Η Δικαιοσύνη στην υπηρεσία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Oμιλία, κατά την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. η οποία είχε ως θέμα «Η Δικαιοσύνη στην υπηρεσία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου»,

Πρόλογος

Στους κρίσιμους, θα έλεγα χαλεπούς, καιρούς μας για τον Άνθρωπο και την Δημοκρατία ο Δικαστής και, συνακόλουθα, η Δικαστική Εξουσία καλούνται να υπερασπίζονται  -κατ’ εξοχήν μέσω της διευκόλυνσης της πλήρους άσκησης του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας- πρωτίστως τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου.  Την αποστολή τους αυτή προσδιορίζει η «κορωνίδα» της Έννομης Τάξης μας, ήτοι το Σύνταγμα, στο μέτρο που την εντάσσει στο πλαίσιο της θωράκισης του Κράτους Δικαίου και, επέκεινα, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως εμβληματικής διαδικασίας εγγύησης της Ελευθερίας.

Α. Μια απλή περιγραφή των θεσμικών συνιστωσών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας δεν είναι σε θέση να φθάσει στην πεμπτουσία της και ν’ αναδείξει τις πραγματικές της διαστάσεις, ως συστήματος διακυβέρνησης που βρίσκεται πιο κοντά στον Άνθρωπο κατά την δύσβατη πορεία του προς την επιτέλεση της αποστολής του.  Ένα τέτοιο εγχείρημα προϋποθέτει μια πολύ πιο βαθιά και διεισδυτική ανάλυση, ιδίως αναφορικά με το ποιο είναι εκείνο το συστατικό στοιχείο της, το οποίο συνέβαλε καθοριστικώς στο να διαδοθεί ευρύτατα η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία ως σύστημα διακυβέρνησης.  Σήμερα έχει καταστεί εδραία η αντίληψη πως το βασικό πλεονέκτημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως συστήματος διακυβέρνησης, συνίσταται στο ότι δημιουργήθηκε, εξ αρχής, ως ένα είδος «πανοπλίας» υπεράσπισης και προστασίας της Ελευθερίας και, ειδικότερα, ως εξαιρετικά πρόσφορη διαδικασία άσκησης στην πράξη της Ελευθερίας, δια της αντίστοιχης ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή.

Β. Πραγματικά, και δίχως να υποτιμάται το γεγονός ότι και η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία καταλήγει σε συγκεκριμένους, ορατούς, συμβιβασμούς σε σχέση με έναν, βεβαίως εντελώς θεωρητικό σήμερα, αμιγώς δημοκρατικό τρόπο διακυβέρνησης –με κυριότερο «συμβιβασμό» εκείνον, σύμφωνα με τον οποίο ναι μεν όλες οι Εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, πλην όμως ασκούνται υπό τους περιορισμούς του οικείου Συντάγματος, και δη περιορισμούς που οριοθετούν την ένταση της αμεσότητας άσκησης της Εξουσίας- γίνεται, σχεδόν καθολικώς, δεκτό πως συνιστά τον πιο πρόσφορο και πιο αποτελεσματικό τρόπο δημοκρατικής διακυβέρνησης.  Και το σπουδαιότερο σημείο υπεροχής της εντοπίζεται στο ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ως σύστημα διακυβέρνησης το οποίο συνδυάζεται, κατ’ ανάγκην, με το κλασικό καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα που προϋποθέτει τον ελεύθερο και υγιή ανταγωνισμό ως προς το, lato sensu, «επιχειρείν», παρίσταται το πιο κατάλληλο και «φιλικό», έναντι του Ανθρώπου, σύστημα άσκησης εξουσίας, στην όλη προσπάθειά του να υπερασπισθεί, μέσω της Ελευθερίας, την αξία του και ν’ αναπτύξει ελευθέρως την προσωπικότητά του.  Και δη ως το σύστημα το οποίο, στην ως άνω προσπάθεια του Ανθρώπου, τον εξοπλίζει με τ’ απαραίτητα μέσα κατάλληλης άμυνας κατά των φαινομένων της κρατικής αυθαιρεσίας, αλλά και κατά της εκ μέρους των λοιπών μελών του κοινωνικού συνόλου αυθαίρετης άσκησης των κάθε είδους δικαιωμάτων. 

Ι. Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και οι όροι άσκησης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Το βασικό στοιχείο αυτής της υπεροχής της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας έγκειται στο ότι, ταυτοχρόνως, κατάγεται από την ιδέα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και εγγυάται την κατά τον προορισμό τους άσκησή τους. Άρα, εγγυάται, ποικιλοτρόπως, και την απόλαυση της Ελευθερίας, κυρίως μέσω της άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Είναι δε αυτό το δεύτερο σημείο υπεροχής της, το οποίο αναδεικνύει με μεγαλύτερη ενάργεια το γιατί και πώς η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία εμφανίζεται, όπως προεκτέθηκε, ως «ιδανική» διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας.  

Α.  Ένα σταθερό ανάχωμα κατά της αυθαιρεσίας

Με άλλα λόγια η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία υπερέχει, διότι οργανώνει θεσμικό ανάχωμα κατά της αυθαίρετης άσκησης των επιμέρους δικαιωμάτων και από τα κατ’ ιδίαν υποκείμενά τους. Αφού, ιδίως στην εποχή μας, ο Άνθρωπος κινδυνεύει όχι μόνον από την κρατική αυθαιρεσία αλλά και από την αυθαιρεσία των συνανθρώπων του, με «αιχμή του δόρατος» δε εκείνους που, λόγω οικονομικής κυρίως ισχύος, ρέπουν, τουλάχιστον κατά κανόνα, προς μια καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων τους εις βάρος των οικονομικώς ασθενέστερων. 

  1. Αυτό το πλεονέκτημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εξηγείται από το ότι, κατά την θεσμική και πολιτική ιδιοσυγκρασία του, ο Άνθρωπος μπορεί, δια της άσκησης των δικαιωμάτων του, κατά πρώτο λόγο να υπερασπίζεται ελευθέρως την αξία του και ν’ αναπτύσσει, επίσης ελευθέρως, την προσωπικότητά του.  Και τούτο αφορά, εμφατικώς, την κρατική εξουσία, με όλα τα επικίνδυνα για την Ελευθερία μέσα καταναγκασμού που διαθέτει. Και τα οποία ναι μεν είναι αναγκαία για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, πλην όμως δεν παύουν ν’ αποτελούν, εν δυνάμει, απειλή για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου και για την Ελευθερία του. Επομένως, οι θεσμοί της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, κυρίως μέσω της Διάκρισης των Εξουσιών και του Κράτους Δικαίου, πρέπει να λειτουργούν έτσι, ώστε η χρήση των μέσων καταναγκασμού από τα κρατικά όργανα να ενεργοποιείται αφενός lege artis, ήτοι κατά την Αρχή της Νομιμότητας.  Και, αφετέρου -και τούτο αποτελεί επίσης επιμέρους πρόταγμα της Αρχής της Νομιμότητας- με την τήρηση της αρχής της Αναλογικότητας, υφ’ όλες της τις εκφάνσεις.
  2. Για ν’ αναχθούμε στο πεδίο της εξέλιξης των Δημοκρατικών Θεσμών εν γένει, επισημαίνεται ότι αυτό το, βαρύνουσας σημασίας, χαρακτηριστικό της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως προς την υπεράσπιση του Ανθρώπου έναντι της  κρατικής αυθαιρεσίας είναι εκείνο, του οποίου η εμφάνιση σηματοδοτεί το «πέρασμα» από το αστυνομικό κράτος στο Κράτος με ουσιαστικό δημοκρατικό «πρόσημο», επομένως το «πέρασμα» στην σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.  Επιπλέον δε, το χαρακτηριστικό θ’ αποτελεί, στο διηνεκές, το γνώρισμα, το οποίο διαχωρίζει, ευκρινώς, την γνήσια και αυθεντική -δηλαδή εκείνη που διαθέτει εν λειτουργία όλα τα βασικά συστατικά της στοιχεία- Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία από άλλες, «νόθες», παρεκβάσεις της, ιδίως όταν αυτές χρησιμοποιούνται, για λόγους πολιτικών σκοπιμοτήτων, ως «λεοντή» συγκάλυψης αυταρχικών καθεστώτων, τα οποία περιβάλλονται «κοινοβουλευτικό μανδύα».

Β. Τα όρια άσκησης των δικαιωμάτων

Όμως, η αρμονική συνύπαρξη των μελών κάθε κοινωνικού συνόλου, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, απαγορεύει την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών κατά τρόπο που αποβαίνει εις βάρος από την μια πλευρά των άλλων μελών του και, από την άλλη πλευρά, αυτού τούτου του κοινωνικού συνόλου, ως ξεχωριστής θεσμικής οντότητας. Και τούτο διότι η ανεξέλεγκτη άσκηση των δικαιωμάτων οδηγεί, μοιραίως, στην αυτοαναίρεσή τους, μέσω των συγκρουσιακών συνθηκών που δημιουργούνται, σε μια τέτοια περίπτωση, εντός του κοινωνικού συνόλου.  Περαιτέρω δε και συνακόλουθα, στην αναίρεση της ίδιας της Ελευθερίας, αφού η αναίρεση των δικαιωμάτων στην πράξη αφαιρεί κάθε ικμάδα από τον πυρήνα της Ελευθερίας.

  1. Κατά λογική ακολουθία, στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αφενός η ίδια η Ελευθερία και οι επιμέρους εκφάνσεις της, ήτοι τα κατ’ ιδίαν δικαιώματα, δεν ασκούνται άνευ ορίων.  Και, αφετέρου, κάθε δικαίωμα ενέχει, εκ φύσεως, και στοιχεία συγκεκριμένων υποχρεώσεων, πράγμα που σημαίνει ότι ουδέν δικαίωμα θεωρείται ως γνησίως αμιγές.  Πραγματικά, τα κάθε είδους δικαιώματα στην σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία έχουν οριοθετημένο πεδίο άσκησης, μέσω της Αρχής της Νομιμότητας, πράγμα που σημαίνει ότι στο πεδίο ελεύθερης δράσης που καθιερώνουν, κατά περίπτωση, αντιστοιχεί και ένα πεδίο lato sensu υποχρεώσεων.  Δια του τρόπου αυτού η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία θωρακίζει την απόλαυση της Ελευθερίας με ορθολογικό δημοκρατικό τρόπο, αφού, εκ φύσεως και εκ καταγωγής, η Ελευθερία δεν νοείται υπό καθεστώς προνομιακής αξιοποίησής της.  Το «μονοπώλιο» της Ελευθερίας συνιστά, ως προς την θεσμική της υπόσταση στο πεδίο του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, contradictio in adjecto.
  2. Τα όσα ήδη εκτέθηκαν επιτρέπουν την συναγωγή των εξής -προκαταρκτικών βεβαίως- συμπερασμάτων, ως προς το πώς και γιατί η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία αποτελεί «ιδανική» διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας:  Τούτο ισχύει πρώτον, διότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία αναγνωρίζει και εγγυάται την Ελευθερία ως βασική αντηρίδα της δημοκρατικής διακυβέρνησης σε τέτοιο βαθμό, ώστε η θεσμική και πολιτική πεμπτουσία της να συνίσταται στο αμάλγαμα Ελευθερίας και Δημοκρατίας.  Και, δεύτερον, διότι στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας η «πανηγυρική» διακήρυξη της Ελευθερίας δεν θεωρείται επαρκής εγγύηση ακώλυτης απόλαυσής της, αντιθέτως, πρέπει να συνοδεύεται, απαραιτήτως, από την οριοθέτηση της άσκησης των επιμέρους δικαιωμάτων που την πραγματώνουν, έτσι ώστε η καταχρηστική ή αυθαίρετη γενικώς χρήση τους από τους φορείς τους να μην οδηγεί στην τελική αναίρεση της Ελευθερίας.

ΙΙ. Το καθεστώς προστασίας της Ελευθερίας στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας

Οι αναλύσεις που προηγήθηκαν επιτρέπουν μια, πρώτη, συνθετική καταγραφή των βασικών συντεταγμένων, θεσμικών και πολιτικών, του καθεστώτος, το οποίο προσδιορίζει τις συνιστώσες του πεδίου προστασίας της Ελευθερίας στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Η καταγραφή αυτή περιστρέφεται γύρω από το βασικό χαρακτηριστικό της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, το οποίο «φωτίζει» και την ειδοποιό ιδιαιτερότητά της ως διαδικασίας εγγύησης της Ελευθερίας.  Και το χαρακτηριστικό αυτό έγκειται στο ότι η «αυθεντική» Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία -ήτοι εκείνη που ανταποκρίνεται στους όρους γέννησής της και στις προοπτικές του προορισμού της- είναι, εξ ορισμού, Φιλελεύθερη.  Συγκεκριμένα δε, ως εκ καταγωγής Ανθρωποκεντρική, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, μέσω των θεσμικών και πολιτικών διαστάσεών της, έχει ως κύρια αποστολή την θωράκιση της Ελευθερίας έναντι όλων των εν δυνάμει υπονομευτών της, είτε αυτοί ανήκουν στην σφαίρα της κρατικής εξουσίας είτε στην πλευρά των ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων.  Υπό τα δεδομένα αυτά ο φιλελεύθερος χαρακτήρας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εκπορεύεται κυρίως από την αποστολή της εκείνη, η οποία προσανατολίζεται στο να διασφαλίσει σε καθέναν, και έναντι παντός, την μέσω της Ελευθερίας υπεράσπιση της αξίας του και της ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.  Εκ τούτου προκύπτει ότι η Φιλελεύθερη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ως διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας, λειτουργεί υπό τις ακόλουθες συνθήκες:

Α. Ιδιωτική πρωτοβουλία και κρατικός παρεμβατισμός

  Η φιλελεύθερη φυσιογνωμία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αποτυπώνεται στην αρχή, ότι στο σύστημα δημοκρατικής διακυβέρνησης, που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της, ο κανόνας είναι πως το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι έχει ως κινητήριο μοχλό την ιδιωτική πρωτοβουλία, ενώ ο κρατικός παρεμβατισμός εμφανίζεται ως εξαίρεση.

  1. Στο μέτρο που ο φιλελεύθερος χαρακτήρας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας βασίζεται στην διακυβέρνηση μέσω του Κράτους Δικαίου, το οποίο εγγυάται την ακώλυτη άσκηση των κάθε είδους δικαιωμάτων που επιτρέπουν στον φορέα τους να υπερασπισθεί την αξία του και ν’ αναπτύξει την προσωπικότητά του υπό όρους Ελευθερίας, είναι προφανές ότι ο ως άνω χαρακτήρας συνεπάγεται, αναποδράστως, πως το πεδίο του κοινωνικού γίγνεσθαι ανήκει, και δη προνομιακώς, στους φορείς άσκησης των επιμέρους δικαιωμάτων, δηλαδή στην ιδιωτική πρωτοβουλία.

α) Κατά τούτο η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ως Φιλελεύθερη, είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την ελευθερία των συναλλαγών στην καθημερινή ζωή, όπως αυτή εδραιώνεται πάνω στην βάση της ελευθερίας των συμβάσεων.  Μια ελευθερία, η οποία συνιστά την «κινητήρια δύναμη» της λειτουργίας του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, όπως τούτο αναπτύσσει την δράση του ως θεμελιώδης οικονομική συνιστώσα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας υπό την κατά τ’ ανωτέρω, επίσης θεμελιώδη, φιλελεύθερη εκδοχή της.  Έτσι, ο συμβατικός δεσμός καθίσταται το κύριο νομικό «εργαλείο», μέσω του οποίου αναπτύσσεται η ιδιωτική πρωτοβουλία, κατά τρόπο που εναρμονίζεται με τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

β) Συνακόλουθα, στο πεδίο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, πάντοτε υπό την φιλελεύθερη εκδοχή της, η μονομερής δράση και δικαιοπραξία, εφόσον συνεπάγεται, κατ’ ανάγκην, άμεση ή έμμεση μονομερή επέμβαση στην βούληση του άλλου, απαντάται ως οριακή εξαίρεση.  Ο κανόνας είναι ο συμβατικός δεσμός, διμερούς ή πολυμερούς σύνθεσης, ο οποίος ανταποκρίνεται πλήρως στα κελεύσματα του «αρχέγονου» νομικού προτάγματος, εντός του Ιδιωτικού Δικαίου, «pacta sunt servanda».  Και ο προαναφερόμενος κανόνας αναλύεται στο ότι επίκεντρό του είναι εκείνη η δικαιοπραξία, η οποία συνάπτεται ύστερα από την σύμπτωση διαφορετικών βουλήσεων, δια της αμοιβαίας οριοθέτησης αντίστοιχων πεδίων άσκησης των αντιτιθέμενων δικαιωμάτων.

2. E contrario, ο φιλελεύθερος χαρακτήρας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας δεν είναι συμβατός με τον κρατικό παρεμβατισμό, παρά μόνον όταν αυτός εμφανίζεται υπό την μορφή της εξαίρεσης.  Και μάλιστα εξαίρεσης, η οποία είναι θεσμικώς ανεκτή -συνήθως δε μέσ’ από την θεσμική της οριοθέτηση με κανόνες δικαίου αυξημένης τυπικής ισχύος, όπως είναι οι κανόνες του Συντάγματος, προκειμένου να μην αναπτύσσεται ανεξελέγκτως η πρωτοβουλία της Νομοθετικής Εξουσίας- μόνον όταν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ομαλής λειτουργίας αυτού τούτου του καπιταλιστικού συστήματος, όπως εξελίσσεται εντός των ορίων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

α) Αυτό συμβαίνει όταν τα in concreto οικονομικά δεδομένα διαμορφώνονται με στρεβλό τρόπο, ο οποίος οδηγεί στην αδυναμία εφαρμογής των βασικών κανόνων λειτουργίας του όλου καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Τότε ο κρατικός παρεμβατισμός εμφανίζεται ως οργανωμένη και προγραμματισμένη μέθοδος όχι βεβαίως αντικατάστασης του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, κυρίως δε των κανόνων της Ελεύθερης Αγοράς. Αλλά, όλως αντιθέτως, ως μέθοδος αποκατάστασης των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του, ώστε μετά την έξοδο από την οικονομική κρίση να είναι πλέον και πάλι εφικτή η ομαλή λειτουργία των κανόνων της Ελεύθερης Αγοράς. Αυτή η οιονεί «συνύπαρξη» του όλου καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος με τον κρατικό παρεμβατισμό αναδεικνύεται ευκρινώς μέσ’ από το θεωρητικό έργο του John Maynard Keynes, «The General Theory of Employment, Interest and Money», (1936, ελλ. έκδ. «Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2001). Και μάλιστα τόσο κατά την πορεία αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης μετά το κραχ του 1929. Όσο και, ιδίως, κατά την επιχείρηση ανόρθωσης του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος μέσ’ από τα ερείπια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.

β) Ως προς τις επιμέρους εκφάνσεις του κρατικού παρεμβατισμού είναι δυνατό -όχι όμως χωρίς κάποια δόση γενίκευσης- να επιχειρηθεί η ακόλουθη διάκριση: Ο -εν είδει πάντα «βοηθού εκπληρώσεως» κατά το εγχείρημα επανόδου σε συνθήκες ομαλότητας της Αγοράς, μετά από περιόδους βαθιάς κρίσης- κρατικός παρεμβατισμός κατατείνει, συνήθως:

β1) Είτε στην παρέμβαση του Κράτους, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει τον κίνδυνο οικονομικής κατάρρευσης, με μεθόδους που επιδιώκουν την αποκατάσταση του καθεστώτος πλήρους απασχόλησης, ιδίως δια της άσκησης συγκεκριμένων πολιτικών προώθησης της ενεργού ζήτησης.

β2) Είτε στην θωράκιση των δομών του, lato sensu, Κοινωνικού Κράτους. Και μάλιστα κατά τρόπο, ώστε η λειτουργία των δομών αυτών ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικώς τον κίνδυνο κοινωνικής εξαθλίωσης. Επέκεινα δε τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης, η οποία συνιστά αιτία πραγματικής κατάρρευσης και του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος.

Β. Η θεσμική φυσιογνωμία των δικαιωμάτων

    Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της διαδικασίας εγγύησης της Ελευθερίας, κυρίως επειδή οργανώνει το καθεστώς άσκησης των επιμέρους δικαιωμάτων με τρόπο ορθολογικό εντός του κοινωνικού συνόλου, δίχως να θέτει υπέρμετρα εμπόδια στην δραστηριότητα του φορέα του δικαιώματος.  Τρόπο, που αποσκοπεί στην υπεράσπιση της αξίας του και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.

  1. Ο κατά τ’ ανωτέρω ορθολογισμός της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως προς τον τρόπο, με τον οποίο οργανώνει την άσκηση των δικαιωμάτων εκ μέρους του φορέα τους, προκύπτει από την νοοτροπία του «μέτρου», που διαπνέει τους κανόνες δικαίου, μέσω των οποίων ασκούνται τα δικαιώματα αυτά.

α) Το «μέτρο» τούτο αναδεικνύεται κατά πρώτο λόγο επειδή, στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ο φορέας του δικαιώματος είναι θωρακισμένος όχι μόνον έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας.  Θωρακίζεται, επιπλέον και όπως ήδη εκτέθηκε επανειλημμένως, και έναντι της εις βάρος του αυθαίρετης άσκησης δικαιωμάτων εκ μέρους άλλων ιδιωτών-μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου, φυσικών ή νομικών προσώπων.  Αυτή την θεσμική εγγύηση επιτελεί η διαρκώς διευρυνόμενη κατοχύρωση, μέσω κανόνων δικαίου -ακόμη και συνταγματικής προέλευσης- της τριτενέργειας των δικαιωμάτων, κατ’ εξοχήν δε των θεμελιωδών.  Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, δίχως υπερβολή, ότι η εμφάνιση των εγγυήσεων της τριτενέργειας των δικαιωμάτων είναι μια άκρως πειστική απόδειξη για το πώς η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία έχει την δύναμη να επιβάλλει τις κατάλληλες αλλαγές ως προς την θωράκιση των δικαιωμάτων, όταν οι αλλαγές αυτές είναι αναγκαίες λόγω της ραγδαίας εξέλιξης των δεδομένων του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι.  Και τούτο, διότι οι εγγυήσεις της τριτενέργειας των δικαιωμάτων εμφανίσθηκαν όταν έγινε κατανοητό ότι, στο πλαίσιο λειτουργίας του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, ο κίνδυνος αυθαίρετης επέμβασης στα δικαιώματα καθενός δεν εκπορεύεται μόνον από την κρατική δραστηριότητα.  Αλλά -και μάλιστα a fortiori σταδιακώς- και από φορείς της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, οι οποίοι έχουν σωρεύσει κυρίως οικονομική δύναμη υπέρμετρης ισχύος, με ποιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τις μεγάλες εμπορικές εταιρείες, κατ’ εξοχήν δε τις πολυεθνικές.

β) Όμως, το ως άνω «μέτρο» αναδεικνύεται και επειδή, στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ο περιορισμός των δικαιωμάτων είναι θεμιτός μόνον όταν προβλέπεται από κανόνες δικαίου οι οποίοι, μάλιστα, πρέπει να είναι σύμφωνοι με τις κατά περίπτωση συνταγματικές περί δικαιωμάτων διατάξεις.  Ανεξαρτήτως δε τούτου, κάθε περιορισμός οφείλει να σέβεται την αρχή της Αναλογικότητας, η οποία αποτρέπει, εν πάση περιπτώσει, την μέσω τούτου «τήξη» του πυρήνα οιουδήποτε δικαιώματος.  Είναι δε χαρακτηριστικό -αλλά, ταυτοχρόνως, και ευνόητο-  ότι η νομολογία των δικαστηρίων των Κρατών, τα οποία ανταποκρίνονται πλήρως στο πρότυπο της αυθεντικής Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ερμηνεύει και εφαρμόζει την αρχή της Αναλογικότητας με τρόπο που να προσαρμόζεται συνεχώς στις, πολλαπλές και πολύμορφες, προκλήσεις, οι οποίες απειλούν την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι ώστε η θωράκισή τους να παραμένει όσο το δυνατόν θεσμικώς «αξιόπιστη» και «αξιόμαχη».  

2. Είναι, οπωσδήποτε, επιβεβλημένο να εξετασθεί, με ειδικότερο τρόπο, η πτυχή εκείνη «ορθολογισμού» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας κατά την άσκηση των δικαιωμάτων, η οποία αποτρέπει την άσκηση αυτή κατά τρόπο που θα οδηγούσε στην αναίρεσή τους με ευθύνη του φορέα τους.  Μια πτυχή, η οποία εξηγεί, επιπλέον, το πώς και γιατί στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας τα δικαιώματα νοούνται ως μικτές θεσμικώς οντότητες, υπό την έννοια ότι η άσκησή τους δεν επιτρέπεται ν’ αγνοεί την εκπλήρωση συγκεκριμένων υποχρεώσεων, σύμφυτων με την κοινωνική συμβίωση.  Σπουδαιότερες από τις υποχρεώσεις αυτές, ιδίως υπό τα δεδομένα της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, είναι οι εξής:

α) Ο φορέας του δικαιώματος υποχρεούται να το ασκεί σύμφωνα με τον σκοπό, ο οποίος απορρέει από τους κανόνες δικαίου που το έχουν καθιερώσει.  Επομένως, η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, ήτοι η άσκησή του είτε για σκοπό άλλον από εκείνο, για τον οποίο έχει θεσμοθετηθεί, είτε εκτός των -πάντοτε συνταγματικώς αποδεκτών- περιορισμών, απαγορεύεται.  Και η απαγόρευση αυτή συνοδεύεται, υποχρεωτικώς, από την ενεργοποίηση κυρωτικών μηχανισμών εις βάρος των παραβατών της.

β) Ο φορέας του δικαιώματος υποχρεούται να το ασκεί και υπό τους περιορισμούς, τους οποίους συνεπάγεται- οπωσδήποτε μέσω συγκεκριμένων ρυθμίσεων, που δεν μπορούν να θίξουν τον πυρήνα του- η ανάγκη υπεράσπισης της κοινωνικής και της  εθνικής αλληλεγγύης.  Δοθέντος ότι, χωρίς την θωράκιση της αλληλεγγύης αυτής, υφίσταται κίνδυνος ρήξης του εθνικού και κοινωνικού ιστού, άρα γενικευμένη αδυναμία αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων καθενός μέλους του κοινωνικού συνόλου.

III. Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία ως εγγύηση της Ελευθερίας μέσω της οργάνωσης των «θεσμικών αντιβάρων»

Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται αναφορικά με το σύστημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας δεν είναι, όπως εύστοχα ανέλυσε ο Karl Popper, απλώς ποιος πρέπει να κυβερνά σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή ως ο καταλληλότερος. Αλλά, πρωτίστως, πώς πρέπει να οργανωθούν οι πολιτικοί θεσμοί (Νομοθετική, Εκτελεστική, Δικαστική Εξουσία), πλαισιωμένοι από καταστατικούς κανόνες δικαίου -και εδώ η εφαρμογή του Συντάγματος, ως θεμελίου αλλά και «κορυφής» της κάθε Έννομης Τάξης, εμφανίζεται καθοριστική-  ώστε να εμποδίζεται μια κακή ή και μη ικανή κυβέρνηση ή μια πλειοψηφική, πολιτικώς κυρίαρχη, άποψη να προκαλέσει «μεγάλο κακό» στην Πολιτεία.  Για τον λόγο αυτόν πριν απ’ όλα η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, κατά την θεμελιακή ιδιοσυστασία της, συνεπάγεται την οργάνωση και λειτουργία εξισορροπητικών «θεσμικών αντιβάρων»checks and balances»), και έναντι της αυθαιρεσίας της κρατικής εξουσίας αλλά και έναντι της αυθαιρεσίας των άλλων μελών του κοινωνικού συνόλου.  Η οργάνωση και λειτουργία αυτών των θεσμικών αντιβάρων είναι εκείνη, η οποία προσδιορίζει και την βασική διαφορά αλλά και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως προς την σχέση της με την Ελευθερία, τόσο σε σύγκριση με τα μη δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης όσο και σε σύγκριση με συστήματα που διεκδικούν δημοκρατικά χαρακτηριστικά διακυβέρνησης, αλλά εντελώς διαφορετικά από εκείνα της αυθεντικής Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας (π.χ. τα συστήματα των τέως κομμουνιστικών καθεστώτων).

Α. Πλειοψηφία και μειοψηφία

Μέσα σε αυτό το θεσμικό πλαίσιο η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία προϋποθέτει ότι κατά την λειτουργία των πολιτειακών οργάνων, που συγκροτούνται από εκλεγμένους εκπροσώπους, ισχύουν οι κανόνες της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας.  Μιας πλειοψηφίας η οποία βεβαίως και αποφασίζει, με αντίστοιχη υποχρέωση της μειοψηφίας να σέβεται τον πλειοψηφικό κανόνα εν ονόματι της Δημοκρατικής Αρχής.  Αλλά και μιας μειοψηφίας, η οποία έχει στην διάθεσή της θεσμοθετημένα μέσα ελέγχου της πλειοψηφίας κατά την λήψη και εφαρμογή των αποφάσεών της, πράγμα που αποκλείει την παντοδυναμία και, κατ’ επέκταση, την αυθαιρεσία της πλειοψηφίας, ιδίως μετά την λήψη των αποφάσεων εκ μέρους της.  Αναποδράστως, η ομαλή λειτουργία των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας προϋποθέτει ότι δεν αρκεί η απλή θέσπιση κανόνων δικαίου ως προς τα δικαιώματα της μειοψηφίας.  Μεγάλη σημασία γι’ αυτή την ομαλή λειτουργία εμφανίζει, όπως είναι ευνόητο, ο σεβασμός των προαναφερόμενων κανόνων δικαίου στην πράξη.

1. Περαιτέρω, και εισχωρώντας πλέον στο πεδίο των σχέσεων κυβερνώντων και κυβερνωμένων, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία θωρακίζει τον Άνθρωπο, κατά την άσκηση των κανονιστικώς οργανωμένων δικαιωμάτων του, έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας μέσω των θεσμών του Κράτους Δικαίου.  Το οποίο, κατά την σύγχρονη εκδοχή του  διεθνώς, συνίσταται στον συνδυασμό αφενός κανόνων δικαίου, που διέπουν την εν γένει δομή και δράση των κρατικών οργάνων -και, κυρίως, προσδιορίζουν με την δέουσα ευκρίνεια το εύρος και το περιεχόμενο των αρμοδιοτήτων τους- συνθέτοντας έτσι την πεμπτουσία της, lato sensu, Αρχής της Νομιμότητας.  Και, αφετέρου, αποτελεσματικών κυρώσεων εναντίον των κρατικών οργάνων –και όχι μόνο, με βάση τα όσα εκτίθενται στην συνέχεια- σε περίπτωση που αυτά παραβιάζουν τους ως άνω κανόνες δικαίου.  Συγκεκριμένα:

2. Θεσμική sedes materiae του Κράτους Δικαίου είναι η ύπαρξη κανόνων διαμορφωμένων σε ιεραρχική τάξη, της οποίας θεμέλιο και κορυφή είναι, κατά κανόνα, το τυπικό Σύνταγμα. Ήτοι ο Καταστατικός Χάρτης της πολιτειακής οργάνωσης με αυξημένη τυπική ισχύ, σε σχέση με τους λοιπούς κανόνες δικαίου, όπως προκύπτει ιδίως από τους αυστηρούς κανόνες αναθεώρησής του.

α)  Κανόνων, οι οποίοι διέπουν  την δομή και την δράση όλων, ανεξαιρέτως, των κρατικών οργάνων, ακόμη και των άμεσων.  Πλην όμως το Κράτος Δικαίου επιβάλλει οι κατά τ’ ανωτέρω  κανόνες δικαίου να είναι πλήρεις, άρα  leges perfectae, με την έννοια ότι συνοδεύονται, ανυπερθέτως, από την θεσμοθέτηση κυρωτικών μηχανισμών, οι οποίοι θωρακίζουν την κανονιστική ισχύ τους έναντι του ενδεχομένου παραβίασής τους.  Επομένως, το Κράτος Δικαίου δεν συμβιβάζεται με την πλαισίωση, έστω και μερικώς, της δομής και της δράσης των κρατικών οργάνων από ατελείς κανόνες δικαίου, δηλαδή leges imperfectae ή και leges minus quam perfectae

β) Ένας πρόσθετος, αλλά και βασικός, λόγος, για τον οποίο το Κράτος Δικαίου, ως θεμελιώδης πυλώνας της Αντιπροσω-πευτικής Δημοκρατίας, δεν συμβιβάζεται με την θέσπιση ατελών -είτε με την μορφή leges imperfectae είτε και με την μορφή leges minus quam perfectae– κανόνων δικαίου έγκειται και στην «προνομιακή», κατά τ’ ανωτέρω, θέση της Ελευθερίας στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Πραγματικά, στο μέτρο που η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία λειτουργεί ως διαδικασία εγγύησης της Ελευθερίας, είναι προφανές ότι η άσκηση της Ελευθερίας, δια των επιμέρους Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που εκπορεύονται από τον πυρήνα της, είναι νοητή μόνο μέσω πλήρων κανόνων δικαίου, ήτοι κανόνων περιβεβλημένων με την απαραίτητη κυρωτική ισχύ σε περίπτωση παραβίασής τους.  Υπό διαφορετική εκδοχή, δηλαδή αν η άσκηση ης Ελευθερίας στηριζόταν και σε ατελείς κανόνες δικαίου -πολλώ δε μάλλον αν στηριζόταν εν συνόλω σε ατελείς κανόνες δικαίου- τούτο θα ισοδυναμούσε με πλήρη αναίρεση του όλου περιεχομένου της Ελευθερίας στην πράξη.  Επέκεινα δε θα ισοδυναμούσε με μια μετάπτωση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας σ’ ένα αυταρχικό καθεστώς, τύπου «αστυνομικού κράτους».

Β. Οι κυρωτικοί μηχανισμοί

    Οι κατά τ’ ανωτέρω, εγγυητικοί της Αρχής της Νομιμότητας, κυρωτικοί μηχανισμοί εμφανίζονται υπό ποικίλες μορφές, συνήθως δε υπό την μορφή «θεσμικού τριπτύχου», το οποίο συναποτελούν ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, ο διοικητικός αυτοέλεγχος και ο δικαστικός έλεγχος. 

  1. Κατ’ ουσίαν, όμως, μόνον ο δικαστικός έλεγχος εφαρμογής της Αρχής της Νομιμότητας θεωρείται ως πραγματικά αποτελεσματικός κυρωτικός μηχανισμός, απολύτως συμβατός με τις απαιτήσεις του Κράτους Δικαίου. Και τούτο, τόσο λόγω της Προσωπικής και Λειτουργικής Ανεξαρτησίας, η οποία περιβάλλει τον Δικαστή κατά την έκδοση των αποφάσεών του, όσο και λόγω της εκτελεστότητας που συνεπάγονται οι δικαστικές αποφάσεις, εξαιτίας του παραγόμενου εξ αυτών δεδικασμένου.  Εκτελεστότητας, η οποία μάλιστα φθάνει ως τα όρια της αναγκαστικής εκτέλεσης ακόμη και εναντίον αυτού τούτου του νομικού προσώπου του Δημοσίου.  Και είναι ακριβώς αυτό το δεδικασμένο και η εξ αυτού απορρέουσα εκτελεστότητα που δίνουν πραγματικό περιεχόμενο στον «πλήρη», κατά τα προμνημονευόμενα, κανόνα δικαίου.  Με άλλες λέξεις, η «πληρότητα» του κανόνα δικαίου, ως θεμελιώδες συστατικό στοιχείο του Κράτους Δικαίου και, συνακόλουθα, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, πραγματώνεται μόνο όταν η παραβίασή του συνεπάγεται την εξίσου πλήρη εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες την διαπιστώνουν in concreto.
  2.  Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση, ότι στην σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία -και δη υπό τους όρους που αυτή συνδέεται αρρήκτως, όπως προεκτέθηκε, με την Ελευθερία- δεν πρέπει να υποτιμώνται οι άλλες μορφές κυρωτικών μηχανισμών, για τις οποίες έγινε ήδη λόγος, όπως ο κοινοβουλευτικός έλεγχος και ο διοικητικός αυτοέλεγχος.  Διότι όσο καλύτερα λειτουργούν και αυτοί οι κυρωτικοί μηχανισμοί, παραλλήλως προς τον δικαστικό έλεγχο, τόσο πιο «εύρωστο» καθίσταται το Κράτος Δικαίου και, επέκεινα, τόσο πιο «εύρωστη» καθίσταται η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.  Τούτο ισχύει πολύ περισσότερο, -λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- για τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, στο μέτρο που αυτός πρέπει να είναι βασικό «όπλο» στην διάθεση της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας κατά τον έλεγχο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.  Γι’ αυτό και δεν συμβαδίζει με τις απαιτήσεις της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ένας κοινοβουλευτικός έλεγχος, ο οποίος καθίσταται μια τυπική, και μόνο, διαδικασία -σχεδόν ως ένα ιστορικό κατάλοιπο της κοινοβουλευτικής παράδοσης- επειδή κατά τις κείμενες διατάξεις, ιδίως δε τις οικείες διατάξεις του Κανονισμού των Αντιπροσωπευτικών Σωμάτων, η άσκησή του, έστω και σε αρκετές περιπτώσεις, οργανώνεται ως ένα είδος «προνομίου» της πλειοψηφίας εις βάρος της μειοψηφίας.  Στην σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου και η προστασία της Ελευθερίας προϋποθέτουν ότι όλα, ανεξαιρέτως, τα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου παρέχονται, κατ’ αναλογία και σχεδόν εξίσου, τόσο στην πλειοψηφία όσο και στην μειοψηφία, στο πεδίο λειτουργίας των Αντιπροσωπευτικών Σωμάτων.

IV. Το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας

Καθολικώς αναγνωρίζεται, στο πλαίσιο της Θεωρίας και της Νομολογίας, η σύγχρονη μεγάλη σημασία του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας ως προς την θωράκιση του Κράτους Δικαίου, ιδίως έναντι των διαβρωτικών επιρροών της σύγχρονης βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης.  Σημασία η οποία οφείλεται, πρωτίστως, στην ευθεία σύνδεση του δικαιώματος τούτου με την δομή του Κράτους Δικαίου εν συνόλω, ιδίως δε με την οργάνωση και λειτουργία των προαναφερόμενων κυρωτικών μηχανισμών.

Α. Μια αποτελεσματική κύρωση

Το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας, κατά τον θεσμικό προορισμό του, ενεργοποιεί την παρέμβαση των δικαστικών μηχανισμών εν γένει. Ιδίως δε των μηχανισμών εκείνων, οι οποίοι έχουν την δικαιοδοσία ελέγχου της νομιμότητας της κρατικής δράσης. Και, πρωτίστως, της δράσης των οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας.  Με άλλες λέξεις –και κατ’ αποτέλεσμα- το δικαίωμα αυτό ενεργοποιεί τον πιο αποδοτικό κυρωτικό μηχανισμό, από την λειτουργία του οποίου εξαρτάται, περαιτέρω, η εφαρμογή των βασικών αρχών του Κράτους Δικαίου. Αφού τούτο, εξ ορισμού, προϋποθέτει όχι μόνο την ύπαρξη κανόνων δικαίου θεσμικής πλαισίωσης της κρατικής δράσης, αλλά και την πλήρη εφαρμογή τους προκειμένου να «πιστοποιούν» την υπόστασή τους ως «leges perfectae».

  1. Το ότι οι μέσω των δικαστικών οργάνων επιβαλλόμενες κυρώσεις, όταν και εφόσον παραβιάζεται η Αρχή της Νομιμότητας, είναι οι πιο αποδοτικές για την υπεράσπιση του Κράτους Δικαίου στην πράξη, προκύπτει κυρίως:

α) Πρώτον, από την ανεπάρκεια, αποδεδειγμένη πια διαχρονικώς, των δύο άλλων κυρωτικών μηχανισμών. Ήτοι αφενός του διοικητικού αυτοελέγχου, κυρίως μέσω των κάθε είδους διοικητικών προσφυγών. Και, αφετέρου, του κοινοβουλευτικού ελέγχου, με τις επιμέρους μορφές υπό τις οποίες εμφανίζεται κατά το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής.

β) Και, δεύτερον, από το έναντι των μηχανισμών αυτών σαφές, από θεσμική άποψη, συγκριτικό πλεονέκτημα των δικαστικών κυρωτικών μηχανισμών. Το οποίο έγκειται, πρωτίστως, στο ότι οι θεσμοί παροχής και προσωρινής –δηλαδή όχι μόνον οριστικής- δικαστικής προστασίας, καθώς οι αποφάσεις που εκδίδουν τ’ αρμόδια δικαστικά όργανα, ιδίως όταν εξοπλίζονται με δύναμη δεδικασμένου, επιτρέπουν, κατά την εκτέλεσή τους, την χρήση ακόμη και κατάλληλων μέσων καταναγκασμού εις βάρος των παρανομούντων κρατικών οργάνων. Βεβαίως όταν τούτο προβλέπεται από το Σύνταγμα, όπως π.χ. συμβαίνει με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ.4 εδ. γ΄ του ισχύοντος Συντάγματος. 

  • Το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας παρέχει ένα άκρως χαρακτηριστικό παράδειγμα μικτού –στην ουσία σύνθετου, υπό την έννοια ότι το περιεχόμενό του προκύπτει από την μίξη περισσότερων του ενός πεδίων άσκησής του- δικαιώματος. 

α) Συγκεκριμένα, έχει όλα τα χαρακτηριστικά του κλασικού ατομικού δικαιώματος.  Αλλά, επιπροσθέτως, και του δικαιώματος, το οποίο προϋποθέτει «παροχική» δράση από την πλευρά των οργάνων του Κράτους που οφείλουν να διασφαλίζουν την ακώλυτη άσκησή του.  Η «δισυπόστατη» αυτή θεσμική φύση του προκύπτει ευθέως από τις αντίστοιχες θεσμικές αντηρίδες, οι οποίες το στηρίζουν. Πρόκειται για το Σύνταγμα, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο.  Στην πραγματικότητα δε για το Σύνταγμα, όπως αυτό «εμπλουτίζεται» από κανόνες δικαίου, οι οποίοι «αναβλύζουν» από την Ευρωπαϊκή και την Διεθνή Έννομη Τάξη.

β) Καθώς είναι ευνόητο, καθοριστική είναι η σημασία της Νομολογίας ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που προσδιορίζουν την θεσμική φύση του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας.  Στο πλαίσιο δε της Ελληνικής Έννομης Τάξης -και με δεδομένη την στενή σύνδεση του δικαιώματος αυτού με το Κράτος Δικαίου- ιδιαίτερα αντιπροσωπευτική της δικαστηριακής επεξεργασίας του θεσμικού του θεμελίου είναι η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.  Πολλώ μάλλον όταν η ως άνω νομολογία, από την ίδια της την φύση, κατά την διαδρομή της επηρεάζεται σαφώς και από τις διακυμάνσεις –ή και ανατροπές, όπως αποδεικνύει η σύγχρονη πραγματικότητα- του οικονομικού και κοινωνικού γίγνεσθαι (πρβλ. ιδίως τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929/1978, 3621/1981, 1714/1983, 9/1988 και 1160/1989, στις οποίες βασίζεται, εν πολλοίς, από πλευράς νομολογίας η εν προκειμένω ανάλυση).

  • Το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας οριοθετείται θεσμικώς από τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος, κατά τις οποίες: «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Το έδαφος για την θεσμοθέτησή του προετοίμασαν όχι οι διατάξεις των δικτατορικών «συνταγματικών κειμένων» του 1968 και του 1973 (άρθρο 119), αφού στερούνταν οιασδήποτε δημοκρατικής νομιμοποίησης ως προς την εφαρμογή τους.  Αλλά οι διατάξεις του άρθρου 1 της συντακτικής πράξης της 5/7 Αυγούστου 1974 «περί συμπληρώσεως της από 10 Αυγούστου 1974 Συντακτικής Πράξεως και προσαρμογής συνταγματικών τινών διατάξεων αναφερομένων εις την λειτουργίαν της Δικαιοσύνης».  Από πλευράς δε Συγκριτικού Συνταγματικού Δικαίου, «πρότυπα» των διατάξεων του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματός μας αποτέλεσαν, κατά βάση, οι διατάξεις των άρθρων 24 του Ιταλικού Συντάγματος, του 1947 και 19 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης, του 1949.  Λειτουργώντας, όπως εξηγήθηκε, στο πλαίσιο του Κράτους Δικαίου, και με την έννοια ότι ενεργοποιεί τους κυρωτικούς μηχανισμούς του προς την κατεύθυνση της εφαρμογής των κανόνων δικαίου που πλαισιώνουν κανονιστικώς την κρατική δράση, το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας συνιστά, κατ’ αποτέλεσμα, θεμελιώδη «εγγύηση θεσμού» («Institutsgarantie»).  Της οποίας το περιεχόμενο έγκειται στην πρόβλεψη των απαραίτητων εκείνων εγγυήσεων, οι οποίες εξασφαλίζουν την δυνατότητα υποβολής αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας, σε περίπτωση προσβολής των αναγνωρισμένων στο υποκείμενο του θεσμού  αυτού από την Έννομη Τάξη δικαιωμάτων και έννομων συμφερόντων. Τέλος, ας σημειωθεί ότι την κανονιστική εμβέλεια των περί του δικαιώματος δικαστικής προστασίας διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος ενισχύουν, καθοριστικώς, από την μια πλευρά, οι διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β΄ της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «Τα κράτη-μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης». Και, από την άλλη πλευρά, οι διατάξεις του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο μέτρο που θεσπίζουν το δικαίωμα στην χρηστή απονομή της Δικαιοσύνης, συγκεκριμένα δε το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει δίκαιη δίκη για την προστασία των δικαιωμάτων του και των έννομων συμφερόντων του.

α)  Υπό τα ως άνω δεδομένα το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα Δημόσιου Δικαίου.  Πραγματικά, η ύπαρξη ενός Δημόσιου Δικαίου δικαιώματος στοιχειοθετείται θεσμικώς όταν η έννομη σχέση που προκαλεί την άσκησή του λειτουργεί στον χώρο εκείνο της κρατικής δράσης, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την προσφυγή στην  δημόσια εξουσία («imperium») και του οποίου η νομική πλαισίωση οργανώνεται μέσω διατάξεων που εντάσσονται στο Δημόσιο Δίκαιο.

α1) Οι ρυθμίσεις του άρθρου 20 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος, και ειδικότερα οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από τις ρυθμίσεις αυτές, συγκεντρώνουν όλα τα στοιχεία, τα οποία εμφανίζονται ως απαραίτητα για να θεωρηθεί, βασίμως, ότι εγγυώνται την ύπαρξη και την λειτουργία ενός Θεμελιώδους Δικαιώματος. Το άρθρο τούτο αναγνωρίζει και απονέμει ρητώς στο ενδιαφερόμενο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, την εξουσία εκείνη, η οποία του επιτρέπει, κατά τις περιστάσεις, να ζητήσει δικαστική προστασία προκειμένου ν’ αποσοβήσει την προσβολή των δικαιωμάτων ή συμφερόντων, που του παραχωρεί η Έννομη Τάξη.  «Παθητικό υποκείμενο» του δικαιώματος είναι τα, lato sensu, αρμόδια πολιτειακά όργανα. Και συγκεκριμένα τα κατά περίπτωση αρμόδια δικαστήρια, τα οποία αναπτύσσουν δραστηριότητα που χαρακτηρίζεται, κατ’ εξοχήν, από την άσκηση δημόσιας εξουσίας.

α2) Αν στις ως άνω παρατηρήσεις προστεθεί και το ότι, κατά τα προεκτεθέντα, το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας θεμελιώνεται πάνω σε συνταγματικές διατάξεις -και μάλιστα διατάξεις που ανήκουν στο περί Ατομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων μέρος (δεύτερο) του Συντάγματος- τότε δύσκολα μπορεί ν’ αρνηθεί κανείς την βασιμότητα της άποψης που εντάσσει το δικαίωμα αυτό στην κατηγορία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

β)  Η παραδοσιακή διάκριση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ιδίως σε ατομικά (που αφορούν το «status negativus»  ή «status libertatis») και κοινωνικά (που αφορούν το «status positivus») είναι πια, όπως ήδη επισημάνθηκε, ξεπερασμένη.  Και τούτο, διότι στο πεδίο του σύγχρονου δημοκρατικού Κράτους Δικαίου κάθε Θεμελιώδες Δικαίωμα έχει ενιαίο περιεχόμενο. Με την έννοια ότι, στο πλαίσιο μάλιστα της συνταγματικώς (άρθρο 25 παρ.2 επ.) εγγυημένης συνύπαρξής του με τ’ άλλα δικαιώματα, ενέχει –έστω και εν σπέρματι- και στοιχεία των υπολοίπων («status mixtus»).  Παρά την ως άνω διάγνωση -και μόνο προκειμένου ν’ αναδειχθούν πλήρως οι κατά το Σύνταγμα επιμέρους θεσμικές συνιστώσες του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας- μπορεί να γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα αυτό έχει μικτό χαρακτήρα.  Ειδικότερα:

β1) Πριν απ’ όλα βεβαίως, και ως προς το εξωτερικό του θεσμικό περίβλημα, είναι δικαίωμα δικονομικής φύσης.  Διότι «ανοίγει» στο υποκείμενό του τον δρόμο για την αποτελεσματική ικανοποίησή του από δικαστικά όργανα, υπό καθεστώς συγκεκριμένων δικονομικών εγγυήσεων. Με την αυτονόητη όμως επιφύλαξη ότι διασφαλίζει μόνο την ελεύθερη πρόσβαση στο αρμόδιο δικαστικό forum, όχι όμως και την έκδοση ευνοϊκής απόφασης επί της ουσίας.

β2) Κατά τα λοιπά, το κατά τ’ ανωτέρω δικαίωμα: Πρώτον, εντάσσεται και στο πεδίο των lato sensu Κοινωνικών Δικαιωμάτων. Αυτό προκύπτει από το ότι οι διατάξεις του άρθρου 20 παρ.1 δίνουν σε καθένα την δυνατότητα ν’ απαιτήσει από την Πολιτεία μια συγκεκριμένη παροχή, που συνίσταται στην προστασία των δικαιωμάτων ή έννομων συμφερόντων του, τα οποία έχουν προσβληθεί. Παροχή, η οποία εμφανίζεται και με την μορφή της απονομής της Δικαιοσύνης και αποσκοπεί στην προστασία του ατόμου από τις κάθε μορφής παράνομες επεμβάσεις στον χώρο ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, ιδίως δε στον χώρο άσκησης των ατομικών ελευθεριών του. Η ως άνω προστασία παρέχεται από τ’ αρμόδια δικαστικά όργανα τα οποία, στην συγκεκριμένη περίπτωση, διαδραματίζουν τον ρόλο ενός αντικειμενικού και αμερόληπτου τρίτου. Και, δεύτερον, το κοινωνικό αυτό δικαίωμα συμπληρώνεται αποτελεσματικώς από την κατοχύρωση και την ενεργοποίηση ενός ατομικού δικαιώματος. Το οποίο αντιστοιχεί αφενός στην υποχρέωση του Κράτους ν’ απέχει, με κάθε θεσμοθετημένο τρόπο, από την οιαδήποτε παράνομη παρεμπόδιση της λειτουργίας του συνταγματικώς εγγυημένου θεσμού της δικαστικής προστασίας υπέρ εκείνου που απευθύνεται στην Δικαιοσύνη.  Και, αφετέρου, στην νομική δυνατότητα που παρέχει στο υποκείμενό του ν’ αμύνεται, μέσω τούτου, τόσο έναντι των ιδιωτών –κι εδώ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο η κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγματος τριτενέργεια και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων- όσο και έναντι αυτού τούτου του, lato sensu, Δημοσίου, όταν και στο μέτρο που επιχειρούν να παρέμβουν παρανόμως στον χώρο άσκησης των δικαιωμάτων του.

Β. Το ειδικότερο περιεχόμενο του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας

Το συνταγματικώς καθοριζόμενο «αμυντικό» και «κοινωνικό» περιεχόμενο του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας προσδιορίζει, σύμφωνα και με τις διακρίσεις της μέχρι πρόσφατης νομολογίας, τις ειδικότερες διαστάσεις του.  Διαστάσεις, οι οποίες αφορούν το συνολικό πλαίσιο απονομής της Δικαιοσύνης κατά την αποστολή της, με την έννοια ότι εκτείνονται από την ελεύθερη πρόσβαση στο κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστήριο ως την έκδοση της δικαστικής απόφασης και την κανονιστικώς επαρκή εκτέλεσή της.  Άρα, για ν’ ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές των διατάξεων του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος -αλλά και του Κράτους Δικαίου γενικότερα- η Έννομη Τάξη οφείλει να οργανώνει το δικαίωμα που οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν έτσι ώστε η παρεχόμενη δικαστική προστασία να είναι:

1. Πρώτον, πλήρης.  Η πληρότητα της δικαστικής προστασίας συνίσταται, κατά βάση, στην δυνατότητά της να εγγυάται την δια της δικαστικής οδού υπεράσπιση κάθε έννομης βιοτικής σχέσης ή δραστηριότητας.  Κατά συνέπεια, η δικαστική προστασία μπορεί να θεωρηθεί πλήρης κατά το Σύνταγμα όταν, τουλάχιστον:

α) Είναι σε θέση να εξασφαλίσει την δικαστική παρέμβαση για την υπεράσπιση όχι μόνο δικαιωμάτων αλλά και απλών έννομων συμφερόντων. Ήτοι βιοτικών σχέσεων ή δραστηριοτήτων που δεν έχουν μεν αναχθεί σε πραγματικό δικαίωμα, πλην όμως αναγνωρίζονται ευθέως από την κείμενη νομοθεσία ως θεμιτά μέσα υπεράσπισης της αξίας και ανάπτυξης της προσωπικότητας του υποκειμένου τους.

β) Καταλαμβάνει, υπό όρους δικονομικού δικαίου, όχι απλώς κάθε διαφορά αλλά και, γενικότερα, κάθε υπόθεση, της οποίας η αποτελεσματική αντιμετώπιση χρήζει δικαστικής παρέμβασης και επίλυσής της με το κύρος της κατάλληλης δικαστικής απόφασης.  Η επέκταση της δικαστικής προστασίας και στο πεδίο των απλών υποθέσεων προκύπτει με μεγαλύτερη ενάργεια ιδίως στο πλαίσιο των δικονομικών κανόνων δικαίου που οργανώνουν το καθεστώς της εκούσιας δικαιοδοσίας.

2. Δεύτερον, έγκαιρη.  Το τι σηματοδοτεί, θεσμικώς, η ανάγκη έγκαιρης παροχής της δικαστικής προστασίας, εξηγήθηκε συνοπτικώς πιο πάνω.  Αρκούν, λοιπόν, οι εξής συμπληρωματικές διευκρινίσεις:

α) Η εγκαίρως παρεχόμενη δικαστική προστασία προϋποθέτει ότι η αντίστοιχη απονομή της Δικαιοσύνης γίνεται μέσα σ’ εύλογο χρονικό διάστημα.

α1)  Φυσικά το «εύλογο» είναι αρκετά σχετικό, αφού κατ’ ανάγκη συνδέεται αφενός με την φύση και την όλη πλοκή της συγκεκριμένης υπόθεσης.  Αφετέρου δε με τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, στο πλαίσιο των οποίων επιλαμβάνεται γι’ αυτήν η Δικαιοσύνη.

α2) Άρα, το προαναφερόμενο «εύλογο χρονικό διάστημα» κρίνεται, ουσιαστικώς, μόνον ως προς την ενδεχόμενη υπέρβαση των ακραίων ορίων του.  Ορίων, τα οποία προσδιορίζει:

  • Η κατάληξη σ’ ευθεία αρνησιδικία, στην περίπτωση μη έκδοσης δικαστικής απόφασης επί της ουσίας.
  • Η διαμόρφωση κατάστασης έμμεσης αρνησιδικίας, όταν η καθυστέρηση ως προς την in concreto απονομή της Δικαιοσύνης είναι τόσο μεγάλη, ώστε η εκδιδόμενη δικαστική απόφαση ουδεμία  πραγματική επιρροή ασκεί από πλευράς ουσιαστικής δικαστικής προστασίας.

β) Η έγκαιρη δικαστική προστασία επιβάλλει, αυτονοήτως, και την ανάγκη θεσμοθέτησης ένδικων βοηθημάτων, με τα οποία μπορεί να ζητηθεί όχι μόνον οριστική αλλά και προσωρινή δικαστική προστασία.  Επειδή όμως το χαρακτηριστικό αυτό συνδέεται πρωτίστως με την αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας, η ανάλυσή του επιχειρείται αμέσως στη συνέχεια.

3. Τρίτον, αποτελεσματική.  Ήτοι προστασία που καλύπτει επαρκώς την δικαστική προάσπιση του επίδικου δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος.  Μια τέτοια επάρκεια συντρέχει, σε γενικές βεβαίως γραμμές, όταν το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο οργανώνει την παροχή και προσωρινής αλλά και οριστικής δικαστικής προστασίας που οδηγεί, εν πάση περιπτώσει, στην έκδοση απόφασης επί της ουσίας. Η οποία, εν τέλει, εκτελείται ακόμη και με τα πρόσφορα προς τούτο μέσα καταναγκασμού.  Συνακόλουθα, η κατά τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος αποτελεσματική δικαστική προστασία προϋποθέτει, ιδίως:

α) Την παροχή, όπως ήδη επισημάνθηκε, όχι μόνον οριστικής αλλά και προσωρινής δικαστικής προστασίας.  Η σύνδεση της τελευταίας με την εν γένει αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας οφείλεται στο ότι χωρίς την λειτουργία θεσμών, που εγγυώνται και την προσωρινή δικαστική προστασία, σε αρκετές περιπτώσεις, κυρίως λόγω των ριζικών μεταβολών της επίδικης έννομης σχέσης μέσα και από την αλλαγή των αντίστοιχων κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων, η έκδοση της οριστικής δικαστικής απόφασης και η εφαρμογή της δεν θα είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού μόνο κατ’ επίφαση θα μπορούσε να επηρεάσει τα δεδομένα της κρινόμενης έννομης σχέσης και, ειδικότερα, του σχετικού δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος.  Περαιτέρω –και κατά συνέπεια- η αποτελεσματική δικαστική προστασία καθορίζει και τις προδιαγραφές, στις οποίες πρέπει ν’ ανταποκρίνεται η προσωρινή δικαστική προστασία, μέσω του ένδικου βοηθήματος που την διασφαλίζει.  Με την έννοια ότι αυτό πρέπει να είναι το κατάλληλο για την διεκπεραίωση της θεσμικής του αποστολής, και ως προς την νομική μορφή, υπό την οποία εμφανίζεται αλλά και ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του. Οι οποίες, για τον λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται να καθιστούν παντελώς αδύνατη ή, ακόμη, και άκρως δυσχερή την άσκησή του.  Κατά τούτο η προσωρινή δικαστική προστασία συνεπάγεται και την θεσμοθέτηση:

α1) Κανόνων λήψης ασφαλιστικών μέτρων που επιτρέπουν την άμεση παρέμβαση του Δικαστή την στιγμή κατά την οποία υποβάλλεται, δια της δικονομικής οδού, το αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας επί της ουσίας.  Το πιο αποτελεσματικό μέσο αυτής της μορφής, στο πλαίσιο της Ελληνικής Έννομης Τάξης, αποτελεί η προσωρινή διαταγή.

α2) Και, οπωσδήποτε, κανόνων που οδηγούν –ιδίως όταν δεν εγκρίνεται η λήψη τέτοιων ασφαλιστικών μέτρων- στην παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας ως την έκδοση δικαστικής απόφασης επί της ουσίας.  Στο πεδίο της Διοικητικής Δικονομίας τέτοιοι κανόνες οργανώνουν το πιο χαρακτηριστικό μέσο παροχής αυτής της μορφής προσωρινής δικαστικής προστασίας, δηλαδή την αίτηση αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής διοικητικής πράξης, τόσο στις ακυρωτικές διαφορές όσο και στις διαφορές ουσίας.

β) Την θεσμική οργάνωση εκείνων των αποδοτικών δικονομικών διαύλων, οι οποίοι διασφαλίζουν την έκδοση δικαστικής απόφασης επί της ουσίας.  Και μάλιστα οριστικής απόφασης, η οποία έτσι σηματοδοτεί την αντιδιαστολή προς την κατά τ’ ανωτέρω προσωρινή δικαστική προστασία.  Η πτυχή αυτής της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας οδηγεί στην συναγωγή και των ακόλουθων συμπερασμάτων:

β1) Επειδή το κατά τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας ουδέποτε μπορεί να οργανωθεί με τρόπο που καταλήγει στην καθιέρωση οιασδήποτε actio popularis, είναι αυτονόητο ότι η αντίστοιχη θεσμοθέτηση των επιμέρους ένδικων βοηθημάτων και μέσων πρέπει να συνοδεύεται από την πρόβλεψη προϋποθέσεων του παραδεκτού άσκησής τους. Δηλαδή προϋποθέσεων, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν προηγουμένως κατά την κρίση του αρμόδιου δικαστηρίου ώστε, στην συνέχεια, να υπεισέλθει στην ουσιαστική εκδίκαση της επίδικης υπόθεσης. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι δυνατό ν’ αφορούν από την μια πλευρά την ίδια την φύση της επίδικης διαφοράς, όπως συμβαίνει στο πεδίο της Διοικητικής Δικονομίας π.χ. με την προέλευση της προβαλλόμενης πράξης από διοικητικό όργανο ή με την νομική της εμβέλεια, π.χ. την εκτελεστότητά της.  Και, από την άλλη πλευρά, lato sensu ενέργειες, στις οποίες πρέπει να έχει προβεί ο ενδιαφερόμενος διάδικος προκειμένου να διασφαλίσει την πρόσβασή του στο αρμόδιο forum παροχής δικαστικής προστασίας.  Είτε πρόκειται για ενέργειες που δεν σχετίζονται με το forum αυτό (π.χ. προηγούμενη άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής),  είτε πρόκειται για υποχρεώσεις, στις οποίες οφείλει ν’ ανταποκριθεί, προκειμένου το ως άνω forum ν’ «ακούσει» τις επί της ουσίας της υπόθεσης αιτιάσεις του (π.χ. τήρηση ορισμένης προθεσμίας άσκησης του ένδικου βοηθήματος ή μέσου). Όμως, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού του ένδικου βοηθήματος ή μέσου δεν είναι επιτρεπτό, πάντα κατά τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος, να οδηγούν στην πλήρη αποδυνάμωση του δικαιώματος του διαδίκου να ζητήσει την παροχή οριστικής δικαστικής προστασίας.  Ούτε καν στην έμμεση αποδυνάμωσή του, με την έννοια της πρόβλεψης τόσο δυσχερώς ικανοποιήσιμων προϋποθέσεων του παραδεκτού ώστε, κατ’ αποτέλεσμα, να καθίσταται απαγορευτική η πρόσβαση του διαδίκου στον φυσικό του δικαστή.  Με άλλες λέξεις οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις του παραδεκτού έχουν ως αποκλειστικό προορισμό ν’ αποτρέψουν την καθιέρωση ένδικων βοηθημάτων και μέσων που συνιστούν, αμέσως ή εμμέσως, actiones populares οι οποίες θα οδηγούσαν, σχεδόν μαθηματικώς, στην αναίρεση αυτού τούτου του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας γενικώς. Άρα είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτο να κατατείνουν,  δι’ άλλης  οδού, στην in concreto αναίρεσή του, λόγω αντικειμενικής αδυναμίας του διαδίκου να έχει στην διάθεσή του τ’ απαραίτητα ένδικα βοηθήματα και μέσα πρόσβασής του στο αρμόδιο δικαστικό όργανο, προκειμένου τούτο ν’ ασκήσει την κατά τον προορισμό του δικαιοδοσία του. 

β2) Περαιτέρω, είναι επίσης αυτονόητο ότι ο διάδικος πρέπει ν’ ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχει η Έννομη Τάξη για να διεκδικήσει δικαστική προστασία ανταποκρινόμενος και στις εν γένει απαιτήσεις του βασίμου του ένδικου βοηθήματος ή μέσου.  Ιδίως δε στις απαιτήσεις των θεσμοθετημένων αποδεικτικών μέσων για την τεκμηρίωση του ισχυρισμού του.  Επομένως, οι διατάξεις του Συντάγματος, ως προς το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας, ουδόλως αποκλείουν –το αντίθετο μάλιστα, συμπλέουν, προς την κατεύθυνση της αποφυγής της καθιέρωσης μιας actio popularis- την διακριτική ευχέρεια του Νομοθέτη να θεσμοθετεί τα πρόσφορα αποδεικτικά μέσα, δια των οποίων ο διάδικος οφείλει να στηρίξει, ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, τις αιτιάσεις του στην συγκεκριμένη επίδικη υπόθεση. Όμως η κανονιστική ιδιοσυστασία των διατάξεων του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος -και το δικαίωμα που αυτές καθιερώνουν- αντιτίθεται πλήρως στην εφαρμογή διατάξεων που, μέσω των κάθε είδους αποδεικτικών μέσων, αποδυναμώνουν, εμμέσως πλην σαφώς, αυτό τούτο το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας.  Τέτοιες διατάξεις είναι π.χ. εκείνες που είτε καθιερώνουν «αμάχητα τεκμήρια» κάθε μορφής.  Είτε υποχρεώνουν τον διάδικο σ’ ένα είδος «αδύνατης απόδειξης» -π.χ. δια της οδού της άκρως δυσχερούς αντιστροφής του βάρους απόδειξης- η οποία αντιβαίνει και στην διαχρονική γενική «impossibilium, nulla obligatio est».  Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει η ακόλουθη διευκρίνιση ειδικώς ως προς τα πεδία εκείνα της Διοικητικής Δικονομίας στα οποία, από την ίδια την φύση τους, δεν ισχύει η αρχή της υποχρέωσης του δικαστή να δικαιοδοτεί αποκλειστικώς με βάση τους ισχυρισμούς του διαδίκου, ήτοι «secundum allegata et probata». Αλλά, όλως αντιθέτως, η αρχή του ανακριτικού συστήματος, όπου κυριαρχεί η ex officio παρέμβασή του.  Πρόκειται, κυρίως, για τα πεδία της Ποινικής και της Διοικητικής Δικονομίας.  Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης η τελευταία αποκτά ιδιαίτερη σημασία, λόγω της ευθείας σύνδεσης της αποστολής του Διοικητικού Δικαστή με το Κράτος Δικαίου εν γένει.  Για την ακρίβεια, το Κράτος Δικαίου, όπως πολλαπλώς επισημάνθηκε, επιβάλλει όχι μόνο την ύπαρξη κανόνων δικαίου που καθιερώνουν την Αρχή της Νομιμότητας των κρατικών –ιδίως δε εκείνων της Εκτελεστικής Εξουσίας- οργάνων. Αλλά και την θεσμοθέτηση των κατάλληλων μηχανισμών επιβολής κυρώσεων σε περιπτώσεις παραβίασής τους.  Ο σπουδαιότερος από τους μηχανισμούς αυτούς είναι εκείνος τον οποίο υπηρετεί, κατά την αποστολή του, ο δικαστής του ελέγχου εφαρμογής της Αρχής της Νομιμότητας ήτοι, κατά βάση, ο Διοικητικός Δικαστής.  Ο οποίος, ακριβώς λόγω της ως άνω αποστολής του, ελέγχοντας υπό όρους δικαστικής ανεξαρτησίας την αποτελεσματική εφαρμογή της Αρχής της Νομιμότητας, κάνει υποχρεωτικώς την σε δεύτερο βαθμό –αυτή την φορά δικονομικής υφής- νομική «επαλήθευση» του συλλογισμού που, σε πρώτο βαθμό, οδήγησε το διοικητικό όργανο να προβεί στην επίδικη πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια.  Σύμφωνα λοιπόν με τις απαιτήσεις του Κράτους Δικαίου και του ρόλου του αρμόδιου δικαστή ως φυσικού θεματοφύλακα των επιταγών του, ο δικαστής αυτός δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτό να ενεργεί αποκλειστικώς «secundum allegata et probata».  Όλως αντιθέτως, η αποστολή του οριοθετείται από τις θεσμικές συνιστώσες του ανακριτικού συστήματος το οποίο, όταν και όπου υποχρεωτικώς ισχύει, επιβάλλει στον δικαστή να ενεργεί ex officio, με αποκλειστικό γνώμονα την αναζήτηση της αλήθειας ως προς την ουσιαστική εφαρμογή της Αρχής της Νομιμότητας.  Υπό διαφορετική εκδοχή, ο Δικαστής θα εξουσιοδοτείτο ν’ ανεχθεί –επαφιέμενος στην αποδεικτική διακριτική ευχέρεια των διαδίκων- «νησίδες» ευθείας παραβίασης του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, χωρίς να μπορεί ν’ αντιδράσει δικονομικώς.

β3) Τέλος, η αποτελεσματικότητα της άσκησης του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας συνδέεται ευθέως τόσο με τους  βαθμούς δικαιοδοσίας όσο και με τα ένδικα μέσα, τακτικά και έκτακτα, δια των οποίων η οριστική δικαστική κρίση ελέγχεται από τα ιεραρχικώς ανώτερα αρμόδια δικαστικά όργανα.  Κατά γενική αρχή, η οποία προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος, το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας συνεπάγεται την ανάγκη ελέγχου, εν πάση περιπτώσει –φυσικά με την εξαίρεση της περίπτωσης όπου το επικεφαλής της ιεραρχίας δικαστήριο αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό- της πρωτοβάθμιας οριστικής κρίσης του αρμόδιου δικαστή από άλλο, ιεραρχικώς ανώτερο, δικαστικό όργανο.  Με τις εξής όμως διευκρινήσεις: Τούτο επιβάλλει την, κατά κανόνα τουλάχιστον, οργάνωση και δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας.  Άρα μόνο κατ’ εξαίρεση, και εφόσον αυτό δικαιολογείται επαρκώς –με βάση την αρχή της αναλογικότητας- από άλλες συνταγματικές διατάξεις, ιδίως δε διατάξεις κατοχύρωσης της αποτελεσματικής άσκησης συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας μπορεί να παρακαμφθεί.  Ως προς δε τον αναιρετικό έλεγχο –που, φυσικά, δεν συνιστά βαθμό δικαιοδοσίας και γι’ αυτό η πρόσβαση σ’ αυτόν διασφαλίζεται μόνο μέσω έκτακτων ένδικων μέσων- είναι επίσης αυτονόητο ότι ουδέποτε μπορεί να καταργηθεί.  Πολλώ μάλλον όταν την λειτουργία του εγγυώνται όχι μόνον οι διατάξεις του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος, αλλά και οι εν γένει διατάξεις περί Κράτους Δικαίου και Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, οι οποίες αυτονοήτως συνεπάγονται τον τελικό έλεγχο κάθε δικαστικής απόφασης κατά τις επιταγές της Έννομης Τάξης γενικώς.  Από την αρχή της, κατά το Σύνταγμα, αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας συνάγονται και τ’ ακόλουθα, ως προς την μορφή του δευτεροβάθμιου καθώς και του αναιρετικού ελέγχου των δικαστικών αποφάσεων:  Ο έλεγχος αυτός, από την φύση του, μάλλον δεν μπορεί ν’ ανατίθεται σε μονοπρόσωπα δικαστικά όργανα.  Μ’ άλλες λέξεις η απονομή της Δικαιοσύνης σε πρώτο βαθμό συμβιβάζεται συνταγματικώς με την ανάθεσή της και σε δικαστήρια μονομελούς σύνθεσης.  Ο έλεγχος όμως των αποφάσεών τους δεν μπορεί παρά ν’ ανήκει σε δικαστικά όργανα συλλογικής συγκρότησης και σύνθεσης.  Υπό διαφορετική εκδοχή, η απονομή της Δικαιοσύνης θα μπορούσε να υποκύπτει στην λογική της «ενός ανδρός αρχής».  Πράγμα ασυμβίβαστο με την θεσμική θέση του δικαστή και τον αντίστοιχο ρόλο του.

γ) Την θεσμοθέτηση διαδικασιών πλήρους εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων. Πρωτίστως δε εκείνων που είναι εξοπλισμένες με δύναμη δεδικασμένου.  Και τούτο διότι η απλή έκδοση της δικαστικής απόφασης, χωρίς δυνατότητα διασφάλισης της εφαρμογής της, συνιστά έμμεση πλην σαφή παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος αλλά και του πυρήνα του Κράτους Δικαίου, αφού τούτο προϋποθέτει –όπως επανειλημμένως έχει επισημανθεί- και την λειτουργία κατάλληλων κυρωτικών μηχανισμών. Δεν αρκείται, κατά συνέπεια, στην απλή έκδοση δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες στερούνται περαιτέρω έννομων συνεπειών.

γ1) Η εγγύηση της πλήρους εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων απαιτεί την οργάνωση και λειτουργία συγκεκριμένων θεσμών που εξασφαλίζουν την εκτέλεσή τους, καθώς και την εκτέλεση άλλης μορφής τίτλων που θωρακίζονται, κατά τις κείμενες διατάξεις, μ’ εκτελεστότητα επειδή στηρίζονται σ’ αυτές.

γ2) Προσφορότερος μηχανισμός εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων, κατά το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος, είναι εκείνος, ο οποίος οδηγεί ακόμη και στην αναγκαστική εκτέλεση.  Και τούτο όχι μόνο λόγω της αυστηρότητας –και, άρα, της βαρύτητας- των συνεπειών της εκτέλεσης αυτής εναντίον εκείνων που εμπίπτουν στο πεδίο εκτελεστότητας της οικείας δικαστικής απόφασης.  Αλλά, πρωτίστως, επειδή η παρουσία του δικαστή -και των αντίστοιχων δικαστικών εγγυήσεων- είναι σύμφυτη με την όλη διεκπεραίωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.

γ3) Πέραν των άλλων μηχανισμών συμμόρφωσης των κρατικών οργάνων, ιδίως δε εκείνων της Εκτελεστικής Εξουσίας, στις δικαστικές αποφάσεις από την αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων δεν εξαιρείται ούτε το Δημόσιο και οι «δορυφορικοί» φορείς του, δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 94 παρ.4 εδ. γ΄ του Συντάγματος ορίζουν ότι: «Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει». Ενόψει όμως των παρερμηνειών που εμφανίσθηκαν κατά καιρούς στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου είναι ανάγκη να καταστεί σαφές ότι: Με βάση τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την πολιτειακώς θεμελιώδη αρχή  της Εθνικής Κυριαρχίας –όπως μάλιστα η αρχή αυτή ερμηνεύεται και από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης- η όλη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης οργανώνεται αποκλειστικώς από τον Νομοθέτη του Κράτους, εντός των ορίων του οποίου εξελίσσεται.  Τούτο δε ισχύει γενικώς για την αναγκαστική εκτέλεση, είτε αυτή στρέφεται κατά ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων. Είτε –και μάλιστα a fortiori- κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου.  Επομένως, και περιορίζοντας το ζήτημα στο πλαίσιο της Ελληνικής Έννομης Τάξης, είναι προφανές ότι μόνον ο Έλληνας Νομοθέτης –και, κατ’ εξουσιοδότησή του, άλλα όργανα της Εκτελεστικής Εξουσίας- μπορούν να θεσπίσουν κανόνες αναγκαστικής εκτέλεσης εν γένει.  Και μάλιστα τόσον ως προς την διαδικασία της εκτέλεσης αυτής όσο και ως προς τ’ αντικείμενα, τα οποία εμπίπτουν στο εκτελεστικό βεληνεκές της.

Β. Η χρόνια υπονόμευση της δικαστικής προστασίας

Η αξία των δικαστικής φύσης κυρωτικών μηχανισμών, αναφορικά με το Κράτος Δικαίου, χρόνια τώρα «ξεθωριάζει» από τις «επιθέσεις» του πιο εμφανούς «πολεμίου» της:  Της βραδείας απονομής της Δικαιοσύνης, η οποία συχνά αγγίζει, δυστυχώς, τα όρια της αρνησιδικίας.  Όταν μάλιστα η Εκτελεστική Εξουσία καταφέρνει να υπονομεύσει την υποχρέωση εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων που στρέφονται εναντίον της.

  1. Βεβαίως, το φαινόμενο της καταλυτικής βραδύτητας κατά την απονομή της Δικαιοσύνης δεν είναι σύγχρονο σύμπτωμα.  Στο δοκίμιό του, υπό τον τίτλο «Οι δύο μυλόπετρες και ο νεαρός λοχαγός» (περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Με ψήφους τρεις εναντίον δύο», εκδ. Εστία, 1977), ο κορυφαίος Δικαστής –Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την σκοτεινή περίοδο της επταετούς δικτατορίας, που απολύθηκε μάλιστα από τα όργανά της- Μιχαήλ Στασινόπουλος, έχει περιγράψει γλαφυρά τα χαρακτηριστικά του στο πεδίο της Διοικητικής Δικαιοσύνης, μεσ’ από την περιπέτεια ενός νεαρού αξιωματικού.  Ο οποίος, προκειμένου ν’ αποτρέψει την επιρροή μιας σοβαρής πειθαρχικής ποινής στην υπηρεσιακή εξέλιξή του, προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας την ακύρωσή της.  Πάντα δικαιωνόταν –φυσικά με την γνωστή από τότε καθυστέρηση έκδοσης των αντίστοιχων αποφάσεων- αλλά συνεχώς η διοίκηση επανερχόταν με «νέα αιτιολογία».  Έως ότου ο «πανδαμάτωρ» χρόνος –με την «συνδρομή» της αναποτελεσματικότητας της Δικαιοσύνης και της οιονεί «έμφυτης» τάσης της Εκτελεστικής Εξουσίας ν’ «ανθίσταται» στην Αρχή της Νομιμότητας- «αφάνισε» την σταδιοδρομία του αξιωματικού και «εξάντλησε» την νεότητά του.
  2. Στις μέρες μας όμως, και μέσα στην δίνη της οικονομικής κρίσης και την αναπόφευκτη κατάρρευση του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, η βραδεία απονομή της Δικαιοσύνης και η μετάπτωσή της σε αρνησιδικία αποκτά πρόσθετες, ακόμη πιο επικίνδυνες, διαστάσεις: 

α) Οι επιπτώσεις των αποφάσεων που εκδίδουν τα κρατικά όργανα, ιδίως δε εκείνα της Εκτελεστικής Εξουσίας, παράγουν τόσο επώδυνες συνέπειες για τον διοικούμενο, μέσα μάλιστα σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα, ώστε κάθε καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης αποβαίνει μοιραία.  Και τούτο διότι, έστω και εμμέσως, εκμηδενίζει την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας των δικαστικών κυρωτικών μηχανισμών. Άρα, αυτού τούτου του Κράτους Δικαίου.

β) Στο πλαίσιο αυτού του συνδυασμού θεσμικών αναγκών και κοινωνικοοικονομικών ανατροπών, η επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης, ιδίως δε της Διοικητικής, έχει καταστεί άκρως επιτακτική.  Να όμως που μια τέτοια επιτάχυνση οδηγεί το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας πάνω στην «προκρούστεια κλίνη» του αναπότρεπτου «δημόσιου συμφέροντος» διασφάλισης και της αποδοτικότητας της κρατικής δράσης. Αυτό παράγεται μεσ’ από τριών ειδών «καυδιανά δίκρανα», στο πλαίσιο εφαρμογής της, περί «επιτάχυνσης» της απονομής της Δικαιοσύνης, θεσπιζόμενης νομοθεσίας:

β1) Το πρώτο είδος σχετίζεται με την μείωση του κύρους και της εμβέλειας του ανακριτικού συστήματος, κυρίως εντός της Διοικητικής Δικαιοσύνης. Αλλά και του αυτεπάγγελτου ελέγχου της νομιμότητας της διοικητικής δράσης από τον Διοικητικό Δικαστή. Για τις άκρως αρνητικές αυτές επιπτώσεις καταλυτικός ήταν, δυστυχώς, ο ρόλος πλειάδας διατάξεων του ν. 3900/2010, οι οποίες θεσπίσθηκαν μεν υπό τις δραματικές συνθήκες της «μνημονιακής περιόδου», πλην όμως συνεχίζουν να εφαρμόζονται, χωρίς οιαδήποτε μεταβολή επί τα βελτίω, και σήμερα με τεράστιες επιπτώσεις στην αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας στο πεδίο της Διοικητικής Δικαιοσύνης.

β2) Το δεύτερο είδος συνδέεται αρρήκτως με τους δραματικούς περιορισμούς κατά την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας.  Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε ν’ αποβαίνει στην πράξη ανέφικτη. Διότι ναι μεν δεν μπορεί η προσωρινή δικαστική προστασία ν’ αναιρεί την οριστική μέσω της ανεξέλεγκτης διεύρυνσής της, πλην όμως είναι αδιανόητο να οδηγούμεθα στο άλλο άκρο: Ήτοι στην καθιέρωση τέτοιων προϋποθέσεων -ως προς το παραδεκτό αλλά και ως προς το νόμω βάσιμο- αίτησης και παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, ώστε η τελευταία ν’ αποδυναμώνεται πλήρως.  Και σε συνδυασμό με την βραδύτητα ως προς την απονομή της Δικαιοσύνης να «πυκνώνει τα νέφη»  στον ορίζοντα της έμμεσης, πλην όχι λιγότερο επικίνδυνης, για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου αρνησιδικίας.

β3) Και το τρίτο είδος αφορά την απονομή οριστικής δικαστικής προστασίας, την οποία περιορίζουν δραστικά, μεταξύ άλλων, από την μια πλευρά οι «δρακόντειες» προϋποθέσεις του παραδεκτού αναφορικά με την άσκηση των ένδικων βοηθημάτων και μέσων, όπως συμβαίνει, στο πεδίο της Διοικητικής Δικονομίας, με τις προϋποθέσεις άσκησης της έφεσης και της αναίρεσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3900/2010.  Και, από την άλλη πλευρά, «περίτεχνες» προϋποθέσεις του βασίμου, ως προς την θεμελίωση της ουσίας των δια των ένδικων βοηθημάτων και μέσων προβαλλόμενων από τους διαδίκους ισχυρισμών.

Επίλογος

Η εξαιρετικά κρίσιμη και, δυστυχώς, καταδήλως δυσοίωνη για τον Άνθρωπο και τα Θεμελιώδη Δικαιώματά του -πρωτίστως δε για την υπεράσπιση της αξίας του και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του- σύγχρονη συγκυρία, η οποία μάλιστα εκτείνεται πολύ πέραν της Χώρας μας, πλήττοντας καιρίως και το σύνολο, σχεδόν, των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι εκείνη που «δείχνει» στην Δικαστική Εξουσία και, άρα, στον Δικαστή τον ανηφορικό δρόμο του σπουδαιότερου χρέους του κατά την αποστολή του: Ο Δικαστής, θωρακισμένος με τις εγγυήσεις της Προσωπικής και Λειτουργικής Ανεξαρτησίας του καλείται ν’ αναδειχθεί στον βασικό πυλώνα στήριξης και, συγχρόνως, στην ασφαλέστερη αντηρίδα ενίσχυσης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Α. Ανταποκρινόμενος σε αυτό το χρέος ο Δικαστής αναδεικνύεται, εκ των πραγμάτων και αυτοθρόως, υπέρμαχος και εγγυητής και της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, κατά τα στοιχειώδη και αρρήκτως συνδεόμενα με την φύση της ανθρωποκεντρικά χαρακτηριστικά της, δοθέντος ότι η σύγχρονη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία -και το Κράτος που οργανώνεται ερειδόμενο επί των θεσμών της- νοείται ως
«ιδανική» εγγύηση της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Κατά την άσκηση των ως άνω δικαιοδοτικών του καθηκόντων ο Δικαστής οφείλει να έχει πάντοτε ως αφετηρία και κατάληξη των νομικών του συλλογισμών το Σύνταγμα και την σύμφωνη με τις διατάξεις του εκτελεστική του νομοθεσία, επιπλέον δε τα εκάστοτε δεδομένα της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Έννομης Τάξης.

Β. Μόνο με τον τρόπο αυτό ο Δικαστής και οι κυρωτικοί μηχανισμοί, τους οποίους ενεργοποιεί η κατά περίπτωση δικαιοδοτική του παρέμβαση, ανταποκρίνονται, αποτελεσματικώς, στις επιταγές του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, άρα σε κύριες επιταγές της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Αυτός είναι και ο σπουδαιότερος λόγος, για τον οποίο στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της κρατικής δράσης δεν μπορεί, μεταξύ άλλων φυσικά, να συναντά, με την επίκληση δήθεν «δημόσιου συμφέροντος» εκ μέρους των κρατικών οργάνων, εμπόδια που τον αποδυναμώνουν ή και τον ακυρώνουν στην πράξη.  Για να καταστεί περισσότερο σαφές: Στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και στο Κράτος Δικαίου, όταν οργανώνονται και λειτουργούν κατά τον προορισμό τους ως εγγυήσεις της Ελευθερίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν υπάρχουν ούτε νοούνται στεγανά και, πολύ περισσότερο, «άβατα». Περαιτέρω, τα «άδηλα και τα κρύφια» κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων εκ μέρους των οργάνων του Κράτους είναι αδιανόητα, με την έννοια ότι η προσφυγή  δήθεν στην εξυπηρέτηση αναγκών δημόσιου συμφέροντος δεν είναι νοητό ν’ «απομυζά» την ικμάδα της Ελευθερίας και, συνακόλουθα, να θίγει τον πυρήνα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως τα κατοχυρώνει η, lato sensu, Έννομη Τάξη.  Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο όταν ο Δικαστής βρίσκεται, ενδεχομένως, σε ανάλογα, κρατικής επινόησης, «διλήμματα» πρέπει ν’ απαντά, ασκώντας την δικαιοδοσία του κατά περίπτωση με γνώμονα και τον στίχο του Κωνσταντίνου Καβάφη -εμπνευσμένο από τους αντίστοιχους στίχους του Δάντη- για «το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι»Che feceil gran rifiuto», 1899, 1901) και με «πανοπλία» την δύναμη του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας των αποφάσεών του: «In dubio pro Republica, in dubio pro Libertate».