Με αισθήματα χαράς και τιμής μετέχω στην εκδήλωση αυτή του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.), που έχει ως θέμα συζήτησης τις σύγχρονες ιστορικές αναζητήσεις, τις οποίες θα υπηρετήσει κατά τους στόχους του, έχοντας ως εφόδιο την μακρά και πολύτιμη εμπειρία 200 ετών στο πεδίο αυτό, από την Εθνεγερσία του 1821 ως σήμερα.
-
Ξεκινώ, όπως είναι ευνόητο, από τους στόχους, τους οποίους οφείλει να υπηρετεί το ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ., σύμφωνα με τις καταστατικές του διατάξεις με βάση το ν. 4422/2016. Και τούτο διότι, λόγω της θεσμικής φύσης του, το ΕΛ.ΙΔ.Ε.Ε.Κ. μπορεί και πρέπει να λειτουργεί μόνο μέσα στο κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο οριοθετούν οι ως άνω ιδρυτικές του διατάξεις.
Α. Υπ’ αυτό το πνεύμα υπενθυμίζω ότι το ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. είναι ένας νέος, πολλά υποσχόμενος, θεσμός, ο οποίος ιδρύθηκε προκειμένου να ικανοποιηθεί η ζωτική ανάγκη αφενός της υποστήριξης της ελεύθερης έρευνας και εκείνων που την θεραπεύουν, ήτοι των Ελλήνων Επιστημόνων. Και, αφετέρου, της αντιστροφής του καταστροφικού φαινομένου εκροής των Νέων Επιστημόνων στο Εξωτερικό. Ενός φαινομένου, του οποίου τις επώδυνες επιπτώσεις βιώσαμε κατά τα προηγούμενα χρόνια της βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, και εν πολλοίς βιώνουμε ακόμη και σήμερα.
Β. Η επίτευξη του ως άνω στόχου είναι τόσο περισσότερο επιτακτική σήμερα, όσο η επιστροφή των Νέων Επιστημόνων που έφυγαν από την Χώρα αποτελεί conditio sine qua non από την μια πλευρά για την εμπέδωση της σταθερής αναπτυξιακής πορείας της στο μέλλον. Και, από την άλλη πλευρά -και τούτο ουδόλως μπορεί να υποτιμάται, κάθε άλλο- για την ανάδειξη των τεράστιων δυνατοτήτων του επιστημονικού δυναμικού της Ελλάδας, ιδίως δε των Νέων Επιστημόνων. Επιπλέον, η επίτευξη του στόχου τούτου ανοίγει και τον δρόμο ώστε η Ελλάδα ν’ αξιοποιήσει, μέσω του επαναπατρισμού τους, όχι μόνον εκείνους τους Έλληνες Επιστήμονες που έφυγαν στα χρόνια της κρίσης αλλά και όλων εκείνων οι οποίοι βρίσκονται από καιρό στο εξωτερικό και έχουν σημειώσει λαμπρές διεθνείς επιτυχίες. Η Ελλάδα έχει χρέος ν’ ανοίξει τον δρόμο της επιστροφής και σε αυτούς, έτσι ώστε η Χώρα μας, στα χρόνια που έρχονται, να εκπέμψει διεθνώς σ’ ερευνητικό και επιστημονικό επίπεδο -και, άρα, σ’ επίπεδο επιστημονικής δημιουργίας εν γένει- το ελπιδοφόρο μήνυμα ως προς τις πραγματικές δυνατότητες των Ελλήνων Επιστημόνων εν γένει.
-
Υπό τα δεδομένα αυτά, η διαδρομή της, 200 χρόνια από την Εθνεγερσία του 1821 -και, κατ’ ουσίαν, από την σύσταση του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους- όχι μόνο μας επιτρέπει αλλά, πολύ περισσότερο, μας υποχρεώνει ν’ αξιοποιήσουμε την σχετική εμπειρία ως προς το τι συνέβη με το επιστημονικό δυναμικό της Χώρας και, επέκεινα, να διδαχθούμε τόσο από τις μεγάλες επιτυχίες όσο και από τα λάθη του παρελθόντος, έτσι ώστε και να μην τα επαναλάβουμε και, όσο αυτό είναι εφικτό, να τα διορθώσουμε το ταχύτερο δυνατό.
Α. Η ιστορία αυτής της διαδρομής του επιστημονικού δυναμικού της Ελλάδας αποδεικνύει, με αμάχητα τεκμήρια, ότι η δράση των Ελλήνων Επιστημόνων στους τομείς της έρευνας και της καινοτομίας υπήρξε, και μάλιστα διαχρονικώς, κυριολεκτικώς εμβληματική. Εδώ όμως οφείλουμε ν’ αναλογισθούμε τις συνέπειες της ακόλουθης αλήθειας, ανεξαρτήτως βεβαίως από την αναζήτηση των συγκεκριμένων αιτίων που την προκάλεσαν:
1. Πρώτον, οι Έλληνες Επιστήμονες αναδείχθηκαν, δυστυχώς, πολύ περισσότερο όταν έφυγαν στο εξωτερικό, και ιδίως στα μεγάλα Πανεπιστημιακά και Ερευνητικά Κέντρα του Εξωτερικού- πρωτίστως δε των ΗΠΑ και της Ευρώπης- παρά όταν ανέπτυξαν την δράση τους εξ ολοκλήρου intra muros. Φυσικά και ο κατά τ’ ανωτέρω κανόνας δεν είναιχωρίς εξαιρέσεις. Πλην όμως είναι εξίσου αληθές ότι οι εξαιρέσεις αυτές, όσο φωτεινές και αν είναι, δεν μπορούν ν’ αναιρέσουν τις μεγάλες αρνητικές επιπτώσεις του κανόνα.
2. Δεύτερον, οι κατά τ’ ανωτέρω εξαιρέσεις υπήρξαν και είναι, και πάλι δυστυχώς, «ευάριθμες», δοθέντος ότι η Αριστεία, ως αρετή απόδοσης στον καθένα αυτού που του αναλογεί κατά την αξία του, δεν κατέστη δυνατό να εδραιωθεί ως κυρίαρχη νοοτροπία της Κοινωνίας μας. Το σαράκι του φθόνου, ευρέως διαδεδομένο στο σύνολο του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι, στέρησε και στερεί από την Ελληνική Κοινωνία την δυνατότητα αξιοποίησης όλης της ικμάδας της επιστημονικής δημιουργίας των Ελλήνων, ακόμη και μέσα στα σύνορά μας.
Β. Είναι δε ανάγκη ν’ αναδείξω και το ότι το ίδιο αυτό «σαράκι» του φθόνου είναι εκείνο, το οποίο -κυριολεκτικώς σε πολύ μεγάλο βαθμό- δεν μας επέτρεψε να έχουμε το απαιτούμενο θάρρος ώστε να ζητήσουμε από τους επιτυχημένους Έλληνες Επιστήμονες του Εξωτερικού να γυρίσουν πίσω στην Πατρίδα, επιφυλάσσοντάς τους βεβαίως την αναγνώριση και την αντίστοιχη θέση που θα τους αναλογούσε, γεγονός το οποίο στέρησε από την Χώρα μας και την ευκαιρία οι Επιστήμονες αυτοί να δώσουν την αναγκαία ώθηση στους Έλληνες Επιστήμονες, και ν’ αναδειχθούν στον Τόπο τους και να μείνουν σε αυτόν. Και πόσο οδυνηρό είναι το φαινόμενο να βλέπουμε αυτούς του κορυφαίους Έλληνες Επιστήμονες του Εξωτερικού να έρχονται στην Ελλάδα μόνο στο τέλος του βίου τους, όταν ακόμη και τότε βεβαίως μπορούν να προσφέρουν με το παράδειγμά τους, όμως όχι όλα εκείνα, τα οποία θα ήταν σε θέση ν’ ανταποδώσουν αν εγκαίρως η Πατρίδα τους είχε ζητήσει τον ανεκτίμητο επιστημονικό και ερευνητικό «οβολό» τους.
Συνοψίζω -και ζητώ συγγνώμη για τον, κατ’ ανάγκην, ελλειπτικό χαρακτήρα των επισημάνσεών μου- τα όσα εκτέθηκαν ως προς το πώς μπορούμε ν’ αξιοποιήσουμε, κατά τον καλύτερο τρόπο, μ’ αιχμή του δόρατος το ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ., τα 200 χρόνια εμπειρίας αναφορικά με την πορεία της επιστημονικής έρευνας στην Χώρα μας, υποστηρίζοντας την άποψη ότι το μείζον ζήτημα εν προκειμένω είναι εκείνο της Αριστείας. Μόνον όταν υπερνικήσουμε τον φθόνο, υφ’ όλες τις εκδοχές και τις εκφάνσεις του, άρα μόνον όταν καταστήσουμε την Αριστεία Εθνική, πραγματικά, νοοτροπία, μπορούμε να ελπίζουμε αφενός ότι οι Νέοι Έλληνες Επιστήμονες θα μπορέσουν ν’ αναδειχθούν μέσα στην Ελλάδα και ν’ ακτινοβολήσουν διεθνώς χωρίς να εκπατρισθούν. Και, αφετέρου, θα δημιουργούν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε και όσοι Έλληνες Επιστήμονες εκπατρίσθηκαν, στο πρόσφατο αλλά και στο απώτερο παρελθόν, να γυρίσουν για να προσφέρουν στην δημιουργία της Ελλάδας του μέλλοντος, όπως της αναλογεί και της αρμόζει κατά την Ιστορία της και την προοπτική της. Τέλος -και πάντοτε μέσα στο ίδιο πλαίσιο προσέγγισης της ιστορικής αλήθειας- έχουμε χρέος να κατανοούμε αδιαλείπτως ότι η πραγματική Αριστεία σημαίνει απόδοση σε καθέναν όσων του ανήκουν υπό όρους αναλογικής ισότητας, γεγονός που επιβάλλει την πιστή εφαρμογή της ισότητας των ευκαιριών και, κατ’ ουσίαν, της ισότητας στην αφετηρία. Και τούτο διότι η κατά το Σύνταγμα αρχή της ισότητας υπό όρους αναλογίας προϋποθέτει ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων και άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων.