Οι Μηδικοί Πόλεμοι και το όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης

Ομιλία στο Διεθνές Συνέδριο που διοργάνωσαν η Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων και ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός» με τίτλο «Σαλαμίνα – Θερμοπύλες 2500 χρόνια. Ορόσημα στον Παγκόσμιο Πολιτισμό»

Πρόλογος

Η ιστορική διαδρομή του Παγκόσμιου Πολιτισμού αποδεικνύει ότι είναι απολύτως θεμιτό, ιστορικώς, να ερμηνεύουμε τους Μηδικούς Πολέμους και την τελική περηφανή επικράτηση των Ελλήνων, υπό την Αθηναϊκή καθοδήγηση, και ως εξίσου περιφανή επικράτηση του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος.  Το οποίο έτσι νομιμοποιείται, επίσης,  ιστορικώς και μάλιστα στο ακέραιο, να διεκδικεί, ως κοιτίδα και λίκνο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, την «παλαίφατη» όχι μόνο γεωγραφική αλλά και πνευματική οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ Ανατολής και Δύσης.  Προς την κατεύθυνση της απόδειξη αυτής της, πλήρως τεκμηριωμένης ιστορικώς, αλήθειας κινούνται οι σκέψεις που έπονται.  Όπως είναι ευνόητο, σε συνέχεια των προηγούμενων σκέψεων πρέπει να ξεκινήσουμε από την βάση της ιστορικής συγκυρίας η οποία, με τον τρόπο αυτό, μας οδηγεί 2.500 χρόνια πριν.  Όταν δηλαδή επήλθε η, «επική» ως προς το μέγεθος των δυνάμεων και των δεδομένων που την προκάλεσαν, σύγκρουση μεταξύ της Αρχαίας Ελλάδας -και συγκεκριμένα ορισμένων από τις Πόλεις-Κράτη, οι οποίες την αποτελούσαν- και της Περσικής Αυτοκρατορίας.  Για να θυμηθούμε το επιτύμβιο ρητό, στην Γέλα της Σικελίας όπου πέθανε, του Μαραθωνομάχου -και κατά ορισμένες ιστορικές μαρτυρίες και Σαλαμινομάχου- Αισχύλου, την σύγκρουση στην οποία βρέθηκαν αντιμέτωποι, στο «Μαραθώνιον Άλσος», ο Ελεύθερος Έλληνας και ο δεσποτικός «βαθυχαιτήεις Μήδος». Ένα επιτύμβιο ρητό που αξίζει, λόγω της ιδιαίτερης ιστορικής του σημασίας, να θυμηθούμε στο σύνολό του:

Ασχύλον Εφορίωνος θηναον τόδε κεύθει
μν
μα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
λκν δ εδόκιμον Μαραθώνιον λσος ν εποι
κα
βαρυχαιτήεις Μδος πιστάμενος.

(«Τον Αισχύλο τον Αθηναίο, γυιό του Ευφορίωνος

που πέθανε στην σιτοφόρο Γέλα σκεπάζει αυτό το μνήμα·

για την δοξασμένη ανδρεία του μπορεί να μιλήσει το άλσος του Μαραθώνα

και ο Μήδος με τα μακριά μαλλιά που την βίωσε»).

Ι. Από τον Μαραθώνα στην Σαλαμίνα

Το χρονικό των Μηδικών Πολέμων έχει ως ιστορική αφετηρία -με την σημασία της όμως ν’ αποτιμάται, εν τέλει, από την έκβαση της σύγκρουσης μεταξύ Ελλήνων και Περσών στην Σαλαμίνα- την Μάχη του Μαραθώνα, η οποία διεξήχθη τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο, του 490 π.Χ. Ενώ η Ναυμαχία της Σαλαμίνας επισυνέβη δέκα χρόνια αργότερα, στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ., με τα πειστικά ιστορικά δεδομένα να επιτρέπουν αυτή την συγκεκριμενοποίηση της ημερομηνίας. 

Α. Το χρονικό

Για την ακρίβεια, η Ναυμαχία της Σαλαμίνας σήμανε έτσι την αρχή του τέλους της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα της εποχής εκείνης. 

1. Τόσο η Μάχη του Μαραθώνα όσο και, κυρίως, η Μάχη των Θερμοπυλών και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, ως ενιαίο σύνολο, συνιστούν, μέσα στον χρόνο, την δεύτερη φορά, κατά την οποία τα διάφορα επιμέρους τμήματα των Ελλήνων ενώθηκαν και πολέμησαν από κοινού.  Η πρώτη ήταν η εκστρατεία, η οποία κατέληξε στον Τρωικό Πόλεμο, όταν -για ν’ αναχθούμε στις «Ιστορίες» του Θουκυδίδη, καθώς προεκτέθηκε αναλυτικώς-  ο βαθύτερος συνδετικός κρίκος των ενωμένων Ελλήνων ήταν η γλώσσα, βεβαίως μέσω των επιμέρους διαλέκτων,  όπως κατέληξε στην Ιωνική της εκδοχή. Την εκδοχή εκείνη, η οποία μας άφησε την απαράμιλλη κληρονομιά των Ομηρικών Επών. 

2. Η κύρια διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης ένωσης των Ελλήνων, ενόψει των πολεμικών τους επιχειρήσεων, έγκειται στο ότι η πρώτη, η εκστρατεία στην Τροία, ήταν η επιθετική της εκδοχή.  Ενώ η δεύτερη, οι Μηδικοί Πόλεμοι, υπήρξε καθαρώς αμυντική, έχοντας ως αποκλειστικό στόχο την υπεράσπιση του Ελληνικού χώρου απέναντι στην εισβολή του Βασιλείου των Περσών. Τούτο ισχύει τόσο περισσότερο ιστορικώς, όσο είναι βέβαιο πως οι Έλληνες δεν προκάλεσαν τους Πέρσες, εκστρατεύοντας εναντίον τους στην επικράτειά τους, ώστε να υπάρχει κάποια δικαιολογία για την επίθεσή τους.  Όλως αντιθέτως οι Πέρσες επιτέθηκαν με ιστορική «αυθάδεια» και αυθαιρεσία, αρχικώς στον Μαραθώνα και, μετά την εκεί αποτυχία τους, στην Σαλαμίνα με διπλό, κατά βάθος, στόχο:  Από την μια πλευρά προκειμένου να καταλάβουν τον Ελληνικό χώρο στο σύνολό του, κυρίως όμως την Αρχαία Αθήνα, ως ανερχόμενη «υπερδύναμη» της εποχής.  Και, από την άλλη πλευρά και συνακόλουθα, ν’ αποδυναμώσουν, άπαξ δια παντός, στο μέλλον κάθε πιθανότητα και ενδεχόμενο στήριξης, κατ’ εξοχήν εκ μέρους των Αθηναίων, των Ελληνικής καταγωγής Πόλεων-Κρατών της Ιωνίας -ή και πέραν αυτής- στον αγώνα τους για την αποτίναξη της Περσικής επικυριαρχίας.

Β. Οι μελλοντικές επιπτώσεις για την Αρχαία Αθήνα

   Το όλο χρονικό της ιστορικής διαδρομής από τον Μαραθώνα στην Σαλαμίνα σηματοδοτεί και την ραγδαία «άνοδο» της Αρχαίας Αθήνας, τόσον από πλευράς στρατιωτικής όσο και από πλευράς οικονομικής δύναμης.  Ειδικότερα:

1. Ο Θεμιστοκλής, μετά την Μάχη του Μαραθώνα, αντιλήφθηκε, με μέγιστη διορατικότητα, την ανάγκη δημιουργίας στόλου εκ μέρους των Αθηναίων, έτσι ώστε ν’ αποτραπεί μια μελλοντική εισβολή των Περσών, αυτή την φορά δια της ναυτικής «οδού». Πράγμα και το οποίο συνέβη στην Σαλαμίνα.  Μόνο που τότε η Αρχαία Αθήνα, χάρη στον Θεμιστοκλή κυρίως, ήταν «έτοιμη», με την γνωστή έκβαση της ιστορικής Ναυμαχίας κατά τα προεκτεθέντα.  Αυτή η μεγάλη ισχυροποίηση της Αρχαίας Αθήνας, από πλευράς στρατιωτικής ισχύος ιδίως δια του στόλου της, ήταν μετέπειτα και η κυριότερη αιτία της τεράστιας, για τα μέτρα της εποχής, οικονομικής δύναμής της και της μέσω αυτής γενικής, σχεδόν, επικράτησής της.

2. Αν επισημαίνεται εδώ η ως άνω στρατιωτική και, πρωτίστως, οικονομική ισχυροποίηση των Αθηναίων είναι γιατί η, αδιαμφισβήτητη ιστορικώς, «ευμάρεια» υπό πολλές επόψεις, η οποία προέκυψε, βοήθησε τα μέγιστα στην πολιτισμική και ιδίως πνευματική «άνθηση» που εξελίχθηκε ταχύτατα στην Αρχαία Αθήνα.  Με την ανεκτίμητη συμβολή επιγόνων των Προσωκρατικών, οι οποίοι ήλθαν από τις ακτές της Ιωνίας στην Αθήνα, που λειτούργησε γι’ αυτούς ως ένα είδος «μαγνήτη» -όταν μάλιστα η κατάσταση, λόγω της περσικής απειλής και της κατάρρευσης και των τελευταίων ιχνών Δημοκρατίας στις Πόλεις-Κράτη των Μικρασιατικών παραλίων, ήταν άκρως «εχθρική» για την ελεύθερη πνευματική δημιουργία- η πνευματική και πολιτισμική πρόοδος στην Αρχαία Αθήνα υπήρξε εντυπωσιακή.  Πολλά οφείλει σε αυτή την περίοδο της  Αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας η πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, όσον αφορά και την ελεύθερη έκφρασή του και την «πληθωρική» του «παραγωγή».

ΙΙ. Το ιστορικό «βάρος» της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας

Οι Μηδικοί Πόλεμοι -με την «ζυγαριά» της ιστορικής αποτίμησης να «γέρνει», όπως προεκτέθηκε, προς την Ναυμαχία της Σαλαμίνας, αφού αυτή έκρινε οριστικώς και το τέλος των Πολέμων αυτών- είναι, αναμφιβόλως, ως σήμερα τόσο σημαντικοί και καθοριστικοί για την πορεία εξέλιξης της Παγκόσμιας, κυριολεκτικώς, Ιστορίας, ώστε ν’ αποτελούν «Μήτρα» και «Κιβωτό» Ιστορίας.  

Α. Μια αποτίμηση

«Μήτρα», διότι «γέννησε» πραγματική Ιστορία, με την έννοια ότι τ’ αποτελέσματα των Μηδικών Πολέμων άσκησαν καθοριστική επιρροή στην μετέπειτα ιστορική διαδρομή.  Θα ήταν μάταιο να επιχειρηθεί εδώ η πλήρης τεκμηρίωση της αλήθειας της, καθ’ όλα αυτονόητης με βάση την Επιστήμη της Ιστορίας, προμνημονευόμενης διαπίστωσης.  Είναι όμως αρκετή μια, και μόνο, μαρτυρία, η οποία, λόγω της αντιπροσωπευτικότητάς της, προδιαθέτει καταλλήλως. 

1. Ο μεγάλος Βρετανός Φιλόσοφος John Stuart Mill είχε επισημάνει, αποφθεγματικώς, ότι: «Η Μάχη του Μαραθώνα, ακόμη και ως πολεμικό γεγονός που αφορά την Ιστορία της Αγγλίας, είναι πιο σημαντική από την μάχη του Hastings».

α) Δηλαδή την μάχη της 14ης Οκτωβρίου 1066, κατά την οποία οι Νορμανδοί, μ’ επικεφαλής τον Γουλιέλμο, νίκησαν τους Αγγλοσάξονες του βασιλιά Χάρολντ Β΄ της Αγγλίας. Επρόκειτο για μιαν αποφασιστικής σημασίας, τυπικώς μεσαιωνική, μάχη μεταξύ Αγγλοσαξώνων και Νορμανδών, για τον πλήρη έλεγχο της Αγγλίας.  Μια μάχη, η οποία σηματοδότησε και την τελευταία επιτυχή εισβολή στην επικράτεια της Αγγλίας.  Έτσι εμπεδώθηκε στην Αγγλία η Νορμανδική επικυριαρχία στο τέλος του 1066 -περί τα Χριστούγεννα- όταν ο Γουλιέλμος στέφθηκε Βασιλιάς της Αγγλίας. Μεγάλος αριθμός Νορμανδών και Ανδεγαυών ήλθαν και εγκαταστάθηκαν οριστικά σε διάφορα μέρη της Αγγλίας, ενισχύοντας αποφασιστικά τον νέο Βασιλιά και επιτρέποντάς του ν’ αντιμετωπίσει, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και με απόλυτη επιτυχία, μεμονωμένες εξεγέρσεις «νοσταλγών» του προηγούμενου καθεστώτος, κυρίως στην βόρεια και ανατολική Αγγλία. 

β) Προφανώς ο John Stuart Mill, με την προαναφερόμενη επισήμανσή του για την Μάχη του Μαραθώνα, ήθελε να καταδείξει ότι η ενδεχόμενη επικράτηση των Περσών κατά τους Μηδικούς Πολέμους θα είχε τέτοιες επιπτώσεις για την υπόλοιπη Ευρώπη, ώστε θα ήταν εξαιρετικά αμφίβολο αν η μάχη του Hastings θα είχε επισυμβεί.  Και είναι μεν βέβαιο ότι η εκ των υστέρων «ανάγνωση» της Ιστορίας ενέχει πολλούς κινδύνους, ιδίως όταν είναι εκτεθειμένη στην μεγάλη αβεβαιότητα των υπερβολών και της εξίσου υπερβολικής γενίκευσης.  Πλην όμως η κατά τ’ ανωτέρω διαπίστωση του John Stuart Mill δεν φαίνεται τόσο παρακινδυνευμένη, ώστε να «υπονομεύεται»  ιστορικώς ως προς τον «πυρήνα» της ουσίας της.  Και αυτό γιατί δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε ως υπερβολική ούτε, κατά συνέπεια, ως υπερβολικώς γενικεύουσα τις σκέψεις του «εμπνευστή» της, εφόσον αναλογισθούμε ότι αν οι Πέρσες είχαν νικήσει στον Μαραθώνα -ή, ύστερα, στην Σαλαμίνα- δεν υπήρχε, την εποχή εκείνη, άλλη δύναμη που θα μπορούσε ν’ αναχαιτίσει την επέκτασή τους προς την τότε Δύση.  Κυρίως δε δύναμη με τα χαρακτηριστικά της Αρχαίας Αθήνας, όπου είχε αρχίσει η «άνθηση» ενός μεγάλου Πολιτισμού υπό όρους Ελευθερίας και Δημοκρατίας.  Κάτι που σημαίνει ότι σε αυτή την επεκτατική τους διαδρομή οι Πέρσες θα συναντούσαν εφεξής απέναντί τους βαρβαρικά φύλα με στοιχεία ακόμη πιο σκοταδιστικού δεσποτισμού.  Με άλλες λέξεις -και συμπερασματικώς- δίχως την νίκη των Ελλήνων στον Μαραθώνα και στην Σαλαμίνα, το μέλλον του τότε γνωστού κόσμου θα κρινόταν από την έκταση μιας σύγκρουσης μεταξύ «δυνάμεων» του δεσποτισμού, στο πλαίσιο της οποίας θα ίσχυε η, διόλου ευοίωνη για τον Πολιτισμό εν γένει, «προσδοκία» που εκφράζει η ρήση «το μη χείρον βέλτιστον».

2. Όμως, οι Μηδικοί Πόλεμοι είναι και «Κιβωτός» Ιστορίας, με την έννοια ότι οι συμβολισμοί τους, ως προς τα αίτιά τους και ιδίως ως προς την τελική τους έκβαση, διδάσκουν, πολλαπλώς και μ’ ενάργεια, για την έκτοτε χάραξη των ορίων μεταξύ Ανατολής και Δύσης, καθώς και για τις εντεύθεν κοσμοϊστορικές πραγματικές και πολιτισμικές συνέπειες, για τις οποίες γίνεται λόγος εκτενέστερα στην συνέχεια.  Στο σημείο αυτό είναι ενδεδειγμένη η αναφορά στους «Πέρσες» του Αισχύλου, σε ό,τι αφορά την «δυσοίωνη» προοπτική του δεσποτισμού απέναντι στην Δημοκρατία.

α) Συγκεκριμένα, στους «Πέρσες» ο Αισχύλος, μέσ’ από το «πρότυπο» του Ξέρξη, δείχνει, ήδη από την εποχή εκείνη, ποια είναι η «προδιαγεγραμμένη» μοίρα του δεσποτισμού, του κάθε δεσποτισμού. Και για την ακρίβεια ο Αισχύλος, μέσω του Ξέρξη, περιγράφει την, οιονεί νομοτελειακή, «διαδοχή» των ιστορικών καταστάσεων από την Άτη και την Ύβρη, ως την Νέμεση και την Τίση. Ο εκφραστής της άμετρης και απερίσκεπτης αλαζονείας, δηλαδή της Άτης, Ξέρξης αγγίζει ή και ξεπερνά τα όρια της Ύβρης.  Έτσι, αναπότρεπτα, ακολουθεί η εκδίκηση της Νέμεσης και, εν τέλει, η έλευση της Τίσης, ως τιμωρίας που σημαίνει την οριστική «πτώση», την ανείπωτη καταστροφή δίχως δυνατότητα επανόρθωσης.

β) Όπως τονίσθηκε, ο Αισχύλος, μέσω του Ξέρξη, από την μια πλευρά καταγράφει την μοιραία πορεία της δεσποτικής διακυβέρνησης, η οποία κυριαρχούσε στην Ανατολή, με κορυφαίο «παράδειγμα» εκείνο του περσικού Βασιλείου.  Ταυτοχρόνως, αναδεικνύει το μέγα πλεονέκτημα της «νεότευκτης» ακόμη Δημοκρατίας της Αρχαίας Αθήνας, της Άμεσης Δημοκρατίας, το οποίο συνίστατο στην εμπέδωση και υπεράσπιση της Ελευθερίας, με τα χαρακτηριστικά που είχε την εποχή εκείνη.  Ελευθερίας η οποία, μεταξύ άλλων, διασφαλίζει και την διέξοδο της ομαλής εξέλιξης της πολιτικής ζωής, ιδίως σε περιόδους κρίσης, αντίθετα προς το «αδιέξοδο», που οιονεί «εκ φύσεως» παράγει ο δεσποτισμός και η αντίστοιχη καταπίεση του Ανθρώπου.  Ένα αδιέξοδο το οποίο καταλήγει, σχεδόν δίχως ιστορική εξαίρεση, στην τελική «πτώση» και καταστροφή, όπως συνέβη με τον Ξέρξη.  Οι «συνειρμοί» του Αισχύλου για την «πτώση» και καταστροφή εκείνων που υπηρετούν τον δεσποτισμό είναι «ανεσπέρως» διαχρονική, αν ανατρέξουμε στο «κύκνειο άσμα» του Γιώργου Σεφέρη, το ποίημά του «Επί Ασπάλαθων» , γραμμένο λίγο πριν τον θάνατό του, μέσα στην «καρδιά» της δικτατορικής τυραννίας, την 31η Μαρτίου 1971.  Το ποίημα, στο οποίο ο Γιώργος Σεφέρης -ανατρέχοντας στους «Ασπαλάθους» του Πλάτωνα, που θυμήθηκε περπατώντας στο Σούνιο και απολαμβάνοντας το ανοιξιάτικο τοπίο του- περιγράφει το τέλος του «Παμφύλιου Αρδιαίου, του πανάθλιου Τυράννου».  Παραπέμπω στους ακροτελεύτιους στίχους:

«-Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;

Μια λέξη του Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού

τ’ αυλάκια˙

τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου

δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.

Το βράδυ βρήκα την περικοπή:

«τον έδεσαν χειροπόδαρα», μας λέει

«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν

τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν

απάνω στους αγκαθωτούς ασπάλαθους

και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του

ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος».

Β. Οι «Ιστορίες» του Ηροδότου

Πολύτιμος -και, ουσιαστικώς, κύριος- οδηγός των γεγονότων των Μηδικών Πολέμων, αλλά και της ιστορικής τους κυοφορίας ως προς την έκβαση των έκτοτε μελλοντικών εξελίξεων, υπήρξε ο Ηρόδοτος στις  «Ιστορίες» του, μέσω των οποίων αναδείχθηκε, κατά γενική επιστημονική ομολογία, «Πατέρας» της Ιστορίας, με την έννοια του θεμελιωτή της Επιστήμης της Ιστορίας.  Δύο, ιδίως, λόγοι συγκλίνουν προς την επικρότηση αυτής της διαπίστωσης:

1. Πριν απ’ όλα, έχει γίνει καθολικώς αποδεκτό ότι, παρά τις επιμέρους αμφισβητήσεις ως προς την ιστορική του ακρίβεια       -ακόμη και από ιστορικούς της εμβέλειας ενός Θουκυδίδη- η επιστημονική έρευνα οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο Ηρόδοτος υπήρξε ο πρώτος θεμελιωτής και δημιουργός της αληθινής «Ιστορικής Τέχνης». 

α) Τούτο οφείλεται στο ότι ο Ηρόδοτος ήταν ο πρώτος «τεχνίτης», ο οποίος είδε την Ιστορία όχι ως απλό κατάλογο γεγονότων αλλά, κατ’ εξοχήν μάλιστα, ως τεχνική σύνδεσης των γεγονότων αυτών μεταξύ τους.  Σίγουρα, δεν έφθασε -και, μάλλον, δεν πλησίασε καν επαρκώς- την ιστορική αρτιότητα και μεθοδικότητα τεκμηρίωσης του Θουκυδίδη.  Όμως, αν θέλουμε ν’ αναχθούμε σ’ εκφραστικούς «τεχνικούς» συμβολισμούς, ο μεν Ηρόδοτος έβαλε τα θεμέλια της «Ιστορικής Τέχνης», ενώ ο Θουκυδίδης καταξιώθηκε ως ο αρχιτέκτονας του μεγαλειώδους «Ερεχθείου» της.

β) Είναι άκρως χαρακτηριστικό, ότι κατά την εξιστόρηση των Μηδικών Πολέμων η προσπάθεια ιστορικής ακρίβειας του Ηροδότου είναι εμφανής. Π.χ. ενώ ο Αισχύλος, στους «Πέρσες», αναφέρει ότι στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας μετείχαν 1.207 σκάφη, ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί τον αριθμό αυτόν για να υπολογίσει το σύνολο των σκαφών, με τα οποία ο Ξέρξης εισέβαλε στην Ελλάδα.  Από την άλλη όμως πλευρά, ο Ηρόδοτος δεν αποφεύγει την οιονεί μεταφυσική εξήγηση της έκβασης των Μηδικών Πολέμων θεωρώντας, όπως και ο Αισχύλος, ότι η έκβαση αυτή συνιστούσε μια μορφή αποκατάστασης της «τάξης των πραγμάτων».  Με τρόπο ώστε η υπερβολή της Άτης και η επίδειξη Ύβρεως να οδηγεί στην Νέμεση και, επέκεινα, στην Τίση.  Και μάλιστα, ο Ηρόδοτος περιγράφει αυτή την «ακολουθία» αποκατάστασης της κοσμικής τάξης με τρόπο πιο ευθύ και πιο αυστηρό, απ’ ό,τι ο Αισχύλος.

2. Κατά δεύτερο λόγο, στον Ηρόδοτο πρέπει να πιστωθεί μια πρωτόγνωρη διορατικότητα, σε ό,τι αφορά στην σύλληψη και καταγραφή των μετά τους Μηδικούς Πολέμους επιπτώσεων της τελικής τους έκβασης, μάλλον σε συνέχεια των όσων είχε εκθέσει, κατά τα προεκτεθέντα, ο Αισχύλος στους «Πέρσες».

α) Πραγματικά, στις «Ιστορίες» του ο Ηρόδοτος καταγράφει τα γεγονότα των Μηδικών Πολέμων όχι μόνο ως μια, stricto sensu, πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ των Ελλήνων και του Περσικού Βασιλείου.  Αλλά, επιπλέον, και υπό το πρίσμα ενός είδους -έστω και πρώιμης- γεωστρατηγικής θεώρησης, μ’ έντονα τα στοιχεία της εξίσου πολιτισμικής αντιπαράθεσης.  Ήτοι αντιπαράθεσης που στοχεύει σε μια μορφή πολιτισμικής «ισοπέδωσης», υπό την έννοια της επιχείρησης επιβολής του πολιτισμικού σκοταδισμού των Περσών απέναντι στην αναδυόμενη δύναμη του Ελληνικού Πολιτισμού, μέσα σ’ ένα ελεύθερο και δημοκρατικό, θεσμικό και πολιτικό, περιβάλλον.

β) Ειδικότερα, ο Ηρόδοτος -με τα ιστορικά «εργαλεία» που προαναφέρθηκαν- παραθέτει τους απώτερους στόχους από την μια πλευρά του επιτιθέμενου Πολιτισμού της δεσποτικής αυτοκρατορίας, η οποία δεν διαθέτει ίχνος δημοκρατικής οργάνωσης και λειτουργίας, άρα και ίχνος Ελευθερίας.  Και, από την άλλη πλευρά, του αμυνόμενου Πολιτισμού, ο οποίος βασιζόταν στις αρχές της ήδη καθιερωμένης Άμεσης Δημοκρατίας και της εξ αυτής απορρέουσας Ελευθερίας του Πολίτη που, πέραν της αντίθεσής της προς την γενικευμένη δουλεία του δεσποτισμού, έχει ήδη «συμπράξει» με το Ελεύθερο Πνεύμα.  Πνεύμα, το οποίο έχει αρχίσει να υψώνει το οικοδόμημα της Επιστήμης και του κολοφώνα της, για την εποχή εκείνη, της Φιλοσοφίας.  Με τον τρόπο αυτό ο Ηρόδοτος πρέπει να θεωρηθεί ο «πρώτος διδάξας» ιστορικός, αναφορικά με το ότι οι Μηδικοί Πόλεμοι και η έκβασή τους χάραξαν, με γεωπολιτικούς και πολιτισμικούς όρους, το όριο ανάμεσα στην Ανατολή και στην Δύση, για το οποίο γίνεται λόγος εκτενέστερα στην συνέχεια. 

ΙΙΙ. Η υπεράσπιση του Ελληνικού Πολιτισμού

Τα όσα προηγήθηκαν αποτελούν μια μορφή εκτεταμένης  εισαγωγής στην σειρά συλλογισμών που έπονται, αναφορικά με το πώς και γιατί οι Μηδικοί Πόλεμοι όχι μόνο σηματοδότησαν και νοηματοδότησαν, όταν διεξήχθησαν, το όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης αλλά, επιπλέον, εξακολουθούν να εκπέμπουν, με την ίδια δύναμη συμβολισμών και αλήθειας, την σημασία του ορίου αυτού στην εποχή μας αλλά και για το μέλλον.  Μέσα σε αυτό το πλαίσιο επιχειρείται, φυσικά συνοπτικώς, μια περιγραφή ιδίως των πολιτισμικών εκείνων «φρυκτωριών», οι οποίες μεταφέρουν το προαναφερόμενο μήνυμα των Μηδικών Πολέμων από το χθες στο τώρα και το προεκτείνουν, με χαρακτηριστική ενάργεια, στο αύριο. Τα πειστήρια της Ιστορίας γενικώς, ιδίως δε της Ιστορίας του Πολιτισμού, καταδεικνύουν ότι, μέσω της νίκης τους στους Μηδικούς Πολέμους, οι Έλληνες υπερασπίσθηκαν και τον Πολιτισμό που δημιούργησαν -και ο οποίος ορθώνει, και σήμερα, τον πρώτο πυλώνα του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού κατά τα προλεχθέντα– θέτοντας, ταυτοχρόνως, για πρώτη φορά στην Παγκόσμια Ιστορία, το έκτοτε σταθερό όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Α. Ένα «θερμοκήπιο» Πολιτισμού και Ελευθερίας

Η «γενέθλια» αναφορά στην «Δύση», ως το φυσικό «θερμοκήπιο» του Πολιτισμού και της Ελευθερίας έναντι του δεσποτικού προτύπου της «Ανατολής», πρωτοεμφανίζεται στους Πέρσες του Αισχύλου. Όπου η Βασίλισσα των Περσών Άτοσσα ρωτά τον Χορό, λίγο πριν φθάσουν τα νέα της καταστροφής του περσικού στόλου στην Σαλαμίνα, σε ποιο μέρος της Γης βρίσκεται η Αθήνα, η Πόλη που τόσο «πόθησε» ο γιός της. Και ο Χορός απαντά: «Μακριά στην Δύση, εκεί που γέρνει ο βασιλιάς ήλιος» («Τλε πρς δυσμας νακτος λίου φθινασμάτων », στ. 232).

1. Η Ανατολή «χανόταν», μέσα στην πνιγηρή φαντασίωση μιας χιμαιρικής αιωνιότητας. Ενώ η Δύση θ΄ αναζητούσε, εφεξής, την δική της αιωνιότητα, φτιαγμένη όμως από τα γήινα υλικά του Ανθρώπου αφενός κατά το οριακό μέγεθος του «νω  θρώσκω». Και, αφετέρου, σε μιαν ατέρμονη πορεία αναζήτησης της Αλήθειας, της κάθε είδους αλήθειας. Γεγονός που σημαίνει, αυτοθρόως και όπως επανειλημμένως διευκρινίσθηκε προηγουμένως, τόσο την απόρριψη του οιουδήποτε δόγματος όσο και, επέκεινα, την αποδοχή της ιδέας του συνεχούς ελέγχου της ορθότητας της εκάστοτε κεκτημένης γνώσης. Δηλαδή την αποδοχή του ότι αυτό το οποίο σήμερα θεωρείται ορθό δεν ταυτίζεται, κατ’ ανάγκη, με την επιζητούμενη αενάως Αλήθεια. Ας προστεθεί σε αυτό ότι η έλλειψη οποιασδήποτε αμφισβήτησης της κατά τ’ ανωτέρω κεκτημένης και «κατεστημένης» γνώσης στην Ανατολή ήταν ιδιαιτέρως «χρήσιμη» στους «δυνάστες», επικεφαλής των εντός των ορίων της βασιλείων.  Και τούτο διότι μια τέτοια έλλειψη οδηγούσε, εμμέσως πλην σαφώς, και στην εκμηδένιση της αμφισβήτησης της ηγεμονίας τους, άρα στην απουσία κάθε ίχνους «αντιπολίτευσης» έναντι αυτών.  Κατά λογική ακολουθία, ο δεσποτισμός της Ανατολής είχε κάθε λόγο, και για την δική του «επιβίωση», ν’ αποτρέπει με κάθε μέσο την αναζήτηση της Αλήθειας, σε όλη της την έκταση.

2. Ταυτοχρόνως, μέσω της νίκης τους στους Μηδικούς Πολέμους, οι Έλληνες κατέδειξαν -όπως επίσης ήδη επισημάνθηκε- την συντριπτική υπεροχή και, κατά λογική ακολουθία, την κατηγορηματική αντίθεση του ελεύθερου, ατίθασου και δημιουργικού Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος απέναντι στο πνεύμα κάθε ανελεύθερης μορφής πολιτειακής οργάνωσης, με βασικά στοιχεία δεσποτισμού, ατομικού ή συλλογικού. Δοθέντος ότι ο δεσποτισμός, από την φύση του, αντιμάχεται την Ελευθερία υφ’ όλες της τις εκφάνσεις. Είτε αυτές αφορούν την Ελευθερία στο πολιτικό γίγνεσθαι είτε την Ελευθερία στο ευρύτερο φάσμα του πεδίου της stricto sensu πνευματικής δημιουργίας.

Β. Η «απόκρουση» του δεσποτισμού

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα ήταν, αδιαλείπτως, κατηγορηματικά αντίθετο και με κάθε μορφή δεσποτισμού υπό τον μανδύα π.χ. της βασιλείας, της τυραννίας ή και της ολιγαρχίας. Η ως άνω διαπίστωση ενδυναμώνεται, από ιστορική και πολιτική σκοπιά, αν ανατρέξει κανείς στον τρόπο οργάνωσης και εξέλιξης των μεγάλων Βασιλείων της τότε Ανατολής, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το Περσικό Βασίλειο: Το  Πνεύμα δεν είναι σε θέση να εξελιχθεί και να δημιουργήσει ελεύθερα υπό καθεστώς δεσποτισμού που, μοιραίως, του θέτει όρια, σύμφυτα με τις ανάγκες της δεσποτικής επιβίωσης. Με άλλα λόγια, ο δεσποτισμός είναι, από την φύση του, «μήτρα» οιονεί αμάχητων δογμάτων ή δοξασιών, που ουδόλως συμβαδίζουν με την ελευθερία του Πνεύματος. Ο δεσποτισμός έχει την τάση να «μαγεύει» το πνεύμα.

1. Όλως αντιθέτως, το Ελεύθερο Πνεύμα -όπως ήταν κατεξοχήν το Αρχαίο Ελληνικό- έχει ως βασική αποστολή, σύμφωνα και με την ανάλυση που προηγήθηκε, το «ξεμάγεμα του κόσμου». Κάπως έτσι ο δεσποτισμός και το Ελεύθερο Πνεύμα, έννοιες ασύμβατες, «οριοθέτησαν» την επικράτεια της «Ανατολής» και εκείνη της «Δύσης», αντιστοίχως. Στους Πέρσες του Αισχύλου η Άτοσσα, περιμένοντας τα νέα από την εκστρατεία του γιού της, του Ξέρξη, στην Ελλάδα, ρωτά τον Χορό ποιος είναι ο Αφέντης, ο Αρχηγός του στρατού των Αθηναίων («Τίς δ ποιμάνωρ πεστι κπιδεσπόζει στρατστ. 241). Και ο Χορός απαντά: «Δολοι δεν λογιονται, οὐτε πήκοοι κανενός» («οτινος δολοι κέκληνται φωτς οδ πήκοοι», στ. 242).

2.  Αυτή την «μεγάλη ανατροπή» ως προς την μέθοδο έρευνας επιχείρησαν και πέτυχαν πρώτοι, όπως αναλύθηκε ανωτέρω εκτενώς, οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι.

α)  Υπό τα δεδομένα δε που διασαφηνίσθηκαν ήδη in extenso, δεν είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς το γιατί εκείνοι δημιούργησαν μια πρώιμη, πλην όμως στιβαρή επιστημολογικώς, μορφή Επιστήμης.  Ενώ, όπως επίσης διασαφηνίσθηκε, άλλοι Λαοί της Αρχαιότητας, που κατείχαν ένα εντυπωσιακό μέρος αντίστοιχης πληροφόρησης και, κυρίως, εμπειρίας, δεν κατάφεραν να φθάσουν σε μιαν άξια λόγου επιστημονική δημιουργία, παρά το γεγονός μάλιστα ότι ορισμένοι εξ αυτών –π.χ. οι Βαβυλώνιοι αστρονόμοι- δεν απείχαν πολύ από το ν’ αγγίξουν τα όριά της. 

β) Και μόνον η περίπτωση των Αιγυπτίων, που βίωσαν την άνοδο και την πτώση ενός μεγάλου Πολιτισμού, παρέχει -φυσικά μεταξύ ορισμένων άλλων- ένα άκρως αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής προς αυτή την κατεύθυνση:  Στην Αίγυπτο, το παντοδύναμο ιερατείο κατείχε την «Γνώση» που, όμως, ήταν «στατική» -ιδίως με την έννοια ότι της έλειπε η αυστηρή αποδεικτική διαδικασία, κατ’ εξοχήν στα Μαθηματικά- καθότι σταθερή και απαραβίαστη, ανεπίδεκτη οιασδήποτε αμφισβήτησης.  Η εμμονή του «κλειστού»  ιερατείου στην συντήρησή της και η, συνειδητή ή ασυνείδητη, παρεμπόδιση κάθε μορφής «επιλαθευτικής» προσέγγισης είχαν ως, μοιραίο, αποτέλεσμα την αδυναμία γέννησης μιας πραγματικής Επιστήμης στην χώρα του Νείλου.

ΙV. Μια «Ανοιχτή Κοινωνία»

Την επιρροή αυτή του, εμβληματικώς ελεύθερου, Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος τεκμηριώνει επαρκώς το γεγονός, ότι η πολυπρισματικώς φιλελεύθερη ιδιοσυστασία του δεν θα μπορούσε, υφ’ οιανδήποτε ιστορική και πολιτική εκδοχή, να συμβιβασθεί μ’ εντελώς ανελεύθερες μορφές πολιτειακής οργάνωσης, ήτοι πολιτειακής οργάνωσης με βασικά στοιχεία απολυταρχικού δεσποτισμού, ατομικού ή συλλογικού. Άλλωστε, όπως εξηγήθηκε εν εκτάσεικαι προηγουμένως, το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα ευνόησε την «άνοδο» της Άμεσης Δημοκρατίας και «κορύφωσε»  την δημιουργία του στον κολοφώνα της Άμεσης Δημοκρατίας. Η ως άνω διαπίστωση ενδυναμώνεται, από ιστορική και πολιτική σκοπιά, αν ανατρέξει κανείς στον τρόπο οργάνωσης και εξέλιξης των μεγάλων Βασιλείων της τότε Ανατολής, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το Περσικό Βασίλειο.

A. Η κρίσιμη διαφορά της «Αθηναίων Πολιτείας»

   Τα όσα διευκρινίσθηκαν ανωτέρω, ως προς την «αντίστιξη» ανάμεσα στην «ανοιχτή κοινωνία» -φυσικά με τα μέτρα της εποχής και τ’ αντίθετα δεδομένα της Ανατολής, και όχι υφ’ όλους τους όρους της σύγχρονης εκδοχής της «ανοιχτής κοινωνίας»-  που επικρατούσε στην Δύση, ιδίως μετά την νίκη των Ελλήνων στον Μαραθώνα και στην Σαλαμίνα, και στον «κλειστό κύκλο» των κοινωνικών δομών των Βασιλείων της Ανατολής, οι οποίες αναπτύχθηκαν ως θεσμικώς και πολιτικώς «υποτελείς» στους εκάστοτε «κρατούντες» μοναρχικώς, αναδεικνύουν και αιτιολογούν, μεταξύ άλλων, και την εξής διαφορά μεταξύ Δύσης και Ανατολής:

1. Στην Δύση -πάντοτε όπως τότε την οριοθέτησαν οι Μηδικοί Πόλεμοι- ο «αέρας» Ελευθερίας στο πεδίο της σκέψης και της επιστημονικής δημιουργίας, σε συνδυασμό με τους θεσμούς της Άμεσης Δημοκρατίας, οδήγησαν, οιονεί νομοτελειακώς, στην δημιουργία ανοιχτής «κοινωνίας» και, επέκεινα, «ανοιχτών κοινωνικών συνόλων», που είναι άκρως ευδιάκριτα στις αναλύσεις των Φιλοσόφων της Κλασικής Αρχαιότητας, όπως π.χ. ιδίως στο έργο του Αριστοτέλους.  Και η «Αθηναίων Πολιτεία» καθώς και τα «Ηθικά Νικομάχεια» μαρτυρούν αψευδώς.  Είναι, βεβαίως, σχετικά δύσκολο ν’ αποφανθεί κανείς αν ήταν οι θεσμοί της Άμεσης Δημοκρατίας που οδήγησαν στην ως άνω «ανοιχτή κοινωνία» ή, αντιθέτως, η Ελευθερία της σκέψης και οι κοινωνικές προεκτάσεις της προκάλεσαν την γέννηση της Άμεσης Δημοκρατίας.  

2. Ορθότερο είναι να γίνει δεκτό πως Άμεση Δημοκρατία και «ανοιχτή κοινωνία» εξελίχθηκαν εκ παραλλήλου, σ’ ένα είδος αρμονικής διαλεκτικής συνέχειας, στο πλαίσιο της οποίας η Ελευθερία των μελών του κοινωνικού συνόλου εκφραζόταν μέσω των θεσμών της Άμεσης Δημοκρατίας, ενώ η ομαλή λειτουργία των θεσμών της τελευταίας καθιστούσαν δυνατή την κοινωνική συμβίωση υπό όρους ελεύθερης σκέψης και δημιουργίας.  Και είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι αυτή η συμπόρευση Άμεσης Δημοκρατίας και «ανοιχτής κοινωνίας» αποτέλεσε το υπόβαθρο, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε, πολλούς αιώνες μετά, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, η οποία τελειοποίησε τις εγγυήσεις λειτουργίας της «ανοιχτής κοινωνίας», κυρίως μέσω του Κράτους Δικαίου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

3. Σε ό,τι αφορά την Αρχαία Αθήνα, την παράλληλη εξέλιξη της Άμεσης Δημοκρατίας με την «ανοιχτή κοινωνία», κατά τ’ ανωτέρω, ευνόησε η μεγάλη μεταρρύθμιση, την οποία επιχείρησε μεταξύ 508-507 π.Χ. ο επικεφαλής των Αλκμεωνιδών Κλεισθένης.  Μεταρρύθμιση εντελώς πρωτοποριακή για την εποχή της, τόσο σ’ επίπεδο θεσμών όσο και ως προς το status του Πολίτη. 

α) Συγκεκριμένα, μέσω της δημοκρατικής αυτής μεταρρύθμισης η «Αθηναίων Πολιτεία» στηρίχθηκε σε συγκεκριμένους θεσμούς, γενικού και απρόσωπου χαρακτήρα, οι οποίοι προσδιόριζαν και τον τρόπο ανάδειξης των πολιτειακών οργάνων και την τρόπο λήψης των αποφάσεων από αυτά.  Πέραν δε τούτου, οι πολιτικοί θεσμοί οργάνωσαν την «δημόσια δύναμη» -με πυρήνα τον στρατό, εν γένει- ως «κινητήριο μοχλό» του κοινού συμφέροντος, έστω και αν τούτο δεν απέκτησε τότε τα χαρακτηριστικά του «δημόσιου συμφέροντος», γεγονός το οποίο συντελέσθηκε, βεβαίως «εν σπέρματι»,  αιώνες μετά στην Αρχαία Ρώμη.  Ταυτοχρόνως, η μεταρρύθμιση του Κλεισθένους, με τα ως άνω χαρακτηριστικά της, «πήρε» τον Πολίτη από το «οικογενειακό -lato sensu φυσικά– «περιβάλλον» και τον ενέταξε σε μια κοινωνική και πολιτική οργάνωση με θεσμικές βάσεις. 

β) Έτσι ο Πολίτης άρχισε να προσδιορίζεται από τον πολιτικό χώρο, εντός του οποίου εντάσσεται θεσμικώς και απροσώπως και όχι από άλλα «υποκειμενικά»  και εξατομικευμένα στοιχεία, όπως π.χ. στοιχεία οικογενειακά, φυλετικά ή θρησκευτικά.  Τέλος, το καθεστώς Ισονομίας και Ισηγορίας ολοκλήρωσε την δημοκρατική μεταρρύθμιση του Κλεισθένους, οργανώνοντας τα πρώτα θεμέλια της ισότητας ενώπιον του νόμου.  Επέκεινα δε της ισότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, κατ’ εξοχήν σε ό,τι αφορά την συμμετοχή στην λειτουργία των εν γένει δημοκρατικών διαδικασιών.  Ακόμη και με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί Δημοκρατίας, ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει τον άκρως προοδευτικό χαρακτήρα της δημοκρατικής μεταρρύθμισης του Κλεισθένους, πρωτίστως ως προς τα δεδομένα της εκείνα, τα οποία «τόνωσαν» την δημοκρατική οργάνωση της «Αθηναίων Πολιτείας» υπό όρους θεσμικού και πολιτικού ορθολογισμού και, συνακόλουθα, υπό όρους που διευκόλυναν τους Πολίτες της να λειτουργούν -όσο τούτο ήταν εφικτό εκείνους τους καιρούς- ως ελεύθερα λογικά όντα.

Β. Το καταλυτικό μειονέκτημα της Ανατολής

 Όλως αντιθέτως, ο δεσποτισμός της Ανατολής, με τα χαρακτηριστικά που ήδη καταγράφηκαν και ιδίως λόγω έλλειψης Ελευθερίας, οδήγησε όχι στην δημιουργία «κοινωνίας» αλλά στην οργάνωση «κοινότητας», δομημένης ουσιαστικώς πάνω σε κλειστές «κάστες», προορισμένες όχι να διευκολύνουν την οργάνωση της κοινωνικής συμβίωσης, όσο να επιτρέπουν στην κάθε μορφής εξουσία να επιβάλλεται ως απόλυτη «αρχή» έναντι πλήρως «αρχομένων». 

1. Τούτο εξηγεί και το πώς και γιατί στην Ανατολή το πρότυπο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος, κάτι το οποίο συνεχίζεται, εν μέρει, ως τις μέρες μας κυρίως στο πλαίσιο Κρατών, όπου ο «πολιτικός δεσποτισμός» έχει αντικατασταθεί από ένα είδος «θρησκευτικού δεσποτισμού».  Το παράδειγμα Κρατών της Ανατολής, όπου μια ακραία, και για τούτο μάλλον ξένη προς την ουσία του, εκδοχή του Ισλάμ έχει παραγάγει το επικίνδυνο φαινόμενο ενός, οπωσδήποτε lato sensu, «ισλαμικού καισαρο-παπισμού» -με κατ’ ανάγκην αμφίδρομη ανάγνωση, είτε της επικυριαρχίας του πολιτικού επί του θρησκευτικού είτε αντιστρόφως- βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές. 

2. Και τούτο, διότι στο πλαίσιο αυτής της κρατικής οργάνωσης όχι μόνον η «ανοιχτή κοινωνία» είναι παντελώς άγνωστη και ο πολιτικός δεσποτισμός «ζει και βασιλεύει». Αλλά και οι «κοινότητες» και οι συνακόλουθες «κάστες» επιβιώνουν εξίσου, αποτελώντας μάλιστα την αντηρίδα στήριξης δικτατορικών καθεστώτων θεοκρατικής νοοτροπίας, τα οποία αποστρέφονται κάθε έννοια Ελευθερίας και Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Είναι τέτοια δε η σκοτεινή επιρροή του θρησκευτικού φανατισμού στην οργάνωση της πολιτικής εξουσίας αλλά και της ίδιας της κοινωνίας, ώστε παράγει τόσο διαφορετικές εκδοχές σύλληψης του βαθύτερου νοήματος της θρησκευτικής κατεύθυνσης -π.χ. του Ισλάμ- ώστε να οδηγούν, μοιραίως, ως και σ’ αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ Κρατών με, έστω και κατ’ επίφαση, όμοιο θρησκευτικό προσανατολισμό.

Γ. Η «αντίστιξη» μεταξύ Ανατολής και Δύσης στην Τέχνη

Αυτή η «αντίστιξη» μεταξύ Ανατολής και Δύσης αφορά κάθε πτυχή της πνευματικής δημιουργίας, ακόμη την δημιουργία στον χώρο της Τέχνης.  Για παράδειγμα, πριν το «big-bang» Ελευθερίας του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, στην Τέχνη κυριαρχούσε το «μεγαλιθικό», με βασικό χαρακτηριστικό του την ακινησία. 

1. Αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής οι κούροι, που γεννούν ακόμη και σήμερα το δέος για το μέγεθός τους αλλά και για την «αταραξία», μέσω της οποίας δίνουν την αίσθηση ότι επικοινωνούν αενάως με την αιωνιότητα.  Και ύστερα, μετά το κατά τ’ ανωτέρω «big-bang» Ελευθερίας, τ’ αγάλματα του Έλληνα γλύπτη, πέρ’ από την απαράμιλλη σημασία στην λεπτομέρεια, πήραν το μέγεθος του Ανθρώπου και, κατ’ εξοχήν, απέκτησαν κίνηση.  Μια κίνηση, η οποία ισοδυναμεί με «πλαστική» έκφραση Ελευθερίας, που απορρίπτει τον συμβιβασμό με την «νιρβάνα» της αιωνιότητας και αναδεικνύει -ακόμη και όταν το άγαλμα δεν αναπαριστά π.χ. πολεμιστή ή δρομέα αλλά τον «σκεπτόμενο»- την αγωνία για το αύριο και την προσπάθεια αντιμετώπισης του άγνωστου και δυσοίωνου πεπρωμένου.

2. Αξίζει να σημειωθεί πως όταν η «συνοδοιπορία» του Ελεύθερου Ελληνικού Πνεύματος της Κλασικής Αρχαιότητας με την Τέχνη ξεπερνά τ’ απλά επιμέρους δημιουργήματά της -π.χ. αγάλματα- και φθάνει στο πιο σύνθετο και πιο «πολυπρισματικό» πεδίο των «Μνημείων», τότε η πεμπτουσία της ως άνω «συμπόρευσης» Πνεύματος και Τέχνης υπερβαίνει την κίνηση και εξικνείται ως το σχεδόν ιδεατό στάδιο της «αρμονίας», ιδίως μέσω της «ευρυθμίας».

α) Αυτό το στάδιο αναδεικνύει, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, ο Gaston Deschamps στο «οδοιπορικό» του για την Ελλάδα του 1890 («La Grèce daujourdhui», 1892, «Η Ελλάδα σήμερα», μετ. Α. Δαούτη, εκδ. Τροχαλία, Αθήνα, 1992, ιδίως σελ. 42), περιγράφοντας τον Παρθενώνα.  Έχοντας «σκύψει» πάνω στις «όμορφες δωρικές κολώνες, λαξευμένες στο λεπτό εκείνο μάρμαρο που έχει την ελαστικότητα και τη ζωή απαλού δέρματος», ο Gaston Deschamps σημειώνει «εκστασιασμένος» : «Ο ναός της νικήτριας Παρθένας, της υπέρτατα σοφής και τέλεια αγνής νέας, μοιάζει με τα ζωντανά όντα που έχουν πετύχει την τελειότητα της οργάνωσής τους και την ανάπτυξη των δυνάμεών τους.  Έχει αυτάρκεια΄ είναι ρωμαλέος και συναρπαστικός.  Το καλωσόρισμά του είναι χαμογελαστό΄ η στάση του ανέμελη και ελεύθερη».

β) Και έτσι ο Gaston Deschamps φθάνει, ακόμη και μέσ’ από τα ερείπια και τα «σπαράγματα» του Παρθενώνα, στον «κολοφώνα» της αρμονίας και «ευρυθμίας» του. «Όπως και αν έχει, όσο ρημαγμένος, φθαρμένος, διαμελισμένος κι αν είναι, παρά τα ολάνοιχτα χάσματά του, με την τεράστια ρωγμή που τον έκοψε στα δύο και το έριξε καταγής σε ένα συνονθύλευμα από ερείπια, γκρεμισμένες κολόνες και σπασμένα κιονόκρανα, ο Παρθενώνας παραμένει η ομορφότερη κατοικία που έχουν χτίσει οι άνθρωποι για να στεγάσουν την ορατή εικόνα του Θεού.  Είναι το ιδανικό της λογικής τελειότητας. Ποτέ ίσως το ανθρώπινο πνεύμα δεν είχε κατορθώσει να φέρει στην αταξία των πραγμάτων ομορφότερη νίκη, μέχρι τη μέρα που συνέλαβε αυτή τη σταθερή ισορροπία, που πέτυχε την ομορφιά, όχι με μια φευγαλέα αστραπή φαντασίας και πρωτοτυπίας, αλλά με τη δύναμη της σκέψης, την ακρίβεια της μέτρησης, με τη λάμψη της υπέρτατης αυτής αρμονίας που οι Έλληνες ονόμαζαν με μια τόσο όμορφη λέξη «ευρυθμία». Σίγουρα όλα αυτά πρέπει να είναι αληθινά, αφού κανένας άνθρωπος, όσο ταπεινός κι αν είναι, δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στην εντύπωση της γαλήνης και της διαύγειας που νοιώθουμε μπροστά στον Παρθενώνα…»

3. Στον αντίποδα της Δύσης, η Τέχνη στην Ανατολή έμεινε, σχεδόν και κατ’ ουσία, ίδια και απαράλλαχτη στους αιώνες. Αιγυπτιακός, Κινεζικός, Ινδικός και άλλοι Πολιτισμοί μας κληροδότησαν γιγαντιαία, συνήθως, αγάλματα, με την γαλήνη ή και την «αυστηρότητα»  ζωγραφισμένες στην όψη τους, και μιαν αίσθηση διαρκούς αναφοράς στην αιωνιότητα.  Η αγωνία είναι απούσα και, μαζί με αυτή, κάθε κίνηση που συμβολίζει την Ελευθερία.  Την ίδια μεγάλη διαφορά μεταξύ Ανατολής και Δύσης στην Αρχαιότητα βρίσκουμε και στα ταφικά μνημεία, όσα σώζονται.  Στην Δύση -και μιλάμε πάντα για την Αρχαία Ελλάδα- πολλοί τάφοι είναι ασύγκριτα μνημεία Τέχνης, μέσ’ από τα οποία ο Άνθρωπος, μ’ έντονο το δέος του θανάτου, αποζητάει μια θέση στην αιωνιότητα που δεν κατέκτησε επί Γης.  Η εικόνα στην Ανατολή -τουλάχιστον κατά κανόνα και με κάποιες εποχικές εξαιρέσεις, όπως οι Πυραμίδες στην Αίγυπτο- είναι εντελώς διαφορετική.  Τα ταφικά της μνημεία συμβολίζουν νεκρούς, οι οποίοι είχαν συμβιβασθεί εν ζωή με τον θάνατο, πιστεύοντας ότι ζώντες ακόμη είχαν κατακτήσει την δική τους αιωνιότητα.  Ο «Άδης» ήταν επινόηση της Δύσης.  Ακόμη και όταν άρχισε η επικοινωνία μεταξύ Πολιτισμών, ουδέποτε «μετανάστευσε» στην Ανατολή.

Επίλογος

Οι «δρόμοι Ελευθερίας»  τους οποίους, κατά τα προλεχθέντα, άνοιξε και διήνυσε το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα στην πορεία προς την κορύφωση της δημιουργίας του -που διαμόρφωσε και την ανεκτίμητη «παρακαταθήκη» του για το μέλλον του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού- οδήγησαν και στην τελική σύνθεση της πεμπτουσίας της Ελευθερίας, περίπου όπως την προσλαμβάνουμε σήμερα.  Δηλαδή μιας Ελευθερίας, η οποία αποτελεί στην εποχή μας την βασική, θεσμική και πολιτική, αντηρίδα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως μέσου πολιτειακής οργάνωσης που της παρέχει τις πιο αξιόπιστες εγγυήσεις για την ακώλυτη άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Όπως δε έχει αποδείξει η πορεία της φιλοσοφικής, πολιτικής και νομικής σκέψης, η έννοια της Ελευθερίας, ιδίως σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, δεν είναι μονοσήμαντη.  Αυτό συνάγεται από το ότι η Ελευθερία, μέσ’ από  αυτό το πρίσμα, μπορεί να εξετασθεί υπό δύο, τουλάχιστον, επόψεις: Πρώτον, εκείνη που συλλαμβάνει την Ελευθερία ως αμιγώς εσωτερική νοητική διαδικασία, δια της οποίας ο φορέας της οδηγείται κάθε φορά στην λήψη απόφασης ως προς το τι πρέπει να πράξει, κατ’ ελεύθερη επιλογή.  Πρόκειται για μιαν «εσωστρεφή» και, κατ’ αποτέλεσμα, «εσωτερικευμένη» νοητική διαδικασία, η οποία προηγείται της εξωτερίκευσης της απόφασης και της ενεργοποίησης της πραγμάτωσής της.  Υπό τα δεδομένα αυτά, η κατά τ’ ανωτέρω Ελευθερία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «ενδοσκοπική».  Σε αντίστιξη προς την «ενδοσκοπική» σύλληψή της, υπό δεύτερη έποψη η Ελευθερία πρέπει ν’ αναλυθεί ως πραγμάτωση των αποφάσεων, στις οποίες ο φορέας της έχει καταλήξει κατά το πρότερο, εσωστρεφές και εσωτερικευμένο, στάδιο.  Η ως άνω εκδοχή της Ελευθερίας θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «εξωστρεφής».  Είναι δε αυτή, όπως καθίσταται προφανές, η οποία έχει μεγαλύτερη θεωρητική αλλά και πρακτική σημασία στο πλαίσιο της έρευνας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως θεσμικού και πολιτικού εποικοδομήματος που καθιερώνει επαρκείς διαδικασίες εγγύησης της Ελευθερίας. Και τούτο, διότι οι μηχανισμοί της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ενεργοποιούνται ιδίως για να προστατεύσουν την εκδήλωση της Ελευθερίας στην πράξη, υπό την μορφή της κατά τα προμνημονευόμενα πραγμάτωσης των αποφάσεων, που έχει λάβει ο φορέας της.  Πλην όμως είναι αυτονόητο ότι, για την κατανόηση των βασικών χαρακτηριστικών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, οι δύο ως άνω έννοιες της Ελευθερίας, η «ενδοσκοπική» και η «εξωστρεφής», πρέπει να εξετάζονται συνδυαστικώς, ως αλληλοσυμπληρούμενες.  Αφού η υπό όρους «εξωστρέφειας» σύλληψη της Ελευθερίας θα ήταν ελλιπής, δίχως την έρευνα του προηγούμενου σταδίου της «κυοφορίας» της, ήτοι του σταδίου της «ενδοσκοπικής» διεργασίας λειτουργίας της Ελευθερίας.  Πέραν δε τούτου, η αλήθεια είναι ότι συγκεκριμένα δικαιώματα, τα οποία εγγυάται το καθεστώς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας για την άσκηση της Ελευθερίας, έχουν ως στόχο, αμέσως ή εμμέσως, την προστασία και της ελευθερίας της βούλησης, καθ’ όλο το στάδιο ως την λήψη μιας απόφασης, δηλαδή και το στάδιο της «εσωστρέφειας»