Χαιρετισμός του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά τις εκδηλώσεις εορτασμού της Πολιούχου της Άνδρου της Παναγίας της Θεοσκέπαστου

Σεβασμιώτατε,

Κύριε Αντιπρόεδρε της Βουλής των Ελλήνων,

Κύριε Υπουργέ,

Κύριοι Βουλευτές,

Κύριοι Εκπρόσωποι των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας,

Κύριε Πρόεδρε του Αρείου Πάγου,

Κύριε Δήμαρχε,

Κάτοικοι της Άνδρου και, κυρίως, παιδιά μου,  και επιτρέψτε μου αυτή την έκφραση.

 

Βρισκόμαστε σήμερα εδώ, τύχη αγαθή και μέσω της Θείας Πρόνοιας και συνεορτάζουμε την εορτή της Παναγίας της Θεοσκέπαστης, πολιούχου της Άνδρου.  Την γιορτάζουμε όμως μαζί με την μεγάλη γιορτή της Εθνεγερσίας της 25ης Μαρτίου 1821.  Και δεν θεωρώ – ιδίως σ’αυτή την συγκυρία – αυτή την σύμπτωση ως τυχαία.  Και δεν την θεωρώ τυχαία, επειδή όπως θα εκθέσω εδώ πρέπει να πορευθούμε στο μέλλον – και ιδίως μέσα σ’αυτή την κρίσιμη συγκυρία – με βάση τα διδάγματα εκείνων που υπήρξαν οι πρόγονοί μας και μας κληροδότησαν αυτό το μεγάλο κομμάτι της Ιστορίας, το οποίο μας ανήκει και που καλούμαστε, όμως, να το υπερασπισθούμε και να το επαυξήσουμε.  Γιατί δεν μπορούμε να παραμείνουμε απλώς κληρονόμοι μεγάλων προγόνων.

 

Πρέπει να γράψουμε, με βάση ακριβώς αυτή την κληρονομιά, την δική μας Ιστορία.  Και τούτος ο Τόπος και αυτή η επέτειος μας εμπνέει να το πράξουμε. Αρκεί ν’αναγνωρίζουμε την αλήθεια, να τιμούμε την αλήθεια.  Αρκεί να διδασκόμαστε απ’αυτήν.  Και το λέγω τούτο γιατί αυτά που θα πω σχετικά με τις σχέσεις της Πατρίδος μας, του Λαού μας, του Έθνους μας με την Ορθοδοξία δεν έχουν να κάνουν τίποτα απολύτως με το τι πιστεύει κανείς. Ανήκω σε εκείνους, και το γνωρίζει το πανελλήνιο, που και εκ νοοτροπίας και εκ του ρόλου μου σέβομαι στο ακέραιο τα θεμελιώδη δικαιώματα του Ανθρώπου, με κορωνίδα το δικαίωμα της Θρησκευτικής Ελευθερίας.  Γι’αυτό έκανα αυτή την διευκρίνηση.  Γιατί αυτά που θα πω δεν έχουν καμία σχέση με το αν κάποιος πιστεύει ή όχι.

 

Γνωρίζουμε όλοι ότι η Εκκλησία, Σεβασμιώτατε, υπήρξε πάντοτε παρούσα στους μεγάλους αγώνες του Έθνους και υπερασπίσθηκε την Πατρίδα και την Ιστορία. Η Επέτειος της 25ης Μαρτίου αποτελεί ένα παράδειγμα αυτής, ακριβώς, της πρωτοπορίας της Εκκλησίας στους εθνικούς αγώνες.  Αρκεί να δει κανείς τον ρόλο της Εκκλησίας καθ’όλη την διάρκεια της τουρκικής κατάκτησης.  Πώς διαφύλαξε η Εκκλησία την συνείδηση του Λαού και του Έθνους.  Γιατί κάνουν λάθος όσοι νομίζουν ότι το Έθνος των Ελλήνων δημιουργήθηκε μαζί με το Νεώτερο Ελληνικό Κράτος με την έκρηξη της Εθνεγερσίας. Είναι το Έθνος των Ελλήνων μέσα από την μακραίωνα Ιστορία του, το οποίο έδωσε σάρκα και οστά την 25η Μαρτίου του 1821 στο Νεώτερο Ελληνικό Κράτος. Το Έθνος των Ελλήνων πάει πολύ μακριά. Και σ’αυτή την πορεία, τις δύσκολες ώρες – όπως είπα – η Εκκλησία και η Ορθοδοξία ήταν παρούσα. Τονίζω δε και τούτο ακόμα: Ήταν παρούσα στην Αγία Λαύρα. Ήταν παρούσα στη συνέχεια σε σημαντικότατες στιγμές και, ιδίως, στις δύσκολες στιγμές.  Τις στιγμές του κατατρεγμού ήταν παρούσα σε καταστροφές όπου έπρεπε ν’ανατάξουμε το φρόνημα των Ελλήνων, για να μπορέσουν οι πρόγονοί μας να μας κληροδοτήσουν την Ελλάδα, αυτή την οποία έχουμε εμείς και την οποία οφείλουμε να υπερασπισθούμε.

 

Η Εκκλησία είναι παρούσα, Σεβασμιώτατε, και σ’αυτή την κρίσιμη συγκυρία που ζούμε σήμερα μέσα από το κοινωνικό της έργο που ουδείς μπορεί να το αμφισβητήσει.  Ένα κοινωνικό έργο το οποίο αποτελεί πραγματικό πυλώνα του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου.  Γιατί μαστίζεται, χειμάζεται το Κοινωνικό Κράτος.  Αδυνατεί το ίδιο το Κράτος να στηρίξει αυτόν τον θεμελιώδη πυλώνα του Πολιτισμού μας και της Κοινωνίας μας.  Και έρχεται η Εκκλησία αρωγός, συμπαραστάτης, συμπληρώνοντας τα κενά του Κράτους, για να στηρίξει τον κοινωνικό ιστό, για ν’αποφύγουμε την ρήξη του κοινωνικού ιστού.  Και το πράττει μέσα από τις αρχές της Αλληλεγγύης και του Ανθρωπισμού, πάνω στη βάση των θεμελιωδών αρχών του ‘αγαπάτε αλλήλους’ ως την πλήρη έννοια της οικειώσεως, Σεβασμιώτατε, η οποία εκφράζεται με το ‘αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν’.

 

Αυτή είναι η αλήθεια σχετικά με τον ρόλο της Εκκλησίας. Και το επαναλαμβάνω για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις: Δεν είναι θέμα πίστεως.  Καθένας που ζει σ’αυτόν τον Τόπο, καθένας που ζει τις δοξασμένες και τις δύσκολες στιγμές του Λαού και του Έθνους ξέρει τι έχει συμβεί στο παρελθόν.  Ξέρει πώς συμπορευθήκαμε για να υπερασπισθούμε τα ιερά και τα όσια του Λαού και του Έθνους Πολιτεία και Εκκλησία σεβόμενοι αμοιβαίως τους ρόλους τους οποίους διαγράφει το Σύνταγμα.  Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τα Συντάγματά μας, από το πρώτο-πρώτο, το προσωρινό Σύνταγμα, μέχρι το ισχύον Σύνταγμα, καταγράφει αυτό τον ρόλο της Εκκλησίας.  Και διερωτώνται ορισμένοι: Μα, γιατί συμβαίνει αυτό;  Υπάρχει κάποιο άλλο Σύνταγμα, στον ευρωπαϊκό π.χ. χώρο το οποίο έχει αντίστοιχη αναφορά στην συμπόρευση Εκκλησίας και Πολιτείας;  Όχι.  Αλλά το ερώτημα είναι το εξής: Μπορεί κάποιος να μου πει – σας το λέγω υπό την διπλή μου ιδιότητα, του Προέδρου της Δημοκρατίας αλλά και του Καθηγητή του Δημοσίου Δικαίου – μπορεί να μου πει κανείς σε ποιο άλλο Κράτος της μεγάλης Ευρωπαϊκής μας Οικογένειας η Εκκλησία έπαιξε τον ρόλο που έπαιξε η Εκκλησία της Ελλάδος για να σταθεί όρθιος αυτός ο Λαός, για να σταθεί όρθιο αυτό το Έθνος;  Δεν θα το βρείτε πουθενά.

 

Γι’αυτό τα Συντάγματα καταγράφουν την Ιστορική Αλήθεια. Την καταγράφουν όχι για να υποχρεώσουν τον οιονδήποτε ν’ασπάζεται τον Χριστιανισμό ή να πιστεύει  όπως πιστεύουμε εμείς οι Ορθόδοξοι.  Καθένας είναι ελεύθερος, αλλά μέσα απ’αυτή την έκφραση της ελευθερίας δεν μπορούμε να αγνοούμε, το τονίζω, την Ιστορία μας.  Και το Σύνταγμα, ως εκ του θεσμικού του ρόλου, ως βάση της έννομης τάξης, περιγράφει αυτή την πορεία, η οποία συνεχίζεται – όπως σας είπα πριν – μέχρι σήμερα. Και συνεχίζεται και θα συνεχίζεται γιατί αυτή είναι η κληρονομιά μας.  Πάνω σ’αυτές τις βάσεις θα χτίσουμε το μέλλον.  Γι’αυτά τα παιδιά που είπατε, Σεβασμιώτατε, που είναι εδώ, που γαλουχούνται με αυτές τις αρχές και αυτές τις αξίες τούτου του νησιού.  Τούτου του νησιού που ταξίδεψε την Ελλάδα στα πέρατα της Οικουμένης.  Και συνεχίζει να την ταξιδεύει.  Κάτω από την θωριά της Παναγιάς της Θεοσκέπαστης, η οποία εκφράζει ιδανικά αυτή την μίξη ανάμεσα στην Ελληνική Ναυτοσύνη και στην Ορθοδοξία.

 

Να είσθε βέβαιοι ότι ενωμένοι θα τα καταφέρουμε.  Θα τα καταφέρουμε ενωμένοι, Σεβασμιώτατε, όπως διδάσκει και η ίδια η Εκκλησία.  Γιατί εμείς οι Έλληνες ξέρουμε στα μεγάλα και σημαντικά να συμπορευόμαστε.  Ξέρουμε ν’αφήνουμε πίσω τις δυσκολίες, να αφήνουμε πίσω τις όποιες διαφορές, που είναι απολύτως θεμιτές σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα και, ιδίως, σε μια αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.  Αλλά, σε ό,τι αφορά την επιτέλεση της αποστολής μας είμαστε όλοι μαζί, πορευόμαστε όλοι μαζί. Υπερασπιζόμαστε, όπως είπα, την κληρονομιά μας, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να γράψουμε το δικό μας μέλλον. Το οφείλουμε, τουλάχιστον όσοι διαχειριζόμαστε τις τύχες του Τόπου αυτή την στιγμή, στους προγόνους μας.  Το οφείλουμε και σ’αυτή τη γενιά.  Της το οφείλουμε για να μπορέσει κι εκείνη να δημιουργήσει αυτό που της ανήκει χωρίς να πληρώνει τα δικά μας λάθη.

 

Σεβασμιώτατε, σας ευχαριστώ για την θερμή φιλοξενία.  Εύχομαι η Παναγιά η Θεοσκέπαστη να σκεπάζει όχι μόνο την Άνδρο, αλλά ολόκληρη την Ελλάδα.  Όπως την σκεπάζει κάθε φορά η Παναγιά της Τήνου, όταν χρειάσθηκε.  Εύχομαι να γιορτάσουμε αύριο την Εορτή του Ευαγγελισμού, όπως ταιριάζει στο Έθνος των Ελλήνων, με βάση τις Αρχές του, με βάση την Ιστορία του, μα και με βάση την δική του αποστολή στο πλαίσιο της Ευρώπης μας, αλλά και στο πλαίσιο όλης της Ανθρωπότητας εν γένει. Χρόνια Πολλά και του χρόνου.-