοθετώντας εγγυήσεις:

■  Αναφορικά με την αρχή της αξιοκρατίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8: «Όλοι οι Έλληνες είναι δεκτοί έκαστος κατά το μέτρον της προσωπικής του αξίας, εις όλα τα δημόσια επαγγέλματα, πολιτικά και στρατιωτικά».

■  Αναφορικά με την αρχή της Iσότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 10: «Αι εισπράξεις διανέμονται εις όλους τους κατοίκους της επικρατείας δικαίως, και αναλόγως της περιουσίας εκάστου. Καμμία δε είσπραξις δεν γίνεται χωρίς προεκδεδομένον νόμον, και κανείς νόμος περί εισπράξεως δεν εκδίδεται ειμή δι’ εν και μόνον έτος».

β2) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 προσωπικής ελευθερίας: «Ο νόμος ασφαλίζει την προσωπικήν εκάστου ελευθερίαν· κανείς δεν ημπορεί να εναχθή ή φυλακωθή ειμή κατά τους νομικούς τύπους».

β3) Του κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 δικαιώματος στην ιδιοκτησία, με παράλληλη μάλιστα εισαγωγή εγγυήσεων για την δυνατότητα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης: «Η Κυβέρνησις ημπορεί ν’ απαιτήση την θυσίαν των κτημάτων τινός, διά δημόσιον όφελος, αποχρώντως αποδεδειγμένον, αλλά διά προηγουμένης αποζημιώσεως».

β4) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 αρχής της μη αναδρομικότητας του νόμου: «Ο νόμος δεν ημπορεί να έχη οπισθενεργόν δύναμιν».

β5) Του κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 δικαιώματος του αναφέρεσθαι: «Καθείς δύναται ν’ αναφέρεται προς την Βουλήν εγγράφως, προβάλλων την γνώμην του περί παντός δημοσίου πράγματος».

β6) Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 26 ελευθερίας του τύπου: «Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα χωρίς προ εξέτασιν να γράφωσι, και να δημοσιεύωσιν ελευθέρως διά του τύπου ή αλλέως τους στοχασμούς και τα γνώμας των, φυλάττοντες τους ακολούθους όρους: α΄ Να μην αντιβαίνωσιν εις τας αρχάς της χριστιανικής θρησκείας. β΄ Να μην αντιβαίνωσιν εις την σεμνότητα. γ΄ Να αποφεύγωσι πάσαν προσωπικήν ύβριν και συκοφαντίαν».

γ) Τέλος είναι χαρακτηριστικό ότι οι διατάξεις του άρθρου 27 διακηρύσσουν, πανηγυρικώς και εκτενώς, την απαγόρευση απονομής τίτλων ευγενείας: «Κανένας τίτλος ευγενείας δεν δίδεται από την Ελληνική πολιτείαν και κανείς Έλλην εις αυτήν δεν ημπορεί, χωρίς την συγκατάθεσιν του Κυβερνήτου, να λάβη υπούργημα, δώρον, αμοιβήν, αξίωμα, ή τίτλον παντός είδους από κανένα μονάρχη, ηγεμόνα ή από εξωτερικήν επικράτειαν».

IΙ. Η «αδύνατη» εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος»

Πριν την ψήφιση του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», την 1η Μαΐου 1827,  κατά τα προεκτεθέντα η Γ΄ Εθνική Συνέλευση είχε προχωρήσει, προσβλέποντας σε άμεση εφαρμογή του, στην επιλογή ενός συστήματος Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με επικεφαλής μονοπρόσωπο όργανο, τον «Κυβερνήτη της Ελλάδος». Ειδικότερα, την 27η Μαρτίου 1827 η Γ΄ Εθνική Συνέλευση αποφάσισε, ομοφώνως, «η Νομοτελεστική δύναμις να παραδοθεί εις ένα και μόνον», προκειμένου ν’ αποφευχθούν στο μέλλον «όσα κακά επήγασαν εις το διάστημα του επταετούς αγώνος … από την πολυμέλειαν της Νομοτελεστικής Δυνάμεως». Τα πράγματα εξελίχθηκαν ταχύτατα και με πρωτοβουλία κυρίως του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη εξελέγη ομοφώνως –με το Ψήφισμα ΣΤ΄– την 3η Απριλίου 1827, από την Γ΄ Εθνική Συνέλευση, ως «Κυβερνήτης της Ελλάδος» ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ταυτοχρόνως, με το Θ΄ Ψήφισμα η Γ΄ Εθνική Συνέλευση συγκρότησε μεταβατική τριμελή «Αντικυβερνητικήν Επιτροπήν», με περιορισμένες αρμοδιότητες, έως την έλευση στην Ελλάδα του Iωάννη Καποδίστρια, η οποία «εμπεπιστευμένη την νομοτελεστικήν δύναμιν, θέλει κυβερνήσει το Έθνος… Η διάρκεια της Αντικυβερνητικής Επιτροπής προσδιορίζεται άχρι της αφίξεως του Κυβερνήτου, ότε η Επιτροπή παύει». Επισημαίνεται ότι το σκεπτικό της επιλογής του Iωάννη Καποδίστρια, ως πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας είναι άκρως ενδεικτικό του ότι τελική ομολογημένη πρόθεση των Αγωνιστών της Εθνεγερσίας ήταν η τοποθέτηση, ως επικεφαλής του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, όχι μονάρχη αλλά Κυβερνήτη, δηλαδή κρατικού οργάνου που κυβερνά όχι «ελέω Θεού», αλλά με βάση το Σύνταγμα και την εκτελεστική του νομοθεσία. Επιπλέον δε προσώπου ελληνικής καταγωγής, με καθαρώς πολιτικά χαρακτηριστικά. Άκρως αντιπροσωπευτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα του ως άνω ΣΤ΄ Ψηφίσματος της 3ης Απριλίου 1827: «Η Εθνική Συνέλευσις, θεωρεί ότι η υψηλή τέχνη του κυβερνάν την Πολιτείαν και φέρειν προς ευδαιμονίαν τα Έθνη, η εξωτερική και εσωτερική πολιτική, απαιτεί πολιτικήν πείραν και πολλά φώτα, τα οποία ο βάρβαρος οθωμανός δεν επέτρεψε ποτέ εις τους Έλληνες. Θεωρεί ότι απαιτείται επικεφαλής της Ελληνικής Πολιτείας ο κατά πράξιν και θεωρίαν πολιτικός Έλλην, διά να κυβερνήσει κατά τον σκοπόν της πολιτικής κοινωνίας».

Α. Η έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα και η ανάληψη των καθηκόντων του

Την 8η Iανουαρίου 1828 ο Iωάννης Καποδίστριας έφθασε στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στο Ναύπλιο. Ανέλαβε τα καθήκοντά του την 11η Iανουαρίου 1828 στην Αίγινα, όταν του μεταβιβάσθηκε η Εκτελεστική Εξουσία από την «Αντικυβερνητικήν Επιτροπήν». Η ορκωμοσία του ως πρώτου «Κυβερνήτη της Ελλάδος» πραγματοποιήθηκε την 26η Iανουαρίου 1828. Η κατάσταση που αντιμετώπισε, ευθύς εξ αρχής, ο Iωάννης Καποδίστριας ήταν, κατά την επιεικέστερη έκφραση, δραματική. Αντί άλλης περιγραφής αρκεί το εξής απόσπασμα από τα «Απόλογα του Καποδίστρια» του Γ. Τερτσέτη, όπου καταγράφεται συνομιλία του Κυβερνήτη με τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη: «Είναι καιροί που πρέπει να φορούμε όλοι ζώνη δερματένια και να τρώμε ακρίδες και μέλι άγριο. Είδα πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ στην Αίγινα δεν είδα κάτι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί… Ζήτω ο Κυβερνήτης, εφώναζαν γυναίκες αναμαλιασμένες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά, κατεβασμένα από σπηλιές. Δεν ήταν το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος».

  1. Κατάσταση έκτακτης ανάγκης

Ουδείς, λοιπόν, μπορεί να αμφισβητήσει, τουλάχιστον με τεκμηριωμένα ιστορικά δεδομένα, ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει μια κατάσταση πραγματικής έκτακτης ανάγκης, μέσα στο πλαίσιο της οποίας έπρεπε να πάρει, χωρίς χρονοτριβή, αποφάσεις στοιχειώδους ανάταξης της Ελλάδας προκειμένου να συνεχίσει τον Απελευθερωτικό Αγώνα και να επιδιώξει την ανακούφιση του δεινώς χειμαζόμενου πληθυσμού. Και ναι μεν, όπως ήδη τονίσθηκε, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» συνιστούσε έναν θεσμικώς άψογο «Καταστατικό Χάρτη» για την οργάνωση μιας σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με επικεφαλής τον «Κυβερνήτη της Ελλάδος». Πλην όμως είναι, και σήμερα, προφανές ότι η πλήρης και συνεπής εφαρμογή του, υπό τις συνθήκες της εποχής, ήταν ουσιαστικώς αδύνατη.

α) Μια λύση θα ήταν η κατά περίπτωση εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», κάτι όμως το οποίο αφενός δεν συνάδει προς την ίδια την φύση κάθε σύγχρονου Συντάγματος –αυθαίρετη εφαρμογή του Συντάγματος à la carte ισοδυναμεί με υποβάθμιση και, εν τέλει, αναίρεσή του στην πράξη– και, αφετέρου, ήταν εντελώς αντίθετη προς την νοοτροπία του Ιωάννη Καποδίστρια. Στην νοοτροπία του πρώτου «Κυβερνήτη της Ελλάδος», με βάση και τον ασυμβίβαστο –όπως είχε φανεί καθαρά σε όλη την πολιτική διαδρομή του– χαρακτήρα του, ταίριαζε το salus populi suprema lex esto. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους ο Ιωάννης Καποδίστριας έκρινε, αμέσως, απαραίτητη την αλλαγή του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του Πολιτεύματος έτσι ώστε, συγκεντρώνοντας εν πολλοίς στα χέρια του την κρατική εξουσία, από την μια πλευρά να λάβει τις αναγκαίες μεγάλες αποφάσεις για την «Σωτηρίαν της Πατρίδος». Και, από την άλλη πλευρά, να καταδείξει στο εξωτερικό –και ιδίως προς την Ιερά Συμμαχία, που καραδοκούσε για να δείξει ότι το Ελληνικό Κράτος-Έθνος δεν μπορούσε να οργανωθεί και να λειτουργήσει– πως το εγχείρημα θεμελίωσης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους δεν ήταν «αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν».

β) Με επιδέξιους αποφασιστικούς χειρισμούς, ο Ιωάννης Καποδίστριας έπεισε την Βουλή για την κρισιμότητα των καιρών. Και έτσι, με το Ψήφισμα ΝΗ΄ της 18ης Ιανουαρίου 1828, η Βουλή αποδέχθηκε και ενέκρινε την εισήγηση του Κυβερνήτη για «σχέδιον μεταβολής διοικήσεως προσωρινής», με το ακόλουθο αιτιολογικό: «Επειδή ο παρά του Ελληνικού Έθνους εμπεπιστευμένος τα ηνία της Κυβερνήσεως Κύριος Ιωάννης Α. Καποδίστριας έφθασεν εις την Ελλάδα· Επειδή αι δειναί της Πατρίδος περιστάσεις και η διάρκεια του πολέμου δεν εσυγχώρησαν, ούτε συγχωρούσι την ενέργειαν του εν Τροιζήνι επικυρωθέντος και εκδοθέντος Πολιτικού Συντάγματος καθ’ όλην αυτού την έκτασιν· Επειδή η σωτηρία του Έθνους είναι ο υπέρτατος πάντων των Νόμων· και Επειδή η Βουλή ανεδέχθη παρά των Λαών την πρόνοιαν της εαυτών σωτηρίας· Η Βουλή μόνον σκοπόν έχουσα το να σωθή η Ελλάς, και ως ιερώτερόν της χρέος θεωρούσα τούτο, και την ευδαιμονίαν του Ελληνικού Έθνους του οποίου ενεπιστεύθη την φροντίδα· Και επειδή ο Κυβερνήτης επρόβαλε σχέδιον μεταβολής Διοικήσεως προσωρινώς». Υπό τις συνθήκες αυτές ανεστάλη η εφαρμογή διατάξεων του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος». Η Βουλή ουσιαστικώς αυτοκαταργήθηκε –«αποτίθεται η Βουλή, το οποίον ανέλαβε χρέος της νομοδοτικής εξουσίας»– και οργανώθηκε «προσωρινή Διοίκησης της Επικρατείας». Η Νομοθετική Εξουσία περιήλθε στον Κυβερνήτη και ιδρύθηκε συμβουλευτικό συλλογικό όργανο, το «Πανελλήνιον». Το όργανο αυτό αποτελούσαν 27 μέλη που διόριζε ο Κυβερνήτης και διαιρείτο σε τρία τμήματα, με ειδικότερα για καθένα αντικείμενα τις γνωμοδοτήσεις προς τον Κυβερνήτη επί οικονομικών θεμάτων, θεμάτων περί τα εσωτερικά ζητήματα και θεμάτων περί τα ζητήματα για τις Ένοπλες Δυνάμεις, πριν από την λήψη εκ μέρους του των τελικών αποφάσεων με την μορφή ψηφισμάτων.

γ) Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας λειτούργησε εφεξής ως μονοπρόσωπο κυβερνητικό όργανο, επικουρούμενος από τον «Γραμματέα της Επικρατείας» –πρώτος ορίσθηκε ο Σπυρίδων Τρικούπης, προσκείμενος στο «αγγλικό κόμμα»– και από ένα στοιχειώδες Υπουργικό Συμβούλιο, του οποίου τα μέλη «παραδέχονται την διεύθυνσιν του Κυβερνήτου της Ελλάδος εις τα εμπιστευθέντα εις αυτούς έργα». Όταν ολοκληρώθηκαν αυτές οι θεσμικές διεργασίες, ο Ιωάννης Καποδίστριας αποφάσισε την σύγκληση, από κοινού με την Βουλή, της Δ΄ Εθνικής Συνέλευσης, εντός του Απριλίου του 1828 για την θέσπιση νέου Συντάγματος. Στο μεταξύ διευκρινίσθηκε ότι γίνεται αποδεκτό «σύστημα προσωρινής Κυβερνήσεως, θεμελιωμένου, εν τοσούτω, επάνω εις τας βάσεις των πράξεων της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνος».

δ) Σε αυτό το πλαίσιο, ως στοιχείο της μεγάλης προσφοράς του Ιωάννη Καποδίστρια στην ολοκλήρωση της προσπάθειας δημιουργίας του Νεότερου Ελληνικού Κράτους πρέπει να αναδειχθεί και το εξής ιστορικό δεδομένο: Κατά την Συνδιάσκεψη των Πληρεξουσίων των Τριών Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) στο Λονδίνο –20 Ίουνίου/2 Ιουλίου 1828– μεταξύ άλλων δόθηκαν κοινές οδηγίες προς τους αντίστοιχους πρέσβεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων και με την Ελλάδα, ιδίως ως προς τον καθορισμό των ορίων του υπό ίδρυση Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Με εμπιστευτικό του υπόμνημα προς τους πρέσβεις –κατά την Συνδιάσκεψη του Πόρου την 12η Δεκεμβρίου 1828– ο Ιωάννης Καποδίστριας πρότεινε συγκεκριμένα όρια μέσα από μια οξυδερκέστατη ανάλυση, η οποία στηριζόταν βεβαίως στην «αρχή της αυτοδιάθεσης» (ή «αρχή των εθνοτήτων»), πλην όμως προσέθετε περιοχές που ήταν απαραίτητες για την, υπό όρους διάρκειας, ασφάλεια του μέλλοντος να ιδρυθεί Ελληνικού Κράτους. Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα του υπομνήματος αυτού του Ιωάννη Καποδίστρια (βλ. Αντ. Μπερεδήμα, Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματία στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, όπ. παρ. σελ. 12 επ.):

δ1) «Το περί ορίων σπουδαιότατο ζήτημα θέλει λυθεί συμφωνότατα προς την λογική και τον σκοπόν της συνθήκης, αν η οροθετική γραμμή χωρίση από της Οθωμανικής κυριότητος μόνον τας επαρχίας και τας νήσους όπου η αρχή της επί το εν αυτώ ασυμβίβαστον συνυπάρξεως των δύο λαών ακριβέστατα προσαρμόζεται, των Ελλήνων πολύ υπερεχόντων των Τούρκων κατά το πλήθος».

δ2) «Τα μάλιστα περιωρισμένα όρια της Ελλάδος ήθελον είσθαι τα από του Κόλπου του Βόλου αρχόμενα, και αφήνοντας μεν εις τους Τούρκους την Θεσσαλίαν και πολλά της Ηπείρου μέρη, διά δε των ισχυροτάτων όσων ένεστι ορεινών τόπων φθάνοντα εις Σαγιάδα. Και όμως η τοιαύτη οροθεσία ήθελε παραδώση εις τους Τούρκους επαρχίας το πλείστον και χρησιμώτατον μέρος των κατοίκων εχούσας εξ Ελλήνων».

δ3) «Επειδή πολλοί από τους κατοίκους των περιοχών αυτών (Ήπειρος, Θεσσαλία) συστρατεύονται στην Ελλάδα με τους επί οκταετία πολεμήσαντες τους Τούρκους συμπατριώτας τους, πως οι αδελφοί αυτών που μένουν εκεί θα μπορούσαν να υποφέρουν στο εξής να θεωρήσουν υποφερτή των Τούρκων δεσποτείαν; Και, αν πάλι δεχθούμε αυτούς εις την Ελληνική επικράτειαν μπορούμε να τους κρατήσουμε εντός των χαραγμένων ορίων; ή επειδή θα έχουν αυτοί την σφοδράν επιθυμίαν να απολαύσουν τις εστίες τους, δεν θα εφαρμόσουν και ανοίξουν και πάλι τον πόλεμο σ’ εκείνες τις επαρχίες όπου οι καπετάνιοι αυτών ζουν εδώ και αιώνες από την τέχνη των όπλων και των άλλων παρεπομένων;».

δ4) «Η φυσικωτάτη οροθεσία εξ ης μόνον ήθελεν αποκτήσει η νέα Επικράτεια τον προσήκοντα σχηματισμόν προς προφύλαξιν από των Τούρκων και προς αποκατάστασιν όρων υγιούς διαβιώσεως, θα ήταν στην μεν ξηρά η γραμμή από την βάσιν του Ολύμπου στον Θερμαϊκό Κόλπο, διά μέσου του όρους Χάσια και Μετσόβου και Χαρμόβου και Σαμαρίνας και Γαρδικίου, στο Παλέρμο, στην Αδριατική θάλασσα. Ως προς δε τα νησιά, θα πρέπει να περιληφθούν εντός των ελληνικών ορίων η Εύβοια και η Κρήτη, το νοτιότερο μέρος της μεθορίου».

δ5) «Της Κρήτης η παρά των Ελλήνων κατοχή απαραίτητος φαίνεται προς ασφάλειαν και του Αιγαίου και της Πελοποννήσου, διότι, μένουσα εις την εξουσίαν των Τούρκων ή του Μεχμέτ Αλή, δύναται να αποβή ποτέ δεινόν ορμητήριον εχθρικών επιχειρήσεων μετά μεγάλων δυνάμεων κατά της Ελλάδος. Έπειτα, ο λαός της Κρήτης έτι και σήμερον κατά των Τούρκων διαμαχόμενος, αν η Κρήτη μείνει εις τους Τούρκους, δεν ήθελε συρρεύση ως της Ελλάδος τας νήσους; Και εκ τούτου δεν ήθελεν υποπέσει άρα γε πάλιν η κοινή εμπορία εις τας προλαβούσας συμφοράς;».

ε) Μετά τα προεκτεθέντα επανέρχομαι στο ζήτημα του γιατί ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν, οιονεί νομοτελειακώς, υποχρεωμένος να προσφύγει και σε έκτακτες εξουσίες, εκτός του κανονιστικού πλαισίου του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827, προκειμένου να αντεπεξέλθει αποτελεσματικώς στον κρίσιμο ρόλο του Κυβερνήτη, τον οποίο είχε επωμισθεί θεσμικώς και πολιτικώς. Και κατά τούτο είναι αναγκαίο να γίνει ένας συνοπτικός απολογισμός του τεράστιου έργου που συντελέσθηκε επί των ημερών του στο εσωτερικό της τότε Ελληνικής Επικράτειας, με συνοπτική αναφορά στο εντός του τότε Ελληνικού Κράτους έργο του.

ε1) Πραγματικά, στο εσωτερικό ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει την πειρατεία, την διάλυση του στρατού, καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της Χώρας. Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε ο Ιωάννης Καποδίστριας για την δημιουργία δικαστηρίων, θεσπίζοντας και Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του Στρατού περιλαμβάνεται και η ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Ίδρυσε, επίσης, Εθνικό Νομισματοκοπείο, ενώ καθιέρωσε τον Φοίνικα ως Εθνικό Νόμισμα. Όσον αφορά την εκπαίδευση, ανήγειρε νέα σχολεία, εισήγαγε την μέθοδο του αλληλοδιδακτικού σχολείου και ίδρυσε Εκκλησιαστική Σχολή στον Πόρο. Ανήγειρε, ακόμη, το Ορφανοτροφείο Αίγινας. Δεν ίδρυσε Πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης, ικανοί να προετοιμάσουν τους νέους για ανώτερες σπουδές. Μερίμνησε για τον επανασχεδιασμό και την ανοικοδόμηση Ελληνικών Πόλεων, όπως το Ναύπλιο, το Άργος, το Μεσολόγγι και η Πάτρα, έργο το οποίο ανέθεσε στον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Σταμάτιο Βούλγαρη. Ουσιαστική ήταν και η συμβολή του στο εμπόριο, με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες για την αγορά πλοίων και για την κατασκευή ναυπηγείων στον Πόρο και το Ναύπλιο. Τον Οκτώβριο του 1829 ίδρυσε το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αίγινα.

ε2) Όσον αφορά την Ελληνική Οικονομία, ο Ιωάννης Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας. Ίδρυσε την Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας και ενεθάρρυνε την καλλιέργεια της πατάτας. Επίσης, προσπαθώντας να ενισχύσει την Ελληνική Οικονομία ο Ιωάννης Καποδίστριας ίδρυσε την «Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα», η οποία όμως απέτυχε. Είτε γιατί, κατά μία άποψη, το Δημόσιο εκμεταλλευόταν χωρίς όρους τα χρήματα των καταθετών, είτε εξαιτίας της αντίθεσης των προυχόντων προς το καποδιστριακό καθεστώς και της έλλειψης εμπιστοσύνης προς τον νέο αυτό θεσμό. Σχετικά με την εσωτερική του πολιτική πρέπει να μνημονευθεί η μεγάλη έμπρακτη συμβολή του φίλου του Ιωάννη Καποδίστρια, Ελβετού τραπεζίτη Εϋνάρδου, ο οποίος δικαίως θεωρείται και ο θεμελιωτής της μακράς και ανέφελης Ελληνο-Ελβετικής Φιλίας.

  1. Οι εργασίες της Δ΄ Εθνικής Συνέλευσης

Λόγω της συνέχισης των έκτακτων συνθηκών και της έλλειψης επαρκούς χρόνου για την προετοιμασία, την οργάνωση και την λειτουργία της Δ΄ Εθνικής Συνέλευσης, με πρωτοβουλία του Ιωάννη Καποδίστρια η σύγκλησή της αναβλήθηκε. Έτσι, η Δ΄ Εθνική Συνέλευση συνήλθε τελικώς στο Άργος, την 11η Ιουλίου 1829.

α) Έως την θέσπιση του νέου Συντάγματος, η Δ΄ Εθνική Συνέλευση, με το Β΄ Ψήφισμα της 22ας Ιουλίου 1829, αποφάσισε την συνέχιση του λεγόμενου «προσωρινού συστήματος» και επικύρωσε το ΝΗ΄ Ψήφισμα της Βουλής της 18ης Ιανουαρίου 1828 με το οποίο, όπως προεκτέθηκε, είχε ανασταλεί σε μεγάλο βαθμό η εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος». Κατ’ ουσίαν, δηλαδή, επικύρωσε και όλες τις μετέπειτα πράξεις του Ιωάννη Καποδίστρια, έτσι ώστε να μην υπάρχει αμφισβήτηση ως προς την νομική και πολιτική τους ισχύ και ως προς τα αποτελέσματα της εφαρμογής τους. Επιπλέον, η Δ΄ Εθνική Συνέλευση κατήργησε το «Πανελλήνιον» και το αντικατέστησε με νέο συλλογικό σώμα, την «Γερουσία», αποτελούμενη από 27 μέλη.

β) Η Δ΄ Εθνική Συνέλευση ανέθεσε στον Κυβερνήτη, σε συνεργασία με την Κυβέρνηση και ύστερα από γνώμη της Γερουσίας, την κατάρτιση νέου Συντάγματος, με βάση όμως τις αρχές των πρώτων τριών Εθνικών Συνελεύσεων, δηλαδή με βάση τις αρχές του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος», του 1822, του «Νόμου της Επιδαύρου», του 1823 και του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», του 1827. Στην συνέχεια, και συγκεκριμένα την 2α Αυγούστου 1829, η Δ΄ Εθνική Συνέλευση διέκοψε τις εργασίες της και ανέθεσε στον Κυβερνήτη και στην Κυβέρνηση να την συγκαλέσει εκ νέου «άμα αποπερατώση» το σχέδιο του νέου Συντάγματος. Την 22α Ιανουαρίου / 3η Φεβρουαρίου 1830 υπεγράφη το Πρωτόκολλο του Λονδίνου και οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία, αναγνώρισαν διεθνώς την Ελλάδα ως ανεξάρτητο και αυτόνομο Έθνος- Κράτος. Πρόκειται για το μεγαλύτερο –και εν πολλοίς προσωπικό– επίτευγμα του Ιωάννη Καποδίστρια, το οποίο του διασφάλισε την θέση που δικαίως του αναλογεί στην ιστορία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Έως την δολοφονία του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο, την 27η Σεπτεμβρίου 1831, δεν είχε καταρτισθεί, σύμφωνα με τα υπάρχοντα ιστορικά τεκμήρια, κάποιο ολοκληρωμένο σχέδιο Συντάγματος.

Β. Η νομοτελειακή πορεία προς την απόλυτη μοναρχία

Το θεσμικό και πολιτικό κενό, μετά την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, οδηγούσε την τότε ελεύθερη Ελλάδα και το υπό ίδρυση ακόμη Ελληνικό Κράτος στον όλεθρο της αναρχίας. Πρώτη σκέψη ήταν η σύγκληση νέας Εθνικής Συνέλευσης –της Ε΄ κατά σειρά– για την θέσπιση νέου Συντάγματος, δήθεν κατά μια διαθήκη του Ιωάννη Καποδίστρια, την οποία όμως όπως ιστορικώς είναι αποδεδειγμένο ο Κυβερνήτης ουδέποτε άφησε. Υπό την ανάγκη της επείγουσας κατάστασης που είχε προκύψει επικράτησαν οι σκέψεις άμεσης οργανωτικής παρέμβασης, και πάλι δίχως επαρκές συνταγματικό έρεισμα.

  1. Οι θέσεις των Τριών Δυνάμεων –Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας– ως προς το Πολίτευμα της Ελλάδας

Η μέλλουσα να συνέλθει Ε΄ Εθνική Συνέλευση έπρεπε, όπως είναι ευνόητο, να έχει κατά νου και τις απόψεις των Τριών Δυνάμεων –Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας– για την μορφή του οριστικού Πολιτεύματος της Ελλάδας, όπως οι απόψεις αυτές είχαν διατυπωθεί κατά την Συνδιάσκεψη του Πόρου, την 12η Δεκεμβρίου 1828, από τους Πληρεξουσίους τους. Οι ως άνω απόψεις, οι οποίες κατέληγαν σε ένα πολιτειακό σύστημα οιονεί «συνταγματικής μοναρχίας», συμπυκνώνονται επαρκώς στα ακόλουθα αποσπάσματα του κειμένου των Πληρεξουσίων (βλ. Αντ. Μπερεδήμα, Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματία στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, όπ. παρ. σελ. 198 επ.):

α) «Ήδη από οκταετίας οι Έλληνες εδοκίμασαν πολλά σχήματα. Όλα στηρίζονται, όσον αφορά την Κυβέρνησιν εξ ενός ή πολλών προσώπων του περιβάλλοντός των, η Κυβέρνησις αύτη δεν ηδυνήθη ποτέ να αντισταθή εις την σύγκρουσιν κομμάτων, εις την ολέθριαν επίδρασιν των τοπικών παραγόντων, εις την επιρροήν του αναριθμήτου πλήθους των μεμονωμένων ή ατάκτων, αι οποίαι, είναι αληθές, ότι απετέλεσαν την κυριοτέραν αιτίαν της καταρρεύσεως του οθωμανικού ζυγού εις την Ελλάδα, αλλ’ απέβησαν κατόπιν μοιραίαι εις το Έθνος διά της αναρχίας, την οποίαν αφεύκτως προκαλούσαν. Πεπεισμένοι έκτοτε ότι δεν δύναται να ανατεθή εις τους ιδικούς των, χωρίς αμέσως να στρέφεται εναντίον των συνασπισμός χιλιάδων αντιλήψεων δυνάμεων και μη θέλοντες να διαρκούν επ’ άπειρον αι ατυχίαι της Ελλάδος, οι Έλληνες κατηύθυναν τα βλέμματά των προς το εξωτερικόν και εκάλεσαν τον Κόμητα Καποδίστριαν να ηγηθή των υποθέσεών των […]. Αλλ’ αναθέτοντες την Προεδρίαν εις τον Κόμητα Καποδίστριαν, δεν ηδύνατο να παράσχη εις αυτούς ειμή μόνον πρόσκαιρον εξουσίαν».

β) «Εν τούτοις, οιαδήποτε Εκτελεστική Εξουσία, όσον ικανόν και αν είναι το άτομον, το οποίον την ασκεί, δεν δύναται να παράσχη εγγυήσεις μεγαλυτέρας αυτού διαρκείας εις μίαν χώραν, ένθα η ζωή ενός ανθρώπου… δεν θα έφθανε να ανασύρη το Έθνος από το βάραθρο των παντοίων συμφορών, εντός των οποίων το έρριψε δουλεία πολλών αιώνων. Τα ήθη, τα έθιμα, οι αναφανέντες εις την χώρα ιδιοτελείς σκοποί κατά την μακράν τουρκικήν κυριαρχίαν, οίτινες εκαλλιεργήθησαν συν τω χρόνω υπό την επίδρασίν της, είναι επίσης λόγοι, οι οποίοι ασκούν μιαν τόσον ολέθριαν επιρροήν επί του καθεστώτος της χώρας, ώστε εάν εις αυτούς προστεθή η φυσική κατάστασις της Ελλάδος, τα διάφορα στοιχεία, τα οποία την συνθέτουν, τέλος η ποικιλία των τοπικών συμφερόντων, φυσική των συνέπεια, δέον να αναγνωρισθή ότι διά να προληφθή η επάνοδος της αναρχίας, ήτις από έτους συγκρατείται υπό των αναγκών του πολέμου, της παρουσίας των Συμμάχων Δυνάμεων τούτων… διά να είναι [οι Έλληνες] εις θέσιν να διατηρήσουν μόνοι των την υπό όρους ανεξαρτησίαν, την οποίαν θέλουν τύχει· τέλος, διά να εύρουν εις την νέαν των υπόστασιν μιαν σταθεράν απόδειξιν της ηρεμίας της Ευρώπης· δέον, ως ελέχθη, να αναγνωρισθή ότι το σύστημα διαδοχής εις την Κυβέρνησίν των είναι το μόνον το οποίον παρέχει όλας αυτάς τας εγγυήσεις».

γ) «Είναι βέβαιον ότι οι Έλληνες θα έβλεπον την καθιέρωσιν του συστήματος τούτου [μοναρχικό με διαδοχή] χωρίς τον φόβον της απειλής της ελευθερίας των; Εις την αντίρρησιν αυτήν οι Αντιπρόσωποι δίδουν την απάντησιν ότι προτείνοντες τον σχηματισμόν μιας κληρονομικής Αρχής, πόρρω απέχουν του να εξετάσουν την αποχήν των Ελλήνων εκ της Νομοθετικής Εξουσίας· διότι, ήδη υπό το τουρκικό καθεστώς, εξέλεγον οι ίδιοι τους δημογέροντές των, και οι προεστοί των είχον εν γένει το δικαίωμα να κατανέμουν τους φόρους τους οποίους απήτη η Πύλη. Τέλος, από οκταετία, το αντιπροσωπευτικόν σύστημα ισχύει εις τας διαφόρους των οργανώσεις και αφωμοιώθη τρόπον τινά προς την νέαν των υπόστασιν. Οι Αντιπρόσωποι φρονούν ότι θα είναι άδικος και συγχρόνως επικίνδυνος η στέρησις αυτών. Αλλά πιστεύεται ότι διά της συμφιλιώσεως του συστήματος τούτου με την διαδοχήν της ανωτάτης εξουσίας, θα εκπληρωθούν πλήρως οι πόθοι των Ελλήνων και ότι η δημόσια τάξις, όρος απαραίτητος διά την ευμένειαν των Αυλών έναντι της Ελλάδος, θα έχη τοιουτοτρόπως σταθερές βάσεις».

  1. Η πρωτοβουλία της Γερουσίας και η σύσταση της «Διοικητικής Επιτροπής»

Υπό τα δεδομένα αυτά η πρωτοβουλία πέρασε αμέσως στην Γερουσία, η οποία έκρινε ότι «ως σώμα Κυβερνητικόν, χρεωστεί να λάβη πρόνοιαν χωρίς μικράς αναβολής περί της κοινής ασφαλείας και ησυχίας, και περί αντικαταστάσεως Κυβερνητικής Αρχής».

α) Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Γερουσία όρισε τριμελή επιτροπή για να αναλάβει «τα έργα της Κυβερνήσεως προσωρινώς, υπό το όνομα Διοικητική Επιτροπή». Πρόεδρό της διόρισε τον αδελφό του Ιωάννη Καποδίστρια, Αυγουστίνο, και ως μέλη της τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Ιωάννη Κωλέττη. Η «Διοικητική Επιτροπή» δεσμευόταν «από τας βάσεις των ψηφισμάτων και πράξεων της εν Άργει Δ΄ Εθνοσυνελεύσεως» και είχε ως κύριο καθήκον την σύγκληση νέας Εθνικής Συνέλευσης για την θέσπιση Συντάγματος και, συνακόλουθα, για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης. Παρά τις έντονες αντιδράσεις του αντικαποδιστριακού ρεύματος που αμφισβήτησε, ευθύς εξ αρχής, την νομιμότητα της συγκρότησής της, η «Διοικητική Επιτροπή» επιβλήθηκε και, έστω και προσωρινώς, επέβαλε στοιχειωδώς την τάξη.

β) Όπως είχε δεσμευθεί από την απόφαση συγκρότησής της, η «Διοικητική Επιτροπή» διεξήγαγε εκλογές για την συγκρότηση Εθνικής Συνέλευσης. Μετά τις εκλογές αυτές συνήλθε, την 5η Δεκεμβρίου 1831, στο Άργος η «Πέμπτη των Ελλήνων Συνέλευσις». Η Ε΄ Εθνική Συνέλευση επικύρωσε –και, κατ’ ουσίαν νομιμοποίησε– το ψήφισμα εκλογής της «Διοικητικής Αρχής»– και ανέθεσε, εξ ολοκλήρου, την άσκηση της Εκτελεστικής Εξουσίας στον Αυγουστίνο Καποδίστρια, αποδίδοντάς του τον τίτλο του «Προέδρου της Ελληνικής Κυβερνήσεως». Την απόφαση αυτή αμφισβήτησε ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος προσχώρησε στους λεγόμενους «συνταγματικούς», που συνεδρίαζαν χωριστά, θεωρώντας εαυτούς συνέχεια της Δ΄ Εθνικής Συνέλευσης. Οι «συνταγματικοί», με τον Ιωάννη Κωλέττη, εγκαταστάθηκαν στην Περαχώρα και ανέδειξαν άλλη «Διοικητική Επιτροπή», με Πρόεδρο τον Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη της τους Ανδρέα Ζαΐμη και Ιωάννη Κωλέττη. Το υπό ίδρυση ακόμη Ελληνικό Κράτος γνώριζε, για μιαν ακόμη φορά την πικρή εμπειρία -την τρίτη- του διχασμού μέσω δύο διαφορετικών κυβερνητικών σχηματισμών.

γ) Μέσα σε αυτή την ταραγμένη ατμόσφαιρα η Ε΄ Εθνική Συνέλευση μετέφερε την έδρα της από το Άργος στο Ναύπλιο. Την 15η Μαρτίου 1832 ψήφισε νέο Σύνταγμα και διόρισε, μεταβατικώς, τον Αυγουστίνο Καποδίστρια Κυβερνήτη «μέχρι της ελεύσεως του κυριάρχου ηγεμόνος» και ολοκλήρωσε τις εργασίες της. Ειδικότερα με το ΚΒ΄ Ψήφισμά της, της 15ης Μαρτίου 1832, η Ε΄ Εθνική Συνέλευση αποφάσισε και τα εξής: «Α. Η Νομοτελεστική Εξουσία του Κράτους εμπιστεύεται προσωρινώς εις τον Πρόεδρον της Ελληνικής Κυβερνήσεως, Κύριον Α.Α. Καποδίστριαν υπό το όνομα Κυβερνήτης της Ελλάδος, όστις θέλει κυβερνήσει μέχρι της ελεύσεως του Κυριάρχου Ηγεμόνος, κατά τους επομένους όρους. Β. Η Νομοθετική Δύναμις θέλει ενεργείσθαι προσωρινώς παρά μιας Γερουσίας, συγκροτουμένης από 27 μέλη και της Νομοτελεστικής Εξουσίας. Γ. Τα μέλη της Γερουσίας, ήτις θέλει διαδεχθή την ενεστώσαν, θέλουν εκλεχθή αναλόγως από των τμημάτων, τα μεν 21 εκ ενός ονομαστικού καταλόγου, το οποίον θέλει παρουσιάσει η Συνέλευσις, τα δε λοιπά 6 θέλει εκλέξει κατ’ ευθείαν ο Κυβερνήτης. Δ. Η Γερουσία είναι αμετακίνητος, μέχρις ότου ο Ηγεμών εγκαθιδρύση την παρά του Συντάγματος διοριζομένην· εάν δε εν τω μεταξύ συμβή θάνατος ή παραίτησις τινός των μελών, αναπληροί άνευ αναβολής τον τόπον αυτού άλλος, εκλεγόμενος παρά του Κυβερνήτου εκ του αυτού καταλόγου και εκ του αυτού τμήματος». Όπως είναι προφανές, το κατά τ’ ανωτέρω Ψήφισμα ανέτρεψε πλήρως το θεσμικό και πολιτικό υπόβαθρο του ΣΤ΄ Ψηφίσματος της 3ης Απριλίου 1827 με το οποίο, όπως ήδη τονίσθηκε, ο Αρχηγός του Νεότερου Ελληνικού Κράτους έπρεπε να είναι «Έλλην».

δ) Λίγο μετά την ψήφιση του νέου Συντάγματος, η διαμάχη μεταξύ «συνταγματικών» και «κυβερνητικών» οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση του Ισθμού της Κορίνθου, την 25η Μαρτίου 1832, όπου επικράτησαν οι πρώτοι. Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας παραιτήθηκε και έφυγε από την Ελλάδα. Ως μόνο νόμιμο όργανο εν λειτουργία, η Γερουσία διόρισε, την 28η Μαρτίου 1832, «Διοικητικήν Επιτροπήν», με ισορροπία των αντιμαχόμενων ομάδων «συνταγματικών» και «κυβερνητικών». Αμέσως μετά τον διορισμό της, η «Διοικητική Επιτροπή» ζήτησε από τις Επαρχίες να ορίσουν «πληρεξουσίους» για την συγκρότηση της «Δ΄ κατά συνέχειαν Εθνικής Συνελεύσεως». Η τελευταία άρχισε τις εργασίες της, την 11η Ιουλίου 1832, στο Άργος και τις συνέχισε στην Πρόνοια του Ναυπλίου. Κατάργησε την Γερουσία και όλες τις πράξεις της Ε΄ Εθνικής Συνέλευσης και επικύρωσε, ομοφώνως, την επιλογή του Όθωνος ως «βασιλέως της Ελλάδος», με το Β΄ Ψήφισμα της 27ης Ιουλίου 1832. Την 25η Ιανουαρίου 1833 ο Όθων αποβιβάζεται στο Ναύπλιο, όπου του «παραδίδει την εξουσία» ο Πρόεδρος της ουσιαστικώς ανύπαρκτης «Διοικητικής Επιτροπής» Γ. Κουντουριώτης. Η περίοδος της απόλυτης μοναρχίας, με την μεταβατική διοίκηση της τριμελούς Αντιβασιλείας –Άρμανσμπεργκ, Μάουρερ, Έιντεκ– είχε αρχίσει.

Επίλογος

Το Σύνταγμα που, όπως προεκτέθηκε, θέσπισε η Ε΄ Εθνική Συνέλευση, την 15η Μαρτίου 1832, το οποίο αποκλήθηκε «ηγεμονικόν», υπήρξε απλώς σχέδιο Συντάγματος, το οποίο ουδέποτε ίσχυσε, άρα ουδέποτε εφαρμόσθηκε. Και τούτο διότι για να ισχύσει έπρεπε να «καθυποβληθή εις τον Κυρίαρχον Ηγεμόνα της Ελλάδος, διά να επικυρωθή», πράγμα που ουδέποτε συνέβη.  Για λόγους καθαρώς ιστορικούς αναφέρεται ότι, κατά το κείμενό του, το Σύνταγμα αυτό πήρε την ονομασία «ηγεμονικόν», διότι οι διατάξεις του άρθρου 53 όριζαν πως «η Ελληνική Επικράτεια είναι Ηγεμονία διαδοχική, Συνταγματική και Κοινοβουλευτική, ενεργουμένου του πολιτικού Κράτους αντιπροσωπευτικώς υπέρ του Έθνους υπό διαφόρων Αρχών». Επρόκειτο για Σύνταγμα που καθιέρωνε τις βασικές αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, υπό καθεστώς συνταγματικώς περιορισμένης μοναρχίας-ηγεμονίας. Είχε εντόνως επηρεασθεί και από τους συνταγματικούς θεσμούς των ΗΠΑ, ιδίως μέσω της καθιέρωσης δύο αντιπροσωπευτικών σωμάτων, της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας, καθώς και μέσω του τρόπου εκλογής τους.  Το «Ηγεμονικόν Σύνταγμα» του 1832 είχε έντονα φιλελεύθερα χαρακτηριστικά, ιδίως σε ό,τι αφορά την συνταγματική κατοχύρωση των κυριότερων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πέραν του ότι καθιέρωνε νέα ατομικά δικαιώματα, με κυριότερο παράδειγμα εκείνο της κατά τις διατάξεις του άρθρου 46 προστασίας του ασύλου της κατοικίας, η προστασία των δικαιωμάτων ήταν πληρέστερη, σε σχέση με όλα τα προηγούμενα Ελληνικά Συντάγματα, από πλευράς συνταγματικών εγγυήσεων άσκησής τους. Ίσως δε ήταν ακριβώς αυτός ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του μηδέποτε ισχύσαντος «Ηγεμονικού Συντάγματος», ο οποίος αποτέλεσε παράδειγμα προς αποφυγήν για την μετέπειτα Αντιβασιλεία του Όθωνος αλλά και για τον ίδιο τον ‘Όθωνα, έτσι ώστε να μην υπάρξει οποιοσδήποτε συνταγματικός περιορισμός κατά την άσκηση των βασιλικών του καθηκόντων και να εδραιωθεί στην Ελλάδα η ανεξέλεγκτη «ελέω Θεού μοναρχία».

____

Δημοσιεύθηκε στον νομικό ιστότοπο https://www.constitutionalism.gr/ την 28/6/2025.

 

 

 

Exit mobile version