Σημεία ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκόπη Παυλόπουλου κατά τα εγκαίνια της 80ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης

Η τρέχουσα πολιτική συγκυρία μου επιφύλαξε το μεγάλο προνόμιο να εγκαινιάζω, με την ιδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας, την εμβληματική 80ή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Και ακριβολογώ, στο ακέραιο, κάνοντας λόγο για μεγάλο προνόμιο διότι:

Α. Πρώτον, μου παρέχεται η δυνατότητα ν’ αποτίσω τον οφειλόμενο φόρο τιμής στην Θεσσαλονίκη. Την πρωτεύουσα του Ελληνικού Βορρά και, ιδίως, της Μακεδονίας. Της πόλης που εκφράζει, ανά τους αιώνες, και πολύ περισσότερο σε κρίσιμες για το Έθνος μας περιόδους όπως η τωρινή, το μεγαλείο της Ιστορίας και του Πολιτισμού μας με λίκνο την Μακεδονία. Της οποίας η ελληνικότητα γίνεται, προϊόντος του χρόνου, τόσο περισσότερο αυταπόδεικτη και αδιαμφισβήτητη όσον οι συνήθεις υπότροποι παραχαράκτες και κιβδηλοποιοί της ιστορίας ευτελίζονται προοδευτικώς, υπερβαίνοντας πια τα όρια της γραφικότητας. Κάτι το οποίον οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη της η διεθνής κοινότητα, εφόσον θέλει να διατηρήσει το κύρος και την αξιοπιστία της.

Β. Δεύτερον, μέσω των εγκαινίων της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, της μακράν κορυφαίας εδώ και πολλές δεκαετίες οικονομικής εκδήλωσης της Χώρας μας και όχι μόνον, μου δίνεται το δικαίωμα αλλά και μου επιβάλλεται η υποχρέωση ν’ αναδείξω τον οικονομικό δυναμισμό της Βόρειας Ελλάδας και της Θεσσαλονίκης. Δυναμισμό τον οποίο, προς τιμήν του επιχειρηματικού κόσμου της Βόρειας Ελλάδας, δεν έχει λυγίσει ούτε η δεινή κρίση, οικονομική και κοινωνική δυστυχώς, που μαστίζει την Χώρα μας και τον Λαό μας τα τελευταία έξι χρόνια.

Ι. Το διαχρονικό αναπτυξιακό υπόδειγμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.

Η όλη πορεία της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης συνιστά ένα υπόδειγμα, το οποίο μας επιτρέπει -αν δεν μας επιβάλλει- να κάνουμε μιαν ασφαλή αποτίμηση κι εκτίμηση της όλης οικονομικής πορείας της Χώρας μας.

Από το 1926, όταν οργανώθηκε η πρώτη Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, ο θεσμός κάθε χρόνο –μ’ εξαίρεση τις εμπόλεμες περιόδους και τις περιόδους συνταγματικής εκτροπής, που δυστυχώς δεν υπήρξαν λίγες- εξελίσσεται και βελτιώνεται, θάλεγα με γεωμετρική μάλιστα πρόοδο. Πλην όμως αν ερευνήσει κανείς προσεκτικά την όλη πορεία της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης δεν μπορεί παρά να ξεχωρίσει δύο, αποφασιστικής σημασίας, χρονικά ορόσημα, τα οποία συνδέονται, σχεδόν αποκλειστικώς, με την ευρωπαϊκή πορεία της Χώρας μας:

Α. Το πρώτο ορόσημο είναι το 1961, ύστερα από την υπογραφή, στις 9 Ιουλίου του έτους αυτού, της συμφωνίας σύνδεσης της Ελλάδας με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, υπό την μορφή τελωνειακής ένωσης, σε συνδυασμό με την ειδική πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου. “Βλέπομεν την Χώραν σας ως το λίκνον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πώς θα ήτο δυνατόν να συλλάβωμεν μίαν ευρωπαϊκήν κοινότητα άνευ της Ελλάδος;”, ανέφερε στην ομιλία του, την ημέρα εκείνη, ο τότε Αντικαγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Λούντβιχ Έρχαρντ. Μετά το 1961 ακολούθησε μια περίοδος εντυπωσιακής διεύρυνσης των οριζόντων αλλά και των συμμετοχών στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Ως το 1967 – 1974 όταν, λόγω της επτάχρονης δικτατορίας, η Χώρα απομονώθηκε οικονομικώς, πράγμα το οποίο είχε, μοιραίως, αρνητικές επιπτώσεις και στην ομαλή θετική εξέλιξη της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.

Β. Το δεύτερο ορόσημο είναι το 1977, δηλαδή το έτος που σήμανε –μέσ’ από την καθοριστική συμβολή του κορυφαίου Μακεδόνα ηγέτη και πολιτικού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος διαμόρφωσε έτσι το νέο όραμα του εθνικού μας μέλλοντος- την δρομολόγηση της πλήρους και οριστικής ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση και τον στενό πυρήνα της, την Ευρωζώνη. Και τούτο διότι το 1977, με το ν. 735/1977, η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, από δύσκαμπτο οικονομικώς κι επιχειρηματικώς ν.π.δ.δ., μετατρέπεται σε σύγχρονη ανώνυμη εταιρεία. Στην συνέχεια δε, με το ν. 2687/1999, αναμορφώθηκε κι εκσυγχρονίσθηκε περαιτέρω ενώ, με τον ίδιο νόμο, ιδρύθηκε ένας νέος εκθεσιακός θεσμός με την σύσταση της, επίσης ανώνυμης εταιρείας, «Ελληνική Έκθεση – HELEXPO ΑΕ». Πράγμα το οποίο, μετά μάλιστα την ενοποίηση των δύο εταιρειών (με το ν. 4109/2013), κατέστησε την Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, μέσα και από τον εντυπωσιακό πολλαπλασιασμό των κλαδικών της εκθέσεων, τον εθνικό μας εκθεσιακό φορέα, με ακτινοβολία που εκτείνεται πια σ’ ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο.

Γ. Την πορεία αυτή της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης επιβεβαιώνει και η 80η οργάνωσή της: Μέσα στην πρωτόγνωρη οικονομική και κοινωνική κρίση που βιώνουμε η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης εξακολουθεί να είναι καταλύτης δημιουργίας, ιδίως ως σταθερός μοχλός ανάπτυξης και ως εκφραστής της εθνικής μας οικονομικής εξωστρέφειας.

ΙΙ. Η ευρωπαϊκή πορεία της Χώρας.

Μ’ αυτόν τον σημαδιακό τρόπο η ιστορία, το παρόν και το μέλλον της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης αποδεικνύουν αλλά και υποδεικνύουν, κατά την κρίσιμη συγκυρία που διανύουμε, ποια πρέπει να είναι η πορεία της Χώρας μας και του Λαού μας, με βάση το δημόσιο και το εθνικό συμφέρον. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την ευρωπαϊκή μας πορεία, εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντός του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης. Μια κοινή πορεία με όλους εκείνους τους λαούς που ενστερνίζονται τις αρχές και τις αξίες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε η ίδρυσή της και προσανατολίσθηκε η προοπτική της.

Μια πορεία την οποία οφείλουν να φέρουν σε πέρας ενωμένες, πέρα κι έξω από τις επιμέρους πολιτικές διαφορές τους, όλες οι πολιτικές δυνάμεις του Τόπου που έχουν επιλέξει τον ευρωπαϊκό μας προσανατολισμό. Μια πορεία που, όπως έχω τονίσει επανειλημμένως, πρέπει να παραμείνει αταλάντευτη και αδιαπραγμάτευτη, ύστερα μάλιστα από την πικρή εμπειρία της τρέχουσας συγκυρίας.

Η ως άνω ιστορική επιταγή, για τον Τόπο και τον Λαό μας, στηρίζεται στις ακόλουθες, αυταπόδεικτες και διαλεκτικώς συνδεόμενες μεταξύ τους, διαπιστώσεις:

Α. Πρώτον, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι νοητή, κατά τον προορισμό της, δίχως την Ελλάδα. Οι δηλώσεις Έρχαρντ, στις οποίες ήδη αναφέρθηκα, βεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές. Ουδείς, άλλωστε, μπορεί να παραγνωρίζει ότι οι εμπνευστές των Ευρωπαϊκών Θεσμών οραματίσθηκαν την μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση στηριγμένη στην τρισυπόστατη κληρονομιά της: Ήτοι εκείνη της Ελλάδας, για το πνεύμα του πολιτισμού και της ελευθερίας, της Ρώμης, για την κρατική δομή που υπερασπίζεται την Res Publica –μ’ άλλες λέξεις το συγκεκριμένο κάθε φορά δημόσιο συμφέρον- και την Χριστιανική διδασκαλία, για τα ιδανικά της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Β. Δεύτερον, η Ελλάδα και ο Λαός μας δεν μπορούν να επιβιώσουν υπό όρους σταθερής Δημοκρατίας και οικονομικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας, πέρα κι έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακολουθώντας έναν μοναχικό δρόμο προς το άγνωστο και την αβεβαιότητα. Ακούγονται ορισμένες φωνές, ευτυχώς μεμονωμένες, που διερωτώνται: «Αξίζει τον κόπο αυτό το ευρωπαϊκό μέλλον, μέσα σε μιαν Ευρώπη που έχει αυτά τα προβλήματα, αυτή την έλλειψη αλληλεγγύης, την έλλειψη κατανόησης εν πολλοίς;» Υπάρχουν και ακραίες φωνές που ζητούν ν’ αρνηθούμε ως και την ευρωπαϊκή κληρονομιά μας. Το ν’ αποδεχθούμε, όμως, μια τέτοια προοπτική θα ήταν σαν να αφαιρούσαμε από το ευρωπαϊκό ψηφιδωτό της Δημοκρατίας και του Πολιτισμού τις δικές μας ψηφίδες, οι οποίες είναι εκείνες –συμφωνούν σε αυτό όλοι οι ιστορικοί- που σχεδιάζουν το περίγραμμα, φτιάχνουν τον αρμό, δίνουν ρυθμό στο νόημα του σχεδίου. Η απάντηση λοιπόν που ταιριάζει στο άκρως επιφανειακό αυτό ερώτημα είναι ότι όταν ανήκεις σε μία δημοκρατία και έναν πολιτικό πολιτισμό, τον δυτικό πολιτισμό, όταν ανήκεις σε μιαν οικογένεια, στην οποία έχεις συμβάλει προκειμένου να δημιουργηθεί, μέσ’ από το Πνεύμα, μέσ’ από τον Πολιτισμό, μέσ’ από την Δημοκρατία, όταν ανήκεις λοιπόν στην Ευρώπη, μένεις στην Ευρώπη. Και αγωνίζεσαι, από κοινού με τους άλλους Ευρωπαϊκούς Λαούς, να την αλλάξεις για να ξαναγυρίσει στις ρίζες της και να καλύψει τόσο το μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα, το οποίο σήμερα εμφανίζει. Όσο και το μεγάλο κενό της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής, η οποία μεσ’ από την εμμονή στην αδιέξοδη λιτότητα έχει οδηγήσει σ’ άκρως επικίνδυνη διεύρυνση των ανισοτήτων κι έκρηξη της ανεργίας, ιδίως των νέων και, κυρίως, των νέων με υψηλό επίπεδο μόρφωσης. Προκαλώντας έτσι ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο «επιστημονικής προσφυγιάς». Δεν την εγκαταλείπεις όμως, σε καμία περίπτωση, θεωρώντας νομοτελειακές τις, όποιες, σημερινές εσφαλμένες επιλογές της. Αυτό σημαίνει το ότι σήμερα η Ελλάδα δίνει αγώνα για να μείνει στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη όχι γιατί δεν ξέρουμε τα προβλήματά της, όχι γιατί δεν ξέρουμε ως Λαός τι έχουμε υποστεί όλα αυτά τα χρόνια και από τα λάθη της Ευρώπης, αλλά γιατί εκεί είναι το μέλλον μας.

Γ. Το προαναφερόμενο συμπέρασμα ενισχύεται και από το παράδειγμα του πλέον «ζέοντος» σήμερα προβλήματος: Του Μεταναστευτικού. Ας αναλογισθούμε με ειλικρίνεια και ρεαλισμό: Θα μπορούσε, άραγε, η Ελλάδα ν’ αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, το μείζον πρόβλημα ασφάλειας και, ιδίως, Ανθρωπισμού και Κοινωνικής Δικαιοσύνης, έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Δίχως να υποτιμά κανείς την ολιγωρία των ευρωπαϊκών θεσμών να εφαρμόσουν εγκαίρως και πλήρως το Σύμφωνο για την Μετανάστευση και το Άσυλο του 2008 –η εικόνα του νεκρού παιδιού στις ακτές της Αλικαρνασσού ήδη στοιχειώνει την συνείδηση της «αμέριμνης» Ευρώπης- η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Μ’ άλλες λέξεις μόνο σε συνεργασία με τους Λαούς και τους Θεσμούς της Ευρώπης, και πάνω στη βάση των αρχών και των αξιών του ως άνω Συμφώνου, η Ελλάδα μπορεί ν’ αντιμετωπίσει αυτή την άνευ προηγουμένου έκρηξη των μεταναστευτικών ροών, υπό όρους που ταιριάζουν στην Ιστορία της και τον Πολιτισμό της. Δηλαδή υπό όρους που εγγυώνται και την ασφάλειά της αλλά τον πλήρη σεβασμό των αρχών του Ανθρωπισμού, ιδίως δε των κάθε είδους Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Μ’ αυτές τις σκέψεις, που πιστεύω ότι εκφράζουν πιστά την συνισταμένη της συνείδησης του εθνικού μας χρέους, εγκαινιάζω την 80η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Κι εύχομαι τα εγκαίνια της 81ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης να γίνουν υπό συνθήκες που θα καθιστούν εμφανές ότι ο Τόπος και ο Λαός μας έχουν βρει ξανά τον ασφαλή δρόμο της αδιατάρακτης πλέον δημιουργίας και ανάπτυξης, οικονομικής και κοινωνικής, που ταιριάζει στην Ιστορία μας. Τον δρόμο που η ίδια η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης έχει σηματοδοτήσει, σ’ αυτές τις οκτώ δεκαετίες της λαμπρής διαδρομής της. Τον δρόμο που υπηρέτησαν, υπηρετούν κι εκφράζουν διαχρονικώς ιδίως η Βόρεια Ελλάδα, η Μακεδονία μας, η Θεσσαλονίκη μας, αυτό το αειθαλές σύμβολο της εθνικής μας έμπνευσης και της εθνικής μας υπερηφάνειας.

Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΝΙΚΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΗΣ