Αντιφώνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκόπιου Παυλόπουλου κατά την ανακήρυξή του σε επίτιμο δημότη Δήμου Πάρου

«Είναι δύσκολο, ως αδύνατο, να περιγράψω με λόγια την μεγάλη τιμή, την οποίαν μου περιποιείτε απονέμοντάς μου τον τίτλο του Επίτιμου Δημότη του Δήμου Πάρου. Έχοντας λοιπόν πλήρη επίγνωση αυτής της αντικειμενικής μειονεξίας και πολύ περισσότερο του χρέους μου ν’ αρθώ, ιδίως αυτήν την σημαδιακή στιγμή, στο ύψος που επιβάλλουν οι περιστάσεις και ο θεσμός τον οποίον εκπροσωπώ, ας μου επιτραπεί να επιχειρήσω μιας μορφής laudatio του μοναδικού αυτού Τόπου.

Η Πάρος, το κόσμημα των Κυκλάδων και του Αιγαίου, είναι ο καρπός μιας ανεπανάληπτης συνεύρεσης της απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς και του Ελληνικού Πολιτισμού, στις πιο γόνιμες στιγμές του.

Ως προς το φυσικό κάλος, δεν χρειάζεται να επισημάνω ο,τιδήποτε, παρά μόνο να διαπιστώσω την λάμψη του. Γιατί το κάλος αυτό, όπως και κάθε δημιούργημα της φύσης, έχει το μεγάλο προνόμιο να μην χρειάζεται απόδειξη. Απλώς υπάρχει, πέρα κι έξω από τ’ ανθρώπινα που το βιώνουν, χωρίς βεβαίως να μπορούν να το περιγράψουν. Τι άλλο, άραγε, σηματοδοτεί και το γεγονός ότι χρόνια τώρα –και μάλιστα μ’ εντεινόμενο ρυθμό- η Πάρος αποτελεί παγκόσμιο πόλο τουριστικής έλξης, μ’ άλλα λόγια ένα είδος παγκόσμιου τουριστικού προσκυνήματος;

Μένω λοιπόν στην ανεξίτηλη συμβολή της Πάρου ως προς την διαμόρφωση του Ελληνικού και του Παγκόσμιου Πολιτισμού, παραθέτοντας δύο εμβληματικά δείγματά της:

Δείγμα πρώτο, τ’ ανεξίτηλα ίχνη του Πνεύματος πάνω στο εκτυφλωτικά λευκό μάρμαρο της Πάρου. Μάρμαρο που είτε κοσμεί μοναδικά την Ελλάδα, με την μορφή του Ερμή του Πραξιτέλους είτε ταξιδεύει ανά αιώνες και ανά την Υφήλιο, με την μορφή της Αφροδίτης της Μήλου και της Νίκης της Σαμοθράκης. Μάρμαρο που, σε κάθε περίπτωση, συνθέτει την πεμπτουσία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Μάρμαρο που, κυριολεκτικώς, «ζωντάνεψε» με την σμίλη του Σκόπα, του στενού συνεργάτη του Πραξιτέλους καθώς και του Αγορακρίτου, του αγαπημένου μαθητή του Φειδία, ο οποίος φιλοτέχνησε το κολοσσικό άγαλμα της Νεμέσεως, στον Ραμνούντα της Αττικής. Και το «ψηφιδωτό» της παριανής τέχνης συμπληρώνουν τα έργα που βγήκαν από τον χρωστήρα του Νικάνωρος και του Αρκεσιλάου.
Δείγμα δεύτερο –και πιο σύγχρονο- το ιερό προσκύνημα της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής. Που σήμερα και αύριο γιορτάζει την Κοίμηση της Θεοτόκου και Υπερμάχου Στρατηγού, το Πάσχα του Καλοκαιριού του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Η Εκατονταπυλιανή, σύμφωνα μ’ ένα ισχυρό ρεύμα της θρησκευτικής μας παράδοσης, είναι ο Ορθόδοξος Φάρος που άναψε η Αγία Ελένη και έχτισαν με αυτοκρατορική λαμπρότητα ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Ιουστινιανός, αναδεικνύοντας το άφατο και ανέσπερο μεγαλείο της Χριστιανοσύνης. Ένας Φάρος που προφυλάσσει πάντα το σκάφος του Έθνους μας από τους κινδύνους, οι οποίοι εποφθαλμιούν την ασφαλή πορεία του προς την εκπλήρωση της αποστολής του.

Ό,τι άλλο κι αν επιχειρήσω να πω δεν είναι σε θέση να προσθέσει κάτι στο ιστορικό θάμβος της Πάρου. Μάλλον θ’ αφαιρέσει. Σας παρακαλώ λοιπόν να δεχθείτε απλώς τις ταπεινές μου ευχαριστίες γι’ αυτή την μεγάλη τιμή που μου επιδαψιλεύετε. Η οποία θα με συνοδεύει, κατά την άσκηση των καθηκόντων μου, ως χρέος και εντολή: Να υπερασπισθώ, στο ακέραιο, την πορεία της Χώρας στο δρόμο της Δημοκρατίας και του Πολιτισμού που χάραξαν οι Πρόγονοί μας. Στο δρόμο της Ευρώπης, το αέτωμα της οποίας στηρίζουν, εκτός από το ρωμαϊκό κρατικό οικοδόμημα, οι άλλοι δύο βασικοί πυλώνες, δηλαδή οι πυλώνες του Ελληνικού Πνεύματος και της Χριστιανοσύνης.

Σας ευχαριστώ θερμώς».-