Την 25η Φεβρουαρίου 2022 «πέρασε» στην αιωνιότητα -την όποια αιωνιότητα μπορεί να διεκδικήσει ένας θνητός- ο Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος. Ως πολύ μικρό «αντίδωρο» για τα όσα του οφείλω προσωπικώς αλλά -δίχως να υπερβάλω κατ’ ελάχιστο- και για όσα του οφείλει η γενιά μου γενικώς στο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου εντός της Ακαδημαϊκής Κοινότητας ιδίως της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ας μου επιτραπεί να του αφιερώσω, post mortem, τις ακόλουθες σκέψεις. Σκέψεις που, φυσικά, είναι αδύνατο ν’ αποτυπώσουν πλήρως την εξαιρετικά έντονη και χαρακτηριστικώς πολυπρισματική προσωπικότητα και προσφορά του.
Ι. Ο Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη, το 1925. Γιός του Αντιστράτηγου και Υφυπουργού Εθνικής Άμυνας, με καταγωγή από την Κλειτορία -πιο γνωστή με το παλαιότερο όνομα Μαζέϊκα- των Καλαβρύτων, σπούδασε στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Νομικές, Οικονομικές και Πολιτικές Επιστήμες. Μετά την αποφοίτησή του πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Νομική Σχολή του τότε ενιαίου Πανεπιστημίου των Παρισίων και ανακηρύχθηκε Διδάκτοράς του, το 1955. Επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να δικηγορεί, ενώ εξελέγη Υφηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών το 1969, πλην όμως το δικτατορικό καθεστώς της εποχής αρνήθηκε τον διορισμό του -πέραν δε τούτου τον απέλυσε και από την Νομική Υπηρεσία της ΔΕΗ- λόγω της ενεργού και αδιάλειπτης αντιστασιακής του δράσης. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας εξελέγη αρχικώς Αναπληρωτής Καθηγητής και λίγο αργότερα, το 1978, Τακτικός Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ολοκλήρωσε την ακαδημαϊκή του θητεία το 1993 και στην συνέχεια ονομάσθηκε Ομότιμος και ύστερα και Επίτιμος Καθηγητής του. Πλειάδα Πανεπιστημίων, κυρίως στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, τον ανακήρυξε Επίτιμο Διδάκτορα και Καθηγητή. Λαμπρό και επάξιο επιστέγασμα της ακαδημαϊκής του πορείας ήταν η εκλογή του, το 2002, ως Τακτικού Μέλους της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα του Δημόσιου Δικαίου. Το 2014 διετέλεσε και Πρόεδρός της.
ΙΙ. Την προσωπικότητα όμως του Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου «σφράγισε», κυριολεκτικώς, η αντιστασιακή του δράση τόσο κατά την διάρκεια της ναζιστικής και φασιστικής κατοχής όσο και κατά της εγκληματικής και εθνοκτόνου δικτατορίας μεταξύ 1967-1974. Σχεδόν από την εφηβεία του, εντάχθηκε στην ΠΕΑΝ («Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζόμενων Νέων») του ηρωικού Αξιωματικού της Αεροπορίας Κώστα Περρίκου, ο οποίος εκτελέσθηκε από τα ναζιστικά στρατεύματα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, την 4η Φεβρουαρίου 1943 και μετά θάνατον του απονεμήθηκε, ως ελάχιστος φόρος τιμής για την ανεκτίμητη προσφορά του στην Πατρίδα, ο τίτλος του Αντισμηνάρχου επ’ Ανδραγαθία. Στο πλευρό του Κώστα Περρίκου ο Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος έφερε σε πέρας πλειάδα επικίνδυνων μυστικών αντιστασιακών αποστολών. Θεωρούσε -και δικαίως- μέχρι το τέλος του βίου ως μέγιστο «τίτλο τιμής» την συμμετοχή του, δια της ΠΕΑΝ, στην ανατίναξη, την 20ή Σεπτεμβρίου 1942, του κτιρίου της ΕΣΠΟ, προδοτικής εθνικοσοσιαλιστικής οργάνωσης που ήταν «παρακλάδι» για στρατολόγηση δωσιλόγων της «Waffen SS», τα διαβόητα γραφεία της οποίας βρίσκονταν στην συμβολή των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος. Θα θυμάμαι πάντοτε τον Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλο να παρευρίσκεται στον ιερό αυτό τόπο, κάθε χρόνο και φέροντας με συγκίνηση και υπερηφάνεια τα αντιστασιακά του παράσημα, κατά την ετήσια επιμνημόσυνη τελετή της προαναφερόμενης κορυφαίας αντιστασιακής επιχείρησης εναντίον των ναζί. Ορισμένες φορές τον συνόδευσα σε αυτή, ιδίως μεταξύ 2004-2009, υπό την ιδιότητά μου τότε ως Υπουργού Εσωτερικών, αποκτώντας έτσι «ιδία γνώση» του τι σήμαινε για τον Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλο ο αγώνας των Ελλήνων για την Ελευθερία και την Δημοκρατία.
ΙΙΙ. Το μεγαλείο της πατριωτικής ψυχής του Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου πήρε και άλλες, ιδιαιτέρως αντιπροσωπευτικές, διαστάσεις κατά την συμμετοχή του, και μάλιστα με πρωταγωνιστικό ρόλο, στην οργάνωση μνήμης και τιμής «Ενωμένη Εθνική Αντίσταση», το 1974. Ως προς τις διαστάσεις αυτές αρκεί ν’ αναλογισθεί κανείς ότι ο αδελφός του, Λοχαγός του Εθνικού Στρατού Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος, σκοτώθηκε στην Θεοτόκο Ιωαννίνων, τον Αύγουστο του 1948, από τα αντίπαλα πυρά του Δημοκρατικού Στρατού. Ενώ δε και ο ίδιος ο Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος αγωνίσθηκε στις τάξεις του Εθνικού Στρατού, όλα αυτά δεν εμπόδισαν τον ασυμβίβαστο Δημοκράτη και αγωνιστή της Ελευθερίας να συμμετάσχει, όπως ήδη επισημάνθηκε, στην Ενωμένη Εθνική Αντίσταση, π.χ. μαζί με την Καίτη Ζεύγου και τον Μήτσο Παρτσαλίδη, με τους οποίους λίγα χρόνια πριν είχε συγκρουσθεί κατά τον εμφύλιο πόλεμο.
IV. Ως Πανεπιστημιακός Δάσκαλος ο Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος «κόσμησε» την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών μέσα στα αμφιθέατρα. Ουδέποτε απουσίασε από παράδοση, ενώ η συνεργασία του με τους βοηθούς, επιμελητές και υφηγητές της εποχής εκείνης διακρινόταν από την ίδια δημοκρατική αντίληψη, η οποία τον διακατείχε και τον ενέπνεε κατά την υπεράσπιση της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας γενικώς. Ουδέποτε διεκδίκησε την νοοτροπία του «αυτός έφα», παρά το ότι οι συνεχείς μεταξύ μας επιστημονικοί διάλογοι διεξάγονταν πολλές φορές μέσα σ’ ένα κλίμα έντονης αλλά γόνιμης και ισότιμης αντιπαράθεσης. Συνακόλουθα, ουδέποτε επιχείρησε να επιβάλει -αυτός ο «διαπρύσιος κήρυκας», ως το τέλος, των θέσεων της «Καθαρής Θεωρίας του Δικαίου» του Hans Kelsen και του Charles Eisenmann- τις απόψεις του στους υποψήφιους διδάκτορες και υφηγητές. Όλως αντιθέτως, τους ωθούσε στην «όχθη» του δημιουργικού διαλεκτικού αντίλογου. Περί τούτου έχω προσωπική πείρα και μπορώ έτσι να καταθέσω την εξ αυτής προσωπική μου μαρτυρία, κατά την συγγραφή τόσο της υφηγεσίας μου –«Η συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως ακυρώσεως. Μια σύγχρονη έποψη του Κράτους Δικαίου», 1982- όσο και της δίτομης μονογραφίας μου –«Η αστική ευθύνη του Δημοσίου», 1986-1989- όταν έφθασε στο σημείο να μου προσθέτει επιχειρήματα για την τεκμηρίωση σκέψεών μου, με τις οποίες δεν συμφωνούσε κατά βάθος. Το τεράστιο συγγραφικό του έργο έχει «σημαδέψει» το δίτομο «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», πραγματικό «vade mecum» των φοιτητών αλλά και των δικαστών και των δικηγόρων της πράξης στον χώρο του ουσιαστικού και του δικονομικού διοικητικού δικαίου, το οποίο βρίσκεται -γεγονός σχεδόν μοναδικό για νομικά πανεπιστημιακά συγγράμματα- στην 18η έκδοσή του και μεταφράσθηκε στα γαλλικά και στα αγγλικά (2003), διατηρώντας πάντα την επιστημονική του εγκυρότητα και επικαιρότητα. Το κοινώς αναγνωρισμένο επιστημονικό κύρος του «Εγχειριδίου Διοικητικού Δικαίου» οφείλεται, κατά μεγάλο μάλιστα βαθμό, στο γεγονός ότι ο Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος δεν έμεινε μόνο στην θεωρία. Υπήρξε και ένας από τους διαπρεπέστερους δικηγόρους κυρίως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, επί πολλές δεκαετίες, επηρεάζοντας θετικώς την εξέλιξη της νομολογίας του σε αρκετούς τομείς της, πρωτίστως δε στους τομείς των Δημόσιων Επιχειρήσεων και του Υπαλληλικού Δικαίου.
V. Άφησα για το τέλος αυτού του σύντομου, οιονεί στοιχειώδους, απολογισμού της προσφοράς του Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου στην Νομική Επιστήμη την εξής κορυφαία πτυχή της: Πολύ λίγοι είναι εκείνοι οι Δάσκαλοι -υπό την ουσιαστική του όρου έννοια- στην ιστορία της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, οι οποίοι μπορούν να συγκριθούν μαζί του ως προς την γενναία «ώθηση» και, εν τέλει, την ανιδιοτελή πολυσχιδή βοήθεια προς νέους επιστήμονες, προκειμένου ν’ ανελιχθούν στις βαθμίδες της ακαδημαϊκής τους σταδιοδρομίας είτε στην «Alma Mater» είτε και στις Νομικές Σχολές άλλων Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με κυριότερο παράδειγμα την Γαλλία. Και δεν θα διστάσω -η γενιά μου, όπως το υπαινίχθηκα ήδη, του το οφείλει- να προσθέσω πως ο Τομέας Δημόσιου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών θα του αποτίει εσαεί «φόρο τιμής» για το ότι, δίχως αμφιβολία, η σημερινή του θέση πόρρω απέχει από τον «φτωχό συγγενή» των άλλων Νομικών Κλάδων των πρώτων χρόνων μετά την Μεταπολίτευση, το 1974. Όπως δε η Ιστορία των Επιστημών, στην γενικότητά της, αποδεικνύει, το μέγεθος της συμβολής των κάθε είδους λειτουργών τους κρίνεται, εν πολλοίς, εκτός από το stricto sensu συγγραφικό και διδακτικό έργο τους και από την δύναμή τους και το θάρρος τους, μακριά από το καταστροφικό για την Επιστήμη -και όχι μόνο- «σαράκι» του καταφώρως συμπλεγματικού «νεποτισμού», να προετοιμάζουν συνεχιστές και «διαδόχους», τρέφοντας επιπλέον, ειλικρινώς και όχι κατ’ επίφαση, την προσδοκία αυτοί ν’ αναδειχθούν μελλοντικώς «πολλώ κάρρονες».
Ο Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος ευτύχησε να διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της πολυκύμαντης και τόσο γόνιμης ζωής του από κοινού με την σύζυγό του, κα Σοφία Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου. Μια γυναίκα που έχει ήδη χαράξει -και συνεχίζει να χαράζει- την δική της αυτόνομη και λαμπρή επιστημονική πορεία. Πορεία προσανατολισμένη κατ’ εξοχήν στους τομείς της υπεράσπισης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κυρίως δε των Κοινωνικών Δικαιωμάτων, υπό το φως και το πρίσμα της αρχής της Ισότητας. Και πορεία που έχει ξεπεράσει, προ πολλού, τα όρια της Ελλάδας και έχει διεισδύσει βαθιά σ’ εκείνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και μάλιστα ως εμπειρογνώμονας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Δεν μπορεί να παραλείψει κανείς και το γεγονός, ότι η κα Σοφία Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου υπήρξε μια υποδειγματική Μητέρα που ανέθρεψε τις δυο κόρες τους, την Μαρία και την Ιφιγένεια, με ηθικό έρεισμα τις αρχές και αξίες τις οποίες μοιράσθηκε, «δια βίου», με τον Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλο.
Αείμνηστε Δάσκαλε και -ναι, τολμώ τώρα να το πω, μέσ’ από μια διαδρομή πενήντα σχεδόν χρόνων, χωρίς καμία έπαρση- ακριβέ Φίλε στην Επιστήμη και στην Ζωή, υποκλίνομαι με νοσταλγία, σεβασμό και τιμή στην εμβληματική Μνήμη σου.
*Δημοσιεύθηκε στην τριμηνιαία Επιθεώρηση Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Θεωρίας και Πράξης “Το Σύνταγμα”, τεύχος 3/2021