Άρθρο στην εφημερίδα Real News της Κυριακής 4/5/2025
Πρόλογος
Οι σκέψεις και θέσεις του Πάπα Φραγκίσκου, οι οποίες αναδύονται ευκρινώς μέσα από την αυτοβιογραφία του (εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2025), καταδεικνύουν ότι για τον 266ο Ποντίφηκα της Καθολικής Εκκλησίας προέχει η πνευματικότητα σε ό,τι αφορά την πορεία της στην σύγχρονη ταραγμένη εποχή μας. Άλλωστε, σε μια συμβολική κίνηση προσήλωσης σε αυτή την νέα πραγματικότητα αμέσως μόλις εξελέγη έσπευσε να κρατήσει μόνο τον τίτλο του Επισκόπου Ρώμης. Και κάπως έτσι το Βατικανό άρχισε να απομακρύνεται, αν όχι και να αποξενώνεται, από τα παραδοσιακά κοσμικά στοιχεία και χαρακτηριστικά της έκπαλαι σύνθετης κρατικοεκκλησιαστικής του οντότητας.
Ι. Αν η τάση αυτή συνεχισθεί και στην εποχή των διαδόχων του Πάπα Φραγκίσκου, εφόσον βεβαίως και εκείνοι βαδίσουν πάνω στα ίδια πνευματικά χνάρια, τότε είναι προφανές πως η Καθολική Εκκλησία θα έχει αρχίσει να απογαλακτίζεται από τις οιονεί κλασικές κοσμικές αντηρίδες, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η οικοδόμηση του Κράτους της Πόλης του Βατικανού, διαγράφοντας μετέπειτα ιστορικούς μαιάνδρους διακυμάνσεων στο αστερισμό της αντίστοιχης διακύμανσης της επιρροής των υπολειμμάτων του Παποκαισαρισμού.
Α. Συγκεκριμένα, ο Παποκαισαρισμός υπήρξε ένα σκοτεινό και άκρως παρακμιακό πνευματικώς σύμπτωμα του Μεσαίωνα, όταν ο Πάπας, ως επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας και μπροστά στην πρόκληση εξασθενημένων και βαθύτατα διχασμένων κοσμικών ηγετών -κατ’ εξοχήν Βασιλέων ή και Φεουδαρχών- θέλησε να συγκεντρώσει, εκτός της θρησκευτικής και εκκλησιαστικής του ηγεσίας, και εκείνη της κοσμικής εξουσίας. Είναι γνωστό ότι ο μετέπειτα Καισαροπαπισμός ήταν το κύριο σύμπτωμα της αντίδρασης της κοσμικής εξουσίας στην επέλαση του Παποκαισαρισμού. Για την ακρίβεια, ο Καισαροπαπισμός εξαπλώθηκε ιδίως κατά την περίοδο του 14ου, του 15ου και του 16ου αιώνα. Και σήμανε την περίοδο, κατά την οποία η κοσμική διακυβέρνηση -ήτοι ο Βασιλιάς, και κατά κύριο λόγο ο Αυτοκράτορας- επιχείρησε να ποδηγετήσει, στην κυριολεξία, την θρησκευτική αλλά και πνευματική εξουσία της Καθολικής Εκκλησίας.
Β. Η σύγκρουση αυτή μεταξύ του Πάπα και της Καθολικής Εκκλησίας από την μια πλευρά και της κοσμικής εξουσίας από την άλλη έληξε, κατά κάποιο τρόπο, μέσω ενός συμβιβασμού τήρησης προσχημάτων σε ό,τι αφορά το κύρος του Ποντίφηκα, την 11η Φεβρουαρίου 1929, επί φασιστικής περιόδου στην Ιταλία. Ήταν τότε που με την Συνθήκη του Λατερανού ιδρύθηκε το Κράτος της Πόλης του Βατικανού, ως υβριδικός φορέας στο πλαίσιο του οποίου τον καταδήλως προέχοντα θρησκευτικό και πνευματικό ρόλο του Πάπα και Επισκόπου Ρώμης συμπληρώνει, κατά κάποιο τρόπο, η προσθήκη μιας σαφώς περιορισμένης κοσμικής εξουσίας εντός των ορίων του Κράτους της Πόλης του Βατικανού.
ΙΙ. Από την ίδια την αυτοβιογραφία του Πάπα Φραγκίσκου συνάγεται, όποια και αν είναι η ανάγνωσή της, ότι στα χρόνια της ποντιφηκικής του θητείας κατάφερε να διαγνώσει με καιρίως αποφασιστικό τρόπο το πόσο τα όποια υπολείμματα του Παποκαισαρισμού όχι μόνο δεν τόνωσαν αλλά, όλως αντιθέτως, υπονόμευσαν το κύρος της Καθολικής Εκκλησίας.
Α. Ειδικότερα, για τον Πάπα Φραγκίσκο η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ως πολιτειακό και πολιτικό θεσμικό οικοδόμημα το οποίο είναι προορισμένο να εγγυάται την Ελευθερία και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, εδράζεται πρωτίστως επί της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας. Αρχής, η οποία αυτονοήτως αποκλείει την ανάμιξη στην πολιτική διακυβέρνηση κάθε φορέα, ο οποίος δεν είναι θωρακισμένος με την κατά το οικείο Σύνταγμα δημοκρατική νομιμοποίηση, άρα και της Εκκλησίας, της κάθε Εκκλησίας, όσο και αν είναι το πλήθος των πιστών της. Από την άλλη πλευρά ο Πάπας Φραγκίσκος είχε κατανοήσει το πόσο η αγαστή, πλην όμως στο μέτρο των αρμοδιοτήτων καθενός, συμπόρευση της Εκκλησίας με τους φορείς που διασφαλίζουν και την ως άνω διακυβέρνηση υπό όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αποβαίνει προς όφελος της ίδιας της Εκκλησίας. Συμπερασματικώς, ο Πάπας Φραγκίσκος πίστευε ότι η Εκκλησία επιτελεί το έργο της και καταξιώνεται κοινωνικώς όταν, αποφεύγοντας κάθε διαγκωνισμό με την κοσμική εξουσία, υπερασπίζεται επιπλέον και την Δημοκρατική Αρχή καθώς και την Ελευθερία. Δοθέντος ότι δι’ αυτού του τρόπου, και κατ’ εξοχήν δια της ακώλυτης άσκησης της Θρησκευτικής Ελευθερίας, η Καθολική Εκκλησία μπορεί να εμπνεύσει καθένα σε ό,τι αφορά την αυθεντικότητα του θρησκευτικού ρόλου της ως πεδίου κοινωνικής προσφοράς, ανεξάρτητα από το αν πιστεύει κάποιος ή όχι.
Β. Περαιτέρω, ως ασυμβίβαστος πολέμιος κάθε μορφής προσηλυτισμού ο Πάπας Φραγκίσκος δεν διεκδίκησε κανένα «αλάθητο», ούτε δικό του ούτε για την Καθολική Εκκλησία και, πολύ περισσότερο, κανένα «πρωτείο», δογματικό ή άλλο, εντός της Χριστιανοσύνης εν γένει. Τούτο σημαίνει, κατ’ επέκταση, και ότι έτσι ο Καθολικισμός δεν αντιδικεί ούτε ανοίγει χαρακώματα σε σχέση και με τα άλλα Δόγματα και τις άλλες Ομολογίες στο πεδίο της Χριστιανοσύνης. Γεγονός το οποίο προδήλως διευκολύνει την ενότητα όλων των μελών του Σώματος της Χριστιανοσύνης καθιστώντας, μεταξύ άλλων, την Χριστιανική Διδασκαλία όχι επιβεβλημένη γνώση και conditio sine qua non για την σωτηρία του Ανθρώπου. Αλλά δείκτη πορείας για την σωτηρία του αυτή, ο οποίος υιοθετείται στην πράξη κατ’ ελεύθερη, απολύτως, επιλογή.
Επίλογος
Η εποχή του Πάπα Φραγκίσκου θα μείνει, σε κάθε περίπτωση, στην εκκλησιαστική ιστορία ως η περίοδος, κατά την οποία το Κράτος της Πόλης του Βατικανού τείνει να αφήσει οριστικά πίσω του κάθε κληρονομιά που του παρέδωσαν τόσο οι σκοτεινοί και στείροι πνευματικώς αιώνες του Παποκαισαρισμού, όσο και ο αντίστοιχης χρονικής διάρκειας καταναγκασμός του Καισαροπαπισμού. Υπ’ αυτή την έννοια η κοσμική εξουσία φαίνεται να αποχωρεί από το Βατικανό. Αρκεί βεβαίως οι διάδοχοι του Πάπα Φραγκίσκου να μην διακόψουν στο μέλλον την συνέχεια της δικής του πνευματικής και θρησκευτικής παρακαταθήκης. Τότε θα μπορούμε να πούμε και ότι στον επισκέπτη του Κράτους της Πόλης του Βατικανού θα απομένουν, ως εμβληματικό αποτύπωμα μνήμης, όχι τα παπικά δώματα ή οι ευσταλείς φρουροί τους, αλλά σχεδόν αποκλειστικώς το πνευματικό μεγαλείο της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου και η λυτρωτική αύρα του Παρεκκλησίου της Καπέλα Σιξτίνα, με την απαράμιλλη τέχνη του Μιχαήλ Αγγέλου χαραγμένη ανεξίτηλα στην οροφή του και στον τοίχο του βωμού.