ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Υπουργέ, με ιδιαίτερα χαρά σας υποδεχόμαστε στην Αθήνα, και εγώ προσωπικώς ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Και η χαρά αυτή έγκειται στο γεγονός ότι στο «τιμόνι» της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής βρίσκεται μια προσωπικότητα όπως εσείς. Η διαδρομή σας είναι γνωστή στον χώρο όχι μόνο της γερμανικής, αλλά και της ευρωπαϊκής πολιτικής. Και επειδή είναι καίριος ο ρόλος της Γερμανίας ιδίως στις σημερινές περιστάσεις, γι ΄αυτό θεωρώ – όπως είπα πριν – πως είναι ευτυχής συγκυρία ότι ηγείστε εσείς της εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας.
Είναι γνωστό ότι για την Ευρώπη το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα δεν είναι η οικονομία. Μέσα από το τεράστιο ζήτημα της Μέσης Ανατολής και του προσφυγικού ανακαλύπτουμε ότι η Ευρώπη αναγνωρίζει εκ νέου τον Άνθρωπο ως το κέντρο βάρους της δικής της πολιτικής. Και θεωρώ ότι η Ευρώπη κατεξοχήν – γυρίζοντας στις αρχές και τις αξίες που είχε πάντοτε – είναι εκείνη που πρέπει και μπορεί να αντιμετωπίσει την ρίζα του προσφυγικού προβλήματος, που είναι ο πόλεμος στην Συρία. Αυτός ο πόλεμος πρέπει να τελειώσει. Η Ευρώπη είναι η καταλληλότερη δύναμη – χωρίς να υποτιμώ άλλους παράγοντες, αλλά είναι η καταλληλότερη δύναμη- για να τελειώσει αυτόν τον πόλεμο. Διότι εκείνη γνωρίζει πολύ περισσότερο τι σημαίνει Άνθρωπος, τι σημαίνει ανάγκη να προστατεύσουμε τον Άνθρωπο, να αναδείξουμε τις αρχές και τις αξίες με βάση τις οποίες γεννήθηκε η Ευρώπη.
Ξέροντας την διαδρομή σας, θεωρώ ότι μπορείτε να συμβάλλετε προς αυτήν την κατεύθυνση, δηλαδή στην διαμόρφωση μιας εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το τέλος του πολέμου στην Συρία, για την ειρήνευση σε όλη τη Μέση Ανατολή. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα: Εμείς είμαστε εδώ για να συμβάλλουμε όσο μπορούμε. Και υπερβάλλουμε πολλές φορές τις δυνάμεις μας για να αντιμετωπίσουμε από κοινού το πρόβλημα. Το πρόβλημα όμως αυτό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον από την Ελλάδα.
Ευχαριστώ πολύ που στο κοινό άρθρο που είχατε με τον κ. Γκάμπριελ αναγνωρίσατε αυτή την αλήθεια. Η Ελλάδα θα συμβάλλει, αλλά σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γνωρίζετε ποιες είναι οι αρχές και οι αξίες του ελληνικού πολιτισμού. Μένουμε σταθεροί σε αυτές παρά τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουμε με τα οικονομικά μας.
Εμείς θα υπερασπισθούμε τον Άνθρωπο, θα συνεργαστούμε και θέλουμε την συνεργασία με όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως με την Γερμανία. Προσβλέπουμε στην αλλαγή του FRONTEX, ώστε να γίνει μια πραγματική ευρωπαϊκή δύναμη για να θωρακίσουμε τα σύνορά μας και να τα προστατεύσουμε. Και σε αυτό το σημείο θέλω να τονίσω κάτι το οποίο δεν αφορά την Ελλάδα μόνο και το ελληνικό δίκαιο: Η Ευρώπη έχει σύνορα. Και τα σύνορά της καθορίζονται με βάση το διεθνές δίκαιο και κυρίως το ευρωπαϊκό δίκαιο. Αυτά τα σύνορα είναι τα σύνορα των κρατών μελών όπως ορίζονται κυριάρχως από τα κράτη μέλη. Αυτά τα σύνορα θα τα προστατεύσουμε μαζί. Αλλά το ποια είναι τα σύνορα και ποιος είναι ο τρόπος που θα τα προστατεύσουμε είναι θέμα κυριαρχίας του κάθε κράτους. Και αυτό το καθορίζουμε εμείς. Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, λοιπόν, είμαστε έτοιμοι να συνεργασθούμε. Και επειδή ξέρω τις απόψεις σας στον τομέα αυτόν, νομίζω ότι μπορείτε – το ξαναλέω – να συμβάλλετε τα μέγιστα. Αρχής γενομένης από αύριο. Η συνάντηση στην Βιέννη είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για να μπουν οι βάσεις, από αύριο, της ουσιαστικής εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το θέμα της Συρίας. Θεωρώ επίσης ότι άλλη μια μεγάλη ευκαιρία και για την Γερμανία, αλλά και για τις χώρες που μετέχουν στους G20 από την πλευρά της Ευρώπης, είναι ότι 14 και 15 Νοεμβρίου θα γίνει η συνάντηση των G20, πιθανόν στην Αττάλεια. Νομίζω πως εκεί τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μετέχουν στους G20 έχουν την ευκαιρία να δείξουν ότι «παίρνουν πάνω τους» το θέμα αυτό. Χρησιμοποιώ αυτήν την έκφραση για να αναδείξω την άποψή μου, ότι η Ευρώπη είναι εκείνη που πρέπει να έχει την ευθύνη. Είναι η μεγάλη ευκαιρία η Ευρώπη να διαμορφώσει την εξωτερική της πολιτική. Γιατί, το τονίζω, ο ρόλος της αυτός είναι. Η παγκόσμια ειρήνη για να υπάρξει χρειάζεται την Ευρώπη. Χωρίς την Ευρώπη, ας μην περιμένουμε από άλλους, όσο κι αν θελήσουν, να καταφέρουν αυτήν την αναγκαιότητα να την κάνουμε πράξη. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
STEINMEIER: Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα αρχικά να σας ευχαριστήσω για τα τόσο ευγενικά σας λόγια, αλλά να σας ευχαριστήσω και για την ιδιαίτερα εγκάρδια φιλοξενία και το καλωσόρισμα που μας επιφυλάξατε σε αυτήν την πρώτη συνάντηση, στην έναρξη του ταξιδιού μας. Πέραν τούτου, θα ήθελα να σας πω πόσο χαιρόμαστε που θα έχουμε την ευκαιρία να σας καλωσορίσουμε στο Βερολίνο. Έχει προσδιοριστεί η ημερομηνία επίσκεψής σας στο Βερολίνο, θα είναι η 18η Ιανουαρίου. Δεν είναι η πρώτη φορά που θα επισκεφτείτε την πρωτεύουσά μας, ωστόσο θα έρθετε πρώτη φορά υπό την ιδιότητα του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Πέραν τούτου, βρίσκομαι εδώ, διότι γνωρίζω ότι οι διμερείς σχέσεις μεταξύ των δύο λαών μας έχουν πληγεί το τελευταίο διάστημα. Έχουν υπάρξει παρανοήσεις, προβληματικές εξελίξεις εδώ και είμαστε απόλυτα της ίδιας άποψης με τον ομόλογό μου, τον κ. Κοτζιά ότι μετά και από τις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα θα πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και έχουμε χρέος, αν θέλετε, να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να καλλιεργήσουμε και να επανέλθουμε στις καλές διμερείς σχέσεις, όπως είναι και η παράδοση των δύο χωρών μας. Πρέπει να σας πω ότι κατά τις τελευταίες συζητήσεις που είχα με τον συνάδελφό μου εντοπίσαμε ήδη θέματα όπου επιθυμούμε να δώσουμε έμφαση στην κοινή μας συνεργασία, όπως βεβαίως είναι η αντιμετώπιση των οικονομικών θεμάτων, αλλά όχι μόνο αυτό. Είμαι της άποψης ότι πέραν τούτου πρέπει να κάνουμε πολύ περισσότερα για να οδηγηθούμε σε καλύτερη αμοιβαία κατανόηση και να δώσουμε και αντίστοιχα φόντα στην νεότερη γενιά. Έτσι, λοιπόν, και κατά την συνάντηση που θα έχω με τον Πρωθυπουργό σας, θα αναφερθώ σε αυτό το ζήτημα, της δημιουργίας ενός ελληνογερμανικού ιδρύματος για την νεολαία.
Όπως και εσείς κ. Πρόεδρε, έτσι κι εγώ, μέχρι πρόσφατα θεωρούσα ότι η αντιμετώπιση και η υπέρβαση των οικονομικών ζητημάτων είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που ταλανίζει την Ευρώπη. Βλέποντας, ωστόσο, τις νέες προκλήσεις, τις οποίες αντιμετωπίζει από κοινού η Ευρώπη και έχοντας κατά νου και την ιστορία ενσωμάτωσης της Ευρώπης πιστεύω ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα τελείως διαφορετικό θέμα που αφορά το μεταναστευτικό και την προσφυγική κρίση.
Θα μου επιτρέψετε, κ. Πρόεδρε, να εκφράσω και την προσωπική μου εκτίμηση και τον σεβασμό που τρέφω στο πρόσωπό σας, γιατί παρακολούθησα κατά το τελευταίο διάστημα την δική σας συμβολή και αντιμετώπιση, η οποία ήταν πάντα προ-ευρωπαϊκή, φιλική προς την ευρωπαϊκή ιδέα. Και πρέπει να σας πω ότι ποτέ μέχρι τώρα δεν φάνηκε πόσο σημαντική είναι ακριβώς αυτή η διάσταση. Πόσο πραγματικά χρειαζόμαστε την Ευρώπη για να αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε και κυρίως το προσφυγικό. Το γεγονός, λοιπόν, ότι αυτό δεν έχει εμπεδωθεί από όλους τους Ευρωπαίους αυτή τη στιγμή αποτελεί ένα θέμα. Είναι δεδομένο, ωστόσο, ότι πρόκειται για ευρωπαϊκό ζήτημα. Και ενδεχομένως να έχουμε παραβλέψει τη σημασία των χωρών που βρίσκονται στα άκρα και που είχαν την μεγαλύτερη έκθεση σε αυτό το πρόβλημα, λόγω των προσφυγικών ροών είτε από την Αφρική είτε από την Μέση Ανατολή και την Τουρκία. Τα πράγματα άλλαξαν έκτοτε, εφόσον έχουμε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων που κάνουν αυτήν την διαδρομή προς την κεντρική Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι κάτι το οποίο έχει πράγματι εμπεδωθεί σε όλους τους Ευρωπαίους.
Αλλά είμαι πεπεισμένος ότι δεν θα οδηγηθούμε πουθενά, αν απλά δακτυλοδεικτούμε, δηλαδή ο ένας θεωρεί ότι την ευθύνη φέρει κάποιος άλλος. Οι χώρες transit θεωρούν ότι την ευθύνη έχουν οι άλλες χώρες, η Ελλάδα θεωρεί ότι την ευθύνη έχουν τα δυτικά Βαλκάνια, τα δυτικά Βαλκάνια από την πλευρά τους θεωρούν υπεύθυνους την Γερμανία ή την Αυστρία. Κάτι τέτοιο δεν θα οδηγούσε πουθενά. Χρειαζόμαστε πράγματι κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για τους πρόσφυγες, με κοινές διαδικασίες, κοινές προδιαγραφές και όπως είπατε και εσείς, με κοινή προστασία συνόρων. Και όπως και εσείς, διακρίνω ότι για την επίτευξη όλων αυτών των στόχων δεν χρειαζόμαστε λιγότερη Ευρώπη, το αντίθετο μάλιστα, χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη και μια δίκαιη κατανομή των βαρών. Σας ευχαριστώ ιδιαίτερα, κ. Πρόεδρε και χαίρομαι για την συζήτηση που θα ακολουθήσει.