Δηλώσεις Προέδρων Ελλάδος και Γερμανίας κ.κ.Π.Παυλόπουλου και F-W. Steinmeier μετά τη συνάντησή τους στο Προεδρικό Μέγαρο

Π.ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, Αγαπητέ Φίλε,
Σας καλωσορίζω, με ιδιαίτερη χαρά, στην Αθήνα. Θέλω να σας διαβεβαιώσω πως ο Ελληνικός Λαός εκτιμά ιδιαιτέρως αφενός το ότι, καθ’ όλη την διάρκεια της επώδυνης ελληνικής κρίσης, ως Υπουργός Εξωτερικών στηρίξατε ποικιλοτρόπως την Ελλάδα και συμβάλατε, από την πλευρά σας, στην παραμονή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον σκληρό πυρήνα της, την Ευρωζώνη. Και, αφετέρου, το ότι ανταποκριθήκατε ευχαρίστως στην πρόσκλησή μου και επισκέπτεσθε κατ’ απόλυτη προτεραιότητα την Αθήνα, δείχνοντας έτσι πόσο μεγάλη σημασία δίνετε στην εμβάθυνση των Ελληνογερμανικών σχέσεων.

Η επίσκεψή σας πραγματοποιείται σε μιαν εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της, ιδίως δε για την Ευρωζώνη. Να είσθε βέβαιος ότι η Ελλάδα θα ξεπεράσει την κρίση και θα βαδίσει με συνέπεια τον ευρωπαϊκό της δρόμο, και μάλιστα εντός του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης. Η Ελλάδα δεν μπορεί να φαντασθεί το μέλλον της παρά μόνον ως θεμελιώδης συνιστώσα του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, πράγμα το οποίον αποδεικνύεται και από το πόσο μεγάλο κόστος πληρώνει γι’ αυτό, με αξιοθαύμαστη γενναιότητα, ο Ελληνικός Λαός, ακόμη και για λάθη που δεν είναι δικά του. Με δεδομένο δε το ότι όλοι τώρα ομολογούν πως και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχανε την ταυτότητά της δίχως την Ελλάδα, είναι ώρα η Ελλάδα να στηριχθεί από τους Θεσμούς εμπράκτως, στο πλαίσιο της τρέχουσας δεύτερης αξιολόγησης του Ελληνικού Προγράμματος. Και χαίρω για το σημερινό αποτέλεσμα του Eurogroup. Και ας είναι όλοι βέβαιοι ότι η Ελλάδα θα εκπληρώσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της, αρκεί και οι Εταίροι της να σεβασθούν τις δικές τους.

Εμείς, οι Έλληνες, είμαστε έτοιμοι να συνεργασθούμε στενά με όλους τους Εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως με την Γερμανία, ώστε η Ευρώπη να γίνει πάλι ισχυρή και ελκυστική, δείχνοντας σ’ εκείνους που την εγκατέλειψαν πόσο μεγάλο λάθος έκαναν υποτιμώντας την αποφασιστικότητά της να φθάσει στον τελικό της προορισμό: Την ενοποίησή της και την διαμόρφωση μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, υπό όρους ολοκληρωμένης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Με τον τρόπο αυτόν η Ευρωπαϊκή Ένωση θα υπηρετήσει όχι μόνο τους Λαούς της αλλά και την παγκόσμια αποστολή της. Διότι καμμιά άλλη δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να συγκριθεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς την υπεράσπιση, σε παγκόσμια κλίμακα, ιδίως των αρχών και αξιών της Ειρήνης, του Ανθρωπισμού, της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης.
Επιτρέψατέ μου ν’ αναφέρω ορισμένα παραδείγματα, τα οποία τεκμηριώνουν την θέση μου αυτή:
• Είναι αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης -όπως άλλωστε καταδεικνύει εμφαντικώς η εντελώς πρόσφατη ανείπωτη τραγωδία ιδίως των νεκρών μικρών παιδιών αλλά και η σημερινή εξέλιξη- αφενός να συμβάλλει και εκείνη ενεργώς στον άμεσο τερματισμό του πολέμου στην Μέση Ανατολή, όχι μόνον διότι ο πόλεμος αυτός την αφορά ευθέως λόγω των επιπτώσεών του αλλά και διότι ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός διδάσκει πως το τέλος και αυτού του πολέμου δεν είναι τόσο ζήτημα γεωστρατηγικών στόχων αλλά κατ’ εξοχήν ζήτημα εμπέδωσης των αρχών της Ειρήνης και του Ανθρωπισμού. Και, αφετέρου -και πάντα στην βάση των αρχών της Ειρήνης και του Ανθρωπισμού- ν’ απαντήσει στην βάρβαρη τζιχαντιστική τρομοκρατία όπως ταιριάζει σ’ εγκληματίες που διαπράττουν εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.
• Είναι αποστολή πρωτίστως της Ευρωπαϊκής Ένωσης ν’ αντιμετωπίσει το, υπαρξιακό και για την ίδια, Προσφυγικό ζήτημα υπό όρους Ανθρωπισμού, που αποτελεί το θεμέλιο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Και γι’ αυτό απαιτείται η ειλικρινής και χωρίς προϋποθέσεις Αλληλεγγύη όλων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι -ευτυχώς λίγοι- Εταίροι μας που δεν εκπληρώνουν ως σήμερα αυτό το καθήκον πρέπει ν’ αντιληφθούν ότι τέτοια φοβικά σύνδρομα δεν ταιριάζουν στα μέλη της Ευρωπαϊκής Οικογένειας.
• Είναι αποστολή πρωτίστως της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υπερασπισθεί την Δημοκρατία και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, και μάλιστα σε μιαν εποχή που σε όλο τον κόσμο τα δικαιώματα αυτά απειλούνται από ανεξέλεγκτες πτυχές της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Με άλλες λέξεις είναι πρωτίστως αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ν’ αποσοβήσει την επικίνδυνη επικυριαρχία του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».
• Είναι πρωτίστως αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υπερασπισθεί την κορυφαία ιδέα της Δικαιοσύνης, και ιδίως της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, καταπολεμώντας τις ανισότητες τόσο μέσα σε κάθε κοινωνικό σύνολο όσο και μεταξύ των Λαών, και αποκαθιστώντας έναν εμβληματικό πυλώνα του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, ήτοι το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου.
• Τελειώνοντας, και θέλοντας ν’ αναδείξω το πόσο η Ελλάδα είναι προσηλωμένη στον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό, επιτρέψατέ μου να τονίσω ότι ακόμη και τα εθνικά της θέματα η Ελλάδα τα εντάσσει πάντα μέσα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Περιορίζομαι σε δύο παραδείγματα:
o Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Και εσείς, από την πλευρά της Γερμανίας, μου είχατε επισημάνει κατά την επίσκεψή σας ως Υπουργός των Εξωτερικών τον περασμένο Δεκέμβριο και είχατε πολύ δίκαιο, και την γερμανική εμπειρία. Δηλαδή την οριστική ενοποίηση της Γερμανίας από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν έφυγε και ο τελευταίος Σοβιετικός στρατιώτης. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου. Επιπλέον δε θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
o Ως προς τα Ελληνικά σύνορα, μ’ έμφαση σ’ εκείνα του Αιγαίου, η Συνθήκη της Λωζάνης, σύμφωνα με την πεμπτουσία του Διεθνούς Δικαίου, πρέπει να γίνεται απ’ όλους πλήρως σεβαστή. Κάθε αμφισβήτησή της, άμεση ή έμμεση, είναι αδιανόητη και αυτονοήτως απορριπτέα. Πολλώ μάλλον όταν οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό πρέπει να το κατανοήσει η Τουρκία, δοθέντος ότι η φιλία και καλή γειτονία που εμείς πάντα επιδιώκουμε αλλά και η ευρωπαϊκή της προοπτική εξαρτώνται, αυτονοήτως, και από τον πλήρη σεβασμό του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου στο σύνολό τους. Χωρίς έναν τέτοιο σεβασμό δεν μπορούν να υπάρξουν συνθήκες φιλίας και καλής γειτονίας. Και βεβαίως η ευθύνη δεν ανήκει ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη. Ανήκει σε εκείνους που αμφισβητούν το διεθνές δίκαιο.

Κύριε Πρόεδρε,
Και πάλι σας καλωσορίζω στην φιλόξενη Αθήνα. Και εύχομαι κάθε επιτυχία στην αποστολή σας ως Προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς για την μεγάλη Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια.

F.-W.STEINMEIER (από ανεπίσημη μετάφραση): Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας, αγαπητέ φίλε, όχι μόνο θα ήθελα να ευχαριστήσω για τις εξαιρετικές ευχές, για το θαυμάσιο καλωσόρισμα, αλλά για την πρόσκληση που απευθύνατε –ήσασταν πράγματι ένας από τους πρώτους που μου έστειλαν πρόσκληση- αλλά θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για όλα όσα μαζί έχουμε κάνει και για τα αισθήματα που τρέφετε προς εμένα.

Πράγματι, δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που επισκέφθηκα αυτό το θαυμάσιο κτίριο και την χώρα σας και σας συνάντησα, ήταν μέσα Δεκεμβρίου –όπως αναφέρατε και εσείς- και πρέπει να σας πω ότι κάνοντας αυτή την κίνηση και ξαναγυρίζοντας στην Αθήνα, θέλω να συνδέσω την παρουσία μου με ένα μήνυμα που θα ήθελα να δώσω: Πρέπει να σας πω ότι αυτή η επίσκεψη δεν σηματοδοτεί, δεν δείχνει πόσο σημαντική για μένα είναι η σημασία των ελληνο-γερμανικών σχέσεων – πράγματι ισχύει αυτό – αλλά θα ήθελα να τονίσω και να πω πως αυτή η συνάντηση γίνεται σε μια εποχή που πλήττεται από μία κρίση, όπως ακριβώς την περιγράψατε, κύριε Πρόεδρε.

Πράγματι λοιπόν, έχω την αίσθηση ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε μία κρίση που δεν είναι η συνήθης κρίση, όπως κι εσείς και εγώ, αγαπητέ φίλε, έχουμε βιώσει στην μακρά μας πολιτική σταδιοδρομία, και μας επιτρέπει η εμπειρία μας να διαισθανθούμε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μία διαφορετική κατάσταση, δεν είναι οι συνήθεις –όπως σας είπα- κρίσεις οι οποίες μετά από λίγους μήνες ή και χρόνια θα ξεπεραστούν και θα επανέλθουν τα πράγματα στον ομαλό και γνωστό τους δρόμο. Μετά την αποχώρηση της Μ. Βρετανίας, μετά το BREXIT δηλαδή, νομίζω ότι η Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με μία πολύ μεγαλύτερη πρόκληση και ίσως εδώ θα πρέπει να διαπιστώσουμε το εξής:

Μπορεί αυτό που επί χρόνια, επί δεκαετίες, το θεωρούσαμε αυτονόητο, να μην είναι καθόλου αυτονόητο και να μην είναι καθόλου ένας αυτοματισμός, μία αυτόματη εγγύηση – αν θέλετε – αλλά θα πρέπει εδώ να αγωνισθούμε να διατηρήσουμε αυτή την Ευρώπη. Και αυτό θα το κάνουμε, εάν όχι μεταξύ των 28, αλλά τουλάχιστον οι 27 που θα είμαστε, να είμαστε συσπειρωμένοι και ενωμένοι.

Πιστεύω λοιπόν πράγματι ότι δεν βιώνουμε μία καθημερινότητα, μία πολιτική καθημερινότητα, αλλά ότι πρέπει να περάσουμε στο διαταύτα όταν μιλάμε για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και νομίζω ότι κάποιες προσαρμογές και κάποιες συνεννοήσεις μεταξύ μας ως προς αυτό δεν αρκούν πλέον. Νομίζω ότι ένας μοναδικός τρόπος για να ξεπεράσουμε την αδιαφορία, αν θέλετε, και των πολιτών απέναντι στην πολιτική, θα είναι εάν δώσουμε πραγματικά λύσεις σε προβλήματα και εάν δώσουμε απαντήσεις σε ερωτήματα που οι λαοί μας δεν άκουσαν από εμάς.

Εκτός των τριών θεμάτων, κύριε Πρόεδρε, που αναφέρετε και εσείς, και που αφορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση, υπάρχουν ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας, υπάρχουν θέματα που πρέπει να λύσουμε. Δηλαδή διαπιστώνουμε ότι υπάρχει κινητικότητα στην Ευρώπη, οι άνθρωποι είναι πλέον διατεθειμένοι να συζητήσουν, να διαβουλευθούν, μεγαλύτερη διάθεση και προθυμία -αν θέλετε- από,τι πριν δύο, τρία ή πέντε χρόνια. Άρα λοιπόν, σημασία έχει να δώσουμε πραγματικές απαντήσεις εδώ και να δώσουμε απαντήσεις στα ερωτήματα τα οποία δεν έχουν επιλυθεί ακόμη, όπως για παράδειγμα το Μεταναστευτικό και το θέμα της ανάπτυξης και των θέσεων εργασίας.

Γνωρίζω τι σημαίνει και τι επιπτώσεις είχαν τα τεράστια μεταναστευτικά ρεύματα για την χώρα σας. Και γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι αυτό οδήγησε την Ελλάδα να έρθει αντιμέτωπη με πολύ μεγάλες προκλήσεις. Ξέρω ότι σε πολλά σημεία του κόσμου, στην Ευρώπη αλλά και πολύ κοντά στην Ευρώπη, σε εσάς, στην γειτονική Τουρκία αλλά και σε άλλες χώρες που πλήττονται από κρίση οι άνθρωποι επιθυμούν να φύγουν, να αποχωρήσουν και να περάσουν στην Ευρώπη.

Φυσικά δεν έχουμε να αντιτάξουμε σε όλα αυτά μία τελική απάντηση, πρέπει να πω, αλλά σίγουρα η απάντηση δεν μπορεί να είναι απλά η βελτίωση ή ακόμα η καλύτερη φύλαξη και τήρηση των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να θέλω να πω ότι αυτό δεν είναι εξίσου σημαντικό. Αυτό που νομίζω ότι χρειάζεται είναι να υπάρχει μία κοινή στάση ως προς την πολιτική ασύλου και προσφύγων και νομίζω ότι με τον τρόπο αυτό πρέπει να ξεπεράσουμε τα προβλήματά μας. Στο ζήτημα των προσφύγων θα σταθούμε στο πλευρό της Ελλάδας.

Μία άλλη πολύ μεγάλη πρόκληση, κύριε Πρόεδρε, που αντιμετωπίζει επί του παρόντος η Ελλάδα είναι η οικονομική της κρίση. Και ίσως θα μπορούσα από την πολιτική μου βιογραφία, αν θέλετε, να αντλήσω κάποια συμπεράσματα και κάποια διδάγματα, γιατί ξέρετε για πολύ μεγάλο διάστημα, ένα από τα κεντρικά θέματα στην Γερμανία ήταν η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων. Και νομίζω ότι –και αυτό το λέω με κάθε πεποίθηση και με κάθε ειλικρίνεια- αναφορικά με τα όσα έχει επωμισθεί η Ελλάδα, πρέπει πραγματικά να της δώσουμε τα εύσημα και έχει τον αμέριστο σεβασμό μας και την εκτίμησή μας.

Αγαπητέ φίλε, μία ευχή μου θα ήταν να μην μονοπωλεί το κλείσιμο της αξιολόγησης του προγράμματος τις ελληνογερμανικές μας σχέσεις. Γι’αυτό με μεγάλη χαρά ακούσαμε από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία τα τελευταία νέα αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις, ότι δεν υπάρχουν μόνον προσεγγίσεις, αλλά υπάρχει πραγματικά και Συμφωνία ως προς τα επιμέρους θέματα. Αν πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα, είμαι της άποψης ότι θα πρέπει το συντομότερο δυνατό – και το εννοώ αυτό – να υπάρξει Συμφωνία και κλείσιμο της αξιολόγησης συνολικά, για να δοθεί επιτέλους ένα τέλος σ’αυτήν την ασάφεια και την ανασφάλεια.

Πάντως, όπως κι αν έχει, νομίζω ότι είναι εσφαλμένη η υπόθεση το να θεωρούμε ότι μόνο τα οικονομικά, τα δημοσιονομικά της Ελλάδας, αποτελούν το σημείο αναφοράς στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Δεν συμβαίνει καθόλου κάτι τέτοιο. Πρέπει να πω ότι έχουμε μία πληθώρα άλλων θεμάτων. Και σκέφτομαι απλά τις εκατοντάδες χιλιάδες των γερμανών τουριστών, οι οποίοι επισκέπτονται όλο και περισσότεροι την Χώρα σας. Σκέφτομαι επίσης και τις βαθιές και τις εξαιρετικά καλές πολιτιστικές σχέσεις που έχουμε.

Έτσι λοιπόν με μεγάλη χαρά προσμένω την αυριανή ημέρα που θα έχουμε μαζί την ευκαιρία να εγκαινιάσουμε την Έκθεση Documenta, το ελληνικό σκέλος δηλαδή. Ξέρετε ότι αυτή η Έκθεση διοργανώνεται ταυτόχρονα σε δύο πόλεις και όπως είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί σας στην πρώτη μας επαφή, να σας καλέσω να εγκαινιάσουμε και το δεύτερο σκέλος αυτής της Έκθεσης, στις 10 Ιουνίου, στο Kassel. Ακόμα φυσικά δεν γνωρίζουμε τι μας περιμένει, κύριε Πρόεδρε, τι θα δούμε σ’αυτή την Έκθεση. Ξέρω πως με τον εμβληματικό τίτλο «Μαθαίνοντας από την Αθήνα» αφυπνίσθηκε το ενδιαφέρον πολλών στην Γερμανία, γιατί ασφαλώς θα δούμε μία φρέσκια πνοή, κάτι το καινούργιο και ενδεχομένως και προκλητικό. Αυτό θα μας δώσει μία τελείως διαφορετική οπτική στις ελληνο-γερμανικές σχέσεις.

Αυτή την φορά, κύριε Πρόεδρε, δεν θα είμαι μόνο λίγες ώρες στη χώρα σας, θα βρίσκομαι δύο ημέρες. Αυτό θα μου δώσει την ευκαιρία να συνομιλήσουμε, θα δω πολλά πράγματα, θα θυμηθώ πολλά απ’αυτά που γνωρίζω για την Ελλάδα. Μην ξεχνάτε ότι επανήλθα στο λίκνο της ευρωπαϊκής Δημοκρατίας. Αλλά δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε κι ένα άλλο γεγονός που είναι μπροστά μας. Σε 12 μέρες από σήμερα έχουμε ένα άλλο Ιωβηλαίο, που και αυτό είναι βαθιά χαραγμένο στις μνήμες της Ευρώπης. Πριν 50 χρόνια με την χούντα των συνταγματαρχών η Ελλάδα απώλεσε την Δημοκρατία της, θέλω να πω ότι οι άνθρωποι βίωσαν αυτή την υπόθεση της απώλειας της Δημοκρατίας, την οποία και ανέκτησαν. Οπότε οι Έλληνες γνωρίζουν την αξία της Δημοκρατίας. Σας ευχαριστώ.-

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ