Η συνταγματική κατοχύρωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου και οι συνέπειές της στην πράξη. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμ. Α΄) 622/2021 για την αστική ευθύνη του Δημοσίου από βλάβη λόγω νόμιμου εμβολιασμού

Πρόλογος

Με την απόφασή του 622/2021, το Συμβούλιο της Επικρατείας (Τμ.Α΄) αναδεικνύει, με τρόπο εξαιρετικά επίκαιρο λόγω και της πανδημίας του Covid-19, τις έννομες συνέπειες της συνταγματικής κατοχύρωσης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στο ειδικότερο πεδίο της ευθύνης του Δημοσίου γι’ αποζημίωση λόγω βλάβης στην υγεία, η οποία επέρχεται εξαιτίας εμβολιασμού που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.  Όπως θα εξηγηθεί στην συνέχεια, καίτοι η ως άνω απόφαση δεν αφορά εμβολιασμούς για την πρόληψη νόσησης από τον Covid-19 και τις μεταλλάξεις του -η υπόθεση ανάγεται σε εμβολιαστικά δεδομένα του 2015- τα επιμέρους obiter dicta, τα οποία συνθέτουν την όλη αιτιολογία της, χαράζουν ήδη μια νομολογιακή οδό που μπορεί να καλύψει, εν πολλοίς, και την αστική ευθύνη του Δημοσίου από ενδεχόμενες μελλοντικές παρενέργεις εις βάρος της υγείας εμβολιαζομένων με εμβόλια κατά του Covid-19.

Ι. Η θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην βάση της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος.

    Η υποχρέωση του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου ν’ αποζημιώνουν τους διοικούμενους για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους έχει, αναμφίβολα, συνταγματική κατοχύρωση, έστω και αν τούτο δεν αναφέρεται ρητώς στο ισχύον Σύνταγμα του 1975. 

Α. Η αστική ευθύνη του Δημοσίου και το Κράτος Δικαίου.

    Κατ’ αρχήν, η υποχρέωση αυτή του Δημοσίου πηγάζει από την αρχή του Κράτους Δικαίου, ειδικότερη έκφανση του οποίου αποτελεί η Αρχή της Νομιμότητας, που πρέπει να διέπει την δράση και λειτουργία όλων των οργάνων του Δημοσίου.  Συνεπώς, όταν μια ζημιογόνος δραστηριότητα του Δημοσίου δεν είναι σύμφωνη με τους ισχύοντες κανόνες δικαίου, παραβιάζει την Αρχή της Νομιμότητας -και του Κράτους Δικαίου- και γεννά υποχρέωση του Δημοσίου να επανορθώσει την προκληθείσα ζημία του ιδιώτη, προκειμένου ν’ αποκατασταθεί η Αρχή της Νομιμότητας.

  1. Ο θεσμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου επιτελεί, με άλλες λέξεις, μια επανορθωτική λειτουργία ύστερα από την διαπίστωση παραβάσεων της Αρχής της Νομιμότητας εκ μέρους των οργάνων του Δημοσίου.  Βέβαια, η αποζημίωση του διοικουμένου, με το ένδικο βοήθημα της αγωγής, δεν είναι το μόνο μέσο που διαθέτει ο διοικούμενος στο πλαίσιο της επιδίωξης αποκατάστασης της Αρχής της Νομιμότητας: Διαθέτει, επίσης, την δυνατότητα ακύρωσης της παράνομης διοικητικής πράξης ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων, ιδίως με τα ένδικα βοηθήματα της αίτησης ακύρωσης ή της προσφυγής.  Πλην όμως, η δυνατότητα ακύρωσης -ή μεταρρύθμισης- μιας διοικητικής πράξης δεν αποτελεί, σε όλες τις περιπτώσεις, επαρκές μέσο για την πλήρη αποκατάσταση της Αρχής της Νομιμότητας και την πλήρη εξάλειψη των ζημιογόνων συνεπειών της παράνομης δραστηριότητας των οργάνων του Δημοσίου αφού:

α) Πρώτον, οδηγεί μόνο στην ακύρωση μιας διοικητικής πράξης και όχι και στην ανόρθωση της ζημίας, που προκλήθηκε από την παράνομη αυτή πράξη.

β)  Και, δεύτερον, δεν καλύπτει μια ευρεία κατηγορία περιπτώσεων, δεδομένου ότι δεν μπορεί π.χ. ν’ ασκηθεί αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή κατά των υλικών ενεργειών των οργάνων του Δημοσίου ή κατά των μη εκτελεστών διοικητικών πράξεων ή κατά των κυβερνητικών πράξεων.

2. Συνεπώς, η αστική ευθύνη του Δημοσίου αναδεικνύεται ως απαραίτητος και αναντικατάστατος επανορθωτικός μηχανισμός για την εφαρμογή της Αρχής της Νομιμότητας και του Κράτους Δικαίου, αλλά και για την κατοχύρωση της συνταγματικής επιταγής της πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού σε πολλές περιπτώσεις -παράνομες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου, διοικητικές πράξεις με περιορισμένη χρονική ισχύ, μη εκτελεστές διοικητικές πράξεις, κυβερνητικές πράξεις κ.λπ.- η αγωγή αποζημίωσης, βάσει των διατάξεων των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ, αποτελεί το μόνο μέσο δραστικής δικαστικής προστασίας.

Β. Το συνταγματικό θεμέλιο της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών.

    Η Αρχή της Νομιμότητας και του Κράτους Δικαίου δεν αποτελεί, όμως, το μόνο συνταγματικό έρεισμα του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου.  Ειδικότερα, στην περίπτωση παράνομων και ζημιογόνων πράξεων, παραλείψεων ή υλικών ενεργειών των οργάνων του Δημοσίου, αναπτύσσεται μια δραστηριότητα ή παράλειψη η οποία από την μια πλευρά κατευθύνεται -ή, τουλάχιστον, οφείλει ν κατευθύνεται- στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος.  Και, από την άλλη πλευρά, προκαλεί ζημία, υλική ή ηθική, σε ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

  1.  Η αποδοχή μιας τέτοιας κατάστασης και η μη πρόβλεψη μηχανισμών αποκατάστασης των δημιουργούμενων ανισορροπιών, δηλαδή η μη θεσμοθέτηση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, θα παραβίαζε προδήλως την αρχή της ισότητας.  Και τούτο γιατί, διαφορετικά, ένα πρόσωπο ή, το πολύ, μια συγκεκριμένη ομάδα προσώπων θα ήταν υποχρεωμένα να υποστούν τις ζημιογόνες συνέπειες μιας παράνομης κρατικής δραστηριότητας ή παράλειψης, που εντάσσεται στο πλαίσιο ενός κύκλου αρμοδιοτήτων από την άσκηση των οποίων ωφελείται, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, το κοινωνικό σύνολο.  Επομένως, η μη πρόβλεψη της υποχρέωσης του Δημοσίου ν’ αποκαθιστά την -προκαλούμενη από παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες- ζημία, θα συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ισότητας, που κατοχυρώνεται από τις διατάξεις του άρθρου 4 του Συντάγματος και, ιδίως, της επιταγής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών που θεσπίζουν οι διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος: «Οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».
  2. Την θέση αυτή ενστερίσθηκε ευθέως το Συμβούλιο Επικρατείας, με την απόφαση της Ολομελείας του 1501/2014, το σκεπτικό no 5 της οποίας δέχθηκε: «Επειδή, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζοντας ότι οι “Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους” έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2001) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012).  Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη, ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία.  Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ανωτέρω έννοια όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους».

Γ. Οι έννομες συνέπειες.

    Η συνέπεια του ως άνω διττού συνταγματικού θεμελίου της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ως επανορθωτικού μηχανισμού τόσο για την αποκατάσταση παραβάσεων της Αρχής της Νομιμότητας και του Κράτους Δικαίου όσο και για την αποκατάσταση παραβάσεων των επιταγών της ισότητας -ιδίως ενώπιον των δημόσιων βαρών- έγκειται προεχόντως στο ότι θα ήταν αντισυνταγματική όχι βέβαια η απλή τροποποίηση των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ, αλλά η κατάργηση των διατάξεων αυτών ή η ουσιαστική αποδυνάμωση του κανονιστικού τους περιεχομένου, έτσι ώστε να περιορίζεται ή και να δυσχεραίνεται υπέρμετρα η επανόρθωση των ζημιογόνων και παράνομων δραστηριοτήτων των οργάνων του Δημοσίου.

  1. Θα ήταν π.χ. αντισυνταγματική η εξαίρεση ορισμένων τομέων της δραστηριότητας του Δημοσίου ή των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου από την εφαρμογή των διατάξεων της αστικής ευθύνης του Δημοσίου ή η πρόβλεψη ότι δεν οφείλεται αποζημίωση για ορισμένες μορφές παρανομίας των οργάνων του Δημοσίου ή, τέλος, η θέσπιση υπέρμετρα αυστηρών προϋποθέσεων για την αναγνώριση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, με αποτέλεσμα τυπικά μεν να υφίσταται ο θεσμός της αστικής ευθύνης, στην πραγματικότητα όμως να μην υπάρχει δυνατότητα αποζημίωσης ή αυτή να περιορίζεται σε ελάχιστες περιπτώσεις.

α)  Επίσης, και σύμφωνα με ορισμένες δικαστικές αποφάσεις, η συνταγματική θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου συνεπάγεται την εφαρμογή της, εξαιρετικώς, και για ζημίες που προκαλούνται από τυχαία γεγονότα κατά την λειτουργία μιας δημόσιας υπηρεσίας σε πρόσωπα που βρίσκονται στην υπηρεσία του Δημοσίου, εφόσον η εκτέλεση της δημόσιας υπηρεσίας συνεπάγεται την έκθεση των προσώπων αυτών σε αυξημένους κινδύνους για την ζωή ή την σωματική τους ακεραιότητα.  Και τούτο γιατί δεν συμβιβάζεται με την αρχή της συμμετοχής όλων των πολιτών στα δημόσια βάρη η επίρριψη των κινδύνων από τυχαία ζημιογόνα γεγονότα μόνο στα πρόσωπα, που συμμετέχουν σε δραστηριότητες του Δημοσίου που εγκυμονούν κινδύνους.

β) Περαιτέρω, η αναγνώριση της συνταγματικής κατοχύρωσης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου έχει και συνέπειες δικονομικού περιεχομένου: Εγγυάται την ακώλυτη πρόσβαση του θιγέντος διοικουμένου στα δικαστήρια για την επιδίωξη της οφειλόμενης αποζημίωσης και, αντιστοίχως, καθιστά άνευ ετέρου αντισυνταγματική και ανεφάρμοστη κάθε νομοθετική διάταξη, η οποία απαγορεύει ή περιορίζει υπέρμετρα την πρόσβαση στη δικαστική οδό, αποδεικνύοντας, για μιαν ακόμη φορά, την συμπληρωματική σχέση μεταξύ του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου και της συνταγματικής επιταγής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

2. Όμως η σπουδαιότερη συνέπεια του, διττού μάλιστα, συνταγματικού θεμελίου της αστικής ευθύνης του Δημοσίου έγκειται στη θέσπιση του αντικειμενικού χαρακτήρα της.  Ειδικότερα, και όπως ήδη επισημάνθηκε ακροθιγώς, οι διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ καθιερώνουν την αστική ευθύνη του Δημοσίου ως αντικειμενική.

α) Δηλαδή ως ευθύνη η οποία ενεργοποιείται -εφόσον βεβαίως συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις των ως άνω διατάξεων- χωρίς ν’ απαιτείται, επιπροσθέτως, οιασδήποτε μορφής πταίσμα από την πλευρά του οργάνου που προκαλεί την επίμαχη και ζημιογόνο πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια.  Είναι προφανές ότι, μετά την έναρξη της ισχύος των διατάξεων του Συντάγματος του 1975 και την συνακόλουθη έναρξη ισχύος και των διατάξεων που παρέχουν στην αστική ευθύνη του Δημοσίου το προμνημονευόμενο διττό συνταγματικό θεμέλιο, ο με τ’ ανωτέρω γνωρίσματα αντικειμενικός χαρακτήρας της απορρέει, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, και από αυτό τούτο το ρυθμιστικό πλαίσιο τους Συντάγματος.  Πρωτίστως δε διότι οι βλαπτικές για τον διοικούμενο συνέπειες από την άσκηση δημόσιας εξουσίας, η οποία πάντοτε εξ ορισμού αποβαίνει υπέρ του δημόσιου συμφέροντος, δεν θα μπορούσαν -με τίμημα την παραβίαση του Συντάγματος- ν’ αντιμετωπίζονται αποζημιωτικώς ανάλογα με την ύπαρξη ή μη πταίσματος από την πλευρά του αντίστοιχου οργάνου του Δημοσίου.  Μόνο η συνδρομή της παρανομίας αρκεί, λοιπόν, για την ενεργοποίηση του μηχανισμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου.

β) Το συμπέρασμα τούτο οδηγεί, επέκεινα, στην αποδοχή της άποψης ότι, ακριβώς λόγω του συνταγματικού της θεμελίου, η αντικειμενική αστική ευθύνη του Δημοσίου, στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, δεν είναι νομικώς δυνατό να μετατραπεί νομοθετικώς σε υποκειμενική, π.χ. κατά το πρότυπο των διατάξεων του άρθρου 914 ΑΚ.  Επιπλέον δε, και πάντοτε στο πεδίο της ίδιας συνταγματικής συλλογιστικής, η αστική ευθύνη παραμένει πάντοτε αντικειμενική ακόμη και όταν ο Νομοθέτης, εφόσον προβαίνει στις ανεκτές από το Σύνταγμα ιδιωτικοποιήσεις ή αποκρατικοποιήσεις, αναθέτει την άσκηση δημόσιας εξουσίας -ιδίως μέσω παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας- σε νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή ακόμη και σε ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

ΙΙ. Η αστική ευθύνη του Δημοσίου λόγω βλάβης της υγείας εξαιτίας παρενεργειών εμβολίου στο πλαίσιο νόμιμου εμβολιασμού.

Συνοψίζοντας τα όσα ήδη εκτέθηκαν, συνάγεται ότι το συνταγματικό θεμέλιο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου πάνω στην βάση της κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών έχει τεράστια σημασία στην πράξη.  Διότι δεν καλύπτει μόνο την αστική ευθύνη -δηλαδή,  εν τέλει, την αποζημίωση του διοικουμένου, υλική και ηθική- για παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων του, και μάλιστα κατά τρόπο αντικειμενικό, ήτοι ανεξάρτητα από το αν συντρέχει πταίσμα του αρμόδιου οργάνου του Δημοσίου, με την μορφή δόλου ή αμέλειας.  Καλύπτει, επιπλέον, και την αστική ευθύνη του Δημοσίου ακόμη και για νόμιμες πράξεις των οργάνων του, όταν αυτές συνεπάγονται υπέρμετρη θυσία εις βάρος του παθόντος διοικουμένου, για χάρη του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου εν γένει.  Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή ο παθών υφίσταται ατομικώς βλάβη -π.χ. στην υγεία του ή στην προσωπικότητά του- λόγω ενεργειών των οργάνων του Δημοσίου οι οποίες μπορεί να είναι κατ’ αρχήν νόμιμες, πλην όμως έτσι παραβιάζεται, εμμέσως πλην σαφώς, η αρχή της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5. του Συντάγματος. Γιατί στην συγκεκριμένη περίπτωση ναι μεν ωφελείται το κοινωνικό σύνολο, πλην όμως το βάρος της ωφέλειας αυτής το επωμίζονται συγκεκριμένα ή και συγκεκριμένο πρόσωπο. Υπ’ αυτές δε τις συνθήκες μπορεί να υποστηριχθεί, βασίμως, ότι η εν προκειμένω κατ’ αρχήν νόμιμη πράξη των οργάνων του Δημοσίου καθίσταται παράνομη, λόγω παραβίασης της κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών.  Άρα και εδώ ενεργοποιείται, κατ’ αποτέλεσμα, ο μηχανισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου για παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων του, κατ’ ευθεία εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ.

Α. Τα πραγματικά δεδομένα που έκρινε η απόφαση ΣτΕ 622/2021.

 Πάνω σε αυτή την συνταγματική βάση, της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας (Α΄ Τμήμα), με την απόφασή του 622/2021, έκρινε πότε και πώς θεμελιώνεται αστική ευθύνη του Δημοσίου και από βλάβη της υγείας, την οποία υφίσταται ένα πρόσωπο εξαιτίας παρενεργειών εμβολίου, στο πλαίσιο νομίμως διενεργούμενου εμβολιασμού. 

1. Ήτοι εμβολιασμού διενεργούμενου με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας, με άλλες λέξεις για χάρη μιας σπουδαίας μορφής συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου εν γένει.  Σημειώνεται, ευθύς εξ αρχής, ότι η υπόθεση επί της οποίας έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας ουδεμία σχέση έχει με τα εμβόλια και τους εμβολιασμούς κατά του Covid-19.  Επρόκειτο για εμβολιασμό -το 2015- μικρού κοριτσιού με το εμβόλιο MMR II (τριδύναμο εμβόλιο ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς), προκειμένου να εγγραφεί σε σταθμό προνηπίων, το οποίο μετά τον εμβολιασμό του παρουσίασε πανεγκεφαλίτιδα -σπανιότατη νόσο (1:1.000.000 δόσεων εμβολίων)- ως παρενέργεια του εμβολίου τούτου. 

2. Και ναι μεν, όπως ήδη σημειώθηκε, η υπόθεση που έκρινε εν προκειμένω το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν αφορά τα εμβόλια και τους εμβολιασμούς κατά του Covid-19, πλην όμως, όπως καθίσταται προφανές από τα obiter dicta της απόφασής του 622/2021, δημιουργείται ένα διόλου ευκαταφρόνητο νομολογιακό προηγούμενο το οποίο, δίχως αμφιβολία, δείχνει την αντίστοιχη νομολογιακή οδό -φυσικά τηρουμένων των αναλογιών των δύο περιπτώσεων- εφόσον ανακύψουν στο μέλλον παρεμφερή ζητήματα βλάβης της υγείας από ενδεχόμενες παρενέργειες των εμβολίων κατά του Covid-19.

Β. Τα βασικά obiter dicta της απόφασης ΣτΕ 622/2021.

 Συγκεκριμένα, και με βάση τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την απόφασή του 622/2021, έκρινε ότι συντρέχουν, σύμφωνα με την κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχή της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, οι νομικοί όροι δημιουργίας αστικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω βλάβης της  υγείας εξαιτίας παρενεργειών εμβολίου, στο πλαίσιο νομίμως διενεργούμενου εμβολιασμού, εφόσον πληρούνται, σωρευτικώς, οι εξής προϋποθέσεις:

1. Πρώτον, πρέπει να υφίσταται επαρκής, επιστημονικώς τεκμηριωμένος, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του χορηγηθέντος εμβολίου και της βλάβης της υγείας, η οποία επήλθε τελικώς.  Με απλές λέξεις πρέπει ν’ αποδεικνύεται επαρκώς, βάσει επιστημονικών τεκμηρίων, ότι η βλάβη της υγείας οφείλεται ευθέως στο εμβόλιο, και όχι σε άλλη αιτία.

2. Δεύτερον, η ως άνω βλάβη στην υγεία πρέπει να έχει επέλθει «συνεπεία της συνταγματικώς θεμιτής και νομίμου πραγματοποιήσεως εμβολιασμού, δηλαδή εμβολιασμού διενεργούμενου με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας, συλλογικώς και ατομικώς». Επέκεινα:

α) Ο κατά τ’ ανωτέρω εμβολιασμός πρέπει να προβλέπεται από «ειδική νομοθεσία».

β) Επιπλέον, αυτή η νομοθεσία πρέπει να στηρίζεται σε «έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικώς, ιατρικά και επιδημιολογικά, πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα».

γ) Τέλος, η κατά τ’ ανωτέρω νομοθεσία πρέπει να καθιερώνει «δυνατότητα εξαιρέσεως από αυτόν σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες ο εμβολιασμός αντενδείκνυται».

3. Τρίτον, τα προαναφερόμενα σημαίνουν ότι, όπως ήδη διευκρινίσθηκε, πρέπει να πρόκειται για εμβολιασμό, ο οποίος διενεργείται επιστημονικώς lege artis.

α) Άρα είναι εντελώς διαφορετικό το ζήτημα εμβολιασμού με χορήγηση ελαττωματικού ή ακατάλληλου σκευάσματος, ή εμβολιασμού που διενεργήθηκε κατά τρόπο επιστημονικώς πλημμελή.  Διότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο εμβολιασμός δεν είναι νόμιμος, οπότε οι βλάβες της υγείας εξαιτίας του οφείλονται σε παρεμβαλλόμενες παράνομες πράξεις και παραλείψεις. 

β) Εδώ λοιπόν δεν δημιουργείται αστική ευθύνη του Δημοσίου για νόμιμες ενέργειες, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος περί ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, αλλά ενδεχομένως αστική ευθύνη για παράνομες εμβολιαστικές πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων του, σύμφωνα με τις, επίσης προμνημονευόμενες, διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα.

4. Τέταρτον, σε ό,τι αφορά την έκταση της αποκατάστασης της βλάβης της υγείας από τον κατά τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις νόμιμο εμβολιασμό, η σχετική αποζημίωση μπορεί να καλύπτει όχι μόνο την υλική βλάβη, υπό την ευρεία του όρου έννοια, αλλά και την ηθική βλάβη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα.

Επίλογος

Αν και στην υπόθεση της απόφασης 622/2021 ο εμβολιασμός του μικρού κοριτσιού με το τριδύναμο εμβόλιο MMR II ήταν, ουσιαστικά, υποχρεωτικός, αφού χωρίς αυτόν δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτό στον σταθμό προνηπίων, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέφυγε να θέσει, τουλάχιστον ρητώς, ως προϋπόθεση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, από τις παρενέργειες του εμβολίου, την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού τούτου.  Και αυτό μάλλον διότι δεν θέλησε να προκαταλάβει την μελλοντική νομολογία του ενόψει αντίστοιχων περιπτώσεων στην περίπτωση των εμβολίων κατά του Covid-19, δοθέντος ότι η εξ αυτού πανδημία εμφανίζει πολύ πιο γενικευμένα και, άρα, πολύ πιο σοβαρά χαρακτηριστικά εν προκειμένω, τα οποία πρέπει να τύχουν ειδικής, ιατρικής και νομικής μελέτης, που λόγω της εντελώς πρόσφατης και υπό την μορφή πανδημίας εμφάνισης του Covid-19 δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ακόμη ως ικανοποιητικώς επαρκής.  Άλλωστε, στην περίπτωση της πανδημίας του Covid-19 απομένει να κριθεί πότε ο εμβολιασμός για την αντιμετώπισή της κρίνεται υποχρεωτικός.  Και για την ακρίβεια, απομένει να κριθεί ιδίως το αν θα θεωρηθεί ο εμβολιασμός ως υποχρεωτικός και στις περιπτώσεις, όπου η θεσμική του καθιέρωση δεν προβλέπεται ευθέως, αλλά εμμέσως, π.χ. ως απαραίτητη προϋπόθεση πραγματοποίησης ταξιδίου στο εξωτερικό ή άσκησης μιας δραστηριότητας. Ιδίως δε ως προϋπόθεση για την άσκηση των καθηκόντων των υπαλλήλων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα εντός γραφείου.  Πολλώ μάλλον όταν η λόγω άρνησης ενδεχόμενου υποχρεωτικού εμβολιασμού αδυναμία άσκησης των αρμοδιοτήτων τους στο γραφείο μπορεί να συνεπάγεται εις βάρος τους πειθαρχικές και άλλες οικονομικές κυρώσεις.