Στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Ένωση Κεφαλληνίων και Ιθακησίων Κηφισιάς και Βορείων Προαστίων για την συμπλήρωση 100 ετών από τη γέννηση του Αριστόβουλου Μάνεση ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος τόνισε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
Η ίδια η ιστορική έρευνα του Συνταγματικού Δικαίου -και κατ’ εξοχήν της μεθόδου ερμηνείας του Συντάγματος και της ιστορικής εξέλιξής του εν γένει, σε ό,τι δε αφορά την Ελλάδα της ιστορικής εξέλιξής του πρωτίστως μετά την δημιουργία του Νεώτερου Ελληνικού Κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, του 1830- αποδεικνύει, με αδιάσειστα αντικειμενικά κριτήρια, ότι το «αέτωμα» του Ελληνικού Συνταγματικού Δικαίου, κατά την διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα, στηρίζεται, κατά βάση, σε δύο κύριους και καίριους πυλώνες: Στον Ν.Ι. Σαρίπολο και στον Αριστόβουλο Μάνεση.
Ι. Κατ’ αρχάς, ουδείς αμφισβητεί ότι ο Ν.Ι. Σαρίπολος -και ως συνεχιστής του ο γιός του, Ν.Ν. Σαρίπολος- υπήρξε ο «πατέρας» του Συνταγματικού Δικαίου στην Ελλάδα. Επιφανής νομικός, με σπάνια διεθνή ακτινοβολία για την εποχή του -ιδίως στην Γαλλία, αλλά όχι μόνο- ο Ν.Ι. Σαρίπολος «θεράπευσε» το Δημόσιο Δίκαιο σχεδόν στο σύνολό του, αν αναλογισθεί κανείς ότι έγραψε και δίδαξε, εκτός από Συνταγματικό Δίκαιο, επιπλέον Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο και Ποινικό Δίκαιο. Η «Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου» -σε πέντε τόμος, β΄ έκδοση, 1874-1875- συνιστά την κορυφαία, εντυπωσιακής πρωτοτυπίας για εκείνα τα χρόνια, «παρακαταθήκη» του Ν.Ι. Σαρίπολου και ως προς την ερμηνεία και ως προς την διδασκαλία του Συντάγματος. «Παρακαταθήκη», η οποία θέτει το Σύνταγμα στο οιονεί φυσικό του «θεσμικό βάθρο» , ως «Θεμελιώδους Νόμου» της Πολιτείας οργανωμένης στη βάση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, επέκεινα δε της Δημοκρατικής Αρχής, της Διάκρισης των Εξουσιών, του Κράτους Δικαίου και των εγγυήσεων ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Την ασυμβίβαστη προσήλωσή του στις ως άνω αρχές καταδεικνύουν, μεταξύ άλλων, η ουσιαστική συμβολή του στην κατάρτιση του Συντάγματος του 1864 αλλά και η προσωπική του στάση, ως Δασκάλου ο οποίος δεν δίστασε να παραιτηθεί όταν αισθάνθηκε ότι αυτό επέβαλε η υπεράσπιση των αρχών που παγίως ενστερνίσθηκε και υπηρέτησε.
ΙΙ. Δίχως να υποτιμάται και η συμβολή άλλων μεγάλων Δασκάλων του Συνταγματικού Δικαίου στην συνέχεια, κυρίως κατά την διάρκεια του 20ού αιώνα, η ιστορία του Συνταγματικού Δικαίου αποδεικνύει την αλήθεια ότι την «σκυτάλη» από τον Ν.Ι. Σαρίπολο, ιδίως μετά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, ως προς την επιστημονική «θεραπεία» του κατά την αποστολή του πήρε ο Αριστόβουλος Μάνεσης. Και αν στον Ν.Ι. Σαρίπολο οφείλεται, κατά κάποιον τρόπο, αυτό που θα λέγαμε «δόγμα» του Συνταγματικού Δικαίου, στον Αριστόβουλο Μάνεση οφείλεται, κατά την ερμηνεία και την διδασκαλία του Συντάγματος, η ευθεία σύνδεσή του με την «ζέουσα» κοινωνικοοικονομική υποδομή του, ήτοι με την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν οι κανόνες του Συντάγματος και η οποία επηρεάζει καθοριστικώς την ερμηνεία τους και την εφαρμογή τους, με γνώμονα την υπεράσπιση της Ελευθερίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που καθιστούν εφικτή την απόλαυσή της στην πράξη.
Α. Αν πρέπει να συμπυκνώσω -κάτι που, βεβαίως, ενέχει μεγάλο μέρος υποκειμενικής προδιάθεσης- την σκέψη του Αριστόβουλου Μάνεση για το Σύνταγμα και το Συνταγματικό Δίκαιο, δεν θα δίσταζα να υπενθυμίζω ορισμένες φράσεις του από το ιστορικό, κυριολεκτικώς, τελευταίο μάθημά του ως Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, την 18η Ιανουαρίου 1968 -μέσα δηλαδή στην σκοτεινή περίοδο της δικτατορίας- μάθημα «ύμνο» στην Ελευθερία. Με τις φράσεις του αυτές ο Αριστόβουλος Μάνεσης τόνισε προς τους φοιτητές του την σημασία της Πολιτικής Ελευθερίας ως ιστορικής κατάκτησης για την παραπέρα εξέλιξη του κοινωνικού βίου και ως προϋπόθεσης για την γενικότερη απελευθέρωση και καταξίωση του Ανθρώπου. Με τον τρόπο αυτόν ο Αριστόβουλος Μάνεσης περιέγραψε την, lato sensu, Πολιτική Ελευθερία ως «μήτρα» και «λίκνο» των εν γένει Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που του επιτρέπουν να υπερασπισθεί απροσκόπτως την αξία του και ν’ αναπτύξει ελευθέρως την προσωπικότητά του συμμετέχοντας, εξίσου ελευθέρως, στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της Χώρας.
Β. Για τον Αριστόβουλο Μάνεση το Σύνταγμα συντίθεται από ένα σύνολο θεσμικών εγγυήσεων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως ιδανικής εγγύησης της Ελευθερίας. Κατά τούτο βασικοί «πυλώνες» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας είναι η αρχές της Διάκρισης των Εξουσιών και του Κράτους Δικαίου -συνακόλουθα δε της Αρχής της Νομιμότητας- και η κατοχύρωση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως αυτά θωρακίζονται περαιτέρω από το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Συνακόλουθα, στην σκέψη του Αριστόβουλου Μάνεση προέχει η κεφαλαιώδης σημασία των «θεσμικών αντιβάρων» που καθιερώνει το Σύνταγμα, έτσι ώστε να καθίσταται εφικτός και αποτελεσματικός ο έλεγχος κυρίως της κρατικής εξουσίας, ως εν δυνάμει κινδύνου εκδήλωσης αυθαίρετης συμπεριφοράς εις βάρος των φορέων άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Γ. Έχοντας μετάσχει ενεργώς, ως βουλευτής της τότε Αναθεωρητικής Βουλής, στην δεύτερη Αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, νομιμοποιούμαι, νομίζω, να υποστηρίξω την θέση ότι πολλές από τις «τομές» της Αναθεώρησης αυτής, σε ό,τι αφορά τις πρόσθετες εγγυήσεις για την άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έλκουν, σε αξιοσημείωτο βαθμό, την καταγωγή τους από το έργο και την διδασκαλία του Αριστόβουλου Μάνεση. Ως πρώτο δε «δείγμα γραφής» αυτής της επιρροής θα μπορούσα ν’ αναφέρω πως το έργο και η διδασκαλία του Αριστόβουλου Μάνεση διαδραμάτισε ουσιώδη ρόλο στην εμπέδωση της άποψης ότι, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διακρίσεις τους σε θεωρητικό επίπεδο, όλα, ανεξαιρέτως, τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχουν μικτό χαρακτήρα. Χαρακτήρα, ο οποίος καθορίζει όχι μόνο το πλαίσιο της κρατικής αρμοδιότητας ως προς την ακώλυτη άσκησή τους αλλά, πέραν των δυνατοτήτων τους και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των ίδιων των φορέων των κατά περίπτωση Δικαιωμάτων. Επιπλέον, στην σκέψη του Αριστόβουλου Μάνεση οφείλεται, εν πολλοίς, και η αναγνώριση της τεράστιας σημασίας, για την αρμονική κοινωνική συμβίωση και την Κοινωνική Δικαιοσύνη, των Κοινωνικών Δικαιωμάτων, ως Δικαιωμάτων που όχι απλώς επιβάλλουν στο Κράτος να προβαίνει στις αντίστοιχες παροχές προς τους φορείς τους αλλά και, επιπροσθέτως, προϋποθέτουν για την αποτελεσματική άσκησή τους εκ μέρους τους την θεσμοθέτηση και της κατάλληλης και αναγκαίας αγώγιμης αξίωσης υπέρ αυτών.
Δ. Εξειδικεύοντας ακόμη περισσότερο τις προαναφερόμενες παρατηρήσεις ως προς την επιρροή του έργου και της διδασκαλίας του Αριστόβουλου Μάνεση στην Αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, ας μου επιτραπεί να επικεντρώσω την ανάλυσή του στις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο γιατί θεωρώ ότι κατ’ εξοχήν οι θέσεις που διατύπωσε ο Αριστόβουλος Μάνεσης στα επιμέρους συγγράμματά του ως προς τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, κυρίως δε οι θέσεις του περί «Ατομικών Ελευθεριών» -παραδόσεις που εκδόθηκαν το 1982- άσκησαν μια διόλου αμελητέα επιρροή στην τελική διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ισχύουν σήμερα. Ήτοι στην διατύπωση εκείνη, η οποία συμπυκνώνει τις ακόλουθες γενικές ρήτρες ως προς την άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ρήτρες οι οποίες «φωτίζουν» και την ερμηνεία όλων των λοιπών σχετικών διατάξεων του Συντάγματος. Σύμφωνα με τις ρήτρες αυτές:
1. Πρώτον, όλα τα όργανα του Κράτους υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δοθέντος ότι τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου καθώς και η αρχή του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους.
2. Δεύτερον, με δεδομένο το γεγονός ότι ιδίως λόγω της εξέλιξης της Οικονομικής -και όχι μόνο- Παγκοσμιοποίησης οι απειλές εναντίον των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προέρχονται όχι μόνον από τα όργανα του Κράτους, αλλά και από εξαιρετικά ισχυρούς οικονομικούς παράγοντας του Ιδιωτικού Τομέα, τα ως άνω Δικαιώματα ισχύουν, «τριτενεργώντας», και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, στις οποίες προσιδιάζουν.
3. Τρίτον, περιορισμοί στα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου μπορούν να επιβληθούν μόνον όταν και στο μέτρο που τούτο επιτρέπεται από το Σύνταγμα, είτε με απευθείας πρόβλεψη των διατάξεών του είτε δια νόμου, εφόσον όμως υπάρχει in concreto σχετική επιφύλαξη υπέρ αυτού.
4. Τέλος, τέταρτον, οι κατά τ’ ανωτέρω περιορισμοί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και όταν επιτρέπονται από το Σύνταγμα πρέπει να επιβάλλονται μόνο με πλήρη σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας, προκειμένου να μην οδηγούνται ως την «τήξη» του πυρήνα του Δικαιώματος. Με άλλες λέξεις οι περιορισμοί αυτοί επιτρέπονται όταν, σωρευτικώς μεταξύ άλλων, είναι αναγκαίοι για την επίτευξη συνταγματικώς προβλεπόμενου σκοπού, είναι πρόσφοροι για την επίτευξη του σκοπού τούτου και ανταποκρίνονται απολύτως στην stricto sensu αναλογικότητα μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και του επιλεγόμενου μέσου επίτευξής του.
Καταλήγω, επαναλαμβάνοντας την διαπίστωση ότι κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση το Σύνταγμα δεν μπορεί να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται «αποκομμένο» από την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, εκ της οποίας προέρχεται και η οποία εν συνεχεία ισχύει σε κάθε φάση ερμηνείας και εφαρμογής του. Για τον Αριστόβουλο Μάνεση αυτό το κοινωνικοοικονομικό «μάγμα» επηρεάζει την ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος, έτσι ώστε οι διατάξεις του να μην αποξενώνονται από την πραγματικότητα. Επιπλέον, μια τέτοια ερμηνεία και εφαρμογή, λειτουργώντας αμφιδρόμως, ασκεί με την σειρά της την δική της επιρροή, μέσω των αντίστοιχων έννομων αποτελεσμάτων που παράγει, στην υφιστάμενη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, ενδυναμώνοντας την κανονιστική ισχύ του Συντάγματος και συμβάλλοντας έτσι στην τόνωση της κανονιστικής του διάρκειας και επάρκειας και στην αποφυγή της ταχείας υπέρβασής του από τα δεδομένα της πραγματικότητας. Πολλώ μάλλον όταν, και πάλι λόγω της ιδιομορφίας της Οικονομικής -και όχι μόνο- Παγκοσμιοποίησης, τα δεδομένα αυτά μεταβάλλονται με γεωμετρικώς αυξανόμενο ρυθμό. Και αυτή η παράμετρος του έργου και της διδασκαλίας του Αριστόβουλου Μάνεση τον καθιστά εμβληματικό υπέρμαχο του Συντάγματος, ως Θεμελιώδους Νόμου που εγγυάται την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, την Ελευθερία και την αποτελεσματική εμπέδωση της Δημοκρατικής Αρχής. Ίσως γι’ αυτό -ή, μάλλον, και γι’ αυτό- το έργο και η διδασκαλία του Αριστόβουλου Μάνεση προσέθεσε, και εξακολουθεί πάντα να προσθέτει, λαμπρές «ψηφίδες κλασικισμού» στην Θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου, ακόμη και πέρα από τα επιστημονικά σύνορα της Χώρας μας.