Σημεία ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκόπιου Παυλόπουλου κατά την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου που διοργανώνει το Εργαστήριο Μελέτης για την Διαφάνεια, την Διαφθορά και το Οικονομικό Έγκλημα της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

ΘΕΜΑ: “Η καλή νομοθέτηση ως αναγκαία προϋπόθεση μιας δίκαιης και αποτελεσματικής λειτουργίας της πολιτείας. Η σύγχρονη σχετικότητα του κανόνα δικαίου και οι επιπτώσεις της στο νομοθετικό έργο”

Εισαγωγή
Κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες -και κυρίως μετά την ανατολή του 21ου αιώνα- οι κοσμογονικές μεταβολές στο πεδίο του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι, συνδυαζόμενες με την τρέχουσα βαθύτατη οικονομική κρίση, έχουν αλλάξει δραματικά την παραδοσιακή φυσιογνωμία του κανόνα δικαίου και της έννομης τάξης.
Α. Πρόκειται για πραγματική μετάλλαξη της θεσμικής υπόστασης του κανόνα δικαίου, η οποία είναι τόσο περισσότερο ανησυχητική, όσο οδηγεί στην σταδιακή του αποδυνάμωση, με την έννοια της εξασθένισης ιδίως της κανονιστικής του ισχύος και εμβέλειας. Μια τέτοια αποδυνάμωση τείνει να υπονομεύσει, εν τη γενέσει του, το έργο του νομοθέτη. Και τούτο διότι, όπως είναι ευνόητο, οιαδήποτε επιμέλεια και αν καταβάλλει ο νομοθέτης, υπό τις ως άνω προϋποθέσεις το αποτέλεσμα της νομοπαραγωγικής του δραστηριότητας έχει ήδη «ναρκοθετηθεί» εξ αρχής, με την έννοια ότι ο θεσπιζόμενος κανόνας δικαίου έχει, πριν καν αρχίσει να παράγει τα έννομα αποτελέσματά του, καταδικασθεί σ’ ένα είδος «κανονιστικής αφλογιστίας».
Β. Θεωρώ, επομένως, ότι στο πλαίσιο ενός συνεδρίου με θέμα την καλή νομοθέτηση ως αναγκαία προϋπόθεση μιας δίκαιης και αποτελεσματικής λειτουργίας της Πολιτείας,είναι αναγκαία η αναζήτηση και ανάδειξη των γενικών τάσεων μετάλλαξης του κανόνα δικαίου και, συνακόλουθα, της έννομης τάξης. Είτε οι τάσεις αυτές συνδέονται με την ίδια τη δομή του κανόνα δικαίου και την σχετικότητά της. Είτε προκύπτουν αποκλειστικώς μέσ’ από την αποδόμηση της αμφίδρομης επιρροής του κανονιστικού εποικοδομήματος και της κοινωνικοοικονομικής του υποδομής. Και μία τέτοια αναζήτηση είναι τόσο περισσότερο νομικώς χρήσιμη όσο, όπως αποφθεγματικά διαπιστώνει ένας μη νομικός, ο JosephStiglitz, «η ανάγκη ύπαρξης ισχυρού κράτους δικαίου είναι ευρέως αποδεκτή, αλλά έχει, επίσης, σημασία τιείδους κανόνες υπάρχουν και πώς εφαρμόζονται» (in «The Price of Inequality: HowToday’sDivided Society EndangersOurFuture», 2012, ελλ. έκδ., «Το τίμημα της ανισότητας: Πώς η διχασμένη κοινωνία του σήμερα θέτει σε κίνδυνο το μέλλον όλων μας», «Παπαδόπουλος», 2012, σελ. 226).
Γ. Στο ίδιο πλαίσιο θεωρώ, επίσης, ότι είναι ανάγκη να προσδιορισθεί ο κατά το Σύνταγμα ρόλος του δικαστή, στο πεδίο άσκησης της δικαιοδοτικής του λειτουργίας, ως προς την συμπλήρωση των αδυναμιών του νομοθέτη να ρυθμίσει επαρκώς τις κοινονικοοικονομικές σχέσεις. Αυτό θα είναι και το περιεχόμενο του επιλόγου, ο οποίος συνοψίζει τα συμπεράσματα της ομιλίας μου.
Ι. Η εγγενής κανονιστική σχετικότητα του κανόνα δικαίου.
Η ραγδαία μεταβολή των δεδομένων του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι και η περαιτέρω επιδείνωση της μεταβολής αυτής, λόγω της βαθειάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και των επιπτώσεών της στο κοινωνικό κράτος δικαίου, επιδρούν αρνητικώς πάνω στην όλη θεσμική υπόσταση του κανόνα δικαίου ενισχύοντας, δυστυχώς, τα στοιχεία που αναδεικνύουν την εγγενή του σχετικότητα. Συγκεκριμένα πρόκειται για τη σχετικότητα πουοφείλεται στην ιδιομορφία της διαδικασίας γέννησης και εφαρμογής του κανόνα δικαίου, και η οποία τον διαφοροποιεί από το «νόμο» στο πεδίο των θετικών επιστημών. Η σχετικότητα αυτή, η οποία εκδηλώνεται ουσιαστικά -ούτως ή άλλως, λόγω της δομής του κανόνα δικαίου- σε τρία επίπεδα, που αποδίδουν την πορεία του από την θέσπισή του ως την τελική παραγωγή των αποτελεσμάτων του, επιδεινώνεται αντιστοίχως υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
Α. Η σχετικότητα στο στάδιο διαμόρφωσης της θεσμικής υπόστασης του κανόνα δικαίου.
Ως αμιγώς ανθρώπινο δημιούργημα, ο κανόνας δικαίου στο αρχικό στάδιο της θέσπισής του υπόκειται στην επιρροή της σχετικότητας αναφορικά με τα όρια τόσο των προσλαμβανουσών παραστάσεων του ad hoc αρμόδιου για την θέσπισή του κρατικού οργάνου όσο και των δυνατοτήτων του να τις αποδώσει και να τις αποτυπώσει νομοτεχνικώς.
1. Όπως είναι προφανές το, latosensu φυσικά, κρατικό όργανο, το οποίο καλείται -υπό τους όρους που καθορίζει, ανάλογα με το είδος ρύθμισης, η έννομη τάξη και η βούληση του πολιτικώς επισπεύδοντος- να διατυπώσει γλωσσικώς τον κανόνα δικαίου, βρίσκεται κατ’ ανάγκην αντιμέτωπο με την αδήριτη υποκειμενικότητά του ως προς τη νομική σύλληψη και απόδοση και της εν γένει κοινωνικοοικονομικής υποδομής και του περιεχομένου της κανονιστικής ρύθμισης προκειμένου να επιτυγχάνει τον σκοπό της. Και η υποκειμενικότητα αυτή -άρα η αντίστοιχη σχετικότητα- μεγεθύνεται όσο περισσότερα είναι τα πρόσωπα, τα οποία εμπλέκονται στην όλη διαδικασία διατύπωσης του κανόνα δικαίου, αφού το τελικό αποτέλεσμα πρέπει να είναι, μοιραία, προϊόν σύνθεσης και συμβιβασμού.
α) Η ως άνω υποκειμενικότητα και σχετικότητα τεκμηριώνονται και μόνον από το γεγονός ότι αν, θεωρητικώς, δύο πρόσωπα κληθούν να διατυπώσουν, ακολουθώντας τις ίδιες πολιτικές οδηγίες, έναν συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, εντελώς χωριστά όμως το ένα από το άλλο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα καταλήξουν στο αυτό, απολύτως, γλωσσικό αποτέλεσμα.
β) Μ’ άλλες λέξεις, ο κανόνας δικαίου φέρει εκ γενετής το σπέρμα της σχετικότητας εκείνης, η οποία προκύπτει από το ότι η κατ’ ανάγκηνυποκειμενική θεώρηση του οργάνου της τελικής διατύπωσής του συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιλογή της διατύπωσης, η οποία ανταποκρίνεται απολύτως και στην ακριβή σύλληψη της κοινωνικοοικονομικής υποδομής και στην πλήρη προσαρμογή της στις απαιτήσεις του επιδιωκόμενου από τον κανόνα δικαίου σκοπού.
2. Αν, επομένως, αναλογισθεί κανείς ότι αφενός η σύγχρονη κοι-νωνικοοικονομική υποδομή του κανόνα δικαίου, μέσα μάλιστα στην δίνη της οικονομικής κρίσης, όχι μόνο μεταβάλλεται αενάως αλλ’ αποκτά ολοένα και περισσότερο περίπλοκα τεχνικά χαρακτηριστικά και, αφετέρου -αλλά και συνακόλουθα- η αντίστοιχη «πολιτική βούληση» κανονιστικής πλαισίωσής της υπόκειται, αναγκαίως, σε ανάλογες διακυμάνσεις, τότε εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι:

α) Πρώτον, η σχετικότητα του κανόνα δικαίου επιδεινώνεται λόγω της εντεινόμενης ανεπάρκειας ολοκληρωμένης σύλληψης και απόδοσης της κοινωνικοοικονομικής του υποδομής υπό όρους κανονιστικής ρύθμισης.
β) Δεύτερον, η σχετικότητα αυτή επιδεινώνεται, περαιτέρω, λόγω του νομοτελειακώς -υπό τις κατά τ’ ανωτέρω συνθήκες- διευρυνόμενου χάσματος μεταξύ του σκοπού που καλείται να υπηρετήσει ο κανόνας δικαίου και της τελικής δυνατότητάς του, με βάση το ρυθμιστικό του περιεχόμενο, ν’ ανταποκριθεί αποτελεσματικώς στην αποστολή του.
Β. Η σχετικότητα στο στάδιο εφαρμογής του κανόνα δικαίου.
Η μορφή αυτή σχετικότητας του κανόνα δικαίου οφείλεται, κατά βάση, στο γεγονός ότι, τουλάχιστον κατά κανόνα, είναι διαφορετικό το όργανο εκείνο που φέρει σε πέρας την διαδικασία της διατύπωσης του περιεχομένου του και της τελικής θέσπισής του. Και, φυσικά, άλλο το όργανο, το οποίο καλείται να τον εφαρμόσει στην πράξη και να τον οδηγήσει έτσι στη παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων του.
1. Αν λοιπόν, όπως ήδη τονίσθηκε, είναι θεωρητικώς και πρακτικώς αδύνατο να επιτευχθεί η απόλυτη σύμπτωση έστω και της διατύπωσης του ίδιου κανόνα δικαίου από διαφορετικούς συντελεστές:
α) A fortiori ισχύει το αυτό, όταν πρόκειται για το όργανο που είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή του κανόνα δικαίου μετά την έναρξη της ισχύος του. Και τούτο αφενός λόγω της διαφοράς νοοτροπίας των εμπλεκόμενων οργάνων ως προς την αντιμετώπιση της ερμηνείας του κανόνα δικαίου. Και, αφετέρου, λόγω της χρονικής απόστασης που μεσολαβεί από τη θέσπιση του κανόνα δικαίου ως τον χρόνο εφαρμογής του.
β) Το μέγεθος της σχετικότητας του κανόνα δικαίου γίνεται περισσότερο ευδιάκριτο κατά την εφαρμογή των κανόνων δικαίου από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας στο πλαίσιο της αρχής της νομιμότητας και της αντίστοιχης άσκησης των αρμοδιοτήτων τους: Καθ’ όλη την διαδικασία έκδοσης διοικητικών πράξεων -τόσο ατομικού όσο και κανονιστικού περιεχομένου- αναδεικνύεται εντόνως η αδυναμία σύμπτωσης των αντιλήψεων, ως προς την ερμηνευτική προσέγγιση του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου, μεταξύ του οργάνου που τον θέσπισε και του διοικητικού οργάνου που διεκπεραιώνει την εφαρμογή του. Σ’ αυτό δε το σημείο πρέπει να προστεθεί, ως στοιχείο ενισχυτικό της σχετικότητας, και η διαφορετική σύλληψη του περιεχομένου και της ερμηνείας του κανόνα δικαίου από τον διοικούμενο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Ο οποίος υποχρεούται να γνωρίζει και τον κανόνα δικαίου και τις συνέπειές του. Άρα και να τον ερμηνεύει και να τον εφαρμόζει κατά τρόπο οιονεί «αντικειμενικό», δηλαδή «αδιαμφισβήτητο», προκειμένου ν’ αποφύγει ενδεχόμενες κυρώσεις. Πράγμα που, όπως προεκτέθηκε, είναι παντελώς ανέφικτο.
2. Την υπό την ανωτέρω έννοια σχετικότητα του κανόνα δικαίου, σε αυτό το δεύτερο επίπεδο που αφορά το στάδιο εφαρμογής του, επιδεινώνει η σύγχρονη πραγματικότητα αναφορικά με την ιδιομορφία της υποδομής του και, ιδίως, την επίδραση της οικονομικής κρίσης επειδή, μεταξύ άλλων φυσικά:
α) Πρώτον, το όργανο εφαρμογής του κανόνα δικαίου, πέραν των επιπτώσεων από την χρονική απόσταση η οποία παρεμβάλλεται μετά την θέσπισή του, έχει ν’ αντιμετωπίσει και την ερμηνευτική προσέγγιση δεδομένων που έχουν μεταβληθεί στην πράξη. Ιδίως δε δεδομένων που οφείλονται όχι μόνο στην ταχύτατη εξέλιξη της τεχνολογίας αλλά, επιπροσθέτως, και στην λόγω της οικονομικής κρίσης πρωτεϊκή αλλαγή και οβιδιακή μεταμόρφωση του θεσμικού περίγυρου, μέσα στον οποίο κινείται ο κανόνας δικαίου καθ’ όλη την διάρκεια της εφαρμογής του.
β) Δεύτερον -και κατά κύριο λόγο- το όργανο εφαρμογής του κανόνα δικαίου καλείται να τον συλλάβει νοητικώς και, επέκεινα, να τον ερμηνεύσει με τρόπο ώστε να καλύψει, ως την θέσπιση νέων κανόνων δικαίου, και νομικά κενά που στο μεταξύ προκύπτουν ως συνέπεια της επιταχυνόμενης μεταβολής της υποδομής του.
Γ. Η σχετικότητα στο στάδιο δικαστικής ερμηνείας και εφαρμογής του κανόνα δικαίου.
Τέλος, η σχετικότητα αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα δικαίου κορυφώνεται, όπως είναι ευνόητο, σ’ ένα τρίτο επίπεδο, το οποίο εντοπίζεται στην αντιμετώπισή του από τ’ αρμόδια δικαστήρια.
1. Η ως άνω σχετικότητα αποκτά ουσιαστικά το νόημά της κυρίως στο πλαίσιο άσκησης της δικαιοδοτικής λειτουργίας από τον δικαστή που επιλύει διοικητικές διαφορές. Και τούτο διότι -αντίθετα με το δικαστή που επιλύει διαφορές ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος πρωτογενώς ερμηνεύει και εφαρμόζει την επίμαχη διάταξη, και μάλιστα secundumallegataetprobata λόγω του, κατά κανόνα τουλάχιστον, ισχύοντος συζητητικού συστήματος- ο δικαστής ο οποίος επιλύει διοικητικές διαφορές δικαιοδοτεί υπό την εξής ιδιομορφία: Αφού ο δικαστής αυτός ερευνά, κατ’ αποτέλεσμα, τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης ή παράλειψης, στην ουσία ερευνά την ορθότητα της ερμηνείας και εφαρμογής του κανόνα δικαίου από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, στο οποίο αποδίδεται η επίμαχη διοικητική πράξη ή παράλειψη. Δηλαδή κάνει σε δεύτερο βαθμό το νομικό συλλογισμό που έκανε σε πρώτο βαθμό το διοικητικό όργανο. Η συνακόλουθη, ιδιόμορφη, λοιπόν σχετικότητα ως προς τον κανόνα δικαίου στο προκείμενο, τρίτο, επίπεδο θεσμικής αντιμετώπισής του εντείνεται:
α) Πρώτον, λόγω του διαφορετικού ρόλου του δικαστή και τηςαντίστοιχης διαφορετικής νοοτροπίας του στο πλαίσιο της, συνταγματικώς μάλιστα κατοχυρωμένης, ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης: Ο δικαστής, αντίθετα από το όργανο που θεσπίζει ή και εφαρμόζει μεταγενεστέρως τον κανόνα δικαίου, καλείται να τον ερμηνεύσει και να συναγάγει τα έννομα αποτελέσματά του υπό συγκεκριμένες δικονομικές προϋποθέσεις και με αποφάσεις που, εντέλει, εξοπλίζονται με δύναμη δεδικασμένου.
β) Δεύτερον, και πάλι λόγω του ακόμη μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί -είναι, άλλωστε, γνωστή η βραδύτητα απονομής της δικαιοσύνης ιδίως στη Χώρα μας και όχι μόνον-από τη θέσπιση του κανόνα δικαίου ως την ερμηνεία και εφαρμογή του από το αρμόδιο δικαστήριο. Κάπως έτσι ο δικαστής καλείται, στην πράξη, όχι μόνο να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τον κανόνα δικαίου αλλά και να τον «επικαιροποιήσει» δια της ερμηνευτικής οδού. Ώστε ν’ ανταποκρίνεται, όσο αυτό είναι εφικτό, στην εξέλιξη της κοινωνικοοικονομικής υποδομής του και στον σκοπό θέσπισής του. Και μόνον αυτή η διαπίστωση αρκεί για να καταδείξει την μεγάλη απόσταση που χωρίζει -άρα και την ανάλογη σχετικότητα του κανόνα δικαίου- τη νομική προσέγγιση εκείνου που θεσπίζει την in concreto ρύθμιση, και εκείνου που την εφαρμόζει στη συνέχεια. Και, τέλος, εκείνου που αποφαίνεται δικαστικώς, όταν και εφόσον αναφύεται δικαστική διαφορά.
2. Υπό τα δεδομένα αυτά καθίσταται εμφανές γιατί η -επανειλημμένως επισημαινόμενη κατά τ’ ανωτέρω- σύγχρονη ιδιομορφία της κοινωνικοοικονομικής υποδομής του κανόνα δικαίου, συντελούσης προς την ίδια κατεύθυνση και της βαθειάς οικονομικής κρίσης, καθιστά την σχετικότητά του κυριολεκτικώς εξόφθαλμη, όταν η ερμηνεία και εφαρμογή του φθάνει στο δικαστικό επίπεδο:
α) Πρώτον, ο δικαστής ολοένα και πιο συχνά επωμίζεται το βάρος ερμηνείας και εφαρμογής του κανόνα δικαίου και υπότο κράτος μετάθεσης σεαυτόν της ευθύνης πολιτικών αποφάσεων, οι οποίες έχουν ληφθεί προηγουμένως, πολλές φορές μέσ’ από μια αυθαίρετη θεσμική προσέγγισή του. Και η ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου υπό έκτακτες συνθήκες διευρύνει, μοιραία, το χάσμα μεταξύ της έννοιας του περιεχομένου τους κατά τον χρόνο θέσπισής τους και του κανονιστικού τους πλαισίου, εντός του οποίου ο δικαστής υποχρεούται να εξαγάγει τα έννομα αποτελέσματά τους.
β) Δεύτερον, και με δεδομένο το γεγονός ότι η ως άνω πραγματικότητα προκαλεί «νομοθετική έκρηξη», στην κυριολεξία, ο δικαστής καλείται να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τον κανόνα δικαίου σε συνάρτηση με άλλους, συναφείς προς αυτόν, κανόνες οι οποίοι δεν υπήρχαν φυσικά κατά το χρόνο θέσπισής του. Πώς, λοιπόν, να μην μεγαλώνει διαρκώς η απόσταση -ή και το χάσμα- που χωρίζει την θεσμική προσέγγιση του κανόνα δικαίου κατά τον χρόνο γέννησής του και κατά τον χρόνο της δικαστικής του αξιολόγησης και αξιοποίησης;
ΙΙ. Η σύγχρονη επίκτητη κανονιστική σχετικότητα του κανόνα δικαίου.
Ως επίκτητη σχετικότητα του κανονιστικού περιεχομένου του κανόνα δικαίου νοείται εκείνη, η οποία δεν οφείλεται στην εσωτερική δομή και λειτουργία του αλλά σ’ εξωγενείς παράγοντες, που επηρεάζουν εμμέσως την αντικειμενική του υπόσταση και την παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων του. Ο σπουδαιότερος -ορθότερα καθοριστικής σημασίας- από τους παράγοντες αυτούς είναι η υποδομή, της οποίας ο κανόνας δικαίου αποτελεί εποικοδόμημα, όπως εκτέθηκε προηγουμένως. Δηλαδή η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που, μαζί με τις αντίστοιχες πολιτικές διεργασίες, συνιστά το υπόστρωμα, μέσ’ απότο οποίο αναδύεται και η ανάγκη θέσπισης του κανόνα δικαίου και ο βασικός κορμός του κανονιστικού του περιεχομένου. Οι σύγχρονες λοιπόν κοσμογονικές μεταβολές αυτής της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας εντείνουν την, ούτως ή άλλως, υφιστάμενη εγγενή σχετικότητα του κανονιστικού περιεχομένου του κανόνα δικαίου. Γεγονός το οποίο παράγει, μοιραίως, περαιτέρω αρνητικές επιπτώσεις ως προς την κανονιστική δυναμική και επάρκεια της έννομης τάξης γενικώς.
Α. Από τις ραγδαίες μεταλλάξεις της κοινωνικής και οικονομικής υποδομής…
Οι μεταλλάξεις της κοινωνικής και οικονομικής υποδομής του κανόνα δικαίου οφείλονται -τουλάχιστον κατά βάση- σε συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η όλη εξέλιξη και λειτουργία του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Και είναι αυτές οι ιδιαιτερότητες οι οποίες, grossomodo, προσδιορίζουν την έκταση και την ένταση της σχετικοποίησης της κανονιστικής του εμβέλειας.
1. Όπως είναι ευνόητο, οι στρεβλώσεις του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος επιβαρύνουν δραματικά την ομαλή πορεία του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι. Ιδίως μέσ’ από την πρόκληση συνεχών ανατροπών του, οι οποίες λόγω της φύσης τους καθίστανται και απρόβλεπτες και, συνακόλουθα, δυσχερώς αποτρέψιμες. Συμπληρωματικώς επισημαίνεται ότι τις ανατροπές υποδαυλίζουν, πάντοτε στο γενικότερο πλαίσιο της δυσλειτουργίας του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, ιδίως οι εξής τρεις παράγοντες:
α) Πρώτον, η μορφή που έχει πάρει η εν γένει παγκοσμιοποίηση των οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών.
α1) Μια παγκοσμιοποίηση με άκρως «επιθετικά» στοιχεία, υπό την έννοια της διάθεσης των μέσων, δια των οποίωνεξελίσσεται, αποκλειστικώς στην εξυπηρέτηση των σκοπιμοτήτων των «βουλιμικών» αγορών, σε προκλητική μάλιστα αντίθεση προς τις ανάγκες των επιμέρους εθνικών οικονομιών.
α2) Και μια παγκοσμιοποίηση η οποία, υπό τα δεδομένα αυτά, δρα παντελώς ανεξέλεγκτη, μην υπακούοντας πλέον σε συγκεκριμένους ορθολογικούς οικονομικούς και νομικούς κανόνες. Είτε διότι οι κανόνες αυτοί δεν υφίστανται. Είτε -ακόμη χειρότερα- διότι οι ισχύοντες, έστω και ελλιπείς, κανόνες παραβιάζονται ανοιχτά και συστηματικά από τους παράγοντες των αγορών, με «αιχμή του δόρατος» τους παράγοντες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
β) Δεύτερον, οι σύγχρονες χρηματοπιστωτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται μέσα στον ορυμαγδό της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Μέθοδοι, οι οποίες αντιτίθενται ευθέως στις παραδοσιακές αρχές της συναλλακτικής και της τραπεζικής πίστης και, στο βωμό του εύκολου κέρδους, οδηγούν στην ανάληψη κάθε είδους αντίστοιχου χρηματοπιστωτικού ρίσκου. Μ’ ευθύ αποτέλεσμα να ωθούν σε ταχείας εξέλιξης διαλυτικές τάσεις το παραδοσιακό οικονομικό -και, επέκεινα, κοινωνικό- σύστημα. Και, άρα, σε αδυναμία επαρκούς τιθάσευσης των εξελίξεων αυτών, ιδίως μέσω κανονιστικών ρυθμίσεων μ’ επαρκή θεσμική και δημοκρατική νομιμοποίηση.
γ) Τρίτον, η συνδρομή ορισμένων πτυχών της σύγχρονης τεχνολογίας, οι οποίες δρουν πέρα και έξω από την φυσική της προοπτική. Ειδικότερα η ως άνω μορφή τεχνολογίας, δρώντας ως «βοηθός εκπληρώσεως» μέσα σε αυτές τις συνθήκες, εντείνει τις παρενέργειες της άναρχης λειτουργίας της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όπως είναι ευνόητο, προς την κατεύθυνση αυτή κορυφαίο ρόλο διαδραματίζει το τμήμα εκείνο της προαναφερόμενης τεχνολογίας, το οποίο αφορά την ακόμη ταχύτερη εξέλιξη της ψηφιακής της διάστασης και, μέσω αυτής, της γιγάντωσης των δυνατοτήτων της εν γένει ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
2. Οι κατά τ’ ανωτέρω -και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες- επιπτώσεις στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι έχουν, όπως είναι φανερό, άμεσες επιπτώσεις στο θεσμικό καθεστώς του κανονιστικού του εποικοδομήματος, ήτοι του κανόνα δικαίου. Οι οποίες αφορούν και τις τρεις διαστάσεις του καθεστώτος αυτού, οδηγώντας έτσι στα άκρα τη σχετικότητα της κανονιστικής του εμβέλειας. Πρόκειται, ειδικότερα:
α) Πρώτον, για την διάσταση της διαμόρφωσης του κανονιστικού περιεχομένου του κανόνα δικαίου: Οι αέναες μεταβολές της κοινωνικοοικονομικής υποδομής καθιστούν αδύνατη την στοιχειώδη εκείνη σταθερότητά του για ένα εξίσου στοιχειώδες χρονικό διάστημα, που απαιτείται προκειμένου το κατά την έννομη τάξη επιφορτισμένο με τη θέσπιση του κανόνα δικαίου όργανο να συλλάβει και να διατυπώσει το κανονιστικό του περιεχόμενο. Κατά τούτο ο,latosensu πάντα, νομοθέτης σήμερα, και στην «απέλπιδα» προσπάθειά του να πλαισιώσει κανονιστικώς την «υδραργυρική» κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, παραπέμπει στους «κολασμένους» της μυθολογίας μας: Από τον Σίσυφο, που ματαίως προσπαθούσε να σηκώσει το βράχο του στην κορυφή, ως τον Τάνταλο, που πάντα την τελευταία στιγμή αποτύγχανε να κορέσει την πείνα και τη δίψα του και ως τις Δαναΐδες, που χωρίς ελπίδα επιχειρούσαν να γεμίσουν με νερό ένα τρύπιο πιθάρι…
β) Δεύτερον, για την διάσταση της ερμηνείας του κανονιστικού περιεχομένου του κανόνα δικαίου μετά τη θέσπισή του. Και τούτο διότι οι βασικές επιστημονικές παράμετροι της ερμηνείας του δικαίου επιβάλλουν τη στοιχειώδη αντιστοιχία του ερμηνευόμενου κανόνα με τα δεδομένα της υποδομής, από τα οποία προέρχεται. Πραγματικά, μόνο μέσα από αυτές τις συνθήκες ο δικαστής «Ερμής», δηλαδή το επιφορτισμένο με την ερμηνεία του κανόνα δικαίου όργανο, μπορεί να διαμεσολαβήσει αποτελεσματικά μεταξύ του κανονιστικού του περιεχομένου και της υποδομής που αντιστοιχεί σε αυτό. Και όταν η ως άνω υποδομή έχει ολοκληρωτικώς μεταβληθεί, η ερμηνεία του θεσμικούεποικοδομήματος, όση προσπάθεια και αν καταβάλει ο συντελεστής της ερμηνείας, μοιάζει μ’ επιστημονική «άσκηση» χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, στο πλαίσιο ενός είδους ιστορικής νομικής έρευνας. Για ν’ αποφευχθεί αυτή η έκβαση θα έπρεπε ο ερμηνευτής του κανόνα δικαίου να οδηγηθεί στην μέσω της ερμηνευτικής μεθόδου διάπλαση ενός νέου, «επίκαιρου», κανόνα δικαίου. Όμως, κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια την αναγνώριση και της νομολογίας ως πηγής του δικαίου, κάτι το οποίο, όπως θα εξηγηθεί επιλογικώς, δεν είναι ανεκτό στο πλαίσιο της έννομης τάξης μας.
γ) Τρίτον, για την διάσταση της εφαρμογής του κανονιστικού περιεχομένου του κανόνα δικαίου εντός των ορίων της ερμηνείας του. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να διευκρινισθεί ότι η σχετικότητα την οποία συνεπάγεται η συνεχής και ταχύτατη μεταβολή της υποδομής του κανόνα δικαίου ως προς την τρίτη του διάσταση, είναι πολύ πιο χαρακτηριστική και καθοριστική απ’ ό,τι ισχύει για τις δύο προηγούμενες. Αυτό οφείλεται στο ότι, λόγω της ιδιομορφίας της μεταβολής της υποδομής του κανόνα δικαίου, όταν ο ερμηνευτής του -π.χ. διοικητικό ή δικαστικό όργανο- καλείται ν’ ασκήσει την αρμοδιότητά του βρίσκεται μπροστά στην ακόλουθη ανυπέρβλητη αντίφαση: Κατά το χρονικό αυτό σημείο τα έννομα αποτελέσματα από την εφαρμογή του κανόνα δικαίου αφορούν μια ξεπερασμένη πραγματικότητα, την οποία συνεπώς δεν μπορούν να επηρεάσουν κανονιστικώς. Ενώ η νέα πραγματικότητα επίσης δεν είναι δυνατό να επηρεασθεί κανονιστικώς από την εφαρμογή ενός κανόνα δικαίου, το πλαίσιο του οποίου είναι πλέον εντελώς ξένο προς τα προς ρύθμιση δεδομένα.
Β. …στην σταδιακή συρρίκνωση της κανονιστικής αξιοπιστίας του κανόνα δικαίου.
Η σχετικότητα- ορθότερα σχετικοποίηση- της κανονιστικής δύναμης του κανόνα δικαίου οδηγεί σταδιακώς στην ρυθμιστική του αποδυνάμωση, ιδίως λόγω της αδυναμίας του να τιθασεύσει κανονιστικώς την κοινωνικοοικονομική υποδομή του. Κάπως έτσι όμως ο κανόνας δικαίου από θεσμικό «ρυμουλκό» του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι μεταβάλλεται σε παθητικό «ρυμουλκούμενο». Με άλλες λέξεις ένα είδος «μπαγκαζιέρας» που περιέχει ιστορικά νομικά «κειμήλια» και η οποία ακολουθεί, με οδυνηρές αναταράξεις κανονιστικής αξιοπιστίας, το προπορευόμενο -παντελώς ανεξάρτητο και ανεξέλεγκτο- όχημα της «αγέρωχης» επικυριαρχίας του «οικονομικού», ως προς την διαμόρφωση της πορείας του κοινωνικού συνόλου.
1. Η κατά τ’ ανωτέρω, λόγω της σχετικοποίησης -και, άρα, ελαχιστοποίησης έως περιθωριοποίησης- συρρίκνωση της ρυθμιστικής δύναμης του κανόνα δικαίου οδηγεί, αναπροδράστως, και στην απώλεια της κανονιστικής του αξιοπιστίας, ιδίως μέσ’ από τις ακόλουθες συνέπειες της υπό τα δεδομένα αυτά κανονιστικής του αποδόμησης:
α) Πρώτον, επειδή ο κανόνας δικαίου ισχύει για οριακό χρονικό διάστημα -ή και καθόλου- αδυνατεί να φέρει σε πέρας την αναγκαία για την κανονιστική αξία του παιδευτική-παιδαγωγική του λειτουργία. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, τα υποκείμενα δικαίου στα οποία απευθύνεται είτε δεν έχουν τονχρόνο να επηρεασθούν, ως προς τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς τους, από τις επιταγές του κανόνα δικαίου. Είτε, ακόμη χειρότερα, αγνοούν ακόμη και την ύπαρξή του. Πράγμα που σημαίνει ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα παρανομούν δίχως καν να το γνωρίζουν. Και τούτο έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο αφενός της εκτελεστικής εξουσίας, αφού έτσι τα όργανά της δεν είναι σε θέση ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αρχής της νομιμότητας. Και, αφετέρου, της δικαστικής εξουσίας, διότι με τον τρόπο αυτόν ο δικαστής οδηγείται, εν αγνοία του, σε μιαν άκρως επικίνδυνη κατάσταση υφέρπουσας αρνησιδικίας.
β) Δεύτερον, για τους ίδιους κατά βάση λόγους ο κανόνας δικαίου, ως θεσμικό εποικοδόμημα, αδυνατεί ν’ ασκήσει οιαδήποτε ουσιαστική επίδραση στην κοινωνικοοικονομικήυποδομή του. Με τον τρόπο όμως αυτό καθίσταται αδύνατη η αμφίδρομη επιρροή μεταξύ θεσμικού εποικοδομήματος και κοινωνικοοικονομικής υποδομής, η οποία είναι απαραίτητη για την κανονιστική ισορροπία του κανόνα δικαίου κατά την κλασική-παραδοσιακή του αντίληψη και, επέκεινα, για την κατά την αντίληψη αυτή επιτέλεση της αποστολής του. Οι κίνδυνοι τους οποίους συνεπάγεται η απαξίωση του κανόνα δικαίου στην εποχή μας είναι τόσο περισσότερο ορατοί, όσο στον αστερισμό αυτής της οιονείμονοδρομικής σύλληψης της πεμπτουσίας του συναντώνται -έστω και από εντελώς διαφορετική «ιδεολογία» και σκοπιμότητα- οι κάθε είδους «ομολογημένοι εχθροί» του κανόνα δικαίου κρατικής προέλευσης κατά την ως άνω κλασική-παραδοσιακή του εκδοχή.
2. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η απώλεια της κανονιστικής αξιοπιστίας του κανόνα δικαίου, πάντοτε βεβαίως κατά τη κλασική-παραδοσιακή του σύλληψη, ανοίγει το δρόμο στους «πολεμίους» του να υποστηρίζουν, urbietorbi,μεταξύ άλλων και ότι:
α) Πρώτον, η κανονιστική ανεπάρκεια του κανόνα δικαίου διευκολύνει την ανάπτυξη στο εσωτερικό του ενός είδους άκρως διαβρωτικής θεσμικής «υβριδικότητας», η οποία εντέλει απεικονίζει τις τάσεις αλλά και τις διαστάσεις μετάλλαξής του. Κυρίως διότι μια τέτοια «υβριδικότητα» «νομιμοποιεί», προκειμένου να επιτυγχάνεται η αναγκαία ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων, την παραγωγή και εφαρμογή κανόνων μη κρατικής προέλευσης. Κανόνων εν πολλοίς άγνωστης προέλευσης και, κυρίως, μηδενικής δημοκρατικής νομιμοποίησης.
β) Δεύτερον, η κανονιστική ανεπάρκεια του κανόνα δικαίου «αιτιολογεί» ακόμη και την αμφισβήτηση της ίδιας της έννομης τάξης και της ιεραρχικής της δομής. Και τούτο διότι μόνον όταν ο κανόνας δικαίου εφαρμόζεται στην πράξη αποτελεσματικά και, κατ’ επέκταση, παράγει πλήρως τα έννομα αποτελέσματά του νοείται η έννομη τάξη καθώς και η ίδια η ιεράρχηση των κανόνων δικαίου που την συνθέτουν. Αφού η ουσιαστική επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων του κανόνα δικαίου είναι εκείνη, η οποία μπορεί να προσδώσει έννομες συνέπειες στην ιεραρχική υπεροχή ενός κανόνα δικαίου έναντι άλλου. Με άλλες λέξεις θεσμικώς δεν νοείται κανονιστικώς επαρκής έννομη τάξη και, κατ’ αποτέλεσμα, αντίστοιχη ιεραρχική δόμησή της με κανόνες δικαίου οι οποίοι έχουν τα χαρακτηριστικά «ατελών διατάξεων» («legesimperfectae») ή και «ημιτελών διατάξεων» («legesminusquamperfectae»)
γ) Τρίτον —και σ’ αυτό συνίσταται η κορύφωση του κινδύνου ως προς την ίδια την υπόσταση του δημοκρατικώς νομιμοποιημένου κανόνα δικαίου- η κανονιστική ανεπάρκεια του κανόνα δικαίου αποτελεί εύσχημο και ευλογοφανές επιχείρημα στην «φαρέτρα» των υπερμάχων της «κανονιστικής απορρύθμισης», δηλαδή της νομοθετικής εξάλειψης κάθε κανόνα δικαίου που καθιερώνει αρμοδιότητα παρέμβασης κρατικών οργάνων. Και τούτο υπό την ακόλουθη «συλλογιστική»: Αφού ο κανόνας δικαίου κρατικής προέλευσης και αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης δεν είναι σε θέση να πλαισιώσει κανονιστικώς το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι που συνιστά την υποδομή του, η χρησιμότητά του έχει θεσμικώς και ιστορικώς εκλείψει. Άρα «ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν» για «απορρύθμιση». Δηλαδή για μια τακτική ποδηγέτησης των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων η οποία, προσαρμοσμένη πλήρως στις απαιτήσεις των «δογμάτων» του νεοφιλελευθερισμού, προπαγανδίζει υπέρ της «απελευθέρωσης» του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι από τα «δεσμά» του κανόνα δικαίου υπό την κλασική-παραδοσιακή του εκδοχή.
Επίλογος
Μια -εξαιρετικά σύντομη κατ’ ανάγκην- διεπιστημονική προσέγγιση της φυσιογνωμίας του κανόνα δικαίου και της κατά τ’ ανωτέρω ρυθμιστικής του ιδιοσυστασίας διευκολύνει, εν είδει επιλόγου, την ευχερέστερη κατανόηση τόσο της καταγωγής όσο και των επιπτώσεων της όλης σύγχρονης σχετικότητάς του. Ειδικότερα, η σχετικότητα του κανόνα δικαίου και οι επιπτώσεις της στην κανονιστική ισχύ του, ιδίως δε στην μέθοδο υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών σε αυτόν και συναγωγής των τελικών έννομων συνεπειών, παραπέμπει στην, κατά την Φυσική γενική θεωρία της σχετικότητας.
Α. Κατ’ αυτήν, η ύλη καμπυλώνει τον χωρόχρονο, η δε έκταση της καμπύλωσης εξαρτάται από την ποσότητα και την κατανομή της ύλης. Ακραίο παράδειγμα μιας τέτοιας καμπύλωσης είναι αυτή της «μαύρης τρύπας», η οποία μπορεί να δημιουργηθεί από την τελική «κατάρρευση» ενός υπερμεγέθους άστρου, με αρχική μάζα πολύ μεγαλύτερη –άνω του εικοσαπλάσιου- του ήλιου. Στην συνέχεια όμως δεν είναι η δύναμη της βαρύτητας, αλλά η καμπύλωση του χωρόχρονου που προσδιορίζει την κίνηση της ύλης. Δηλαδή η ύλη «λέει» στον χωρόχρονο πώς να καμπυλωθεί και η καμπύλωση του χωρόχρονου «λέει» στην ύλη πώς να κινηθεί. Στην περίπτωση της μαύρης τρύπας, η καμπύλωση του χωρόχρονου μπορεί να οδηγήσει στην, χωρίς επιστροφή, πτώση της ύλης μέσα σε αυτήν.
Β. Στο επίπεδο λοιπόν του κανόνα δικαίου ισχύουν, βεβαίως κατ’ αναλογία, τα εξής:
1. Η υποδομή του κανόνα δικαίου, ήτοι η κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, μέσω της διαλεκτικώς αμφίδρομης επιρροής της επί του εποικοδομήματος –κατά κύριο δε λόγο μέσω της ιδιότυπης συμπόρευσης οικονομίας και τεχνολογίας στο πλαίσιο της επέκεινα παγκοσμιοποίησης- «καμπυλώνει» την κανονιστική ισχύ του κανόνα δικαίου, με την έννοια της ελαστικοποίησής του. Τούτο φαίνεται από την προαναφερόμενη διαδικασία «σχετικότητας» από την γέννηση του κανόνα δικαίου ως την τελική εφαρμογή του σε διαφορετικά επίπεδα και μέσω επάλληλων συλλογισμών.
2. Αυτή την ιδιότυπη «καμπύλωση» της κανονιστικής ισχύος του κανόνα δικαίου δεν μπορεί να την διορθώσει από μόνος του ένας ανώτερος κανόνας δικαίου, δοθέντος ότι και αυτός θα εμφανίσει, ήδη κατά την έναρξη της ισχύος του, τα ίδια μειονεκτήματα σχετικότητας μ’ εκείνα του «προκατόχου» του, κυρίως λόγω της βραδύτητας αλλά και των εγγενών αδυναμιών παραγωγής του.
α) Στο κρίσιμο αυτό σημείο για την επιβίωση του κανόνα δικαίου εμφανίζεται ο, καθοριστικής σημασίας, ρόλος του δικαστή, ο οποίος μέσω της δικαιοδοτικής του λειτουργίας καλείται ν’ αντισταθμίσει την αδυναμία του νομοθέτη και του έργου του να ρυθμίσει αποτελεσματικώς την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι η δραστηριότητα αυτή του δικαστή δεν υπερακοντίζει την κατά το Σύνταγμα αποστολή του, αφού η τελευταία -πάντα κατά το Σύνταγμα- δεν εξαντλείται στην απλή εφαρμογή του inconcreto κανόνα δικαίου αλλά εκτείνεται προς την κατεύθυνση της διασφάλισης της αποτελεσματικότητας του συνόλου της έννομης τάξης, ως συνταγματικώς κατοχυρωμένης μεθόδου εγγύησης της εν γένει κοινωνικής συνοχής.
β) Κύριο «όπλο» στην θεσμική «φαρέτρα» του δικαστή, κατά την εκπλήρωση της προμνημονευόμενης αποστολής εμπέδωσης της κανονιστικής ισχύος του κανόνα δικαίου, είναι οι «νομολογιακής κοπής» γενικές αρχές. Τις οποίες το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο -και, τελικώς, το δικαστικό όργανο που βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας της Δικαστικής Λειτουργίας κατά το Σύνταγμα- συνάγει ερμηνευτικώς από τον κανόνα δικαίου που εφαρμόζει στο πλαίσιο της υπό εκδίκαση διαφοράς. Και κατά τούτο, τουλάχιστον κατά την ορθότερη στην θεωρία άποψη, η νομολογία δεν συνιστά –πλην αντίθετης συνταγματικής πρόβλεψης- πηγή δικαίου, αφού όπως προεκτέθηκε οι ως άνω γενικές αρχές δεν διαπλάθονται exnihilo από τον δικαστή αλλά συνάγονται, κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του, από τον εφαρμοστέο κάθε φορά κανόνα δικαίου.