Κυρώσεις στην Τουρκία για την κατοχή εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας

Σημεία ομιλίας στις εκδηλώσεις, που οργάνωσε ο Δήμος Θέρμου Αιτωλοακαρνανίας τιμώντας την Μνήμη του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, στην οποία ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος μίλησε με θέμα «Το “κληροδότημα” της Χριστιανικής Διδασκαλίας στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό. H “μαρτυρία” της διδασκαλίας του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού».

Εισαγωγή

Όπως γίνεται πλέον κοινώς δεκτό, τρίτος πυλώνας του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού αναδείχθηκε ιστορικώς εκείνος της Χριστιανικής Διδασκαλίας, οπωσδήποτε στο πλαίσιο της εν γένει πολιτισμικής συνεισφοράς του Βυζαντίου.  Τούτο συνάγεται ακόμη και από το ίδιο το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι στο Προοίμιο της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και μάλιστα στην «κορυφή» του- ορίζεται, με όλες τις εντεύθεν ακόμη και αυστηρώς θεσμικές συνέπειες, ότι οι επικεφαλής των Κρατών-Μελών κατέληξαν στην υπογραφή της «εμπνεόμενοι από την πολιτιστική, την θρησκευτική και την ανθρωπιστική κληρονομιά της Ευρώπης…». Με άλλες λέξεις, κατά το ως άνω κείμενο η πολιτιστική και ανθρωπιστική κληρονομιά της Ευρώπης βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την θρησκευτική της κληρονομιά.  Που δεν είναι άλλη από την Χριστιανική Διδασκαλία.  Πέραν τούτων, η Χριστιανική Διδασκαλία, ως τρίτος πυλώνας του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, συνδέεται αρρήκτως με τους δύο άλλους.  Την σύνδεση αυτή αποδίδει εκφραστικά, φυσικά μεταξύ άλλων, η αμφίδρομη σχέση μεταξύ τους.  Μια σχέση την οποία τεκμηριώνει ιστορικώς, και δη οιονεί αμαχήτως, το ότι ο μεν Χριστιανισμός και η, άκρως χαρακτηριστική για την πορεία του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Διδασκαλία του μπόρεσαν ν’ αναδειχθούν, εν πολλοίς, επειδή βρήκαν διπλό πρόσφορο «έδαφος»: Πρώτον, το «έδαφος» της επικράτειας αρχικώς της Ρωμαϊκής και, μετέπειτα, της «επιγόνου» της, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς και της θεσμικής κληρονομιάς τους, αφού αυτό διευκόλυνε την οργάνωση και λειτουργία της Χριστιανικής Εκκλησίας, κυρίως στις απαρχές της, και ευνόησε καταφανώς και την πρώτη εμφάνιση του «Κανονικού Δικαίου».  Και, δεύτερον, το «έδαφος» της Ελληνικής και της Λατινικής Γλώσσας, δοθέντος ότι μέσα από αυτές τις γλώσσες διαδόθηκε η Χριστιανική Διδασκαλία και διατυπώθηκε η λειτουργία της Χριστιανικής Εκκλησίας.  Όμως -και από την άλλη πλευρά- ήταν και οι «φερτές ύλες» του, εξαιρετικά «πλωτού» διανοητικώς, «ποταμού» της Χριστιανικής Διδασκαλίας, οι οποίες «γονιμοποίησαν» τις πολιτισμικές παρακαταθήκες των πυλώνων του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος και της θεσμικής κληρονομιάς της Αρχαίας Ρώμης. Αυτή την μεγάλη αλήθεια για την σχέση μεταξύ της Χριστιανικής Διδασκαλίας και του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού ενισχύει η όλη διδασκαλία μιας από τις μεγάλες μορφές της Ορθοδοξίας, του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.

Ι. Η συνεισφορά του πνευματικού έργου του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στην «γονιμοποίηση» της Χριστιανικής Διδασκαλίας

Σπεύδω, ευθύς εξ αρχής, να επισημάνω ότι όποιος επιχειρεί να μιλήσει για τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, μια από τις κορυφαίες πνευματικές μορφές κατά τα χρόνια του τουρκικού ζυγού, αδυνατεί να συνοψίσει σε λίγες μόνο παραγράφους το πολυσχιδές έργο του. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο η Μνήμη του παραμένει ως σήμερα ζωντανή στους Τόπους, στους οποίους περιόδευσε, ενώ ο βίος και το έργο του αποτελούν για όλους τους Χριστιανούς, αλλά και για κάθε άνθρωπο αγαθής προαίρεσης, πρότυπο αγιότητας, αυταπάρνησης και φιλανθρωπίας. Διότι, πράγματι, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, με την δράση του, όχι μόνο συνέβαλε καθοριστικώς στην διατήρηση της Εθνικής Συνείδησης του υπόδουλου Ελληνισμού, αλλ’ αναδείχθηκε επιπροσθέτως αληθινός φωτεινός υπέρμαχος της Παιδείας και της Ορθόδοξης Πνευματικότητας. Οι διδαχές του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, πίσω από το λιτό και τόσο προσιτό σε όλους ύφος τους, ενέχουν βαθιά γνώση και ακλόνητη προσήλωση στο φωτισμό του Γένους. Αποτελούν, μάλιστα, με την λεπτότητα και την καθαρότητα της έκφρασής τους, λαμπρά δείγματα του Ελληνικού Λόγου. Η σαφήνεια και η απλότητά τους θυμίζει το κήρυγμα των Αποστόλων, όπως μαρτυρεί ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «τον δ διδαχή του, καθς μες ατήκοοι ατς γενόμεθα, πλουστάτη σν κείνη τν λιέων».[1]

Α. Η προσήλωση στην Ορθόδοξη Πίστη

 Έχοντας ως κεντρικό άξονα του κηρύγματός του την Χριστιανική Διδασκαλία, καλούσε τους ακροατές του να μείνουν προσηλωμένοι στην Ορθόδοξη Πίστη, η οποία, όπως ήταν βέβαιος ο ίδιος, αποτελούσε την αληθινή ελπίδα που θα στήριζε το Γένος.

  1. Αγάπη και Ισότητα

Με αυτό το θεμέλιο, δηλαδή το Ορθόδοξο Φρόνημα, αγωνίσθηκε για την αγάπη και την ισότητα, καταδίκασε την κοινωνική αδικία και προέβαλε την αξία της Παιδείας. Μιας Παιδείας βασισμένης στον Ελληνικό Λόγο και προσανατολισμένης στην Ορθόδοξη Πίστη, με σκοπό τον γνήσιο φωτισμό του Γένους.Στις ομιλίες του, ο Πατροκοσμάς διδάσκει με απλά λόγια τα δόγματα της Εκκλησίας, παρηγορεί, επιπλήττει σαν στοργικός πατέρας, καλεί σε μετάνοια, ζητεί την αναμόρφωση της οικογενειακής και της κοινωνικής ζωής, φωτίζει την καρδιά και την διάνοια των ακροατών με την προσδοκία της Ανάστασης.

  • Η στήριξη στον υπόδουλο Ελληνισμό

Αξίζει να δούμε με ποιον τρόπο προσφέρει παραμυθία στον υπόδουλο Ελληνισμό, ενώ διδάσκει παράλληλα το Χριστολογικό δόγμα: « Κύριος μν ησος Χριστς κα Θεός, δελφοί μου, γλυκύτατος αθέντης κα δεσπότης, ποιητς τν γγέλων κα πάσης νοητς κα ασθητς κτίσεως, παρακινούμενος Κύριος π τν πολλν του γαθότητα, που χει ες τ Γένος μας, σιμ ες τ πειρα χαρίσματα που μς χάρισε κα μς χαρίζει καθ’ κάστην μέραν κα ραν κα στιγμήν, καταδέχθη κα γινε τέλειος νθρωπος κ πνεύματος γίου κα π τ καθαρώτατα αματα τς δεσποίνης μν Θεοτόκου κα ειπαρθένου Μαρίας, δι ν μς κάμ ν βγωμεν π τς χείρας το διαβόλου, κα ν μς κάμ υος κα κληρονόμους τς βασιλείας του».[2]

Β. Η αγάπη στον Συνάνθρωπο

 Με το κήρυγμά του προτρέπει τους ακροατές να μεριμνούν για τους συνανθρώπους τους και ν’ αφοσιώνονται στα έργα της αγάπης και της φιλανθρωπίας, πάντοτε με θεμέλιο την Χριστιανική Διδασκαλία για την ισότητα όλων των ανθρώπων. «Φυσικν εναι ν γαπμεν τος δελφούς μας· διότι εμεθα μις φύσεως, χομεν να βάπτισμα, μίαν πίστιν, τ χραντα μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ναν παράδεισον λπίζομεν ν πολαύσωμεν».[3]

1. Το Ορθόδοξο Ήθος

Οι διακρίσεις και οι αδικία γεννούν την διχόνοια.  Στόχος του, λοιπόν, ήταν η εξάλειψη της καταπίεσης και της αισχροκέρδειας, που τις στηλιτεύει με κάθε ευκαιρία. Η αταλάντευτη προσήλωσή του στο Ορθόδοξο Ήθος τον βοηθά να υπερβεί κάθε στενόμυαλο διαχωρισμό και να κηρύξει ότι η αδικία, έναντι οποιουδήποτε ανθρώπου, οποιασδήποτε θρησκείας, είναι πάντοτε καταδικαστέα: «θεν, δελφοί μου, σοι δικήσατε Χριστιανος βραίους Τούρκους, ν δώσητε τ δικον πίσω, διότι εναι κατηραμένον κα δν βλέπετε καμίαν προκοπήν».[4]

  • Η θέση της Γυναίκας

Πραγματικά πρωτοποριακό για τις συνθήκες της εποχής είναι και το κήρυγμά του για την θέση της γυναίκας στην οικογένεια και στην κοινωνία: «Πρέπει κα σύ, νδρα, ν μ μεταχειρίζεσαι τ γυνακα σου σν σκλάβα … Πατέρα λέγεις σύ τν Θεό, πατέρα τν λέγει κα κείνη. χετε μίαν πίστιν, να βάπτισμα· δν τν χει Θες κατωτέραν».[5]

ΙΙ. Το «κληροδότημα» της Χριστιανικής Διδασκαλίας στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό

    Τα όσα εκτέθηκαν για την διδασκαλία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού διευκολύνουν την εξήγηση του πώς  η Χριστιανική Διδασκαλία «γονιμοποίησε» την συμβολή του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος,  καθώς και της θεσμικής κληρονομιάς της Αρχαίας Ρώμης, στην όλη εξέλιξη του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, προσθέτοντάς του ιδίως τις εξής αρχές, που προϋπήρχαν μεν εν σπέρματι, πλην όμως αποτέλεσαν στην συνέχεια –και εξακολουθούν πάντα ν’ αποτελούν- «πυρηνικά» στοιχεία της υπόστασής του:

Α. Ο Ανθρωπισμός

    Πρώτον, τον Ανθρωπισμό, ως αρχή η οποία αποτελεί πραγματικό θεμέλιο για την κοινωνική συνύπαρξη εν γένει και «προοιωνίζεται», εκ φύσεως, κυρίως τις αρχές της Αλληλεγγύης και της Δικαιοσύνης. 

1. Ο Ανθρωπισμός και ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός

     Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού ο Ανθρωπισμός, με τα στοιχεία που του προσέθεσε η Χριστιανική Διδασκαλία, συνίσταται στο ότι ο Άνθρωπος, ως αυτοτελής προσωπικότητα με την δική της αξία, βρίσκεται στο επίκεντρο της οργάνωσης αλλά και του προορισμού κάθε συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου αλλά και ολόκληρης της Ανθρωπότητας.

α)  Όχι όμως ο Άνθρωπος ως μονάδα, αλλά ο Άνθρωπος ως μέλος ενός ευρύτατου κοινωνικού συνόλου, το οποίο υπερβαίνει έτσι κάθε είδους «σύνορα», ακόμη και τα κρατικά.  Ενός κοινωνικού συνόλου το οποίο, όπως ήδη τονίσθηκε, ξεπερνά, κατά πολύ, τα όρια της αρχετυπικής απλής συνύπαρξης –όσο και αν αυτή είναι στις μέρες μας αρκούντως θεσμικώς θωρακισμένη- προκειμένου να διαμορφώσει πραγματική «Κοινωνία Προσώπων». Πρέπει, βεβαίως, να διευκρινισθεί ότι αυτή η «συλλογική» θεώρηση του Ανθρώπου ουδόλως θίγει την ατομική του υπόσταση και την πρωταρχική της σημασία για την υπεράσπιση της αξίας του και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.  Όλως αντιθέτως, είναι αυτός ο «ευεργετικός ατομισμός» -όταν δεν εμποδίζει ούτε, πολύ περισσότερο, αποτρέπει στον Άνθρωπο να λειτουργήσει και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου- που μπορεί να υπηρετήσει, υπό τις ως άνω προϋποθέσεις, ιδίως την αρχή της Αλληλεγγύης.

β) Στο πεδίο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, αυτή η «Κοινωνία Προσώπων» καθορίζει, υπό την ευθεία επιρροή και των συναφών αρχών της Χριστιανικής Διδασκαλίας, τις βασικές συνιστώσες των σκοπών της σύγχρονης «Κοινωνίας Πολιτών». Δοθέντος ότι η τελευταία, πέρα και έξω από τα όρια της «Πολιτικής Κοινωνίας» -άρα της κρατικής παρέμβασης και του κάθε είδους κρατικού «προστατευτισμού»-  επιβάλλει σε καθένα από τα μέλη της να μεριμνά για τ’ άλλα, πρωτίστως στο πλαίσιο της υπεράσπισης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μέσω της Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Υπό τα δεδομένα αυτά η «Κοινωνία Πολιτών» μπορεί να συμβάλλει, ουσιωδώς, και στην αποτελεσματική εφαρμογή της -σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα συνταγματικώς κατοχυρωμένης, όπως συμβαίνει και στο ισχύον Σύνταγμά μας (άρθρο 25 παρ. 1)- αρχής της τριτενέργειας των Δικαιωμάτων τούτων.  Δηλαδή της ακώλυτης άσκησής τους από τον φορέα τους όχι μόνον έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας, αλλά και έναντι της αυθαιρεσίας μελών της «Κοινωνίας Πολιτών» με υπερέχουσα, ιδίως οικονομική, δύναμη.  Και με τον τρόπο αυτό η «Κοινωνία Πολιτών» είναι σε θέση να διασφαλίσει ένα άκρως αποδοτικό σύστημα «αυτορρύθμισης» των σχέσεων των μελών της, υπό όρους ουσιαστικής και, όσο αυτό είναι δυνατό, ισότιμης συνύπαρξης.

2. Ο Ανθρωπισμός και το θεσμικό πλαίσιο του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού

    Κάνοντας λόγο για τον Ανθρωπισμό, στο πλαίσιο του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, αυτονοήτως προέχει η αναφορά και στα κανονιστικά δεδομένα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την μια πλευρά, και των Κρατών-Μελών της από την άλλη.  Με την έννοια ότι οι οικείες στην αντίστοιχη Έννομη Τάξη διατάξεις θεσμοθετούν, σχεδόν δίχως εξαιρέσεις -και άσχετα από τον βαθμό στον οποίο εφαρμόζονται εμπράκτως- ειδικές ρυθμίσεις περί Ανθρωπισμού:

α) Πριν απ’ όλα το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, και μάλιστα το πρωτογενές, περιέχει πλειάδα κανόνων δικαίου που παραπέμπουν ευθέως στην αναγνώριση και υπεράσπιση της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.  Χαρακτηριστικά παραδείγματα ανιχνεύονται ευχερώς τόσο στην Σύμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και στην Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Είναι όμως ιδίως ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος «βρίθει» διατάξεων οι οποίες αναφέρονται, αμέσως ή εμμέσως, στην αξία του Ανθρώπου και στιες Ελευθερίες  του εκείνες, οι οποίες συνθέτουν την όλη έννοια του «Ευρωπαϊκού Ανθρωπισμού».

β) Αλλά και τα Συντάγματα των Κρατών-Μελών -σχεδόν χωρίς εξαιρέσεις, όπως προεκτέθηκε, και ανεξάρτητα από τον βαθμό ουσιαστικού σεβασμού τους στην πράξη- περιέχουν διατάξεις που αναδεικνύουν τον Ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και της οικείας Έννομης Τάξης συνολικώς. Και τούτο  ιδίως δια της κατοχύρωσης, μάλιστα δε σ’ επίπεδο γενικών ρητρών, των αρχών της υποχρέωσης, εκ μέρους πάντων, του σεβασμού και της προστασίας της αξιοπρέπειας ή της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Ελληνικό Σύνταγμα, μέσω των γενικών ρητρών των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1,περί σεβασμού και προστασίας της αξίας του Ανθρώπου και του άρθρου 5 παρ. 1, περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Και στο σημείο αυτό πρέπει ν’ αναδειχθεί η «υπεροχή» της διατύπωσης των διατάξεων του ως άνω άρθρου 2 παρ. 1, δοθέντος ότι η χρήση -λόγω και της «πλαστικότητας» της Ελληνικής Γλώσσας- του όρου «αξία», πολύ ευρύτερου της «αξιοπρέπειας», παρέχει στην Ελληνική Έννομη Τάξη, μέσω της νομοθετικής εξειδίκευσής του, την δυνατότητα κατοχύρωσης των αρχών του Ανθρωπισμού σε μεγαλύτερη έκταση από άλλες Έννομες Τάξεις, στις οποίες χρησιμοποιείται ο προαναφερόμενος όρος της «αξιοπρέπειας».

Β. Η Αλληλεγγύη

    Δεύτερον, την Αλληλεγγύη, ως αρχή η οποία καθιερώνει τον κυριότερο «συνεκτικό δεσμό» μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου και συνακόλουθα, εγγυάται την συνοχή της κοινωνικής συνύπαρξης, δηλαδή την κοινωνική συνοχή υφ’ όλες της τις εκφάνσεις. 

1. Αλληλεγγύη και «Κοινωνία Προσώπων»

    Η κατά την Χριστιανική Διδασκαλία «Κοινωνία Προσώπων» καθίσταται εφικτή, ως ουσιώδης μετεξέλιξη της απλής κοινωνικής συνύπαρξης, κυρίως μέσω της κατά την Ευαγγελική και την Πατερική Διδασκαλία Αλληλεγγύης, η οποία διαδραματίζει τον ρόλο του συνδετικού κρίκου μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου, κατά την λογική του: « σ μισες, τέρω μ ποιήσης».  Και, ακόμη περισσότερο, όπως προεκτέθηκε, του: Ἀγάπα τον πλησίον σου ὡς σεαυτόν». 

α) Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τα όσα η σημερινή συγκυρία αναδεικνύει, η Αλληλεγγύη, υπό τ’ ανωτέρω βασικά χαρακτηριστικά της, συνιστά θεμελιώδη αρχή και αξία του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, στο σύνολό του, ιδίως δε υπό την έκφανση του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού. Και όταν γίνεται λόγος περί του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού, η σύνθεσή του προκύπτει από το πολιτισμικό αξιακό πλαίσιο, το οποίο «αναδύεται» όχι μόνο από την Έννομη Τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και από την Έννομη Τάξη κάθε Κράτους-Μέλους της. Δοθέντος ότι η ίδια η θεσμική φυσιογνωμία του Ευρωπαϊκού Νομικού Οικοδομήματος δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνον ως ενιαία, ιδίως αναφορικά με τις θεμελιώδεις συνιστώσες της, όπως είναι και εκείνη της Αλληλεγγύης. 

β) Βεβαίως, στο πεδίο του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού, εν γένει, τον «τόνο» περί της σημασίας της Αλληλεγγύης τον δίνει η Έννομη Τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βάση το πρωτογενές αλλά και το παράγωγο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σύμφωνα με τον τρόπο που οι διατάξεις του εξελίσσονται -ή πρέπει να εξελίσσονται- μέσα στον χρόνο, τασσόμενες, κατά την εκάστοτε προκύπτουσα συγκυρία, «στην υπηρεσία» του Ανθρώπου και του Κοινωνικού Κράτους. Όπως αναλύεται και στην συνέχεια, η Αλληλεγγύη αποτελεί αρχή και αξία της όλης Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συνιστά και τον θεμελιώδη «συνδετικό κρίκο» των Κρατών-Μελών στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και, επέκεινα, προς την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Σε τελική ανάλυση, η Αλληλεγγύη, κατά το πρωτογενές και το παράγωγο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, μπορεί και πρέπει ν’ αποτελέσει, ταυτοχρόνως, «θεμέλιο» και σταθερή «αντηρίδα» του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, στην πορεία του προς την οριστική του μορφή υπό όρους ομοσπονδιακής οργάνωσης, οπωσδήποτε στην βάση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως εγγύησης, κατά τα προεκτεθέντα, της Ελευθερίας. 

2. Η Αλληλεγγύη στην Έννομη Τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    Ακόμη και κατά την νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Αλληλεγγύη αποτελεί αφενός γενική αρχή, η οποία θεσπίζεται σε όλα τα προοίμια των διαδοχικών Ευρωπαϊκών Συνθηκών, αρχής γενομένης από την Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα του 1951. Η οποία συμπεριέλαβε την αρχή της Αλληλεγγύης όπως την είχε διατυπώσει ένας από τους «πατέρες» του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, ο Robert Shuman, στην Διακήρυξή του του 1950.  Και, αφετέρου, αντικείμενο ειδικής νομικής ρύθμισης από πλειάδα διατάξεων –υπερβαίνουν τις δεκαπέντε- του δικαίου των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι του ισχύοντος πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου.

α) Συγκεκριμένα, η Αλληλεγγύη αναφέρεται στην Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως κοινή αξία και αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τις αμοιβαίες σχέσεις των Κρατών-Μελών, τις σχέσεις τους με τρίτες Χώρες αλλά και τις σχέσεις μεταξύ όλων των Πολιτών των Κρατών-Μελών.  Επιπλέον, και όπως ήδη αναφέρθηκε, εξειδικεύεται με πλειάδα κανόνων του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου, «ιδρύοντας» συγκεκριμένες εγγυήσεις και θεμελιώνοντας πλήρη δικαιώματα και εξίσου πλήρεις υποχρεώσεις. 

α1) Τούτο σημαίνει ότι η αρχή της Αλληλεγγύης, ως νομική πλέον αρχή της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, συνιστά κοινή αξία και βασικό  «συνεκτικό δεσμό» τόσο μεταξύ των Κρατών-Μελών όσο και μεταξύ των Πολιτών των Κρατών-Μελών, αποκτώντας έτσι «δομική» σημασία για το όλο θεσμικό της οικοδόμημα.  Ένα άκρως χαρακτηριστικό και αντιπροσωπευτικό εν προκειμένω πλαίσιο του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου παρέχουν οι διατάξεις του άρθρου 222 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες θεσπίζουν την «ρήτρα Αλληλεγγύης». Ρήτρα, η οποία «διατρέχει» πλειάδα κρίσιμων, για την συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχέσεων μεταξύ των Κρατών-Μελών, όπως είναι π.χ. οι σχέσεις που αφορούν την εκ μέρους ενός Κράτους-Μέλους αντιμετώπιση των επιπτώσεων από τρομοκρατικές επιθέσεις ή από φυσικές και ανθρωπογενείς καταστροφές. Στο σημείο αυτό είναι επιβεβλημένη η επισήμανση της θέσης της αρχής της Αλληλεγγύης και στο κανονιστικό πλαίσιο του άρθρου 42 παρ. 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει σήμερα αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία κυρίως λόγω των απειλών που «εκτοξεύουν» τρίτα Κράτη -βλ., π.χ., Τουρκία- εναντίον Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως πρωτίστως εναντίον της  Ελλάδας και της Κύπρου. 

α2) Κατά τις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «Σε περίπτωση κατά την οποία κράτος-μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη-μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.  Αυτό δεν επηρεάζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών-μελών.  Οι δεσμεύσεις και η συνεργασία στον τομέα αυτόν εξακολουθούν να είναι σύμφωνες προς τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο του Οργανισμού του Βόρειο-Ατλαντικού Συμφώνου, η οποία παραμένει, όσον αφορά τα κράτη που είναι μέλη του, το θεμέλιο της συλλογικής τους άμυνας και όργανο της εφαρμογής της». Πρέπει δε να διευκρινισθεί ότι κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών -που, με βάση τις προμνημονευόμενες διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου- ο όρος «επίθεση» συμπεριλαμβάνει και τις περιπτώσεις επικείμενης απειλής εναντίον ενός Κράτους, πολλώ δε μάλλον τις περιπτώσεις  απειλής χρήσης βίας. Οπότε, και κατά λογική ακολουθία, η ρήτρα «αμοιβαίας συνδρομής» –άρα η συγκεκριμένη μορφή Αλληλεγγύης- ενεργοποιείται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και στις περιπτώσεις αυτές.

β) Κατ’ εξοχήν όμως είναι οι διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως ως προς το Κοινωνικό Κράτος και τα Κοινωνικά Δικαιώματα -διατάξεις, οι οποίες συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου (leges perfectae), σε αντίθεση προς τις περί Κοινωνικών Δικαιωμάτων διατάξεις της νομοθεσίας του Συμβουλίου της Ευρώπης που, στερούμενες κυρώσεων, είναι, ουσιαστικώς, «ατελείς»  κανόνες δικαίου (leges minus quam perfectae ή και leges imperfectae)- οι οποίες «κορυφώνουν» την Αλληλεγγύη ως θεμελιώδη αρχή του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού.  Και τούτο διότι, όπως ήδη επεξηγήθηκε, οι διατάξεις αυτές έχουν ως στόχο να «κάνουν πράξη» τον Ανθρωπισμό μέσ’ από την εκπλήρωση συγκεκριμένων νομικών επιταγών υπεράσπισης, επίσης «στην πράξη», της Αλληλεγγύης, πρωτίστως σε περίοδο κρίσεων, όταν η αξία του Ανθρώπου κινδυνεύει να «καταρρεύσει».

Γ. Η Ειρήνη

    Τρίτον, την Ειρήνη, ως αρχή η οποία εγγυάται υπέρ της «Κοινωνίας Προσώπων» -άρα υπέρ του κοινωνικού συνόλου- την αρμονική συνύπαρξη, απαραίτητη για την παραγωγική κοινωνική συνδημιουργία. 

1. Η άρρηκτη σχέση της Ειρήνης με τον Ανθρωπισμό και την Αλληλεγγύη

    Κατά την Χριστιανική Διδασκαλία, η πραγμάτωση των επιταγών του Ανθρωπισμού και της Αλληλεγγύης, υπό την κατά τ’ ανωτέρω έννοιά τους, προϋποθέτει, ανυπερθέτως, την Ειρήνη, όχι μόνον ως πρωταρχική επιδίωξη αλλά και ως ενδιάθετη στάση ζωής. 

α) Με την έννοια ότι η εκ μέρους του Ανθρώπου οικειοθελής τήρηση της συμπεριφοράς εκείνης, που ανταποκρίνεται στα κελεύσματα της Ειρήνης, τον οδηγεί στην κατάκτηση του τελικού προορισμού του, ήτοι στην ομοίωση προς τον Δημιουργό του.  Αυτή την πτυχή της Χριστιανικής Διδασκαλίας αποδίδει, μ’ εξόχως «δωρικό» τρόπο, ο Μακαρισμός του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου (5,9): «Μακάριοι ο ερηνοποιοί, τι ατο υο Θεο κληθήσονται». Ιδίως όμως στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (16,33), η Ειρήνη περιγράφεται από τον ίδιο τον Χριστό, στην εκεί ομιλία του προς τους Μαθητές του, ως καρπός της πνευματικής επικοινωνίας και «ένωσής» τους μαζί του.  Άρα, κατά προέκταση της ρήσης αυτής στο διαχρονικό πλαίσιο της Χριστιανικής Διδασκαλίας εν γένει, και ως καρπός επικοινωνίας και ένωσης των ανθρώπων μεταξύ τους: «Τατα λελάληκα μν να ν μο ερήνην χητε».  Και πάλι στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, λίγο προηγουμένως (14,27), ο Χριστός αφήνει στους Μαθητές του, ως αναλλοίωτο διαχρονικώς «καταπίστευμα» για να τους ενδυναμώνει στο μέλλον αλλά και να το «μεταδώσουν» κατά την μετέπειτα διδασκαλία τους, την Ειρήνη. Την «δική» του αληθινή Ειρήνη: «Ερήνην φίημι μν, ερήνην τήν μήν δίδωμι μν». Τέλος -και όχι λιγότερο σημαντικό, κάθε άλλο- μόλις ο Χριστός ήλθε στον επίγειο κόσμο ως Άνθρωπος, βρέφος ακόμη, «άκουσε» τον ύμνο των Αγγέλων για την ουσία και την σημασία της Ειρήνης, την οποία «προοιωνιζόταν» η Γέννηση του Κυρίου: «Δόξα ν ψίστοις Θε κα π γς ερήνη ν νθρώποις εδοκία» (Λουκ. 2,14).

β) Και αντιστρόφως: Κατά την Χριστιανική διδασκαλία, η παραγνώριση της αξίας της Ειρήνης, ως κατάστασης  που διατρέχει την αρχή και τον κορμό της κοινωνικής συμβίωσης, καθιστά την μεν Αλληλεγγύη κενή περιεχομένου. Τον δε Ανθρωπισμό ένα απλό «αξίωμα» το οποίο έχει, εν προκειμένω, απωλέσει πια τα βασικά συστατικά του στοιχεία. Πολλώ μάλλον διότι δίχως την εγγύηση της ειρηνικής συνύπαρξης, οι ασθενέστεροι βρίσκονται ευθέως αντιμέτωποι με την «υπεροχή» των «ισχυρών». Οπότε ουδεμία Αλληλεγγύη μπορεί ν’ ανατάξει τις καταστάσεις ανισότητας που, μοιραίως, προκύπτουν και ουδείς Ανθρωπισμός μπορεί, συνακόλουθα, να επικρατήσει ως αντίδοτο των ως άνω ανισοτήτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Απόστολος Παύλος, μεταξύ των «καρπών του Αγίου Πνεύματος» που συνθέτουν την πεμπτουσία του Ανθρωπισμού, ως βασικού στοιχείου της κατά Χριστόν κοινωνικής συνύπαρξης, αναφέρει και την Ειρήνη. Στην «προς Γαλάτας» επιστολή του (5/Ε: 22,23) προσδιορίζει τους «καρπούς» αυτούς ως ακολούθως: «γάπη, χαρά, ερήνη, μακροθυμία, χρηστότης, γαθοσύνη, πίστις, πραότης, γκράτεια».

2. Η Ειρήνη και ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός

    Και η Ειρήνη, κατά τις προμνημονευόμενες Χριστιανικές καταβολές της και «αποχρώσεις» της, συνιστά αναπόσπαστο τμήμα του εν γένει Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.

α) Κατ’ αρχάς, τούτο προκύπτει από την ίδια την αιτία δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά το αξιακό σύστημα που υιοθέτησαν οι ιδρυτές της: Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες αρχικώς, και ύστερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιουργήθηκαν ως κορυφαία και εμβληματική αντίδραση των Κρατών της Ευρώπης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος «θρυμμάτισε» -για δεύτερη φορά μέσα στον 20ό αιώνα- την Ειρήνη και «έθρεψε» εφιάλτες, που ουδέποτε η Ανθρωπότητα γνώρισε στο ιστορικό της παρελθόν.  Αντίδραση, η οποία σήμαινε πλήρη επίγνωση του ότι τυχόν επανάληψη των δεινών του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, με τα καταστροφικά μέσα τα οποία είναι σήμερα «διαθέσιμα», θα σηματοδοτούσε, αναμφιβόλως, και το τέλος της Ανθρωπότητας. Την ορθότητα των ως άνω διαπιστώσεων τεκμηριώνει αυτό τούτο το «Προοίμιο» της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπενθυμίζοντας, ευθύς εξ αρχής, την σημασία της ειρηνικής συνύπαρξης των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της αποφυγής, οριστικώς και αμετακλήτως, των μεταξύ τους διαιρέσεων: «Υπενθυμίζοντας την ιστορική σημασία του τερματισμού της διαιρέσεως της Ευρωπαϊκής Ηπείρου και την ανάγκη να δημιουργηθούν σταθερές βάσεις, για την μελλοντική οικοδόμηση της Ευρώπης…».

β) Επιπλέον, η εμπέδωση της Ειρήνης αποτελεί κύριο στόχο της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ωθεί προς τον τελικό προορισμό της -την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση- και για την επιτέλεση της αποστολής της έναντι των Κρατών-Μελών της αλλά και για την επιτέλεση του πλανητικού ρόλου που της αναλογεί.  Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με το πρωτογενές Ευρωπαϊκό αλλά και το Διεθνές Δίκαιο, έχει χρέος να εγγυάται τόσο την ειρηνική συνύπαρξη των Κρατών-Μελών της, αφού δίχως αυτή την προϋπόθεση θα οδηγείτο, νομοτελειακώς, σε διάλυση.  Όσο και την διασφάλιση της Ειρήνης στις σχέσεις των Κρατών-Μελών της με τρίτα Κράτη, τα οποία ενδεχομένως -κάτι που είναι ορατό «δια γυμνού οφθαλμού» σήμερα τουλάχιστον για την Ελλάδα και την Κύπρο εκ μέρους της Τουρκίας- θα μπορούσαν ν’ απειληθούν από τα γειτονικά τους, τρίτα έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Κράτη.  Και τούτο διότι, αυτονοήτως και αυτοθρόως, κάθε απειλή εναντίον Κράτους-Μέλους –a fortiori δε κάθε επίθεση- συνιστά απειλή και επίθεση κατά της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό δε καθιστά ακόμη πιο επίκαιρη την ανάδειξη της σημασίας της ρήτρας «αμοιβαίας συνδρομής», κατά τις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την οποία έγινε λόγος αμέσως προηγουμένως. Όπως επίσης καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη επιβολής των αναγκαίων κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Πραγματικά, από πλευράς Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι στο μέτρο που Ελλάδα και Κύπρος συμμετέχουν, ως οφείλουν άλλωστε, στις εναντίον της Ρωσίας κυρώσεις εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την βάρβαρη εισβολή στην Ουκρανία, a fortiori δεν μπορεί να μένει ατιμώρητη η Τουρκία για την επί 50 σχεδόν χρόνια βάρβαρη κατοχή του ενός τρίτου του εδάφους της Μαρτυρικής Κύπρου. Όταν μάλιστα η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης.

Δ.  Η Δικαιοσύνη

    Και, τέταρτον, την Δικαιοσύνη. Η Δικαιοσύνη, ως θεμελιώδης νομική γενική αρχή, έχει τις ρίζες της -με αφετηρία την Αριστοτελική φιλοσοφία- στην Αρχαία Ελλάδα και, εν συνεχεία, στην Αρχαία Ρώμη.

1. Δικαιοσύνη και κανονιστικώς «δέον»

     Όμως η κατά την Χριστιανική Διδασκαλία «Δικαιοσύνη» υπερβαίνει, όπως ήδη διευκρινίσθηκε, το κανονιστικώς «δέον».  Και μετατρέπεται σε καθημερινή συμπεριφορά, την οποία ο Άνθρωπος οφείλει να τηρεί πέρα και έξω από την θεσμική υποχρέωση που του επιβάλλει η κείμενη νομοθεσία. 

α) Επανέρχομαι λοιπόν, κατ’ ανάγκη, στα όσα προαναφέρθηκαν για την σημασία της Δικαιοσύνης στο πλαίσιο της Χριστιανικής Διδασκαλίας: Η Πέμπτη Ωδή («Προσευχ σαΐου το Προφήτου», κστ, 9), που από την Παλαιά ενσωματώθηκε στην Καινή Διαθήκη και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Χριστιανικής Διδασκαλίας, αποδίδει, με άκρως αντιπροσωπευτικό τρόπο, αυτή την έννοια της αρχής της Δικαιοσύνης: «Δικαιοσύνην μάθετε, ο νοικοντες π τς γς.». Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η ως άνω διατύπωση ενέχει τέτοια γενικότητα, ώστε η αντίστοιχη «προτροπή» ν’ απευθύνεται όχι μόνο στους ασκούντες, αμέσως ή εμμέσως, μιας μορφής κρατική εξουσία.  Αλλά και σε όλα τα μέλη του οικείου κοινωνικού συνόλου, έτσι ώστε οι «ασθενέστεροι» να προστατεύονται από την αυθαιρεσία του «αδίκου» «erga omnes».

β) Συνδυαζόμενη δε, όπως είναι αυτονόητο, με την αρχή της Αλληλεγγύης, η Δικαιοσύνη, πάντα κατά την Χριστιανική Διδασκαλία, με στήριγμα και την αναλογική Ισότητα, οδηγεί στην διαμόρφωση της αρχής της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.  Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο η Κοινωνική Δικαιοσύνη -όπως και η αρχή της Αλληλεγγύης, κατά τ’ ανωτέρω- κατέχει την σημερινή της κορυφαία θέση στο πλαίσιο του όλου, και όχι μόνο του Νομικού, Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Αναμφισβήτητα όμως, η Κοινωνική Δικαιοσύνη κατέχει δεσπόζουσα θέση στις διατάξεις εκείνες του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου, οι οποίες εγγυώνται την οργάνωση και λειτουργία του Κοινωνικού Κράτους και, επέκεινα, την ακώλυτη άσκηση όλων, ανεξαιρέτως, των κοινωνικών δικαιωμάτων.

2. Η Δικαιοσύνη στο αξιακό πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού

    Πραγματικά, οι περί Δικαιοσύνης θέσεις της Χριστιανικής Διδασκαλίας, όπως  εξελίχθηκαν στο πεδίο του Βυζαντινού Πολιτισμού κυρίως μέσω της διδαχής των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, έχουν αφήσει ανεξίτηλο το «αποτύπωμά» τους και στο αξιακό σύστημα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.

α) Τούτο συνάγεται ευχερώς και από τις περί Ανθρωπισμού, Αλληλεγγύης και Ειρήνης «συνιστώσες» του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, με βάση τα όσα ήδη διευκρινίσθηκαν.  Αφού, όπως είναι ευχερώς κατανοητό, η αρχή και αξία της Δικαιοσύνης μόνον υπό συνθήκες Ανθρωπισμού, Αλληλεγγύης και Ειρήνης είναι εφικτό να καταστεί πράξη στις σχέσεις μεταξύ των μελών κάθε κοινωνικού συνόλου.  Πέραν τούτων, είναι χρήσιμο -για λόγους ιστορικής ακρίβειας, και όχι μόνο- να σημειωθεί ότι οι ρίζες της Δικαιοσύνης, σύμφωνα με τα κατά ως άνω χαρακτηριστικά της, ανατρέχουν και στο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα. Και αυτό διότι εντός του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού η Δικαιοσύνη έχει και τα χαρακτηριστικά που ανέδειξε ο Πλάτων (Πολιτεία, 3.31e):Τ φειλόμενα κάστῳ ἀποδιδόναι δίκαιόν στι». Χαρακτηριστικά τα οποία, στην μεταγενέστερη εξέλιξή τους, κατά το μεν Ρωμαϊκό Δίκαιο συμπυκνώνονται στο «suum cuique tribuere». Κατά το δε Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο επιβάλλουν: «κάστ τό διον ατ ποδιδόναι».

β) Εν πάση περιπτώσει, η Δικαιοσύνη συνιστά αναπόσπαστο τμήμα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού και μέσω -ίσως δε κυρίως- του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού, όπως τονίσθηκε προηγουμένως.  Τούτο συνάγεται από το ότι οι προμνημο-νευόμενοι περί Ανθρωπισμού, Αλληλεγγύης, Κοινωνικού Κράτους και κοινωνικών δικαιωμάτων κανόνες του πρωτογενούς και του παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου καθιερώνουν, ως σκοπό του ρυθμιστικού τους «πυρήνα», την εμπέδωση της Δικαιοσύνης, ιδίως σε ό,τι αφορά την προστασία των κοινωνικώς και οικονομικώς ασθενέστερων.  Διότι δίχως την υπεράσπισή τους, δια της εφαρμογής στην πράξη διατάξεων εγγύησης της Δικαιοσύνης, οι κοινωνικώς και οικονομικώς ασθενέστεροι γίνονται «βορά» των, γεωμετρικώς ενισχυόμενων, ανισοτήτων.  Κάτι το οποίο «αναιρεί» το περιεχόμενο της Αλληλεγγύης και, εν τέλει, αφαιρεί από τον Ανθρωπισμό και την τελευταία «ικμάδα» της αξιακής του οντότητας. Δεν πρέπει, λοιπόν, να παραγνωρίζεται η «επώδυνη» αλήθεια, κατά την οποία οι αρχές της Δικαιοσύνης και, πρωτίστως, της Κοινωνικής Δικαιοσύνης αποκτούν τόσο μεγαλύτερη σημασία στην εποχή μας, όσο βαίνουμε, χωρίς αμφιβολία, προς μια «δυστοπική» περίοδο διεύρυνσης των ανισοτήτων. Και τούτο διότι η Οικονομική Παγκοσμιοποίηση, με τους όρους που έχει δομηθεί και εξελίσσεται στην πράξη, ναι μεν διασφαλίζει συγκεκριμένες προϋποθέσεις ανάπτυξης.  Πλην όμως αμιγώς οικονομικής ανάπτυξης, δίχως εγγυήσεις ουσιαστικής βιωσιμότητας, αφού την βιωσιμότητα αυτή υπονομεύουν, εκ προοιμίου, οι ανισότητες. Ανισότητες, τις οποίες αυτή η Οικονομική Παγκοσμιοποίηση όχι μόνο δεν είναι σε θέση να καταπολεμήσει αλλά, όλως αντιθέτως, «πυροδοτεί», θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο την ομαλή κοινωνική συνύπαρξη και συνδημιουργία, άρα την ίδια την κοινωνική συνοχή.

Επίλογος

Αυτές οι σκέψεις και θέσεις ας γίνουν και για εμάς ο ασφαλής οδηγός προς την προσωπική μας πνευματική ανάταση και προς μια καλύτερη κοινωνία, θεμελιωμένη και στα Χριστιανικά Μηνύματα της Αγάπης, του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης και της Δικαιοσύνης.   Ιδίως δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, που είναι στέρεη αντηρίδα, πάνω στην οποία, κυρίως στους σημερινούς κρίσιμους καιρούς όπου ο Τόπος μας και ο Λαός μας δοκιμάζονται ακόμη από την βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση, μπορούμε και πρέπει να στηρίξουμε το οικοδόμημα της κοινωνικής συνοχής.  Και έτσι να πορευθούμε στο μέλλον εκπληρώνοντας, στο ακέραιο, το δικό μας Εθνικό Χρέος που συνίσταται, πρωτίστως, στην υπεράσπιση της Ιστορίας και της προοπτικής του Λαού μας και του Έθνους μας και στη διασφάλιση του μέλλοντος που αξίζουν οι επόμενες γενιές. Εμείς, οι Έλληνες -θα το επαναλάβω για πολλοστή φορά- οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε μόνον απόγονοι Μεγάλων Προγόνων.  Όλως αντιθέτως, με βάση αυτή την κληρονομιά, πρέπει να προσθέσουμε την δική μας δημιουργία στο Εθνικό μας Οικοδόμημα.  Οδηγός μας πρέπει να είναι, εσαεί, η ρήση του Πλάτωνος στον «Μενέξενο»: «Ανδρί οιομένω τι είναι ουκ έστιν αίσχιον ουδέν, ή παρέχειν εαυτόν τιμώμενον μη δι εαυτόν αλλά δια δόξαν προγόνων».  Κι ακόμη τούτο, εν κατακλείδι: Η Σεπτή Μνήμη του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού μας υπενθυμίζει ότι αυτό το Ιερό Εθνικό Χρέος πρέπει να το φέρουμε σε πέρας υπό όρους αρραγούς ενότητας, αναλογιζόμενοι το τεράστιο κόστος της διχόνοιας και του διχασμού στο απώτερο αλλά και το πρόσφατο παρελθόν, κόστος ακόμη και εις βάρος του Εθνικού μας Κορμού.


[1] Νικοδήμου του Αγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, τρίτη έκδοση, Αθήνα, 1961, σελ. 202.

[2] Διδαχή Α΄ (Μάρκου Α. Γκιόλια, Ο Κοσμάς Αιτωλός και η Εποχή του, Εκδόσεις Τυμφρηστός, Αθήνα, 1972, σελ. 329).

[3] Διδαχή Α΄ (Μάρκου Γκιόλια, όπ. παρ., σελ. 335).

[4] Διδαχή Δ΄ (Μάρκου Γκιόλια, όπ. παρ., σελ. 364).

[5] Διδαχή Α΄ (Μάρκου Γκιόλια, όπ. παρ., σελ. 341).

Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να παρακολουθήσετε την εκδήλωση:

https://www.youtube.com/watch?v=nhw7dfXjHbk