Σημεία της παρέμβασης του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας και Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκοπίου Παυλοπούλου, κατά την διαδικτυακή συζήτηση του «European Public Law Organization» (EPLO) («Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου»), με θέμα: «Η προκλητική παραβατικότητα της Τουρκίας κατά την εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάνης, σχετικά με το ζήτημα των Μειονοτήτων».

Αθήνα, 25.8.2020

Πρόλογος

Αποτελεί κοινό τόπο, ιδίως σε διεθνές επίπεδο, ότι η Ελληνική Θράκη παρέχει ένα άκρως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα και για το πώς αντιλαμβάνονται Ελλάδα και Τουρκία, αντιστοίχως, την πιστή εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάνης, ιδίως ως προς το ειδικό εκείνο τμήμα της, το οποίο αφορά την ρύθμιση του ζητήματος των Μειονοτήτων που υπήρχαν στις δύο Χώρες, κατά τον χρόνο σύναψής της. 

Α. Και για την ακρίβεια, η Ελλάδα έχει αποδείξει -και αποδεικνύει καθημερινώς, ως μέλος της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης- ότι γενικώς, κατ’ εξοχήν δε στην περιοχή της Ελληνικής Θράκης, σέβεται στο ακέραιο τις ως άνω ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λωζάνης.  Όλως αντιθέτως, η Τουρκία εκπροσωπεί το απεχθές, από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, παράδειγμα της πλήρους περιφρόνησης της Διεθνούς Νομιμότητας και σε ζητήματα Μειονοτήτων, όπως προκύπτει και από την συμπεριφορά της, μετά την σύναψη της Συνθήκης της Λωζάνης, έναντι της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη και αλλού, με βάση τα όσα εκτίθενται κατωτέρω.  Τα παραδείγματα, τα οποία παρατίθενται ενδεικτικώς στην συνέχεια, αρκούν για να καταδείξουν ευκρινώς την αλήθεια του προμνημονευόμενου συμπεράσματος. 

Β. Για την πλήρη κατανόηση των παραδειγμάτων τούτων είναι ανάγκη να διευκρινισθεί, εκ προοιμίου, ότι το ειδικό τμήμα της Συνθήκης της Λωζάνης περί Μειονοτήτων προέβλεπε την ανταλλαγή των Μειονοτήτων, με την έννοια της αμοιβαίας μετεγκατάστασης Τούρκων υπηκόων, Ελληνικού Ορθόδοξου Θρησκεύματος, στην Ελλάδα και Ελλήνων υπηκόων, Μουσουλμανικού Θρησκεύματος, στην Τουρκία.  Όμως, η Συνθήκη της Λωζάνης εξαίρεσε ρητώς από την ρύθμιση αυτή από την μια πλευρά τους Μουσουλμάνους μόνιμους κατοίκους της Δυτικής Θράκης και, από την άλλη πλευρά, τους Έλληνες μόνιμους κατοίκους της περιφέρειας της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των Περιχώρων, εγκατεστημένων στην Τουρκία προ της 30ής Οκτωβρίου 1918.  Από την ίδια την διατύπωση των προαναφερόμενων διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης προκύπτει, με αδιαμφισβήτητη ευκρίνεια, ότι στην μεν περίπτωση των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης πρόκειται περί αμιγώς «Θρησκευτικής Μειονότητας».  Ενώ, στην περίπτωση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των Περιχώρων, πρόκειται για αμιγώς «Εθνική Μειονότητα».

Ι. Η συμπεριφορά της Ελλάδας.

Σε ό,τι αφορά την Μουσουλμανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης -η οποία, ας σημειωθεί, περιλαμβάνει και Πομάκους, καθώς και Ρομά- η Ελλάδα έχει συμπεριφερθεί κατά τρόπο πλήρως σύμφωνο με την Συνθήκη της Λωζάνης αλλά και με το εν γένει Διεθνές Δίκαιο, ως προς τα κάθε είδους Δικαιώματα των Μειονοτήτων, θρησκευτικά ή μη.  Εξ ου και η Μουσουλμανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης όχι μόνο δεν έχει απομειωθεί αλλά, όλως αντιθέτως, ευημερεί και αυξάνεται, αφού από τα 110.000 μέλη κατά το 1923 -χρόνο σύναψης της Συνθήκης της Λωζάνης- σήμερα αριθμεί περί τα 130.000 μέλη.  Τα όσα δε ισχυρίζεται περί του αντιθέτου η Τουρκία, όσον αφορά τα ζητήματα των Μουφτήδων και του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού, είναι παντελώς έωλα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, και από τα εξής:

Α. Το καθεστώς του Μουφτή.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 24ης Δεκεμβρίου 1990 -που κυρώθηκε, κατά τις διατάξεις του άρθρου 44, παρ. 1 του Συντάγματος, με τις διατάξεις του ν. 1920/1991- όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί στην συνέχεια, ιδίως με τις διατάξεις του ν. 4511/2018, οι Μουφτήδες διορίζονται από το Ελληνικό Κράτος με δεκαετή θητεία.

  1.  Οι ως άνω ρυθμίσεις της Ελληνικής νομοθεσίας είναι απολύτως σύμφωνες με το Ελληνικό Σύνταγμα αλλά και με το Διεθνές Δίκαιο, δοθέντος ότι ο Μουφτής είναι διφυές όργανο.  Ήτοι, από την μια πλευρά, είναι «θρησκευτικός λειτουργός», κατά τους κανόνες του Ισλάμ.  Από την άλλη όμως πλευρά, ως «ιεροδίκης», είναι όργανο δημόσιου δικαίου, το οποίο ασκεί lato sensu διοικητικά και δικαιοδοτικά καθήκοντα, κυρίως σε θέματα οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, κατά το κανονιστικό σύστημα του ισλαμικού δικαίου.  Ο χαρακτήρας αυτός του «διφυούς οργάνου», ασκούντος και δημόσιου δικαίου -άρα όχι αμιγώς θρησκευτικά- καθήκοντα δεν έχει μεταβληθεί, μετά την έναρξη ισχύος του προαναφερόμενου νόμου 4511/2018.  Και τούτο διότι ναι μεν, με τις διατάξεις του νόμου τούτου, κατά τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 5 της ως άνω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου του 1990, οι υποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού έχουν υπαχθεί στις κοινές διατάξεις της Ελληνικής νομοθεσίας, ιδίως ως προς την δικαστική επίλυση των σχετικών διαφορών.  Πλην όμως, πάντοτε κατά τις διατάξεις του ν. 4511/2018, παραμένει σε ισχύ, παραλλήλως, και η δικαιοδοσία του Μουφτή, όταν αμφότερα τα διάδικα μέρη υποβάλλουν σχετική προς τούτο αίτηση ενώπιόν του, για την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο.
  2.  Επομένως, και εν πάση περιπτώσει, ο Μουφτής, καθ’ ό μέτρο ασκεί, εντός της Ελληνικής Έννομης Τάξης, και δημόσιου δικαίου καθήκοντα, ορθώς διορίζεται από το Ελληνικό Κράτος, όπως, άλλωστε, συμβαίνει με όλα τα λοιπά δημόσιου δικαίου όργανα στην Ελληνική Επικράτεια.  Τούτο δε είναι απολύτως σύμφωνο και με το Σύνταγμα αλλά και με το Διεθνές Δίκαιο, το οποίο έχει καταστεί μέρος της Ελληνικής Έννομης Τάξης.  Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της Τουρκίας είναι παντελώς αυθαίρετοι -ας μην παραβλέπεται το γεγονός ότι ούτε στην ίδια την Τουρκία υπάρχει οργανωμένο καθεστώς εκλογής Μουφτή- πράγμα το οποίο σημαίνει, αυτοθρόως, ότι οι «εκλεγμένοι μουφτήδες» στην Θράκη δρουν παρανόμως, ήτοι εκτός της Ελληνικής νομοθεσίας και ορθώς δεν αναγνωρίζονται από το Ελληνικό Κράτος.  Επιπλέον, οι ισχυρισμοί της Τουρκίας ότι η Ελλάδα πρέπει να προβεί, ως προς τον Μουφτή, σε πλήρη διαχωρισμό μεταξύ «θρησκευτικού λειτουργού» και «ιεροδίκη», όχι μόνο συνιστούν ωμή και παράνομη επέμβαση στο εσωτερικό της Ελληνικής Έννομης Τάξης και, επομένως, στις αρμοδιότητες του Ελληνικού Κράτους.  Αλλά, επιπλέον, τυχόν αποδοχή τους θα οδηγούσε σε πλήρη σύγχυση ως προς τις αρμοδιότητες του Μουφτή, η οποία θ’ απέβαινε εις βάρος αυτού τούτου του κοινού αισθήματος της Μουσουλμανικής Μειονότητας στην Ελληνική Θράκη, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται για την ειρηνική διαβίωση στο εσωτερικό της Μειονότητας.  Αυτή δε η τελευταία διαπίστωση καθιστά ακόμη πιο ύποπτη την εμμονή της Τουρκίας σε τέτοιες, παντελώς αβάσιμες, αιτιάσεις, όταν μάλιστα υπό το σημερινό καθεστώς του Μουφτή η κοινωνική ζωή της Μουσουλμανικής Μειονότητας στην Ελληνική Θράκη είναι απολύτως ομαλή και αρμονική.

Β.  Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.

Η Ελλάδα ενεργεί, πάντοτε, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα και το Διεθνές Δίκαιο και ως προς το ζήτημα της άσκησης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι όσων μελών της Μουσουλμανικής Μειονότητας διεκδικούν την ίδρυση σωματείων, στην βάση της λεγόμενης «συλλογικής τουρκικής εθνοτικής ταυτότητας».

  1.  Συγκεκριμένα δε, τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Πολιτείας αποφασίζουν με βασικό γνώμονα την Συνθήκη της Λωζάνης, πρωτίστως με βάση την προαναφερθείσα πρόβλεψή της ότι ειδικώς η Μουσουλμανική Μειονότητα της Ελληνικής Θράκης είναι αμιγώς Θρησκευτική Μειονότητα.  Επιπλέον, τα όργανα της Ελληνικής Πολιτείας λαμβάνουν υπόψη -ως άλλωστε οφείλουν- εν προκειμένω και όλες τις συνταγματικώς κατοχυρωμένες ρυθμίσεις, ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις της εν γένει άσκησης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, γεγονός το οποίο δεν φαίνεται να κατανοούν ορισμένα μέλη της Μουσουλμανικής Μειονότητας. Δοθέντος ότι συμπεριφέρονται ως εάν δεν γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των Ελλήνων Πολιτών εν γένει, όταν έχουν γίνει δεκτές προσφυγές τους ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με αντικείμενο την άσκηση ουσιαστικών δικαιωμάτων, όπως είναι και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.
  2. Την ακρίβεια της κατά τ’ ανωτέρω διαπίστωσης καταδεικνύουν, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του ν. 4491/2017, καθ’ ό μέτρο τροποποίησαν τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 758 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.  Οι διατάξεις αυτές καθιέρωσαν τον θεσμό νέων αιτήσεων αναγνώρισης σωματείων ή αιτήσεων σχετικής διοικητικής επανεξέτασης, καθώς και τον θεσμό αιτήσεων επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον των αρμόδιων Ελληνικών Δικαστηρίων, όταν έχει εκδοθεί απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που διαπιστώνει παραβίαση ουσιαστικού δικαιώματος.  Σε πλήρη δε συμφωνία με το Σύνταγμα και το Διεθνές Δίκαιο, οι κατά τ’ ανωτέρω διατάξεις προβλέπουν ότι το παραδεκτό της ως άνω αίτησης επανάληψης της διαδικασίας καθορίζεται με βάση τους περιορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τους περιορισμούς που προβλέπονται εν γένει ως προς την άσκηση άλλων ουσιαστικών δικαιωμάτων, τα οποία προστατεύονται από την Σύμβαση αυτή.  Δηλαδή τους περιορισμούς που αφορούν, πρωτίστως, την προστασία της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, την πρόληψη της εγκληματικότητας, την προστασία της υγείας και της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.  Επίσης, το παραδεκτό των αιτήσεων επανάληψης της διαδικασίας καθορίζεται και με βάση τις υποχρεώσεις που απορρέουν από Διεθνείς Συνθήκες, στις οποίες η Ελλάδα είναι συμβαλλόμενο μέρος, συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, της Συνθήκης της Λωζάνης.

ΙΙ. Η συμπεριφορά της Τουρκίας.

Στον αντίποδα της συμπεριφοράς της Ελλάδας κατά τ’ ανωτέρω, η Τουρκία πολύ γρήγορα έδειξε ότι δεν είχε ειλικρινή πρόθεση εφαρμογής της Συνθήκης της Λωζάνης, ιδίως σε ό,τι αφορά την Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των Περιχώρων.  Και για την ακρίβεια, οι τάσεις αυτές της Τουρκίας έγιναν ορατές αμέσως μετά το 1930, ήτοι μετά την προσέγγιση Βενιζέλου-Ατατούρκ.  Ήταν τότε που η Τουρκία άρχισε να δείχνει ότι δεν είχε τίποτα διδαχθεί από το ζοφερό παρελθόν των Γενοκτονιών των Ελλήνων του Πόντου και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.  Όλως αντιθέτως, «διαπνεόμενη» από την ίδια βαρβαρότητα, άρχισε την επιχείρηση αφανισμού της κραταιάς τότε Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στο έδαφός της.

Α. Μια ανενδοίαστη επίδειξη βαρβαρότητας.

Αυτή η πρωτοφανής επιχείρηση είχε δύο, κατά βάση, περιόδους:

  1.  Η πρώτη είναι εκείνη των φρικτών ωμοτήτων του πογκρόμ της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου του 1955, που κυριολεκτικώς αποδεκάτισε την Ελληνική Εθνική Μειονότητα. Φόνοι, βιασμοί και καταστροφές, οδήγησαν όσους Έλληνες απέμειναν σε υποχρεωτική έξοδο από την Τουρκία, με κύρια κατεύθυνση την Ελλάδα, την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον Καναδά.  Ως προς τις καταστροφές, πρέπει να μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες στην μνήμη και εκείνες, που αφορούν 82 Ορθόδοξους Ναούς, 4.000 καταστήματα και επιχειρήσεις και 3.000 σπίτια.
  2.  Η δεύτερη περίοδος διωγμού συνέβη μεταξύ 1963-1964, όταν απελάθηκαν, βιαίως, πάνω από 12.000 Έλληνες της Κωνσταντινούπολης.  Αυτό ήταν όμως μόνο το «επιφαινόμενο», αφού προηγουμένως χιλιάδες άλλοι Έλληνες της Τουρκίας είχαν υποχρεωθεί σ’ έξοδο από την Τουρκία, λόγω αδιανόητων για στοιχειωδώς ευνομούμενη πολιτεία μέτρων δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, φορολογίας -που ήταν πραγματικό «χαράτσι»- δραματικών περιορισμών στην ανάληψη τραπεζικών λογαριασμών και στραγγαλισμού των κληρονομικών δικαιωμάτων.

Β. Ο αφανισμός της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας.

Αυτή η συμπεριφορά της Τουρκίας κατέδειξε την τάση της να «ναρκοθετήσει», ευθύς εξ αρχής, την εφαρμογή των σπουδαιότερων διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης, κατ’ εξοχήν δε των διατάξεων περί Μειονοτήτων, τόσο στην Κωνσταντινούπολη, στα Πριγκηπόνησα και στα Περίχωρα όσο και, ιδίως, στην Ίμβρο και στην Τένεδο.

  1.  Η πάλαι ποτέ κραταιά Ελληνική Εθνική Μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των Περιχώρων έφθασε από 125.000 μέλη το 1923, ν’ αριθμεί σήμερα λιγότερα από 2.000!  Μέλη τα οποία, παρά τις συνεχιζόμενες αδιανόητες προκλήσεις της Τουρκίας, παραμένουν «στις επάλξεις», υποστηρίζοντας, με ακμαίο το φρόνημα, τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, σύμφωνα με όσα τους αναγνωρίζουν το Διεθνές Δίκαιο και, ιδίως, η Συνθήκη της Λωζάνης.
  2.  Την μεγαλύτερη δε σύγχρονη πρόκληση της Τουρκίας, εν προκειμένω, σηματοδοτεί η πρωτοφανής πολιτισμική βεβήλωση της Αγίας Σοφίας και του Ιερού Ναού της Μονής της Χώρας, οι οποίες μετετράπησαν, με μια πρωτοφανή σε αυθαιρεσία κίνηση του τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εκ νέου σε «τέμενος-τζαμί».  Κίνηση, η οποία έδειξε και την πλήρη περιφρόνηση της Τουρκίας προς το Δίκαιο του ΟΗΕ -και, ειδικότερα, προς το Δίκαιο της UNESCO- αφού οδήγησε και στην ωμή παραβίαση της Σύμβασης για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς της UNESCO  του 1972, σύμφωνα με την οποία, μεταξύ άλλων, η Αγία Σοφία και η Μονή της Χώρας είχαν ανακηρυχθεί, το 1985, μετά μάλιστα από σχετικό αίτημα της Τουρκίας, Μνημεία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
  3. Για εμάς, τους Έλληνες, «ο βίος και η πολιτεία» της Τουρκίας, ως προς την ευθεία και απροκάλυπτη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου και, κυρίως, της Συνθήκης της Λωζάνης, είναι γνωστός.  Το «μήνυμα» παραβατικότητας, που αγγίζει τα όρια της βαρβαρότητας, το οποίο συνεχίζει να εκπέμπει -και μάλιστα μ’ εντεινόμενο ρυθμό- η Τουρκία απευθύνεται σήμερα ιδίως προς την Διεθνή Κοινότητα και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Όσο είναι ακόμη καιρός, οφείλουν ν’ αντιληφθούν ότι η αυθαιρεσία της Τουρκίας δεν πρέπει να γίνεται ανεκτή.  Αυτό το πρόταγμα είναι ζήτημα κυριολεκτικώς υπαρξιακό για την υπεράσπιση του κύρους της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας και για την εμπέδωση της ειρήνης στην όλη περιοχή.

Επίλογος

Στην διαδρομή των 100 και πλέον χρόνων από την ενσωμάτωσή της στον Εθνικό μας Κορμό, η Ελληνική -και Ευρωπαϊκή πλέον- Θράκη εξελίσσεται στο πεδίο εκείνο, όπου η Τουρκία κάνει, δυστυχώς αδιαλείπτως, πραγματική «επίδειξη» της περιφρόνησής της προς το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, αμφισβητώντας προκλητικώς την αλήθεια και εγείροντας, συνεχώς, νέα ζητήματα θεσμικώς και πολιτικώς αδιανόητων διεκδικήσεων. 

Α. Ιδίως δε κατά την τρέχουσα περίοδο, η Ελληνική Θράκη υφίσταται, και αυτή, ορισμένες από τις συνέπειες των σχεδόν γραφικών -πλην όχι λιγότερο επικίνδυνων- «σουλτανικών» φαντασιώσεων του τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.  Ταυτοχρόνως όμως -και εν πολλοίς χάρη στο απαράμιλλο φρόνημα, με το οποίο όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια αντιμετώπισαν αποτελεσματικώς την τουρκική προκλητικότητα οι κάτοικοι της Ελληνικής Θράκης, και μάλιστα ανεξαρτήτως Θρησκεύματος- η περιοχή αυτή αναδεικνύεται και σε πεδίο Εθνικής έμπνευσης, σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση των Εθνικών μας Θεμάτων και, επέκεινα, των Εθνικών μας Δικαίων έναντι των ιταμών προκλήσεων της Τουρκίας.

Β. Βασική Εθνική Θέση μας είναι και το ότι η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 -και όλες οι μεταγενέστερες, κάθε μορφής, εκτελεστικές της ρυθμίσεις- δεν επιδέχονται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αναθεώρηση ή τροποποίηση.  Άρα, το σύνολο των ρυθμίσεων της Συνθήκης της Λωζάνης αποτελούν -και θ’ αποτελούν στο μέλλον- το συμπαγές θεσμικό και πολιτικό θεμέλιο των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τόσον ως προς τα μεταξύ τους σύνορα όσο και ως προς όλα τα επιμέρους ζητήματα, τα οποία εμπίπτουν στο ρυθμιστικό τους πλαίσιο. 

1. Η Ελλάδα έχει αποδείξει, με αμάχητα τεκμήρια, ότι σέβεται, στο ακέραιο, τους κάθε είδους κανόνες της Συνθήκης της Λωζάνης, πρωτίστως δε τους κανόνες της που αφορούν την Ελληνική Θράκη, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι κανόνες για την Θρησκευτική Μουσουλμανική Μειονότητα. Ιδίως δε τους κανόνες της Συνθήκης της Λωζάνης, και άλλους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που αφορούν τα εκπαιδευτικά ζητήματα της Θρησκευτικής Μουσουλμανικής Μειονότητας, το καθεστώς ορισμού του Μουφτή -με παρεμφερή, μάλιστα, τρόπο με εκείνον, κατά τον οποίον ορίζεται ο Μουφτής στην Τουρκία- καθώς και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, ακόμη και όταν κάποια μέλη της Μειονότητας αυτής προβαίνουν στην άσκησή του μάλλον για να προσφέρουν τις «καλές υπηρεσίες» τους στην Τουρκία.

2. Όλως αντιθέτως, και ειδικότερα ως προς το ζήτημα των Μειονοτήτων, η Τουρκία είναι εκείνη, η οποία καταστρατηγεί, προκλητικώς και συστηματικώς, το ρυθμιστικό πλαίσιο της Συνθήκης της Λωζάνης, όπως αμαχήτως αποδεικνύει η τακτική της, που έχει οδηγήσει σχεδόν στον αφανισμό της πάλαι ποτέ κραταιάς Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, στα Πριγκηπόνησα και στα Περίχωρά τους.  Η βαρβαρότητα των φρικτών ωμοτήτων του πογκρόμ του Σεπτεμβρίου του 1955 και της περιόδου 1963-1964, σε συνδυασμό με την απροκάλυπτη παραβίαση ιδίως των κάθε είδους περιουσιακών δικαιωμάτων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, δείχνουν, εν προκειμένω, το πραγματικό πρόσωπο της Τουρκίας, η οποία δεν έχει διδαχθεί τίποτα από το απεχθές παρελθόν της.  Τέλος, τη «βύθιση» της Τουρκίας στον σουνιτικό ισλαμικό «φονταμενταλισμό» αναδεικνύει σήμερα και η προκλητικώς παράνομη και αυθαίρετη μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας -Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO,  κατά την Σύμβαση των Παρισίων του 1972- σε «τεμένη-τζαμιά».

3. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Διεθνής Κοινότητα δεν επιτρέπεται να παραμένουν απαθείς μπροστά σε αυτή την επίδειξη προκλητικότητας από την πλευρά της Τουρκίας.  Άλλωστε, η προκλητικότητα αυτή δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, δοθέντος ότι προσβάλλει ευθέως τόσο το Ευρωπαϊκό όσο και το Διεθνές Δίκαιο.  Κατ’ εξοχήν δε η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χρέος ν’ αντιληφθεί ότι η κατά τ’ ανωτέρω ωμή παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης -και του Διεθνούς Δικαίου εν γένει- αφορά Έλληνες αλλά και, ταυτοχρόνως, Ευρωπαίους Πολίτες.