Παράδοση του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας και Επίτιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στους φοιτητές του πρώτου έτους της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ με θέμα “ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ – ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΤΑΞΗΣ”

Εισαγωγή

Με όλο τον κίνδυνο της αοριστίας και της υποκειμενικότητας, τον οποίο εγκυμονεί κάθε γενίκευση σχετικά με τον προσδιορισμό μιας εκ φύσεως πολυσύνθετης και πολυσήμαντης έννοιας, ως πηγές του δικαίου κατά την κλασική αντίληψη μπορούν να θεωρηθούν: Τα κάθε είδους δεδομένα από τα οποία απορρέουν και αναδεικνύονται, αμέσως ή εμμέσως, οι κανόνες δικαίου σύμφωνα με τις θεσμικώς καθιερωμένες διαδικασίες. Πριν από την εξειδίκευση του ορισμού αυτού απαραίτητες είναι οι εξής δύο διευκρινίσεις:

Α. Τα προαναφερόμενα «δεδομένα προέλευσης» του κανόνα δικαίου παραπέμπουν στις αντίστοιχες διακρίσεις που αναδεικνύουν τις διαφορετικές πτυχές των επιμέρους πηγών του δικαίου.

Β. Και οι επίσης προαναφερόμενες «θεσμικώς καθιερωμένες διαδικασίες» παραπέμπουν στο πρότυπο του κρατικής προέλευσης θετικού δικαίου. Και, e contrario, αποκλείουν το φυσικό δίκαιο, το οποίο όπως είναι ευνόητο παραμένει αντικείμενο έρευνας στο χώρο του νομικού επιστητού, πλην όμως κυρίως στη σφαίρα της φιλοσοφίας του δικαίου. Άρα, και υπό τα δεδομένα αυτά, το φυσικό δίκαιο μόνον ως στοιχείο των διαπλαστικών πηγών του θετικού δικαίου μπορεί να νοηθεί. Και, συγκεκριμένα, ως στοιχείο που, μέσω των ιδεών τις οποίες εκπέμπει, ασκεί την όποια επιρροή στη διαμόρφωση της κοινωνικοοικονομικής αλλά και πολιτικής πραγματικότητας, ήτοι της υποδομής προέλευσης του δικαιϊκού εποικοδομήματος.

Γ. Με βάση τη μέθοδο, μέσω της οποίας αναδύεται ο κανόνας δικαίου έως ότου αρχίσει να ισχύει, να εφαρμόζεται και, συνακόλουθα, να παράγει τα κανονιστικά του αποτελέσματα, οι πηγές του δικαίου, πάντα κατά την προμνημονευόμενη κλασική αντίληψη, διακρίνονται σε διαγνωστικές, διαπλαστικές και δημιουργικές.

Ι. Οι διαγνωστικές πηγές του δικαίου.

Όπως σαφώς προκύπτει από την ίδια την ορολογική τους φυσιογνωμία, οι διαγνωστικές πηγές αναφέρονται όχι στην καταγωγή του κανόνα δικαίου αλλά στη διάγνωση της ύπαρξής του μετά τη διαμόρφωσή του. Δηλαδή στον τρόπο αναγνώρισής τους ως ήδη υφιστάμενων κανονιστικών συνιστωσών της έννομης τάξης. Και υπ’ αυτή την έννοια ως διαγνωστικές πηγές νοούνται τα κάθε είδους ιστορικά -βεβαίως υπό την ευρεία του όρου έννοια- στοιχεία, από τα οποία συνάγεται, αμέσως ή εμμέσως, η ύπαρξη του κανόνα δικαίου. Ακριβώς δε λόγω του διαγνωστικού χαρακτήρα τους οι πηγές αυτές κανόνων δικαίου είχαν σημασία όσο, σε πολύ παλαιότερους καιρούς, το δίκαιο ήταν άγραφο, πράγμα που σημαίνει ότι η ανίχνευσή του ήταν εφικτή μέσω ιστορικών δεδομένων. Ή έχουν ακόμη σημασία μόνο στο πλαίσιο της ιστορικής έρευνας, η οποία αφορά την ανακάλυψη των κανόνων δικαίου που ίσχυσαν κατά καιρούς. Κατά συνέπεια, η σημερινή σημασία τους έχει ελαχιστοποιηθεί και μάλλον εμφανίζει συμβολικό-τυπικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, οι διαγνωστικές πηγές του δικαίου μπορούν να διακριθούν σε:

Α. Οι άμεσες διαγνωστικές πηγές του δικαίου. 

Άμεσες. Με την έννοια ότι αναδεικνύουν αυτούς τούτους τους κανόνες δικαίου και, ειδικότερα, το περιεχόμενό τους. Στη κατηγορία αυτή εντάσσονται:

1. Ως προς μεν το απώτερο παρελθόν, τα κάθε είδους γραπτά τεκμήρια που εμπεριέχουν αναφορές στο κανονιστικό περιεχόμενο του κανόνα δικαίου. Π.χ. επιγραφές, πάπυροι, αποφθέγματα και συγγράμματα νομικού ή πολιτικού περιεχομένου.

2. Και στην σύγχρονη εποχή τα δημόσια στοιχεία, τα οποία ενσωματώνουν τον κανόνα δικαίου επειδή το Σύνταγμα ή άλλες, υποδεέστερης τυπικής ισχύος, διατάξεις επιβάλλουν, με ποινή την ακυρότητα ή και το μη υποστατό του, την κατ’ αυτόν τον τρόπο εξωτερίκευση και δημοσιοποίησή του. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν π.χ. η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τα Πρακτικά της Βουλής καθώς και οι λοιποί θεσμικώς προβλεπόμενοι τρόποι γραπτής δημοσιοποίησης των κανόνων δικαίου.

Β. Οι έμμεσες διαγνωστικές πηγές του δικαίου.  

Έμμεσες. Με την έννοια ότι αναδεικνύουν όχι αυτόν τούτο τον κανόνα δικαίου αλλά διάσπαρτα στοιχεία, από τα οποία μπορεί να συναχθεί, κατά προσέγγιση και ύστερα από έρευνα, το περιεχόμενό του. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται:

1. Στο απώτερο μεν παρελθόν ιδίως λόγοι ρητόρων και αγορεύσεις λογογράφων, όπως επίσης τα έπη και τα κάθε είδους λογοτεχνικά κείμενα.

2. Στο δε πρόσφατο παρελθόν λαογραφικά κείμενα και, ιδίως, η δημώδης ποίηση, που φέρνει στο φως πρωτίστως έθιμα, τα οποία εφαρμόσθηκαν συμπληρωματικώς προς τους τότε ισχύοντες γραπτούς κανόνες δικαίου.

 ΙΙ. Οι διαπλαστικές πηγές του δικαίου.

Οι διαπλαστικές πηγές του δικαίου αφορούν -αυτονοήτως, όπως προκύπτει και από πλευράς ορολογίας- τα δεδομένα που διαμορφώνουν το κανονιστικό του περιεχόμενο. Με την έννοια όχι μόνο της αρχικής του διάπλασης αλλά και της μετέπειτα οιασδήποτε τροποποίησής του, αφού η θεσμική «μοίρα» του κανόνα δικαίου είναι τέτοια ώστε να υπόκειται, εξ ορισμού, σε διαρκείς μεταβολές.

Α. Ορισμός

 Συγκεκριμένα, λοιπόν, ως διαπλαστικές πηγές νοούνται τα κάθε είδους κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, σε συνδυασμό με τα συνακόλουθα πολιτικά και ιστορικά δρώμενα, που συνθέτουν την «υποδομή-μήτρα», μέσ’ από την οποία προκύπτει τόσο η ανάγκη όσο και η αντίστοιχη δυναμική θέσπισης του κανόνα δικαίου στο πλαίσιο του κράτους δικαίου: Άρα από τη μια πλευρά η βάση, η οποία συνιστά την υποδομή του τελικού θεσμικού εποικοδομήματος που εμφανίζεται με τη μορφή του κανόνα δικαίου. Και, από την άλλη πλευρά, η ένταση με την οποία η ως άνω υποδομή επηρεάζει τελικώς το όλο κανονιστικό εποικοδόμημα που συνθέτει το περιεχόμενο του κανόνα δικαίου. Αυτή δε ακριβώς η σύνθεση της ουσίας των διαπλαστικών πηγών του δικαίου αποδεικνύει ότι:

1. Η ενδελεχής και ολοκληρωμένη ανάλυση του κανόνα δικαίου, ως μορφώματος που συμπυκνώνει ένα συγκεκριμένο σύνολο κανονιστικών ρυθμίσεων, δεν είναι δυνατό να εξαντλείται στην αποκλειστικώς θεσμική-νομική θεώρησή του. Απαιτεί, αντιθέτως, τη συμπληρωματική επικουρία και άλλων επιστημονικών προσεγγίσεων -άρα την προσφυγή στην διεπιστημονική έρευνα- πρωτίστως δε προσεγγίσεων ιστορικού, φιλοσοφικού, οικονομικού και κοινωνιολογικού προσανατολισμού. Κάπως έτσι διαμορφώνεται η σύγχρονη άποψη, η οποία δέχεται πως μόνο μια τέτοια «ολιστική» αντιμετώπιση του νομικού φαινομένου μπορεί να ερευνήσει κατά τρόπο επιστημονικώς ολοκληρωμένο την ιδιοσυστασία του.

2. Η σύνδεση του κανονιστικού περιεχομένου του κανόνα δικαίου με την κοινωνικοοικονομική υποδομή του δεν είναι τόσο πρόσφατη, όσο φαίνεται να προκύπτει από τη σύγχρονη διεπιστημονική του ανάλυση. Κάθε άλλο μάλιστα, αφού έχει πολύ βαθύτερες ρίζες στο χρόνο. Το κλασικό απόφθεγμα του ρωμαϊκού δικαίου «ex facto oritur jus» αποδεικνύει ότι ακόμη και κατά την εκκίνηση της πορείας της νομικής επιστήμης γινόταν δεκτό πως ο κανόνας δικαίου γεννιέται, de facto, από ένα κοινωνικοοικονομικής σύνθεσης «πρωτογενές μάγμα». Και για να έλθουμε στην πιο πρόσφατη επιστημονική πραγματικότητα, πολύ πριν η μαρξιστική και νεομαρξιστική αντίληψη του νομικού επιστητού εντρυφήσει στη σχέση υποδομής και εποικοδομήματος για ν’ αναλύσει επιστημονικώς τη φύση του κανόνα δικαίου, η κλασική νομική επιστήμη είχε κατά κάποιον τρόπο προτρέξει, φυσικά με τα δικά της μεθοδολογικά «εργαλεία»» Έτσι π.χ. η γερμανική νομική επιστήμη, ήδη στο τέλος του 19ου αιώνα, είχε αποδείξει την «κανονιστική δύναμη των πραγματικών δεδομένων» («normative Kraft des Faktischen»), κατά την γνωστή διατύπωση του G. Jellinek (in «Allgemeine Staastslehre», 2η έκδ., 1914, σελ. 337 επ.).

B. Επιμέρους διακρίσεις. Η ανάλυση της κοινωνικής υποδομής, από την οποία παράγεται ο κανόνας δικαίου, οδηγεί και στην διάκριση των διαπλαστικών πηγών του δικαίου σε:

1. Πρωτογενείς: Πρόκειται για τα δεδομένα της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας που συντρέχουν κατά τη περίοδο θέσπισης του κανόνα δικαίου. Δεδομένα τα οποία διαμορφώνονται φυσικά και μέσ’ από την γενικότερη επιστημονική εξέλιξη, ιδίως δε εκείνη που σχετίζεται με την πρόοδο της τεχνολογίας. Και τούτο διότι η τελευταία επιδρά ευθέως, και με οιονεί γεωμετρική μάλιστα πρόοδο επιρροής, στην δημιουργία και συνεχή μεταβολή της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας.

2. Δευτερογενείς: Πρόκειται για τα, lato sensu, ιστορικά δρώμενα, τα οποία συνδέονται αναποσπάστως με την κοινωνικοοικονομική υποδομή του κανόνα δικαίου. Με την έννοια ότι και διαμορφώνονται μέσα απ’ αυτόν αλλά και τον επηρεάζουν με τη σειρά τους. Τέτοια ιστορικά δρώμενα συνιστούν, κατά κύριο λόγο, αφενός οι πολιτικές αποφάσεις των φορέων λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Και, αφετέρου, οι ιδεολογικές και φιλοσοφικές θεωρήσεις που επικρατούν κάθε φορά επιδρώντας, αμέσως ή εμμέσως, πάνω στις ως άνω πολιτικές αποφάσεις.

Γ. Μια αμφίδρομη επιρροή.

 Όπως είναι φανερό, σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν σχετικά με την πεμπτουσία των διαπλαστικών πηγών του κανόνα δικαίου, καίριο ρόλο διαδραματίζουν ως προς τον τρόπο λειτουργίας τους: Αφενός οι «δεσμοί επιρροής» μεταξύ κοινωνικοοικονομικής υποδομής και θεσμικού εποικοδομήματος. Και, αφετέρου, οι δίαυλοι, μέσω των οποίων εξελίσσεται η επιρροή αυτή. Συγκεκριμένα:

1. Η διάδραση μεταξύ υποδομής και εποικοδομήματος σχετικά με το θεσμικό διακύβευμα του κανόνα δικαίου δεν είναι, κατά την απολύτως κρατούσα σήμερα επιστημονική αντίληψη, μονοδρομική. Όλως αντιθέτως είναι αμφίδρομη, αντιτιθέμενη δηλαδή πλήρως προς την θεωρούμενη ως «μαρξιστικής νοοτροπίας» άποψη περί δικαίου της σταλινικής περιόδου.

α) Η άποψη αυτή, ακολουθώντας μια οιονεί «εργαλειακή», δήθεν επιστημονική, προσέγγιση επιχείρησε να καταδείξει ότι η κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα επιδρά μονομερώς στον κανόνα δικαίου, σχετικά με τη διαμόρφωση του τελικού κανονιστικού του περιεχομένου. Θα μπορούσε λοιπόν να συνοψισθεί στη θέση ότι «εν αρχή ήν» η υποδομή της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, σε συνδυασμό βεβαίως με την δευτερογενή επιρροή επ’ αυτής της επιστήμης και του βασικού της απαυγάσματος, ήτοι της τεχνολογίας.

β) Η επικρατούσα σήμερα αντίληψη περί αμφίδρομης επιρροής υποδομής και εποικοδομήματος ως προς τη διαμόρφωση κι εξέλιξη του κανόνα δικαίου μπορεί ν’ αναλυθεί στην ακόλουθη αμοιβαία σχέση: Αναντιρρήτως ο κανόνας δικαίου προκύπτει μέσ’ από την πρωτογενή αλλά και δευτερογενή επίδραση της, lato sensu, κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας. Πλην όμως μετά την τελική θέσπιση του κανονιστικού του περιεχομένου και, συγκεκριμένα, μέσω της εφαρμογής του από τ’ αρμόδια κάθε φορά όργανα, παράγει αναποδράστως αποτελέσματα τα οποία εμπλουτίζουν την κοινωνικοοικονομική υποδομή του. Συγκεκριμένα δε είτε προς την κατεύθυνση της στήριξής της, προκειμένου να μην μεταβληθεί -και σ’ αυτό συνίσταται η θεωρούμενη ως «συντηρητική» λειτουργία του κανόνα δικαίου- αλλά, όλως αντιθέτως, να διατηρηθεί ώστε να διασφαλίσει την διάρκεια ισχύος του κανόνα δικαίου. Είτε προς την κατεύθυνση της ελεγχόμενης μεταβολής της, προκειμένου να προετοιμάσει το έδαφος αντίστοιχης μεταβολής του κανονιστικού περιεχομένου του κανόνα δικαίου, ιδίως διότι η εφαρμογή του δεν έχει οδηγήσει στα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.

2. Οι επιμέρους δίαυλοι της αμφίδρομης επιρροής, κυρίως ως προς την τεχνική εμφάνισης και εξέλιξής της, πρέπει ν’ αναζητηθούν συνδυαστικώς προς τις πλευρές:

α) Πρώτον, της επιστήμης συνολικώς. Και, συγκεκριμένα, όχι μόνο της νομικής επιστήμης αλλά όλων των επιστημών οι οποίες, όπως ήδη αναφέρθηκε, αφορούν την έρευνα τόσο της υποδομής όσο και του εποικοδομήματος του κανόνα δικαίου. Έτσι π.χ. η νομική επιστήμη μπορεί ν’ αναδείξει την επάρκεια ή την ανεπάρκεια της συμβατότητας του θεσμικού εποικοδομήματος σε σχέση με την υποδομή του. Ενώ οι επιστήμες που συνδέονται ευθέως με την υποδομή αυτή μπορούν ν’ αναδείξουν το αν και κατά πόσον είναι αναγκαία η διατήρηση ή η μεταβολή της, και μέσω της επέμβασης του θεσμικού εποικοδομήματος σ’ αυτήν.

β) Δεύτερον, της πρακτικής εφαρμογής του κανόνα δικαίου. Ιδίως δε της εφαρμογής του από τα όργανα του κράτους, μ’ «αιχμή του δόρατος» τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας. Και τούτο διότι η εφαρμογή του κανόνα δικαίου είναι εκείνη η οποία, εντέλει, αποτελεί το ασφαλέστερο τεκμήριο -φυσικά μαχητό, από την ίδια του τη φύση- ως προς το αν ο κανόνας δικαίου ανταποκρίνεται στις ανάγκες θέσπισής του.

γ) Τρίτον -και συμπληρωματικώς προς την προμνημονευόμενη πρακτική εφαρμογή του κανόνα δικαίου- της νομολογίας. Δηλαδή της μέσω των οργάνων της δικαστικής εξουσίας εφαρμογής του κανόνα δικαίου και της συνακόλουθης δικαστικής αποτίμησης της κανονιστικής του εμβέλειας και αποτελεσματικότητας. Αν γίνεται λόγος ξεχωριστά για την, δικαστικής υφής, παράμετρο εφαρμογής του κανόνα δικαίου, τούτο οφείλεται στη θεσμική ιδιομορφία της όλης δικαστικής εξουσίας. Δεδομένου ότι αυτή λειτουργεί όχι μόνον υπό καθεστώς συνταγματικώς κατοχυρωμένης ανεξαρτησίας. Αλλά και υπό θεσμικές εγγυήσεις lato sensu «δεδικασμένου», δηλαδή εφαρμογής του κανόνα δικαίου με άκρως ενισχυμένες δικονομικές προϋποθέσεις διασφάλισης της δεσμευτικότητας και, συνακόλουθα, της αποτελεσματικότητάς του. Είναι όμως αυτονόητο ότι η ως άνω θεσμική θωράκιση της επιρροής της νομολογίας αποδυναμώνεται όταν -και στο μέτρο που- η δικαστική εξουσία επηρεάζεται ουσιωδώς από την πίεση των δύο άλλων εξουσιών: Της νομοθετικής και, πρωτίστως, της εκτελεστικής. Όταν δηλαδή λειτουργεί όχι υπό όρους «νομολογιακής πολιτικής», αλλά υπό όρους «πολιτικής νομολογίας».

Δ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις.

Υπό τα δεδομένα που προεκτέθηκαν καθίσταται σαφές ότι η αμφίδρομη επιρροή του κανόνα δικαίου επί της κοινωνικοοικονομικής υποδομής του εξαρτάται, κατά κύριο λόγο, από:

1. Την χρονική διάρκεια της ισχύος και πρακτικής εφαρμογής του. Αφού, όπως είναι ευνόητο, οι συχνές τροποποιήσεις του και, πολύ περισσότερο, η αιφνίδια κατάργησή του επιβεβαιώνουν την πλήρη «επικυριαρχία» της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας επί του θεσμικού της εποικοδομήματος.

2. Ιδίως δε την έκταση της ενεργού επιρροής του στην εξέλιξη της κοινωνικοοικονομικής του υποδομής. Και τούτο διότι η απλή διάρκεια της ισχύος του κανόνα δικαίου, δίχως απτά δείγματα ουσιαστικής εφαρμογής του, δεν αποτελεί, eo ipso, αντιπροσωπευτικό δείγμα επίδρασής του στην κοινωνικοοικονομική υποδομή του. Όλως αντιθέτως έρχεται να τεκμηριώσει το φαινόμενο της μέσω της «αχρησίας» αποδυνάμωσής του. Και η έννομη τάξη αναδεικνύει συχνά τέτοια «νεκρά κύτταρα» κανονιστικών ρυθμίσεων, τα οποία όχι μόνο δεν την εμπλουτίζουν αλλά, όλως αντιθέτως, φανερώνουν την ανεπάρκειά της.

ΙΙΙ. Οι δημιουργικές πηγές του δικαίου: Ο κορμός της ιεραρχίας της έννομης τάξης.

Οι δημιουργικές πηγές του δικαίου αντιστοιχούν, κατ’ αποτέλεσμα, σ’ αυτούς τούτους τους κανόνες δικαίου, βεβαίως ύστερα από τη θεσμική διαμόρφωσή τους κι εφαρμογή τους στο πλαίσιο της έννομης τάξης γενικώς. Και τούτο διότι ο κανόνας δικαίου, ύστερα από τη διάπλασή του, αποκτά δια της θεσμικής του πλαισίωσης και κατοχύρωσης διαστάσεις «πηγής», η οποία δια της ένταξής της στην έννομη τάξη είναι σε θέση να ισχύσει και να παραγάγει περαιτέρω έννομα αποτελέσματα. Υπ’ αυτήν την έννοια οι δημιουργικές πηγές του δικαίου διαμορφώνουν, εμμέσως πλην σαφώς, και την όλη ιεραρχία της έννομης τάξης, όπως αυτή αποτυπώνεται ιδίως στις διατάξεις του άρθρου 28 του Συντάγματος. Κατά λογική αποτίμηση των συνεπειών των θεωρήσεων που προεκτέθηκαν και των προαναφερόμενων συνταγματικών διατάξεων, η ιεραρχία των κανόνων δικαίου στο πεδίο της ελληνικής έννομης τάξης διαμορφώνεται ως ακολούθως:

Α. Το Σύνταγμα

 Στην κορυφή -αλλά και, κατά θεσμική λογική, στην βάση- της έννομης τάξης βρίσκεται το Σύνταγμα, ως «Θεμελιώδης Νόμος» στήριξής της και οργάνωσης των εν γένει πολιτικών θεσμών. Η κανονιστική ιδιομορφία του Συντάγματος ως «κανόνα δικαίου-γενάρχη» της όλης έννομης τάξης οδηγεί, αναποτρέπτως, στην καθολική και αδιάστικτη υπεροχή του εντός της εσωτερικής έννομης τάξης. Συγκεκριμένα:

  1. Το Σύνταγμα, ως θεμελιώδης νόμος αποτελούμενος όχι μόνον από τους κανόνες δικαίου που περιλαμβάνει αλλά και από τις γενικές αρχές οι οποίες συνάγονται απ’ αυτούς, υπερισχύει αναποδράστως κάθε άλλου κανόνα δικαίου. Είτε αυτός εντάσσεται στο εσωτερικό δίκαιο είτε στους κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως ενσωματώνονται κάθε φορά στην έννομη τάξη μας. Ιδιαίτερα διαφωτιστική αυτής της νομικής λογικής είναι η νομολογία που διαμόρφωσε η απόφαση (παραπεμπτική) του Συμβουλίου της Επικρατείας 3242/2004με την οποία κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι  δεν νοείται, σε καμία περίπτωση, διατύπωση προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), προκειμένου να διαπιστωθεί αν διάταξη επιτακτικού χαρακτήρα του Συντάγματος είναι συμβατή κατά το περιεχόμενο της ρύθμισής της με διάταξη του πρωτογενούς ή του παράγωγου ευρωπαϊκου δικαίου  (πρβλ. όμως και τις αποφάσεις ΣτΕ (Ολ.) 3670/2006, 3470/2011).
  2. Ως προς τον «σκεπτικισμό» που ορισμένοι εκφράζουν σ’ ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ Συντάγματος και ευρωπαϊκού δικαίου επισημαίνεται τούτο: Είναι λάθος, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει προχωρήσει στο σημείο εκείνο πολιτειακής οργάνωσης που θα της επέτρεπε να διαθέτει πραγματικά ενιαίο συνταγματικό θεμέλιο, να επιχειρούν μια τέτοια σύγκριση και να θέτουν εν αμφιβόλω την υπεροχή του Συντάγματος. Έχοντας, προς το παρόν, δύο παράλληλες έννομες τάξεις -εκείνη των κρατών-μελών κι εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης- με βάση την κοινή νομική λογική οφείλουμε να δεχθούμε πως η άποψη των ευρωπαϊκών οργάνων, και ιδίως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την οποία θεμέλιο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης είναι το ευρωπαϊκό δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο (βλ. τις «ιστορικές» αποφάσεις 15.7.1964, Costa c. ENEL, 17.12.1970, Internationale Handelsgesellschaft, 9.3.1978, Simmenthal), ουδόλως επιδρά στην υποχρέωση που έχουν τα όργανα των κρατών-μελών -άρα και της Ελλάδας- να θέτουν ως αντίστοιχο θεμέλιο των επιμέρους έννομων τάξεων το Σύνταγμά τους. Οιαδήποτε άλλη εκδοχή -ακόμη και με ρητή συνταγματική πρόβλεψη που, βεβαίως, δεν συντρέχει κατά το Σύνταγμά μας- με βάση επίσης την κοινή νομική λογική αγνοεί τη φύση του κανόνα δικαίου ως μέσου ρύθμισης της πολιτειακής οργάνωσης και των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, αγνοεί την πεμπτουσία του Συντάγματος. Διότι αν υποθέσουμε, π.χ., στο πλαίσιο της έννομης τάξης μας ότι συντρέχει υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του Συντάγματος, αυτό θα σήμαινε ότι μια τέτοια υπεροχή προβλέφθηκε, κατά κάποιον τρόπο, από το ίδιο το Σύνταγμα κατά την στιγμή εισόδου της Χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άλλοτε ΕΟΚ. Με τι είδους νομικό συλλογισμό, όμως, ένας κανόνας δικαίου -άρα και το Σύνταγμα- θ’ αναγνώριζε σ’ άλλον κανόνα δικαίου μεγαλύτερη κανονιστική ισχύ από εκείνη που ο ίδιος διαθέτει, ως θεσμικό προϊόν της εθνικής κυριαρχίας; Οι υποστηρικτές του αντιθέτου παραβλέπουν ότι, σύμφωνα με τη νομική ιδιοσυστασία του κανόνα δικαίου, ισχύει και γι’ αυτόν, mutatis mutandis, η θεμελιώδης αρχή του ρωμαϊκού δικαίου «nemo plus juris ad allium transfere potest quam ipse habet». Αξίζει να σημειωθεί ότι προς την ίδια αυτή κατεύθυνση, αναφορικά με την υπεροχή του Συντάγματος έναντι του ευρωπαϊκού δικαίου, φαίνεται να κινούνται, εμμέσως πλην σαφώς:

α) Πρώτον, η νομολογία του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου («Βundesverfassungsgericht»). Ενδεικτικές είναι:

α1) Η παραπεμπτική απόφαση της 7.2.2014 προς το ΔΕΕ –η πρώτη παραπεμπτική στην ιστορία του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου- μ’ ερώτημα που αφορούσε την συμφωνία ή μη του προγράμματος αγοράς ομολόγων «Outright Monetary Transactions» («OMT»)  με το ευρωπαϊκό δίκαιο, ιδίως δε με τις διατάξεις του Καταστατικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.  Εξαιρετικά κρίσιμη για την θέση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, ως προς την ιεράρχηση Συντάγματος και ευρωπαϊκού δικαίου, είναι το ακροτελεύτιο σκεπτικό (αρ. 102) της παραπεμπτικής απόφασης. Και τούτο διότι μέσω της προαναφερόμενης σκέψης του το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνωρίζει την προστασία της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας ως υπέρτατη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιφυλασσόμενο, συνακόλουθα, εν πάση περιπτώσει να διατυπώσει, μετά την έκδοση της απόφασης του ΔΕΕ επί της παραπομπής, την δική του άποψη ως προς το αν και κατά πόσον η απόφαση της ΕΚΤ για το πρόγραμμα ΟΜΤ παραβιάζει, πέραν του ευρωπαϊκού δικαίου, και το γερμανικό σύνταγμα.  Με άλλες λέξεις στο προμνημονευόμενο σκεπτικό το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή, τα όργανα του Γερμανικού Κράτους –άρα και η Bundesbank– δεσμεύονται από το γερμανικό σύνταγμα. Επέκεινα, και ανεξάρτητα από τις επιταγές του ευρωπαϊκού δικαίου –όπως και, κατά λογική ακολουθία, ανεξάρτητα από την απόφαση του ΔΕΕ επί του προδικαστικού ερωτήματος- τα όργανα αυτά οφείλουν να σεβασθούν τις διατάξεις του γερμανικού συντάγματος. Πράγμα που σημαίνει, περαιτέρω, ότι, εν τέλει, η Bundesbank, επικαλούμενη το γερμανικό σύνταγμα, μπορεί –πέρα κι έξω από την κρίση του ΔΕΕ επί του θέματος– ν’ αρνηθεί ενδεχόμενη συμμετοχή της σε προγράμματα ΟΜΤ. Είναι, λοιπόν, πρόδηλο ότι με την ως άνω σειρά συλλογισμών του το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα πως, σε περίπτωση σύγκρουσης Συντάγματος και ευρωπαϊκού δικαίου, τα όργανα του γερμανικού κράτους δεσμεύονται από τις επιταγές του γερμανικού συντάγματος.

α2) Η απόφαση της 15.12.2015 του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, αναφορικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.  Με αυτήν υιοθετήθηκε η λεγόμενη «δυαδική θεωρία», κατά την οποία υφίστανται, ταυτοχρόνως, η ευρωπαϊκή και η εθνική ως δύο παράλληλες έννομες τάξεις.  Δηλαδή τα κράτη-μέλη, ως συμβαλλόμενα μεταξύ τους κράτη, διατηρούν ακέραιη την κυριαρχία τους, παραμένοντας «κύριοι των Συνθηκών» («Herren der Verträge»), το δε ευρωπαϊκό  δίκαιο αποτελεί στο σύνολό του όχι μια αυτόνομη, αλλά παράγωγη απλώς έννομη τάξη, η οποία ισχύει στο εσωτερικό των κρατών-μελών βάσει σχετικής συνταγματικής διάταξης υπό την μορφή εξουσιοδότησης εφαρμογής του. Σε κάθε περίπτωση, ως όριο ισχύος του ευρωπαϊκού δικαίου νοούνται οι θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος που συνθέτουν τον πυρήνα, άλλως την ταυτότητά του, εξ ού και ο δικαστικός έλεγχος του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον λεγόμενο «έλεγχο συνταγματικής ταυτότητας» («Identitätskontrolle»).

β) Δεύτερον, η απόφαση 653/2012 του Συνταγματικού Συμβουλίου της Γαλλίας («Conseil Constitutionnel»). 

β1) Η απόφαση αυτή αφορά παρεμφερές μ’ εκείνο του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου ζήτημα.  Ήτοι το ζήτημα του αν και κατά πόσον ο κυρωτικός νόμος της Συνθήκης Σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 2.3.2013 ήταν σύμφωνος με τις διατάξεις του γαλλικού συντάγματος.

β2) Στην απάντησή του αυτή το Γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο στηρίχθηκε, κατά βάση, στις διατάξεις:

  • Αφενός του άρθρου 3, περί εθνικής κυριαρχίας, της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789, η οποία διατηρεί πάντα την κανονιστική της εμβέλεια στο πλαίσιο της γαλλικής έννομης τάξης. 
  • Και, αφετέρου, του άρθρου 88 του ισχύοντος γαλλικού συντάγματος, με βάση τις οποίες οριοθετείται το πώς η Γαλλική Δημοκρατία μετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
  • Ειδικότερα δε, ερμηνεύοντας συνδυαστικώς τις ως άνω διατάξεις, το Γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο δέχθηκε ότι η προς κύρωση συνθήκη δεν συνεπάγεται –ούτε μπορεί να συνεπάγεται- μεταβίβαση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων του γαλλικού κράτους που σχετίζονται με δημοσιονομικά θέματα.  Δοθέντος ότι, κατά την γαλλική έννομη τάξη και την ιεραρχία της, το γαλλικό σύνταγμα δεν επιτρέπει μεταβίβαση τέτοιων αρμοδιοτήτων.

γ) Τρίτον, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας της 26.1.2017.

Περαιτέρω, αξίζει να επισημανθεί μια πολύ πρόσφατη εξέλιξη που πρόκειται να αναθερμάνει την σχετική συζήτηση. Πρόκειται για την απόφαση  του Συνταγματικού  Δικαστηρίου της  Ιταλίας (Διάταξη 24/2017 της  26.1.2017), με την οποία απεστάλη προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ προκειμένου αυτό να «διευκρινίσει» σημεία της απόφασής του στην υπόθεση C-105/15, Taricco (σχετικά με ρυθμίσεις του ιταλικού δικαίου στον τομέα της παραγραφής ποινικών αδικημάτων). Με την προδικαστική αυτή απόφαση το Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο ζήτησε από  το ΔΕΕ να επανεξετάσει τις κρίσεις του σχετικά με τις ιταλικές εθνικές  διατάξεις, καλώντας το να λάβει υπόψη ότι α)  στην ιταλική έννομη τάξη, η παραγραφή είναι θεσμός του ουσιαστικού δικαίου (και όχι του διαδικαστικού δικαίου, όπως φαίνεται να θεώρησε το ΔΕΕ στην σκέψη 57 της ανωτέρω απόφασής του) και ο κανόνας του αποκλεισμού της επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής τελεσθέντων ποινικών αδικημάτων απορρέει από τη βασική συνταγματική αρχή της νομιμότητας των αδικημάτων και των ποινών και β)  το ευρωπαϊκό δίκαιο πρέπει να ανέχεται τους εθνικούς κανόνες που συνιστούν τμήμα της συνταγματικής ταυτότητας των κρατών-μελών, δεδομένου ότι δεν μπορεί να επιδιώκει την αναίρεση των συνταγματικών θεμελίων των κρατών-μελών, στην βούληση των οποίων ερείδεται.

  • Τυπικώς έπονται, κατ’ ανάγκη -ήτοι επειδή, λόγω της θεσμικής τους ιδιοσυγκρασίας, συμπληρώνουν αυτό τούτο το συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο κατ’ εξουσιοδότησή του- αφενός οι συντακτικές πράξεις και, αφετέρου, τα ψηφίσματα. Αλλά μόνον εφόσον και καθ’ ό μέτρο, πάντοτε σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος (βλ. τις διατάξεις των άρθρων 111 επ.), η τροποποίησή τους δεν είναι δυνατή με κοινό νόμο. Δηλαδή μόνον όταν η τροποποίησή τους μπορεί να επέλθει, όπως και για τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος, μέσω της κατά τις διατάξεις του άρθρου 110 αναθεώρησής του.
  • Στο ίδιο επίπεδο ιεράρχησης -και ακριβώς λόγω της ομοιόμορφης, νομικώς συμπληρωματικής τους λειτουργίας σε σχέση με το βασικό κορμό των συνταγματικών διατάξεων- κινούνται:

α) Αφενός οι γενικές αρχές συνταγματικού επιπέδου, οι οποίες συνάγονται κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος, κυρίως μέσω δικαστικών αποφάσεων.

β) Και, αφετέρου, το συνταγματικό έθιμο. Ήτοι ο κανόνας δικαίου που διαμορφώνεται μέσ’ από μακροχρόνια εφαρμογή («longus usus») εν συνειδήσει δικαίου («opinio necessitatis»). Φυσικά με τη διπλή διευκρίνιση, κατά την οποία το συνταγματικό έθιμο πρώτον, είναι σήμερα εξαιρετικά δύσκολο να δημιουργηθεί λόγω της ταχύτατης μεταβολής της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια. Και, δεύτερον, ουδόλως μπορεί να καταργήσει διατάξεις του Συντάγματος. Άρα είναι σε θέση μόνο να καλύψει τυχόν υφιστάμενα κενά κανονιστικών ρυθμίσεων συνταγματικής προέλευσης. Είναι αυτονόητο ότι δεν είναι δυνατό να ενταχθούν σ’ αυτό το επίπεδο οι «Συνθήκες του Πολιτεύματος», κυρίως διότι στερούνται ουσιαστικής κανονιστικής ισχύος λόγω έλλειψης κατάλληλων κυρώσεων, αφού λειτουργούν αποκλειστικώς και μόνο στο πλαίσιο της αμιγώς πολιτικής λειτουργίας των θεσμών.

Β. Το ευρωπαϊκό δίκαιο.

 Τη δεύτερη βαθμίδα της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου που συνθέτουν την έννομη τάξη καταλαμβάνει, κατά τη λογική των διατάξεων του άρθρου 28 του Συντάγματος που προσδιορίζουν και τον τρόπο ενσωμάτωσής του στην έννομη τάξη μας, το ευρωπαϊκό δίκαιο. Και μάλιστα τόσο το πρωτογενές όσο και το παράγωγο, αφού η ιεράρχησή του αυτή μπορεί να έχει νομική σημασία μόνο στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Και όχι στο εσωτερικό της έννομης τάξης των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βεβαίως με την αναγκαία διευκρίνιση ότι ο ως άνω κανόνας σχετικοποιείται λόγω της δυνατότητας και των εθνικών δικαστηρίων να ελέγχουν τη συμβατότητα του παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου με το πρωτογενές. Διευκρινίζεται ότι το υπό την κατά τ’ ανωτέρω έννοια παράγωγο ευρωπαϊκό δίκαιο συνθέτουν οι κάθε είδους κανόνες από τους οποίους αποτελείται (π.χ. κανόνες προερχόμενοι από κανονισμούς, οδηγίες, αποφάσεις κ.λπ). Ενώ στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο προστίθενται και οι γενικές αρχές, τις οποίες το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνάγει απ’ αυτό με τις μεθόδους που το ίδιο έχει υιοθετήσει διαχρονικώς.

Γ. Το διεθνές δίκαιο.

Στην τρίτη βαθμίδα της έννομης τάξης βρίσκονται, πάντοτε κατά τις διατάξεις του άρθρου 28 του Συντάγματος, οι κανόνες του διεθνούς δικαίου. Είτε πρόκειται για τους γραπτούς κανόνες του που έχουν κυρωθεί με νόμο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 2 του Συντάγματος. Είτε πρόκειται για τους κατά τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος «γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου». Όταν όμως πρόκειται για κανόνες του διεθνούς δικαίου οι οποίοι έχουν ενσωματωθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη -π.χ. οι κανόνες του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης- είναι αυτονόητο ότι αυτοί έχουν την ίδια τυπική ισχύ με τους κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου.

Δ. Οι εφ’ άπαξ εκδιδόμενοι νόμοι.

 Οι «εφ’ άπαξ εκδιδόμενοι νόμοι», αυτή η ιδιόμορφη πηγή κανόνων δικαίου που δεν «περιποιεί τιμή» στην ελληνική έννομη τάξη αφού πλήττουν καιρίως τον πυρήνα της αξιοπιστίας της, μπορούν να καταταγούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 107 του Συντάγματος, στην τέταρτη βαθμίδα της έννομης τάξης μας. Και τούτο διότι ναι μεν δεν μπορούν να τροποποιηθούν παρά μόνο μέσω αναθεώρησης του Συντάγματος κατά τις διατάξεις του άρθρου 110. Πλην όμως δεν είναι σε θέση ν’ αποκλίνουν όχι μόνον από τις διατάξεις του Συντάγματος, αλλά και από τις διατάξεις του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου. Και τούτο διότι η ουσιαστική ιδιομορφία τους έγκειται αποκλειστικώς και μόνο στη μέθοδο τροποποίησης ή και κατάργησής τους. Όχι όμως στη θεσμική αξιολόγηση του κανονιστικού τους περιεχομένου σε σχέση με τους λοιπούς κανόνες της έννομης τάξης.

Ε. Ο τυπικός νόμος.

 Υπό τα ως άνω, λοιπόν, δεδομένα ο τυπικός νόμος βρίσκεται, κατά νομική λογική ακολουθία, στην τέταρτη βαθμίδα της έννομης τάξης. Και η διαπίστωση αυτή πρέπει να συμπληρωθεί από τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

1. Στην κατηγορία του τυπικού νόμου υπάγονται όλες οι ρυθμίσεις που κατά το Σύνταγμα εξομοιώνονται με αυτόν, όπως είναι π.χ. οι νόμοι πλαίσια και οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 43 παρ. 4 και 44 παρ. 1 του Συντάγματος αντιστοίχως.

2. Στο θεσμικό πεδίο του, lato sensu, τυπικού νόμου, εκτός από τις γραπτές διατάξεις τις οποίες θεσπίζει ο νομοθέτης κατά το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, προστίθενται:

α) Πρώτον, οι γενικές αρχές που συνάγονται κατά τη νομολογία μέσω των διατάξεων της έννομης τάξης, οι οποίες προέρχονται από τυπικό νόμο.

β) Δεύτερον, τα τυχόν έθιμα τα οποία έχουν διαμορφωθεί -όσο η σύγχρονη πραγματικότητα το επιτρέπει σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν- προς την κατεύθυνση της κάλυψης των κενών του τυπικού νόμου. Και τούτο διότι το έθιμο μόνο συμπληρωματικώς προς το γραπτό δίκαιο του αντίστοιχου θεσμικού επιπέδου μπορεί να διαμορφωθεί.

3. Αναγκαία είναι η αποσαφήνιση των σχέσεων, από πλευράς κανονιστικής ισχύος, του τυπικού νόμου με τον Κανονισμό της Βουλής. Η ιδιομορφία του Κανονισμού της Βουλής, ως συνόλου διατάξεων κανονιστικού περιεχομένου, έγκειται στο γεγονός ότι εκφράζει θεσμικώς την αρχή της, κατά τις διατάξεις ιδίως του άρθρου 65 του Συντάγματος, αυτονομίας της. Ήτοι της αρμοδιότητάς της να οργανώνεται και να λειτουργεί υπό καθεστώς θεσμικής ανεξαρτησίας, χωρίς την σύμπραξη των δύο άλλων εξουσιών. Δηλαδή ο Κανονισμός, κατά τις διατάξεις του άρθρου 65 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, καθορίζει κατ’ αποκλειστικότητα τον τρόπο της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της Βουλής, ιδίως δε την οργάνωση των υπηρεσιών της και τα του προσωπικού της. Υπό τα δεδομένα λοιπόν αυτά κατά το Σύνταγμα δεν τίθεται ζήτημα ιεράρχησης, στο πλαίσιο της δομής της έννομης τάξης, μεταξύ τυπικού νόμου και Κανονισμού της Βουλής. Αλλ’ αποκλειστικώς ζήτημα οριοθέτησης των αντίστοιχων πεδίων, εντός των οποίων ο τυπικός νόμος και, κυρίως, ο Κανονισμός της Βουλής -λόγω της προαναφερόμενης αυτονομίας της- παρεμβαίνουν για να θεσπίσουν κανόνες δικαίου. Άρα όταν ο τυπικός νόμος ή ο Κανονισμός της Βουλής υπεισέρχονται σε ρυθμιστικό πεδίο που δεν τους ανήκει, έρχονται σ’ αντίθεση προς το Σύνταγμα όχι διότι παραβιάζουν διατάξεις ιεραρχικώς ανώτερου κανόνα δικαίου. Αλλά διότι στερούνται κατά τις κείμενες συνταγματικές ρυθμίσεις αρμοδιότητας θέσπισης αντίστοιχων κανόνων δικαίου. Οι διατάξεις λοιπόν τυπικών νόμων όπως π.χ. είναι ο ν. 3832/2010, σχετικά με τον ορισμό των μελών της ΕΛΣΤΑΤ και τις σχέσεις της με τη Βουλή, ο ν. 3961/2012, σχετικά με την τροποποίηση του καθεστώτος της ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών και ο ν. 4013/2011, σχετικά με τον ορισμό των μελών της «Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημόσιων Συμβάσεων» είναι αντισυνταγματικές όχι διότι παραβιάζουν ρυθμίσεις του Κανονισμού της Βουλής. Αλλά διότι τον τροποποιούν, επεμβαίνοντας σ’ αρμοδιότητες που κατά το Σύνταγμα ανήκουν μόνο στη Βουλή και ασκούνται αποκλειστικώς απ’ αυτήν, με θεσμικό «εργαλείο» τον Κανονισμό της.

ΣΤ. Οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις.

 Οι κάθε είδους κανονιστικές διοικητικές πράξεις, ήτοι πράξεις που θεσπίζουν ρυθμίσεις κανονιστικού περιεχομένου ύστερα από ειδική και ορισμένη εξουσιοδότηση τυπικού νόμου είτε με τη μορφή διαταγμάτων -κατ’ άρθρο 43 παρ. 1 και 2 εδ. α’ του Συντάγματος- είτε με την μορφή κανονιστικών διοικητικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης -κατ’ άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β’ του Συντάγματος για τη ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων ή θεμάτων με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό- έπονται του τυπικού νόμου στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου. Βεβαίως με την έννοια ότι εφόσον εκδόθηκαν κατά το Σύνταγμα ύστερα από νομοθετική εξουσιοδότηση, οφείλουν να κινούνται εντός των ορίων της. Πράγμα που σημαίνει ότι κανόνες δικαίου, θεσπιζόμενοι μέσω κανονιστικών διοικητικών πράξεων που υπερβαίνουν τα όρια της αντίστοιχης νομοθετικής εξουσιοδότησης αντίκεινται προς το Σύνταγμα και δεν μπορούν να τροποποιήσουν ισχύουσες διατάξεις τυπικού νόμου ή άλλων κανονιστικών διοικητικών πράξεων, οι οποίες έχουν εκδοθεί σύμφωνα με άλλη νομοθετική εξουσιοδότηση. Και, αντιστοίχως, διατάξεις κανονιστικών διοικητικών πράξεων μπορούν να τροποποιήσουν ακόμη και διατάξεις προηγούμενου τυπικού νόμου, αρκεί η κανονιστική αυτή παρέμβαση να καλύπτεται από συνταγματικώς ανεκτή νομοθετική εξουσιοδότηση. Πλην βεβαίως των περιπτώσεων όπου το ίδιο το Σύνταγμα ρητώς απαγορεύει, αμέσως ή εμμέσως, στη νομοθετική εξουσία την μέσω εξουσιοδότησης για την έκδοση κανονιστικών διοικητικών πράξεων ρύθμιση συγκεκριμένου θέματος (βλ. π.χ. τις διατάξεις των άρθρων 36 παρ. 4, 54 παρ. 1 του Συντάγματος κλπ).

Ζ. Οι ατομικοί κανόνες δικαίου.

Στο μέτρο που γίνεται δεκτό ότι ως πηγές του δικαίου θεωρούνται μόνον εκείνες, οι οποίες εμπλουτίζουν την έννομη τάξη με κανόνες δικαίου κανονιστικού περιεχομένου, είναι φανερό πως δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιες ούτε, κατά συνέπεια, να ενταχθούν αντιστοίχως στην ιεραρχία της έννομης τάξης νομικά μορφώματα που θεσπίζουν ατομικούς κανόνες δικαίου. Πρόκειται λοιπόν, κατ’ ουσίαν, για ένα είδος «λανθανόντων» κανόνων δικαίου, με την έννοια ότι κινούνται στο μεταίχμιο μεταξύ κανόνα δικαίου και πρακτικής εφαρμογής του. Σ’ αυτήν την κατηγορία εντάσσονται ιδίως:

1. Η ατομική διοικητική πράξη, η οποία εκδίδεται από το κατά περίπτωση αρμόδιο διοικητικό όργανο είτε κατά δέσμια αρμοδιότητα είτε στο πλαίσιο άσκησης διακριτικής ευχέρειας.

2. Η δικαστική απόφαση, που επιλύει διαφορά δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και η οποία παράγει δεδικασμένο σύμφωνα με τους κάθε φορά ισχύοντες ως προς την έκδοσή της και τη νομική της ισχύ δικονομικούς κανόνες.

3. Η δικαιοπραξία, στο πλαίσιο όχι μόνο του ιδιωτικού αλλά και του δημόσιου δικαίου. Και μάλιστα είτε πρόκειται για μονομερή δικαιοπραξία -η οποία κατά το ιδιωτικό δίκαιο συνιστά την εξαίρεση- είτε για διμερή ή πολυμερή, όπως είναι ιδίως η σύμβαση. Στο σημείο όμως αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι ορισμένες διοικητικές συμβάσεις και κυρίως εκείνες που οργανώνουν παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας, περιέχουν και ρήτρες κανονιστικού περιεχομένου. Ως προς τις τελευταίες βεβαίως ισχύουν όσα εκτέθηκαν προηγουμένως για την ιεράρχηση των κανονιστικών διοικητικών πράξεων.

 Η. Η νομολογία.

 Τέλος, ως προς το «δήλιον πρόβλημα» της νομικής επιστήμης που αφορά το ζήτημα του αν και κατά πόσον η νομολογία, γενικώς, αποτελεί πηγή του δικαίου, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν επισημαίνονται τα εξής:

1. Σ’ εκείνες τις έννομες τάξεις -όπως είναι κυρίως αυτές που διαπνέονται από τις αρχές του αγγλοσαξωνικού δικαίου-όπου ισχύει ο κανόνας του «προηγουμένου» («precedent»), δηλαδή ο κανόνας κατά τον οποίο, σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις είναι δεσμευτικές ως προς την επίλυση ομοειδών διαφορών, η νομολογία αναμφισβητήτως συνιστά πηγή δικαίου.

2. Όλως αντιθέτως στις λοιπές -στις οποίες ανήκει και η ελληνική έννομη τάξη, αφού το κατά τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 «προηγούμενο» θεσμοθετήθηκε ως προϋπόθεση του παραδεκτού άσκησης ένδικων μέσων στο χώρο της διοικητικής δικονομίας και όχι ως δέσμευση του αρμόδιου δικαστηρίου ν’ αποφασίσει με βάση προηγούμενη δικαστική απόφαση- δεν αποτελεί ευθέως πηγή του δικαίου. Εκτός βεβαίως από τις περιπτώσεις όπου συγκεκριμένοι κανόνες δικαίου, ιδίως δε το Σύνταγμα, προβλέπουν κατ’ εξαίρεση το αντίθετο. Όπως συμβαίνει π.χ. με τις διατάξεις του άρθρου 100 παρ. 4 του Συντάγματος ως προς τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, κατά τις οποίες: «Διάταξη νόμου, που κηρύσσεται αντισυνταγματική, είναι ανίσχυρη από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης ή από το χρόνο που ορίζεται με την απόφαση».

3. Κατ’ ακολουθία, η νομολογία μόνον εμμέσως μπορεί να επιδράσει στη διαμόρφωση κανόνων δικαίου κανονιστικού περιεχομένου, όπως π.χ.:

α) Δια του εμπλουτισμού της υφιστάμενης νομικής και κοι-νωνικοοικονομικής πραγματικότητας, μέσω των δικαστικών αποφάσεων που, όπως αναλύθηκε, επιλύουν διαφορές με δύναμη δεδικασμένου.

 β) Κατά κύριο δε λόγο μέσω της συμβολής τους στη σταδιακή διαμόρφωση γενικών αρχών του δικαίου. Οι οποίες όμως, κατά την ανάπτυξη που προηγήθηκε, έχουν αυτοτελή κανονιστική υπόσταση και εντάσσονται, από πλευράς ιεραρχίας, στο οικείο επίπεδο των γραπτών κανόνων δικαίου που συμπληρώνουν ρυθμιστικώς.

Επίλογος

Από τα όσα προεκτέθηκαν είναι προφανές ότι η παραδοσιακή, στον χώρο ιδίως της νομικής επιστήμης, θεώρηση ως προς τον κανόνα δικαίου και κυρίως η επιβεβλημένη σύμφωνα με τη φύση του ισόρροπη σχέση της κανονιστικής του εμβέλειας με την κοινωνικοοικονομική υποδομή του, διαμορφώνει και την κλασική περί «πηγών του δικαίου» αντίληψη.

Α. Μια αντίληψη η οποία απέκτησε σταδιακώς τις διαστάσεις πραγματικού επιστημονικού «δόγματος» -υπό τον εμβληματικό όρο «ταμίευμα θεσμών»- τόσον ως προς την φύση των πηγών του δικαίου όσο και ως προς τις επιμέρους διακρίσεις τους. Δίχως να παραγνωρίζει κανείς τις συμβολές που προηγήθηκαν ήδη κατά τον 19ο αιώνα, καθοριστική στην πορεία ολοκλήρωσης της προαναφερόμενης κλασικής αντίληψης σχετικά με τις πηγές του δικαίου υπήρξε η συμβολή του Κωνσταντίνου Τσάτσου, με το έργο του «Το πρόβλημα των πηγών του δικαίου» (1941, ανατύπωση 1993).

Β. Η αναφορά στο έργο του Κωνσταντίνου Τσάτσου δεν είναι μόνο μια απλή αναγνώριση της κορυφαίας συμβολής αυτού του οξυδερκέστατου και πολυτάλαντου στοχαστή στο συγκεκριμένο πεδίο της νομικής επιστήμης.  Έχει, επιπλέον, ως στόχο να καταδείξει ότι η πλήρης και ολοκληρωμένη προσέγγιση και επεξήγηση του νομικού φαινομένου δεν είναι εφικτή όταν η σχετική προσέγγιση περιορίζεται στην ανάλυση των κανονιστικών συστατικών στοιχείων του κανόνα δικαίου.  Απαιτείται, επιπλέον, η ανάλογη διεπιστημονική προσέγγιση μέσω των κατάλληλων μεθοδολογικών δυνατοτήτων, η οποία κατατείνει στην ολιστική φιλοσοφική σύλληψη του κανόνα δικαίου.  Άρα στην αντίστοιχη σύλληψη τόσο των γενεσιουργών αιτίων του όσο και της εν γένει λειτουργίας τους εντός του κοινωνικοοικονομικού πεδίου, από το οποίο κατάγεται και το οποίο ο κανόνας δικαίου καλείται να ρυθμίσει κανονιστικώς.