Σημεία ομιλίας του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας και Επίτιμου Καθηγητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκοπίου Παυλοπούλου στο πλαίσιο του 5ου Forum των Δελφών με θέμα: «Η προϊούσα σχετικοποίηση της ρυθμιστικής δύναμης του Κανόνα Δικαίου στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Χρηματοπιστωτικού Δικαίου και οι επιπτώσεις της στην πορεία της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης»

Εισαγωγή

Θεμελιώδης προϋπόθεση για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και, ιδίως, για την ολοκλήρωση της δομής της Ευρωζώνης είναι η τελική διαμόρφωση μιας πραγματικής «Ενιαίας Αγοράς», υπό  το φως των κανονιστικών δεδομένων του άρθρου 26 παρ. 2 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία»: «Η  εσωτερική αγορά περιλαμβάνει χώρο χωρίς εσωτερικό σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών  και των κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών».  Πράγμα που σημαίνει, εν τέλει, ότι Ενιαία Αγορά σημαίνει, απαραιτήτως οικονομική ολοκλήρωση εν γένει, μέσω της συνδυαστικής επιδίωξης και συντέλεσης της αντίστοιχης μικρο-οικονομικής αλλά και μακρο-οικονομικής ολοκλήρωσης.

Α. Η επίτευξη του ως άνω στόχου της ενιαίας Αγοράς έχει, με την σειρά της, ως εξίσου θεμελιώδη προϋπόθεση και την διαμόρφωση ενός κατάλληλου και επαρκούς ενιαίου χρηματοπιστωτικού χώρου, ικανού να ρυθμίσει αναλόγως τουλάχιστον τις βασικές παραμέτρους λειτουργίας του οικείου Τραπεζικού Συστήματος.  Με απλές λέξεις, η εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ενιαία Αγορά δεν μπορεί να οργανωθεί κατά τρόπο ολοκληρωμένο δίχως την αντίστοιχη Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση, ιδίως σε ό,τι αφορά το οικείο Τραπεζικό Σύστημα.

Β. Από την άλλη πλευρά, συνιστά κοινό τόπο το γεγονός ότι μια τέτοια Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση μόνο με βάση τους απαραίτητους κανόνες δικαίου είναι δυνατό να επιτευχθεί, ιδίως ως προς το τραπεζικό της σκέλος.  Και πάλι με απλές λέξεις, η Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να στηριχθεί κανονιστικώς μόνο πάνω στην αντηρίδα του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού Χρηματοπιστωτικού Δικαίου, με «σκληρό πυρήνα» την σταθερή  κανονιστική βάση ενός ισχυρού Ευρωπαϊκού Τραπεζικού Δικαίου.

Γ. Τούτο συνάγεται, μεταξύ άλλων, από τον ίδιο τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ0, ως προς τις κυριότερες συνιστώσες της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης.  Ειδικότερα, κατά τον ορισμό αυτόν η ΕΚΤ θεωρεί ότι η αγορά για ένα συγκεκριμένο σύνολο χρηματοπιστωτικών μέσων ή υπηρεσιών είναι πλήρως ενοποιημένη, εφόσον όλοι οι δυνητικώς μετέχοντες στην εν λόγω αγορά:

1. Πρώτον, υπόκεινται σ’ ένα ενιαίο πλαίσιο κανόνων που αποφασίζουν να κάνουν χρήση αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων ή υπηρεσιών.

2. Δεύτερον, έχουν ίσους όρους πρόσβασης σε αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή αυτές τις υπηρεσίες.

3. Και, τρίτον, έχουν ίσους όρους μεταχείρισης στην αγορά.

  1. Τα χαρακτηριστικά της κανονιστικής σχετικότητας του Κανόνα Δικαίου ως ανασχετικός παράγων της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης.

Η κατά τ’ ανωτέρω κεφαλαιώδης σημασία του Κανόνα Δικαίου ως προς την εδραίωση του αναγκαίου θεσμικού πλαισίου για την επίτευξη της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδεικνύει μ’ ενάργεια ότι όσο εξασθενίζει η κανονιστική δύναμη του Κανόνα Δικαίου τόσο δυσχερέστερο γίνεται το εγχείρημα αυτής της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης.  Στο φαινόμενο αυτό της εξασθένισης και στις διαστάσεις του είναι αφιερωμένες οι αναλύσεις που ακολουθούν, αρχής γενομένης από την ακόλουθη επισήμανση: Οι αναλύσεις αυτές αφορούν το γενικότερο φαινόμενο της κανονιστικής σχετικότητας του Κανόνα Δικαίου στην εποχή μας -είτε πρόκειται για το Εθνικό Δίκαιο, είτε για το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, είτε για το Διεθνές Δίκαιο- κατ’ εξοχήν λόγω της ραγδαίας εξέλιξης του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι, ιδίως σε συνδυασμό με τις   εξίσου ραγδαίες εξελίξεις της Τεχνολογίας.  Όμως, η προαναφερόμενη κανονιστική σχετικότητα προσλαμβάνει ιδιαίτερα και πιο επώδυνα θεσμικώς χαρακτηριστικά στο πεδίο του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου, πρωτίστως λόγω της καθοριστικής επιρροής της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης στην επιτάχυνση της εξέλιξης του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι.  Κάτι το οποίο καθίσταται άκρως εμφανές τόσον ως προς την εγγενή όσο και ως προς επίκτητη σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου.

Α. Η εγγενής κανονιστική σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου.

    Η ραγδαία μεταβολή των δεδομένων του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι επιδρά αρνητικά πάνω στην όλη θεσμική υπόσταση του Κανόνα Δικαίου ενισχύοντας, δυστυχώς, τα στοιχεία που αναδεικνύουν την εγγενή του σχετικότητα. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη σχετικότητα που οφείλεται στην ιδιομορφία της διαδικασίας γέννησης και εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου και η οποία τον διαφοροποιεί από το «νόμο» στο πεδίο των θετικών επιστημών. Η σχετικότητα αυτή, η οποία εκδηλώνεται ουσιαστικά -ούτως ή άλλως, λόγω της δομής του Κανόνα Δικαίου- σε τρία επίπεδα που αποδίδουν την πορεία του από τη θέσπισή του ως την τελική παραγωγή των αποτελεσμάτων του, επιδεινώνεται αντιστοίχως υπό τις ακόλουθες συνθήκες:

1. Ως αμιγώς ανθρώπινο δημιούργημα, ο Κανόνας Δικαίου στο αρχικό στάδιο της θέσπισής του υπόκειται στην επιρροή της σχετικότητας αναφορικά με τα όρια τόσο των προσλαμβανουσών παραστάσεων του ad hoc αρμόδιου για τη θέσπιση κρατικού οργάνου όσο και των δυνατοτήτων του να τις αποδώσει και να τις αποτυπώσει νομοτεχνικώς.

 α) Όπως είναι προφανές το, lato sensu φυσικά, κρατικό όργανο, το οποίο καλείται -υπό τους όρους που καθορίζει, ανάλογα με το είδος ρύθμισης, η Έννομη Τάξη και η βούληση του πολιτικώς επισπεύδοντος- να διατυπώσει γλωσσικώς τον Κανόνα Δικαίου, βρίσκεται, κατ’ ανάγκη, αντιμέτωπο με την αδήριτη υποκειμενικότητά του ως προς τη νομική σύλληψη και απόδοση και της εν γένει κοινωνικοοικονομικής υποδομής και του περιεχομένου της κανονιστικής ρύθμισης, προκειμένου να επιτυγχάνει το σκοπό της. Και η υποκειμενικότητα αυτή -άρα η αντίστοιχη σχετικότητα- μεγεθύνεται όσο περισσότερα είναι τα πρόσωπα, τα οποία εμπλέκονται στην όλη διαδικασία διατύπωσης του Κανόνα Δικαίου, αφού το τελικό αποτέλεσμα πρέπει να είναι, μοιραία, προϊόν σύνθεσης και συμβιβασμού.

α1) Η ως άνω υποκειμενικότητα και σχετικότητα τεκμηριώνονται και μόνον από το γεγονός ότι αν, θεωρητικώς, δύο πρόσωπα κληθούν να διατυπώσουν, ακολουθώντας τις ίδιες πολιτικές οδηγίες, έναν συγκεκριμένο Κανόνα Δικαίου, εντελώς χωριστά όμως το ένα από το άλλο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα καταλήξουν στο αυτό, απολύτως, γλωσσικό αποτέλεσμα.

α2) Μ’ άλλες λέξεις, ο Κανόνας Δικαίου φέρει εκ γενετής το σπέρμα της σχετικότητας εκείνης, η οποία προκύπτει από το ότι η, κατ’ ανάγκην, υποκειμενική θεώρηση του οργάνου της τελικής διατύπωσής του συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιλογή της διατύπωσης, η οποία ανταποκρίνεται απολύτως και στην ακριβή σύλληψη της κοινωνικοοικονομικής υποδομής και στην πλήρη προσαρμογή στις απαιτήσεις του επιδιωκόμενου από τον Κανόνα Δικαίου σκοπού.

α3) Η εγγενής σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου και η υποκειμενικότητα της γλωσσικής του διατύπωσης έχει οδηγήσει την σύγχρονη θεωρία του Δικαίου στο συμπέρασμα, ότι γεννά εν γένει προβληματισμούς η σχέση μεταξύ Δικαίου και γλώσσας, εκφράζονται δε αμφιβολίες αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Δίκαιο είναι «αναγνώσιμο» (βλ., χαρακτηριστικά, Ino Augsberg, Die Lesbarkeit des Rechts: Texttheoretische Lektionen für eine postmoderne juristische Methodologie, 2009).  Έτσι, η ερμηνεία και εφαρμογή του Δικαίου δεν αποτελούν απλώς μια «μηχανική» διαδικασία υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στον Κανόνα Δικαίου, αλλά μια σύνθετη διεργασία, η οποία οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψη πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της διαρκώς εξελισσόμενης πραγματικότητας και των πορισμάτων άλλων επιστημών.  Τούτο επιτείνεται από το ότι και η ίδια η αντίληψη της προς ρύθμιση πραγματικότητας ενέχει υποκειμενικά στοιχεία.  Η σύνθετη μορφή του ζητήματος αυτού έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων μεθοδολογικών εργαλείων ερμηνείας και ανάλυσης του Κανόνα Δικαίου, με σκοπό την αποτελεσματικότερη σύνδεσή του με τα πραγματικά δεδομένα και τις ρυθμιζόμενες σχέσεις, με χαρακτηριστικότερο, ίσως, παράδειγμα την «Νέα Επιστήμη του Διοικητικού Δικαίου» («Neue Verwaltungsrechtswissenschaft»), (βλ. Andreas Voßkuhle/ Thomas Wischmeyer, The «Neue Verwaltungsrechtswissen-schaft» against the Backdrop of Traditional Administrative Law Scholarship in Germany, σε Susan Rose-Ackerman/Peter L. Lindseth/Blake Emerson (επιμ.), Comparative Administrative Law, B΄ έκδοση, 2017, σελ. 85-102).

β) Αν, επομένως, αναλογισθεί κανείς ότι αφενός η σύγχρονη κοινωνικοοικονομική υποδομή του Κανόνα Δικαίου όχι μόνο μεταβάλλεται αενάως αλλ’ αποκτά ολοένα και περισσότερο περίπλοκα τεχνικά χαρακτηριστικά -με άκρως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα εκείνο του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου- και, αφετέρου, αλλά και συνακόλουθα, η αντίστοιχη «πολιτική βούληση» κανονιστικής πλαισίωσής της υπόκειται, αναγκαίως, σε ανάλογες διακυμάνσεις, τότε εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι:

 β1) Πρώτον, η σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου επιδεινώνεται λόγω της εντεινόμενης ανεπάρκειας ολοκληρωμένης σύλληψης και απόδοσης της κοινωνικοοικονομικής του υποδομής υπό όρους κανονιστικής ρύθμισης.

β2) Δεύτερον, η σχετικότητα αυτή επιδεινώνεται περαιτέρω λόγω του νομοτελειακώς -υπό τις κατά τ’ ανωτέρω συνθήκες- διευρυνόμενου χάσματος μεταξύ του σκοπού που καλείται να υπηρετήσει ο Κανόνας Δικαίου και της τελικής δυνατότητάς του, με βάση το ρυθμιστικό του περιεχόμενο, ν’ ανταποκριθεί αποτελεσματικώς στην αποστολή του.

2.  Η μορφή αυτή σχετικότητας του Κανόνα Δικαίου οφείλεται, κατά βάση, στο γεγονός ότι, τουλάχιστον κατά κανόνα, είναι διαφορετικό το όργανο εκείνο που φέρει σε πέρας τη διαδικασία της διατύπωσης του περιεχομένου του και της τελικής θέσπισής του. Και, φυσικά, άλλο το όργανο, το οποίο καλείται να τον εφαρμόσει στην πράξη και να τον οδηγήσει έτσι στη παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων του.

α) Αν λοιπόν, όπως ήδη τονίσθηκε, είναι θεωρητικώς και πρακτικώς αδύνατο να επιτευχθεί η απόλυτη σύμπτωση έστω και της διατύπωσης του ίδιου Κανόνα Δικαίου από διαφορετικούς συντελεστές:

α1) A fortiori ισχύει το αυτό όταν πρόκειται για το όργανο που είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου μετά την έναρξη της ισχύος του. Και τούτο αφενός μεν λόγω της διαφοράς νοοτροπίας των εμπλεκόμενων οργάνων ως προς την αντιμετώπιση της ερμηνείας του Κανόνα Δικαίου. Αφετέρου δε λόγω της χρονικής απόστασης που μεσολαβεί από τη θέσπιση του Κανόνα Δικαίου ως τον χρόνο εφαρμογής του.

α2) Το μέγεθος της σχετικότητας του Κανόνα Δικαίου γίνεται περισσότερο ευδιάκριτο κατά την εφαρμογή των κανόνων δικαίου από τα όργανα της Εκτελεστικής Εξουσίας στο πλαίσιο της Αρχής της Νομιμότητας και της αντίστοιχης άσκησης των αρμοδιοτήτων τους: Καθ’ όλη τη διαδικασία έκδοσης διοικητικών πράξεων -τόσο ατομικού όσο και κανονιστικού περιεχομένου- αναδεικνύεται εντόνως η αδυναμία σύμπτωσης των αντιλήψεων, ως προς την ερμηνευτική προσέγγιση του εφαρμοζόμενου Κανόνα Δικαίου, μεταξύ του οργάνου που τον θέσπισε και του διοικητικού οργάνου που διεκπεραιώνει την εφαρμογή του. Σ’ αυτό δε το σημείο πρέπει να προστεθεί, ως στοιχείο ενισχυτικό της σχετικότητας, και η διαφορετική σύλληψη του περιεχομένου και της ερμηνείας του Κανόνα Δικαίου από τον διοικούμενο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Ο οποίος υποχρεούται να γνωρίζει και τον Κανόνα Δικαίου και τις συνέπειές του. Αλλά και να τον ερμηνεύει και να τον εφαρμόζει κατά τρόπο οιονεί «αντικειμενικό», δηλαδή «αδιαμφισβήτητο», προκειμένου ν’ αποφύγει ενδεχόμενες κυρώσεις. Πράγμα που, όπως προεκτέθηκε, είναι παντελώς ανέφικτο.

 β) Την υπό την ανωτέρω έννοια σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου, σ’ αυτό το δεύτερο επίπεδο που αφορά το στάδιο εφαρμογής του, επιδεινώνει η σύγχρονη πραγματικότητα αναφορικά με την ιδιομορφία της υποδομής του επειδή, μεταξύ άλλων φυσικά:

β1)  Πρώτον, το όργανο εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου, πέραν των επιπτώσεων από την χρονική απόσταση η οποία παρεμβάλλεται μετά τη θέσπισή του, έχει ν’ αντιμετωπίσει και την ερμηνευτική προσέγγιση δεδομένων που έχουν μεταβληθεί στην πράξη. Ιδίως δε δεδομένων που οφείλονται όχι μόνο στην ταχύτατη εξέλιξη της τεχνολογίας αλλά, επιπροσθέτως, και στην πρωτεϊκή αλλαγή και οβιδιακή μεταμόρφωση του θεσμικού περίγυρου, μέσα στον οποίο κινείται ο Κανόνας Δικαίου καθ’ όλη τη διάρκεια της εφαρμογής του.

β2) Δεύτερον -και κατά κύριο λόγο- το όργανο εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου καλείται να τον συλλάβει νοητικώς και, επέκεινα, να τον ερμηνεύσει με τρόπο ώστε να καλύψει, ως την θέσπιση νέων κανόνων δικαίου, και νομικά κενά που στο μεταξύ προκύπτουν ως συνέπεια της επιταχυνόμενης μεταβολής της υποδομής του.

3. Τέλος, η σχετικότητα αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου κορυφώνεται, όπως είναι ευνόητο, σ’ ένα τρίτο επίπεδο, το οποίο εντοπίζεται στην αντιμετώπισή του από τ’ αρμόδια δικαστήρια.

α) Η ως άνω σχετικότητα αποκτά ουσιαστικά το νόημά της κυρίως στο πλαίσιο άσκησης της δικαιοδοτικής λειτουργίας από τον Δικαστή που επιλύει διοικητικές διαφορές. Και τούτο διότι -αντίθετα με το Δικαστή που επιλύει διαφορές ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος πρωτογενώς ερμηνεύει και εφαρμόζει την επίμαχη διάταξη, και μάλιστα secundum allegata et probata λόγω του, κατά κανόνα τουλάχιστον, ισχύοντος συζητητικού συστήματος- ο Δικαστής, ο οποίος επιλύει διοικητικές διαφορές δικαιοδοτεί υπό την εξής ιδιομορφία: Αφού ο Δικαστής αυτός ερευνά, κατ’ αποτέλεσμα, τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης ή παράλειψης, στην ουσία ερευνά την ορθότητα της ερμηνείας και εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, στο οποίο αποδίδεται η επίμαχη διοικητική πράξη ή παράλειψη. Δηλαδή κάνει σε δεύτερο βαθμό το νομικό συλλογισμό που έκανε σε πρώτο βαθμό το διοικητικό όργανο. Η συνακόλουθη, ιδιόμορφη, λοιπόν σχετικότητα ως προς τον Κανόνα Δικαίου στο προκείμενο, τρίτο, επίπεδο θεσμικής αντιμετώπισής του εντείνεται:

α1) Πρώτον, λόγω του διαφορετικού ρόλου του Δικαστή και της αντίστοιχης διαφορετικής νοοτροπίας του στο πλαίσιο της, συνταγματικώς μάλιστα κατοχυρωμένης, ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης: Ο Δικαστής, αντίθετα από το όργανο που θεσπίζει ή και εφαρμόζει μεταγενεστέρως τον Κανόνα Δικαίου, καλείται να τον ερμηνεύσει και να συναγάγει τα έννομα αποτελέσματά του υπό συγκεκριμένες δικονομικές προϋποθέσεις και με αποφάσεις που, εντέλει, εξοπλίζονται με δύναμη δεδικασμένου.

α2) Δεύτερον, και πάλι λόγω του ακόμη μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί από την θέσπιση του Κανόνα Δικαίου ως την ερμηνεία και εφαρμογή του από το αρμόδιο δικαστήριο. Κάπως έτσι ο Δικαστής καλείται, στην πράξη, όχι μόνο να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τον Κανόνα Δικαίου αλλά και να τον «επικαιροποιήσει» δια της ερμηνευτικής οδού. Ώστε ν’ ανταποκρίνεται, όσο αυτό είναι εφικτό, στην εξέλιξη της κοινωνικοοικονομικής υποδομής του και στο σκοπό θέσπισής του. Και μόνον αυτή η διαπίστωση αρκεί για να καταδείξει την μεγάλη απόσταση που χωρίζει -άρα και την ανάλογη σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου- τη νομική προσέγγιση εκείνου που θεσπίζει την in concreto ρύθμιση, και εκείνου που την εφαρμόζει στην συνέχεια. Και, τέλος, εκείνου που αποφαίνεται δικαστικώς, όταν και εφόσον αναφύεται δικαστική διαφορά.

β) Υπό τα δεδομένα αυτά καθίσταται εμφανές γιατί η -επανειλημμένως επισημαινόμενη κατά τ’ ανωτέρω- σύγχρονη ιδιομορφία της κοινωνικοοικονομικής υποδομής του Κανόνα Δικαίου, καθιστά την σχετικότητά του κυριολεκτικώς εξόφθαλμη, όταν η ερμηνεία και εφαρμογή του φθάνει στο δικαστικό επίπεδο, κάτι το οποίο, όπως ήδη διευκρινίσθηκε, ισχύει πολύ περισσότερο για τους κανόνες του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου, αν λάβει κανείς υπόψη την ταχύτητα αλλαγής της κοινωνικοοικονομικής υποδομής τους λόγω της ιδιομορφίας της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης και της ταχύτητας εξέλιξης της Τεχνολογίας στο ίδιο αυτό πεδίο:

β1) Πρώτον, ο Δικαστής ολοένα και πιο συχνά επωμίζεται το βάρος ερμηνείας και εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου και υπό το κράτος μετάθεσης σε αυτόν της ευθύνης πολιτικών αποφάσεων, οι οποίες έχουν ληφθεί προηγουμένως, πολλές φορές μεσ’ από μια αυθαίρετη θεσμική προσέγγισή του. Πέραν τούτου, η ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου υπό έκτακτες συνθήκες διευρύνει, μοιραία, το χάσμα μεταξύ της έννοιας του περιεχομένου τους κατά τον χρόνο θέσπισής τους και του κανονιστικού τους πλαισίου, εντός του οποίου ο Δικαστής υποχρεούται να εξαγάγει τα έννομα αποτελέσματά τους.

β2) Δεύτερον, και με δεδομένο το γεγονός ότι η ως άνω πραγματικότητα προκαλεί «νομοθετική έκρηξη» στην κυριολεξία, ο Δικαστής καλείται να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τον Κανόνα Δικαίου σε συνάρτηση με άλλους, συναφείς προς αυτόν, κανόνες οι οποίοι δεν υπήρχαν φυσικά κατά το χρόνο θέσπισής του. Πώς, λοιπόν, να μην μεγαλώνει διαρκώς η απόσταση -ή και το χάσμα- που χωρίζει τη θεσμική προσέγγιση του Κανόνα Δικαίου κατά το χρόνο γέννησής του και κατά τον χρόνο της δικαστικής του αξιολόγησης και αξιοποίησης;

γ) Όσα εξέθεσα προηγουμένως ως προς τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο Δικαστής κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου -ιδίως δε των κανόνων του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου- λόγω ραγδαίας μεταβολής της κοινωνικοοικονομικής του υποδομής, παραπέμπουν, φυσικά τηρουμένων σε μεγάλο βαθμό των αντίστοιχων αναλογιών, στην αρχή της απροσδιοριστίας, ή αλλιώς της αβεβαιότητας, όπως την διατύπωσε το 1927 ο Werner Heisenberg. 

γ1) Οι φυσικοί γνωρίζουν ότι, σύμφωνα με την «αρχή της απροσδιοριστίας, στο μικροσκοπικό επίπεδο η θέση και η ταχύτητα ενός στοιχειώδους σωματιδίου δεν μπορεί να είναι ταυτοχρόνως γνωστές.  Πιο συγκεκριμένα, η σχέση του περιγράφεται από την ακόλουθη εξίσωση: (Απροσδιοριστία στη θέση) × (Απροσδιοριστία στην ταχύτητα) ≅ σταθερό.  Αυτό σημαίνει ότι, αν η απροσδιοριστία στην θέση μικραίνει, η απροσδιοριστία στην ταχύτητα θα μεγαλώνει, ώστε το γινόμενό τους να παραμένει, περίπου, σταθερό»[1].

γ2) Μπροστά σ’ ένα τέτοιας μορφής ιδιότυπο, κανονιστικής φύσης αυτή τη φορά, «αξίωμα» βρίσκεται και ο Δικαστής, όταν, υπό τις συνθήκες που εξηγήθηκαν ανωτέρω, καλείται να εφαρμόσει τους κανόνες δικαίου γενικώς, ιδίως δε τους κανόνες του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου.

  • Συγκεκριμένα δε όσο επικεντρώνεται στην αναζήτηση του γράμματος και του πνεύματος του Κανόνα Δικαίου, σύμφωνα με τις συνθήκες της υποδομής του υπό τις οποίες θεσμοθετήθηκε -και όποια μέθοδο ερμηνείας και αν υιοθετήσει εν προκειμένω- τόσο του διαφεύγουν τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα που έχουν στο μεταξύ αλλάξει ουσιωδώς.  Οπότε το κανονιστικό πλαίσιο του ισχύοντος Κανόνα Δικαίου αναδεικνύεται ανεπαρκές να ρυθμίσει το πεδίο, ενόψει του οποίου είχε ενεργοποιηθεί η, lato sensu, νομοθετική πρωτοβουλία.
  • Και, αντιστρόφως, όσο ο Δικαστής, αντιλαμβανόμενος την προαναφερόμενη αντίφαση, επιχειρεί να προσαρμόσει την εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου στην νέα πραγματικότητα, προκειμένου ν’ αποφύγει τις επιπτώσεις μιάς, έστω και εμμέσως διαφαινόμενης, αρνησιδικίας, τόσο απομακρύνεται από αυτό τούτο το γράμμα και το πνεύμα του.  Οπότε, πολύ συχνά, βρίσκεται μπροστά στην επιλογή της παραγωγής ενός είδους «διαπλαστικής» νομολογίας, ήτοι νομολογίας που, υπό το πρόσχημα της ερμηνείας, οδηγείται στην, μέσω της δικαιοδοτικής οδού, γέννησης ενός νέου Κανόνα Δικαίου.  Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην συντριπτική πλειοψηφία της Έννομης Τάξης τουλάχιστον των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα Συντάγματά τους δεν αναγνωρίζουν στη νομολογία -άρα στην Δικαστική- δικαιοδοσία διάπλασης νέων κανόνων δικαίου, αλλά μόνο την δυνατότητα συναγωγής γενικών αρχών, οι οποίες οφείλουν βεβαίως να κινούνται ερμηνευτικώς πάνω στο πλαίσιο των ισχύοντων κανόνων δικαίου.

Β. Η σύγχρονη επίκτητη κανονιστική σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου.

        Ως επίκτητη σχετικότητα του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου νοείται εκείνη, η οποία δεν οφείλεται στην εσωτερική δομή και λειτουργία του αλλά σ’ εξωγενείς παράγοντες, που επηρεάζουν εμμέσως την αντικειμενική του υπόσταση και την παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων του. Ο σπουδαιότερος -ορθότερα καθοριστικής σημασίας- από τους παράγοντες αυτούς είναι η υποδομή, της οποίας ο Κανόνας Δικαίου αποτελεί εποικοδόμημα, όπως εκτέθηκε αναλυτικώς. Δηλαδή η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που, μαζί με τις αντίστοιχες πολιτικές διεργασίες, συνιστά το υπόστρωμα, μεσ’ από το οποίο αναδύεται και η ανάγκη θέσπισης του Κανόνα Δικαίου και ο βασικός κορμός του κανονιστικού του περιεχομένου. Οι σύγχρονες λοιπόν κοσμογονικές μεταβολές αυτής της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας εντείνουν την, ούτως ή άλλως, υφιστάμενη εγγενή σχετικότητα του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου. Γεγονός το οποίο παράγει, μοιραίως, περαιτέρω αρνητικές επιπτώσεις ως προς την κανονιστική δυναμική και επάρκεια της Έννομης Τάξης γενικώς.

1. Οι μεταλλάξεις της κοινωνικής και οικονομικής υποδομής του Κανόνα Δικαίου οφείλονται -τουλάχιστον κατά βάση- σε συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η όλη εξέλιξη και λειτουργία του Οικονομικού Συστήματος παγκοσμίως. Και είναι αυτές οι ιδιαιτερότητες οι οποίες, grosso modo, προσδιορίζουν την έκταση και την ένταση της σχετικοποίησης της κανονιστικής του εμβέλειας.

α) Οι στρεβλώσεις του παγκοσμιοποιημένου Οικονομικού Συστήματος επιβαρύνουν δραματικά την ομαλή πορεία του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι. Ιδίως μέσ’ από την πρόκληση συνεχών ανατροπών του, οι οποίες, λόγω της φύσης τους, καθίστανται και απρόβλεπτες και, συνακόλουθα, δυσχερώς αναστρέψιμες. Τις  ανατροπές αυτές υποδαυλίζουν, πάντοτε στο γενικότερο πλαίσιο της δυσλειτουργίας του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, ιδίως οι εξής τρεις παράγοντες:

α1) Πρώτον, η μορφή που έχει πάρει η εν γένει παγκοσμιοποίηση των οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών.

  • Μια παγκοσμιοποίηση με άκρως «επιθετικά» στοιχεία, υπό την έννοια της διάθεσης των μέσων, δια των οποίων εξελίσσεται, αποκλειστικώς στην εξυπηρέτηση των σκοπιμοτήτων των Αγορών, σ’ εμφανή μάλιστα αντίθεση προς τις ανάγκες των επιμέρους Εθνικών Οικονομιών.
  • Και μια παγκοσμιοποίηση η οποία, υπό τα δεδομένα αυτά, δρα παντελώς ανεξέλεγκτη, μην υπακούοντας πλέον σε συγκεκριμένους ορθολογικούς οικονομικούς και νομικούς κανόνες. Είτε διότι οι κανόνες αυτοί δεν υφίστανται. Είτε -ακόμη χειρότερα- διότι οι ισχύοντες, έστω και ελλιπείς, κανόνες παραβιάζονται ανοιχτά και συστηματικά από τους παράγοντες των αγορών, μ’ «αιχμή του δόρατος» τους παράγοντες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

α2) Δεύτερον, οι σύγχρονες χρηματοπιστωτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται μέσα στον ορυμαγδό της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Μέθοδοι, οι οποίες αντιτίθενται ευθέως στις παραδοσιακές αρχές της συναλλακτικής και της τραπεζικής πίστης και, στο βωμό του εύκολου κέρδους, οδηγούν στην ανάληψη κάθε είδους αντίστοιχου χρηματοπιστωτικού ρίσκου. Μ’ ευθύ αποτέλεσμα να ωθούν σε ταχείας εξέλιξης διαλυτικές τάσεις το παραδοσιακό οικονομικό -και, επέκεινα, κοινωνικό- σύστημα. Και, άρα, σ’ αδυναμία επαρκούς τιθάσευσης των εξελίξεων αυτών, ιδίως μέσω κανονιστικών ρυθμίσεων μ’ επαρκή θεσμική και δημοκρατική νομιμοποίηση.

α3) Τρίτον, η συνδρομή της σύγχρονης Τεχνολογίας. Ειδικότερα η Τεχνολογία, δρώντας ως «βοηθός εκπληρώσεως» μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, εντείνει τις παρενέργειες της άναρχης λειτουργίας της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όπως είναι ευνόητο, προς την κατεύθυνση αυτή κορυφαίο ρόλο διαδραματίζει το τμήμα εκείνο της Τεχνολογίας, το οποίο αφορά την ακόμη ταχύτερη εξέλιξη της ψηφιακής της διάστασης και, μέσω αυτής, της γιγάντωσης των δυνατοτήτων της εν γένει ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.

 β) Οι κατά τ’ ανωτέρω -και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες- επιπτώσεις στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι έχουν, όπως είναι φανερό, άμεσες επιπτώσεις στο θεσμικό καθεστώς του κανονιστικού του εποικοδομήματος, ήτοι του Κανόνα Δικαίου. Οι οποίες αφορούν και τις τρεις διαστάσεις του καθεστώτος αυτού, οδηγώντας έτσι στα άκρα τη σχετικότητα της κανονιστικής του εμβέλειας. Πρόκειται, ειδικότερα:

β1) Πρώτον, για την διάσταση της διαμόρφωσης του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου: Οι αέναες μεταβολές της κοινωνικοοικονομικής υποδομής καθιστούν άκρως δυσχερή την στοιχειώδη εκείνη σταθερότητά του για ένα εξίσου στοιχειώδες χρονικό διάστημα, που απαιτείται προκειμένου το κατά την Έννομη Τάξη επιφορτισμένο με τη θέσπιση του Κανόνα Δικαίου όργανο να συλλάβει και να διατυπώσει το κανονιστικό του περιεχόμενο. Κατά τούτο ο, lato sensu πάντα, Νομοθέτης σήμερα, και στην «απέλπιδα» προσπάθειά του να πλαισιώσει κανονιστικώς την «υδραργυρική» κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, παραπέμπει στους «κολασμένους» της μυθολογίας μας: Από το Σίσυφο, που ματαίως προσπαθούσε να σηκώσει το βράχο του στην κορυφή, ως τον Τάνταλο, που πάντα την τελευταία στιγμή αποτύγχανε να κορέσει την πείνα και τη δίψα του και ως τις Δαναΐδες, που χωρίς ελπίδα επιχειρούσαν να γεμίσουν με νερό ένα τρύπιο πιθάρι…

β2) Δεύτερον, για την διάσταση της ερμηνείας του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου μετά τη θέσπισή του. Και τούτο διότι οι βασικές επιστημονικές παράμετροι της ερμηνείας του Κανόνα Δικαίου επιβάλλουν τη στοιχειώδη αντιστοιχία του ερμηνευόμενου κανόνα με τα δεδομένα της υποδομής, από τα οποία προέρχεται. Πραγματικά, μόνο μέσα από αυτές τις συνθήκες δηλαδή το επιφορτισμένο με την ερμηνεία του Κανόνα Δικαίου όργανο μπορεί να διαμεσολαβήσει αποτελεσματικά μεταξύ του κανονιστικού του περιεχομένου και της υποδομής που αντιστοιχεί σε αυτό. Και όταν η ως άνω υποδομή έχει ολοκληρωτικώς μεταβληθεί η ερμηνεία του θεσμικού εποικοδομήματος, όση προσπάθεια και αν καταβάλει ο συντελεστής της ερμηνείας, μοιάζει μ’ επιστημονική «άσκηση» χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, στο πλαίσιο ενός είδους ιστορικής νομικής έρευνας. Για ν’ αποφευχθεί αυτή η έκβαση θα έπρεπε ο ερμηνευτής του Κανόνα Δικαίου να οδηγηθεί στην μέσω της ερμηνευτικής μεθόδου διάπλαση ενός νέου, «επίκαιρου», Κανόνα Δικαίου, γεγονός το οποίο βεβαίως ανάγει, κατά κάποιον τρόπο, την νομολογία σε πηγή δικαίου, όπως εκτέθηκε προηγουμένως με περισσότερες λεπτομέρειες.

β3) Τρίτον, για την διάσταση της εφαρμογής του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου εντός των ορίων της ερμηνείας του. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να διευκρινισθεί ότι η σχετικότητα, την οποία συνεπάγεται η συνεχής και ταχύτατη μεταβολή της υποδομής του Κανόνα Δικαίου ως προς την τρίτη του διάσταση, είναι πολύ πιο χαρακτηριστική και καθοριστική απ’ ό,τι ισχύει για τις δύο προηγούμενες. Αυτό οφείλεται στο ότι, λόγω της ιδιομορφίας της μεταβολής της υποδομής του Κανόνα Δικαίου, όταν ο ερμηνευτής του -π.χ. διοικητικό ή δικαστικό όργανο- καλείται ν’ ασκήσει την αρμοδιότητά του βρίσκεται μπροστά στην ακόλουθη ανυπέρβλητη αντίφαση: Κατά το χρονικό αυτό σημείο τα έννομα αποτελέσματα από την εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου αφορούν μια ξεπερασμένη πραγματικότητα, την οποία συνεπώς δεν μπορούν να επηρεάσουν κανονιστικώς. Ενώ η νέα πραγματικότητα επίσης δεν είναι δυνατό να επηρεασθεί κανονιστικώς από την εφαρμογή ενός Κανόνα Δικαίου, το πλαίσιο του οποίου είναι εντελώς ξένο προς τα προς ρύθμιση δεδομένα.

2. Η σχετικότητα- ορθότερα σχετικοποίηση- της κανονιστικής δύναμης του Κανόνα Δικαίου οδηγεί σταδιακώς στην ρυθμιστική του αποδυνάμωση, ιδίως λόγω της αδυναμίας του να τιθασεύσει κανονιστικώς την κοινωνικοοικονομική υποδομή του. Κάπως έτσι όμως ο Κανόνας Δικαίου από θεσμικό «ρυμουλκό» του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι μεταβάλλεται σε παθητικό «ρυμουλκούμενο». Μ’ άλλες λέξεις ένα είδος «μπαγκαζιέρας» με ιστορικά νομικά «κειμήλια» που ακολουθεί, με οδυνηρές αναταράξεις κανονιστικής αξιοπιστίας, το προπορευόμενο -παντελώς ανεξάρτητο και ανεξέλεγκτο- όχημα της «αγέρωχης» επικυριαρχίας του «οικονομικού» ως προς τη διαμόρφωση της πορείας του κοινωνικού συνόλου. Πρόκειται, ίσως, για την επιβεβαίωση, στην πιο οδυνηρή του μορφή, του φαινομένου της «κανονιστικής δύναμης του πραγματικού» (normative Kraft des Faktischen), όπως την είχε εντοπίσει ήδη ο Γερμανός νομικός των αρχών του εικοστού αιώνα Georg Jellinek (Georg Jellinek, Allgemeine Staatslehre, 1914, σελ. 337 επ.).

α)  Η κατά τ’ ανωτέρω, λόγω της σχετικοποίησης -και, άρα, ελαχιστοποίησης έως περιθωριοποίησης- συρρίκνωση της ρυθμιστικής δύναμης του Κανόνα Δικαίου οδηγεί, αναπροδράστως, και στην απώλεια της κανονιστικής του αξιοπιστίας, ιδίως μέσ’ από τις ακόλουθες συνέπειες της υπό τα δεδομένα αυτά κανονιστικής του αποδόμησης:

α1) Πρώτον, επειδή ο Κανόνας Δικαίου ισχύει για οριακό χρονικό διάστημα -ή και καθόλου- αδυνατεί να φέρει σε πέρας την αναγκαία για την κανονιστική αξία του παιδευτική-παιδαγωγική του λειτουργία. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, τα υποκείμενα δικαίου στα οποία απευθύνεται είτε δεν έχουν το χρόνο να επηρεασθούν, ως προς τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς τους, από τις επιταγές του Κανόνα Δικαίου. Είτε, ακόμη χειρότερα, αγνοούν ακόμη και την ύπαρξή του. Πράγμα που σημαίνει ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα παρανομούν δίχως καν να το γνωρίζουν. Και τούτο έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο αφενός της Εκτελεστικής Εξουσίας, αφού έτσι τα όργανά της δεν είναι σε θέση ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της Αρχής της Νομιμότητας. Και, αφετέρου, της Δικαστικής Εξουσίας, διότι με τον τρόπο αυτόν ο Δικαστής οδηγείται, εν αγνοία του, σε μιαν άκρως επικίνδυνη κατάσταση υφέρπουσας αρνησιδικίας.

α2) Δεύτερον, για τους ίδιους κατά βάση λόγους ο Κανόνας Δικαίου, ως θεσμικό εποικοδόμημα, αδυνατεί ν’ ασκήσει οιαδήποτε ουσιαστική επίδραση στην κοινωνικοοικονομική υποδομή του. Με τον τρόπο όμως αυτό -όπως ήδη εκτέθηκε και όπως θα εκτεθεί στα επόμενα κεφάλαια με συγκεκριμένα παραδείγματα- καθίσταται αδύνατη η αμφίδρομη επιρροή μεταξύ θεσμικού εποικοδομήματος και κοινωνικοοικονομικής υποδομής, η οποία είναι απαραίτητη για την κανονιστική ισορροπία του Κανόνα Δικαίου κατά την κλασική-παραδοσιακή του αντίληψη και, επέκεινα, για την κατά την αντίληψη αυτή επιτέλεση της αποστολής του.

α3) Τρίτον, επιπλέον ο Κανόνας Δικαίου αποδυναμώνεται επειδή, πέραν του ότι ισχύει για οριακό χρονικό διάστημα, ισχύει μόνο σε ορισμένο χώρο.  Έτσι, ενώ η παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, δημοκρατικά νομιμοποιημένη νομοθέτηση νοείται καταρχήν μόνο στο πλαίσιο ενός ορισμένου συνταγματικού συστήματος και δη εντός του δημοκρατικού Κράτους Δικαίου.  Επέκεινα, ο Εθνικός Νομοθέτης δεν δύναται και δομικά ν’ ανταποκριθεί σε διεθνικά φαινόμενα, καθώς η κανονιστική του εμβέλεια παραμένει περιορισμένη εντός της επικράτειά του.  Υπό τα δεδομένα αυτά βρισκόμαστε ενώπιον ενός επώδυνου διλήμματος: Είτε ν’ ανεχθούμε την απορρύθμιση σε τομείς όπου η παγκοσμιοποίηση των βιοτικών σχέσεων έχει προχωρήσει αρκετά είτε ν’ ανεχθούμε την θέσπιση και υιοθέτηση διακρατικών ρυθμίσεων, που δεν ανταποκρίνονται στα παραδοσιακά επίπεδα δημοκρατικής νομιμοποίησης του Συνταγματικού Κράτους.

β) Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η απώλεια της κανονιστικής αξιοπιστίας του Κανόνα Δικαίου, πάντοτε βεβαίως κατά τη κλασική-παραδοσιακή του σύλληψη, ανοίγει το δρόμο στους «πολεμίους» του να υποστηρίζουν, urbi et orbi -βρίσκοντας ανταπόκριση ακόμη και σε κορυφαίους εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος όπως συμβαίνει, δυστυχώς, σήμερα ως και στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης- μεταξύ άλλων και ότι:

β1) Πρώτον, η κανονιστική ανεπάρκεια του Κανόνα Δικαίου διευκολύνει την ανάπτυξη στο εσωτερικό του ενός είδους άκρως διαβρωτικής θεσμικής «υβριδικότητας», η οποία εντέλει απεικονίζει τις τάσεις αλλά και τις διαστάσεις μετάλλαξής του. Κυρίως διότι μια τέτοια «υβριδικότητα» «νομιμοποιεί», προκειμένου να επιτυγχάνεται η αναγκαία ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων, την παραγωγή και εφαρμογή κανόνων μη κρατικής προέλευσης. Κανόνων εν πολλοίς άγνωστης προέλευσης και, κυρίως, μηδενικής δημοκρατικής νομιμοποίησης.

β2) Δεύτερον, η κανονιστική ανεπάρκεια του Κανόνα Δικαίου «αιτιολογεί» ακόμη και την αμφισβήτηση της ίδιας της Έννομης Τάξης και της ιεραρχικής της δομής. Και τούτο διότι μόνον όταν ο Κανόνας Δικαίου εφαρμόζεται στην πράξη αποτελεσματικά και, κατ’ επέκταση, παράγει πλήρως τα έννομα αποτελέσματά του νοείται η Έννομη Τάξη καθώς και η ίδια η ιεράρχηση των κανόνων δικαίου που την συνθέτουν. Αφού η ουσιαστική επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων του Κανόνα Δικαίου είναι εκείνη, η οποία μπορεί να προσδώσει έννομες συνέπειες στην ιεραρχική υπεροχή ενός Κανόνα Δικαίου έναντι άλλου. Με άλλες λέξεις, θεσμικώς δεν νοείται κανονιστικώς επαρκής Έννομη Τάξη και, κατ’ αποτέλεσμα, αντίστοιχη ιεραρχική δόμησή της με κανόνες δικαίου οι οποίοι έχουν τα χαρακτηριστικά «ατελών διατάξεων» («leges imperfectae»).

β3) Τρίτον —και σ’ αυτό συνίσταται η κορύφωση του κινδύνου ως προς την ίδια την υπόσταση του δημοκρατικώς νομιμοποιημένου Κανόνα Δικαίου- η κανονιστική ανεπάρκεια του Κανόνα Δικαίου αποτελεί εύσχημο και ευλογοφανές επιχείρημα στη «φαρέτρα» των υπερμάχων της «κανονιστικής απορρύθμισης». Και τούτο υπό την ακόλουθη «συλλογιστική»: Αφού ο Κανόνας Δικαίου κρατικής προέλευσης και αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης δεν είναι σε θέση να πλαισιώσει κανονιστικώς το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι που συνιστά την υποδομή του, η χρησιμότητά του έχει θεσμικώς και ιστορικώς εκλείψει. Άρα «ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν» για «απορρύθμιση». Δηλαδή για μια τακτική ποδηγέτησης των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, η οποία προπαγανδίζει υπέρ της «απελευθέρωσης» του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι από τα «δεσμά» του Κανόνα Δικαίου υπό την κλασική-παραδοσιακή του εκδοχή. Πλην όμως επειδή η άποψη αυτή δεν αρνείται, φυσικά, την ανάγκη ρύθμισής του, την «εμπιστεύεται» στην αναδυόμενη κανονιστική κυριαρχία κανόνων που εκπορεύονται από τους εκπροσώπους -και τις συνακόλουθες αντιλήψεις τους- ενός στρεβλού Οικονομικού Συστήματος και της επικυρίαρχης, προς το παρόν, χρηματοπιστωτικής συνιστώσας του.

  1. Η ανάγκη αποκατάστασης της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου: Σε αναζήτηση του Forum Conveniens.

    Η κατά τ’ ανωτέρω διαπιστωμένη -και, δυστυχώς, διαρκώς εντεινόμενη- αποδόμηση της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου και η συνακόλουθη μείωση της ρυθμιστικής του δύναμης στο πεδίο του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι, θέτει, μ’ επιτακτικό τρόπο, το ζήτημα της ειδικότερης εκείνης έκφρασης της ως άνω αποδόμησης, η οποία αφορά την αδυναμία του Κανόνα Δικαίου ν’ αντεπεξέλθει ευκρινώς στην αποστολή του για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της Τεχνολογίας στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων και, κατ’ εξοχήν, στο πεδίο υπεράσπισης της αποτελεσματικής άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Όπως είναι ευνόητο, η απλή διαπίστωση και περιγραφή αυτής της, άκρως διαβρωτικής για την κανονιστική του αξιοπιστία, αρνητικής πτυχής του Κανόνα Δικαίου δεν αρκεί τόσο για την δική του θεσμική οντότητα όσο και, κατά λογική ακολουθία, για εκείνη του Κράτους Δικαίου και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Απαιτείται, αυτονοήτως, η αναζήτηση των μέσων αποκατάστασης, κατά το δυνατόν της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου.  Ο προσανατολισμός αυτός της αναζήτησης δεν μπορεί  παρά να στραφεί στα Fora Conveniens, στα οποία πρέπει ν’ ανατεθεί ένας τέτοιος θεσμικός και πολιτικός ρόλος.  Και μεταξύ αυτών πρωτεύουσα θέση κατέχουν από την μια πλευρά ο Νομοθέτης και, από την άλλη πλευρά -και κυρίως- ο Δικαστής.

Α. Ο Νομοθέτης, ως υπερασπιστής της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου.

Με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, οι δυνατότητες του Νομοθέτη να υπερασπισθεί την κανονιστική ισχύ του Κανόνα Δικαίου, ενόψει των ραγδαίων μεταβολών που, λόγω Τεχνολογίας πρωτίστως, υπονομεύουν την κανονιστική επικαιρότητά του ήδη κατά την έναρξη της ισχύος του, είναι σαφώς περιορισμένη. Πολλώ μάλλον που η κανονιστική επικαιροποίησή του απαιτεί τόσο σύντομες παρεμβάσεις, ώστε τα αποτελέσματα της εφαρμογής στην πράξη να καθίστανται, αυτοθρόως, εντελώς αμφίβολης θεσμικής ποιότητας και αποτελεσματικότητας.

1. Παρά ταύτα, ο Νομοθέτης οφείλει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε η διατύπωση του Κανόνα Δικαίου να είναι, τεχνοκρατικώς και θεσμικώς, η δέουσα, προκειμένου να διασφαλίζεται ένα minimum πρόβλεψης του μέλλοντος των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Για να επιτύχει, στοιχειωδώς, στην αποστολή του αυτή ο Νομοθέτης οφείλει:

α) Πρώτον, ν’ αναζητά και να διασφαλίζει την ανάλογη τεχνοκρατική συνδρομή, ώστε οι επιλογές του ν’ ανταποκρίνονται στα επιστημονικά δεδομένα της τεχνολογικής προόδου, με βάση τα οποία πρέπει να νομοθετήσει επαρκώς.

β) Δεύτερον, να διατυπώνει τον Κανόνα Δικαίου με την δέουσα γενικότητα, η οποία του επιτρέπει την προσαρμογή στην τεχνολογική εξέλιξη και στην αντίστοιχη εξέλιξη των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, τουλάχιστον σ’ ένα στοιχειώδες, για την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του, βάθος χρόνου.

2. Η κατά τα προαναφερόμενα νομοθετική αποστολή αφορά, βεβαίως, τον κάθε Νομοθέτη, τον Εθνικό, τον Ευρωπαίο και τον Διεθνή.  Πλην όμως οι δυνατότητες καθενός για την εκπλήρωση της αποστολής αυτής είναι, σαφώς, διαφορετικές.  Έτσι:

α) Οι δυνατότητες του Εθνικού Νομοθέτη -πάντα υπό το φως της διαπίστωσης ότι οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα θεσμικά δεδομένα της διεθνούς πραγματικότητας- εμφανίζονται περισσότερο ενισχυμένες εκ του ότι, οπωσδήποτε, το πεδίο των υπό ρύθμιση κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων είναι αναμφισβήτητα πιο οριοθετημένο και, εκ τούτου, πιο πρόσφορο ως προς την αποτελεσματικότητα της ρυθμιστικής παρέμβασης.

β) Το αυτό -και a fortiori- ισχύει ως προς τον Ευρωπαίο Νομοθέτη.  Και τούτο διότι ο Ευρωπαίος Νομοθέτης:

β1) Από την μια πλευρά έχει πολλά και πολυπρισματικά κανονιστικά μέσα για να νομοθετήσει -κανονισμούς, οδηγίες κ.λπ- και μάλιστα με την δέουσα γενικότητα ως προς την διατύπωση του Κανόνα Δικαίου.  Δεν πρέπει δε να υποτιμάται το γεγονός ότι, στην πλειάδα των περιπτώσεων, οι κανόνες που παράγει ο Ευρωπαίος Νομοθέτης απευθύνονται, για περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση, στον Εθνικό Νομοθέτη, έναντι του οποίου εμφανίζεται ως ένα είδος «νομοθετικού οδηγού».

β2)  Και, από την άλλη πλευρά, διαθέτει την υψηλού επιπέδου τεχνοκρατική υποδομή συμπαράστασης κατά την επιτέλεση του νομοθετικού του έργου ενώ, παραλλήλως, το «δέος» της κανονιστικής του ισχύος είναι διεθνώς αδιαμφισβήτητο, προκειμένου ν’ αποτελέσει αντίβαρο σε τάσεις τεχνοκρατικών παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να θίξουν τον πυρήνα των κατά το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο θεσμοθετημένων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

γ) Όλως αντιθέτως, εμφανής είναι η μειονεκτική θέση του Διεθνούς Δικαστή -σε κάθε επίπεδο παραγωγής κανόνων του Διεθνούς Δικαίου- ν’ ανταποκριθεί στις μεγάλες απαιτήσεις μιας τέτοιας κανονιστικής αποστολής.  Η μειονεκτική αυτή θέση έχει τις ρίζες της, κατά βάση:

γ1)  Αφενός στην βραδύτητα, με την οποία ο Διεθνής Νομοθέτης -ακριβώς εξαιτίας των διαδικασιών παραγωγής των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου- μπορεί να επέμβει, προκειμένου να επιφέρει τις αναγκαίες μεταβολές στο διεθνές θεσμικό γίγνεσθαι, όπως αυτές δημιουργούνται με γνώμονα τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις.

γ2) Και, αφετέρου, στο γεγονός ότι οι κυρωτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι μπορούν να διασφαλίσουν την εφαρμογή των κανόνων το Διεθνούς Δικαίου, είναι σαφώς θεσμικώς ανεπαρκείς, σε σημείο ώστε, σε πολλές τουλάχιστον περιπτώσεις, οι ως άνω κανόνες να αντιμετωπίζονται είτε ως leges minuus quam perfectae ή, ακόμη, και leges imperfectae.  Και τα σημάδια για το μέλλον του Διεθνούς Δικαίου, αντίθετα από τους οιωνούς της δύναμης της τεχνολογικής εξέλιξης, δεν εμφανίζονται, θεσμικώς και κανονιστικώς, ευοίωνα.

Β. Ο Δικαστής, ως υπερασπιστής της κανονιστικής ισχύος του        Κανόνα Δικαίου.

     Πραγματικός θεσμικός «σύμμαχος» του Κράτους Δικαίου και του Κανόνα Δικαίου είναι εκείνος, στον οποίο μπορεί -και πρέπει-να επενδυθούν οι βάσιμες προσδοκίες ουσιαστικής και απο­τελεσματικής στήριξής του. Πρόκειται για τον Δικαστή, μέσ’ από την οργάνωση και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ίσως το συμπέρασμα αυτό να φαίνεται, prima facie, αντι­φατικό, αν αναλογισθεί κανείς αφενός ότι η ευθεία δημοκρα­τική νομιμοποίηση του Δικαστή υπολείπεται σαφώς εκείνης του Νομοθέτη. Και, αφετέρου, η Δικαστική Εξουσία εν γένει δεν έχει ως τώρα αναπτύξει, μέσα σ’ αυτή τη «σκοτεινή» οι­κονομική και κοινωνική συγκυρία, όλες τις δυνάμεις αντίστα­σης, τις οποίες διαθέτει θεσμικώς, έναντι των διαβρωτικών επιθέσεων που υφίσταται ο Κανόνας Δικαίου, η Έννομη Τάξη και το Κράτος Δικαίου. Αν όμως εμβαθύνει κανείς και στην παράδοση και στα θεσμικά αποθέ­ματα που διαθέτει η Δικαιοσύνη και με τα οποία θωρακίζεται ο Δικαστής, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουρ­γίας, θ’ αντιληφθεί ότι η αποτελεσματική ενεργοποίησή του προς αυτή την κατεύθυνση είναι περισσότερο πιθανή ή και αναμε­νόμενη σε σχέση με τις προσδοκίες που αφορούν το Νομοθέτη. Αρκεί να το θελή­σει, βεβαίως με την ώθηση της επιστήμης και της ίδιας της κοινωνίας, σε μια κοινή πορεία υπεράσπισης των δημοκρατι­κών θεσμών.

1. Ο Εθνικός Δικαστής, πρώτος αυτός, εί­ναι σε θέση ν’ αποκαταστήσει την κανονιστική ισχύ του Κανόνα Δικαίου, της Έννομης Τάξης και του Κράτους Δι­καίου. Καταλυτικό συγκριτικό του πλεονέκτημα έναντι του Νομοθέτη είναι η δικαιοδοσία του να ελέγχει τη αντισυνταγματικότητα των κάθε είδους, υποδεέ­στερης του Συντάγματος τυπικής ισχύος, κανόνων δικαίου και ν’ αποτρέπει, έτσι, την εφαρμογή τους. Με τον τρόπο αυτόν έχει την αρμοδιότητα, επιπλέον, να εμπλουτίζει υποστηρικτικώς το συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο και με τους Κανό­νες Δικαίου του διεθνούς κανονιστικού περιγύρου.

2.Με την σειρά του, ο Ευρωπαίος Δικαστής -στην ουσία το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)- μπορεί να συμβάλει καθοριστικώς τόσο στην υπε­ράσπιση του Ευρωπαϊκού Θεσμικού Κεκτημένου όσο ακό­μη και στην κάλυψη του υφιστάμενου δημοκρατικού -ορ­γανωτικού και κανονιστικού- ελλείμματος μέσα στην Ευ­ρωπαϊκή Έννομη Τάξη. Ακόμη και αν η ως σήμερα στάση του μάλλον φαίνεται να συμβαδίζει με την «παθητικότητα» του Ευρωπαίου Νομοθέτη ως προς την υπεράσπιση των Ευρωπαϊκών δημοκρατικών θεσμών. Ποτέ δεν είναι αργά. Και για την ακρίβεια, οφείλει να μην οδηγηθεί σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις ως προς το δικαιοδοτικό του κύρος. Μόνο που αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, κυρίως:

α) Πρώτον, την σύμπλευση του ΔΕΕ με τον Εθνικό Δικαστή στην επιχείρηση προάσπισης των δημοκρατικών θεσμών και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με την έννοια, ότι θα ήταν εντελώς ανεδαφική -ίσως και, τελικώς, κατα­στροφική- κάθε αντιπαράθεσή τους σ’ έναν στείρο αγώ­να επικράτησης του Ευρωπαϊκού έναντι του Εθνικού Δι­καίου. Πολλώ μάλλον όταν αυτό είναι κανονιστικώς αδύ­νατο, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί την σημερινή της «πολιτειακή» δομή. Όλως αντιθέτως, η αρμονική ερμηνευτική συνύ­παρξη των Εθνικών Έννομων Τάξεων με την Ευρωπαϊκή, δια των κατάλληλων μεθόδων ερμηνείας του Κανόνα Δικαίου, θα μπορούσε ν’ αντλήσει απ’ όλο το, lato sensu, Ευρωπαϊκό κανονιστικό πεδίο ως και το τελευταίο επιχεί­ρημα υπεράσπισης της, τόσο απαραίτητης όπως καταδείχθηκε, ρυθμιστικής δύναμης του Κανόνα Δικαίου.

β) Δεύτερον, την ενεργοποίηση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) προς την κατεύθυν­ση της συναγωγής συμπληρωματικών γενικών αρχών, οι οποίες έχουν ως αποκλειστικό στόχο την κάλυψη των κε­νών του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου στο πλαίσιο της προστασίας των Θεμελιωδών  Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πρόκει­ται, βεβαίως, για γενικές αρχές «θεσμικού χαρακτήρα», που το ΔΕΕ μπορεί να συναγάγει από αυτό τούτο το εν γένει Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ιδίως όμως τέτοιες γενικές αρχές είναι περισσότερο χρήσιμες, όταν συνάγονται, εκ μέρους του ΔΕΕ, από το Διεθνές Δίκαιο και, πρωτίστως, από το «Ευρωπαϊκό Κοινοδίκαιο». Δηλαδή από την κοινή κανο­νιστική συνισταμένη, η οποία έχει ως ρυθμιστική πηγή το σύστημα όλων των Έννομων Τάξεων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μ’ επίκεντρο τους κανόνες της συνταγματικής παράδοσης των Κρατών-Μελών.

γ)  Τρίτον, την εκ μέρους του ΔΕΕ πλήρη αξιοποίηση της κα­νονιστικής δύναμης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του Χάρτη των Θεμε­λιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλωστε, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί μέρος του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου (άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση) και, ως εκ τούτου, κριτήριο νομιμότητας του παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου και όλων των πράξεων των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ρητώς ορίζεται ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται σε αυτόν έχουν την ίδια έννοια και εμβέλεια μ’ εκείνα της ΕΣΔΑ.  Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνον ευρύτερη προστασία από την ΕΣΔΑ επιτρέπεται να παράσχει στους φορείς των δικαιωμάτων (άρθρ. 52 παρ. 3 και 53 ΧΘΔΕΕ και άρθρ. 6 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση). Μια τέ­τοια αξιοποίηση πρέπει να τείνει προς δύο, κατά βάση, ερμηνευτικές κατευθύνσεις:

γ1) Η πρώτη αφορά την ερμηνευτική επιλογή, κατά την οποία τα δύο ως άνω, προστα­τευτικά των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κείμενα, φυσικά καθένα με τη νομική του ιδιοσυστασία, ερμηνεύονται ως κατευθυντήριες γραμμές για την όλη εφαρμογή του πρω­τογενούς και παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου. Άρα, in dubio, το δίκαιο αυτό ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σύμ­φωνα με τις επιταγές της ΕΣΔΑ και του Χάρτη των Θε­μελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

γ2) Και η δεύτερη αφορά την ερμηνευτική επιταγή, κατά την οποία τα όσα κα­νονιστικά κενά εμφανίζουν, ενδεχομένως, τα ως άνω κεί­μενα καλύπτονται με την, και πάλι in dubio, ερμηνεία υπέρ της πληρότητας και της αποτελεσματικότητας του ευρωπαϊκού συστήματος προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

3.Τέλος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οφείλει, σύμφωνα με τον προορισμό του, να ερμηνεύει και να εφαρμόζει την ΕΣΔΑ όχι μόνο σύμφω­να με τον αρχικό κανονιστικό προορισμό της, δηλαδή ως αυτοτελές πλαίσιο προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Αν­θρώπου. Αλλά και ως σύστημα κανόνων δικαίου που επη­ρεάζει, έστω και εμμέσως ακόμη, την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη ώστε να διασφαλίζει πλήρως τα κάθε είδους Δικαι­ώματα του Ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των Κοινω­νικών. Τούτο σημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από την μια πλευρά πρέπει να ερμηνεύει τις διατάξεις της ΕΣΔΑ με τρόπο που αποβαίνει υπέρ της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και, από την άλλη πλευρά, πρέπει να ερ­μηνεύει τις διατάξεις αυτού τούτου του Ευρωπαϊκού Δι­καίου, πρωτογενούς και παράγωγου -βεβαίως όταν και στο μέτρο που έχει σχετική δικαιοδοσία- έτσι ώστε να εφαρμόζονται υπό το πνεύμα της ΕΣΔΑ. Και όχι υπό την επιρροή των αμιγώς οικονομικής και νομισματικής λογι­κής κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου, κατ’ εξοχήν δε του παράγωγου.

Επίλογος

          Εν κατακλείδι, η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση δεν νοείται χωρίς την -μεταξύ άλλων φυσικά- διαμόρφωση μιας καθ’ όλα «Ενιαίας Αγοράς», η οποία, από την πλευρά της, προϋποθέτει, αντιστοίχως, την Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση μέσω των κατάλληλων πλήρων -ήτοι leges perfectae- κανόνων δικαίου.

Α. Μια εμπεριστατωμένη όμως ανάλυση των Εθνικών Έννομων Τάξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, πρωτίστως, της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης αποδεικνύει ότι το ως άνω εγχείρημα της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης χωλαίνει επικινδύνως.

1. Και τούτο όχι τόσο διότι δεν υπάρχουν κανόνες δικαίου θεσμοθετημένοι με στόχο την επίτευξη της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης δια του θεσμικού οχήματος του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου εν προκειμένω.  Όσο διότι οι κανόνες δικαίου, οι οποίοι συνθέτουν το εν λόγω Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο -κυρίως του Ευρωπαϊκού Δικαίου κατ’ εξοχήν, πρωτογενούς και παραγώγου, αλλά και οι συνακόλουθοι κανόνες δικαίου της Έννομης Τάξης των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης- δεν διαθέτουν την απαιτούμενη προς τούτο κανονιστική δύναμη.

2. Γεγονός το οποίο οφείλεται στο ότι η κατά τ’ ανωτέρω κανονιστική τους δύναμη υπονομεύεται από την εγγενή και την επίκτητη σχετικότητα, η οποία πλήττει στην εποχή μας σχεδόν κάθε Κανόνα Δικαίου, και η οποία όμως προσλαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις και πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά στο πεδίο του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου.  Κάτι το οποίο πηγάζει από το ότι η κοινωνικοοικονομική υποδομή των κανόνων του Δικαίου τούτου μεταβάλλεται με πιο γρήγορους ρυθμούς εξαιτίας της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης και της Τεχνολογίας, έτσι ώστε όταν ο ερμηνευτής και εφαρμοστής τους -ιδίως ο Δικαστής- καλούνται να ενεργοποιήσουν στην πράξη την κανονιστική τους ισχύ οι κατά τ’ αψνωτέρω κανόνες είναι ήδη ρυθμιστικώς ανεπαρκείς ή, ακόμη και ρυθμιστικώς ξεπερασμένοι.

Β.  Αυτή την κανονιστική ανεπάρκεια των κανόνων του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου -έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης- καλούνται να καλύψουν:

1. Πρώτον, ο Νομοθέτης, προσαρμόζοντας τη νομοθετική του πρωτοβουλία στα νέα δεδομένα και αξιοποιώντας στο έπακρο κάθε κατάλληλη τεχνοκρατική βοήθεια και συνδρομή κατά την θέσπιση του Κανόνα Δικαίου.

2. Και, δεύτερον, -αλλά πρωτίστως- ο Δικαστής.  Ο οποίος, φθάνοντας ως τα όρια της διαπλαστικής νομολογίας, κυρίως όταν θίγεται ο ίδιος ο πυρήνας συγκεκριμένων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καλείται να προσαρμόσει, μέσω των κατάλληλων μεθόδων ερμηνείας και του συνδυασμού τους, την ρύθμιση του Κανόνα Δικαίου στα μεταβαλλόμενα δεδομένα της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, δίνοντάς του έτσι «θεσμική ζωή», προκειμένου να συνεχίσει την ρυθμιστική του πορεία κατά την επιτέλεση της κανονιστικής του αποστολής.


[1] Βλ. Στέφανος Τραχανάς, «Το φάντασμα της όπερας – Η επιστήμη στον πολιτισμό μας», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2014, σελ. 27.