Κυρίες και Κύριοι,
Σας ευχαριστώ θερμώς για την ευκαιρία που μου παρέχετε να επικοινωνήσω σήμερα μαζί σας. Ιδιαίτερες δε ευχαριστίες οφείλω στον Επίτροπο της Χώρας μας, φίλο κ. Δημήτρη Αβραμόπουλο, ο οποίος είχε την έμπνευση της συνάντησής μας αυτής και έφερε, με εξαιρετική επιτυχία, σε πέρας την οργάνωσή της.
-
Κατ΄αρχάς, έχω στοιχειώδες χρέος ν΄αναδείξω το ότι είμαστε υπερήφανοι για όλους σας. Υπερήφανοι, διότι ως Έλληνες Λειτουργοί των Ευρωπαϊκών Θεσμών έχετε αποδείξει, εμπράκτως και με τον πιο εμβληματικό τρόπο, ότι ασκείτε τα καθήκοντά σας με τρόπο που τιμά τόσο το λειτούργημά σας όσο και τη Χώρα μας. Και εξηγούμαι:
Α. Καθένας, στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Θεσμών, σας αναγνωρίζει το ότι επιτελείτε την αποστολή σας προσηλωμένοι στις αρχές και τα ιδανικά του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος και του Ευρωπαϊκού Ιδεώδους. Συνεισφέρετε έτσι, ενεργώς και με αποτελεσματικότητα, στην προσπάθεια για την εμπέδωση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Και τούτο αποκτά μεγαλύτερη αξία στην εποχή μας, όταν το Ευρωπαϊκό σκάφος πλέει σε ταραγμένα νερά, με καιρούς απρόβλεπτους και δυσοίωνες προοπτικές.
Β. Αυτή η στάση σας εκπροσωπεί στο ακέραιο την Πατρίδα μας, την Ελλάδα, η οποία, και μέσω υμών, δίνει καθημερινώς το παράδειγμα ενός Κράτους – μέλους με γνήσια Ευρωπαϊκή συνείδηση και συνέπεια. Άλλωστε, κατά την πρόσφατη βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση εμείς, οι Έλληνες, αποδείξαμε ότι είμαστε συνειδητοποιημένοι Ευρωπαίοι, αφού επιλέξαμε, δίχως κανένα δισταγμό, να μείνουμε στην Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια και ν΄αγωνισθούμε για το μέλλον της, πληρώνοντας μάλιστα βαρύ τίμημα θυσιών ακόμη και για λάθη, τα οποία δε θα μπορούσαν να μας καταλογισθούν. Την ίδια ώρα άλλοι Εταίροι μας, οι οποίοι δε σήκωσαν τα ίδια ευρωπαϊκά βάρη, εγκαταλείπουν το σκάφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αρνούνται να εκπληρώσουν τις ευρωπαϊκές τους υποχρεώσεις. Αυτές οι συγκρίσεις αρκούν για να δείξουν ότι η σχέση της Ελλάδας με τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς είναι , κυριολεκτικώς, βιωματική και ανιδιοτελής και όχι ένα τυπικό ευρωπαϊκό ταξίδι με σημαίες ευκαιρίας.
Γ. Τώρα που η Ελλάδα βγαίνει σιγά – σιγά από την κρίση και αντικρίζει το μέλλον της με μεγαλύτερη αισιοδοξία και με τους Έλληνες ενωμένους στους μεγάλους Εθνικούς μας Στόχους, είμαστε έτοιμοι να υπερασπισθούμε όχι μόνο την Ευρωπαϊκή μας προοπτική αλλά και την Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια, στον ανηφορικό δρόμο της ολοκλήρωσης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος. Γνωρίζουμε δε πως την αποστολή μας αυτή ενδυναμώνει καθημερινώς η σύγχρονη γεωστρατηγική θέση της Χώρας μας, η οποία, στην σημερινή διεθνή πραγματικότητα και συγκυρία, είναι άκρως ενισχυμένη, δοθέντος ότι, κατά γενική ομολογία, η Ελλάδα καθίσταται εκ νέου το όριο της Δύσης προς την Ανατολή. Συνακόλουθα δε τα σύνορά μας είναι τα σύνορα της Ευρώπης προς την Ανατολή.
Δ. Υπό τα δεδομένα αυτά εμείς, οι Έλληνες, ως συνειδητοποιημένοι Ευρωπαίοι, είμαστε αποφασισμένοι και έτοιμοι να υπερασπισθούμε το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα στους χαλεπούς καιρούς που βιώνουμε, έχοντας επιπλέον προ οφθαλμών το μεγάλο διακύβευμα των προσεχών, εξαιρετικά κρίσιμων, Ευρωεκλογών. Επιλέγω λοιπόν να σας πω λίγα λόγια για την αγωνία μας ως προς την εκπλήρωση της αποστολής της Ευρωπαϊκής μας Οικογένειας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προσοχή: Μιλώ για «Αγωνία», όχι για «σκεπτικισμό». Και τούτο διότι ουδέποτε αμφισβητήσαμε – και ούτε πρόκειται να το πράξουμε, τώρα και στο μέλλον – έστω και κατ΄ελάχιστο, την πορεία ολοκλήρωσης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος. Όλως αντιθέτως, μας διακατέχει αγωνία για την εμπέδωσή του, ιδίως υπό τις σημερινές προκλήσεις και τα επικίνδυνα φαινόμενα λαϊκισμού, που επιχειρούν να υπονομεύσουν τα θεμέλια του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος και να επιφέρουν την κατάρρευσή του.
-
Αυτός ο στόχος, ήτοι η υπεράσπιση, ως το τέλος, της ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, αναδεικνύει και τούτο: Εμείς, οι Έλληνες, είμαστε θιασώτες και υπέρμαχοι του Ρομαντισμού αλλά και του Διαφωτισμού. Και για να γίνω σαφέστερος: Είμαστε θιασώτες και υπέρμαχοι του Ρομαντισμού, ως προς την σύλληψη του Ευρωπαϊκού Οράματος. Και είμαστε θιασώτες και υπέρμαχοι του Διαφωτισμού, ως προς τα μέσα και τις μεθόδους πραγμάτωσης του Οράματος αυτού. Ειδικότερα:
Α. Πριν απ΄ όλα πρέπει να επισημάνω ότι, ιδίως σήμερα, είμαστε πίσω από τους στόχους που έθεσαν οι «Πατέρες» του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, όταν το οραματίσθηκαν ως «οχυρό άμυνας» έναντι των δεινών του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και προκειμένου η Ανθρωπότητα να μην ξαναζήσει, ποτέ πια, τους εφιάλτες του.
1. Και τούτο διότι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης, φαίνεται να προωθούνται σήμερα, δυστυχώς, οι τάσεις εκείνες που θεωρούν επαρκή την υφιστάμενη θεσμική «πανοπλία» του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στην πορεία προς την Οικονομική και, κυρίως, Νομισματική Ενοποίηση. Πρόκειται για εσφαλμένη προτεραιότητα. Και τούτο διότι, με όρους ιστορικούς και πολιτικούς, είναι προφανές ότι η οικονομική και νομισματική ενοποίηση δεν πρόκειται να εμπεδωθεί, αν δεν στηρίζεται στις ασφαλείς αντηρίδες της προηγούμενης θεσμικής ενοποίησης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, στο σύνολό του.
2. Υπό τα δεδομένα αυτά μπορώ, νομίζω, να συνοψίσω το «ρομαντικό» μας «Ευρωπαϊκό Όραμα» ως εξής: Οραματιζόμαστε την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση ως την δημιουργία μιας ομοσπονδιακού τύπου Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία στηρίζεται στις θεσμικές και πολιτικές αντηρίδες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Μόνον υπό τους όρους αυτούς η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να φέρει σε πέρας και την ιστορική αποστολή της, τόσον έναντι των Λαών της όσο και έναντι της Ανθρωπότητας. Διότι η αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπερβαίνει τους Λαούς της και αποκτά πλανητικές διαστάσεις, όταν πρόκειται να υπερασπισθεί, παγκοσμίως, τις θεμελιώδεις αρχές της Ειρήνης, του Ανθρωπισμού, της Δημοκρατίας, της Δικαιοσύνης, κυρίως δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.
Β. Ως προς τα μέσα και τις μεθόδους πραγμάτωσης του κοινού μας Ευρωπαϊκού Οράματος, πιστεύουμε ότι πρέπει να επικεντρωθούν περισσότερο στις κύριες προτεραιότητες, τις οποίες οφείλουμε να θέσουμε για την επίτευξη της τελικής Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Κάτω δε από τις σημερινές κρίσιμες, για την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και για την Ανθρωπότητα, συνθήκες, οι ως άνω προτεραιότητες είναι ανάγκη να κινηθούν, τουλάχιστον κατά βάση, πάνω στους εξής τρεις άξονες:
-
Ο πρώτος άξονας αφορά την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενόψει των συνεχώς εντεινόμενων παγκόσμιων προκλήσεων – δείγμα γραφής των οποίων αποτελούν τα τεκταινόμενα σήμερα στην Μέση Ανατολή και στην Βόρεια Αφρική – πρέπει αμέσως να ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς διαμόρφωσης αποτελεσματικής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας.
-
Ο δεύτερος άξονας αφορά την ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Ευρωζώνη, η οποία πρέπει να καταστεί επαρκής και βιώσιμη. Τούτο προϋποθέτει, κατά προτεραιότητα, την ενεργοποίηση των θεσμικών πυλώνων, των σχετικών με την συλλογική λειτουργία του Eurogroup, την πλήρη αξιοποίηση του ρόλου του ESM και, πρωτίστως, την θωράκιση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Έτσι ώστε αυτή αφενός να εποπτεύει καταλλήλως το σύνολο του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και, αφετέρου, ν’ αντιμετωπίσει τα ζέοντα ζητήματα ρευστότητας και δημόσιου χρέους στο σύνολο της Ευρωζώνης.
-
Και ο τρίτος άξονας αφορά την υπεράσπιση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κράτους Δικαίου. Έτσι ώστε ν’ αντιμετωπισθούν, στο πλαίσιο των Κρατών – μελών, η επικίνδυνη διεύρυνση των ανισοτήτων και οι κίνδυνοι ρήξης του κοινωνικού ιστού που, δυστυχώς, ευνοούν την εμφάνιση λαϊκιστικών ή ακόμη και νεοναζιστικών μορφωμάτων, τα οποία έχουν ως στόχο την κατεδάφιση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος.
ΙΙΙ. Τέλος, σας καλώ να στηρίξετε -το πράττετε άλλωστε πάντοτε- την Πατρίδα μας κατά την υπεράσπιση των Εθνικών της Θεμάτων, κάτι το οποίο άλλωστε είναι απολύτως σύμφωνο με την φύση της αποστολής σας. Τούτο προκύπτει εκ του ότι η Ελλάδα σέβεται σε τέτοιο βαθμό το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο σύνολό τους, ώστε ακόμη και τα Εθνικά της Θέματα τα εντάσσει, πλήρως, στο πλαίσιο του σεβασμού της διεθνούς και της ευρωπαϊκής νομιμότητας. Και έχει την πεποίθηση ότι έτσι υπερασπίζεται όχι μόνο τα δικά της συμφέροντα αλλά και εκείνα της Διεθνούς Κοινότητας καθώς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και για να γίνω σαφέστερος:
Α. Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, ιδίως δε αντίθετο προς τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ήδη έχουν εφαρμοσθεί έναντι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Επιπλέον δε, θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Β. Ως προς τις Eλληνοτουρκικές σχέσεις, επαναλαμβάνω, για πολλοστή φορά, ότι επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας και ευνοούμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Τούτο, όμως, προϋποθέτει εκ μέρους της Τουρκίας ειλικρινή σεβασμό του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου -αναπόσπαστο μέρος του οποίου είναι και το πρόγραμμα «NATURA 2000»- και του συνόλου του Διεθνούς Δικαίου. Άρα και οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947-οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και πλήρεις και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για γκρίζες ζώνες-πρέπει να γίνονται απ’ όλους πλήρως σεβαστές. Πολλώ μάλλον όταν η αμφισβήτησή τους οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, ιδίως ως προς την ΑΟΖ, η Τουρκία οφείλει να σέβεται το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως ισχύει με βάση την Συνθήκη του Montego Bay του 1982. Το οποίο την δεσμεύει, μολονότι δεν έχει προσχωρήσει σ’ αυτό, διότι, κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
Γ. Ως προς την ΠΓΔΜ, είμαστε απολύτως σαφείς και απολύτως ειλικρινείς. Επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας, καλής γειτονίας και εμπράκτως αποδεικνύουμε ότι ευνοούμε την προοπτική της στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως προς αυτό, όμως, υπάρχει μια σημαντική προϋπόθεση: Η επίλυση του ζητήματος του ονόματος σύμφωνα με την Ιστορία και με το Διεθνές Δίκαιο. Για να γίνει αυτό – όπως καταστήσαμε σαφές και είναι θέση αποδεκτή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το ΝΑΤΟ– πρέπει η γειτονική μας χώρα να επιφέρει και τις αναγκαίες αλλαγές στην έννομη τάξη της, πρωτίστως δε στο σύνταγμά της. Και πράγματι, ανέλαβαν αυτή την υποχρέωση. Κατόπιν τούτου, περιμένουμε την εκπλήρωσή της. Μόνον όταν τελειώσει οριστικά όλη αυτή η διαδικασία και αφού διαπιστωθεί ότι η συνταγματική αναθεώρηση εμπεριέχει όλες τις εγγυήσεις, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως, τότε είναι δυνατό να υπάρξει πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ καθώς και οιαδήποτε έναρξη συζητήσεων, σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, μόνο τότε είναι δυνατό να οριστικοποιηθεί και το περιεχόμενο της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ και να έρθει προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων. Και εδώ θέλω να τονίσω το εξής, το οποίο είναι σαφές από την πλευρά μας, ιδίως ενόψει ορισμένων εντελώς ανακριβών δηλώσεων, από την πλευρά αξιωματούχων της ΠΓΔΜ: Δεν είμαστε διατεθειμένοι, ενόψει της οριστικοποίησης της Συμφωνίας αυτής και πριν από την κύρωσή της, ν’ αποδεχθούμε ερμηνείες της Συμφωνίας των Πρεσπών, οι οποίες είναι αυθαίρετες διότι τίποτα δεν έχει ακόμη τελειώσει. Επαναλαμβάνω ότι καθιστούμε σαφές πως, αν και όταν έλθει η ώρα της κύρωσης αυτής, δεν πρόκειται, κατ’ ουδένα τρόπο, να δεχθούμε αυθαίρετες -και πολύ περισσότερο αλυτρωτικές- ερμηνείες της Συνθήκης των Πρεσπών από την πλευρά της ΠΓΔΜ.
Καταλήγω, ευχαριστώντας σας εκ νέου και διευκρινίζοντας πως γνωρίζω καλά ότι αυτά που σας εξέθεσα είναι κοινός τόπος για όλους σας. Η πορεία σας το έχει ήδη αποδείξει. Αν λοιπόν σας κατέστησα κοινωνούς αυτών των θέσεων, είναι και για να σας διαβεβαιώσω ότι η Ελληνική Πολιτεία δεν αρκείται στα προς εσάς, μέσω εμού, συγχαρητήρια. Επιπροσθέτως, συμπαρίσταται στην εκπλήρωση της υψηλής αποστολής σας που αφορά, όπως ήδη επισήμανα εξ’ αρχής, την υπεράσπιση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος και του Ευρωπαϊκού Ιδεώδους. Και εύχομαι, μετά το πέρας της ευρωπαϊκής σας θητείας, η Χώρα μας ν’ αξιοποιήσει το τεράστιο απόθεμα της γνώσης σας και της εμπειρίας σας, που έχουμε τόσο ανάγκη στην Πατρίδα.