Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ «ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ» ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Πρόλογος
Η διαλεκτική σχέση μεταξύ κανόνα δικαίου και κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας.
Η σχέση μεταξύ κανόνα δικαίου και κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας είναι, και μάλιστα ποικιλοτρόπως, διαλεκτική. Με την έννοια της αμφίδρομης επιρροής που αναπτύσσεται μεταξύ αφενός της υποδομής, την οποία συνθέτει η εκάστοτε διαμορφούμενη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Και, αφετέρου, του εποικοδομήματος, δηλαδή της προερχόμενης από την υποδομή αυτή ρύθμισης κανονιστικού περιεχομένου. Αυτός είναι και ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο η τελική επιρροή του κανόνα δικαίου στον εμπλουτισμό, από την πλευρά του, της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας από την οποία προέρχεται, αποτελεί σε σημαντικό βαθμό και το μέτρο αποτίμησης της κανονιστικής του εμβέλειας και επάρκειας. Από τη στιγμή δε κατά την οποία το Σύνταγμα συντίθεται από ένα σύνολο κανόνων δικαίου, οι οποίοι βεβαίως αποτελούν το θεμέλιο αλλά και την κορωνίδα της έννομης τάξης, είναι φανερό πως ισχύει στο ακέραιο και γι’ αυτό η κατά τ’ ανωτέρω λογική περί αμφίδρομης επιρροής. Μ’ άλλες λέξεις, και το Σύνταγμα επηρεάζεται ευθέως από την υποδομή της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, η οποία υφίσταται όταν συντελούνται οι διεργασίες θέσπισής του σε συντακτικό και αναθεωρητικό επίπεδο. Εκείνο όμως το οποίο πρέπει να διερευνηθεί ειδικώς ως προς το Σύνταγμα, ακριβώς λόγω της θεσμικής ιδιοσυστασίας του, είναι από τη μια πλευρά η ιδιοσυγκρασία της αμφίδρομης επιρροής με την υποδομή του. Και, από την άλλη πλευρά, πώς «χρωματίζει» από ιδεολογική σκοπιά το Σύνταγμα η σύνθεση των κοινωνικοοικονομικών δεδομένων που επικρατούν όταν ασκείται η συντακτική ή και η αναθεωρητική εξουσία.
Α. Η επίδραση του Συντάγματος στην κοινωνικοοικονομική υποδομή προέλευσής του.
Η υπέρτερη τυπική ισχύς του Συντάγματος σε σχέση με τους λοιπούς κανόνες δικαίου -δηλαδή η «αυστηρότητα» του, όπως απεικονίζεται στις διατάξεις του άρθρου 110 περί αναθεώρησής του- οι οποίοι αποτελούν την όλη έννομη τάξη και προσδιορίζουν την ιεραρχία της, συνεπάγεται κατ’ ανάγκη για τους κανόνες του, και μάλιστα τόσο γι’ αυτούς που προέρχονται από τη συντακτική όσο και για εκείνους που δημιουργεί μετέπειτα η αναθεωρητική εξουσία, την σχετικώς μακρά χρονική διάρκεια ισχύος και εφαρμογής τους.
1. Άρα και την ενισχυμένη -σε σχέση με τους λοιπούς κανόνες δικαίου της έννομης τάξης, οι οποίοι μεταβάλλονται συχνότερα- επιρροή των κανονιστικών δεδομένων του Συντάγματος πάνω στην κοινωνικοοικονομική υποδομή προέλευσής του. Θα μπορούσε μάλιστα βασίμως -και για οιονδήποτε λόγο, που μπορεί ν’ αφορά τόσο την χρονική διάρκεια ισχύος των κανόνων του όσο και την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής τους- να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι όσο μικρότερη είναι η επιρροή των κανονιστικών επιπτώσεων του Συντάγματος στην κοινωνικοοικονομική υποδομή του, τόσο περισσότερο επηρεάζεται αρνητικώς και, τελικώς, υπονομεύεται η αυξημένη τυπική ισχύς του.
2. Συνακόλουθα, η όλη υπεράσπιση του θεσμικού κύρους του Συντάγματος συναρτάται ευθέως και με τη διασφάλιση των όρων και των προϋποθέσεων της ενεργού συμμετοχής της εφαρμογής του στη διάπλαση των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων που επικρατούν καθ’ όλη τη διάρκεια της εφαρμογής αυτής.
Β. Η επίδραση της κοινωνικοοικονομικής υποδομής στην διαμόρφωση αντίστοιχων ρητρών κανονιστικού περιεχομένου εντός του πλαισίου του Συντάγματος.
Η επιρροή της κοινωνικοοικονομικής υποδομής στο κανονιστικό πλαίσιο του Συντάγματος εκφράζεται, κατά κύριο -θα μπορούσε κανείς να πει «εμβληματικό»- λόγο και τρόπο μέσ’ από την συνακόλουθη διαμόρφωση εντός του πλαισίου αυτού ρητρών με ιδεολογικό, lato sensu, περιεχόμενο. Ήτοι ρητρών οι οποίες προσδιορίζουν τη στάση του συντακτικού και του αναθεωρητικού νομοθέτη αναφορικά με την πορεία εξέλιξης του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι. Και υπ’ αυτήν ακριβώς την έννοια μπορεί να γίνει λόγος για μια μορφή κοινωνικοοικονομικής «ιδεολογίας» του Συντάγματος. Στην αναζήτηση και περιγραφή αυτής της ιδεολογίας είναι αφιερωμένη η ανάλυση που ακολουθεί. Εν είδει προοιμίου διευκρινίζεται ότι, με βάση τις διατάξεις του Συντάγματος οι οποίες θα εκτεθούν στη συνέχεια, οι δύο συντεταγμένες της ως άνω «ιδεολογίας» μπορούν να συνοψισθούν:
1. Πρώτον, στην μέσω των κανόνων δικαίου του Συντάγματος υιοθέτηση των βασικών αρχών του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού με κοινωνικό πρόσωπο. Δηλαδή, κατ’ ουσία, του κράτους δικαίου το οποίο είναι τεταγμένο εξ ορισμού στην υπεράσπιση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου, μ’ έμφαση στα κοινωνικά δικαιώματα τα οποία καθορίζουν το καθεστώς ενός αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους δικαίου.
2. Και, δεύτερον, στον προσδιορισμό -φυσικά και πάλι μέσω των κανόνων δικαίου του Συντάγματος- των ορίων του κρατικού παρεμβατισμού. Ορίων τα οποία, με τη σειρά τους, προσδιορίζουν -δευτερογενώς, όπως είναι ευνόητο- τ’ αντίστοιχα όρια των διαδικασιών τόσο των αποκρατικοποιήσεων όσο και των ιδιωτικοποιήσεων δομών, οι οποίες είναι σήμερα εντεταγμένες στο πλαίσιο του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Δηλαδή στο πλαίσιο του πεδίου εντός του οποίου δραστηριοποιείται οικονομικώς το κράτος με τα δορυφορικά νομικά του πρόσωπα.
ΤΜΗΜΑ Ι
Τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του φιλελευθερισμού και του κρατικού παρεμβατισμού υπό το καθεστώς του ισχύοντος Συντάγματος.
Η κοινωνικοοικονομική «ιδεολογία» του Συντάγματος συναρτάται φυσικά, από πλευράς των κανονιστικών δεδομένων προσδιορισμού της, με την ευρύτερη συνύπαρξή του με άλλους κανόνες δικαίου, ως προς τους οποίους οι διατάξεις του τελούν σε σχέση «ισορροπίας εφαρμογής». Όπως είναι αυτονόητο, πρόκειται κυρίως για τους κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου, με τους οποίους το Σύνταγμα τελεί σε καθεστώς «αναγκαστικής» συνύπαρξης -ήτοι δίχως δυνατότητα καθολικώς αποδεκτής ιεράρχησης, όπως ήδη εκτέθηκε και θα εκτεθεί και στη συνέχεια- για όσο χρόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί ν’ αποκτήσει θεσμικά χαρακτηριστικά ενιαίας κρατικής οντότητας. Με την έννοια αυτή επιχειρείται στη συνέχεια η περιγραφή αφενός των «ιδεολογικών» συνιστωσών του Συντάγματος. Και, αφετέρου, των διατάξεων του Συντάγματος οι οποίες τις καθιερώνουν.
Οι περί φιλελευθερισμού και παρεμβατισμού αναλύσεις που ακολουθούν στηρίζονται τόσο στις γενικές θεωρήσεις του παραδοσιακού -ήτοι πριν από τον νεοφιλελεύθερο «βιασμό» του- καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Όσο και στις αντίστοιχες «προσλαμβάνουσες παραστάσεις» του συντακτικού και αναθεωρητικού νομοθέτη στο πλαίσιο του ισχύοντος Συντάγματος του 1975, φυσικά ύστερα από τις ως τώρα αναθεωρήσεις του.
Α. Ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός με κοινωνικό πρόσωπο.
Σύμφωνα με τα ιστορικά, και όχι μόνο, δεδομένα του «γνήσιου» καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, δηλαδή του συστήματος εκείνου το οποίο εφαρμοζόταν πριν από τον, νεοφιλελεύθερης προέλευσης, «βιασμό» του, ο φιλελευθερισμός αποτελεί βασικό, πρωτίστως ιδεολογικής υφής, πυλώνα του. Και τον πυλώνα αυτόν συνθέτουν, ως προς τα διακριτικά χαρακτηριστικά του και την πεμπτουσία του πυρήνα του:
1. Κατά πρώτο λόγο το κράτος δικαίου. Ειδικότερα το κράτος δικαίου αποτελεί, κατ’ ουσίαν, το θεσμικό θεμέλιο του φιλελευθερισμού δεδομένου ότι:
α) Η φύση του κράτους δικαίου έγκειται στην ύπαρξη θεμελιωδών διατάξεων, οι οποίες διέπουν την οργάνωση και λειτουργία πολιτικών θεσμών εξοπλισμένων με αρμοδιότητες που επιβάλλει η ουσία του φιλελευθερισμού. Καθώς και στην ύπαρξη μηχανισμών, οι οποίοι εγγυώνται ότι οι λοιποί κανόνες δικαίου, που διέπουν το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι, παράγονται και εφαρμόζονται χωρίς να έρχονται σ’ αντίθεση με τις ως άνω θεμελιώδεις διατάξεις. Επιπλέον, το κράτος δικαίου προϋποθέτει την ύπαρξη και λειτουργία θεσμών, οι οποίοι διασφαλίζουν:
α1) Πρώτον, την δημοκρατική διακυβέρνηση του κοινωνικού συνόλου από όργανα, που αναδεικνύονται μέσ’ από τη διαδικασία ελεύθερων και κατά τακτά χρονικά διαστήματα επαναλαμβανομένων εκλογών υπό καθεστώς καθολικότητας, ισότητας και μυστικότητας της ψήφου.
α2) Και, δεύτερον, στην μεν πλειοψηφία τη δυνατότητα να κυβερνά, εφαρμόζοντας το πρόγραμμα, με βάση το οποίο έχει εκλεγεί. Στην δε μειοψηφία την δυνατότητα να ελέγχει, πάντα υπό θεσμικούς όρους, την πλειοψηφία.
β) Επιπλέον, η ουσία του κράτους δικαίου στο πλαίσιο του σύγχρονου φιλελευθερισμού προϋποθέτει την ύπαρξη θεσμών, που του επιτρέπουν να λειτουργεί και ως κοινωνικό κράτος δικαίου. Ήτοι ως κράτος παρέμβασης στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι, όταν και όπου η παρέμβαση θεωρείται επιβεβλημένη. Οι θεσμοί αυτοί αφορούν κυρίως την χορήγηση παροχών προς κατηγορίες μελών του κοινωνικού συνόλου, προκειμένου να διασφαλίζονται οι υπό καθεστώς δικαιοσύνης ομαλές συνθήκες κοινωνικής διαβίωσης και ν’ αποφεύγεται έτσι ο κίνδυνος διάρρηξης του κοινωνικού ιστού.
2. Κατά δεύτερο λόγο, από την θεσμικοπολιτική φυσιογνωμία του κράτους δικαίου καταδεικνύεται, όπως είναι προφανές, η ευθεία σύνδεσή του και με τα κάθε είδους δικαιώματα του ανθρώπου. Ιδίως με τη μορφή που τα δικαιώματα αυτά απέκτησαν την σύγχρονη νομική τους κατοχύρωση και οριοθέτηση, με αφετηρία το πλαίσιο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ της 4ης Ιουλίου 1776 και της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της 26ης Αυγούστου 1789, κατά την Γαλλική Επανάσταση.
α) Ήδη από τον χρόνο εμφάνισης των ως άνω Διακηρύξεων -και σύμφωνα με το περιεχόμενό τους- προκύπτει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου συνδέονται αρρήκτως με την φύση του και τον προορισμό του. Κατά τούτο δε μπορεί να τα θεωρήσει κανείς ακόμη και ανεξάρτητα από κάθε μορφή εξουσίας, πολιτική ή οικονομική. Για τον λόγο αυτόν το κράτος, ως μορφή πολιτικής εξουσίας, υπάρχει προκειμένου να εγγυάται την πλήρη αναγνώριση και ακώλυτη άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Κατά συνέπεια, η κρατική εξουσία τότε μόνο νομιμοποιείται επαρκώς όταν παρέχει θεσμικώς τις εγγυήσεις αυτές. Και, αντιθέτως, χάνει την έναντι του κοινωνικού συνόλου νομιμοποίησή της όταν:
α1) Είτε παραβλέπει τα δικαιώματα αυτά.
α2) Είτε εξαπλώνεται, κατά τρόπο βλαπτικό για τα ως άνω δικαιώματα, σε δραστηριότητες παρέμβασης στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι, οι οποίες δεν έχουν σχέση με την εγγύηση αναγνώρισης και άσκησής τους.
β) Από πλευράς περιεχομένου, η σύγχρονη αντίληψη τόσο του φιλελευθερισμού όσο και του κράτους δικαίου έχει επιφέρει ουσιώδεις μεταβολές στο περιεχόμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Με πιο αξιοσημείωτη εκείνη που αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα και, συνακόλουθα, το κοινωνικό κράτος δικαίου.
β1) Στον παραδοσιακό κατάλογο των πολιτικών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, που αφορούν αντιστοίχως το status activus και το status negativus του δικαιούχου τους, έχουν πλέον προστεθεί τα κοινωνικά δικαιώματα, τα οποία ανάγονται στο status positivus του δικαιούχου τους. Τα κοινωνικά αυτά δικαιώματα δεν αφορούν την άσκηση και τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας ούτε απλώς εγγυώνται την άμυνα του δικαιούχου τους απέναντι στην κρατική εξουσία. Το περιεχόμενό τους είναι, αντιθέτως, θετικό με την έννοια ότι επιτρέπει, μέσ’ από την άσκησή τους, να ζητηθεί από τα αρμόδια κρατικά όργανα η παροχή προς το δικαιούχο τους συγκεκριμένου αγαθού ή συγκεκριμένης υπηρεσίας. Βεβαίως «αχίλλειος πτέρνα» των κοινωνικών δικαιωμάτων, και μάλιστα όχι μόνο στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, παραμένει η μη ολοκλήρωση του καθεστώτος πραγματικής άσκησής τους, ιδίως μέσω της δικαστικής οδού. Τούτο οφείλεται κυρίως στην έλλειψη, κατά μεγάλο τουλάχιστον μέρος, δημιουργίας αγώγιμης αξίωσης από την άσκησή τους.
β2) Τα κοινωνικά δικαιώματα συνδέονται, όπως είναι φανερό, αναποσπάστως με τον κρατικό παρεμβατισμό. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι στο πλαίσιο του κράτους δικαίου η πρόβλεψή τους αλλά και η άσκησή τους δικαιολογείται όταν και όπου είναι επιτρεπτή η εμφάνιση του κρατικού παρεμβατισμού. Τούτο συμβαίνει όταν η κρατική εξουσία επεμβαίνει διορθωτικώς, προκειμένου να διαμορφώσει ή ν’ αποκαταστήσει τις συνθήκες διαβίωσης των μελών του κοινωνικού συνόλου, υπό καθεστώς προσωπικής ασφάλειας και δικαιοσύνης.
Β. Φιλελευθερισμός και κρατικός παρεμβατισμός.
Όπως ευχερώς συνάγεται από την ανάλυση που προηγήθηκε -αλλά και όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια με βάση τις επιμέρους διατάξεις του Συντάγματος που κατοχυρώνουν θεσμικώς τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό με κοινωνικό πρόσωπο- ο παρεμβατισμός στο πλαίσιο του τελευταίου συνιστά βεβαίως εξαίρεση. Πλην όμως, υπό προϋποθέσεις φυσικά, ο κατά τ’ ανωτέρω παρεμβατισμός όχι μόνον επιτρέπεται ως απολύτως συμβατός με το όλο πνεύμα του φιλελευθερισμού. Αλλά και -κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες άσκησης της συνταγματικώς επιβεβλημένης κοινωνικής πολιτικής- επιβάλλεται, κυρίως στο πλαίσιο της σύνδεσής του με τις αρχές και επιταγές του κοινωνικού κράτους δικαίου.
1. Με δεδομένο το γεγονός ότι ο φιλελευθερισμός βασίζεται στο κράτος δικαίου που εγγυάται την άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου -και κατά προτεραιότητα των δικαιωμάτων μέσω των οποίων το υποκείμενό τους επιβεβαιώνει την αξία του και αναπτύσσει ελευθέρως την προσωπικότητά του- είναι προφανές πως το πεδίο του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι ανήκει, προνομιακώς, στον φορέα άσκησης των κάθε είδους δικαιωμάτων. Άρα η κρατική παρέμβαση συνιστά την εξαίρεση. Αυτό ακριβώς υποδηλώνει, με θεσμικούς όρους, όχι μόνο το νομικό πλαίσιο του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος που εγγυάται την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Αλλά και, ιδίως, η σύνδεσή του π.χ. με τις -υποδεέστερης βεβαίως τυπικής ισχύος- διατάξεις του άρθρου 361 ΑΚ, οι οποίοι καθιερώνουν την ελευθερία των συμβάσεων. Δηλαδή την αρχή ότι, κατά γενικό κανόνα, στο ευρύτερο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου -άρα στο πεδίο όπου διαμορφώνεται προνομιακώς το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι- η μονομερής δράση, ήτοι η δράση άμεσης ή και έμμεσης μονομερούς επέμβασης στη βούληση του άλλου, συνιστά οριακή εξαίρεση. Ενώ ο κανόνας είναι ο συμβατικός δεσμός. Ήτοι η δικαιοπραξία, η οποία προκύπτει ύστερα από τη σύμπτωση βουλήσεων δια της αμοιβαίας οριοθέτησης των αντίστοιχων πεδίων άσκησης των αντιτιθέμενων δικαιωμάτων.
2. E contrario -αλλά και συνακόλουθα- ο κρατικός παρεμβατισμός στο πλαίσιο του φιλελευθερισμού ναι μεν συνιστά την εξαίρεση. Πλην όμως η εξαίρεση αυτή αποκτά, όταν οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες το επιβάλλουν, ρυθμιστικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτής ταύτης της υπεράσπισης του φιλελευθερισμού.
α) Και τούτο συμβαίνει όταν τα in concreto οικονομικά δεδομένα εξελίσσονται με στρεβλό τρόπο, ο οποίος οδηγεί στην αδυναμία εφαρμογής των βασικών κανόνων λειτουργίας του όλου καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Τότε ο κρατικός παρεμβατισμός εμφανίζεται ως οργανωμένη και προγραμματισμένη μέθοδος όχι βεβαίως αντικατάστασης του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Αλλά, όλως αντιθέτως, ως μέθοδος αποκατάστασης των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του, ώστε μετά την έξοδο από την οικονομική κρίση να είναι πλέον και πάλι εφικτή η ομαλή λειτουργία των κανόνων της αγοράς. Αυτή η οιονεί συνύπαρξη του όλου καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος με τον κρατικό παρεμβατισμό αναδεικνύεται ευκρινώς μέσ’ από το θεωρητικό έργο του John Maynard Keynes («The General Theory of Employment, Interest and Money», 1936, ελλ. έκδ. «Η γενική θεωρία της απασχόλησης του τόκου και του χρήματος», «Παπαζήσης», 2001). Και μάλιστα τόσο κατά την πορεία αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης μετά το κραχ του 1929. Όσο και, ιδίως, στο πλαίσιο της προσπάθειας ανόρθωσης του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος μέσ’ από τα ερείπια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
β) Ως προς τις επιμέρους εκφάνσεις του κρατικού παρεμβατισμού είναι δυνατό -όχι όμως χωρίς κάποια δόση αυθαίρετης γενίκευσης- να επιχειρηθεί η ακόλουθη διάκριση: Ο -εν είδει πάντα «βοηθού εκπληρώσεως» στο πλαίσιο της επιχείρησης επανόδου σε συνθήκες ομαλότητας της αγοράς μετά από περιόδους βαθειάς κρίσης- κρατικός παρεμβατισμός κατατείνει, συνήθως:
β1) Είτε στην παρέμβαση του κράτους, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει τον κίνδυνο οικονομικής κατάρρευσης με μεθόδους που επιδιώκουν την αποκατάσταση του καθεστώτος πλήρους απασχόλησης, ιδίως μέσ’ από την άσκηση συγκεκριμένων πολιτικών προώθησης της ενεργού ζήτησης.
β2) Είτε στη θωράκιση των δομών του, lato sensu, κοινωνικού κράτος δικαίου. Και μάλιστα κατά τρόπο ώστε η λειτουργία των δομών αυτών να είναι σε θέση ν’ αντιμετωπίσει τον κίνδυνο κοινωνικής εξαθλίωσης. Επέκεινα δε τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης, η οποία συνιστά αιτία πραγματικής κατάλυσης του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος.
γ) Τα δραματικά δεδομένα της σύγχρονης βαθιάς οικονομικής κρίσης επιβεβαιώνουν πλήρως τις προαναφερόμενες θέσεις του Keynes σχετικά με τα όρια και τη «δύναμη πυρός» του κρατικού παρεμβατισμού για την αποκατάσταση του συστήματος λειτουργίας των κανόνων του «γνήσιου» καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Μ’ άλλες λέξεις υπό το φως των δραματικών αυτών δεδομένων επανέρχονται στην επικαιρότητα και δικαιώνονται οι θέσεις του Keynes, σύμφωνα με τις οποίες σε περιόδους τέτοιας μορφής οικονομικών κρίσεων η κατάρρευση αντιμετωπίζεται μόνο δια της άσκησης κατάλληλης ενεργού κρατικής πολιτικής, μέσω της οργάνωσης αντίστοιχου μηχανισμού ενεργού ζήτησης. Πριν απ’ όλα σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, αποδεικνύεται η ορθότητα των θέσεων του Keynes ως προς την επιστημονική κουφότητα των νεοφιλελεύθερων «δογμάτων» περί «αυτόματης κατάστασης ισορροπίας» σ’ επίπεδο πλήρους απασχόλησης, με τη μέθοδο της μείωσης επιτοκίων και μισθών. Και τούτο διότι η σύγχρονη πραγματικότητα τεκμηριώνει πως:
γ1) Εν πάση περιπτώσει, το επιτόκιο δεν είναι δυνατό να πέσει κάτω από ένα minimum επίπεδο χωρίς να ενεργοποιηθεί η παγίδα ρευστότητας. Ιδίως όμως αποτελεί πια κοινό τόπο στην οικονομία ότι η υπό συνθήκες ύφεσης μείωση του επιτοκίου ασκεί, κατά κανόνα, αμελητέα επιρροή στο μέγεθος των επενδύσεων. Δεδομένου ότι η ύφεση -και μάλιστα η βαθειά ύφεση- από την ίδια τη φύση της εξουθενώνει το επενδυτικό κλίμα, κάνοντάς το ανελαστικό ακόμη και ως προς το επιτόκιο.
γ2) Η μείωση των μισθών οδηγεί, αναποδράστως, και σ’ αντίστοιχη ή και μεγαλύτερη μείωση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών, λόγω περιορισμού της ρευστότητας στην αγορά. Τούτο, περαιτέρω, συνεπάγεται συρρίκνωση της απασχόλησης. Άρα, μοιραίως, αύξηση της ανεργίας. Και αυτό το «σπιράλ» επιταχύνεται όσο η ύφεση ακολουθεί την ανιούσα.
δ) Κατά συνέπεια, κάθε εμμονή στις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις περί «αυτόματης» επανόδου στην κατάσταση ισορροπίας της πλήρους απασχόλησης είναι, κυριολεκτικώς, καταστροφική. Μόνο μέσ’ από τους -δοκιμασμένους άλλωστε σ’ αντίστοιχες οικονομικές κρίσεις- διαύλους της λελογισμένης διορθωτικής κρατικής παρέμβασης είναι εφικτή η αναχαίτιση της ύφεσης. Και μια τέτοια κρατική παρέμβαση σημαίνει, πρωτίστως και με βασικό εργαλείο τη δημόσια δαπάνη, διαμόρφωση της κατάλληλης ενεργού κρατικής πολιτικής και στον τομέα των επενδύσεων αλλά και στον τομέα της ζήτησης. Μ’ άλλες λέξεις σημαίνει την εκ μέρους του κράτους αφενός οργάνωση του κατάλληλου πλέγματος δημόσιων επενδύσεων. Και, αφετέρου, τόνωση της καταναλωτικής δύναμης των ιδιωτών. Συνεπώς, και κατ’ επέκταση, τόνωση της ιδιωτικής δαπάνης προς την κατεύθυνση:
δ1) Της γενναίας αύξησης του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων. Χωρίς το οποίο είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να δημιουργηθεί εκείνο το αναπτυξιακό επενδυτικό κλίμα που είναι σε θέση να προκαλέσει τη σταθερή επανεκκίνηση της οικονομίας.
δ2) Της αξιοποίησης -με τις αναγκαίες φυσικά διευκολύνσεις για τη ραγδαία αύξηση της απορροφητικότητάς του- του ΕΣΠΑ, κυρίως ως προς τις συνιστώσες του εκείνες που αφορούν τόσο την κινητροδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων. Όσο και την ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά μέσ’ από την, άμεση ή έμμεση, τόνωση της κατανάλωσης και στήριξη των επιχειρήσεων. Πρωτίστως δε των μικρομεσαίων.
ΤΜΗΜΑ ΙΙ
Ο μέσω των διατάξεων του Συντάγματος θεσμικός προσδιορισμός της κοινωνικοοικονομικής «ιδεολογίας» του.
Με σειρά διατάξεών του, οι οποίες -prima vista βεβαίως- δεν φαίνεται να συνδέονται ευθέως μεταξύ τους σύμφωνα με το, στενώς ερμηνευόμενο, ρυθμιστικό τους πλαίσιο, το Σύνταγμα αποτυπώνει την κοινωνικοοικονομική «ιδεολογία» του. Τόσον όμως η θεωρία όσο και η νομολογία έχουν ήδη συναγάγει βασικά συμπεράσματα ως προς την κανονιστική οντότητα της κατά τ’ ανωτέρω «ιδεολογίας», η οποία από πλευράς δομής παίρνει τη μορφή κανόνα που οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής του και με βάση τις, σημαντικές οπωσδήποτε, εξαιρέσεις του. Και ο μεν κανόνας αφορά την με βάση συγκεκριμένες συνταγματικές ρυθμίσεις καθιέρωση του φιλελευθερισμού. Ενώ οι εξαιρέσεις του προσδιορίζουν τις διαστάσεις που μπορεί να λάβει, in concreto, ο κρατικός παρεμβατισμός. Κατ’ ουσίαν όμως, όπως θα καταδειχθεί και στη συνέχεια, κανόνας και εξαίρεση συνδέονται αρρήκτως, με δεδομένο το γεγονός ότι συνυπάρχουν και συλλειτουργούν κανονιστικώς προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης του συνόλου των συνιστωσών, οι οποίες συνθέτουν τον ιδεολογικό πυρήνα του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού με κοινωνικό πρόσωπο.
Α. Η συνταγματική καθιέρωση του φιλελευθερισμού ως συστήματος κοινωνικοοικονομικής και, επέκεινα, πολιτικής οργάνωσης.
Η φιλελεύθερη «ιδεολογία» του Συντάγματος προκύπτει, κατά κύριο λόγο, μέσ’ από τις διατάξεις του εκείνες οι οποίες προσδίδουν, εν είδει θεσμικού εποικοδομήματος, κανονιστικές διαστάσεις υπέρτερης τυπικής ισχύος στο αμάλγαμα που προκύπτει από το συνδυασμό αφενός της οικονομίας της αγοράς. Και, αφετέρου, της εντός αυτής δραστηριοποίησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, κατ’ αποκλεισμό -πάντοτε κατά κανόνα βεβαίως- της παρέμβασης των, lato sensu, κρατικών οργάνων. Αυτόν τον θεσμικό προσανατολισμό «ιδεολογικής» υφής εμπεδώνουν και τεκμηριώνουν:
1. Πρώτον, οι γενικές ρήτρες του Συντάγματος, οι οποίες προσδίδουν σ’ αυτό τον όλο ανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα. Πρόκειται:
α) Από τη μια πλευρά -και ιδίως- για τη γενική ρήτρα του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά τις διατάξεις του οποίου «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Ο κορυφαίος ρόλος της ρήτρας αυτής αναδεικνύεται από το ότι το Σύνταγμα, κατά την ρητή διατύπωσή του, ανάγει την υποχρέωση της προστασίας της αξίας του ανθρώπου όχι απλώς σε «πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», αλλά, κυριολεκτικώς, «στην» πρωταρχική της υποχρέωση. Ως προς την κανονιστική δε σημασία της ως άνω ρήτρας αρκεί η συμπυκνωμένη επισήμανση ότι, κατ’ αυτήν, είναι ο Άνθρωπος, ως άτομο και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, ο οποίος, επειδή εκπροσωπεί τον αποκλειστικό φορέα υπεράσπισης της αξίας του, νομιμοποιείται να κινείται δημιουργικώς στο πεδίο του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι. Ενώ το κράτος οφείλει να περιορίζεται στο ρόλο του φορέα ο οποίος, μέσω του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, απλώς του διασφαλίζει τις προϋποθέσεις ακώλυτης -φυσικά στο πλαίσιο της έννομης τάξης- και έμπρακτης ανάδειξής της. Πρέπει δε να τονισθεί με ιδιαίτερη έμφαση ότι η προαναφερόμενη κανονιστική εμβέλεια της γενικής ρήτρας της αξίας του ανθρώπου αποκτά τόσο μεγαλύτερη διάσταση, όσο η «αξία» έχει πολύ ευρύτερο προστατευτικό περιεχόμενο από την «αξιοπρέπεια», την οποία χρησιμοποιούν ορολογικώς άλλα Συντάγματα (π.χ. ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης του 1949).
β) Και, από την άλλη πλευρά, για τη γενική ρήτρα του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά τις διατάξεις του οποίου «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα τη προσωπικότητά του και να συμμετέχει στη κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωής της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Είναι προφανές πως η δεύτερη γενική ρήτρα λειτουργεί ενισχυτικώς αλλά και συμπληρωματικώς σε σχέση με τη γενική ρήτρα που αφορά την αξία του ανθρώπου. Και τούτο διότι ο κυριότερος τρόπος υπεράσπισης της αξίας του ανθρώπου μέσω της δραστηριοποίησής του στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι επιτυγχάνεται, και δη προνομιακώς, δια της ελεύθερης ανάπτυξης της δραστηριότητάς του στους τομείς της κοινωνικής, της οικονομικής και της πολιτικής ζωής, που απαρτίζουν το σύνολο του πεδίου δράσης του ανθρώπου. Πλειάδα διατάξεων κοινών νόμων αλλά και κανονιστικών διοικητικών πράξεων εξειδικεύουν στη πράξη τη ρήτρα των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, οργανώνοντας τις αντίστοιχες έννομες σχέσεις στους επί μέρους τομείς δραστηριοποίησης του ανθρώπου. Αρκεί όμως εδώ η αναφορά στην πιο αντιπροσωπευτική από τις διατάξεις αυτές: Ήτοι τη ρύθμιση του άρθρου 361 ΑΚ, η οποία καθιερώνει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων.
2. Δεύτερον, οι βασικοί θεσμικοί πυλώνες, οι οποίοι απαρτίζουν τις αντηρίδες στήριξης αυτού τούτου του πολιτειακού και κρατικού οικοδομήματος. Πρόκειται:
α) Πριν από κάθε άλλο, για τον θεσμικό πυλώνα της διάκρισης των εξουσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος. Και τούτο διότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, μέσ’ από τη λογική της αρχής των αγγλοσαξονικής προέλευσης «checks and balances» («θεσμικών αντιβάρων»), προσδίδει ουσιαστικό περιεχόμενο στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, με το ν’ ανάγει σε κορυφαίο θεσμικό «πρόταγμα» και «πρόσταγμα» το, κανονιστικού περιεχομένου, αξίωμα ότι ουδεμία συντεταγμένη εξουσία λειτουργεί ανεξελέγκτως και, συνακόλουθα, αυθαιρέτως, αφού είναι θεσμικώς δεσμευμένη να σέβεται τα όρια δράσης των δύο άλλων. Καίριας δε σημασίας προς την κατεύθυνση αυτή είναι η εντός της αρχής της διάκρισης των εξουσιών οριοθέτηση της εκτελεστικής εξουσίας -δηλαδή της πιο «επικίνδυνης», με βάση τη φύση της ως μήτρας του θεσμικώς οργανωμένου καταναγκασμού- υπό την εξής έννοια: Τα όργανά της, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, δεσμεύονται τόσον από τη νομοθετική εξουσία, η οποία καθορίζει το κανονιστικό πλαίσιο των ως άνω αρμοδιοτήτων. Όσο και από τη δικαστική εξουσία η οποία ελέγχει, επιβάλλοντας τις in concreto προβλεπόμενες κυρώσεις, το αν και κατά πόσον η αρμοδιότητα των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας ασκείται εντός του νομοθετικώς προσδιορισμένου πλαισίου.
β) Επέκεινα, για τον θεσμικό πυλώνα του κράτους δικαίου. Το κράτος δικαίου, κατά την ίδια τη λογική του, απορρέει από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ενισχύοντας το ρόλο της ως προς τη θωράκιση των εγγυήσεων ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Και τούτο διότι το κράτος δικαίου, μέσω των κανόνων δικαίου και των κυρωτικών μηχανισμών διασφάλισης της εφαρμογής τους, υπερασπίζεται αποτελεσματικώς τον άνθρωπο κατά την άσκηση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις θεσμικές συντεταγμένες του, είναι αυτό που αποτρέπει κάθε αυθαίρετη παρέμβαση των οργάνων του κράτους στο πεδίο ακώλυτης άσκησης των προμνημονευόμενων δικαιωμάτων.
γ) Τέλος, και συνακόλουθα, για τον θεσμικό πυλώνα της αρχής της νομιμότητας της δράσης της εκτελεστικής εξουσίας. Σύμφωνα με τα όσα ήδη εκτέθηκαν, η αρχή αυτή είναι ευθεία απόρροια της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και του κράτους δικαίου. Αφού, κατά τη θεσμική της καταγωγή και αποστολή, η ουσία της συνίσταται στην προδιαγραφείσα κανονιστική οριοθέτηση -με την απειλή επιβολής αποτελεσματικών κυρώσεων- του πεδίου άσκησης των αρμοδιοτήτων των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας σε κάθε περίπτωση. Άρα και -ίσως μάλιστα πολύ περισσότερο- όταν και όπου οι αρμοδιότητες αυτές διασταυρώνονται με την δραστηριότητα του ανθρώπου κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που του εξασφαλίζει η έννομη τάξη.
3. Τρίτον, άλλες επιμέρους διατάξεις του Συντάγματος. Οι οποίες, φυσικά επίσης συμπληρωματικώς σε σχέση με τις γενικές ρήτρες και τους θεσμικούς πυλώνες που προαναφέρθηκαν, υιοθετούνται από τον συντακτικό και αναθεωρητικό νομοθέτη για να ολοκληρώσουν το κανονιστικού περιεχομένου περίγραμμα αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Άρα, το περίγραμμα των εγγυήσεων υπεράσπισης της αξίας του ανθρώπου και διευκόλυνσης της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, έναντι του αυθαιρέτως εκδηλούμενου κρατικού παρεμβατισμού. Οι κυριότερες απ’ αυτές περιλαμβάνονται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και αφορούν:
α) Την κατά το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. α’ και β’ ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία «τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους». Όπως είναι προφανές, η ρύθμιση αυτή κατ’ εξοχήν απηχεί τη φιλελεύθερη-ανθρωποκεντρική αντίληψη ότι το κράτος, ως θεσμικό οικοδόμημα, υπάρχει και λειτουργεί έχοντας ως κύριο ρόλο την εγγύηση των δικαιωμάτων, μέσω των οποίων ο άνθρωπος δραστηριοποιείται προκειμένου ν’ αναδείξει την αξία του και ν’ αναπτύξει την προσωπικότητά του. Και τούτο διότι, κατά την ως άνω ρύθμιση, το κράτος:
α1) Όχι μόνον οφείλει να καθιερώνει τα κάθε είδους δικαιώματα του ανθρώπου, ατομικά, κοινωνικά ή μικτά.
α2) Αλλά και, πολύ περισσότερο, με βάση συγκεκριμένους κανόνες που προβλέπουν ανάλογες κυρώσεις και τους αντίστοιχους κυρωτικούς μηχανισμούς, οφείλει να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Δηλαδή την καταξίωσή τους στην πράξη, έτσι ώστε το καθεστώς των δικαιωμάτων του ανθρώπου να μην εξαντλείται στην επιφανειακή προβολή συμβολισμών μέσω ατελών ή και ημιτελών κανόνων δικαίου («leges imperfectae», «leges minus quam perfectae»).
β) Την κατά το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. γ’ ρύθμιση, κατά την οποία «τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν». Η ρύθμιση αυτή, η οποία καθιερώνει σε συνταγματικό επίπεδο την αρχή της τριτενέργειας των δικαιωμάτων γενικώς, έρχεται να καλύψει κάθε θεσμικό κενό που μπορεί ν’ αφήσει η προηγούμενη, στο πλαίσιο της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Και τούτο διότι η σύγχρονη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα αναδεικνύει, εκ των πραγμάτων, μορφές εξουσίας οικονομικής προέλευσης οι οποίες, μολονότι εντάσσονται στον αμιγώς ιδιωτικό τομέα, μπορούν εν δυνάμει ν’ αποτελέσουν απειλή για τα δικαιώματα του ανθρώπου εξίσου ή και πιο επικίνδυνη σε σχέση μ’ εκείνη, η οποία εκπορεύεται από τους φορείς άσκησης της, lato sensu, κρατικής εξουσίας. Θ’ αποτελούσε λοιπόν πραγματική υποκρισία, για ένα Σύνταγμα που ασπάζεται την αρχή του φιλελευθερισμού, να «κλείσει τα μάτια» μπροστά σε μια τέτοια πραγματικότητα, αρκούμενο μόνο στην οριοθέτηση των κρατικών αρμοδιοτήτων έναντι των δικαιωμάτων του ανθρώπου και αφήνοντας ανεξέλεγκτη την έναντι των δικαιωμάτων αυτών δράση των ποικιλόμορφων οικονομικών εξουσιών ιδιωτικής προέλευσης. Ο φιλελευθερισμός του Συντάγματος εμφανίζεται στο σημείο αυτό απολύτως συνεπής, όταν αντιμετωπίζει σχεδόν ενιαίως τις απειλές κατά των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ανεξάρτητα από τις μορφές και την προέλευση των εξουσιών που τ’ απειλούν ή μπορούν να τ’ απειλήσουν.
γ) Την κατά το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. γ’ ρύθμιση, κατά την οποία «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Από την ίδια τη διατύπωση της διάταξης συνάγεται πως η εγγυητική αξία της υπέρ των δικαιωμάτων του ανθρώπου είναι διπλή, αφού:
γ1) Κυρίως, καθιερώνει την αρχή της επιφύλαξης υπέρ του νόμου. Με την έννοια ότι μόνον ο νόμος, ύστερα από ρητή εξουσιοδότηση αυτού τούτου του Συντάγματος -άρα όπου το Σύνταγμα δεν διατυπώνει τέτοια επιφύλαξη, η άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου που κατοχυρώνει ρυθμίζεται ευθέως απ’ αυτό και μόνο- μπορεί να προσδιορίσει κανονιστικώς, φυσικά πάντα σύμφωνα και με τις λοιπές συνταγματικές ρυθμίσεις, το καθεστώς άσκησής τους. Οι δε νόμοι, οι οποίοι ψηφίζονται με βάση αυτή την επιφύλαξη, μπορεί να είναι:
• Είτε απλώς εκτελεστικοί, πράγμα που συνάδει με την ιδιομορφία των ατομικών δικαιωμάτων. Τα οποία -τουλάχιστον κατ’ αρχήν- απλώς οριοθετούνται ως προς την άσκησή τους μέσω των νόμων αυτών.
• Είτε οργανωτικοί, πράγμα που συνάδει με την ιδιομορφία των κοινωνικών και των πολιτικών δικαιωμάτων. Και τούτο διότι στη περίπτωση των δικαιωμάτων αυτών ο νόμος δεν οριοθετεί απλώς την άσκησή τους, αλλά την ίδια τους τη θεσμική υπόσταση. Και τούτο επειδή χωρίς την κατ’ εξουσιοδότηση του Συντάγματος νομοθετική παρέμβαση το αντίστοιχο δικαίωμα όχι μόνο δεν μπορεί ν’ ασκηθεί αλλά, κατ’ αποτέλεσμα, δεν μπορεί καν να υπάρξει ουσιαστικώς ως δημιούργημα και μέρος της έννομης τάξης.
γ2) Επιπλέον όμως προβλέπει και επιβάλλει το σεβασμό της γενικής αρχής της αναλογικότητας. Δηλαδή της γενικής αρχής που απορρέει ιστορικώς από την, αριστοτελικής έμπνευσης, αρχή της αναλογικής-γεωμετρικής δικαιοσύνης. Η θεμελιώδης σημασία της συνταγματικής κατοχύρωσης της αρχής της αναλογικότητας έγκειται στο γεγονός ότι συνιστά μιάν ακόμη εγγύηση υπέρ των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με την ακόλουθη διευκρίνιση: Ναι μεν, σύμφωνα με την κατά το Σύνταγμα επιφύλαξη υπέρ του νόμου, ο νομοθέτης μπορεί, μέσω των κανόνων δικαίου που θεσπίζει, να οριοθετεί το πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Πλην όμως, και με βάση την αρχή της αναλογικότητας:
• Εν αμφιβολία («in dubio»), η κάθε είδους νομοθετική οριοθέτηση πρέπει να ερμηνεύεται προς την κατεύθυνση εκείνη, η οποία ευνοεί την όσο το δυνατόν ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος. Άρα, οι κάθε είδους περιοριστικοί όροι άσκησής του πρέπει να ερμηνεύονται στενώς.
• Εν πάση δε περιπτώσει, η οιαδήποτε νομοθετική οριοθέτηση δεν μπορεί να οδηγεί σε «τήξη» του πυρήνα του προστατευόμενου δικαιώματος. Δηλαδή δεν μπορεί να φθάνει ως το σημείο εκείνο, πέραν του οποίου το δικαίωμα αποδυναμώνεται πλήρως «εν τοις πράγμασι». Άρα ουδεμία μορφή δημόσιου συμφέροντος -και γίνεται εδώ λόγος για το δημόσιο συμφέρον αφού αυτό και μόνο, κατά την πάγια νομολογία, συνιστά το συνταγματικώς ανεκτό μέσο οριοθέτησης της άσκησης του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος- είναι σε θέση, κατά την εκτίμηση και στάθμισή του από τ’ αρμόδια κρατικά όργανα, να οδηγήσει ως την αποσύνθεση του πυρήνα του δικαιώματος. A fortiori δε στην πλήρη αποδόμησή του. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, από την ίδια τη θεσμική του ιδιοσυγκρασία, το δημόσιο συμφέρον μπορεί να εμφανίζεται «υπέρτερο», ώστε να είναι σε θέση να διαδραματίσει το ρόλο του στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας. Ουδέποτε όμως μπορεί να εμφανίζεται ως «υπέρτατο». Ήτοι ως θεσμικό εργαλείο ικανό να αιτιολογήσει, κατ’ αμάχητο μάλιστα τεκμήριο, νομοθετικές παρεμβάσεις πλήρους αποδόμησης του πυρήνα των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.
Β. Η συνταγματική «διευθέτηση» των ορίων του κρατικού παρεμβατισμού.
Η ανάλυση που προηγήθηκε καθιστά ευχερέστερη πλέον την εξήγηση της αρχής, σύμφωνα με την οποία -και όπως επισημάνθηκε συνοπτικώς- ο συνταγματικώς κατοχυρωμένος κανόνας του φιλελεύθερου «πνεύματος» του Συντάγματος μόνον ως εξαίρεση μπορεί ν’ αποδεχθεί την, ούτως ή άλλως περιορισμένη, παρεμβατική δράση των κρατικών οργάνων. Και μάλιστα εξαίρεση η οποία ουδόλως συμβιβάζεται με την οιονεί διαιώνιση του κρατικού παρεμβατισμού. Όλως αντιθέτως ο κρατικός παρεμβατισμός, ακριβώς λόγω του εξαιρετικού του χαρακτήρα, εμφανίζει τα εξής, συμπληρωματικά μεταξύ τους, χαρακτηριστικά: Πρώτον, είναι σαφώς οριοθετημένος «ratione materiae» -κατά συνέπεια δεν μπορεί να είναι γενικός- στο πεδίο εκείνο, εντός του οποίου επιτρέπεται κατά το Σύνταγμα η εξέλιξή του και αυστηρώς για το σκοπό που οι διατάξεις του ορίζουν. Δεύτερον, έχει συγκεκριμένο, σχετικώς, χρονικό ορίζοντα. Πράγμα που σημαίνει ότι κατά το Σύνταγμα δεν νοείται χρονικώς απεριόριστος γενικευμένος κρατικός παρεμβατισμός. Και, τρίτον -αλλά και συνακόλουθα- ο παρεμβατισμός αυτός είναι, κατ’ αρχήν, «διορθωτικός». Ήτοι έχει ως βασικό στόχο την διόρθωση των στρεβλώσεων της οικονομίας της αγοράς και του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι, έτσι ώστε μέσω της κρατικής παρέμβασης να επανέλθουν σ’ εκείνο το επίπεδο ισορροπίας, το οποίο επιτρέπει πλέον την σύμφωνα με τις κλασικές αρχές του φιλελευθερισμού άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου για την ανάδειξη της αξίας του και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
Υπ’ αυτό το πνεύμα το Σύνταγμα οριοθετεί, σε τρία επίπεδα, τον κρατικό παρεμβατισμό κυρίως μέσω των διατάξεων.
1. Του άρθρου 106, το οποίο σε συνδυασμό με τη ρύθμιση του άρθρου 25 παρ. 1 περί κοινωνικού κράτους δικαίου προσδιορίζει, σε πρώτο επίπεδο, το συνολικό πλαίσιο αλλά και την κεντρική λογική του κρατικού παρεμβατισμού. Ειδικότερα:
α) Προς την κατεύθυνση αυτή κορυφαία θέση κατέχει η ρύθμιση του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι το κοινωνικό κράτος δικαίου τελεί υπό την εγγύηση του κράτους. Με την έννοια ότι το κοινωνικό κράτος δικαίου, εξ ορισμού και εκ καταγωγής, συνεπάγεται την παρέμβαση του κράτους ως αυτονόητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, δεδομένου ότι τα τελευταία δεν νοούνται χωρίς την παροχική δράση των κρατικών οργάνων κατά τους ορισμούς του Συντάγματος. Προς την ίδια, ουσιαστικώς, κατεύθυνση κινείται η γενική αρχή την οποία καθιερώνουν οι διατάξεις του άρθρου 106 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά τις οποίες: «Η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας».
β) Περαιτέρω, τους θεμελιώδεις στόχους του ως άνω κρατικού παρεμβατισμού ορίζουν ευκρινώς οι διατάξεις του άρθρου 106 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά τις οποίες: «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας. Λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, από την ατμόσφαιρα και τα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσματα, για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την προαγωγή ιδίως της οικονομίας των ορεινών, νησιωτικών και παραμεθόριων περιοχών».
γ) Τέλος, κάνοντας ένα ακόμη βήμα εξειδίκευσης ως προς τον προσανατολισμό του κρατικού παρεμβατισμού, το Σύνταγμα θέτει τα όρια της επιχειρηματικής δραστηριότητας του κράτους μέσω των διατάξεων του άρθρου 106 παρ. 3, κατά τις οποίες: «Με την επιφύλαξη της προστασίας που παρέχεται από το άρθρο 107 ως προς την επανεξαγωγή κεφαλαίων εξωτερικού, μπορεί να ρυθμίζονται με νόμο τα σχετικά με την εξαγορά επιχειρήσεων ή την αναγκαστική συμμετοχή σ’ αυτές του Κράτους ή άλλων δημόσιων φορέων, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο».
2. Του άρθρου 25 παρ. 2 επ. το οποίο, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, καθορίζει, αμέσως ή εμμέσως, τους περιορισμούς στους οποίους υπόκεινται κατά την άσκησή τους τα δικαιώματα του ανθρώπου. Έτσι ώστε, σε συνδυασμό με τις προμνημονευόμενες αρχές του κατ’ εξαίρεση αναπτυσσόμενου κρατικού παρεμβατισμού, αφενός να διασφαλίζεται η θεσμική τους συνύπαρξη και συλλειτουργία. Και αφετέρου -και συνακόλουθα- να μην αναιρείται στην πράξη η κανονιστική τους εμβέλεια μέσω της ανεξέλεγκτης σύγκρουσής τους. Άκρως ενδεικτικές αυτής της συνταγματικής λογικής είναι οι διατάξεις:
α) Του άρθρου 25 παρ. 2, κατά τις οποίες: «Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη».
β) Του άρθρου 25 παρ. 4, κατά τις οποίες: «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης».
γ) Και, in extremis, του άρθρου 25 παρ. 3, κατά τις οποίες: «Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται».
3. Ορισμένων άρθρων του Συντάγματος τα οποία, σ’ ένα τρίτο κι ακόμη πιο συγκεκριμένο επίπεδο, αναφέρονται πλέον στους περιορισμούς επιμέρους δικαιωμάτων, η οριοθέτηση της άσκησης των οποίων αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τον προσδιορισμό της ουσιαστικής έννοιας της φιλελεύθερης «ιδεολογίας» του. Αντιπροσωπευτικά αυτής της θεσμικής νοοτροπίας του συντακτικού και του αναθεωρητικού νομοθέτη είναι τα άρθρα:
α) 23 παρ. 2, που ρυθμίζει το δικαίωμα στην απεργία και σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου: «Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ’ αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας. Το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των δημόσιων υπαλλήλων και των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, καθώς και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του».
β) 29 παρ. 3, που αναφέρεται στην πολιτική δραστηριοποίηση των δημόσιων λειτουργών και σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου: «Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος στους δικαστικούς λειτουργούς και σε όσους υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας. Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, στους υπαλλήλους του Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή επιχειρήσεων η διοίκηση των οποίων ορίζεται άμεσα ή έμμεσα από το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχο».
Επίλογος
Κοινωνικοοικονομική «ιδεολογία» του Συντάγματος και ευρωπαϊκό δίκαιο.
Οι προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος, οι οποίες οριοθετούν τον κατά το κανονιστικό τους περιεχόμενο επιτρεπόμενο κρατικό παρεμβατισμό, τελούν υπό καθεστώς αρμονικής συμβίωσης και με τις γενικές ρήτρες του ευρωπαϊκού δικαίου, ιδίως δε του πρωτογενούς. Το οποίο, βασιζόμενο ούτως ή άλλως στη λογική του ανθρωποκεντρικού συστήματος και εφαρμόζοντας στη πράξη την αρχή της επικουρικότητας αναγνωρίζει, γενικώς, στον εθνικό νομοθέτη την δυνατότητα οργάνωσης και λειτουργίας δημόσιων υπηρεσιών που, υπό την κρατική εποπτεία, παρέχουν αγαθά στα μέλη του κοινωνικού συνόλου για την εμπέδωση της κοινωνικής συνοχής. Έτσι π.χ.:
Α. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 36 -πρβλ. δε και τις διατάξεις του άρθρου 34- του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος πλέον αποτελεί ισότιμο μέρος του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου (βλ, ενδεικτικώς, την πιο πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ 26.2.2013, Akerberg Fransson, πρβλ. και τις αποφάσεις ΑΠ (Ολ.) 1/2011, ΣτΕ 1285/2012), η Ευρωπαϊκή Ένωση: «Αναγνωρίζει και σέβεται την πρόσβαση στις υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, όπως αυτό προβλέπεται στις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, σύμφωνα με τις Συνθήκες, προκειμένου να προαχθεί η κοινωνική και εδαφική συνοχή της Ένωσης».
Β. Εμμέσως πλην σαφώς προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι διατάξεις του άρθρου 106 παρ. 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), κατά τις οποίες: «Οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες των Συνθηκών, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Ένωσης».