Κυρίες και Κύριοι,
Τα λίγα λόγια που θα σας πω εξηγούν γιατί έδωσα, με χαρά πραγματικά, την αιγίδα της Προεδρίας της Δημοκρατίας – που σημαίνει τo αυξημένο ενδιαφέρον στο ανώτατο Πολιτειακό επίπεδο – σε αυτή την δράση του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, την δράση η οποία μας φέρνει σήμερα εδώ. Αυτή η συνέργεια ανάμεσα στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο από την μία πλευρά και από την άλλη στην «Ελληνογερμανική Αγωγή», έχει μια σημαντική πρωτοτυπία. Σε πρώτο επίπεδο, η πρωτοτυπία αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο να γίνεται αντικείμενο διδασκαλίας μέσα στο σχολείο μια επιστημονική δραστηριότητα, να επεξηγείται, να γίνεται κτήμα του μαθητή και, ταυτοχρόνως, το θέμα της είναι εξαιρετικά χρήσιμο στη ζωή μας. Γιατί ξέρουμε, ελέχθη προηγουμένως – κοινός τόπος άλλωστε – ότι η Ελλάδα είναι ένας από τους πιο σεισμογενείς Τόπους στην Ευρώπη. Άρα, λοιπόν, η διδασκαλία έρχεται να επικουρήσει την ίδια την ζωή, να προστατεύσει τον ίδιο τον άνθρωπο. Να του δώσει την δυνατότητα ν’αμυνθεί απέναντι σε φυσικά φαινόμενα που, υπό διαφορετικές συνθήκες, θα μπορούσαν να είχαν αρνητικές, τραγικές πολλές φορές, επιπτώσεις.
Όμως, αν κοιτάξει κανείς στο βάθος αυτή την συνέργεια θ’αντιληφθεί ότι πρόκειται για μια από τις καινοτόμες μορφές διδασκαλίας. Δεν το συναντάμε συχνά αυτό, δηλαδή αυτή την συνέργεια, το τονίζω, ανάμεσα σε έναν θεσμό όπως είναι το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο και ένα σχολείο, αυτό τον διάλογο ανάμεσα στην φτασμένη επιστήμη, και μάλιστα φτασμένη στην πράξη, και στο σχολείο. Και δεν μιλάμε για το Πανεπιστήμιο, αλλά μιλάμε για το σχολείο. Εκεί όπου ο μαθητής παίρνει την γενική παιδεία, την γενική μόρφωση την οποία πρέπει να πάρει. Αυτό δείχνει πώς πρέπει να διδάσκεται ένα συγκεκριμένο αντικείμενο με τόσο μεγάλη σημασία, όπως είπα πριν, για την Κοινωνία.
Και έρχομαι στο τελευταίο, απευθυνόμενος στα παιδιά, για να πω πως αυτή η συνέργεια, με τις δύο αυτές μορφές τις οποίες εξήγησα προηγουμένως, δείχνει πώς πρέπει ν’αμυνθούμε σήμερα απέναντι σε ένα φαινόμενο, το οποίο το υποτιμάμε, αλλά – κατά την γνώμη μου – είναι εκείνο το οποίο δείχνει την κρίση η οποία υπάρχει στον χώρο της Επιστήμης και του Πολιτισμού μας. Αν κοιτάξετε στο βάθος – και απευθύνομαι όπως είπα πριν στα παιδιά, στους μαθητές – θα παρατηρήσετε ότι παλαιότερα η πληροφόρηση που είχε ο μαθητής ήταν περιορισμένη και δύσκολη ως προς την πρόσβαση. Έπρεπε ν’ανοίξει βιβλιοθήκες, να οργανώσει βιβλιοθήκες, έπρεπε να προσπαθήσουν πολλοί με μέσα που δεν υπήρχαν. Σήμερα, η πρόσβαση στην πληροφόρηση είναι εξαιρετικά εύκολη. Αλλά πού είναι ο κίνδυνος; Ο μαθητής παίρνει έναν τεράστιο όγκο πληροφορίας καθημερινά. Όχι μόνον αυτόν που παίρνει στο σχολείο, αλλά και αυτόν που μπορεί να πάρει ευκολότατα -και τα παιδιά μας μαθαίνουν ‘εξ απαλών ονύχων’ να χειρίζονται τον ηλεκτρονικό υπολογιστή- μέσα από το διαδίκτυο. Όμως, δεν καταφέρνουμε αυτή την πληροφορία να την μετατρέψουμε σε γνώση και, επέκεινα, να την μετατρέψουμε σε πραγματική επιστήμη. Αυτό που ο Τόμας Έλιοτ, στο πρώτο από τα «Δέκα χορικά από τον Βράχο», είχε περιγράψει ως «σοφία». Αυτή η μετάβαση, δηλαδή, από την πληροφορία στην γνώση και από την γνώση στην επιστήμη είναι σήμερα κάτι το οποίο δεν εξελίσσεται ομαλά. Παλαιότερα, επειδή η πρόσβαση στην πληροφορία ήταν δύσκολη, το να πάρεις την πληροφορία ουσιαστικά σε βοηθούσε για να την μετατρέψεις σε γνώση, να έχεις κριτική αντίληψη απέναντί της. Σήμερα αυτό δεν μπορεί να συμβεί εύκολα. Και εκεί είναι ο μεγάλος κίνδυνος, όπως σας είπα. Δεν μπορεί, δεν μαθαίνει ο μαθητής να συστηματοποιεί αυτή την πληροφορία. Και δεν μπορεί στην συνέχεια ο ίδιος, σε κρίσιμες επιστήμες ιδίως, να προσθέσει την δική του συμβολή στην εξέλιξη της γνώσης και της επιστήμης. Γιατί το ζήτημα της επιστήμης είναι να εξελιχθεί, δεν είναι να παραμείνει στάσιμη. Αυτός που σπουδάζει την επιστήμη και την σπουδάζει συνειδητά είναι για να συμβάλλει και ο ίδιος στην εξέλιξη της επιστήμης. Αλλιώς η επιστήμη δεν έχει νόημα. Αλλιώς θα είχαμε μείνει πάρα πολύ πίσω, στην απλή εμπειρία, στο δόγμα.
Να γιατί – και μην νομίζετε ότι υπερβάλλω – με μεγάλη χαρά, όταν ο φίλος μου, ο κ. Χουλιάρας, μου εξήγησε περί τίνος πρόκειται, έθεσα όλο αυτό το πρόγραμμα υπό την αιγίδα της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Γιατί δείχνει τον δρόμο -όχι μόνο για το θέμα των σεισμών, αλλά και για άλλα αντικείμενα επιστήμης που έχουν τεράστια σημασία, ιδίως για την κοινωνική μας ζωή – για το πώς πρέπει – και γι’ αυτό είναι καινοτόμος αυτή η διδασκαλία, να έρχονται σε επαφή τα παιδιά, από την ηλικία που αποκτούν την γενική μόρφωση, με ένα συγκεκριμένο επιστημονικό αντικείμενο, ώστε να μην είναι μια απλή πληροφόρηση, μια σώρευση πληροφορίας. Αλλά να είναι ταυτόχρονα και η διδασκαλία του πώς μετατρέπουμε την πληροφορία σε γνώση και πώς προσεγγίζουμε την ίδια την επιστήμη, πώς μαθαίνουμε να αμφισβητούμε τα αποτελέσματα της επιστήμης. Γιατί το ξέρετε, ιδίως εκείνοι οι οποίοι ασχολείστε με το θέμα της επιστημολογίας, δεν είναι η επαλήθευση αυτή η οποία προάγει την επιστήμη, είναι η επιλάθευση. Δεν είναι η επιβεβαίωση των συμπερασμάτων η οποία οδηγεί στην εμπέδωση της επιστήμης. Είναι, αντιθέτως, η προσπάθεια να αποδείξουμε εάν και κατά πόσον ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα με την πάροδο του χρόνου δεν αντέχει πλέον στην κριτική και, επομένως, πρέπει ν’ αλλάξουμε σελίδα στην επιστήμη. Για να θυμηθούμε αυτό που έλεγε ο Τόμας Κουν στην «Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων», ν’ ακολουθήσουμε ένα άλλο παράδειγμα, να δημιουργήσουμε μια νέα επιστημονική κοινότητα.
Είμαστε ο Λαός που γέννησε Πολιτισμό, γέννησε Πνεύμα, γέννησε Επιστήμη. Μπορούμε να επαιρόμαστε ότι είμαστε ο Λαός εκείνος, ο οποίος έκανε την μεγάλη μετάβαση, κατά την εποχή των Ιώνων και ιδίως των Προσωκρατικών, από το δόγμα και την εμπειρία στην πορεία προς την επιστήμη. Δεν πρέπει να το λησμονάμε αυτό. Έχουμε τεράστιες δυνατότητες. Για να τις αξιοποιήσουμε πρέπει από την παιδική ηλικία να μάθουμε τα παιδιά ότι δεν θα καταφέρουν τίποτα σημαντικό στην ζωή τους αν η γενική τους μόρφωση δεν είναι στέρεη πριν οδηγηθούν στην επιστήμη. Και επιπλέον πώς να μάθουν ν’ αμφισβητούν το αντικείμενο το οποίο επεξεργάζονται. Όχι γιατί πρέπει να το αμφισβητήσουν ούτως ή άλλως, αλλά γιατί πρέπει να μην αρκούνται σε κάτι το οποίο, αν έμενε σταθερό, θα εμπόδιζε και την δική τους πρόοδο, αλλά ταυτόχρονα και την πρόοδο του ίδιου του Πολιτισμού μας.
Συγχαρητήρια θερμά και στους δύο συντελεστές αυτής της μεγάλης προσπάθειας. Και εύχομαι να υπάρξουν τέτοιες συνέργειες και σε άλλα πεδία, πέρα από τους σεισμούς. Έτσι όπως έγινε δύσκολη η ζωή να θυμόμαστε ότι υπάρχουν και πολλά άλλα αντικείμενα, ως προς τα οποία οι μαθητές πρέπει να μαθαίνουν να προσαρμόζονται. Και πάλι σας ευχαριστώ. Καλή δύναμη. Θα είμαι κοντά σας στην προσπάθεια αυτή όσο θα εκτελώ τα καθήκοντά μου υπό την ιδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας και όχι μόνο – το τονίζω – και μετά. Ευχαριστώ πολύ.-
Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ