Σημεία αντιφώνησης κατά την απονομή τιμητικής διάκρισης του Δήμου Ερμιονίδος

Κύριε Δήμαρχε,

Η τιμή που μόλις επιδαψιλεύσατε στο πρόσωπό μου, υπό την ιδιότητά μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία έλαβε μάλιστα χώρα στο πλαίσιο της αυτονόητης εδώ παρουσίας μου, ως αποτελέσματος της ιστορικώς οφειλομένης ανταπόκρισής μου στην ευγενική πρόσκλησή σας να παραστώ στις επετειακές εκδηλώσεις μνήμης ενός θρυλικού τέκνου αυτή της Γης, του Μεγάλου Αγωνιστή της Εθνεγερσίας του 1821, Αρσενίου Κρέστα, του θρυλικού Παπαρσένη, με επιφορτίζει με το Ιερό Χρέος να φανώ άξιός της, διαφυλάσσοντας τις μεγάλες παρακαταθήκες του υπέρ Πατρίδας και Θρησκείας Ιερού Αγώνα του, όπως και της μαρτυρικής Θυσίας του.

Ι. Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, ν’ αναφερθώ, έστω δι’ ολίγων και κατ’ ανάγκην αποσπασματικώς, στην προσωπικότητα του Παπαρσένη και στην μέχρις αυτοθυσίας προσφορά του στον μεγαλειώδη ξεσηκωμό του Γένους μας κατά των κατακτητών, ύστερα από τέσσερις αιώνες οθωμανικής σκλαβιάς.

Α. Ως γνωστόν, ο Παπαρσένης γεννήθηκε στο Κρανίδι το 1773, βαπτίσθηκε στο όνομα Αλέξανδρος και ήταν γιος του γεωργού Γεωργίου Κρέστα.

1. Αρχικά εντάχθηκε ως δόκιμος μοναχός στην Μονή Ζωοδόχου Πηγής του Πόρου. Όταν χειροτονήθηκε διάκονος από τον Επίσκοπο Δαμαλών (Τροιζήνος) Ιωνά, έλαβε το όνομα Αρσένιος. Επειδή εκτιμήθηκε πολύ η φιλομάθειά του, αρχικά εστάλη για ανώτερη εκπαίδευση στην περίφημη Σχολή της Δημητσάνας -στους αποφοίτους της οποίας συμπεριλαμβάνεται και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε′- ενώ κατόπιν παρακολούθησε μαθήματα στην ονομαστή Σχολή (Ακαδημία) των Κυδωνιών (Αϊβαλί Μικράς Ασίας). Μετά την αποφοίτησή του από την τελευταία πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και έλαβε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Στην συνέχεια, προσελήφθη ως Γραμματέας στα γραφεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τοποθετήθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα στις εξωτερικές υποθέσεις, κατά την προεπαναστατική περίοδο.

2. Λίγο πριν από το 1818, και επειδή είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη προεπαναστατικών διεργασιών, κατεβαίνει στο Κρανίδι, αναλαμβάνοντας το έργο του Δασκάλου στην ιδιαίτερη Πατρίδα του, ταυτόχρονα μ’ εκείνο του Ιεροκήρυκα του Ευαγγελίου. Τότε, ασχολήθηκε εντατικά με την προετοιμασία του υπόδουλου Έθνους για τον επικείμενο μεγάλο ξεσηκωμό, επισκεπτόμενος τα νησιά Σπέτσες και Ύδρα και συνεργαζόμενος με «ομοϊδεάτες» του στα γειτονικά χωριά του «Κάτω Νεχαγιέ» (Ερμιονίδας).

3. Στις 26 Νοεμβρίου 1818, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, με τον βαθμό του Ιερέα των Φιλικών, από τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη, Φιλικό και μετέπειτα πολιτικό, Γεώργιο Πάνου.

Β. Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, ο Παπαρσένης δίνει ένα βροντερό «παρών» στο πεδίο των μαχών, με απαράμιλλη μαχητικότητα και πλήρη αυταπάρνηση. Έτσι:

1. Αναδεικνύεται αμέσως οπλαρχηγός των Κρανιδιωτών αλλά και ολόκληρης της Επαρχίας του «Κάτω Νεχαγιέ» (Ερμιονίδας), με τον διορισμό του ως αρχηγού της Ερμιονίδας να υπογράφεται στην Ύδρα, στις 25 Μαρτίου 1821. Συγκαλεί, μαζί με λοιπούς Καπεταναίους της Πελοποννήσου, την Δημογεροντία Κρανιδίου, την 1η Απριλίου 1821, η οποία, αφού κάλεσε τους υπόδουλους Έλληνες στα όπλα για την απόκτηση της πολυπόθητης Ελευθερίας τους, έδωσε εντολή στον Παπαρσένη να κινηθεί για την απελευθέρωση του Ναυπλίου και, γενικώς, ν’ αγωνισθεί όπου η Πατρίδα τον είχε ανάγκη. Ο Παπαρσένης, κληρικός και συνάμα επαναστάτης, τελεί την Θεία Λειτουργία στο Ναό της Πάνω Παναγίας (Σύναξη της Θεοτόκου) Κρανιδίου, μεταλαμβάνει όλα τα παλληκάρια του και εκδίδει, την ίδια μέρα, διαταγή κίνησης των στρατευμένων.

2. Έτσι, λαμβάνει μέρος στην πρώτη πολιορκία του Ναυπλίου από τις Ελληνικές Δυνάμεις. Συγκεκριμένα, μ’ εντολή του Παπαρσένη, το εκστρατευτικό σώμα των Κατωναχαϊτών ξεκίνησε για το Ναύπλιο, χωρισμένο σε τρεις ομάδες από την ξηρά και σε άλλες τρεις ομάδες από την θάλασσα. Ο Παπαρσένης οχυρώθηκε στην ανατολική πλευρά του Παλαμηδίου, μαζί με τους συμπατριώτες του, πολιορκώντας το Ναύπλιο. Η πρώτη πολιορκία δεν έφερε, για διάφορους λόγους, αποτέλεσμα. Χωρίς καθυστέρηση, ξεκίνησε και η δεύτερη πολιορκία του Ναυπλίου, αφού προηγουμένως έφτασε στο Άργος ο Σπετσιώτης Γκίκας Μπότασης, ο οποίος, μαζί με τον Παπαρσένη και άλλους οπλαρχηγούς, ενεθάρρυναν τους στρατιώτες τους να συνεχίσουν με πείσμα την προσπάθεια κατάληψης της Πόλης.

3. Ο Παπαρσένης, όμως, επέδειξε αποφασιστικότητα και ηρωϊσμό στο ακόλουθο συμβάν, που έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας του Ναυπλίου. Συγκεκριμένα, όταν ο Κεχαγιάμπεης Μουσταφάς εστάλη, στις 24 Απριλίου 1821, για να πολιορκήσει το φρούριο του Άργους και να καταλάβει την Πόλη, ο Παπαρσένης, με Κρανιδιώτες, Σπετσιώτες και Αργείους, προσπάθησε να τον αναχαιτίσει στο φράγμα του ποταμού Ξηριά ή Ξεριά. Επειδή η μάχη υπήρξε άνιση, οι εξεγερμένοι Έλληνες αναγκάσθηκαν να οπισθοχωρήσουν, μ’ ένα τμήμα των Αργείων να καταφεύγει στη Μονή Κατακεκρυμμένης, μαζί με τον Παπαρσένη και τον Δημήτριο Τσώκρη. Παρότι επικηρυγμένος από τον Κεχαγιάμπεη, ο Παπαρσένης κατάφερε, με το σπαθί στο χέρι, να διασχίσει, μαζί με τα παλληκάρια του, το στρατόπεδο των εχθρών, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Έτσι διεσώθησαν, προκειμένου να μπορέσουν να συνεχίσουν τον Αγώνα, ενώ ο Κεχαγιάμπεης έφτασε στο Ναύπλιο και έλυσε την δεύτερη πολιορκία της Πόλης από τους Έλληνες.

4. Τον Παπαρσένη, όμως, τον ξανασυναντάμε ως πρωταγωνιστή και στην τρίτη πολιορκία του Ναυπλίου.

α) Αυτή ξεκίνησε όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης απέστειλε στο Ναύπλιο, ως αρχηγό των Ελλήνων πολιορκητών, τον Νικήτα Σταματελόπουλο, τον ηρωϊκό, Νικηταρά, τον οποίο συνόδευαν πενήντα Καρυτινοί. Αυτός κατέβηκε στην Αργολίδα την 15η Μαΐου 1821 και ξανάρχισε την πολιορκία της Πόλης, έχοντας στο πλευρό του τον Παπαρσένη, τον Στάικο Σταϊκόπουλο και άλλους ντόπιους οπλαρχηγούς. Όταν οι Τούρκοι, πιεσμένοι από την πείνα, κατευθύνθηκαν προς το Κατόγλι γι’ αναζήτηση τροφής, συγκρούσθηκαν με τις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Ο Παπαρσένης, από κοινού με τους αδελφούς Νικήτα και Νικόλαο Σταματελόπουλο, τους κατατρόπωσαν, τρέποντας τους σε φυγή.

β) Ακολουθούν διάφορες σημαντικές εξελίξεις στο εσωτερικό του «στρατοπέδου» των Ελλήνων, με κυριότερες την αντικατάσταση του Νικηταρά από τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, ως επικεφαλής των πολιορκητών του Ναυπλίου, αλλά και η άφιξη, τον Ιούνιο του 1821, στην Ύδρα του Δημητρίου Υψηλάντη, ως πληρεξουσίου του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής. Ο Υψηλάντης, μέσω Σπετσών, φθάνει στο Άστρος Κυνουρίας και πηγαίνει στο στρατόπεδο των Βερβένων. Τέλος, η πτώση της Τρίπολης, τον Σεπτέμβριο του 1821, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το φρόνημα των πολιορκητών του Ναυπλίου, οι οποίο απέκρουσαν επιτυχώς τις εξόδους από την Πόλη που επιχείρησαν οι Τούρκοι.

5. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ο Παπαρσένης εγκατέλειψε, για κάποιο διάστημα, την πολιορκία του Ναυπλίου και την θέση του κατέλαβε ο Κρανιδιώτης οπλαρχηγός Αναγνώστης Ζέρβας. Διότι, από τις αρχές Ιουνίου του 1821, ένοπλο εκστρατευτικό σώμα, με 200 Κατωναχαΐτες, υπό την αρχηγία του Παπαρσένη και του Νικηταρά, έσπευσε προς ενίσχυση του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που αγωνιζόταν κατά των πασάδων Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Στα μέσα Ιουνίου το στρατιωτικό σώμα του Παπαρσένη στρατοπεδεύει στα Μεγάλα Δερβένια –όπως γνωρίζετε, η λέξη δερβένι σημαίνει την «κλεισούρα», το μέρος δηλαδή όπου η διάβαση είναι στενή- της Μεγαρίδας, προκειμένου ν’ ανακόψει την διάβαση των δύο αυτών πασάδων από τον Ισθμό και την κάθοδό τους στην Πελοπόννησο. Στο ένοπλο αυτό σώμα των εξεγερμένων Ελλήνων, που εστάλη στα Μεγάλα Δερβένια της Μεγαρίδας, προστέθηκε στην συνέχεια, μ’ εντολή του Κολοκοτρώνη, και ο Ερμιονίτης οπλαρχηγός Γιάννης Μήτσας.

6. Ξαναγυρίζοντας στην πολιορκία του Ναυπλίου, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι επικεφαλής των Ελληνικών Δυνάμεων και υπεύθυνοι για την διεξαγωγή της πολιορκίας, Νικηταράς και Παπαρσένης, αποδέχθηκαν το σχέδιο για «άλωση εξ εφόδου», που πρότεινε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος, από τα τέλη Νοεμβρίου του 1821, είχε καταφθάσει στο Άργος μαζί με τον Κολοκοτρώνη. Στην έφοδο, που έλαβε χώρα την νύκτα της 3ης προς την 4η Δεκεμβρίου 1821, υπό την αρχηγία του Νικηταρά και με την παρουσία του Δημητρίου Υψηλάντη, συμμετείχε, εκτός των άλλων οπλαρχηγών, και ο Παπαρσένης, επιχειρώντας από ξηρά, μαζί με 150 Κατωναχαΐτες. Στόχος της επίθεσής τους ήταν η γέφυρα του Παλαμηδίου. Η επίθεση δεν πέτυχε διότι, λόγω κακών καιρικών συνθηκών, δεν κατέστη δυνατός ο συντονισμός των Ελληνικών πλοιαρίων.

7. Στις αρχές του 1822, η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε να διοργανώσει εκστρατεία για την κατάληψη της Λαμίας, και το εν λόγω εγχείρημα το ανέθεσε στον Πρόεδρο του Βουλευτικού, Δημήτριο Υψηλάντη, συνεπικουρούμενο από τον Νικηταρά, τον Παπαρσένη και τον Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο, που είχαν υπό τις διαταγές τους 700 στρατιώτες. Ύστερα από σύσκεψη του Υψηλάντη με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τους άλλους οπλαρχηγούς στην Κάτω Τιθορέα, έγινε, την 1η Απριλίου 1822, απόβαση στον Αχινό, λίγα χιλιόμετρα από την Στυλίδα. Η Στυλίδα κατελήφθη τελικώς από τους Έλληνες, οι οποίοι οχυρώθηκαν σε αυτήν. Σ’ εκείνες τις μάχες διακρίθηκε ο Παπαρσένης, καθώς συνεργάσθηκε στην Αγία Μαρίνα με το εκστρατευτικό σώμα του Δημητρίου Υψηλάντη, του Ανδρούτσου και του Νικηταρά, με αποτέλεσμα να καθηλώσουν τους Οθωμανούς, που διέθεταν δύναμη 18.000 οπλιτών, για δύο εβδομάδες στο ίδιο σημείο.

8. Ο Παπαρσένης όμως πολεμά και κατά του Δράμαλη, όταν ο τελευταίος, αποβλέποντας στο να λύσει την πολιορκία του Ναυπλίου, προχώρησε προς το Άργος και στρατοπέδευσε έξω από την Πόλη, στις 12 Ιουλίου 1822, ενώ την επόμενη ημέρα εισήλθε σε αυτήν. Ο Γέρος του Μοριά, που διέθετε στρατηγικό νου, θέλησε να καθυστερήσει τις εχθρικές δυνάμεις, για να χάσουν πολύτιμο χρόνο και να αυτοεγκλωβισθούν, εάν ήταν δυνατό, στον Αργολικό κάμπο. Στο πλαίσιο της κατάληψης επίκαιρων θέσεων από τους Έλληνες, προκειμένου να πετύχουν αυτόν τον στόχο, μεταξύ άλλων κινήσεων προβλέφθηκε και η ακόλουθη: Ένοπλα τμήματα Κατωναχαϊτών συγκρότησαν ομάδες «κρούσης και άμυνας», υπό την αρχηγία και καθοδήγηση του Παπαρσένη, των Μητσαίων (Γιάννη και Σταμάτη) από την Ερμιόνη, αλλά και των Κρανιδιωτών Αναγνώστη Ζέρβα και Νικολάου Λάμπρου. Οχυρώθηκαν στο χωριό Στεφάνι, έξω από τις Μυκήνες (Χαρβάτι), για να ελέγχουν τον ανεφοδιασμό του Δράμαλη από την Κόρινθο και, κυρίως, τα στενά των Δερβενακίων (σε συνεργασία πάντοτε με τον Νικηταρά). Ο Δράμαλης παγιδεύθηκε στο Άργος αλλά, τελικώς, αποφάσισε να γυρίσει στην Κόρινθο από τον ίδιο δρόμο, λόγω καταπόνησης του στρατού του, και ενώ ήδη προετοίμαζε κρυφά τα επόμενα σχέδιά του. Στον δρόμο του προς την Κόρινθο, θα λύσει την πολιορκία του Ναυπλίου, στις 12 Ιουλίου 1822.

9. Ο Κολοκοτρώνης, αντιληφθείς εγκαίρως ότι ο Δράμαλης θα επέστρεφε στην Κόρινθο, έσπευσε να οχυρώσει καίριες θέσεις στην διαδρομή Άργους – Κορίνθου. Στον Άγιο Σώστη έσπευσαν, με εντολή του Κολοκοτρώνη, ο Νικηταράς, ο Παπαρσένης, οι Μητσαίοι, ο Υδραίος Δημήτριος Κριεζής και άλλοι πολέμαρχοι, οι οποίοι οχυρώθηκαν εκεί. Στις 26 Ιουλίου 1822, στο στενό του Δερβενακίου (Αγριλόβουνο και Παναγορράχη), κοντά στον Άγιο Σώστη, και ακολούθως στην στενωπό του Αγιονορίου (όπου ο Δράμαλης βρήκε προσωρινά διέξοδο), στις 28 του ίδιου μήνα, οι Έλληνες συνέτριψαν τους Τούρκους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Δράμαλης έφτασε ηττημένος στην Κόρινθο, όπου στα τέλη Οκτωβρίου απεβίωσε, ο Κολοκοτρώνης ανακηρύχθηκε, ύστερα από απαίτηση των οπλαρχηγών, Αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, ενώ ο Παπαρσένης προσέθεσε νέα ανδραγαθήματα στο, ήδη πλούσιο, ιστορικό των Αγώνων του για την Ελευθερία της Πατρίδας.

10. Στην συνέχεια, ο Παπαρσένης, μαζί με τους Κατωναχαΐτες στρατοπέδευσε εκ νέου στο Κατζίγκρι και πήρε μέρος, για τελευταία φορά, στην τέταρτη πολιορκία του Ναυπλίου.

α) Όταν, στα μέσα Οκτωβρίου του 1822, ο Ντελή Αχμέτ καταφέρνει να εφοδιάσει το Ναύπλιο -καθώς βρήκε αφύλακτα τα στενά των Δερβενακίων- ο Κολοκοτρώνης διατάσσει αμέσως να τοποθετηθούν φρουρές στην περιοχή. Ειδικά στο χωριό Δερβενάκι οργανώθηκε καταυλισμός, για να εμποδισθεί η δίοδος των Τούρκων μέσω αυτού του στενού περάσματος, από 250 Αρκάδες, 100 πολεμιστές από το Κουτσοπόδι και ένα μικρό τμήμα των Κρανιδιωτών υπό τον Παπαρσένη.

β) Ο Κολοκοτρώνης είχε αντιληφθεί, και πάλι εγκαίρως, ότι ο Ντελή Αχμέτ ετοιμαζόταν για κάθοδο, με πολύ στρατό, από την Κόρινθο στο Ναύπλιο, οπότε ετοίμασε την αποστολή 6.000 ανδρών για να εμποδίσουν τους Τούρκους να διαβούν την στενωπό του Αγίου Σώστη. Για τον σκοπό αυτό, διέταξε να φυλαχθούν σωστά τα στενά από τους Νικηταρά, Παπαρσένη, Κολιό Μπακόπουλο ή Δαρειώτη, καθώς και τον Χατζηχρήστο. Συγκεκριμένα, η διαταγή του Γέρου του Μοριά ήταν να κατασκευασθούν μόνιμα ταμπούρια και τρεις πύργοι σε ικανή απόσταση ο ένας από τον άλλον. Την φύλαξη του περάσματος ανέλαβαν ο Νικηταράς και ο Παπαρσένης.

γ) Σαν από ένστικτο, την προηγουμένη ημέρα της μάχης, ο Παπαρσένης φέρεται να είπε στον Νικηταρά: «Αύριο το κεφάλι μου θα μείνει εδώ· όμως σπειρί σιτάρι δεν θα περάσει δια το Ναύπλιον». Ενώ το πρωΐ της 27ης Νοεμβρίου 1822 η επίθεση των Τούρκων αποκρούσθηκε, την νύκτα της 27ης προς την 28η Νοεμβρίου μια ομάδα 150 περίπου Οθωμανών κατάφερε, μέσ’ από ένα αφύλακτο μονοπάτι, να φθάσει στον Άγιο Σώστη και να αιφνιδιάσει τον Παπαρσένη και τα παλληκάρια του. Στο πεδίο της μάχης έπεσε ο Παπαρσένης, δεχθείς μια σφαίρα στο κεφάλι. Μάλιστα, το κεφάλι του, όπως και αυτό του ανεψιού του, Παντελή ή Μιχελή Χρυσίνα, τα είχε πάρει ως τρόπαιο ένας οθωμανός ιππέας. Ο Φωτάκος, υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, τον κυνήγησε, με αποτέλεσμα να τον εξαναγκάσει τελικώς να πετάξει τα κεφάλια, τα οποία ακολούθως περιμάζεψε και τα πήγε στον Άγιο Σώστη. Στον λόγο του, στην εξόδιο ακολουθία του Παπαρσένη, ο Κολοκοτρώνης τόνισε, μεταξύ άλλων, πόσο μεγάλο κενό αφήνει στον Αγώνα του Γένους ο χαμός του Ηρωϊκού Κρανιδιώτη Ιερωμένου και συναγωνιστή του.

ΙΙ. Δύο είναι, όπως πιστεύω, τα σημαντικά συμπεράσματα, τα οποία μπορούμε και οφείλουμε να συναγάγουμε από τον ηρωϊκή ζωή και τον μαρτυρικό θάνατο του Παπαρσένη:

Α. Η ζωή και, κατ’ εξοχήν, ο ηρωϊκός θάνατος του Παπαρσένη συνθέτουν εμβληματικές αιματοβαμμένες ψηφίδες της ανεκτίμητης προσφοράς και συμβολής της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας και του Ιερού Κλήρου της στους Αγώνες του Λαού μας και του Έθνους μας για την υπεράσπιση της Πατρίδας μας. Εμείς, οι Έλληνες, έχουμε Ιερό Χρέος ν’ αναγνωρίζουμε, στο διηνεκές, και να σεβόμαστε, στο ακέραιο, την αδιαμφισβήτητη αλήθεια της προσφοράς και της συμβολής της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Ιερού Κλήρου της στην υπεράσπιση της Πατρίδος, όπως άλλωστε η αλήθεια αυτή καταγράφεται, με ιστορικώς αμάχητα τεκμήρια, και αποτυπώνεται, εμμέσως πλην σαφώς, σε όλα, ανεξαιρέτως, τα Δημοκρατικά μας Συντάγματα.

Β. Η Ελευθερία συνιστά για κάθε Έλληνα βιωματική αξία, δηλαδή conditio sine qua non της ίδιας της ύπαρξής του και είμαστε έτοιμοι να την υπερασπισθούμε έναντι οιασδήποτε επιβουλής. Αυτό δεν θα πρέπει, ποτέ, να το λησμονεί κανείς στο πλαίσιο της ευρύτερης Διεθνούς Κοινότητας, εντός της οποίας, με κύριο σκοπό την προαγωγή της Ειρήνης και της συνεργασίας με άλλους Λαούς, πορεύεται η Πατρίδα μας, σεβόμενη απολύτως και απαρεγκλίτως το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο σύνολό τους. Και για να γίνω σαφέστερος απέναντι στην Τουρκία, μέσα στην σημερινή κρίσιμη συγκυρία, διευκρινίζω τούτο: Η Τουρκία οφείλει να γνωρίζει ότι φιλία, καλή γειτονία και ευρωπαϊκή προοπτική εξαρτώνται από τον πλήρη σεβασμό του συνόλου του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Αναπόσπαστο δε μέρος του Διεθνούς Δικαίου είναι και το Δίκαιο της Θάλασσας κατά τη συνθήκη του Montego Bay του 1982. Το Δίκαιο της Θάλασσας δεσμεύει την Τουρκία ανεξαρτήτως του ότι δεν έχει προσχωρήσει στη σχετική συνθήκη, διότι η συνθήκη αυτή έχει υπογραφεί από μεγάλο αριθμό Κρατών και κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Χάγης παράγει γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνώς Δικαίου, οι οποίοι είναι δεσμευτικοί έναντι πάντων. Επομένως, η οριοθέτηση της ΑΟΖ είναι νοητή μόνο κατά πλήρη σεβασμό του Δικαίου της Θάλασσας, και αυτό το καθιστούμε σαφές απέναντι στην Τουρκία. Δεν μπορεί η Τουρκία να αυθαιρετεί και να αμφισβητεί το Δίκαιο της Θάλασσας. Θα το σεβαστεί και ας αντιληφθεί ότι εμείς, οι Έλληνες, μαζί με τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ θα επιβάλλουμε την εφαρμογή του και το σεβασμό του. Πέραν τούτου καθιστούμε σαφές και το ότι εάν αποδεχόμασταν αυθαιρεσίες εκ μέρους της Τουρκίας σε ότι αφορά τον καθορισμό της ΑΟΖ κατά παράβαση του Δικαίου της Θάλασσας, αυτό θα αποτελούσε ένα εξαιρετικά αρνητικά προηγούμενο, ιδιαίτερα επικίνδυνο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τη Διεθνή Κοινότητα. Και κάτι τέτοιο για μας, τους Έλληνες, είναι αδιανόητο.

Κύριε Δήμαρχε,

Με τις σκέψεις αυτές σας ευχαριστώ, εκ νέου, για την μεγάλη τιμή την οποία μου περιποίησε ο Δήμος σας, διαβεβαιώνοντάς σας ότι θα πράξω ό,τι μου αναλογεί, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων μου και όχι μόνον, προκειμένου να φανώ αντάξιός της.