Άρθρο, το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 12/12/2021, Τέχνες και Γράμματα, σελ. 18.
Από το 2009 το Μουσείο της Ακρόπολης είναι έτοιμο να δεχθεί τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην φυσική τους πολιτισμική «κοιτίδα». Πρόκειται για ένα Μουσείο το οποίο, όπως όλη η Διεθνής Κοινότητα γνωρίζει και αναγνωρίζει, ανεγέρθηκε με κύριο προορισμό την φιλοξενία των Γλυπτών του Παρθενώνα μετά τον «επαναπατρισμό» τους, αναιρώντας και το τελευταίο «επιχείρημα» αυτών που επιμένουν να συγκαλύπτουν το ιερόσυλο έγκλημα του Έλγιν. Ότι, δήθεν, η Ελλάδα δεν διέθετε κατάλληλο χώρο στέγασης των Γλυπτών του Παρθενώνα, αντίστοιχο μ’ εκείνον του Βρετανικού Μουσείου, δηλαδή αντίστοιχο με τον χώρο όπου «κρατούνται» τα Γλυπτά ως «λάφυρα» της κλοπής του Έλγιν! Το υπέροχο αυτό Μουσείο δίνει αποστομωτικές απαντήσεις στις ως άνω «εν αμαρτίαις προφάσεις» των υπευθύνων του Βρετανικού Μουσείου και προκαλεί, με όρους Πολιτισμού και μόνο, την Παγκόσμια Κοινή Γνώμη να κάνει την σύγκριση: Την σύγκριση ανάμεσα στην φωτεινή «κοιτίδα» των Γλυπτών του Παρθενώνα και στο θολό «δεσμωτήριο» του Βρετανικού Μουσείου, όπου «κρατούνται» κατά παράβαση κάθε θεσμικής και πολιτισμικής δεοντολογίας, και μάλιστα υπό συνθήκες συντήρησης που απειλούν την υπόστασή τους και την υπεράσπιση των ιστορικών τους καταβολών και συμβολισμών.
Ι. Ένας μακροχρόνιος και αδιάλειπτος αγώνας
Ο αγώνας των Ελλήνων και του Ελληνισμού για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα και την Επανένωσή τους είναι μακροχρόνιος και, κυρίως, αδιάλειπτος. Και τούτο διότι ουσιαστικώς άρχισε αμέσως μετά την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, άρα όταν ήταν ακόμη «νωπό» το έγκλημα του Έλγιν. Έγκλημα «διαρκές», το οποίο διαπράχθηκε όταν ο Έλγιν, πρεσβευτής από το 1799 της Μεγάλης Βρετανίας στην «Υψηλή Πύλη» στην Κωνσταντινούπολη, το συνέλαβε και το εκτέλεσε μεταξύ 1801-1804. Ήταν τότε που προέβη στην απάτη της ειδεχθούς σύλλησης του Μνημείου του Παρθενώνα και στην συνακόλουθη πολιτισμική τυμβωρυχία, επικαλούμενος δήθεν «ανασκαφικές δραστηριότητες» μέσα στον ευρύτερο Αρχαιολογικό Χώρο.
Α. Ως Έλληνες, έχουμε χρέος ν’ αποτίουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής κατ’ εξοχήν στον Λόρδο Βύρωνα, ο οποίος πρώτος ανέδειξε και κατήγγειλε το πολιτισμικό ανοσιούργημα της τυμβωρυχίας του Έλγιν εις βάρος της «κοιτίδας» και του «λίκνου» του κοινού μας Πολιτισμού, του Παρθενώνα. Κατά το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, μόλις είκοσι τριών ετών, ο Λόρδος Βύρων, το 1811, έστειλε μήνυμα στην Μεγάλη Βρετανία αλλά και σε όλη την Ευρώπη και την Δύση για το ποιος ήταν ο Έλγιν. Η «Κατάρα της Αθηνάς», απαύγασμα των «μπενθαμικών» ρομαντικών του καταβολών, ήταν, είναι και θα είναι η πιο άτεγκτη «Ερινύα» στον «ύπνο» των υπευθύνων του Βρετανικού Μουσείου για την διαχρονική συνέργειά τους στο πολιτισμικό έγκλημα του Έλγιν.
1. Την «Κατάρα της Αθηνάς» προεξέτεινε και επέτεινε ο Λόρδος Βύρων ένα, μόλις, χρόνο αργότερα, το 1812, μ’ ένα άλλο ποίημά του, το «Προσκύνημα του Childe Harold». Την «επική» αυτή στάση του Λόρδου Βύρωνα υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα συμπυκνώνει το ακόλουθο απόσπασμα από την επιστολή του, γραμμένη στην Ραβέννα στις 7 Φεβρουαρίου 1821, προς τον John Murray: «Αντιτάχθηκα και θα αντιταχθώ για πάντα στη ληστεία των Μαρμάρων από την Αθήνα, τάχα για να διδαχτούν οι Εγγλέζοι γλυπτική (οι οποίοι είναι τόσο ικανοί στη γλυπτική όσο οι Αιγύπτιοι στις παγοδρομίες)· αλλά γιατί το έκανα αυτό; Τα Μάρμαρα θα είναι το ίδιο ποιητικά στο Πικαντίλλι όσο και στον Παρθενώνα, αλλά ο Παρθενώνας και ο βράχος του θα είναι λιγότερο ποιητικοί χωρίς αυτά. Έτσι είναι η Ποίηση της Τέχνης». (Μετ. Ζ.Γουργουλιάτου, Lord Byron: «Selected prose», Penguin,1972).
2. Όμως και η γαλλική Τέχνη «στρατεύθηκε» ενωρίς στον αγώνα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Άκρως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα η δήλωση του Rodin -κοιτάζοντας τα φειδιακά γλυπτά, φυλακισμένα μέσα στο Βρετανικό Μουσείο- στον Άγγελο Σικελιανό, όπως την κατέγραψε στο δοκίμιό του «Η διδασκαλία της Εκάβης» (Πεζός λόγος, Δ΄, Ίκαρος, Αθήνα, 1951, 1983): «Όλα τα ηλεκτρικά φώτα δεν θα τα εμποδίσουν ν’ αποζητούν αδιάκοπα το γλυκό φως του Ομήρου».
Β. Πάνω λοιπόν και σε αυτή την βάση, ήδη από το 1842 η Ελλάδα άρχισε να διεκδικεί, με κάθε νόμιμο και πολιτισμικώς πρόσφορο μέσο, την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Πρώτος σταθμός, η εναντίον του Έλγιν καταγγελία του τότε Γραμματέα της «εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας», Αλεξάνδρου Ραγκαβή.
1. Μεταγενεστέρως,το αίτημα της Ελλάδας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα είχε, ήδη από το 1943, έναν «απρόσμενο» σύμμαχο στο πρόσωπο του Λόρδου Kenneth Clark, ο οποίος συγκαταλέγεται μεταξύ των σπουδαιότερων ιστορικών Τέχνης του 20ου αιώνα. Και ο οποίος, υπό την ιδιότητά του αυτή, μετείχε στην διοίκηση των σημαντικότερων σχετικών Βρετανικών Ιδρυμάτων. Πηγή, από την οποία προκύπτει η κατά τ’ ανωτέρω «συνηγορία» του Λόρδου Kenneth Clark, είναι η μελέτη του James Stourton, «Kenneth Clark, Life, Art and Civilisation» (έκδ. William Collins, London, 2017, σελ. 318). Σε αυτή την μελέτη καταγράφεται μια επιστολή του Kenneth Clark, με ημερομηνία 3.9.1943, προς τον Ιρλανδό Ιστορικό Τέχνης Thomas Bodkin, η οποία φυλάσσεται στην Tate Gallery του Λονδίνου. Σταχυολογώ, από την ως άνω επιστολή, το ακόλουθο απόσπασμα: «Κατά τρόπο παράλογο, είμαι υπέρ της επιστροφής των Ελγινείων στην Ελλάδα. Όχι όμως για να επανατοποθετηθούν στον Παρθενώνα, αλλά για να εκτεθούν σ’ ένα όμορφο κτίριο στην άκρη της Ακρόπολης, την κατασκευή του οποίου, νομίζω, θα έπρεπε να πληρώσει η Βρετανική Κυβέρνηση. Θα το έκανα για καθαρά συναισθηματικούς λόγους, ως έκφραση της υποχρέωσής μας στην Ελλάδα». (Tate, 8212, 1-1-17).
2. Βεβαίως, η κρίσιμη καμπή της διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα από την Ελλάδα ήλθε το 1984, με «ψυχή» την «οραματική» αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, υπό την ιδιότητά της ως Υπουργού Πολιτισμού. Την αφετηρία αυτή συνέθεσαν από την μια πλευρά η υποβολή επίσημου αιτήματος, προς το Βρετανικό Μουσείο, για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, με την δέσμευση της προηγούμενης ανέγερσης ειδικού προς τούτο Μουσείου. Και, από την άλλη πλευρά, το ταυτόχρονο αίτημα προς την UNESCO, το οποίο ενεγράφη αμέσως στην ημερήσια διάταξη της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την επιστροφή Πολιτισμικών Αγαθών. Για την ολοκλήρωση της εικόνας των πρωτοβουλιών της εποχής εκείνης πρέπει ν’ αναφερθούν δύο, ακόμη, «σταθμοί»: Πρώτον, το ψήφισμα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, στις 4.6.1983. Και, δεύτερον, η επικύρωση του ψηφίσματος αυτού, τον επόμενο χρόνο, στις 16.9.1984.
ΙΙ. Οι συμβολισμοί του Παρθενώνα
Αυτός ο, πολιτισμικώς «ιερός», αγώνας συνεχίζεται και σήμερα, δοθέντος ότι είναι παγκοσμίως αποδεκτό πως τα Γλυπτά αυτά ανήκουν, δικαιωματικώς και πολιτισμικώς, στον Παρθενώνα και στα Μνημεία του.
Α. Και τούτο διότι χωρίς τα Γλυπτά αυτά ο Παρθενώνας, βαριά «λαβωμένος» από μιάν ιερόσυλη πράξη βανδαλισμού και λεηλασίας, δεν μπορεί να συμβολίσει και, επέκεινα, να εκπέμψει προς την Ανθρωπότητα το μοναδικό πολιτισμικό μήνυμα που του αναλογεί. Ως προς την παγκόσμιας πολιτισμικής εμβέλειας μοναδικότητα του Παρθενώνα και των Μνημείων του δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς επί μακρόν.
Β. Γι’ αυτό μένω μόνο στην πιο απτή αλλά και πιο ηχηρή μαρτυρία, ήτοι στην μαρτυρία του Αντρέ Μαλρώ, η οποία εμπεριέχεται στην μνημειώδη ομιλία του στις 28.5.1959, όταν εκπροσώπησε τη Γαλλική Κυβέρνηση κατά την πρώτη φωταγώγηση της Ακρόπολης:
1. Στην αρχή της ομιλίας του ο Αντρέ Μαλρώ είχε επισημάνει: «Ο πρώτος παγκόσμιος πολιτισμός άρχισε». Και αμέσως στην συνέχεια, ο Αντρέ Μαλρώ «αποθεώνει» την μοναδικότητα του αναλλοίωτου στους αιώνες και πανανθρώπινου μηνύματος του Παρθενώνα με τις εξής φράσεις: «Μέσω αυτού του πολιτισμού και προς δόξαν του φωταγωγείται η Ακρόπολη, η οποία καλείται να απαντήσει σε ερωτήματα που κανείς άλλος πολιτισμός δεν έθεσε. Το πνεύμα της Ελλάδας εμφανίστηκε αρκετές φορές στον κόσμο, δεν ήταν όμως πάντοτε το ίδιο.(…) Η Ακρόπολη όμως είναι ο μοναδικός τόπος του κόσμου που κατοικείται ταυτόχρονα από το πνεύμα και από το θάρρος».
2. Τέλος, ο Αντρέ Μαλρώ συμπύκνωσε, μέσω του μηνύματος του Παρθενώνα, την ουσία του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού ως συστατικού στοιχείου του διαχρονικού Παγκόσμιου Πολιτισμού μέσα στις ακόλουθες σκέψεις: «Δεν θα πάψουμε ποτέ να το διακηρύσσουμε: Ό,τι σημαίνει για μας η τόσο συγκεχυμένη λέξη παιδεία –το σύνολο των έργων της τέχνης και του πνεύματος- η Ελλάδα το μετέτρεψε, προς δόξαν της, σε μείζον μέσον διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου. Είναι ο πρώτος πολιτισμός χωρίς ιερό βιβλίο, όπου η λέξη ευφυΐα σήμαινε να θέτεις ερωτήματα.»
Υπό τα δεδομένα αυτά είναι προφανές ότι η διεκδίκηση των Ελλήνων και του Ελληνισμού για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα συνιστά πραγματικό «πρόταγμα» αυτού τούτου του Παγκόσμιου Πολιτισμού. Ένα «πρόταγμα» στο οποίο, είμαι βέβαιος, δεν θα μπορεί για πολύ ακόμη ν’ αντιτάσσεται αυθαιρέτως το Βρετανικό Μουσείο.