Εισαγωγή
Πέρασαν επτά ολόκληρες δεκαετίες από την θέσπιση της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Θα ήταν, όμως, μεγάλο λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτή η θέσπιση και οι αντίστοιχες κανονιστικές ρυθμίσεις, μέσ’ από την ως σήμερα εφαρμογή τους σε διεθνές επίπεδο, μπορούν να δικαιολογήσουν οιονδήποτε εφησυχασμό ως προς τον θεμελιώδη στόχο της ως άνω Οικουμενικής Διακήρυξης, ήτοι ως προς την υπεράσπιση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Α. Και τούτο διότι αποτελεί κοινό τόπο, πάντα σε διεθνές επίπεδο, ότι ο σεβασμός των Δικαιωμάτων αυτών όχι μόνον δεν εμπεδώνεται αλλά, όλως αντιθέτως, υπονομεύεται. Και μάλιστα με τρόπους που καθίστανται ολοένα και πιο υποδόριοι -και ως εκ τούτου ιδιαιτέρως δυσδιάκριτοι- άρα ολοένα και πιο υπονομευτικοί για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου. Αναζητώντας δε τις πραγματικές βασικές αιτίες της ως άνω υπονόμευσης, οφείλουμε να δεχθούμε ότι αυτή βρίσκεται στην υπονόμευση της θεσμικής και πολιτικής «κοιτίδας» -και, επέκεινα, του θεσμικού και πολιτικού «λίκνου»- των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δηλαδή της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Η αλήθεια αυτή προκύπτει εκ του ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ως σύστημα διακυβέρνησης το οποίο συνδυάζεται, κατ’ ανάγκην, με το κλασικό καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα που προϋποθέτει τον ελεύθερο και υγιή ανταγωνισμό ως προς το, lato sensu, επιχειρείν, εμφανίζεται το πιο κατάλληλο και «φιλικό», έναντι του Ανθρώπου, σύστημα άσκησης εξουσίας, στην όλη προσπάθειά του να υπερασπισθεί την αξία του και ν’ αναπτύξει ελευθέρως την προσωπικότητά του. Κατ’ εξοχήν δε ως το σύστημα που, στην ως άνω προσπάθεια του Ανθρώπου, τον εξοπλίζει με τ’ απαραίτητα μέσα κατάλληλης άμυνας κατά των φαινομένων της κρατικής αυθαιρεσίας αλλά και κατά της εκ μέρους των λοιπών μελών του κοινωνικού συνόλου αυθαίρετης άσκησης των κάθε είδους δικαιωμάτων.
Β. Υπό τα δεδομένα αυτά η ανάλυση που ακολουθεί επικεντρώνεται -νομίζω δικαιολογημένα- στην επεξήγηση του πως η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία αφενός έχει τα προμνημονευόμενα χαρακτηριστικά ως προς την εν γένει θεσμική και πολιτική «φυσιογνωμία» των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και, αφετέρου, κινδυνεύει, με συνέπεια την συνακόλουθη διακινδύνευση του ίδιου του πυρήνα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ι. Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και η εντός αυτής οργάνωση της ισορροπίας των «θεσμικών αντιβάρων», ως «κοιτίδα» και «λίκνο» των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται στο σύστημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας δεν είναι, όπως εύστοχα ανέλυσε ο Karl Popper, απλώς ποιός πρέπει να κυβερνά σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή ως ο καταλληλότερος αλλά, πρωτίστως, πως πρέπει να οργανωθούν οι πολιτικοί θεσμοί (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική εξουσία), πλαισιωμένοι από καταστατικούς κανόνες δικαίου, ώστε να εμποδίζεται μια κακή ή και μη ικανή κυβέρνηση ή μια πλειοψηφική -πολιτικά κυρίαρχη- άποψη να προκαλέσει «μεγάλο κακό» στην Πολιτεία.
Α. Για τον λόγο αυτόν πριν απ’ όλα η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, κατά την θεμελιακή ιδιοσυστασία της, συνεπάγεται την οργάνωση και λειτουργία εξισορροπητικών «θεσμικών αντιβάρων» (“checks and balances”), τόσον έναντι της αυθαιρεσίας της κρατικής εξουσίας όσο και έναντι της αυθαιρεσίας των άλλων μελών του κοινωνικού συνόλου. Μέσα σ’ αυτό το θεσμικοπολιτικό πλαίσιο:
-
Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία προϋποθέτει ότι κατά την λειτουργία των πολιτειακών οργάνων, που συγκροτούνται από εκλεγμένους εκπροσώπους, ισχύουν οι κανόνες της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας. Μιας πλειοψηφίας η οποία βεβαίως και αποφασίζει, με αντίστοιχη υποχρέωση της μειοψηφίας να σέβεται τον πλειοψηφικό κανόνα εν ονόματι της δημοκρατικής αρχής. Αλλά και μιας μειοψηφίας, η οποία έχει στην διάθεσή της θεσμοθετημένα μέσα ελέγχου της πλειοψηφίας, κατά την λήψη και εφαρμογή των αποφάσεών της, πράγμα που αποκλείει την παντοδυναμία και, κατ’ επέκταση, την αυθαιρεσία της πλειοψηφίας, ιδίως μετά τη λήψη των αποφάσεων εκ μέρους της.
-
Περαιτέρω, και μπαίνοντας πλέον στο πεδίο των σχέσεων κυβερνώντων και κυβερνωμένων, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία θωρακίζει τον Άνθρωπο, κατά την άσκηση των κανονιστικώς οργανωμένων δικαιωμάτων του, έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας μέσω των θεσμών του Κράτους Δικαίου. Το οποίο, κατά την σύγχρονη εκδοχή του διεθνώς, συνίσταται στον συνδυασμό αφενός κανόνων δικαίου, οι οποίοι διέπουν την εν γένει δομή και δράση των κρατικών οργάνων, συνθέτοντας έτσι την πεμπτουσία της, lato sensu, αρχής της νομιμότητας. Και, αφετέρου, αποτελεσματικών κυρώσεων εναντίων των κρατικών οργάνων –και όχι μόνο, με βάση τα όσα εκτίθενται στην συνέχεια- σε περίπτωση που αυτά παραβιάζουν τους ως άνω κανόνες δικαίου. Συγκεκριμένα:
α) Θεσμική sedes meteriae του Κράτους Δικαίου είναι η ύπαρξη κανόνων διαμορφωμένων σε ιεραρχική τάξη, της οποίας κορυφή είναι, κατά κανόνα, το Σύνταγμα. Κανόνων, οι οποίοι διέπουν την δομή και την δράση όλων, ανεξαιρέτως, των κρατικών οργάνων, ακόμη και των άμεσων. Πλην όμως το Κράτος Δικαίου επιβάλλει οι ως άνω κανόνες δικαίου να είναι πλήρεις, ήτοι leges perfectae, με την έννοια ότι συνοδεύονται από την θεσμοθέτηση κυρωτικών μηχανισμών, οι οποίοι θωρακίζουν την κανονιστική ισχύ τους για το ενδεχόμενο παραβίασής τους. Επομένως, το Κράτος Δικαίου δεν συμβιβάζεται με την πλαισίωση, έστω και μερικώς, της δομής και της δράσης των κρατικών οργάνων από ατελείς κανόνες δικαίου, ήτοι leges imperfectae.
β) Οι κατά τ’ ανωτέρω, εγγυητικοί της αρχής της νομιμότητας, κυρωτικοί μηχανισμοί εμφανίζονται υπό ποικίλες μορφές, συνήθως δε υπό την μορφή «θεσμικού τριπτύχου», το οποίο συνθέτουν ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, ο διοικητικός αυτοέλεγχος και ο δικαστικός έλεγχος. Κατ’ ουσίαν όμως, μόνον ο δικαστικός έλεγχος εφαρμογής της αρχής της νομιμότητας θεωρείται ως πραγματικά αποτελεσματικός κυρωτικός μηχανισμός, απολύτως συμβατός με τις απαιτήσεις του Κράτους Δικαίου, τόσο λόγω της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, η οποία περιβάλλει τον δικαστή κατά την έκδοση των αποφάσεών του, όσο και λόγω της εκτελεστότητας που συνεπάγονται οι δικαστικές αποφάσεις εξαιτίας του παραγόμενου εξ αυτών δεδικασμένου. Εκτελεστότητας, η οποία μάλιστα φθάνει ως τα όρια της αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον αυτού τούτου του νομικού προσώπου του Δημοσίου.
Β. Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και οι όροι άσκησης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το δεύτερο σημείο υπεροχής της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας έγκειται στο ότι, ταυτοχρόνως, κατάγεται από την ιδέα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και εγγυάται την κατά τον προορισμό τους άσκησή τους. Με άλλες λέξεις υπερέχει, διότι οργανώνει θεσμικό ανάχωμα κατά της αυθαίρετης άσκησης των επιμέρους δικαιωμάτων από τα κατ’ ιδίαν υποκείμενά τους, αφού, ιδίως στον σύγχρονο κόσμο, ο Άνθρωπος κινδυνεύει όχι μόνον από την κρατική αυθαιρεσία αλλά και από την αυθαιρεσία των συνανθρώπων του, κυρίως δε εκείνων που, λόγω οικονομικής ισχύος, τουλάχιστον κατά κανόνα, ρέπουν προς μια καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων τους σε βάρος των ασθενέστερων. Αυτό το πλεονέκτημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εξηγείται από το ότι, κατά την θεσμική και πολιτική ιδιοσυγκρασία του, ο Άνθρωπος μπορεί μεν δια της άσκησης των δικαιωμάτων του να υπερασπίζεται ελευθέρως την αξία του και ν’ αναπτύσσει, επίσης ελευθέρως, την προσωπικότητά του. Όμως η αρμονική συνύπαρξη των μελών κάθε κοινωνικού συνόλου, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, απαγορεύει την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών κατά τρόπο που αποβαίνει εις βάρος, από την μια πλευρά, των άλλων μελών του και, από την άλλη πλευρά, αυτού τούτου του κοινωνικού συνόλου, ως ξεχωριστής θεσμικώς οντότητας. Κατά λογική ακολουθία, στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αφενός η ίδια η Ελευθερία και οι επιμέρους εκφάνσεις της, ήτοι τα κατ’ ιδίαν δικαιώματα, δεν ασκούνται άνευ ορίων. Και, αφετέρου και συνακόλουθα, κάθε δικαίωμα ενέχει, εκ φύσεως, και στοιχεία συγκεκριμένων υποχρεώσεων, πράγμα που σημαίνει ότι ουδέν δικαίωμα θεωρείται ως γνησίως αμιγές. Κατά τούτο λοιπόν στο πεδίο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας:
-
Ο Άνθρωπος είναι θωρακισμένος όχι μόνον έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας, αλλά και έναντι της εις βάρος του αυθαίρετης άσκησης δικαιωμάτων εκ μέρους ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων. Αυτή την θεσμική εγγύηση εκφράζει η, διαρκώς διευρυνόμενη, κατοχύρωση μέσω κανόνων δικαίου -ακόμη και συνταγματικής προέλευσης- της τριτενέργειας των δικαιωμάτων, πρωτίστως δε των θεμελιωδών.
-
Κάθε περιορισμός δικαιώματος είναι θεμιτός μόνον όταν προβλέπεται από κανόνα δικαίου, ο οποίος είναι σύμφωνος με τις συνταγματικές περί δικαιωμάτων διατάξεις. Ανεξαρτήτως δε τούτου, κάθε περιορισμός οφείλει να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτρέπει, εν πάση περιπτώσει, την μέσω των περιορισμών τούτων «τήξη» του πυρήνα οιουδήποτε δικαιώματος.
-
Επειδή ο Άνθρωπος υπάρχει και ενεργεί ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, στο οποίο ανήκει:
α) Κάθε δικαίωμα ασκείται υπό τους περιορισμούς, τους οποίους συνεπάγεται –οπωσδήποτε μέσω συγκεκριμένων ρυθμίσεων, που δεν μπορούν να θίξουν τον πυρήνα του- η ανάγκη υπεράσπισης της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης. Δοθέντος ότι χωρίς την θωράκιση της αλληλεγγύης αυτής υφίσταται κίνδυνος ρήξης του εθνικού και κοινωνικού ιστού, άρα γενικευμένη αδυναμία αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων καθενός μέλους του κοινωνικού συνόλου.
β) Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, ήτοι η άσκησή του είτε για άλλο σκοπό από εκείνον, για τον οποίον έχει θεσμοθετηθεί, είτε εκτός των –πάντοτε συνταγματικώς αποδεκτών- κατά την ισχύουσα έννομη τάξη περιορισμών, απαγορεύεται. Και η απαγόρευση αυτή συνοδεύεται, υποχρεωτικώς, από την ενεργοποίηση κυρωτικών μηχανισμών εις βάρος των παραβατών της.
-
Η απλή πρόβλεψη, μέσω κανόνων δικαίου, των δικαιωμάτων δεν αρκεί για την εκπλήρωση της αποστολής τους υπέρ του υποκειμένου τους, εφόσον δεν συνοδεύεται, ιδίως σε περιόδους βαθιάς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που προκαλούν «ασύμμετρες» διευρύνσεις των κοινωνικών ανισοτήτων, από ουσιαστικές εγγυήσεις αποτελεσματικής άσκησής τους στην πράξη.
α) Οι πιο σημαντικές από τις εγγυήσεις αυτές αφορούν την, εκ μέρους των κατά περίπτωση αρμόδιων κρατικών οργάνων, διασφάλιση της ισότητας ευκαιριών των υποκειμένων των επιμέρους δικαιωμάτων, ουσιαστικώς δε την διασφάλιση της ισότητας στην αφετηρία, από την οποία εκκινεί καθένας. Αυτή η ισότητα είναι εκείνη που ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματική έννοιά της, δηλαδή στην έννοια της αναλογικής ισότητας, η οποία προϋποθέτει την ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων αλλά και την άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων.
β) Η προαναφερόμενη έννοια της αρχής της ισότητας κατά την άσκηση των δικαιωμάτων εκ μέρους των υποκειμένων τους εξηγεί, με ιδιαίτερη σαφήνεια, την άρρηκτη σύνδεση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου και τις, σύμφυτες με αυτό, αναγκαίες παρεμβατικές δράσεις του Κράτους. Διότι είναι ακριβώς οι παροχές που μπορεί να διασφαλίσει το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου –κατ’ εξοχήν μέσω των αντίστοιχων κοινωνικών δικαιωμάτων- οι οποίες καθιστούν εφικτή την αποκατάσταση της ισότητας ευκαιριών, συνακόλουθα δε της ισότητας στην αφετηρία. Τούτο σημαίνει ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία δεν νοείται δίχως θεσμικώς οργανωμένο Κοινωνικό Κράτος Δικαίου, πολλώ μάλλον όταν η «Αριστεία» -το κατ’ εξοχήν όχημα θεμιτής σύγκρισης και διάκρισης- δεν νοείται δίχως την διασφάλιση σε καθένα της δυνατότητας υπεράσπισης της αξίας του και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του υπό όρους πραγματικής, κατά το δυνατόν, ισότητας. Επιπλέον, είναι αυτονόητο ότι η ανισότητα, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων εκ μέρους των υποκειμένων τους, υπονομεύει τα θεμέλια του ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού, ως θεμελιώδους στοιχείου και του κλασικού καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος.
ΙΙ. Η διάβρωση των θεσμικών και πολιτικών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας από την επικυριαρχία του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».
Δίχως αμφιβολία, ο σπουδαιότερος κίνδυνος διάβρωσης των θεσμικών και πολιτικών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας προέρχεται από την -εξαιτίας της γενικευμένης οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της υπέρ αυτής, σχεδόν αποκλειστικώς, χρησιμοποίησης της τεχνολογίας- αποδυνάμωση του κανόνα δικαίου, της αρχής της νομιμότητας και, εν τέλει, του Κράτους Δικαίου in globo. Ήτοι της αποδόμησης εκείνων των μέσων κανονιστικής ρύθμισης της κοινωνικής ζωής -σε κάθε κράτος in concreto αλλά και σ’ ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο- τα οποία θωρακίζονται με το τεκμήριο της δημοκρατικής νομιμοποίησης, αμέσως ή εμμέσως. Κορύφωση του κινδύνου τούτου συνιστά η σύγχρονη μετάλλαξη του Δημόσιου Συμφέροντος, υπό την έννοια της θεώρησης ως τέτοιου και του δημοσιονομικού δημόσιου συμφέροντος, δηλαδή του συμφέροντος το οποίο συνίσταται στην απλή σώρευση πλούτου, ακόμη και κρατικού. Αυτή είναι, σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, η διακινδύνευση, η οποία τείνει να πλήξει καιρίως τους θεσμούς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, δια της επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού». Συγκεκριμένα:
Α. Η δια της γενικευμένης «απορρύθμισης» αποδυνάμωση των κανονιστικών θεσμικών βάσεων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Πριν από κάθε άλλη διευκρίνιση, είναι ανάγκη να επισημανθεί ότι η κατά τ’ ανωτέρω κρίση του κανόνα δικαίου είναι μέρος των θεωρούμενων ως «εγγενών» αδυναμιών του Κράτους Δικαίου. Ως εγγενείς, περιγράφονται οι αδυναμίες εκείνες, οι οποίες απορρέουν από τις ατέλειες, θεσμικές και πολιτικές, του ίδιου του Κράτους Δικαίου, υπό την σύγχρονη εκδοχή του. Σύμφωνα με όρους συστημικής ανάλυσης, πρόκειται για ατέλειες των επιμέρους στοιχείων του «συστήματος» του Κράτους Δικαίου, οι οποίες δεν του επιτρέπουν ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις συνέπειες της αυξημένης «εντροπίας» του, όπως μάλιστα «διεγείρεται» από τις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Στις κατά τ’ ανωτέρω «εγγενείς» αδυναμίες, ως προς την αποτελεσματική λειτουργία του Κράτους Δικαίου, πρέπει να προστεθούν και οι -διόλου λιγότερο επικίνδυνες, όπως φαίνεται από την ανάλυση που ακολουθεί- «εξωγενείς» αδυναμίες, οι οποίες απορρέουν κατά κύριο λόγο από την, ραγδαίως εντεινόμενη, επιρροή της, δήθεν, ανάγκης ευρείας «απορρύθμισης» του πεδίου της κοινωνικής και οικονομικής δράσης. Η δε κρίση του κανόνα δικαίου είναι μέρος και των θεωρούμενων, κατά τον τρόπο που εκτέθηκε αμέσως προηγουμένως, γενικότερων «εξωγενών» αδυναμιών του Κράτους Δικαίου. Είναι δε αυτές οι «εξωγενείς» αδυναμίες του Κράτους Δικαίου, με πιο εμφανή την εντεινόμενη «απορρύθμιση», που καταγράφονται ως περισσότερο διαβρωτικές τόσο για τον πυρήνα του όσο και για τον κανόνα δικαίου. Και τούτο διότι η «απορρύθμιση» αυτή συρρικνώνει, δραματικά, το πεδίο της ρυθμιστικής παρέμβασής τους και αποδομεί την δημοκρατική νομιμοποίηση των κρατικών οργάνων -κυρίως δε εκείνων της Εκτελεστικής Εξουσίας- κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
1. Ως προς την έννοια και τις επιδιώξεις της επιχείρησης «απορρύθμιση» επισημαίνονται τ’ ακόλουθα:
α) «Κοιτίδα» της θεωρίας περί «απορρύθμισης» υπήρξε, κατά την δεκαετία του 1950, η Σχολή του Σικάγο και «γεννήτοράς» της ο M. Friedman, επικεφαλής της ακραίως νεοφιλελεύθερης αντίληψης περί μιας αποτελεσματικής δυνατότητας πλήρους «αυτορρύθμισης» της αγοράς.
α1) Κατά την αντίληψη αυτή, σε γενικές γραμμές, οι παραδοσιακές αρχές του καπιταλισμού, ως προς την προσφορά και την ζήτηση, αρκούν, από μόνες τους, για να επιτύχουν την αναγκαία, κάθε φορά, ισορροπία του όλου οικονομικού συστήματος. Ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η ισορροπία αποκαθίσταται αποκλειστικώς δια της εφαρμογής των οικονομικών, αμιγώς, κανόνων της αγοράς. Η κρατική παρέμβαση μόνο «δεινά» μπορεί να προκαλέσει.
α2) Άρα, ο κάθε είδους και έκτασης κρατικός παρεμβατισμός όχι μόνο δεν επιλύει τα προβλήματα των οικονομικών κρίσεων αλλά, όλως αντιθέτως, τα επιδεινώνει. Υπό τα δεδομένα αυτά π.χ. η μέσω της κρατικής παρέμβασης οργάνωση και επέκταση του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, πέρα και έξω από την αυτοδύναμη λειτουργία της αγοράς, αποτελεί «πρόβλημα» και όχι λύση για τις οικονομικές κρίσεις.
β) Κατ’ ακολουθία, η ως άνω αντίληψη περί «αυτορρύθμισης» της αγοράς -και, άρα, του οικονομικού συστήματος- αποκλειστικώς μέσω των κανόνων της προσφοράς και της ζήτησης, προϋποθέτει:
β1) Σταδιακή συρρίκνωση του πεδίου δράσης του Κράτους. «Όσο λιγότερο κράτος τόσο το καλλίτερο». Κάπως έτσι το Κράτος -άρα και το Κράτος Δικαίου, υπό την εκδοχή του ιδίως ως Κοινωνικού Κράτους, και με συνταγματικό μάλιστα έρεισμα-οφείλει να περιορισθεί, περίπου, στον ρόλο του «νυκτοφύλακος κυνός», κατά την αντίληψη των μέσων του 19ου αιώνα.
β2) Επίσης, ανάλογη συρρίκνωση του όγκου των κανόνων δικαίου, οι οποίοι διέπουν την άσκηση των κάθε είδους κρατικών δραστηριοτήτων. Ιδίως δε εκείνων που διέπουν την δραστηριότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας, ως «αιχμής του δόρατος» της όλης κρατικής δραστηριότητας.
2. Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή στην πράξη της προμνημονευόμενης επιχείρησης «απορρύθμιση» μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:
α) Κατά πρώτο λόγο, ακριβώς εξαιτίας της συρρίκνωσης του τομέα παρέμβασης του Κράτους, μεγάλο μέρος του κενού που προκύπτει το καταλαμβάνουν, με την δράση τους, νεοπαγείς φορείς του ιδιωτικού τομέα. Φορείς οι οποίοι, λόγω της καταγωγής τους, στερούνται οιασδήποτε δημοκρατικής νομιμοποίησης. Αυτή δε η έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι εκείνη που αναδεικνύει και το μέγεθος των συνεπειών της φθίνουσας πορείας του Κράτους Δικαίου. Και τούτο, διότι οι φορείς του ιδιωτικού τομέα αναλαμβάνουν έτσι την διεκπεραίωση καθηκόντων, τα οποία συνδέονται ευθέως ακόμη και με την άσκηση δημόσιας εξουσίας stricto sensu. Γεγονός που θίγει τον ίδιο τον πυρήνα του παραδοσιακού Κράτους Δικαίου και, πέραν των άλλων, έρχεται σ’ ευθεία αντίθεση με το ίδιο το Σύνταγμα.
β) Κατά δεύτερο λόγο -και κατά συνέπεια- εκεί όπου η παραδοσιακή κρατική δραστηριότητα ανατίθεται πλέον σε φορείς του ιδιωτικού τομέα, η κανονιστική ρύθμιση της αντίστοιχης δραστηριότητας δεν γίνεται μόνο μέσω των κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης και, άρα, αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης.
β1) Επιχειρείται και μέσω «νεότευκτων» κανόνων ιδιωτικής προέλευσης και έμπνευσης, των οποίων η «νομιμοποίηση» δεν έχει ίχνος δημοκρατικής κάλυψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων κανόνων παρέχουν οι, διαρκώς πολλαπλασιαζόμενοι, παγκόσμιοι χρηματοπιστωτικοί κανόνες, όπως είναι ιδίως οι διεθνείς λογιστικοί κανόνες.
β2) Με την μέθοδο αυτή η γενικότερη συρρίκνωση του Κράτους Δικαίου εκκολάπτει και ανάλογη δραστική συρρίκνωση της δημόσιου χαρακτήρα Έννομης Τάξης, αφήνοντας πεδίο ανάπτυξης σε μια «κανονιστική παραγωγή» ιδιωτικής καταγωγής, με κυρωτικούς μηχανισμούς επίσης ιδιωτικής καταγωγής.
3. Οι προαναφερόμενες εγγενείς αδυναμίες -λόγω των θεσμικών και πολιτικών κενών του- αλλά και οι επίσης προαναφερόμενες σοβαρές ατέλειες του κανόνα δικαίου, κατά την «περιδίνησή» του στο κανονιστικώς άναρχο πεδίο της «απορρύθμισης», συνιστούν τις βασικές αιτίες του δημοκρατικού ελλείμματος, που πλήττει καιρίως το σύγχρονο Κράτος Δικαίου. Ένα δημοκρατικό έλλειμμα το οποίο ανιχνεύεται, και μάλιστα ευκρινώς, από την μια πλευρά στα ολοένα και πολλαπλασιαζόμενα κρούσματα αποδυνάμωσης της αρχής της νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων. Και, από την άλλη πλευρά, στην διαρκώς φθίνουσα πορεία της δημοκρατικής νομιμοποίησης της δράσης αυτής.
α) Τις δημοκρατικές αντηρίδες του σύγχρονου Κράτους Δικαίου υπονομεύει η κρίση της αρχής της νομιμότητας. Δηλαδή, κατ’ ουσίαν, η αδυναμία του δημοκρατικώς θεσπισμένου κανόνα δικαίου να τιθασεύσει κανονιστικώς την δράση των κρατικών οργάνων εν γένει. Γεγονός το οποίο οφείλεται, ιδίως, στο ότι:
α1) Ο κανόνας δικαίου αδυνατεί πια να ρυθμίσει επαρκώς την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, της οποίας αποτελεί εποικοδόμημα. Δοθέντος ότι η ταχύτητα των μεταμορφώσεών της και η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας καθιστούν, πολλές τουλάχιστον φορές, κανονιστικώς ανεπαρκή τον κανόνα δικαίου, ήδη κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του. Επέκεινα, η δράση των κρατικών οργάνων διαμορφώνεται μέσα σ’ έναν -οιονεί άναρχο- κανονιστικό χώρο, η ιδιομορφία του οποίου έγκειται στο ότι δεν παρέχει στην αρμοδιότητα των ως άνω οργάνων στέρεο και σαφές δημοκρατικό υπόβαθρο.
α2) Συνακόλουθα, οι κυρωτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι καλούνται να εγγυηθούν την in concreto τήρηση της αρχής της νομιμότητας, δεν διαθέτουν το αναγκαίο, αναφορικά με την κανονιστική του εμβέλεια, θεσμικό οπλοστάσιο, που θα τους διασφάλιζε τις προϋποθέσεις αποτελεσματικής οριοθέτησης της δράσης των κρατικών οργάνων εντός μιας δημοκρατικώς -και με την δέουσα πληρότητα- οργανωμένης Έννομης Τάξης.
β) Το κατά τ’ ανωτέρω φαινόμενο της «απορρύθμισης», ως μέθοδος περιθωριοποίησης της ρύθμισης της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας μέσω κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης, υποσκάπτει, με την σειρά του, τις δημοκρατικές αντηρίδες του σύγχρονου Κράτους Δικαίου υπό τις εξής δύο, πρωτίστως, εκδοχές:
β1) Πρώτον, η ιδιωτική πρωτοβουλία εξελίσσεται, σε μεγάλο βαθμό, πέρα και έξω από την ρυθμιστική επιρροή δημοκρατικώς διαμορφωμένων κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης. Εξελίσσεται δηλαδή, και μάλιστα με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, υπό την ρυθμιστική επιρροή ατελών κανόνων δικαίου άγνωστης και, εν πάση περιπτώσει, μη δημοκρατικώς δομημένης προέλευσης. Υπό τα δεδομένα αυτά η «αρμοδιότητα» των κρατικών οργάνων, κατά την ανάπτυξη της δράσης τους, χάνει σταδιακώς όχι μόνο την κανονιστική της δύναμη αλλά και την απαραίτητη σύνδεσή της με τους, δημοκρατικής θεσμικής διάστασης, πυλώνες στήριξης του Κράτους Δικαίου.
β2) Δεύτερον, η κατά τ’ ανωτέρω, μειωμένη πλέον, δημοκρατική νομιμοποίηση της «αρμοδιότητας» των κρατικών οργάνων έχει άμεση επίπτωση πάνω στην αντίστοιχη δημοκρατική νομιμοποίηση αυτών τούτων των κρατικών οργάνων-φορέων της «αρμοδιότητας». Με την έννοια ότι αντιστοίχως μειωμένη εμφανίζεται και η δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων τούτων, με τις εντεύθεν αρνητικές συνέπειες ως προς την αναγνώριση του κύρους τους και την αποδοχή της εξουσίας τους εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου. Δεν είναι μάλιστα μακριά από την πραγματικότητα η διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία είναι αυτή η, μειωμένης έκτασης, δημοκρατική νομιμοποίηση των κρατικών οργάνων και των αρμοδιοτήτων τους, που μπορεί να εξηγήσει περαιτέρω το σύγχρονο φαινόμενο της έλλειψης πραγματικών ηγετικών φυσιογνωμιών σε παγκόσμια κλίμακα, κυρίως όμως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου η πραγματική πηγή, από την οποίαν αναβλύζει το γνήσιο ηγετικό φαινόμενο, είναι η μέσω δημοκρατικών διαδικασιών αποδοχή της ηγετικής φυσιογνωμίας και η εκούσια υπαγωγή των πολιτών στις κατά νόμο εκδιδόμενες αποφάσεις της, εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της.
Β. Η μετάλλαξη της κλασικής έννοιας του Δημόσιου Συμφέροντος.
Το Δημόσιο Συμφέρον, ως θεμελιώδης στόχος τον οποίο οφείλει να επιδιώκει το κράτος που οργανώνεται υπό όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, συνιστά, διαχρονικώς, βασικό στοιχείο του πυρήνα της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Επιπλέον, ουδόλως ταυτίζεται -το αντίθετο μάλιστα- με το λεγόμενο «γενικό συμφέρον». Και τούτο διότι το «γενικό συμφέρον» μάλλον συνιστά σταδιακή μετεξέλιξη του «κοινῇ συμφέροντος», το οποίο συναντάται στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής αλλά και νομικής σκέψης και δεν έχει κάποια ουσιαστική συγγένεια με το Δημόσιο Συμφέρον, όπως τούτο προέκυψε αρχικώς και διαμορφώθηκε στην συνέχεια θεσμικώς. Ειδικότερα, το προαναφερόμενο «κοινῇ συμφέρον» είναι η κοινή συνισταμένη του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και συνιστά συνεκτικό κρίκο του συνόλου τούτου, ιδίως με το να καθορίζει τον ιδεατό γενικότερο προσανατολισμό της Πολιτείας και του δικαίου της. Αντιπροσωπευτικές παραμένουν οι αναλύσεις του Αριστοτέλους: «Τό δ’ὀρθόν ληπτέον ἴσως. τό δ’ ἴσως ὀρθόν πρός τό τῆς πόλεως ὃλης συμφέρον καί πρός τό κοινόν τό τῶν πολιτῶν» (Πολιτικά, 1283, c, 40). Για τούτο «ἔστι δέ πολιτικόν ἀγαθόν τό δίκαιον, τοῦτο δ’ἐστί τό κοινῇ συμφέρον» (Πολιτικά, 1282, b, 12). Επέκεινα, «φανερόν τοίνυν ὡς ὅσαι μέν πολιτεῖαι το κοινῇ συμφέρον σκοποῦσιν, αὗται μέν ὀρθαί τυγχάνουσιν» (Αθηναίων Πολιτεία, 1279, a, 18). Την ορθότητα της διαπίστωσης αυτής τεκμηριώνει επαρκώς το γεγονός πως, μολονότι η έννοια του «δήμου» -η οποία αποτελεί βασικό προσδιοριστικό στοιχείο του Δημόσιου Συμφέροντος- είναι θεμελιώδες συστατικό της πολιτειακής οργάνωσης της «Αθηναίων Πολιτείας» και των συγγενών προς αυτήν πολιτειακών οργανώσεων ανά την Αρχαία Ελλάδα, ουδόλως και ουδέποτε το «κοινῇ συμφέρον» εξειδικεύθηκε, στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής γραμματολογίας, ώστε να συνδυασθεί, αμέσως ή εμμέσως, με μια μορφή πραγματικού Δημόσιου Συμφέροντος.
1. Αντιθέτως λοιπόν προς το γενικό συμφέρον, το Δημόσιο Συμφέρον εκπορεύεται όχι από την κοινωνία των πολιτών, αλλ’ από την πολιτική κοινωνία.
α) Και μόνον η ετυμολογική του καταγωγή -πέρα, δηλαδή, και έξω από την όλη θεσμική και πολιτική διαδρομή του, από την αφετηρία του ώς σήμερα- αποτελεί αψευδή μαρτυρία περί αυτού. Και τούτο διότι, με βάση την ετυμολογία, το Δημόσιο Συμφέρον δεν εκπορεύεται τόσο από το εν γένει κοινωνικό σύνολο, αλλ’ από τον «δήμο». Δηλαδή από την οργανωμένη θεσμικώς, και υπό δημοκρατικούς όρους, κρατική εξουσία, η οποία, ακριβώς λόγω της δημοκρατικής της βάσης, νομιμοποιείται να καθορίζει με κανόνες δικαίου τον δημόσιο σκοπό, ο οποίος συνθέτει τον πυρήνα του Δημόσιου Συμφέροντος. Και ο οποίος, λόγω της ως άνω δημοκρατικής του νομιμοποίησης, αφενός «ανήκει» σε όλους τους πολίτες, αφού προέρχεται, εν τέλει, από την θεσμικώς εκπεφρασμένη βούλησή τους, αμέσως ή εμμέσως. Και, αφετέρου και κατά λογική ακολουθία, καθιστά τους πολίτες υποχρέους ως προς την επίτευξή του, προς όφελος του πολιτειακώς οργανωμένου κοινωνικού συνόλου.
β) Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι υπό τ’ ανωτέρω σύγχρονα χαρακτηριστικά του, το Δημόσιο Συμφέρον προέρχεται από τον, ρωμαϊκής καταγωγής, θεσμό της «Res Publica». Ο οποίος μάλιστα αναδείχθηκε, στο πλαίσιο του ρωμαϊκού δικαίου, κατά μετεξέλιξη -σ’ επίπεδο πολιτειακής οργάνωσης, γεγονός που επιτείνει την διαφοροποίησή του από το ως άνω, ελληνικής καταγωγής, «γενικό συμφέρον», το οποίο ουδέποτε συνδέθηκε ευθέως με τον «δήμο»- του, επίσης ρωμαϊκής προέλευσης, θεσμού της «Res Populi». Τούτο συνάγεται ευχερώς ιδίως από την κλασική, πολιτική και νομική, ανάλυση του Κικέρωνος (βλ. π.χ. De Re Publica, I, XXV, 19).
β1) Κατά τον Κικέρωνα, ως «Res Publica» νοείται η κοινή επιδίωξη των πολιτών -ήτοι των εχόντων την «Civitas Romana»- στο πλαίσιο της οποίας καθένας: Πρώτον, συμβάλλει ευθέως, δια της δημοκρατικής οδού, στον προσδιορισμό του αντίστοιχου δημόσιου σκοπού. Εξ ου και είναι οιονεί «ιδιοκτήτης» του, πράγμα που δικαιολογεί την προσφυγή στον όρο «res», ο οποίος παραπέμπει στο εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας. Δεύτερον, είναι βεβαίως φορέας των δικαιωμάτων που παράγονται από την εκπλήρωση του δημόσιου σκοπού, πλην όμως υποχρεούται, αυτοθρόως, ν’ αναγνωρίζει και να σέβεται, στο ακέραιο, τα δικαιώματα όλων των άλλων πολιτών, οι οποίοι συνέβαλαν εξ ίσου στον προσδιορισμό αυτού του δημόσιου σκοπού. Κάπως έτσι εξηγείται η κατά το ρωμαϊκό δίκαιο υποχρέωση αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών, όπως περιγράφεται, με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο, από τον Τίτο Λίβιο και με την μορφή της «Caritas Rei Publicae», στο έργο του «Ab Urbe Condita». Τρίτον -και συνακόλουθα- αυτό το αμάλγαμα επιδίωξης δημόσιου σκοπού, υπό όρους συνδυασμού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορεί να καταστεί πράξη μόνο με βάση το κατάλληλο θεσμικό υπόστρωμα. Αφού μόνο το υπόστρωμα τούτο είναι σε θέση να διασφαλίσει, με τις απαιτούμενες εγγυήσεις καταναγκασμού -θεσμικής πάντοτε προέλευσης- την επέλευση των αναγκαίων κανονιστικών επιπτώσεων του κατά τ’ ανωτέρω αμαλγάματος. Κατά συνέπεια, το ως άνω θεσμικό υπόστρωμα πρέπει να στηρίζεται σε κανόνες δικαίου κανονιστικού περιεχομένου, ήτοι κανόνες δικαίου με γενικό και απρόσωπο χαρακτήρα.
β2) Και είναι ακριβώς αυτοί οι κανόνες δικαίου, πάνω στους οποίους θεμελιώνονται η έννοια και η ουσία της, βασικής για την υπόσταση της «Res Publica», «Juris Consensus». Και τούτο, διότι η τελευταία υποδηλώνει την σημασία της κοινωνίας των πολιτών ως προς την εμπέδωση του εφαρμοστέου δικαίου για την επιδίωξη του Δημόσιου Συμφέροντος. Μάλιστα δε, ανεξάρτητα από το ποιό είναι το πολιτειακό εκείνο όργανο, το οποίο θεσπίζει το δίκαιο αυτό, άρα και την ωφέλεια («Utilitas») που συνιστά τον πυρήνα της «Res Publica». Γι’ αυτό, και σε τελική ανάλυση κατά τον Κικέρωνα, ο «λαός» οργανώνεται, κατ’ αποτέλεσμα, ως η κοινωνία η οποία έχει συναντίληψη όχι ως προς μιαν αφηρημένη σύλληψη της κοινής ωφέλειας. Αλλά ως προς μιαν, άκρως συγκεκριμένη, πεποίθηση για το κανονιστικό πλαίσιο που προσδιορίζει την ωφέλεια αυτή.
2. Υπό την κλασική του έννοια, το Δημόσιο Συμφέρον έχει, μεταξύ άλλων, τα εξής κύρια χαρακτηριστικά:
α) Διαμορφώνεται, ως προς το ειδικότερο περιεχόμενό του, από τον κατά περίπτωση δημόσιο σκοπό που οφείλει, στο πλαίσιο της αρχής της νομιμότητας, να επιδιώξει το εκάστοτε αρμόδιο κρατικό όργανο. Όπου ως δημόσιος σκοπός νοείται ο στόχος, που οφείλει να επιτύχει το όργανο τούτο, πάντοτε προς όφελος του κοινωνικού συνόλου -εξ ου και η διαφορά του από τον «ιδιωτικό σκοπό» και την ατομική του θεσμική ιδιοσυγκρασία, η οποία κυριαρχεί στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου- και πάντοτε υπό τις προϋποθέσεις της αρχής της νομιμότητας, ως προς τον καθορισμό του περιεχομένου αυτού του στόχου.
β) Συνιστά, κατ’ ουσίαν, ωφέλεια υπέρ του in concreto υποκειμένου, όπως τούτο προσδιορίζεται και νομιμοποιείται από τον κανόνα δικαίου που το διέπει, καθορίζοντας, κατά βάση, τον σκοπό τον οποίο η ωφέλεια αυτή υπηρετεί.
γ) Άρα, υποκείμενό του και φορέας του είναι από την μια πλευρά το, lato sensu, Δημόσιο, αφού ο προσανατολισμός της δράσης του καθορίζεται από το in concreto Δημόσιο Συμφέρον. Αλλά, περαιτέρω, και οι πολίτες εκείνοι που συνέβαλαν, αμέσως ή εμμέσως μέσω της θεσμοθετημένης δημοκρατικής διαδικασίας, στην διαμόρφωσή του.
δ) Κατά λογική ακολουθία -και σε τελική ανάλυση- το πεδίο πραγμάτωσης του Δημόσιου Συμφέροντος οριοθετείται τόσον από τους φορείς των δικαιωμάτων εκείνων, τα οποία θεμελιώνει το οικείο Δημόσιο Συμφέρον. Όσο και από την, σύμφωνα με τα δικαιώματα αυτά, ελευθερία προστασίας της αξίας του Ανθρώπου και ανάπτυξης της προσωπικότητάς του αλλά και από την, εξίσου σύμφυτη με τα ως άνω δικαιώματα, παρεμβατική δραστηριότητα του Κράτους για την στοιχειώδη εγγύηση σεβασμού της στην πράξη.
3. Επειδή, κατά την φύση του, το Δημόσιο Συμφέρον συγκεκριμενοποιείται από τις διατάξεις που συνθέτουν την θεσμική φυσιογνωμία του:
α) Εξ ορισμού συνιστά έννοια νομική.
β) Πλην όμως έννοια νομικώς αόριστη. Γεγονός που μεταθέτει την συγκεκριμενοποίησή της από την μια πλευρά στο διοικητικό όργανο, το οποίο έχει την αρμοδιότητα υπηρέτησής του. Και, από την άλλη πλευρά, συνήθως στον αρμόδιο διοικητικό δικαστή, ο οποίος έχει την δικαιοδοσία δικονομικής επαλήθευσης του νομικού συλλογισμού του διοικητικού οργάνου.
4. Το ως άνω Δημόσιο Συμφέρον, επίσης κατά την φύση του, ουδέποτε μπορεί να ταυτισθεί με το ταμειακό δημόσιο συμφέρον. Δηλαδή το συμφέρον εκείνο του Δημοσίου, το οποίο εξαντλείται στην απλή εξασφάλιση πόρων υπέρ τούτου. Αφού οι πόροι αυτοί, εξ ορισμού, δεν νοούνται αυτοτελώς, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με το πραγματικό Δημόσιο Συμφέρον που υπηρετούν, όπως τούτο προσδιορίζεται από τις οικείες διατάξεις, οι οποίες όμως ουδόλως μπορούν να εκφράζουν μιαν αμιγώς οικονομική λογική. Κλασικό παράδειγμα μιας τέτοιας μετάπτωσης του ταμειακού συμφέροντος σε Δημόσιο Συμφέρον συνιστά ο Προϋπολογισμός. Στο πλαίσιο του οποίου, τα ποσά των εσόδων συνδέονται ρητώς με τον σκοπό που πρέπει να χρηματοδοτήσουν κατά την εκτέλεσή του, υπό τους κατ’ ιδίαν όρους του. Κατά τούτο λοιπόν η, άμεση ή έμμεση, μετάλλαξη του γνήσιου Δημόσιου Συμφέροντος σε ταμειακό, συνιστά αλλοίωση του πυρήνα του και, συνακόλουθα, της θεσμικής και οικονομικής του φύσης.
α) Και όμως, πολλά είναι εκείνα τα «δείγματα γραφής», τα οποία αποδεικνύουν ότι το κατά τ’ ανωτέρω Δημόσιο Συμφέρον έχει χάσει, εν πολλοίς, την κλασσική του θεσμική και πολιτική φυσιογνωμία, αφού έχει διευρυνθεί επικινδύνως, με την έννοια ότι στον ίδιο τον πυρήνα του κατατάσσεται πλέον και το λεγόμενο «ταμειακό συμφέρον». Με άλλες λέξεις η σώρευση χρήματος από τα, lato sensu, κρατικά όργανα για την επιδίωξη συγκεκριμένων μορφών Δημόσιου Συμφέροντος. Υπό τα δεδομένα αυτά το «ταμειακό συμφέρον», το οποία στα προηγούμενα χρόνια λειτουργούσε απλώς και μόνον δευτερογενώς, συγκεκριμένα δε ως μέσο εξυπηρέτησης του «γνήσιου» Δημόσιου Συμφέροντος, αποκτά πρωτογενή θεσμική οντότητα, αφού φθάνει να θεωρείται ως πρωταρχικός στόχος, δίχως την επίτευξη του οποίου καθίσταται, στην πράξη, ουσιαστικώς ανέφικτη η επιδίωξη των επιμέρους μορφών του «γνήσιου» Δημόσιου Συμφέροντος. Καθίσταται, λοιπόν, καταφανές ότι και αυτή η μετάλλαξη του Δημόσιου Συμφέροντος αποτελεί μιαν επιμέρους πτυχή της κατά τ’ ανωτέρω επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».
β) Το, υπό τα ως άνω δεδομένα, μεταλλαγμένο Δημόσιο Συμφέρον απαντάται με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα.
β1) Πριν απ’ όλα απαντάται στα κράτη εκείνα -όπως η Ελλάδα μέχρι πρότινος- τα οποία τελούν υπό εποπτεία αυστηρών μνημονιακών προγραμμάτων. Στα κράτη αυτά η αναγκαστική επίτευξη συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων, και μάλιστα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αναβαθμίζει το δημοσιονομικό Δημόσιο Συμφέρον σε τέτοιο βαθμό, ώστε το καθιστά πρωτεύον σε σχέση με το κλασικό «γνήσιο» Δημόσιο Συμφέρον.
β2) Τούτο όμως δεν απαντάται μόνον στο πλαίσιο της in concreto κρατικής δράσης. Μπορεί εύκολα ν’ ανιχνεύσει κανείς μια τέτοια μετάλλαξη του, lato sensu, Δημόσιου Συμφέροντος τόσο σ’ ευρωπαϊκό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Έτσι π.χ.:
-
Σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο, η αναβάθμιση του δημοσιονομικού Δημόσιου Συμφέροντος εμφανίζεται ως, οιονεί φυσική, απόρροια της δημιουργίας του ESM («European Stabillity Mechanism»), ήτοι του οργάνου στήριξης των κρατών-μελών που βρίσκονται σε οικονομική δυσχέρεια. Και δη ως οργάνου που πρέπει να μετεξελιχθεί σε ένα είδος Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου.
-
Τέλος, σε διεθνές επίπεδο, μια τέτοια αναβάθμιση του δημοσιονομικού Δημόσιου Συμφέροντος -άρα και η αντίστοιχη επικυριαρχία του «οικονομικού» επί του «θεσμικού»- εμφανίζεται ως, επίσης οιονεί φυσική, απόρροια του ολοένα και ενδυναμούμενου ρόλου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο υπήρξε, άλλωστε, ως σήμερα ο κύριος «παραγωγός» των προαναφερόμενων αυστηρών μνημονιακών προγραμμάτων.
Επίλογος
Στην προσπάθεια αντιμετώπισης του κατά τ’ ανωτέρω φαινομένου της επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού» -άρα στην προσπάθεια υπεράσπισης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατ’ εξοχήν μέσω της θωράκισης του Κράτους Δικαίου και της βασικής συνιστώσας του, του κανόνα δικαίου- η Έννομη Τάξη μπορεί- ν’ αναζητήσει συμμάχους.
Α. Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι κύριος σύμμαχος θα ήταν, και μάλιστα με πολλές δυνατότητες και αντίστοιχες προσδοκίες ο, lato sensu, Νομοθέτης. Ξεκινώντας από τον Εθνικό Νομοθέτη, που διαθέτει την δύναμη παραγωγής δημοκρατικώς νομιμοποιημένων κανόνων δικαίου, με θεσμικό «εγχειρίδιο» τον τυπικό νόμο και την κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενη, από την Εκτελεστική Εξουσία, κανονιστική διοικητική πράξη. Και φθάνοντας ως την διεθνή, και πάλι υπό την ευρεία του όρου έννοια, Νομοθετική Εξουσία, εντός της οποίας αποκτά ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, αυτή η πρώτη «συμμαχία» δεν έχει, κατά γενική ομολογία, αποδώσει ως τώρα τ’ αναμενόμενα.
Β. Πραγματικός θεσμικός «σύμμαχος» του Κράτους Δικαίου και του κανόνα δικαίου είναι εκείνος, στον οποίο μπορεί -και πρέπει-να επενδυθούν οι βάσιμες προσδοκίες ουσιαστικής και αποτελεσματικής συμπαράστασης. Πρόκειται για τον Δικαστή -Εθνικό, Ευρωπαίο καθώς και για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- μέσ’ από την οργάνωση και την λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ειδικώς ως προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οφείλω -όχι μόνον εκ μέρους της Ελλάδας αλλά και εκ μέρους της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης- να επισημάνω ότι την αλήθεια του ως άνω συμπεράσματος αποδεικνύει η νομολογία του αναφορικά με την Κυπριακή Δημοκρατία. Και τούτο διότι η νομολογία αυτή υπερασπίσθηκε αποφασιστικώς τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας και των πολιτών της -δηλαδή ευρωπαίων πολιτών- έναντι των ωμών παραβιάσεών τους από την Τουρκία και από τα στρατεύματα κατοχής που διατηρεί, κατά παράβαση κάθε έννοιας Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, στο Κυπριακό έδαφος.
1. Ίσως το συμπέρασμα αυτό να φαίνεται, prima facie, αντιφατικό, αν αναλογισθεί κανείς αφενός ότι η ευθεία δημοκρατική νομιμοποίηση του Δικαστή υπολείπεται σαφώς εκείνης του Νομοθέτη. Και, αφετέρου, η Δικαστική Εξουσία εν γένει δεν έχει ως τώρα αναπτύξει, μέσα σ’ αυτή τη «σκοτεινή» οικονομική και κοινωνική συγκυρία, όλες τις δυνάμεις αντίστασης, τις οποίες διαθέτει θεσμικώς, έναντι των διαβρωτικών επιθέσεων που υφίσταται ο κανόνας δικαίου, η Έννομη Τάξη και το Κράτος Δικαίου.
2. Αν όμως εμβαθύνει κανείς και στην παράδοση και στα θεσμικά αποθέματα που διαθέτει η Δικαιοσύνη και με τα οποία θωρακίζεται ο Δικαστής, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας, θ’ αντιληφθεί ότι η αποτελεσματική ενεργοποίησή του προς αυτή την κατεύθυνση είναι περισσότερο πιθανή ή και αναμενόμενη σε σχέση με τις προσδοκίες που αφορούν το Νομοθέτη. Αρκεί να το θελήσει, βεβαίως με την ώθηση της επιστήμης και της ίδιας της κοινωνίας, σε μια κοινή πορεία υπεράσπισης των δημοκρατικών θεσμών.