Στο τέλος της φετεινής Μεγάλης Εβδομάδας, λίγο πριν την έναρξη της Ακολουθίας της Ανάστασης, ένοιωσα πως οι πακτωμένες μνήμες για τους συμβολισμούς της περιόδου του Θείου Πάθους είχαν, απότομα, σιγήσει. Στη θέση τους ένα άλλο, πρωτόγνωρο, οικοδόμημα συναισθημάτων ερχόταν να βάλει, μάλλον για τα καλά, τα θεμέλιά του. Κι ήμουν βέβαιος πως δεν ήταν οι ξαφνικές, «θυμωμένες», ανοιξιάτικες μπόρες -οι οποίες εκθρόνισαν, σχεδόν βίαια, τους ήπιους εσπερινούς του Απριλίου- που ευθύνονταν γι’ αυτή την αλλαγή. Κάτι άλλο, πιο βαθύ μα και πιο δυσοίωνο, την προκάλεσε. Κάτι που έμοιαζε με βαριά άγκυρα, έτοιμη να ποντίσει την ψυχή σ’ άγνωστο βυθό τυλιγμένη στο βένθος της μοιραίας ανατροπής, με τη μορφή της ανελέητης αβεβαιότητας.
- Από τα παιδικά μου χρόνια, οι συμβολισμοί της Εβδομάδας των Παθών ήταν κτισμένοι με τα ίδια πάντα βότσαλα αναμνήσεων και στην ίδια πάντα αμμουδιά συναισθημάτων: Την αμμουδιά της αναπτερωμένης ελπίδας, όπου το κύμα της ψυχής απιθώνει το κερί με το ανέσπερο φως της Ανάστασης, καθώς το συνοδεύουν πλέοντας γύρω του τα τρυφερά ακόμη άνθη του Επιταφίου. «Κύματι θαλάσσης τὸν κρύψαντα», κατά τον Ειρμό της πρώτης Ωδής στον Αναστάσιμο Όρθρο.
Αυτά τα βότσαλα…
- Κατά την Εσπέρα της Κυριακής των Βαΐων, μέσα στην πνευματική πανδαισία της Ακολουθίας του Νυμφίου, πριν απ’ όλα το βότσαλο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, με δύο αιχμηρές απολήξεις: Την παραβολή της «ξηρανθείσης συκής», βασισμένη στην οργισμένη κρίση του Ναζωραίου, που παραπέμπει και σε απόφαση δικαστή: «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸναἰῶνα». Και την απαράμιλλη στοχαστική απόφανση:«Λίθον, ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν ». Και μαζί με το Ευαγγέλιο, τα δύο λαμπερά πετράδια της εκκλησιαστικής υμνολογίας: Το Τροπάριο του Νυμφίου, που σε ήχο πλάγιο τέταρτο «ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Και το Εξαποστειλάριο του «κεκοσμημένου νυμφώνος,» που σε ήχο τρίτο εκλιπαρεί, «λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς».
- Τέσσερις νύχτες μετά, την Εσπέρα της Μεγάλης Πέμπτης, το βότσαλο του σπαρακτικού Αντιφώνου που, μεταξύ πέμπτου και έκτου Ευαγγελίου, αναγγέλλει πένθιμα «τρις» στην, ως συνήθως, ανύποπτη Οικουμένη: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας».
- Και την επόμενη Εσπέρα, εκείνη της Μεγάλης Παρασκευής, το βότσαλο του εγερσίνεκρου στίχου από την Τρίτη Στάση, όπου η Παναγία, απλή τραγική μάνα για μια και μόνη στιγμή, μοιρολογεί σε ήχο τρίτο το νεκρό παιδί της: «Ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ σου το κάλλος;»
- Να όμως που φέτος, απροσδόκητα, κι ακριβώς την ώρα της σωτήριας πρόσκλησης –και πρόκλησης- «δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός», λες και οι παλιές, στοιχειωμένες σε συνείδηση και υποσυνείδητο, αναμνήσεις από τη διδαχή του Θείου Πάθους διαλύθηκαν. Το ταμίευμα της ως τότε αναλλοίωτης, οιονεί αειθαλούς, παιδικής μνήμης άδειασε.
Στη θέση του είχε εγκατασταθεί, ανεπαίσθητα, η επαληθευόμενη, σύμφωνα με το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο που διαβάζεται έβδομο την Εσπέρα της Μεγάλης Πέμπτης, ρήση του Προφήτου: «Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μουἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον». Τίποτε άλλο. Κι αυτή η, μοναδική πια, μνήμη δεν προοιωνιζόταν κάποιο ίχνος ελπίδας. Θύμιζε μάλιστα παράξενα τον «ἐσμυρνισμενον οἶνον», που κατά Μάρκον, στο έκτο Ευαγγέλιο της Μεγάλης Πέμπτης πάντα, οι στρατιώτες-δεσμοφύλακες του Ιησού «ἐδίδουν αὐτῷ πιεῖν. ὁ δὲ οὐκ ἔλαβεν.». Θύμιζε επίσης το στίχο του Οδυσσέα Ελύτη, από τη «Μαρίνα των βράχων» στους «Προσανατολισμούς» του: «Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη».
Αντί για το φως της Ανάστασης του Κυρίου, που εκτεινόταν στο χώρο σαν ρυάκι όπου έρρεαν οι εξαγνιστικές φλόγες των κεριών, τα οποία άναβαν το ένα μετά το άλλο δένοντας την αλυσίδα της αγάπης, η σκέψη, όμοια έφηβο άτι που μόλις έχει κόψει το στενάχωρο χαλινάρι, ταξίδεψε μονομιάς μακριά, στο Τολέδο. Και στάθηκε μπροστά στο Σκευοφυλάκιο του Καθεδρικού Ναού όπου ο Γκρέκο, ο κατά κόσμον Δομίνικος Θεοτοκόπουλος εκ Χάνδακος Κρήτης ορμώμενος, χάραξε την τέχνη του και την ψυχή του στην ελαιογραφία του (1577-1579) «Εσπόλιο: Ο Διαμερισμός των Ιματίων του Χριστού». Τι πίνακας κι αυτός, που από κοινού με την «Ταφή του Κόμητος Οργκάθ» (1586-1588) στήνει στέρεη εικαστική γέφυρα ανάμεσα στο Βυζάντιο και τη Δύση, όπου το χρώμα κυριαρχεί, καταλυτικά και αδιάλειπτα, έναντι της γραμμής! Θαρρείς και ο Γκρέκο αποτύπωσε σε τούτο τον πίνακα, ανεξίτηλα αλλά και κάπως υπεροπτικά, την «εκδίκησή» του απέναντι στον Μιχαήλ Άγγελο για την αναγκαστική φυγή του από τη Ρώμη και το εμβληματικό Παλάτσο του Καρδιναλίου Φαρνέζε. Και τι δεν άκουσε ο «δείξας» -προσφιλής υπογραφή του νεαρού Θεοτοκόπουλου, όταν ακόμη ζωγράφιζε ως χαρισματικός «μαΐστρος» στον Χάνδακα- για το «Εσπόλιο», από τους εκκλησιαστικούς κύκλους του Τολέδο! Τόσο για τις τρεις Μαρίες, στο κάτω αριστερό μέρος του πίνακα, που δεν τις αναφέρουν μεν τα Ευαγγέλια, πλην όμως ο Γκρέκο τις εμπνεύσθηκε –με την ελευθερία της τέχνης και, ίσως, για να τονίσει την ανθρώπινη πτυχή του Ναζωραίου εκείνη τη στιγμή- από τους «Στοχασμούς πάνω στο Θείο Πάθος» του Αγίου Μποναβεντούρα… Τις Μαρίες, με τον λαμπερό κίτρινο του μανδύα να παραπέμπει στο χρυσαφένιο φως της Ανάστασης… Όσο και για το ότι «τοποθέτησε» πάνω από τον Ιησού τους δεσμοφύλακές του, που αμέσως μετά τον κάρφωσαν στο Σταυρό. Ήθελαν, φαίνεται, να «ξεχνούν» οι επικριτές του και τη δεσπόζουσα θέση του Υιού του Θεού στον πίνακα, αλλ’ ακόμη και την στοιχειώδη έννοια της προοπτικής στη ζωγραφική…
Σε πείσμα των καιρών και των ανθρώπων, το «Εσπόλιο» θα μείνει «ιερό σφάγιο» στο βωμό της αιωνιότητας της τέχνης, μεταξύ άλλων: Για το εκτυφλωτικό πορφυρό χρώμα του μανδύα του Ναζωραίου. Ένα χρώμα που ανακαλεί στη μνήμη το αίμα, αλλά και τη δαμασκηνή πορφύρα του Ρωμαίου Αυτοκράτορα, αφού μ’ αυτήν οι σταυρωτές του θέλησαν να «λοιδορήσουν» τον Θεάνθρωπο. Κατά το προμνημονευόμενο Αντίφωνο της Εσπέρας της Μεγάλης Πέμπτης: «Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται, ὁ περιβάλλων τόν οὐρανόν ἐν νεφέλαις». Αλλά και για το τριμμένο σχοινί, με το οποίο ο δεσμοφύλακας κρατάει τον Ιησού από τον καρπό του. Ένα εύθραυστο σχοινί που συμβολίζει από τη μια πλευρά την ευκολία, με την οποία ο Υιός του Θεού θα μπορούσε ν’ αποφύγει το μαρτύριο. Και από την άλλη –και συνακόλουθα- την αξία της απόφασής Του να περπατήσει τον ανθρώπινο δρόμο του θανάτου για ν’ αναδείξει με μεγαλύτερη έμφαση την Ανάσταση, ως τελική θριαμβική έκβαση του Θείου Δράματος.
Όμως το «Εσπόλιο», μεσ’ από την κατά Ματθαίον αγωνιώδη κραυγή του Προφήτου «διεμερίσαντο τά ἰμάτιά μου ἐαυτοῖς», προσδιορίζει, ιδίως στις μέρες μας, το χρόνο πέρ’ από την ιστορική καταγραφή του Ευαγγελίου και, φυσικά, πέρ’ από τον συμβολισμό της τέχνης του Γκρέκο. Ή, καλλίτερα, μαζί τους και με πνευματικό ορόσημο αυτό τούτο το Πάθος του Θεανθρώπου, που δείχνει τον προσανατολισμό για να συνειδητοποιηθεί η πραγματική μάστιγα της σύγχρονης Ανθρωπότητας. Μια μάστιγα εντελώς διαφορετική από εκείνη που έζησαν οι προηγούμενες γενιές, τραγικά θύματα της αρρώστιας και του πολέμου.
Πρόκειται για τη μάστιγα των ακραίων οικονομικών ανισοτήτων, η οποία προσβάλλει βάναυσα την πιο σύμφυτη με τον Άνθρωπο και την αξία του ρήτρα: Ήτοι τη ρήτρα της Δικαιοσύνης, με την διανεμητική της διάσταση, δηλαδή τη διάσταση που απηχεί τη διαχρονική θεσμική επιταγή: «Ἑκάστῳ τό ἴδιον αὐτῷ ἀποδιδόναι». Αφού αν το ανελέητο σύνδρομο των ανισοτήτων επικρατήσει –αν δηλαδή ο «Διαμερισμός των Ιματίων» δεν οδηγήσει τελικά στην Ανάσταση- το τίμημα για την Ανθρωπότητα θα είναι, καταληκτικώς, πολύ πιο βαρύ και από τον πόνο της αρρώστιας και από το αίμα του πολέμου. Γιατί το τίμημα αυτό αφορά, κατά τη ρήση του Προφήτου Ιερεμίου μεσ’ από το κατά Ματθαίον πέμπτο Ευαγγέλιο της Μεγάλης Πέμπτης, «τήν τιμήν τοῦ τετιμημένου». Κι εδώ ο «τετιμημένος» δεν είναι ο Θεός, ο οποίος άλλωστε εκ φύσεως δεν έχει ανάγκη από μια τέτοια ιδιότητα, αλλά ο Άνθρωπος. Που χωρίς τιμή, δηλαδή χωρίς Αξία, η οποία βασίζεται στη λυδία λίθο της Δικαιοσύνης, δεν έχει προοπτική κατά τον προορισμό του. Μ’ άλλες λέξεις δεν έχει λόγο ύπαρξης, δεδομένου ότι η εξαθλίωση του ανθρώπινου όντος ισοδυναμεί με κάτι πολύ χειρότερο από τον βιολογικό θάνατο: Τον πνευματικό θάνατο.
Αυτή η, απευκταία με κάθε μέσο και κάθε τρόπο, αρνητική έκβαση μπορεί να σηματοδοτήσει ως και το τέλος του κόσμου μας. Όχι βεβαίως το βιολογικό. Αλλά το τέλος ενός πολιτισμού, που δημιουργήθηκε, εδώ και πάνω από πέντε αιώνες, στη Δύση με στήριγμα πρωτίστως τα δύο «οχυρά» αφενός της πίστης στη δύναμη δημιουργίας του Ανθρώπου και, αφετέρου, της Δημοκρατίας. Ειδικότερα δε της Δημοκρατίας που δομήθηκε για να επιτρέψει στον Άνθρωπο ν’ αναπτύξει την ελευθερία του υπό συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης, ξεκινώντας από την ίδια αφετηρία με τους συνανθρώπους του και σεβόμενος πλήρως τα δικά τους δικαιώματα. Πόσο περιεκτική, κάτω από τις συνθήκες αυτές, εμφανίζεται η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά την οποία «η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη»…
Δημοσιεύθηκε στην μηνιαία freepress εφημερίδα Boulevard Απρίλιος 2021, τ. 61, σελ. 18.