( Ολοκληρωμένη μορφή του άρθρου που έχει, εν μέρει, δημοσιευθεί στο περιοδικό «Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου», τ. 1/2020, σελ. 2 επ. )
Πρόλογος
Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας (BVerfG), μέσα από μια πορεία που άρχισε την 21η Ιουλίου 2016 και της οποίας η κατάληξη ήταν αναμενόμενη για τους «μυημένους» στα «arcana juris» της νομολογίας του, «διέβη τον Ρουβίκωνα».
Α. Με την απόφασή του της 5ης Μαΐου 2020 (υπόθεση «Weiss»), έκανε τελικώς δεκτές ατομικές συνταγματικές προσφυγές κατά του Προγράμματος Αγοράς Ομολόγων του Κρατικού Τομέα («Public Sector Purchase Programme-PSPP»), το οποίο έκρινε αντίθετο και προς ορισμένες βασικές διατάξεις του Συντάγματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Πρόκειται για πρόγραμμα – πλαίσιο αγοράς περιουσιακών στοιχείων του κρατικού τομέα του Ευρωσυστήματος, το οποίο υιοθετήθηκε με την απόφαση της 4ης Μαρτίου 2015 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) -όπως τροποποιήθηκε, στην συνέχεια, από άλλες πέντε επιμέρους αποφάσεις της- και το οποίο αποσκοπεί στην αύξηση του χρηματικού όγκου για την στήριξη της κατανάλωσης και των επενδύσεων, με στόχο την αύξηση του πληθωρισμού της Ευρωζώνης κοντά στο 2%. Mε την ως άνω απόφασή του, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε από την μια πλευρά ότι η προαναφερόμενη απόφαση της ΕΚΤ για το «PSPP» κινήθηκε «ultra-vires», κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 119 και 127 επ. της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και των άρθρων 17 επ. του Κανονισμού της ΕΚΤ. Και, από την άλλη πλευρά, ότι δεν δεσμεύεται από τις περί του αντιθέτου κρίσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Β. Υπό τα δεδομένα αυτά, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, αμφισβητώντας ευθέως το δεδικασμένο των αποφάσεων του ΔΕΕ -ακόμη και όταν έχουν εκδοθεί ύστερα από προδικαστικό ερώτημα που το ίδιο του απηύθυνε- και προκρίνοντας την δική του ερμηνεία ως προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, έναντι εκείνης του ΔΕΕ, περνώντας το μάλιστα «υπό τα καυδιανά δίκρανα» του Συντάγματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ουσιαστικώς κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα: Ο Εθνικός Δικαστής, έλκοντας την καταγωγή του ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας του από το οικείο Εθνικό Σύνταγμα και την σύμφωνη με αυτό Εθνική Έννομη Τάξη, είναι αρμόδιος να ερμηνεύσει και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο κάνοντας, κατ’ αποτέλεσμα, σύμφωνη με το Σύνταγμα αυτό ερμηνεία των κατά περίπτωση διατάξεων του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Συνακόλουθα, η αντίστοιχη κρίση του ΔΕΕ δεν είναι πάντα δεσμευτική για τον Εθνικό Δικαστή, γεγονός που, αναμφισβήτητα, οδηγεί περαιτέρω στην εκ πλαγίου υιοθέτηση της θέσης ότι υπάρχουν περιπτώσεις, όπου η υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου κάμπτεται ενώπιον εκείνης του Εθνικού Συντάγματος. Η απόφαση της 5ης Μαΐου 2020 του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας δεν ήλθε ως «κεραυνός εν αιθρία». Τα μηνύματά του προς αυτή την κατεύθυνση είχαν προηγηθεί, με την απόφασή του της 21ης Ιουνίου 2016. Αξίζει, λοιπόν, τον κόπο να παρακολουθήσει κανείς την όλη διαδρομή αυτής της νομολογιακής πορείας, από την αφετηρία της ως την κατάληξή της.
Γ. Τούτο είναι δικαιολογημένο και εκ του γεγονότος πως το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας βρήκε, προκειμένου ν’ ακολουθήσει αυτή την νομολογιακή τακτική, πρόσφορο έδαφος στο ότι εκκρεμεί πάντα το ζήτημα της θέσπισης ενός πραγματικού Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ικανού ν’ αποτελέσει το «θεμέλιο» της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης. Πάνε πολλά χρόνια από τότε που απέτυχαν οι προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, και δεν είναι της ώρας ν’ αναζητήσει κανείς το ποιος και πόσο ευθύνεται εν προκειμένω. Αν και είναι περισσότερο από βέβαιο ότι το κύριο μέρος της ευθύνης πέφτει στα μεγαλύτερα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία απέρριψαν το τότε -αρκετά ατελές για να είμαστε ακριβείς- «σχέδιο» Ευρωπαϊκού Συντάγματος, μολονότι μικρότερα Κράτη-Μέλη, όπως η Ελλάδα, είχαν ακολουθήσει άλλη κατεύθυνση και το είχαν υιοθετήσει, αποδεικνύοντας στην πράξη την προσήλωσή τους στην ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος. Επιπλέον, οφείλουμε να έχουμε πλήρη συνείδηση του ότι η έλλειψη ενός πραγματικού Ευρωπαϊκού Συντάγματος είναι η πιο ασφαλής απόδειξη πως η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση καρκινοβατεί επικίνδυνα, αν δεν έχει ήδη αρχίσει να κάνει διαβρωτικά βήματα προς τα πίσω. Και το σπουδαιότερο: Είναι ανάγκη να γίνει κατανοητό ότι πρέπει, δίχως χρονοτριβή, να γίνουν τα αποφασιστικά εκείνα βήματα, τα οποία θ’ αποτρέψουν την συνέχιση αυτής της μορφής «αποσύνθεσης» της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, όταν μάλιστα η στάση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου Γερμανίας κάθε άλλο παρά ως μεμονωμένο φαινόμενο μπορεί να χαρακτηρισθεί, αφού πολλά άλλα παρεμφερή φαινόμενα παρατηρούνται σε Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή την διαδρομή προβληματισμού ακολουθούν οι σκέψεις, οι οποίες εκτίθενται στην συνέχεια.
Ι. Τα προεόρτια: Οι «περίτεχνες» κρίσεις της απόφασης του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 2016.
Η απόφαση του δεύτερου τμήματος του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 21ης Ιουνίου 2016 (υπόθεση «Gauweiler»), στην υπόθεση του προγράμματος αγοράς ομολόγων «ΟΜΤ» («Outright Monetary Transactions» – «Οριστικές Νομισματικές Συναλλαγές») της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), συνιστά την ιστορικώς πρώτη απόφασή του που εκδίδεται ύστερα από υποβολή προδικαστικού ερωτήματός του στο ΔΕΕ. Από πλευράς τόσο σημασίας όσο και δογματικής θεμελίωσης, αποτελεί συνέχεια των βασικών αποφάσεων των ετών 1993 και 2009, με τις οποίες κρίθηκε η συνταγματική νομιμότητα των Συνθηκών του Μάαστριχτ και της Λισσαβώνας, αντιστοίχως, και τέθηκαν οι προϋποθέσεις συμμετοχής της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κοινή «δογματική» βάση των τριών αποφάσεων είναι τα συνταγματικά όρια που τίθενται από την Δημοκρατική Αρχή και την αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας στην διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης: Όπως γίνεται παγίως δεκτό, οι αρχές της δοτής αρμοδιότητας των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της -εξ αυτής προκύπτουσας- επικουρικότητας σχετίζονται αμέσως και με την Δημοκρατική Αρχή, ώστε η παραβίασή τους να μην αντίκειται μόνο στις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και στο γερμανικό Σύνταγμα, επέκεινα δε και στα Συντάγματα των λοιπών Κρατών-Μελών. Γεγονός που σημαίνει ότι, κατά την κρατούσα και στον χώρο της συνταγματικής δικαιοσύνης των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέσης και κατά τα προλεχθέντα, έως ότου η τελευταία αποκτήσει ενιαίο συνταγματικό θεμέλιο, ως αφετηρία αλλά και ως αποτέλεσμα της θεσμικής και πολιτικής της ενοποίησης, το Σύνταγμα κάθε Κράτους-Μέλους υπέρκειται του Ευρωπαϊκού Δικαίου –πρωτογενούς και παραγώγου- βεβαίως ως προς τα κάθε είδους όργανα του οικείου Κράτους. Με βάση την σκέψη αυτή, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας επιφυλάχθηκε, κατά την πάγια νομολογία του, ν’ ασκεί το ίδιο τον έλεγχο των πράξεων των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την υπέρβαση των ορίων της αρμοδιότητάς τους -έλεγχος «ultra-vires», περιορίζοντας πάντως τον έλεγχό του μόνο σ’ έλεγχο καταφανούς παραβίασης των Συνθηκών. Στο πλαίσιο αυτό, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας ήλεγξε εν προκειμένω αν δια του προγράμματος «ΟΜΤ» η ΕΚΤ προέβη σ’ έμμεση χρηματοδότηση Κρατών-Μελών, κατά παράβαση των Συνθηκών, καθώς και αν υπερέβη τις αρμοδιότητές της λόγω αντιποίησης της εξουσίας άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής του Γερμανικού Κοινοβουλίου.
Α. Το προδικαστικό ερώτημα: Η σύμφωνη με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο ερμηνεία του προγράμματος «ΟΜΤ» της ΕΚΤ.
Το ιστορικό της υποβολής του ως άνω προδικαστικού ερωτήματος είχε ως εξής:
1. Οι στόχοι του προγράμματος «OMT» της ΕΚΤ.
Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες του έτους 2012 συνέτρεξε σειρά εξαιρετικών περιστάσεων στην οικονομία της Ευρωζώνης: Ιδιαιτέρως υψηλά ασφάλιστρα κινδύνου σε ομόλογα Κρατών-Μελών, έντονες διακυμάνσεις στις αγορές κρατικών ομολόγων, κατακερματισμός των πιστώσεων στην διατραπεζική αγορά και αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων συνεπεία των προηγουμένων. Στα περιστατικά αυτά άσκησε ιδιαίτερη επιρροή η ανησυχία των αγορών περί πιθανής αποσύνθεσης του ενιαίου νομίσματος, είτε λόγω της επιλεκτικής εξόδου ορισμένου ή ορισμένων Μελών της Ευρωζώνης είτε λόγω της κατάργησής του και επιστροφής στα Εθνικά νομίσματα. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, οι προπαρατεθείσες περιστάσεις επηρέασαν τα συμβατικά μέσα νομισματικής πολιτικής. Τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων δεν καθορίζονταν σύμφωνα με την ποιότητα των εκδιδόμενων τίτλων, αλλά σε συνάρτηση με την κατάσταση υπό την οποία τελούσε ο οφειλέτης. Η γεωγραφική κατάτμηση των επιτοκίων στα εκδοθέντα από Κράτη της Ευρωζώνης ομόλογα, σε ορισμένες περιπτώσεις υπό όρους που δεν τελούσαν σε συνάρτηση με τα μακροοικονομικά δεδομένα των οικείων Κρατών, αποτελούσε, κατά την ΕΚΤ, σημαντικό εμπόδιο στην άσκηση νομισματικής πολιτικής από το εν λόγω θεσμικό όργανο, η οποία βασιζόταν στην χρήση διάφορων μέσων ή διαύλων μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Η ΕΚΤ, λόγω των προμνησθεισών συνθηκών, έχασε σημαντικό τμήμα του περιθωρίου, το οποίο διαθέτει προς εκπλήρωση της αποστολής που της αναθέτουν οι Συνθήκες, όταν η αγορά κρατικών ομολόγων, εκ των βασικών διαύλων μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, διαταράχθηκε κατά τρόπο πολύ σοβαρό. Λαμβανομένων υπόψη αυτών των πραγματικών περιστατικών, και σύμφωνα πάντοτε με την ΕΚΤ, το πρόγραμμα «OMT» είχε διττό στόχο, έναν έμμεσο και έναν άμεσο: Πρώτον, επιδίωκε να μειωθούν τα επιτόκια των ομολόγων ορισμένου Κράτους-Μέλους προκειμένου –και δεύτερον- να «ομαλοποιηθούν» οι αποκλίσεις μεταξύ επιτοκίων και ν’ αναταχθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο τα μέσα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
2. Η ανακοίνωση του προγράμματος «ΟΜΤ» από την ΕΚΤ.
H ΕΚΤ, μετά το πέρας συνεδρίασης του Διοικητικού της Συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου 2012, γνωστοποίησε, μέσω ανακοινωθέντος Τύπου στις 6 Σεπτεμβρίου 2012, την απόφασή της για την εκπόνηση προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων εκδοθέντων από τα Κράτη της Ευρωζώνης, με την ονομασία, όπως ήδη τονίσθηκε, «Outright Monetary Transactions» («Οριστικές Νομισματικές Συναλλαγές»). Στο ανακοινωθέν Τύπου παρουσιάζονταν τα βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά του εν λόγω προγράμματος αγοράς ομολόγων. Συνοπτικά, η ΕΚΤ εξαρτούσε την εφαρμογή του προγράμματος από την προηγούμενη υπαγωγή του οικείου Κράτους ή Κρατών σε πρόγραμμα χρηματοδοτικής βοήθειας του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, και εφόσον το εν λόγω πρόγραμμα προέβλεπε την δυνατότητα πραγματοποίησης αγορών στην πρωτογενή αγορά, χωρίς να θεσπίζονται εκ των προτέρων ποσοτικοί περιορισμοί. Ταυτοχρόνως, συμφωνήθηκε η ΕΚΤ να τυγχάνει ίσης μεταχείρισης («pari passu») με τους ιδιώτες πιστωτές. Επίσης, σύμφωνα με το ίδιο ανακοινωθέν, η ΕΚΤ θα εξέταζε το ενδεχόμενο διενέργειας των συναλλαγών αυτών και για Κράτη-Μέλη, τα οποία υπάγονται ήδη σε πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής, όταν αυτά θ’ άρχιζαν ν’ ανακτούν πρόσβαση στις αγορές ομολόγων.
3. Οι συνταγματικές προσφυγές ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας και οι λόγοι των προσφυγών.
Το πλαίσιο της διαφοράς, που οδηγήθηκε ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, διαμορφώθηκε ως ακολούθως:
α) Γερμανοί πολίτες άσκησαν ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας προσφυγή για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, προβάλλοντας ως λόγο την παράλειψη της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης ν’ ασκήσει προσφυγή ακύρωσης ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της ανακοίνωσης της ΕΚΤ της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 σχετικά με το πρόγραμμα «OMT». Επιπλέον, το πολιτικό κόμμα «Die Linke», με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στην Γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή, άσκησε ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας αίτηση κίνησης της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών μεταξύ συνταγματικώς προβλεπόμενων οργάνων της Πολιτείας, προκειμένου η Γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή να προωθήσει την κατάργηση του προγράμματος «OMT» που ανακοινώθηκε από την ΕΚΤ στις 6 Σεπτεμβρίου 2012.
β) Με τις προσφυγές αυτές προεβλήθη ότι στόχος της ΕΚΤ δεν ήταν η αποκατάσταση των διαύλων μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, αλλά «η διάσωση του ενιαίου νομίσματος» μέσω του μετασχηματισμού της ΕΚΤ σ’ έσχατο δανειστή των Κρατών-Μελών, αναπληρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ορισμένες από τις αδυναμίες που ενυπάρχουν στον σχεδιασμό της Νομισματικής Ένωσης. Ο πραγματικός στόχος λοιπόν του προγράμματος «OMT», κατά τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων, δεν ήταν η αποκατάσταση των διαύλων μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, αλλά η «διάσωση του Ευρώ» μέσω «κοινοτικοποίησης» του χρέους των εν λόγω Κρατών, η οποία δεν είναι συμβατή προς τις Συνθήκες, καθώς εκθέτει ορισμένα Κράτη-Μέλη στον κίνδυνο της αύξησης του χρέους άλλων Κρατών-Μελών. Άρα, μέτρο όπως αυτό έβαινε πέραν της «υποστήριξης» των οικονομικών πολιτικών της Ένωσης και των Κρατών-Μελών που η ΕΚΤ μπορεί, σύμφωνα με τις Συνθήκες, να παράσχει και συνιστούσε μέτρο οικονομικής πολιτικής, για το οποίο δεν έχει αρμοδιότητα. Εν κατακλείδι, οι προσφεύγοντες ισχυρίσθηκαν αφενός ότι οι αποφάσεις σχετικά με το πρόγραμμα «OMT» συνιστούν, ως σύνολο, πράξη «ultra vires» -πράξη εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση εξουσίας- καθόσον δεν εμπίπτουν στην αποστολή που έχει ανατεθεί στην ΕΚΤ και παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 123 της ΣΛΕΕ, περί απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης. Και, αφετέρου, ότι οι αποφάσεις αυτές παραβιάζουν την Δημοκρατική Αρχή, που καθιερώνεται στον γερμανικό Θεμελιώδη Νόμο (Grundgesetz) και θίγουν, ως εκ τούτου, την γερμανική «συνταγματική ταυτότητα».
4. Το προδικαστικό ερώτημα: Δυνητική παράβαση των Συνθηκών και της Δημοκρατικής Αρχής δια του προγράμματος «ΟΜΤ».
Στο πλαίσιο του κατά τ’ ανωτέρω ελέγχου «ultra vires», το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας οδηγήθηκε, στις 14.1.2014, στην υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ σχετικά με την ερμηνεία του προγράμματος «ΟΜΤ», διότι έκρινε ότι το πρόγραμμα ενδέχεται να προκαλέσει αφενός παράβαση της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης Κρατών από την ΕΚΤ κατά τις διατάξεις του άρθρου 123 παρ. 1 της ΣΛΕΕ. Και, αφετέρου, υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ και, κατά συνέπεια, παραβίαση της Δημοκρατικής Αρχής, λόγω έμμεσης αντιποίησης των αρμοδιοτήτων των Κοινοβουλίων των Κρατών-Μελών, στα οποία και παραμένει η άσκηση της δημοσιονομικής εξουσίας.
α) Ως προς την παράβαση της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης Κρατών από την ΕΚΤ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 123 παρ. 1 της ΣΛΕΕ, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε ότι η αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ στην δευτερογενή αγορά είναι λειτουργικώς ισοδύναμη με την απευθείας αγορά ομολόγων από τα Κράτη, τα οποία τα εκδίδουν, λόγω της de facto μείωσης των επιτοκίων δανεισμού που προκαλεί, αποτελώντας ως εκ τούτου έμμεση καταστρατήγηση της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης κρατών από την ΕΚΤ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 123 παρ. 1 της ΣΛΕΕ.
β) Ως προς την υπέρβαση της αρμοδιότητας της ΕΚΤ, κρίθηκε από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας ότι, κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων της νομολογίας «Pringle» του ΔΕΕ (C370/12), η αγορά κρατικών ομολόγων αποτελεί μέσο άσκησης οικονομικής και δημοσιονομικής και όχι νομισματικής πολιτικής. Συνεπεία τούτου, το πρόγραμμα «ΟΜΤ» δεν καλύπτεται από τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ κατά τις διατάξεις των άρθρων 119 και 127επ. της ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 17 επ. του Καταστατικού της ΕΚΤ. Κατ’ αποτέλεσμα, και ενόψει της αρχής της δοτής αρμοδιότητας των οργάνων της Ένωσης, η άσκηση οικονομικής πολιτικής από την ΕΚΤ επιπλέον αντίκειται εμμέσως και στην Δημοκρατική Αρχή, διότι η αρμοδιότητα άσκησης της οικονομικής πολιτικής παραμένει στα Κράτη-Μέλη και στα δημοκρατικώς νομιμοποιημένα Εθνικά Κοινοβούλια.
γ) Ωστόσο, ήδη στην απόφαση αυτή, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας διατύπωσε ρητώς την δυνατότητα μιας σύμφωνης με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο ερμηνείας του προγράμματος «ΟΜΤ», «υποδεικνύοντας» έτσι στο ΔΕΕ την οδό που έπρεπε ν’ ακολουθήσει, ώστε να μην υπάρξει σύγκρουση μεταξύ Ευρωπαϊκού Δικαίου και της γερμανικής «συνταγματικής ταυτότητας».
Β. Η απόφαση του ΔΕΕ: Η άσκηση νομισματικής πολιτικής ως σκοπός του προγράμματος «ΟΜΤ».
Το ΔΕΕ, με την απόφασή του της 16.6.2015, προέβη σε σύμφωνη με το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο ερμηνεία, κρίνοντας ότι το πρόγραμμα ΟΜΤ καλύπτεται από τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ και δεν συνεπάγεται έμμεση καταστρατήγηση της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης Κρατών από την ΕΚΤ, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 123 παρ. 1 της ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, με την απόφασή του αυτή το ΔΕΕ αφενός εξήγγειλε τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν προκειμένου, γενικώς, ένα πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στην δευτερογενή αγορά να μην εξέρχεται των σαφώς καθορισμένων ορίων για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης -άρθρο 282 της ΣΛΕΕ- και να μην καταστρατηγεί, de facto, την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης των Κρατών-Μελών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 123 παρ. 1 της ΣΛΕΕ. Και, αφετέρου, εξέτασε την δομή και τα συγκεκριμένα επιμέρους χαρακτηριστικά του προγράμματος «ΟΜΤ», προκειμένου να κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.
1. Οι προϋποθέσεις νομιμότητας του προγράμματος «ΟΜΤ».
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ένα πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στην δευτερογενή αγορά από το ΕΣΚΤ (Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, ήτοι ΕΚΤ και Κεντρικές Τράπεζες Κρατών-Μελών) θα πρέπει να πληροί, σωρευτικώς, τρεις βασικές προϋποθέσεις:
α) Το μέτρο της αγοράς κρατικών ομολόγων στην δευτερογενή αγορά θα πρέπει σαφώς να εντάσσεται στη νομισματική πολιτική. Προκειμένου τούτο να συντρέχει -και, ως εκ τούτου, να θεμελιώνεται αρμοδιότητα του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ- θα πρέπει να εξετάζονται κυρίως οι επιδιωκόμενοι με αυτό σκοποί και τα μέσα που προβλέπονται για την επίτευξη των σκοπών τούτων (βλ. σκ. 46, με παραπομπή στην απόφαση «Pringle», σκ. 53 και 55).
β) Εφόσον ένα τέτοιο πρόγραμμα εντάσσεται στην νομισματική πολιτική, μπορεί εγκύρως να θεσπίζεται και να εφαρμόζεται -όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 119 παρ. 2 και 127 παρ. 1 της ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 4 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ)- μόνον όταν τα μέτρα που περιέχει είναι αναλογικά προς τους σκοπούς της πολιτικής αυτής (βλ. σκ. 66), δηλαδή είναι πρόσφορα για την επίτευξη των νομίμως επιδιωκομένων από την οικεία ρύθμιση σκοπών και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο, για την επίτευξη των σκοπών αυτών, μέτρο.
γ) Το ΕΣΚΤ δεν μπορεί νομίμως ν’ αγοράζει κρατικά ομόλογα στις δευτερογενείς αγορές υπό συνθήκες που θα προσέδιδαν, εν τοις πράγμασι, στην παρέμβασή του αποτέλεσμα ισοδύναμο μ’ εκείνο της απευθείας αγοράς κρατικών ομολόγων από τις αρχές και τους οργανισμούς δημόσιου δικαίου των Κρατών-Μελών, περιορίζοντας έτσι την αποτελεσματικότητα της απαγόρευσης που επιβάλλει η, θεσπισθείσα με τις διατάξεις του άρθρου 123 παρ. 1 της ΣΛΕΕ, απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης (βλ. σκ. 97). Συνεπώς, όταν η ΕΚΤ προβαίνει στην αγορά κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές, πρέπει να συνοδεύει την παρέμβασή της μ’ επαρκείς εγγυήσεις που να καθιστούν δυνατό τον συγκερασμό της παρέμβασής της με την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης, η οποία απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 123 παρ. 1 της ΣΛΕΕ (σκ. 102).
2. Ο έλεγχος της νομολογίας του προγράμματος «ΟΜΤ».
Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον έλεγχο του ως άνω προγράμματος «ΟΜΤ», το σκεπτικό του ΔΕΕ έχει, σε γενικές γραμμές, ως εξής:
α) Σε σχέση με την ως άνω πρώτη προϋπόθεση συμβατότητας του προγράμματος «ΟΜΤ» με τις Συνθήκες, το ΔΕΕ έκρινε ότι οι σκοποί του προγράμματος τούτου κινούνταν εντός του πλαισίου άσκησης της νομισματικής πολιτικής, ήτοι στο πλαίσιο αρμοδιότητας της ΕΚΤ, διότι συνεισέφεραν στην αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής σε όλη την Ευρωζώνη, μέσω της διορθωτικής παρέμβασης στα επιτόκια, η οποία είναι το κύριο μέσο του μηχανισμού αυτού και, ως εκ τούτου, στην διατήρηση της σταθερότητας των τιμών,που συνιστά πρωταρχικό σκοπό της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης (βλ. τις διατάξεις των άρθρων 127 παρ. 1 και 282 παρ. 2 της ΣΛΕΕ). Η εξυπηρέτηση του ως άνω σκοπού από το πρόγραμμα «ΟΜΤ» βασίζεται, κατά το ΔΕΕ, στην παραδοχή ότι, κατά την ημερομηνία της ανακοίνωσης του εν λόγω προγράμματος, τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων των διαφόρων Κρατών της Ευρωζώνης είχαν παρουσιάσει έντονες διακυμάνσεις και ακραίες αποκλίσεις, οι οποίες δεν οφείλονταν αποκλειστικώς στις μακροοικονομικές διαφορές μεταξύ των Κρατών αυτών, αλλά προέρχονταν, εν μέρει τουλάχιστον, από την απαίτηση υπερβολικών ασφαλίστρων κινδύνου για τα ομόλογα που είχαν εκδώσει ορισμένα Κράτη-Μέλη, τα οποία ασφάλιστρα αποσκοπούσαν στην κάλυψη του κινδύνου διάλυσης της Ευρωζώνης. Δηλαδή, η λογική του προγράμματος συνίσταται, κατά την εκτίμηση της ΕΚΤ όπως υιοθετήθηκε από το ΔΕΕ, στην προσπάθεια απόκρουσης αποσταθεροποιητικής «επίθεσης» των αγορών στην Ευρωζώνη.
α1) Περαιτέρω, το ΔΕΕ έκρινε πως η μέθοδος του προγράμματος, ήτοι η αγορά κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές, συνιστά ένα από τα μέσα της νομισματικής πολιτικής που προβλέπει το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, δεδομένου ότι, από τις διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 1 του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, προκύπτει σαφώς πως, για την επίτευξη των σκοπών του ΕΣΚΤ και την εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως αυτά προκύπτουν από το πρωτογενές δίκαιο, η ΕΚΤ και οι Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες μπορούν, κατ’ αρχήν, να συναλλάσσονται στις χρηματαγορές, αγοράζοντας και πωλώντας με οριστικές πράξεις διαπραγματεύσιμους τίτλους, εκφρασμένους σε Ευρώ.
α2) Τέλος, το ΔΕΕ αποσαφήνισε, ενόψει και της απόφασης «Pringle», ότι το γεγονός πως η αγορά κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές, υπό την προϋπόθεση της τήρησης προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής, κρίθηκε ως εμπίπτουσα στην οικονομική πολιτική όταν διενεργείται από τον «Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης» (ΕΜΣ) (βλ. την απόφαση «Pringle», σκ. 60), δεν συνεπάγεται ότι τούτο πρέπει ομοίως να ισχύει όταν το μέσο αυτό χρησιμοποιείται από το ΕΣΚΤ στο πλαίσιο προγράμματος, όπως εκείνο του «ΟΜΤ». Σύμφωνα με το ΔΕΕ, η διαφορά μεταξύ των σκοπών που επιδιώκουν ο ΕΜΣ και το ΕΣΚΤ είναι, συναφώς, καθοριστική. Διότι ενώ το πρόγραμμα «ΟΜΤ», ως μέσο άσκησης νομισματικής πολιτικής, μπορεί να τεθεί σ’ εφαρμογή μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, η παρέμβαση του ΕΜΣ αποσκοπεί στην διασφάλιση της σταθερότητας της Ευρωζώνης, αυτός δε ο σκοπός δεν εμπίπτει στην νομισματική πολιτική (βλ. σκ. 63-64).
β) Το ΔΕΕ, εξ άλλου, έκρινε ότι συνέτρεχε και η δεύτερη ανωτέρω προϋπόθεση της αναλογικότητας, διότι το επίμαχο πρόγραμμα επέτρεπε την αγορά κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές μόνο στον βαθμό που αυτή είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών του και, επιπλέον, οι σχετικές παρεμβάσεις θα παύσουν μόλις επιτευχθούν οι εν λόγω σκοποί. Το συμπέρασμα αυτό άντλησε το ΔΕΕ συνεκτιμώντας ότι:
β1) Μόνο τα κρατικά ομόλογα των Κρατών-Μελών, που υπάγονται σε πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής και έχουν εκ νέου πρόσβαση στην αγορά ομολόγων, μπορούν ν’ αγορασθούν από το ΕΣΚΤ, στο πλαίσιο ενός τέτοιου προγράμματος.
β2) Το πρόγραμμα «ΟΜΤ» επικεντρώνεται στα κρατικά ομόλογα, τα οποία λήγουν μετά από τουλάχιστον τρία έτη, το δε ΕΣΚΤ διατηρούσε το δικαίωμα να επαναπωλήσει οποτεδήποτε τα αγορασθέντα ομόλογα.
β3) Τέλος, συνεπεία των ανωτέρω δύο στοιχείων, το επίμαχο πρόγραμμα αφορούσε, κατ’ αποτέλεσμα, μόνον ένα περιορισμένο τμήμα κρατικών ομολόγων που είχαν εκδοθεί από τα Κράτη της Ευρωζώνης, οπότε οι δεσμεύσεις, τις οποίες η ΕΚΤ μπορεί ν’ αναλάβει κατά την εφαρμογή του είναι, εκ των πραγμάτων, οριοθετημένες και περιορισμένες (βλ. σκ. 66-92).
γ) Σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση, το ΔΕΕ, εξετάζοντας τους σκοπούς και τις βασικές πτυχές του προγράμματος, έκρινε ότι δεν συνέτρεχε κίνδυνος καταστρατήγησης της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης των Κρατών-Μελών:
γ1) Πρώτον, διότι ο περιορισμός της παρέμβασης του ΕΣΚΤ -με δεδομένο ότι το εν λόγω πρόγραμμα προβλέπει την αγορά κρατικών ομολόγων μόνο στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την διασφάλιση του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και του ενιαίου χαρακτήρα της και ότι οι σχετικές παρεμβάσεις παύουν μόλις επιτευχθούν οι ως άνω στόχοι- συνεπάγεται αφενός ότι τα Κράτη-Μέλη δεν μπορούν να καθορίσουν τη δημοσιονομική τους πολιτική, βασιζόμενα στην βεβαιότητα της μελλοντικής επαναγοράς των κρατικών τους ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές από το ΕΣΚΤ. Και, αφετέρου, ότι το ίδιο πρόγραμμα δεν μπορεί να τεθεί σ’ εφαρμογή κατά τρόπο που να επιφέρει εναρμόνιση των επιτοκίων, τα οποία εφαρμόζονται στα κρατικά ομόλογα των Κρατών-Μελών της Ευρωζώνης, ανεξάρτητα από τις διαφορές που οφείλονται στη μακροοικονομική ή δημοσιονομική κατάστασή τους.
γ2) Δεύτερον, διότι το επίμαχο στην κύρια δίκη πρόγραμμα συνοδεύεται από σειρά εγγυήσεων, που αποσκοπούν στον περιορισμό των συνεπειών του επί της παρότρυνσης για εφαρμογή υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής. Ειδικότερα, περιορίζοντας το πρόγραμμα αυτό σε ορισμένα είδη ομολόγων, εκδοθέντων από εκείνα μόνο τα Κράτη-Μέλη που υπάγονται σε πρόγραμμα διαρθρωτικής προσαρμογής και έχουν εκ νέου πρόσβαση στην αγορά των ομολόγων, η ΕΚΤ περιόρισε, de facto, και τον όγκο των κρατικών ομολόγων, τα οποία μπορούν ν’ αγορασθούν στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος. Επομένως, περιόρισε το εύρος των συνεπειών του προγράμματος τούτου επί των όρων χρηματοδότησης των Κρατών-Μελών της Ευρωζώνης.
γ3) Και, τρίτον, διότι εκ του ότι η μη διεκδίκηση προνομιακής μεταχείρισης («pari passu») εκθέτει, ενδεχομένως, την ΕΚΤ στον κίνδυνο να υποστεί μια περικοπή αποφασισθείσα από τους λοιπούς πιστωτές του οικείου Κράτους-Μέλους, προκύπτει η διαπίστωση πως πρόκειται για κίνδυνο εγγενή εντός του πεδίου αγοράς ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές, κάτι το οποίο έχει επιτραπεί από τους συντάκτες των Συνθηκών, χωρίς να έχει εξαρτηθεί από την αναγνώριση στην ΕΚΤ της ιδιότητας του «προνομιούχου πιστωτή» (σκ. 126).
Γ. Η οριστική απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 21.6.2016: Όροι και προϋποθέσεις της συνταγματικής νομιμότητας του προγράμματος «ΟΜΤ».
Με την από 21η Ιουνίου 2016 οριστική απόφασή του, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας δέχθηκε ότι το πρόγραμμα «ΟΜΤ» της ΕΚΤ είναι συνταγματικώς συμβατό, υπό την προϋπόθεση της αυστηρής τήρησης των όρων που τέθηκαν από την απόφαση του ΔΕΕ της 16ης Ιουνίου 2015, επί του προδικαστικού ερωτήματος. Σε συνέχεια της, ήδη διατυπωθείσας από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας κατά την υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος, δυνατότητας μιας σύμφωνης με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο ερμηνείας του προγράμματος, κρίθηκε ότι τούτο δεν κείται μεν καταφανώς εκτός των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ και δεν παραβιάζει τις Συνθήκες και την Δημοκρατική Αρχή, υπόκειται όμως, εκτός των ήδη ανακοινωθεισών παραμέτρων, σε περαιτέρω όρους, οι οποίοι είναι νομικώς δεσμευτικοί και περιορίζουν το εύρος του (σκ. 190 επ.). Στο μέτρο δε που τηρούνται οι όροι αυτοί, δεν προκαλείται καταφανής παραβίαση της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης Κρατών από την ΕΚΤ. Ειδικότερα:
1. Μια βασική διάκριση.
Καταρχάς, κρίθηκε ότι το ΔΕΕ προέβη σε διάκριση μεταξύ της δημόσιας ανακοίνωσης του προγράμματος της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 και της μελλοντικής εφαρμογής του δια της πραγματικής διενέργειας αγορών κρατικών ομολόγων, θέτοντας αυστηρότερους όρους για την εφαρμογή του προγράμματος σε σχέση με την δημόσια ανακοίνωσή του. Και τούτο, διότι η πλήρης δημοσιοποίηση των τεχνικών όρων του προγράμματος κατά την ανακοίνωσή του θα μπορούσε να περιορίσει την θετική επίδραση, που είχε η ανακοίνωση του προγράμματος καθεαυτή στις αγορές και ως εκ τούτου την τελική αποτελεσματικότητά της. Οι αυστηρότεροι αυτοί όροι απαιτούνταν για την τήρηση τόσο της ισχύουσας, κατά την άσκηση αρμοδιοτήτων των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχής της αναλογικότητας όσο και της υποχρέωσης επαρκούς αιτιολόγησης των πράξεων των οργάνων τούτων, δια της οποίας διασφαλίζεται η πληρότητα και αποτελεσματικότητα του δικαστικού τους ελέγχου (σκ. 191-192).
2. Ο περιορισμός του προγράμματος «ΟΜΤ».
Ως προς τον περιορισμό του εύρους του προγράμματος «ΟΜΤ», κρίθηκε ότι δια της αγοράς ομολόγων δεν επιτρέπεται να καταστρατηγείται η εκ μέρους των Κρατών-Μελών αυστηρή τήρηση των όρων παροχής χρηματοοικονομικής στήριξης από τον ΕΜΣ και το ΕΤΧΣ («παράμετρος αιρεσιμότητας»), ώστε να διασφαλίζεται πως το πρόγραμμα «ΟΜΤ» λειτουργεί μόνον ως υποστήριξη της οικονομικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν την υποκαθιστά. Συνακόλουθα, ο πλήρης δικαστικός έλεγχος της αιτιολογίας των πράξεων εφαρμογής του προγράμματος «ΟΜΤ» εγγυάται, ότι ο σκοπός του θα είναι αποκλειστικώς και μόνον η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών μέσω της προστασίας του μηχανισμού μετάδοσης και του ενιαίου χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής, πρέπει δε το πρόγραμμα να περιορίζεται αυστηρά στον συγκεκριμένο αυτό στόχο και να τερματίζεται μόλις αυτός εκπληρωθεί (σκ. 193-194). Κεντρικής σημασίας προς τούτο είναι ότι δεν επιτρέπεται ο όγκος της αγοράς ομολόγων να είναι απεριόριστος, όπως εμμέσως είχε διαφανεί κατά την ανακοίνωση του προγράμματος «ΟΜΤ» και των παραμέτρων του από την ΕΚΤ. Μάλιστα, ο όγκος της αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ πρέπει να καθορίζεται δεσμευτικώς εκ των προτέρων και να μην υπερβαίνει το μέτρο, που είναι αναγκαίο για την αποκατάσταση του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Ωστόσο, η απόφαση για την εκτέλεση του προγράμματος και την αγορά ομολόγων δεν πρέπει ν’ ανακοινώνεται, καθώς μια τέτοια ανακοίνωση θα μπορούσε να οδηγήσει τα Κράτη-Μέλη να εκδίδουν ομόλογα με σκοπό την αγορά τους από την ΕΚΤ. Σε κάθε περίπτωση, το πρόγραμμα πρέπει να είναι χρονικώς και ποσοτικώς περιορισμένο, προκειμένου να διασφαλίζεται ο χαρακτήρας του ως μέσου άσκησης νομισματικής πολιτικής και μόνον (σκ. 195-196).
3. Η αρχή της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης.
Τέλος, κρίθηκε ότι στο πλαίσιο της ερμηνείας του προγράμματος από το ΔΕΕ δεν προκαλείται καταφανής παραβίαση της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 123 παρ. 1 της ΣΛΕΕ. Προϋπόθεση προς τούτο είναι, ωστόσο, να μην δίδεται στα Κράτη-Μέλη η βεβαιότητα ότι τα ομόλογά τους θ’ αγορασθούν τελικώς από την ΕΚΤ, καθώς κάτι τέτοιο θα συνιστούσε έμμεση καταστρατήγηση της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης, ισοδύναμη με παράβασή της, και θα προκαλούσε αντικίνητρο για την εφαρμογή μιας υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής από τα Κράτη-Μέλη.
4. Έξη ουσιαστικές προϋποθέσεις.
Μέσα από αυτή τη σειρά συλλογισμών, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας κατέληξε, ότι από την ερμηνεία του προγράμματος «ΟΜΤ» εκ μέρους του ΔΕΕ προκύπτουν έξι προϋποθέσεις για την νομιμότητά του και την συμμετοχή της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας («Bundesbank») σε αυτό (σκ. 199, 205 επ.):
α) Οι αγορές κρατικών ομολόγων δεν επιτρέπεται να ανακοινώνονται (σκ. 106 του ΔΕΕ).
β) Ο όγκος των αγορών αυτών δεν επιτρέπεται να είναι απεριόριστος (σκ. 106 ΔΕΕ).
γ) Μεταξύ της έκδοσης ενός κρατικού ομολόγου και της αγοράς του από την ΕΚΤ πρέπει να παρεμβάλλεται μια εκ των προτέρων καθορισμένη ελάχιστη προθεσμία, η οποία ν’ αποτρέπει την νόθευση των όρων έκδοσής του (σκ. 106 επ. του ΔΕΕ).
δ) Η αγορά ομολόγων επιτρέπεται μόνον εφόσον τα προς αγορά ομόλογα είχαν εκδοθεί από Κράτη με πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η οποία να καθιστά δυνατή την χρηματοδότησή τους από αυτές (σκ. 116 και 119 του ΔΕΕ).
ε) Η διακράτηση των αγορασθέντων από την ΕΚΤ ομολόγων, ως την λήξη τους, επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση (σκ. 117 επ. του ΔΕΕ).
στ) Οι αγορασθέντες από την ΕΚΤ τίτλοι πρέπει να διατίθενται εκ νέου στην αγορά και οι αγορές κρατικών ομολόγων πρέπει να περιορίζονται ή να παύουν, αν η συνέχιση της παρέμβασης της ΕΚΤ ή η περαιτέρω διακράτηση των τίτλων δεν είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων της νομισματικής πολιτικής (σκ. 112 επ., 117 επ. του ΔΕΕ).
Δ. Συμπεράσματα: Η «καχυποψία» του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας.
Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκανε, κατ’ αρχήν, δεκτή την σύμφωνη με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο ερμηνεία του προγράμματος «ΟΜΤ» από το ΔΕΕ. Έκρινε όμως ότι –πάντα «καχύποπτο» έναντι τέτοιων πρωτοβουλιών της ΕΚΤ- δια της ερμηνείας αυτής τίθενται συγκεκριμένοι περιορισμοί στην εφαρμογή του εν λόγω προγράμματος.
- Η διάκριση μεταξύ ανακοίνωσης και εφαρμογής του προγράμματος «ΟΜΤ».
Η κρίση αυτή βασίσθηκε στην σκέψη, ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της απλής ανακοίνωσης του προγράμματος και της εφαρμογής του: Ενώ η εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας της ανακοίνωσης του προγράμματος και της θετικής της επίδρασής του στις αγορές νομιμοποιεί την παράλειψη αναφοράς πιο συγκεκριμένων περιορισμών εφαρμογής του προγράμματος από τις παραμέτρους που ανακοινώθηκαν την 6η Σεπτεμβρίου 2012, οι πράξεις οι οποίες απαιτούνταν για την εφαρμογή του υπόκεινται σε αυστηρότερους όρους.
- Οι χρονικοί και ποσοτικοί περιορισμοί των προγραμμάτων «ΟΜΤ».
Κατά το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, η εφαρμογή του προγράμματος «ΟΜΤ» πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να είναι χρονικώς και ποσοτικώς περιορισμένη, ώστε να διασφαλίζεται ότι αποτελεί μέσο άσκησης αποκλειστικώς νομισματικής και όχι δημοσιονομικής ή οικονομικής πολιτικής. Περαιτέρω δε πρέπει να συντρέχουν οι προαναφερόμενες έξι συγκεκριμένες προϋποθέσεις νόμιμης εφαρμογής του προγράμματος.
- Απαισιόδοξες προοπτικές.
Μια τελική αποτίμηση της μελλοντικής αποτελεσματικότητας του προγράμματος «ΟΜΤ», υπό τα προαναφερόμενα νομολογιακά δεδομένα του ΔΕΕ και του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, οδηγούσαν, εξ αρχής, στην ακόλουθη, δυσοίωνη, διαπίστωση: Η, ούτως ή άλλως, περιορισμένη εμβέλεια του προγράμματος «ΟΜΤ» –το οποίο «παρασάγγας» απείχε έστω και από μια στοιχειώδη μορφή ευρωομολόγου που, μάλλον, φαίνεται ολοένα και περισσότερο αναγκαίο για την υπεράσπιση της Ευρωζώνης μπροστά στις διαφαινόμενες μεγάλες προκλήσεις οι οποίες την απειλούν όπως, a fortiori, αποδεικνύει και η οικονομική κρίση λόγω της πανδημίας του Covid-19- σε συνδυασμό με τους κατά τ’ ανωτέρω αυστηρούς περιορισμούς κατά την εφαρμογή του, υπονόμευαν, ab initio, την χρησιμότητά του ενόψει της τρέχουσας αλλά και της μελλοντικής συγκυρίας κρίσης χρέους. Με απλές λέξεις φαίνεται, και δη «δια γυμνού οφθαλμού», ουτοπικό να περίμενε κανείς ότι, με αυτή την μορφή, το πρόγραμμα «ΟΜΤ» ήταν σε θέση ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικώς την υπάρχουσα –και διαρκώς διογκούμενη- κρίση χρέους εντός της Ευρωζώνης καθώς και τις πολλαπλές αρνητικές προεκτάσεις της.
ΙΙ. Η κατάληξη: Οι εμφανείς προθέσεις της απόφασης του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 21ης Ιουνίου 2016.
Τέσσερα χρόνια μετά, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας κατέστησε σαφείς τις προθέσεις του εκείνες, τις οποίες είχε, κατά τα προλεχθέντα, προοιωνισθεί η νομολογία του, και πάλι ύστερα από προδικαστικό ερώτημά του προς το ΔΕΕ. Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 5ης Μαΐου 2020, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκανε δεκτές ατομικές συνταγματικές προσφυγές κατά του προγράμματος αγοράς ομολόγων του κρατικού τομέα («Public Sector Purchase Programme – PSPP»). Έκρινε δε ότι η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο (Bundestag) προσέβαλαν το δικαίωμα των θιγόμενων πολιτών, που απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 38 του Ομοσπονδιακού Συντάγματος -δικαίωμα ψήφου- σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 2 -Δημοκρατική Αρχή- και 70 παρ. 3, με την παράλειψή τους να προβούν σ’ ενέργειες κατά του ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν ήλεγξε αν και δεν απέδειξε ότι τα επιμέρους μέτρα που έλαβε, στο πλαίσιο των αποφάσεών της για την υιοθέτηση και εφαρμογή του «PSPP», είναι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Κατά το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, η κρίση αυτή δεν αντίκειται στην απόφαση του ΔΕΕ της 11ης Δεκεμβρίου 2018, καθώς η εν λόγω απόφαση δεν είναι νομικώς και μεθοδολογικώς επαρκώς κατανοητή ως προς τον έλεγχο αναλογικότητας των σχετικών με το «PSPP» αποφάσεων. Ως εκ τούτου, εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας («ultra-vires»). Από την άλλη πλευρά, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας δεν διεπίστωσε παράβαση της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης των Κρατών-Μελών μέσω του «PSPP». Τα μέτρα στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ΕΚΤ, που υιοθετήθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης, η οποία σχετίζεται με την πανδημία του Covid-19, δεν απετέλεσαν αντικείμενο της κρίσης του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Α. Ιστορικό της απόφασης.
Όπως προεκτέθηκε, το «PSPP» αποτελεί μέρος του «Expanded Asset Purchase Programme» («EAPP»), ενός προγράμματος-πλαισίου του Ευρωσυστήματος για την αγορά περιουσιακών στοιχείων. Όπως αποδεικνύεται από την αιτιολογία του, το «EAPP» αποσκοπεί σε αύξηση του χρηματικού όγκου για την στήριξη της κατανάλωσης και των επενδύσεων και, επομένως, στην αύξηση του πληθωρισμού της Ευρωζώνης σ’ επίπεδο κοντά στο 2%. Το «PSPP» υιοθετήθηκε με απόφαση της ΕΚΤ της 4ης Μαρτίου 2015, η οποία τροποποιήθηκε στην συνέχεια με συνολικά άλλες πέντε αποφάσεις.
- Οι μέθοδοι του «PSPP».
Με το «PSPP» αγοράζονται, με τους όρους που καθορίζονται στις επιμέρους αποφάσεις της ΕΚΤ, κρατικά ομόλογα και άλλοι παρόμοιοι τίτλοι, οι οποίοι είναι διαθέσιμοι στις αγορές και εκδίδονται από την κυβέρνηση ενός Κράτους-Μέλους της Ευρωζώνης, από «αναγνωρισμένα όργανα» και από Διεθνείς Οργανισμούς και Τράπεζες Ανάπτυξης που έχουν την έδρα τους εντός της Ευρωζώνης. Διευκρινίζεται ότι το «PSPP» αποτελεί το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του «EAPP». Πραγματικά, την 8η Νοεμβρίου 2019, το Ευρωσύστημα είχε αγοράσει, στο πλαίσιο του «EAPP», τίτλους συνολικής αξίας 2.557.800 εκατομμυρίων ευρώ (2,6 τρις), εκ των οποίων 2.088.100 (2,1 τρις) αγοράσθηκαν στο πλαίσιο του «PSPP».
- Οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων, το προδικαστικό ερώτημα και η απόφαση.
Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονταν στις προσφυγές τους ότι το «PSPP» στοιχειοθετεί παράβαση της απαγόρευσης νομισματικής κρατικής χρηματοδότησης -άρθρο 123 της ΣΛΕΕ- και της αρχής της δοτής αρμοδιότητας -άρθρο 5 παρ. 1 της ΣΕΕ σε συνδυασμό με τα άρθρα 119 και 127 επ. της ΣΛΕΕ. Με προδικαστικό ερώτημα της 18ης Ιουλίου 2017, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έθεσε σειρά προδικαστικών ζητημάτων στο ΔΕΕ, τα οποία αφορούσαν ιδίως την απαγόρευση νομισματικής κρατικής χρηματοδότησης, την αρμοδιότητα της ΕΚΤ για την άσκηση νομισματικής πολιτικής και μια πιθανή υπέρβαση της εξουσίας της σε βάρος των αρμοδιοτήτων των Κρατών-Μελών και της δημοσιονομικής τους κυριαρχίας. Με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2018, το ΔΕΕ έκρινε ότι το «PSPP» δεν υπερβαίνει τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ και δεν παραβιάζει την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης των Κρατών-Μελών. Στην συνέχεια η προφορική διαδικασία ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας έλαβε χώρα την 30η και 31η Ιουλίου 2019.
Β. Τα βασικά obiter dicta της απόφασης του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας.
Κατά τα κριθέντα από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, η απόφαση της ΕΚΤ της 4ης Μαρτίου 2015 –(EU) 2015/774- και οι μεταγενέστερες αποφάσεις (EU) 2015/2101, (EU) 2015/2464, (EU) 2016/702 και (EU) 2010/100, συνιστούν, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 119 και 127 επ. της ΣΛΕΕ και των άρθρων 17 επ. του Κανονισμού ΕΚΤ, και παρά τις περί του αντιθέτου κρίσεις του ΔΕΕ, μέτρα «ultra-vires». Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας τεκμηρίωσε τις κρίσεις του ως εξής:
- Η αρμοδιότητα του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας ως προς τον έλεγχο «ultra–vires» των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κατά την πάγια νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας -βλ. Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας 126, 286 <302 ff.; 134, 366 <382 ff. Rn. 22 ff. >; 142, 123 <198 ff. Rn. 143 ff.>; Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, Urteil des Zweiten Senats vom 30. Juli 2019 -2 BvR 1685/14, 2 BvR 2631/14 -, Rn. 140 ff.- αποτελεί υποχρέωσή του να ελέγχει τους ουσιαστικούς ισχυρισμούς σχετικά με ενέργειες «ultra-vires» των Ευρωπαϊκών οργάνων και υπηρεσιών και, σε συντονισμό με το ΔΕΕ, να ερμηνεύει και να εφαρμόζει τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες καθώς και να εγγυάται με τον τρόπο αυτό τον ενιαίο χαρακτήρα του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Αν κάθε Κράτος-Μέλος είχε την αξίωση, μέσω των Δικαστηρίων του, ν’ αποφασίζει σχετικά με την ισχύ πράξεων των Ευρωπαϊκών οργάνων θα μπορούσε να παρακάμπτεται η αρχή της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου και θα ετίθετο υπό διακινδύνευση η ενιαία εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Από την άλλη πλευρά όμως, αν τα Κράτη-Μέλη παραιτούνταν εντελώς από τον έλεγχο «ultra-vires», η αρμοδιότητα και δικαιοδοσία ερμηνείας των Συνθηκών θα μετατίθετο αποκλειστικά στα Ευρωπαϊκά όργανα, και μάλιστα ακόμη και όταν η δική τους άποψη ως προς την ορθή νομική ερμηνεία θα σήμαινε, κατ’ αποτέλεσμα, τροποποίηση των Συνθηκών ή διεύρυνση των αρμοδιοτήτων και της δικαιοδοσίας.
α) Το γεγονός ότι -όπως άλλωστε είναι αναμενόμενο κατά τις θεσμικές και διαδικαστικές ρυθμίσεις και ιδιαιτερότητες του Ευρωπαϊκού Δικαίου- σε σπάνιες και οριακές περιπτώσεις μιας υπέρβασης αρμοδιοτήτων εκ μέρους των Ευρωπαϊκών οργάνων, η οπτική του Εθνικού Δικαστή δεν ταυτίζεται πλήρως με την οπτική του Ευρωπαϊκού Δικαίου, οφείλεται στο ότι και μετά την θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένουν «κύριοι των Συνθηκών» («Herren der Verträge»), αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καταστεί ομοσπονδιακό κράτος (βλ. Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας E 123, 267 <370 f.>). Οι, κατά κανόνα αναπόφευκτες, καταστάσεις εντάσεων, που ανακύπτουν στο πλαίσιο αυτής της κατασκευής, πρέπει ν’ αμβλύνονται σύμφωνα με την ιδέα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και μέσω μιας αμοιβαίας λήψης υπόψη της άλλης πλευράς. Αυτό χαρακτηρίζει, άλλωστε, την συνεργασία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αποτελεί έναν σύνδεσμο Κρατών, Συνταγμάτων, Διοικήσεων και Δικαστηρίων (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας E 140, 317 <338 Rn. 44).
β) Η ερμηνεία και εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού της εφαρμοστέας νομικής μεθόδου, είναι, κατ’ αρχήν, αρμοδιότητα του ΔΕΕ, το οποίο, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 19 παρ. 1 εδ. 2 της ΣΕΕ, υπερασπίζεται το δίκαιο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των Συνθηκών.
β1) Οι μέθοδοι δικανικής ερμηνείας των κανόνων δικαίου, που έχει διαμορφώσει η νομολογία του ΔΕΕ, βασίζονται στις κοινές συνταγματικές νομικές παραδόσεις των Κρατών-Μελών -άρθρο 6 παρ. 3 της ΣΕΕ, άρθρο 340 παρ. 2 της ΣΛΕΕ- όπως αυτές εμφανίζονται στην νομολογία των Συνταγματικών και Ανώτατων Δικαστηρίων τους και στην νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η χρήση των νομικών αυτών μεθόδων και αρχών δεν μπορεί – και δεν πρέπει – να ταυτίζεται πλήρως με τις μεθόδους που εφαρμόζουν τα Εθνικά Δικαστήρια. Δεν μπορεί όμως ν’ απομακρύνεται από αυτές άνευ ετέρου. Οι ιδιαιτερότητες του Ευρωπαϊκού Δικαίου απαιτούν σημαντικές αποκλίσεις ως προς την σημασία και την βαρύτητα των διαφόρων μέσων ερμηνείας του δικαίου.
β2)Η αρμοδιότητα ερμηνείας του ΔΕΕ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 εδαφ. 2 της ΣΕΕ, δεν περιλαμβάνει και την δυνατότητα καταφανούς αδιαφορίας για τις γνωστές στον Ευρωπαϊκό νομικό χώρο μεθόδους ερμηνείας του δικαίου ή τις νομικές αρχές που είναι κοινές στις Έννομες Τάξεις των Κρατών-Μελών. Ως εκ τούτου, όταν τίθεται ζήτημα ερμηνείας του Ευρωπαϊκού Δικαίου, το οποίο κατά τις συνηθισμένες μεθόδους επίλυσης ερμηνευτικών νομικών ζητημάτων μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικά συμπεράσματα, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας δεν έχει την αποστολή να προκρίνει την δική του ερμηνευτική προσέγγιση έναντι εκείνης του ΔΕΕ (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας E 126, 286 <307>).
β3) Έτσι, ακόμη και σε περιπτώσεις, στις οποίες υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα κατά μιας υποστηριζόμενης από το ΔΕΕ ερμηνείας, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας πρέπει να σέβεται την απόφαση του ΔΕΕ, εφόσον όμως η απόφασή του βασίζεται σε αναγνωρισμένες μεθοδολογικές αρχές και δεν εμφανίζεται αντικειμενικώς ως αυθαίρετη.
2. Τα όρια της κρίσης του ΔΕΕ.
Η κρίση του ΔΕΕ, κατά την οποία η απόφαση της ΕΚΤ σχετικά με το πρόγραμμα «PSPP» και τις τροποποιήσεις είναι εντός των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ, αγνοεί με καταφανή τρόπο την σημασία της αρχής της αναλογικότητας, η οποία πρέπει να γίνεται σεβαστή και σε σχέση με τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ Κρατών-Μελών και Ευρωπαϊκής Ένωσης -άρθρο 5 παρ. 1 εδαφ. 2 και παρ. 4 της ΣΕΕ- και δεν είναι υποστηρίξιμη μεθοδολογικώς για τον λόγο ότι δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τις πραγματικές επιπτώσεις του προγράμματος στην οικονομική πολιτική.
α) Η προσέγγιση του ΔΕΕ, κατά την οποία δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον έλεγχο αναλογικότητας οι πραγματικές επιπτώσεις του προγράμματος και παραλείπεται μια συνολική εκτίμηση και αξιολόγηση του προγράμματος, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ελέγχου τήρησης της αρμοδιότητας άσκησης νομισματικής πολιτικής από το ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ. Στο πλαίσιο της προσέγγισης αυτής, η αρχή της αναλογικότητας δεν μπορεί να εκπληρώσει την διορθωτική λειτουργία που εξυπηρετεί προς προστασία των αρμοδιοτήτων των Κρατών-Μελών, κάτι που καθιστά τελικώς άνευ αντικειμένου την αρχή της δοτής αρμοδιότητας (άρθρο 5 παρ. 1 εδαφ. 1 και 2 της ΣΕΕ).
β) Η πλήρης αγνόηση όλων των επιπτώσεων του προγράμματος κατά την άσκηση οικονομικής πολιτικής είναι αντίθετη και στην μεθοδολογία που εφαρμόζει το ΔΕΕ σε σχεδόν όλους τους υπόλοιπους τομείς της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης. Τούτο δεν συνάδει με την λειτουργία της αρχής της δοτής αρμοδιότητας και τις συνέπειες που εκπορεύονται από την λειτουργία αυτή για την μέθοδο του ελέγχου τήρησης της εν λόγω αρχής.
3. Συμπερασματικές κρίσεις.
Η ερμηνεία της αρχής της αναλογικότητας και η, βάσει της ερμηνείας αυτής, συγκεκριμενοποίηση των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ υπερβαίνουν την αρμοδιότητα του ΔΕΕ, όπως αυτή έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο κατά τις διατάξεις του άρθρ. 19 παρ. 1 εδαφ. 2. Ο αυτοπεριορισμός του δικαστικού του ελέγχου στο ζήτημα του αν η ΕΚΤ έχει υποπέσει σε «καταφανές σφάλμα εκτίμησης» ως προς το αν ένα μέτρο της υπερβαίνει «καταφανώς» τον βαθμό που είναι αναγκαίος ή αν τα μειονεκτήματά του είναι «καταφανώς» δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, δεν είναι συμβατή με την αρμοδιότητα της ΕΚΤ, η οποία, κατά τις Συνθήκες, πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικώς στην άσκηση νομισματικής πολιτικής.
Γ. Τα συμπερασματικά δεδομένα της απόφασης του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας.
Εφόσον, επομένως, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας δεν δεσμεύεται από την απόφαση του ΔΕΕ, είναι υποχρεωμένο να κρίνει το ίδιο αν το Ευρωσύστημα έδρασε εντός των αρμοδιοτήτων που του αναγνωρίζει το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, όταν έλαβε τις αποφάσεις για την έναρξη και την εκτέλεση του «PSPP». Επειδή δεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις σχετικά με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, συνάγεται ότι τα όρια της σχετικής αρμοδιότητας δεν έχουν τηρηθεί.
- Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
Ένα πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων, όπως το «PSPP», το οποίο έχει σοβαρές συνέπειες σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής, προϋποθέτει, ιδίως, ότι τόσον ο σκοπός νομισματικής πολιτικής που επιδιώκεται με το πρόγραμμα όσο και οι συνέπειές του στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής προσδιορίζονται, αξιολογούνται και σταθμίζονται μεταξύ τους. Η άνευ προϋποθέσεων επιδίωξη του σκοπού νομισματικής πολιτικής που εξυπηρετεί «PSPP», ο οποίος συνίσταται στην επίτευξη πληθωρισμού κοντά στο 2%, χωρίς να ληφθούν υπ’ όψη οι συνέπειες του προγράμματος σ’ επίπεδο οικονομικής πολιτικής, αγνοεί καταφανώς την αρχή της αναλογικότητας.
α) Από τις αποφάσεις, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της συγκεκριμένης δίκης, δεν προκύπτει ότι διενεργήθηκε η απαιτούμενη στάθμιση μεταξύ του σκοπού νομισματικής πολιτικής που επιδιώκει το πρόγραμμα και των συνεπειών που προκαλούνται από τα επιλεγέντα μέσα στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις αυτές αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. 2 και παρ. 4 της ΣΕΕ και δεν καλύπτονται από την αρμοδιότητα της ΕΚΤ για την άσκηση νομισματικής πολιτικής.
β) Οι αποφάσεις περιορίζονται στην διαπίστωση ότι ο επιδιωκόμενος στόχος διατήρησης του πληθωρισμού κοντά στο 2% δεν επιτυγχάνεται διαφορετικά και ότι δεν είναι διαθέσιμα λιγότερο επαχθή μέτρα, δεν περιέχουν δε καμία πρόγνωση σε σχέση με τις επιπτώσεις σ’ επίπεδο οικονομικής πολιτικής ούτε με το αν τελούν σε σχέση αναλογίας με τα πλεονεκτήματα που έχουν στην νομισματική πολιτική. Πέραν τούτων, δεν προκύπτει, από κανένα στοιχείο, ότι η ΕΚΤ εκτίμησε και στάθμισε τις συνέπειες που προκαλούνται από το «PSPP» και συνδέονται άμεσα με αυτό, συνέπειες οι οποίες προκαλούνται από τον όγκο του προγράμματος που υπερβαίνει τα δύο τρις ευρώ με διάρκεια ήδη μεγαλύτερη των τριών ετών. Οι αρνητικές επιπτώσεις του «PSPP» αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου και καθιστούν τις απαιτήσεις μιας τέτοιας στάθμισης ακόμη μεγαλύτερες.
γ) Το «PSPP» βελτιώνει τις συνθήκες αναχρηματοδότησης των Κρατών Μελών, διότι αυτά είναι σε θέση να έχουν πρόσβαση στον δανεισμό με ευνοϊκότερους όρους στις χρηματαγορές. Ως εκ τούτου, το πρόγραμμα αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις για την διαμόρφωση των συνθηκών άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής στα Κράτη- Μέλη. Μάλιστα, μπορεί να έχει την ίδια επίδραση με την παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας στα Κράτη, κατ’ άρθρο 12 της Συνθήκης του ΕΜΣ.
γ1) Το εύρος και η διάρκεια του «PSPP» μπορούν να οδηγήσουν σε μια κατάσταση, στην οποία ακόμη και σύμφωνες με το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο επιπτώσεις του προγράμματος θα ήταν αντίθετες στην αρχή της αναλογικότητας. Επίσης, το «PSPP» έχει επιπτώσεις στον τραπεζικό τομέα, καθώς δια της αγοράς κρατικών ομολόγων τα ομόλογα αυτά εντάσσονται στον ισολογισμό της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα την βελτίωση της οικονομικής κατάστασης και της πιστοληπτικής ικανότητας των τραπεζών. Στις επιπτώσεις του «PSPP» ανήκουν επίσης οικονομικές και κοινωνικές παρενέργειες που αφορούν σχεδόν όλους τους πολίτες, καθώς, τουλάχιστον εμμέσως, επηρεάζονται μέτοχοι, ενοικιαστές, ιδιοκτήτες ακινήτων, αποταμιευτές και αγοραστές ασφαλιστικών προϊόντων. Ειδικά για τις αποταμιεύσεις, προκαλούνται σοβαροί κίνδυνοι απώλειας περιουσίας. Επιπλέον, επιχειρήσεις, οι οποίες από οικονομική άποψη δεν είναι βιώσιμες, παραμένουν στην αγορά λόγω της μείωσης των επιτοκίων που προκαλείται από το πρόγραμμα «PSPP».
γ2) Τέλος, όσο αυξάνεται η διάρκεια και ο όγκος του προγράμματος αυξάνεται και η εξάρτηση του Ευρωσυστήματος από την πολιτική των Κρατών-Μελών, διότι με το πέρας του χρόνου γίνεται δύσκολο, ολοένα και περισσότερο, να καταστεί εφικτός ο τερματισμός του προγράμματος χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα της Ευρωζώνης. Όλες τις παραπάνω επιπτώσεις στην οικονομική πολιτική θα έπρεπε η ΕΚΤ να τις αξιολογήσει, να τις εξετάσει σε σχέση με τα πλεονεκτήματα των σκοπών άσκησης νομισματικής πολιτικής που εξυπηρετεί το πρόγραμμα και να τις σταθμίσει σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Μια τέτοια στάθμιση δεν φαίνεται να έχει λάβει χώρα ούτε κατά την έναρξη του προγράμματος, αλλά ούτε και σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο. Χωρίς αποδείξεις ότι έλαβε χώρα αυτή η στάθμιση, είναι αδύνατος ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος της τήρησης των ορίων της αρμοδιότητας της ΕΚΤ.
2. Οι κρίσεις ως προς την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση από το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο.
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι δυνατό να κριθεί οριστικά αν η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο παρέβησαν το καθήκον τους δια των παραλείψεών τους να μην προβούν σε ενέργειες προς την κατεύθυνση του τερματισμού του «PSPP». Και τούτο, διότι για τον σχηματισμό σχετικής κρίσης απαιτείται να διαπιστωθεί, βάσει ενός τεκμηριωμένου ελέγχου αναλογικότητας, αν το «PSPP» είναι συμβατό με το άρθρο 127 παρ. 1 της ΣΛΕΕ.
α) Στο μέτρο που η απόφαση του ΔΕΕ αρνείται ότι προκλήθηκε παράβαση του άρθρου 123 παρ. 1 της ΣΛΕΕ, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας κρίνει ότι δεσμεύεται από τη διαπίστωση αυτή του ΔΕΕ. Παρά το ότι το ΔΕΕ δεν προέβη σε λεπτομερή εξέταση των επιμέρους κριτηρίων, που είχαν διαμορφωθεί ήδη στο πλαίσιο της υπόθεσης Gauweiler, πρέπει να γίνει σεβαστή η κρίση του ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί εν προκειμένω «καταφανής παράβαση» του άρθρου 123 παρ. 1 της ΣΛΕΕ. Ιδίως δεν στοιχειοθετείται καταφανής παράβαση του άρθρου 123 παρ. 1 της ΣΛΕΕ δια του «PSPP» διότι, μεταξύ άλλων:
α1) Ο όγκος των αγορών δεν είναι εκ των προτέρων απεριόριστος.
α2) Τηρείται ανώτατο όριο 33% ανά κωδικό χρεογράφου.
α3) Αγοράζονται μόνον ομόλογα οργανισμών, που έχουν πρόσβαση στις αγορές.
α4) Οι αγορές τερματίζονται και τα αγορασμένα ομόλογα επαναδιοχετεύονται στην αγορά όταν δεν είναι πλέον απαραίτητη η επέμβαση της ΕΚΤ για την επίτευξη του στόχου διατήρησης του πληθωρισμού κοντά στο 2%.
β) Προσβολή της συνταγματικής ταυτότητας του Ομοσπονδιακού Συντάγματος και της δημοσιονομικής αρμοδιότητας του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου δεν διαπιστώνεται.
γ) Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο υποχρεούνται ν’ αντιταχθούν στον μέχρι στιγμής χειρισμό του προγράμματος «PSPP». Ειδικότερα, υποχρεούνται να προβούν σ’ ενέργειες, προκειμένου η ΕΚΤ να διενεργήσει έλεγχο αναλογικότητας του προγράμματος.
δ) Θεσμικά όργανα, υπηρεσίες και δικαστήρια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας απαγορεύεται να συνεργούν στην υιοθέτηση και εφαρμογή πράξεων «ultra-vires». Ως εκ τούτου, μετά το πέρας μεταβατικής περιόδου τριών μηνών, απαγορεύεται στην Bundesbank να συμμετέχει στην εφαρμογή των αποφάσεων της ΕΚΤ που σχετίζονται με το πρόγραμμα «PSPP», εφόσον η ΕΚΤ δεν αποδείξει, με τεκμηριωμένο τρόπο, ότι οι σκοποί νομισματικής πολιτικής που επιδιώκεται να εξυπηρετηθούν με το «PSPP» δεν είναι δυσανάλογοι σε σχέση με τις οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις του προγράμματος. Αντιστοίχως, η Bundesbank υποχρεούται να μεριμνήσει, προκειμένου να καταστεί δυνατό – έστω μακροπρόθεσμα – να πωληθούν οι τίτλοι που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος.
ΙΙΙ Από τα «lacrimae rerum», στο δέον γενέσθαι.
Από την κατά τ’ ανωτέρω σειρά συλλογισμών προκύπτει ότι, με την απόφασή του της 5ης Μαΐου 2020, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας οδηγήθηκε, μέσ’ από την, έστω και μερική, αμφισβήτηση της πλήρους δικαιοδοσίας και του δεδικασμένου των αποφάσεων του ΔΕΕ, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου -πρωτογενούς και παραγώγου- και μέσ’ από την αντίστοιχη επέκταση της δικαιοδοσίας του να ερμηνεύει και να εφαρμόζει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εν συνόλω, και υπό το φως του γράμματος και του πνεύματος του Συντάγματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εμμέσως πλην σαφώς σε μια μορφή αμφισβήτησης της υπεροχής του Ευρωπαϊκού έναντι του Εθνικού Δικαίου. Όλα δείχνουν ότι η νομολογιακή του πορεία ήταν, σχεδόν, αναμενόμενη, αν αναχθούμε στα obiter dicta της απόφασής του της 21ης Ιουνίου 2016. Και, όπως είναι ευνόητο, το μεγάλο ζήτημα για όλα τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πέραν, βεβαίως, της προφανώς «ultra vires» δικαιοδοτικής παρέμβασης του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας- είναι το δέον γενέσθαι, ώστε αυτή η έκρυθμη κατάσταση ως προς την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης ν’ αντιμετωπισθεί εγκαίρως και καταλλήλως.
Α. «Lacrimae rerum». Οι αβελτηρίες του παρελθόντος.
Σε μια λιτή και πολύ προσεκτική ανακοίνωσή του (αρ. 58/20) της 8ης Μαΐου 2020, η οποία μάλλον θυμίζει τον στίχο (αρ. 462) από την Αινιάδα του Βιργίλιου «sunt lacrimae rerum et mentem mortalia tangunt» -«υπάρχουν δάκρυα για τα πράγματα, τα οποία παρακινούν το θυμικό των θνητών»- το ΔΕΕ, προφανώς αναλογιζόμενο το πώς και με ευθύνη ποίων η κατάσταση έφθασε ως εδώ, τόνισε τα εξής, αφού προηγουμένως διευκρίνισε πως, κατ’ αρχήν, ουδέποτε σχολιάζει τις αποφάσεις των Εθνικών Δικαστηρίων: «Υπενθυμίζεται, γενικώς, ότι, κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, η απόφαση που εκδίδεται κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος είναι δεσμευτική για τον Εθνικό Δικαστή ως προς την επίλυση της ενώπιόν του επίδικης διαφοράς (απόφαση του ΔΕΕ της 14.12.2000, Fazenda Publica, C-446/98, no 49). Για να διασφαλίσει την ενότητα της εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου, το ΔΕΕ, το οποίο ιδρύθηκε από τα Κράτη-Μέλη για τον σκοπό αυτό, είναι αποκλειστικώς αρμόδιο προκειμένου να διαπιστώσει ότι μια πράξη ενός θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αντίθετη με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Διαφοροποιήσεις, μεταξύ των Εθνικών Δικαστηρίων, ως προς το κύρος τέτοιων πράξεων θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την Έννομη Τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να πλήξουν την ασφάλεια δικαίου (απόφαση του ΔΕΕ της 22.10.1987, Foto–Frost C-314/85 no 15 και 17). Όπως όλες οι άλλες αρχές των Κρατών-Μελών, έτσι και τα Εθνικά Δικαστήρια υποχρεούνται να εγγυώνται την πλήρη ισχύ και εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου (απόφαση του ΔΕΕ της 4.7.2006, Adeneler e.a., C-219/04, no 122). Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να διασφαλισθεί η ισότητα των Κρατών-Μελών μέσα από την Ένωση, η οποία δημιουργήθηκε από αυτά».
1. Γιατί το ΔΕΕ έπρεπε να είχε διαγνώσει τα «πρόδρομα» συμπτώματα της κρίσης.
Κατ’ αρχάς, είναι προφανές ότι αυτές οι «ευχές» και οι «παραινέσεις» του ΔΕΕ -και άλλες παρεμφερείς από άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης- κάθε άλλο παρά επαρκείς είναι για να κάμψουν θέσεις όπως εκείνες του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, αφού η βασική αιτία της νομικής διένεξης ως προς τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού και του Εθνικού Δικαίου βρίσκεται αλλού και έχει πολύ βαθιές θεσμικές ρίζες.
α) Παραπέμπω, ως προς την αιτία αυτή, στις σκέψεις που έχω διατυπώσει σε άρθρο μου, το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διοικητική Δίκη» (τ.2, 2017, σελ. 164 επ.), αναφορικά με την ιεραρχία των κανόνων δικαίου:
α1)«Στην κορυφή -αλλά και, κατά θεσμική λογική, στην βάση- της έννομης τάξης βρίσκεται το Σύνταγμα, ως «Θεμελιώδης Νόμος» στήριξής της και οργάνωσης των εν γένει πολιτικών θεσμών. Η κανονιστική ιδιομορφία του Συντάγματος, ως «κανόνα δικαίου-γενάρχη» της όλης έννομης τάξης, οδηγεί, αναποτρέπτως, στην καθολική και αδιάστικτη υπεροχή του εντός της εσωτερικής έννομης τάξης. Συγκεκριμένα το Σύνταγμα, ως θεμελιώδης νόμος αποτελούμενος όχι μόνον από τους κανόνες δικαίου που περιλαμβάνει αλλά και από τις γενικές αρχές οι οποίες συνάγονται από αυτούς, υπερισχύει αναποδράστως κάθε άλλου κανόνα δικαίου. Είτε αυτός εντάσσεται στο εσωτερικό δίκαιο είτε στους κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως ενσωματώνονται κάθε φορά στην έννομη τάξη μας. Ιδιαίτερα διαφωτιστική αυτής της νομικής λογικής είναι η νομολογία που διαμόρφωσε η απόφαση (παραπεμπτική) του Συμβουλίου της Επικρατείας 3242/2004με την οποία κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι δεν νοείται, σε καμία περίπτωση, διατύπωση προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), προκειμένου να διαπιστωθεί αν διάταξη επιτακτικού χαρακτήρα του Συντάγματος είναι συμβατή κατά το περιεχόμενο της ρύθμισής της με διάταξη του πρωτογενούς ή του παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου (πρβλ. όμως και τις αποφάσεις ΣτΕ (Ολ.) 3670/2006, 3470/2011).Ως προς τον «σκεπτικισμό» που ορισμένοι εκφράζουν σε ό,τι αφορά την σχέση μεταξύ Συντάγματος και Ευρωπαϊκού Δικαίου επισημαίνεται τούτο: Είναι λάθος, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει προχωρήσει στο σημείο εκείνο πολιτειακής οργάνωσης που θα της επέτρεπε να διαθέτει πραγματικά ενιαίο συνταγματικό θεμέλιο, να επιχειρούν μια τέτοια σύγκριση και να θέτουν εν αμφιβόλω την υπεροχή του Συντάγματος. Έχοντας, προς το παρόν, δύο παράλληλες έννομες τάξεις -εκείνη των κρατών-μελών και εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης- με βάση την κοινή νομική λογική οφείλουμε να δεχθούμε πως η άποψη των Ευρωπαϊκών οργάνων, και ιδίως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την οποία θεμέλιο της Ευρωπαϊκής έννομης τάξης είναι το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο (βλ. τις «ιστορικές» αποφάσεις 15.7.1964, Costa c. ENEL, 17.12.1970, Internationale Handelsgesellschaft, 9.3.1978, Simmenthal), ουδόλως επιδρά στην υποχρέωση που έχουν τα όργανα των κρατών-μελών -άρα και της Ελλάδας- να θέτουν ως αντίστοιχο θεμέλιο των επιμέρους έννομων τάξεων το Σύνταγμά τους. Οιαδήποτε άλλη εκδοχή -ακόμη και με ρητή συνταγματική πρόβλεψη που, βεβαίως, δεν συντρέχει κατά το Σύνταγμά μας- με βάση επίσης την κοινή νομική λογική αγνοεί την φύση του κανόνα δικαίου ως μέσου ρύθμισης της πολιτειακής οργάνωσης και των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, αγνοεί την πεμπτουσία του Συντάγματος. Διότι αν υποθέσουμε, π.χ., στο πλαίσιο της έννομης τάξης μας ότι συντρέχει υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του Συντάγματος, αυτό θα σήμαινε ότι μια τέτοια υπεροχή προβλέφθηκε, κατά κάποιον τρόπο, από το ίδιο το Σύνταγμα κατά την στιγμή εισόδου της Χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άλλοτε ΕΟΚ. Με τι είδους νομικό συλλογισμό, όμως, ένας κανόνας δικαίου -άρα και το Σύνταγμα- θ’ αναγνώριζε σ’ άλλον κανόνα δικαίου μεγαλύτερη κανονιστική ισχύ από εκείνη που ο ίδιος διαθέτει, ως θεσμικό προϊόν της Εθνικής Κυριαρχίας; Οι υποστηρικτές του αντιθέτου παραβλέπουν ότι, σύμφωνα με την νομική ιδιοσυστασία του κανόνα δικαίου, ισχύει και γι’ αυτόν, mutatis mutandis, η θεμελιώδης αρχή του ρωμαϊκού δικαίου «nemo plus juris ad allium transfere potest quam ipse habet».
α2) Πέραν τούτων, το ΔΕΕ είχε -και έχει πάντοτε- προ οφθαλμών την πραγματικότητα ότι η υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι των Εθνικών Συνταγμάτων αμφισβητείται, όχι μόνο σ’ επίπεδο θεωρίας αλλά και σ’ επίπεδο νομολογίας των Εθνικών Δικαστηρίων, και ιδίως των Ανώτατων. Σε σημείο, μάλιστα, ώστε να συνάγεται, κατά τρόπο τεκμηριωμένο, το συμπέρασμα πως στο νομολογιακό αυτό πεδίο ο κανόνας είναι η αμφισβήτηση, ενώ εξαίρεση αποτελεί η εκ μέρους των Εθνικών Δικαστηρίων ευθεία αναγνώριση της ως άνω υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Επομένως, η νομολογία -και δη εδώ και αρκετά χρόνια- του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, για την οποία έγινε λόγος προηγουμένως, δεν είναι παρά η «κορυφή του παγόβουνου». Δύο, και μόνο, παραδείγματα αρκούν, εν προκειμένω, για να βεβαιώσουν «του λόγου το ασφαλές» ως προς αυτή την αμφισβήτηση της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου μέσω ενός είδους «διπλωματικής δικαστικής επιφύλαξης»:
- Παράδειγμα πρώτο, η απόφαση 653/2012 του Συνταγματικού Συμβουλίου της Γαλλίας («Conseil Constitutionnel»). Η απόφαση αυτή αφορούσε παρεμφερές, μ’ εκείνα του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, ζήτημα. Ήτοι το ζήτημα του αν και κατά πόσον ο κυρωτικός νόμος της Συνθήκης Σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 2.3.2013, ήταν σύμφωνος με τις διατάξεις του Γαλλικού Συντάγματος. Στην απάντησή του το Γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο στηρίχθηκε, κατά βάση, στις διατάξεις αφενός του άρθρου 3, περί εθνικής κυριαρχίας, της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789, η οποία διατηρεί αδιαλείπτως την κανονιστική της εμβέλεια στο πλαίσιο της Γαλλικής Έννομης Τάξης. Και, αφετέρου, του άρθρου 88 του Γαλλικού Συντάγματος, με βάση τις οποίες οριοθετείται το πώς η Γαλλική Δημοκρατία μετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικότερα δε, ερμηνεύοντας συνδυαστικώς τις ως άνω διατάξεις, το Γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο δέχθηκε ότι η προς κύρωση Συνθήκη δεν συνεπάγεται –ούτε μπορεί να συνεπάγεται- μεταβίβαση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων του Γαλλικού Κράτους, που σχετίζονται με δημοσιονομικά θέματα. Δοθέντος ότι, κατά την Γαλλική Έννομη Τάξη και την ιεραρχία της, το Γαλλικό Σύνταγμα δεν επιτρέπει μεταβίβαση τέτοιων αρμοδιοτήτων.
- Παράδειγμα δεύτερο, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας της 26.1.2017. Πρόκειται για την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας (Διάταξη 24/2017 της 26.1.2017), με την οποία απεστάλη προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, προκειμένου αυτό να «διευκρινίσει» σημεία της απόφασής του στην υπόθεση C-105/15, «Taricco», σχετικά με ρυθμίσεις του ιταλικού δικαίου στον τομέα της παραγραφής ποινικών αδικημάτων. Με την προδικαστική αυτή απόφαση το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο ζήτησε από το ΔΕΕ να επανεξετάσει τις κρίσεις του σχετικά με τις ιταλικές εθνικές διατάξεις, καλώντας το να λάβει υπόψη ότι αφενός στην Ιταλική Έννομη Τάξη η παραγραφή είναι θεσμός του ουσιαστικού δικαίου -και όχι του διαδικαστικού δικαίου, όπως φαίνεται να θεώρησε το ΔΕΕ στην σκέψη 57 της ανωτέρω απόφασής του- και ο κανόνας του αποκλεισμού της επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής τελεσθέντων ποινικών αδικημάτων απορρέει από την βασική συνταγματική αρχή της νομιμότητας των αδικημάτων και των ποινών. Και, αφετέρου, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο πρέπει ν’ ανέχεται τους εθνικούς κανόνες που συνιστούν τμήμα της συνταγματικής ταυτότητας των Κρατών-Μελών. Και αυτό διότι δεν μπορεί να επιδιώκει την αναίρεση των συνταγματικών θεμελίων των Κρατών-Μελών, στην βούληση των οποίων ερείδεται.
β) Ακόμη πιο ανησυχητικά, ως προς το μείζον ζήτημα της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του ΔΕΕ -και, επομένως, της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου- ήταν για το Λουξεμβούργο τα μηνύματα ορισμένων αποφάσεων Ανωτάτων Δικαστηρίων Κρατών-Μελών, μέσω των οποίων η δεσμευτικότητα αυτή είχε αμφισβητηθεί, σχεδόν ευθέως. Το γιατί το ΔΕΕ υποτίμησε την σημασία τέτοιων αποφάσεων ίσως να οφείλεται στο ότι, όπως εκτίθεται στην συνέχεια, επρόκειτο για αποφάσεις Κρατών-Μελών που, κατά την κρίση του ΔΕΕ, δεν έχουν την έκταση επιρροής του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας. Αν ισχύει η εκδοχή αυτή, τότε η αβελτηρία του ΔΕΕ εμφανίζεται τόσο περισσότερο επικίνδυνη, όσο σε θέματα αρχής ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου δεν τίθεται ζήτημα μεγέθους των Κρατών-Μελών και των Δικαστηρίων τους. Είτε υπάρχει παράβαση είτε δεν υπάρχει. Επιπλέον, όταν ανέχεσαι τέτοιες παραβάσεις κατ’ αρχήν, οφείλεις ν’ αναλογίζεσαι την ρήση «εξ όνυχος τον λέοντα». Ειδικότερα, τα προαναφερόμενα «μηνύματα» προς το ΔΕΕ έχουν «εκπέμψει»:
β1) Πρώτον, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τσεχίας. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση «Landtová», η οποία αφορά την εφαρμογή του Κανονισμού 1408/71, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τσεχίας εξέδωσε την απόφαση της 31/1/2012, (Pl. ÚS 5/12), με την οποία έκρινε ότι το ΔΕΕ, εκδίδοντας την απόφαση της 22/6/2011 (C-399/09) για την ίδια υπόθεση, υπερέβη την δικαιοδοσία του («ultra vires»).
β2) Δεύτερον, το Ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας. Συγκεκριμένα, με την απόφασή του, της 6/12/2016, στην υπόθεση «Ajos» (υπόθεση n°15/2014, Dansk Industri [DI] acting for Ajos A/S), το Ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας αρνήθηκε να εφαρμόσει την απόφαση του ΔΕΕ, της 19/4/2016 (C-441/14), η οποία αφορούσε μία περίπτωση δυσμενούς διάκρισης λόγω ηλικίας (Οδηγία 2000/78/ΕΚ).
2.Οι ευθύνες του ΔΕΕ.
Τέλος -όπερ όμως είναι και σπουδαιότερο- το ΔΕΕ δεν μπορεί και δεν πρέπει να αισθάνεται «αιφνιδιασμένο» από την κατά τ’ ανωτέρω «αιρετική» νομολογιακή πορεία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, όπως αυτή εκτείνεται κυρίως από την υπόθεση «Gauweiler» του 2016 ως την υπόθεση «Weiss» του 2020. Και τούτο διότι φέρει μεγάλο μέρος ευθύνης ως προς το ότι, με την ανεκτική ως υποχωρητική στάση του έναντι των πραγματικών προθέσεων του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, ουσιαστικά το διευκόλυνε στο να φέρει το ΔΕΕ προ του σημερινού, επικίνδυνου, θεσμικού -και όχι μόνο- αδιεξόδου, όπως συνάγεται από τα εξής:
α) Αναλύθηκε ήδη εκτενώς στην αρχή των αναλύσεων αυτών ότι, στο πλαίσιο της υπόθεσης «Gauweiler» του 2016, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας απηύθυνε, για πρώτη φορά στην δικαιοδοτική του παράδοση, προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ. Με άλλες λέξεις, τότε το δικαστήριο της Καρλσρούης για πρώτη φορά έκανε χρήση των διατάξεων του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ.
α1) Όμως, κατ’ αυτή την «πρώτη φορά», το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας κάθε άλλο παρά ακολούθησε την τακτική των λοιπών Εθνικών Δικαστηρίων των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει ως σήμερα παραμείνει πιστή στην εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ κατά το γράμμα αλλά και το πνεύμα τους, ήτοι στην εφαρμογή εκείνη, η οποία κατατείνει στην υποβολή «γνήσιων» προδικαστικών ερωτημάτων. Σε αντίθεση προς την τακτική αυτή, το Δικαστήριο της Καρλσρούης, με απροκάλυπτο τρόπο -τόσο στην υπόθεση «Gauweiler» όσο και, μετέπειτα, στην υπόθεση «Weiss» απηύθυνε στο ΔΕΕ ένα «οιονεί προδικαστικό ερώτημα». Με την έννοια ότι τα ερωτήματά του ζητούσαν, κατ’ ουσίαν και κατ’ αποτέλεσμα, από το ΔΕΕ να εκφράσει ένα είδος απλής γνώμης επί των συγκεκριμένων ζητημάτων ερμηνείας και εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου, στο πεδίο των προγραμμάτων ΟΜΤ και PSPP αντιστοίχως.
α2)Πραγματικά, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας άφησε ευθέως να νοηθεί ότι ζητούσε απλώς τις απόψεις του ΔΕΕ επί των ως άνω ζητημάτων, δίχως να δεσμεύεται από αυτές κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του, κρίνοντας ότι έχει τον πρώτο αλλά και τον τελευταίο λόγο δικανικής κρίσης στο πεδίο της εθνικής του νομολογίας, με προφανή στόχο την ερμηνεία των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ναι μεν κατά το γράμμα και το πνεύμα του Ευρωπαϊκού Δικαίου, προσαρμοσμένου όμως πλήρως στο γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Με τον έμμεσο αυτό τρόπο το Δικαστήριο της Καρλσρούης αμφισβήτησε απροκαλύπτως -δια της αμφισβήτησης της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του ΔΕΕ- την υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του Γερμανικού Συντάγματος. Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι το ότι, στο πλαίσιο της υπόθεσης «Gauweiler», ο Γενικός Εισαγγελέας P. Cruz Villalón είχε διαγνώσει την αντίθεση του προδικαστικού ερωτήματος του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας προς τις διατάξεις του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ, επισημαίνοντας στην εισήγησή του τον κίνδυνο χρησιμοποίησης των προδικαστικών ερωτημάτων «ως εργαλείου για την επίτευξη αλλότριων σκοπών»!
β) Παρά τον ορατό, και δη «δια γυμνού οφθαλμού», αυτό κίνδυνο, το ΔΕΕ, ακολουθώντας την τακτική μιας ανεκτικής ή και υποχωρητικής «νομολογιακής διπλωματίας» προς αποφυγή της σύγκρουσης -που, όμως, φαινόταν ήδη αναπόφευκτη- αποδέχθηκε ν’ αποφανθεί επί προδικαστικών ερωτημάτων, κυριολεκτικώς αντιθέτων προς το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ.
β1) Το ΔΕΕ φέρει μεγάλη ευθύνη εν προκειμένω διότι, κατά βάθος, δίστασε αδικαιολογήτως να υπερασπισθεί αυτό τούτο το δικαιοδοτικό του κύρος, όπως του το διασφαλίζουν οι οικείες διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και στις δύο υποθέσεις, δηλαδή στις υποθέσεις «Gauweiler» και «Weiss» -ιδίως όμως στην πρώτη, οπότε θα είχε αποφευχθεί η δημιουργία ενός είδους άκρως αρνητικού «προηγούμενου- απέφυγε ν’ απορρίψει τα προδικαστικά ερωτήματα του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας ως μη πληρούντα τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις του παραδεκτού, όπως τούτο οριοθετείται κανονιστικώς από το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ.
β2) Αν το είχε πράξει, θα είχε φέρει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση το Δικαστήριο της Καρλσρούης, διότι το τελευταίο θα είχε τότε δύο δρόμους ν’ ακολουθήσει: Είτε ν’ απευθύνει νέο προδικαστικό ερώτημα lege artis, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις της ΣΛΕΕ. Είτε ν’ αποφύγει κάτι τέτοιο και να πάρει όλη την ευθύνη έκδοσης απόφασης, καταφανώς αντίθετης με τις προμνημονευόμενες διατάξεις, ερχόμενο έτσι σ’ ευθεία και ομολογημένη σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη. Τούτο ισχύει a fortiori διότι το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας σε αυτή την περίπτωση θα παραβίαζε, πέραν των άλλων, και τις ειδικότερες διατάξεις του άρθρου 267 εδ. 3 της ΣΛΕΕ, κατά τις οποίες «δικαστήριο Κράτους-Μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο».
Β. Το «δέον γενέσθαι» υπό τα σημερινά δεδομένα της νομολογίας του ΔΕΕ και του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας.
Από τα όσα εκτέθηκαν προκύπτει, εναργώς, ότι με βάση την όλη πορεία της νομολογίας του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας -αλλά και τις παρόμοιες τάσεις της νομολογίας αρκετών άλλων Ανώτατων Δικαστηρίων Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης- και την σχετική, με επιεικείς όρους, «αμηχανία» των Ευρωπαϊκών Θεσμών μπροστά στο φαινόμενο αυτό, τίθεται μετ’ επιτάσεως το ζήτημα τι πρέπει να γίνει, ώστε αυτή η «συγκρουσιακή» κατάσταση μεταξύ Ευρωπαϊκού Δικαίου και Εθνικών Δικαίων να μην επιδεινωθεί και, περαιτέρω, όσο το δυνατόν να μην διαιωνισθεί. Και τούτο διότι είναι προφανές ότι η επιδείνωσή της αλλά και η διαιώνισή της θα έχουν πρόσθετες αρνητικές επιπτώσεις στο, ήδη βεβαρημένο, κλίμα της προοπτικής της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της ενίσχυσης του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος. Και μάλιστα μέσα σε μια παγκόσμια συγκυρία εξαιρετικά κρίσιμη για το εν γένει μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Προς το Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπό όρους μακροσκοπικής ανάλυσης και αντίστοιχου προβληματισμού, αναφορικά με το μείζον ζήτημα της σύγκρουσης μεταξύ Ευρωπαϊκού Δικαίου και Εθνικών Δικαίων των Κρατών-Μελών, καθίσταται προφανές ότι τα οιονεί «θερμά επεισόδια» που έχει προκαλέσει το Δικαστήριο της Καρλσρούης με τις υποθέσεις «Gauweiler» και «Weiss» δεν μπορούν ν’ αντιμετωπισθούν αποκλειστικώς και μόνο δια της συνέχισης της θεωρητικής συζήτησης ως προς την κανονιστική υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου ή του Εθνικού Δικαίου – με κορωνίδα το Σύνταγμα- των Κρατών-Μελών.
α) Για ν’ αντικρίσουμε την αλήθεια κατάματα, η συζήτηση αυτή, η οποία συντηρείται εδώ και πολλές δεκαετίες, όσο γόνιμα επιχειρήματα και αν αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν, έχει οδηγηθεί πια σε αδιέξοδο. Γι’ αυτό και το ΔΕΕ όφειλε να γνωρίζει ότι τα κατά τ’ ανωτέρω «θερμά επεισόδια», με πρωταγωνιστή το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», αλλά μάλλον «το χρονικό μιας προαναγγελθείσας σύγκρουσης». Αν αναχθούμε σε αμιγώς νομικά επιχειρήματα, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ο μόνος δρόμος για να καμφθούν αποτελεσματικώς οι αντιδράσεις ως προς την κανονιστική υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου είναι εκείνος που οδηγεί στην θέσπιση ενός πραγματικού Ευρωπαϊκού Συντάγματος, γεγονός το οποίο προϋποθέτει μιαν Ευρωπαϊκή Ένωση δομημένη στο θεμέλιο μας ομοσπονδιακού τύπου Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Υπό το βάρος αλλά και το φως ενός τέτοιου, τυπικώς μάλιστα θεσπισμένου, ενιαίου ευρωπαϊκού συνταγματικού θεμελίου, κάθε Εθνικό Δικαστήριο θα ήταν απολύτως δέσμιο ως προς τον σεβασμό και την εφαρμογή του, ακόμη και σε περίπτωση σύγκρουσης των διατάξεών του με τις διατάξεις του Συντάγματος του οικείου Κράτους-Μέλους.
β) Κατά λογική ακολουθία, και έως ότου φθάσουμε στο ορόσημο της θέσπισης ενός πραγματικού Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως θεμελίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, μία είναι η διέξοδος για την αποφυγή συγκρούσεων ως προς την σχέση Ευρωπαϊκού και Εθνικού Δικαίου, ανάλογων μ’ εκείνη που ήδη προκαλεί σήμερα η νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας: Από την μία πλευρά η εκ μέρους του ΔΕΕ όσο το δυνατόν πιο σύμφωνη με τα κατά περίπτωση Συντάγματα των Κρατών-Μελών ερμηνεία και εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου, στο σύνολό του. Και, από την άλλη πλευρά και αντιστοίχως, η εκ μέρους του Εθνικού Δικαστή όσο το δυνατόν πιο σύμφωνη με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, επίσης στο σύνολό του, ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων συνταγματικών διατάξεων, κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών του καθηκόντων. Σημαντική βοήθεια, στην πορεία εντός αυτής της ερμηνευτικής οδού και μεθόδου, μπορούν να παράσχουν οι γενικές αρχές -που συνάγονται συνήθως από το ΔΕΕ αλλά στην διαμόρφωση των οποίων σημαντικός, καίτοι εν πολλοίς συμπληρωματικός, είναι ο ρόλος των Εθνικών Δικαστηρίων των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης- του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Πρόκειται για γενικές αρχές, οι οποίες συνάγονται από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο αλλά και από τις κοινές στα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνταγματικές παραδόσεις, ενώ ιδιαίτερη είναι και η συμβολή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως «πηγής έμπνευσης» τέτοιων γενικών αρχών για την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη εν γένει (βλ., π.χ., ΔΕΕ 222/1986, 15.10.1987, UNECTEF, Rec, 1987, σελ. 4097).
2. Οι άμεσες δικονομικές κινήσεις.
Ως προς τις κινήσεις που πρέπει να γίνουν αμέσως, ώστε τα θεσμοθετημένα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ν’ αντιδράσουν καταλλήλως και «να στείλουν το μήνυμα» προς το Βερολίνο και την Καρλσρούη ότι δεν είναι διατεθειμένα να τηρήσουν παθητική και ανεκτική στάση μπροστά στην ευθεία πλέον αμφισβήτηση της ενότητας και της ασφάλειας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης καθώς και του δικαιοδοτικού κύρους του ΔΕΕ κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, παρατηρούνται τα εξής:
α) Θα ήταν λάθος να χρησιμοποιηθούν, είτε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είτε από Κράτος-Μέλος, οι διαδικασίες προσφυγής κατά του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας των διατάξεων των άρθρων 258-259 της Συνθήκης της Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τούτο διότι αφενός θα οξύνουν, χωρίς αποτέλεσμα μάλιστα, το κλίμα και, αφετέρου, ακόμη και σε περίπτωση καταδίκης της από το ΔΕΕ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα «περιχαρακωθεί», επικαλούμενη το Σύνταγμά της, πίσω από τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της. Έτσι θα κερδίζει χρόνο και θα συνεχίζει την, άκρως μειωτική, για τα ευρωπαϊκά όργανα τακτική της.
β) Είναι πολύ προτιμότερο ν’ ακολουθηθεί η εξής διαδικαστική τακτική, με «όπλο» την ίδια την απόφαση «Weiss» του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας:
β1) Πρώτον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ως όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αντλεί τις αρμοδιότητές του από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, οφείλει πάραυτα να τονίσει ότι δεσμεύεται από την απόφαση και την ερμηνεία του ΔΕΕ και ότι, κατά συνέπεια, θα συνεχίσει απρόσκοπτα την εφαρμογή των προγραμμάτων ρευστότητας OMT και PSPP. Επιπλέον, και για να ενισχύσει την νομική πληρότητα της απόφασης του ΔΕΕ που έκρινε το προδικαστικό ερώτημα του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, πρέπει να τεκμηριώσει συμπληρωματικώς γιατί και πώς τα προγράμματα αυτά είναι απολύτως σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
β2) Δεύτερον, αυτές τις θέσεις της, με την συμπληρωματική τεκμηρίωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να τις κοινοποιήσει αμέσως στη Bundesbank, τονίζοντάς της ότι υπό τις προϋποθέσεις αυτές οφείλει να συμπράξει και εκείνη στην πλήρη εφαρμογή του PSPP, αφού έτσι δεν έχει έρεισμα άρνησης ούτε με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ούτε καν με βάση το ίδιο το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
β3) Τρίτον, αν η Bundesbank, με τις πρόσθετες επεξηγήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θελήσει να βρει διέξοδο συμβιβασμού – που θα ήταν εκ μέρους της δείγμα καλής θέλησης επίλυσης του προβλήματος – και να εφαρμόσει το PSPP, τόσο το καλλίτερο.
β4) Τέταρτον αν, αντιθέτως, η Bundesbank εμείνει στην άρνησή της, επικαλούμενη την απόφαση «Weiss» του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, τότε ανοίγεται ο δρόμος προσφυγής στο ΔΕΕ είτε κατά της Bundesbank, από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας –όπερ και ορθότερο– κατά τις διατάξεις του άρθρου 263 εδ. γ΄της ΣΛΕΕ, δοθέντος μάλιστα ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 271 περ. δ) της ΣΛΕΕ, το ΔΕΕ είναι αρμόδιο, μεταξύ άλλων, και επί διαφορών που αφορούν «την εκτέλεση εκ μέρους των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών των υποχρεώσεων που απορρέουν από Συνθήκες και το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ…. Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι Εθνική Κεντρική Τράπεζα έχει παραβεί υποχρέωσή της εκ των Συνθηκών, η Τράπεζα αυτή οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου». Είτε κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 263 εδ. β΄της ΣΛΕΕ. Έτσι, το θέμα των ευθυνών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Bundesbank αποσυνδέεται από την «προστασία» του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, το οποίο δεν έχει δυνατότητα εμπλοκής στην προκείμενη διαδικασία. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Bundesbank θα βρεθούν, με μαθηματική ακρίβεια, μπροστά στο δεδικασμένο της απόφασης του ΔΕΕ, οπότε κάθε άρνησή τους να το σεβασθούν συνιστά ευθεία παραβίαση των κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, γενικώς, υποχρεώσεών τους, και όχι μόνο των υποχρεώσεών τους από το πρόγραμμα PSPP.
Επίλογος
Μια αντικειμενική θεώρηση των θεσμικών και πολιτικών επιπτώσεων της νομολογίας «Gauweiler» και «Weiss» -και της αντίστοιχης νομολογιακής διαδρομής από το 2016 ως το 2020- του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, οδηγεί στο γενικότερο συμπέρασμα ότι η ως άνω νομολογία συνιστά ένα ακόμη, άκρως αρνητικό, σύμπτωμα της κρίσης που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση και, ειδικότερα, η πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της ενίσχυσης του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος. Και τούτο διότι, κατ’ ουσίαν και κατ’ αποτέλεσμα, η νομολογιακή γραμμή του Δικαστηρίου της Καρλσρούης υπονομεύει την, ήδη εύθραυστη, ισορροπία της ενότητας και της ασφάλειας δικαίου στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.
Α. Για να «διαβεί τον Ρουβίκωνα» νομολογιακώς και να στραφεί κατά του Λουξεμβούργου -βλέπε ΔΕΕ- το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας δεν φαίνεται να συνάντησε, δυστυχώς, μεγάλες αντιστάσεις. Ιδίως δε από την μια πλευρά, το θεσμικό κενό της έλλειψης ενός και τυπικώς καταστρωμένου Ευρωπαϊκού Συντάγματος του επέτρεψε να θέσει ως «λυδία λίθο» της άσκησης της δικαιοδοσίας του το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ως το σημείο μάλιστα της περιθωριοποίησης της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του ΔΕΕ, μέσω της υποκατάστασής του κατά την ερμηνεία του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και, από την άλλη πλευρά, η ανεκτική και υποχωρητική στάση του ΔΕΕ το οδήγησε στο καίριο λάθος της μη απόρριψης, ως απαραδέκτων καθ’ ό αντιθέτων προς τις προϋποθέσεις που θέτουν σαφώς οι διατάξεις του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ, των διαδοχικών προδικαστικών ερωτημάτων του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας.
Β. Ως προς τον πραγματικό πολιτικό στόχο, τον οποίο τάχθηκε να υπηρετήσει, έστω και αφανώς, η ως άνω νομολογία του Δικαστηρίου της Καρλσρούης δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες, όσο και αν η συνταγματική «λεοντή» ήταν προϊόν λεπτής νομικής επινόησης και κατασκευής. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας στοιχήθηκε πλήρως πίσω από εκείνη την γερμανική πολιτική, η οποία, στο πεδίο της λιτότητας που έχει υιοθετήσει κυρίως για τα λοιπά Κράτη-Μέλη της Ευρωζώνης, «απεχθάνεται» τα προγράμματα ρευστότητας -όπως το ΟΜΤ και το PSPP- και επιχειρεί να τα περιορίσει στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό οφείλεται, φυσικά μεταξύ άλλων, και στο ότι ίσως να θεωρεί τα προγράμματα αυτά μακρινό «προάγγελο» θεσμοθέτησης ενός είδους ευρωομολόγου -κάτι το οποίο βεβαίως προϋποθέτει τροποποίηση των Συνθηκών- προοπτική που η γερμανική πολιτική απορρίπτει παγίως και πεισμόνως. Εν πάση δε περιπτώσει, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ουδέποτε θέλησε να συμβιβασθεί με τον ολοκληρωμένο ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ήτοι τον ρόλο που θα την καθιστούσε μια πλήρως εξοπλισμένη και κατοχυρωμένη Κεντρική Τράπεζα, κατά το πρότυπο άλλων Κεντρικών Τραπεζών, σε παγκόσμιο επίπεδο. Η στάση αυτή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας εξηγείται τόσο από το ότι θέλει να ελέγχει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως προς τις αποφάσεις της, οι οποίες -όπως τα κατά τ’ ανωτέρω προγράμματα ρευστότητας- δεν συμβαδίζουν με την δική της οικονομική οπτική γωνία για την προοπτική της Ευρωζώνης. Όσο και το ότι δεν επιθυμεί τον ολοκληρωμένο έλεγχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε όλο το φάσμα του Τραπεζικού Συστήματος εντός της Ευρωζώνης ή, για την ακρίβεια και κατ’ ουσίαν, δεν επιθυμεί τον πλήρη έλεγχό της σε όλο το φάσμα του δικού της τραπεζικού συστήματος για λόγους που η γερμανική πλευρά καλά γνωρίζει, ενώ οι λοιποί Εταίροι στην Ευρωζώνη τους «ψιθυρίζουν» -δίχως όμως να θέτουν το μείζον τούτο ζήτημα ευθέως και «μεγαλοφώνως»- στους «διαδρόμους» των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης.
Γ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες θα ήταν ασυγχώρητο ν’ αφεθεί χωρίς άμεση απάντηση και αποφασιστική αντίδραση η νομολογιακή κατάσταση, που δημιούργησε το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας στο πλαίσιο των αποφάσεων «Gaumeiler» και «Weiss», με την σύμπραξη -και όχι απλώς ανοχή- της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Όπως τονίσθηκε επανειλημμένως στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης, μια τέτοια νομολογιακή κατάσταση πλήττει καιρίως την ενότητα και την ασφάλεια δικαίου εντός της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης και είναι ένας πρόσθετος «κακός οιωνός» στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με τα μέσα που θεσμικώς και πολιτικώς διαθέτουν -και τα οποία δεν είναι ευκαταφρόνητα- πρέπει ν’ αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Το οφείλουν στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας η αποστολή, κατ’ εξοχήν στους σημερινούς κρίσιμους και χαλεπούς καιρούς, υπερβαίνει τα Κράτη-Μέλη της και αφορά τον πλανητικό ρόλο που της αναλογεί, αναφορικά με την υπεράσπιση του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του, υπό καθεστώς Δημοκρατίας, Δικαιοσύνης, κυρίως δε Κοινωνικής Δικαιοσύνης.