Σημεία Αντιφώνησης κατά την επίδοση του Χρυσού Μεταλλίου του Δήμου Θέρμου

Κύριε Δήμαρχε,
Σας ευχαριστώ για τη νέα μεγάλη τιμή, την οποία μου επιδαψιλεύει ο Δήμος Θέρμου, με τον οποίο, όπως όλοι γνωρίζετε, με συνδέουν στενοί και μακροχρόνιοι δεσμοί, πρωτίστως δε ο δεσμός του Επίτιμου Δημότη σας, ήδη πριν την εκλογή μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας.

  1. Η τιμή αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις για μένα, όταν μου περιποιείται στο πλαίσιο του εορτασμού του Πολιούχου του Θέρμου, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Είναι, άλλωστε, αυτός ο εορτασμός ο οποίος μας συγκεντρώνει σήμερα εδώ, στο Θέρμο, ταπεινούς προσκυνητές στον Ιερό Τόπο, στον οποίο ηχούν και θα ηχούν πάντα οι λόγοι και το ήθος του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, αυτής της εμβληματικής φυσιογνωμίας του Γένους των Ελλήνων.  Υπό τα δεδομένα δε αυτά επιτρέψατέ μου να διευκρινίσω ότι η τιμή που μου επιδαψιλεύετε μετατρέπεται, αυτοθρόως, σε μεγάλο χρέος, το οποίο συνίσταται στο ότι το παράδειγμα και ο λόγος του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού πρέπει να οδηγούν τα βήματά μου κατά την άσκηση των καθηκόντων μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, και όχι μόνον.  Προς αυτή την κατεύθυνση αισθάνομαι την ανάγκη να σας εκθέσω τις ακόλουθες λίγες σκέψεις, αναφορικά με την Εθνική Παρακαταθήκη, την οποία μας έχει αφήσει, ως «κτήμα ες αεί μάλλον», ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
  2. Σπεύδω, ευθύς εξ αρχής, να επισημάνω ότι όποιος επιχειρεί να μιλήσει για τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, μια από τις κορυφαίες πνευματικές μορφές κατά τα χρόνια του τουρκικού ζυγού, αδυνατεί να συνοψίσει σε λίγες μόνο παραγράφους το πολυσχιδές έργο του. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο η Μνήμη του παραμένει ως σήμερα ζωντανή στους Τόπους, στους οποίους περιόδευσε, ενώ ο βίος και το έργο του αποτελούν για όλους τους Χριστιανούς, αλλά και για κάθε άνθρωπο αγαθής προαίρεσης, πρότυπο αγιότητας, αυταπάρνησης και φιλανθρωπίας. Διότι, πράγματι, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, με την δράση του, όχι μόνο συνέβαλε καθοριστικώς στην διατήρηση της Εθνικής Συνείδησης του υπόδουλου Ελληνισμού, αλλ’ αναδείχθηκε επιπροσθέτως αληθινός φωτεινός υπέρμαχος της Παιδείας και της Ορθόδοξης Πνευματικότητας.
  • Συγκεκριμένες αναφορές στον βίο του αρκούν για να αντιληφθούμε ότι, πίσω από αυτό τον ταπεινό μοναχό, κρυβόταν ένα πνεύμα καθολικό, με ευρεία μόρφωση, διορατικότητα και πάνω απ’ όλα θερμό ζήλο για τον Ελληνισμό και την Αγία Πίστη του Χριστού.

Α. Γεννήθηκε το έτος 1714, σε μιαν εποχή κατά την οποία οι υπόδουλοι Έλληνες ζούσαν σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.  Η ανείπωτη ανέχεια, η αμάθεια, η λησμονιά πολλές φορές της Χριστιανικής Διδασκαλίας ή ακόμη και της Ελληνικής Γλώσσας, απειλούσαν την αυτοσυνειδησία του Γένους. Ο Πατροκοσμάς, αφού φοίτησε στα σχολεία της Αιτωλίας, μετέβη στο Άγιον Όρος, όπου υπό τον Ευγένιο Βούλγαρη λειτουργούσε η περίφημη Αθωνιάδα Σχολή. Έπειτα πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο αδελφός του, Χρύσανθος ο Αιτωλός, δίδασκε στην Πατριαρχική Σχολή. Έλαβε την ευλογία του Πατριάρχη Σεραφείμ Β΄, και σε ηλικία 46 ετών άρχισε το μεγάλο ιεραποστολικό έργο του.
Β. Το περιεχόμενο του κηρύγματός του, εκ πρώτης όψεως, δεν φαινόταν ανατρεπτικό. Δεν υποκινούσε ευθέως τον Λαό προς κάποιου είδους ξεσηκωμό. Κι όμως, με μια προσεκτικότερη ματιά κατανοεί κανείς ότι το κήρυγμά του ήταν γνησίως και βαθύτατα επαναστατικό: Προσπαθούσε να εξηγήσει στους σκλαβωμένους τους λόγους της Αγίας Γραφής, να τους απαλλάξει από τις δεισιδαιμονίες, να τους επαναφέρει στην γνήσια Ορθόδοξη Διδασκαλία, να διδάξει την ταπεινοφροσύνη, την αγάπη και την ισότητα, ν’ ανακόψει τους εξισλαμισμούς, να ιδρύσει σχολεία. Όλα αυτά ασφαλώς και δεν πέρασαν απαρατήρητα από τις αρχές και τους πλουσίους, που έγιναν εχθροί του και, εν τέλει, επέτυχαν την σύλληψη και την θανάτωσή του, ελπίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα εξάλειφαν κάθε ίχνος του κηρύγματός του. Βεβαίως,  στην πραγματικότητα το μόνο που «κατόρθωσαν» ήταν ν’ αναδειχθεί ο Πατροκοσμάς, κατά το έργο του το οποίο «στεφανώθηκε» με το Μαρτύριό του, σε μια από τις πιο σεβαστές μορφές της Χριστιανοσύνης.

  1. Οι διδαχές του, πίσω από το λιτό και τόσο προσιτό σε όλους ύφος τους, ενέχουν βαθιά γνώση και ακλόνητη προσήλωση στο φωτισμό του Γένους. Αποτελούν, μάλιστα, με την λεπτότητα και την καθαρότητα της έκφρασής τους, λαμπρά δείγματα του Ελληνικού Λόγου. Η σαφήνεια και η απλότητά τους θυμίζει το κήρυγμα των Αποστόλων, όπως μαρτυρεί ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «τον δ διδαχή του, καθς μες ατήκοοι ατς γενόμεθα, πλουστάτη σν κείνη τν λιέων».[1]

Α. Έχοντας ως κεντρικό άξονα του κηρύγματός του την Χριστιανική Διδασκαλία, καλούσε τους ακροατές του να μείνουν προσηλωμένοι στην Ορθόδοξη Πίστη, η οποία, όπως ήταν βέβαιος ο ίδιος, αποτελούσε την αληθινή ελπίδα που θα στήριζε το Γένος. Με αυτό το θεμέλιο, δηλαδή το Ορθόδοξο Φρόνημα, αγωνίσθηκε για την αγάπη και την ισότητα, καταδίκασε την κοινωνική αδικία και προέβαλε την αξία της Παιδείας. Μιας Παιδείας βασισμένης στον Ελληνικό Λόγο και προσανατολισμένης στην Ορθόδοξη Πίστη, με σκοπό τον γνήσιο φωτισμό του Γένους.
Β. Στις ομιλίες του, ο Πατροκοσμάς διδάσκει με απλά λόγια τα δόγματα της Εκκλησίας, παρηγορεί, επιπλήττει σαν στοργικός πατέρας, καλεί σε μετάνοια, ζητεί την αναμόρφωση της οικογενειακής και της κοινωνικής ζωής, φωτίζει την καρδιά και την διάνοια των ακροατών με την προσδοκία της Ανάστασης. Αξίζει να δούμε με ποιον τρόπο προσφέρει παραμυθία στον υπόδουλο Ελληνισμό, ενώ διδάσκει παράλληλα το Χριστολογικό δόγμα: « Κύριος μν ησος Χριστς κα Θεός, δελφοί μου, γλυκύτατος αθέντης κα δεσπότης, ποιητς τν γγέλων κα πάσης νοητς κα ασθητς κτίσεως, παρακινούμενος Κύριος π τν πολλν του γαθότητα, που χει ες τ Γένος μας, σιμ ες τ πειρα χαρίσματα που μς χάρισε κα μς χαρίζει καθ’ κάστην μέραν κα ραν κα στιγμήν, καταδέχθη κα γινε τέλειος νθρωπος κ πνεύματος γίου κα π τ καθαρώτατα αματα τς δεσποίνης μν Θεοτόκου κα ειπαρθένου Μαρίας, δι ν μς κάμ ν βγωμεν π τς χείρας το διαβόλου, κα ν μς κάμ υος κα κληρονόμους τς βασιλείας του».[2]
Γ. Με το κήρυγμά του προτρέπει τους ακροατές να μεριμνούν για τους συνανθρώπους τους και ν’ αφοσιώνονται στα έργα της αγάπης και της φιλανθρωπίας, πάντοτε με θεμέλιο την Χριστιανική Διδασκαλία για την ισότητα όλων των ανθρώπων. «Φυσικν εναι ν γαπμεν τος δελφούς μας· διότι εμεθα μις φύσεως, χομεν να βάπτισμα, μίαν πίστιν, τ χραντα μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ναν παράδεισον λπίζομεν ν πολαύσωμεν».[3]

  1. Οι διακρίσεις και οι αδικία γεννούν την διχόνοια. Στόχος του, λοιπόν, ήταν η εξάλειψη της καταπίεσης και της αισχροκέρδειας, που τις στηλιτεύει με κάθε ευκαιρία. Η αταλάντευτη προσήλωσή του στο Ορθόδοξο Ήθος τον βοηθά να υπερβεί κάθε στενόμυαλο διαχωρισμό και να κηρύξει ότι η αδικία, έναντι οποιουδήποτε ανθρώπου, οποιασδήποτε θρησκείας, είναι πάντοτε καταδικαστέα:
  2. «θεν, δελφοί μου, σοι δικήσατε Χριστιανος βραίους Τούρκους, ν δώσητε τ δικον πίσω, διότι εναι κατηραμένον κα δν βλέπετε καμίαν προκοπήν».[4] Πραγματικά πρωτοποριακό για τις συνθήκες της εποχής είναι και το κήρυγμά του για την θέση της γυναίκας στην οικογένεια και στην κοινωνία: «Πρέπει κα σύ, νδρα, ν μ μεταχειρίζεσαι τ γυνακα σου σν σκλάβα … Πατέρα λέγεις σύ τν Θεό, πατέρα τν λέγει κα κείνη. χετε μίαν πίστιν, να βάπτισμα· δν τν χει Θες κατωτέραν».[5]
  3. Η ξεχωριστή ευαισθησία του στην καλλιέργεια της Παιδείας πηγάζει από την ανησυχία του για τον πνευματικό και ηθικό ξεπεσμό του Γένους:

Α. «Δν βλέπετε τι γρίωσε τ Γένος μας π τν μάθειαν κα γίναμεν σν θηρία; Δι τοτο σς συμβουλεύω ν κάμετε σχολεον, δι ν ννοτε τ γιο Εαγγέλιον κα τ λοιπ βιβλία».[6] Όντας βέβαιος ότι η αναγέννηση θα είναι καρπός της μόρφωσης και του φωτισμού του Γένους, ζητεί δωρεάν παιδεία για όλους: «…ν διαβάζουν κα ν μαθαίνουν τ παιδιά σας γράμματα χωρίς πληρωμήν».[7]
Β. Η Παιδεία, την οποία πασχίζει να θεμελιώσει ο Πατροκοσμάς, είναι Ελληνική και Ορθόδοξη: « κκλησία μας εναι ες τν λληνικν. Κα ν δν σπουδάσεις τ λληνικά, δν μπορες να καταλάβεις κενα πο μολογε κκλησία μας».[8] «Πρέπει να στερεώνετε σχολεα λληνικά, ν φωτίζονται ο νθρωποι, διότι διαβάζοντας λληνικ τ ηρα, πο λαμπρύνουν κα φωτίζουν τν νον το νθρώπου».[9]
Γ. Γνωρίζει λοιπόν ο Πατροκοσμάς την μεγάλη αξία της θύραθεν, Ελληνικής, Παιδείας, που ασκεί το νου στην αναζήτηση της αλήθειας και οδηγεί στην κατανόηση της Ορθόδοξης Μαρτυρίας. Όπως παρατηρεί ο σπουδαίος μελετητής πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός, πίσω από το αίτημα του Πατροκοσμά για Παιδεία Ελληνική δεν κρύβεται κανενός είδους εθνικιστικός σωβινισμός.[10] Σκοπός του είναι η καλλιέργεια της Κλασικής Παιδείας, την οποία κατέκτησαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας, λαμβάνοντας με αυτό τον τρόπο το πολυτιμότερο εφόδιο για την ανάπτυξη του Θεολογικού Λόγου και την αποτελεσματικότερη διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος. «Με την ελληνική παιδεία, που δεν είναι παρά γνήσια αναζήτηση της αλήθειας, φιλο-σοφία, ανοίγεται ο δρόμος προς το Ευαγγέλιο».[11]

  1. Ακόμη λοιπόν κι αν ο Πατροκοσμάς δεν ήταν stricto sensu επαναστάτης, με την έννοια του εθνεγέρτη, ακόμη κι αν δεν ήλθε σ’ ευθεία σύγκρουση με τις αρχές, τους δυνάστες και τους κοτζαμπάσηδες, συνέβαλε με πάθος στην διατήρηση του Ορθόδοξου Ήθους και της συνείδησης της σκλαβωμένης Ρωμιοσύνης. Προέβαλε με πάθος την Ορθοδοξία ως το θεμέλιο της αυτοσυνειδησίας του Γένους, κήρυξε εναντίον της καταπίεσης, της απαιδευσίας, κάλεσε τους ακροατές του στα έργα της αγάπης, της δικαιοσύνης, της ισότητας, της αλληλεγγύης. Και αυτό, εξ ορισμού, είναι ένα έργο επαναστατικό και πάντοτε επίκαιρο.

Α. Πώς μπορεί, λοιπόν, να περιγράψει κανείς το πρόσωπο και το έργο του Πατροκοσμά; Ήταν κοινωνικός αναμορφωτής; Φωτιστής του υπόδουλου Γένους; Ιεραπόστολος; Ήταν, αναμφίβολα, όλα αυτά. Ήταν, όμως, πρωτίστως, αυτό που λέει η Εκκλησία μας: Άγιος. Ένας άνθρωπος φλεγόμενος από την αγάπη του Χριστού, που αφιέρωσε την ζωή του στο συνάνθρωπο και, εν τέλει, μαρτύρησε υπερασπιζόμενος, μέχρι τέλους, το περιεχόμενο του κηρύγματός του, με ακλόνητη πίστη στο μήνυμα του Ευαγγελίου.
Β. Εμείς, οι Χριστιανοί, γνωρίζουμε ότι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας δεν είναι κάποιες σεβαστές μορφές του παρελθόντος, αλλά πρότυπα ζωής, σύντροφοί μας στον προσωπικό μας αγώνα για πνευματική ανάταση και διαφύλαξη της πίστης μας. Την Μνήμη τους, λοιπόν, την τιμούμε πραγματικά όταν ακούμε τους λόγους τους και προσπαθούμε να μιμηθούμε το παράδειγμά τους. Από τις διδαχές του Πατροκοσμά, αυτή την αστείρευτη πηγή πατερικής σοφίας, ας συγκρατήσουμε τα εξής: «Ψυχή και Χριστς σς χρειάζονται. Ατ τ δύο λος κόσμος ν πέσ δν μπορε ν σς τ πάρει, κτς κα τ δώσετε μ τ θέλημά σας. Ατ τ δύο ν τ φυλάγετε, ν μν τ χάσετε».[12]

  • Αυτοί οι λόγοι ας γίνουν και για εμάς ο ασφαλής οδηγός προς την προσωπική μας πνευματική προκοπή και προς μια καλύτερη κοινωνία, θεμελιωμένη στο Χριστιανικό Μήνυμα της Αγάπης, του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης και της Δικαιοσύνης.

Α. Ιδίως δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, που είναι στέρεη αντηρίδα, πάνω στην οποία, κυρίως στους σημερινούς κρίσιμους καιρούς όπου ο Τόπος μας και ο Λαός μας δοκιμάζονται ακόμη από την βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση, μπορούμε και πρέπει να στηρίξουμε το οικοδόμημα της κοινωνικής συνοχής.  Και έτσι να πορευθούμε στο μέλλον εκπληρώνοντας, στο ακέραιο, το δικό μας Εθνικό Χρέος που συνίσταται, πρωτίστως, στην υπεράσπιση της Ιστορίας και της προοπτικής του Λαού μας και του Έθνους μας και στη διασφάλιση του μέλλοντος που αξίζουν οι επόμενες γενιές.
Β. Εμείς, οι Έλληνες -θα το επαναλάβω για πολλοστή φορά- οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε μόνον απόγονοι Μεγάλων Προγόνων.  Όλως αντιθέτως, με βάση αυτή την κληρονομιά, πρέπει να προσθέσουμε την δική μας δημιουργία στο Εθνικό μας Οικοδόμημα.  Οδηγός μας πρέπει να είναι, εσαεί, η ρήση του Πλάτωνος στον «Μενέξενο»: «Ανδρί οιομένω τι είναι ουκ έστιν αίσχιον ουδέν, ή παρέχειν εαυτόν τιμώμενον μη δι εαυτόν αλλά δια δόξαν προγόνων».
Κι ακόμη τούτο, εν κατακλείδι: Η Σεπτή Μνήμη του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού μας υπενθυμίζει ότι αυτό το Ιερό Εθνικό Χρέος πρέπει να το φέρουμε σε πέρας υπό όρους αρραγούς ενότητας, αναλογιζόμενοι το τεράστιο κόστος της διχόνοιας και του διχασμού στο απώτερο αλλά και το πρόσφατο παρελθόν, κόστος ακόμη και εις βάρος του Εθνικού μας Κορμού.
[1] Νικοδήμου του Αγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, τρίτη έκδοση, Αθήνα, 1961, σελ. 202.
[2] Διδαχή Α΄ (Μάρκου Α. Γκιόλια, Ο Κοσμάς Αιτωλός και η Εποχή του, Εκδόσεις Τυμφρηστός, Αθήνα, 1972, σελ. 329).
[3] Διδαχή Α΄ (Μάρκου Γκιόλια, όπ. παρ., σελ. 335).
[4] Διδαχή Δ΄ (Μάρκου Γκιόλια, όπ. παρ., σελ. 364).
[5] Διδαχή Α΄ (Μάρκου Γκιόλια, όπ. παρ., σελ. 341).
[6] Διδαχή Γ΄ (Μάρκου Γκιόλια, όπ. παρ., σελ. 352).
[7] Επιστολή προς τους κατοίκους του χωριού Δρόβιανης (Μάρκου Γκιόλια, όπ. παρ., σελ. 426).
[8] Διδαχή Ε΄ (Μάρκου Γκιόλια, όπ. παρ., σελ. 375).
[9] Διδαχή Η΄ (Μάρκου Γκιόλια, όπ. παρ., σελ. 409).
[10] Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνού, Παράδοση και Αλλοτρίωση – Τομές στην Πνευματική Πορεία του Νεώτερου Ελληνισμού κατά τη Μεταβυζαντινή Περίοδο, Δόμος, Αθήνα, 1986, σελ. 98 κ. εξ.
[11] Στο ίδιο, σελ. 98.
[12] Διδαχή Δ΄ (Μάρκου Γκιόλια, όπ. παρ., σελ. 371).