Σημεία ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκοπίου Παυλοπούλου στο Συνέδριο του Ινστιτούτου του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου με τίτλο “Η Αλληλεγγύη στην Ευρώπη”

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ                                                                     

Οι εγγυήσεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης  για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Εισαγωγή

Η νομική φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέδειξε, ήδη από την φάση της σύστασής της αλλά και καθ’ όλη την δυναμική της εξέλιξη στην συνέχεια, την σημασία σειράς θεμελιωδών νομικών αρχών, προερχόμενων, ως επί το πλείστον, από τις κοινές συνταγματικές και λοιπές νομικές παραδόσεις των κρατών-μελών.

Α. Η δημοκρατική αρχή, η αρχή του κράτους δικαίου, η αρχή του κοινωνικού κράτους, η αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, η ασφάλεια δικαίου και η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης[1] καθώς και τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα, δεν συνιστούν μόνο τα θεμέλια του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού[2] αλλ’ αποτελούν και νομικές αντηρίδες, επί των οποίων εδράζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και η εν γένει δημοκρατική νομιμοποίηση της λειτουργίας της (Legitimation, Légitimation). Μάλιστα, ρητώς το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο παραπέμπει, πρωτίστως με τις διατάξεις του άρθρου 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση[3], στις κοινές νομικές αρχές και αξίες, όπως είναι γνωστές από τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών-μελών.  Επιπλέον, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ), ο οποίος ρητώς πλέον έχει τυπική ισχύ πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου[4], στις διατάξεις του άρθρου 52 παρ. 4 αναφέρεται στις κοινές αρχές των κρατών-μελών[5].

Β. Πέρα όμως από τις κοινές αυτές γενικές αρχές -που από τη νομική ιδιοσυστασία τους ήταν ήδη γνωστές στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών-μελών και βαθιά ριζωμένες στις παραδόσεις του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού όπως εξελίχθηκε, με βάση τις αρχαιοελληνικές θεωρητικές καταβολές του και τις θεσμικές συνιστώσες του ρωμαϊκού δικαίου[6], ως ιστορική συνέχεια του ευρωπαϊκού διαφωτισμού- η sui generis δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέδειξε και την αναγκαιότητα προσαρμογής των αρχών τούτων στα δεδομένα της συνύπαρξης και συνεργασίας των κρατών-μελών εντός του ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου καθώς και του συνδυασμού τους με νέες, ειδικότερες, νομικές αρχές που προκύπτουν ακριβώς από τις ιδιαιτερότητες της δομής αυτής. Ως τέτοιες ειδικότερες αρχές νοούνται ιδίως η αρχή της επικουρικότητας και η αρχή της συνεργασίας: Και  η μεν αρχή της επικουρικότητας σχετίζεται ευθέως με την πολυεπίπεδη, οιονεί συνομοσπονδιακού τύπου, οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ουσιαστικώς, επιτάσσει οι εκάστοτε αποφάσεις να λαμβάνονται στο εγγύτερο δυνατό ως προς τον πολίτη επίπεδο[7].  Η δε αρχή της συνεργασίας[8] απορρέει φυσιολογικώς από την έλλειψη ιεραρχικής δομής της οργάνωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την πληθώρα των υποκειμένων που την απαρτίζουν και από την de jure ισότητα μεταξύ τους, έτσι ώστε η δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να νοείται, τελικώς, ως δομή οιονεί συνεργατικού φεντεραλισμού (cooperative federalism)[9]. Θεωρητικό θεμέλιο της αρχής της συνεργασίας αποτέλεσε, ήδη από το έτος 1950, η έννοια αλλά και η «ιδεολογία» της αλληλεγγύης.

Ι. Η καταγωγή της αρχής της αλληλεγγύης στο πεδίο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.

Ρητώς στην Διακήρυξη Σουμάν του 1950, αναφερόταν ότι «η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί δια μιας, ούτε σε ένα συνολικό σχέδιο αλλά θα οικοδομηθεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα που κατ΄αρχάς θα δημιουργήσουν μια πραγματική αλληλεγγύη».

Α. Η αρχική εμφάνιση της αρχής της αλληλεγγύης στα πρώιμα ευρωπαϊκά κείμενα.

Η φράση αυτή ενσωματώθηκε στο προοίμιο της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), όπως υπογράφηκε στο Παρίσι στις 18 Απριλίου 1951. Μετά δε την ρητή μνεία της έννοιας της αλληλεγγύης στο προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης[10], η αλληλεγγύη απέκτησε σταδιακά νομικό περιεχόμενο στο πλαίσιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που υπογράφηκε στο Μάαστριχτ την 7η Φεβρουαρίου 1992[11]. Στην Συνθήκη αυτή, πέραν του προοιμίου, η αλληλεγγύη απαντάται ρητώς και στο κείμενο των άρθρων των νομικά δεσμευτικών Συνθηκών, ως βασική αποστολή τόσο της νεοσυσταθείσας Ένωσης[12] όσο και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας[13]. Πλέον, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας συνιστά βασική νομική αρχή του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου: Εκτός του ότι τα συμβαλλόμενα κράτη επιθυμούν «βαθύτερες σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των λαών τους, ταυτοχρόνως σεβόμενα την ιστορία, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις τους», η αλληλλεγύη αναφέρεται στην ΣυνθΕΕ, ως κοινή αξία και αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τις αμοιβαίες σχέσεις των κρατών-μελών, τις σχέσεις τους με τρίτες χώρες αλλά και τις σχέσεις μεταξύ όλων των πολιτών των κρατών-μελών.  Επιπλέον, εξειδικεύεται με πλειάδα κανόνων του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου, ιδρύοντας συγκεκριμένες εγγυήσεις και θεμελιώνοντας πλήρη δικαιώματα και εξ ίσου πλήρεις υποχρεώσεις. Τούτο σημαίνει ότι η αρχή της αλληλεγγύης, ως νομική πλέον αρχή, συνιστά κοινή αξία και βασικό συνεκτικό δεσμό, τόσο μεταξύ των κρατών-μελών όσο και των πολιτών των κρατών-μελών μεταξύ τους[14], αποκτώντας έτσι δομική σημασία για το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ενότητα και την βιωσιμότητά του.

Β. Η αρχή της αλληλεγγύης ως θεσμική και πολιτική προϋπόθεση ενότητας  και βιωσιμότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συγκεκριμένα, παρά τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα της, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν βασίζεται στην γνωστή, εντός του εθνικού συνταγματικού πεδίου, αρχή της ιεραρχικής οργάνωσης και του ιεραρχικού ελέγχου[15], όπου το ένα επίπεδο οργάνωσης είναι κανονιστικώς ανώτερο από το άλλο και οι πράξεις και αποφάσεις του ιεραρχικώς ανώτερου κατισχύουν, αυτομάτως, των πράξεων και αποφάσεων των ιεραρχικώς κατώτερων οργάνων, ώστε να εξασφαλίζεται δια του τρόπου αυτού η ενότητα και αποτελεσματικότητα της δράσης και της επιδίωξης του δημόσιου συμφέροντος, ως θεμελιώδους έννοιας προσανατολισμού της δράσης των οργάνων του Δημοσίου στο πλαίσιο του κάθε κράτους-μέλους.

  1. Αντιθέτως, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει οριζόντια οργάνωση[16], γεγονός που συνεπάγεται ότι τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, ως υποκείμενα δικαίου, de jure καταρχήν ισότιμα με τα κράτη-μέλη[17], τα όργανα και τις διοικήσεις τους, ενώ το ίδιο ισχύει βεβαίως, κατά την ρητή διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 2 ΣυνθΕΕ, και για τα κράτη-μέλη μεταξύ τους. Η διάχυτη αυτή ισότητα προκύπτει ευθέως από την ενυπάρχουσα στο διεθνές δίκαιο αρχή της ισότητας των κρατών ως υποκειμένων δικαίου[18], η οποία, ελλείψει ρητής αντίθετης ρύθμισης, ισχύει καταρχήν και στο πεδίο του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου.
  2. Έτσι, προκειμένου να εξασφαλισθεί αφενός η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου, η οποία επίσης αποτελεί κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) βασική νομική αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου (effet utile) και, αφετέρου, η ομαλή και αποτελεσματική συνεργασία οργάνων και κρατών-μελών καθώς και κρατών-μελών μεταξύ ττους, κατά την επιδίωξη των κοινών στόχων και αξιών τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρχή της αλληλεγγύης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 ΣυνΘΕΕ και της καλόπιστης συνεργασίας, και τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 ΣυνθΕΕ, αποτελούν το νομικό και θεσμικό αντιστάθμισμα της έλλειψης ιεραρχικής δομής προς εξασφάλιση της ενότητας. Με άλλες λέξεις, συνιστούν το αναγκαίο συνεκτικό στοιχείο της δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιτρέπει στα συστατικά της κράτη-μέλη -και παρά την de jure μεταξύ τους ισότητα- όχι μόνο να μην επιδιώκουν την πραγμάτωση αποκλειστικώς των δικών τους εθνικών στόχων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά προς πραγμάτωση των προβλεπόμενων κοινών σκοπών και του κοινού δημόσιου συμφέροντος, να λαμβάνουν υπ’ όψη τις επιμέρους ιδιαιτερότητες και δυσκολίες των εταίρων τους και, σε κάθε περίπτωση, ν’ αποφεύγουν την επιδίωξη σκοπών, οι οποίοι αντίκεινται στο κοινό δημόσιο συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  3. Την αρνητική αυτή διάσταση είχε αναδείξει η νομολογία του ΔΕΕ ήδη από τα πρώτα έτη λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος και, εν πάση περιπτώσει, πολλές δεκαετίες πριν τη ρητή εισαγωγή της αρχής της αλληλεγγύης στις Συνθήκες. Ειδικότερα, αναφερόμενη ρητώς στο «νομικό καθήκον αλληλεγγύης» και συνδέοντάς το ευθέως με την ισότητα των κρατών-μελών και την απαγόρευση επιδίωξης εξυπηρέτησης του εθνικού μόνον συμφέροντος ενός κράτους-μέλους εις βάρος των υπολοίπων, έχει δεχθεί τα εξής: «Η Συνθήκη, επιτρέποντας στα κράτημέλη να καρπούνται τα πλεονεκτήματα της Κοινότητας, τους επιβάλλει επίσης να τηρούν τους κανόνες της. Το γεγονός ότι ένα κράτος ανατρέπει μονομερώς, σύμφωνα με την αντίληψη που έχει για το εθνικό του συμφέρον, την ισορροπία μεταξύ των πλεονεκτημάτων και των επιβαρύνσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή του στην Κοι­νότητα, θίγει την ισότητα των κρατώνμελών ενώπιον του κοινοτικού δικαίου και δημιουργεί διακρίσεις σε βάρος των πολιτών τους, κυρίως δε των πολιτών του ίδιου του κράτους που τίθεται μόνο του έξω από τους κοινοτικούς κανόνες. Αυτή η παράβαση εκπληρώσεως του καθήκοντος αλληλεγγύης που τα κράτημέλη έχουν αποδεχθεί με την προσχώρησή τους στην Κοινότητα θίγει ακόμα και τις ουσιώδεις βάσεις της κοινοτικής έννομης τάξης»[19].

Γ. Επιμέρους νομικές επιπτώσεις της αρχής της αλληλεγγύης ως προς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ωστόσο, η αρχή της αλληλεγγύης, όπως πλέον θεμελιώνεται στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, δεν περιορίζεται απλώς στην υποχρέωση παράλειψης πράξεων και πρακτικών που αντίκεινται στο κοινό δημόσιο συμφέρον των κρατών-μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο καθήκον καλόπιστης συνεργασίας με τα όργανά της και τους εταίρους, αλλά περιλαμβάνει δυνατότητες ή και υποχρεώσεις λήψης θετικών μέτρων αλληλεγγύης προς άλλα κράτη-μέλη και πολίτες.

  1. Άλλωστε, αυτό είναι σύμφυτο με την ίδια την έννοια της αλληλεγγύης ως θεωρητικής έννοιας, η οποία νοείται γενικώς «ως ετοιμότητα αναγνώρισης υποθέσεων και προβλημάτων άλλων υποκειμένων ως ιδίων λόγω κοινών στόχων και συμφερόντων, κατά κανόνα δε -και πάντως όχι απαραιτήτως- συνδέεται με την οικειοθελή ανοχή μειονεκτημάτων ή την παραίτηση από οφέλη προς όφελος τρίτων και προς εξυπηρέτηση κοινού συμφέροντος βάσει της αντίληψης, ότι και οι εκάστοτε ωφελούμενοι θα συμπεριφερθούν μελλοντικά με παρόμοιο τρόπο»[20]. Και τούτο διότι, από πλευράς κοινωνικής φιλοσοφίας,[21] οι υποχρεώσεις αλληλεγγύης τοποθετούνται μεταξύ ηθικώς επιβεβλημένων και οικειοθελών πράξεων: Υποχρέωση βοήθειας έχει, καταρχήν τουλάχιστον, εκείνος ο οποίος προκαλεί την κατάσταση ανάγκης, του άλλου. Αντιθέτως, αν κάποιος έχει προκαλέσει ο ίδιος την κατάσταση ανάγκης, στην οποία έχει περιέλθει, η παροχή βοήθειας είναι καταρχήν οικειοθελής και όχι υποχρεωτική, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του νομικού κοινού τόπου «ο εξ οικείου πταίσματος ζημιούμενος ου δοκεί ζημιούσθαι». Τέλος, σε περίπτωση που η κατάσταση ανάγκης προκληθεί από κάποιο τυχαίο γεγονός ή από κάποιον τρίτον, η βοήθεια παρέχεται από αλληλεγγύη.
  2. Έτσι, στο πλαίσιο της ηθικής θεώρησης των πραγμάτων γίνεται δεκτό ότι οι υποχρεώσεις αλληλεγγύης προκύπτουν από μιαν αίσθηση πως όλοι «βρίσκονται στο ίδιο σκάφος»[22]. Μια αίσθηση δηλαδή ενότητας και κοινότητας συμφερόντων και σκοπών, που δεν μπορεί κάθε μέλος της ομάδας να επιτύχει ατομικώς παρά μόνον από κοινού. Συνακόλουθα προκύπτουν, σε φιλοσοφικό πάντα επίπεδο, δύο είδη υποχρεώσεων αλληλεγγύης, μια αρνητική και μια θετική.  Συγκεκριμένα δε αφενός μια υποχρέωση υποβάθμισης του ατομικού έναντι του γενικού και κοινού συμφέροντος και, αφετέρου, μια υποχρέωση παροχής υποστήριξης σε μέλη της κοινότητας συμφερόντων που το έχουν ανάγκη.
  3. Υπό το πρίσμα αυτό εξηγείται και η γνωστή θέση του φιλοσόφου Jürgen Habermas, σύμφωνα με την οποία οι έννοιες της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος[23]. Mάλιστα η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών ενός συνόλου προς εξασφάλιση της βιωσιμότητας και ευημερίας του συνόλου εν γένει δύναται ν’ αποτελεί και προϋπόθεση της δικαιοσύνης, ως πραγματικής δυνατότητας ισομερούς άσκησης της ατομικής ελευθερίας ενός εκάστου των μελών του συνόλου. Εν πάση περιπτώσει, το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο δεν περιέχει ρητώς γενικό ορισμό της αρχής της αλληλεγγύης, πράγμα που σημαίνει ότι το περιεχόμενό της προκύπτει από τις επιμέρους διατάξεις και την ερμηνεία τους, κατά τις κοινώς παραδεδεγμένες μεθόδους ερμηνείας των νομικών κανόνων.  Ιδίως δε κατά την, κεντρικής σημασίας στο ευρωπαϊκό δίκαιο, τελολογική ερμηνεία, η οποία συνδέεται αρρήκτως με τον επιδιωκόμενο σκοπό της εκάστοτε εφαρμοζόμενης διάταξης.

 

ΙΙ. Το νομικό περιεχόμενο της αρχής της αλληλεγγύης στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο.

Από την ερμηνεία των διατάξεων της ΣυνθΕΕ και της ΣυνθΛΕΕ, όπου ο όρος αλληλεγγύη απαντάται τουλάχιστον σε δεκαπέντε άρθρα, προκύπτει ότι η αρχή της αλληλεγγύης έχει τριπλή φύση στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο: Πρώτον αποτελεί, κατά τ’ ανωτέρω, θεμελιώδη αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου, δομικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεύτερον, περιέχει εγγυήσεις προς όφελος των πολιτών των κρατών-μελών, υπό την έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης.  Και, τρίτον, συνθέτει σύμπλεγμα αρνητικών και θετικών υποχρεώσεων των κρατών-μελών, τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Α. Η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο.

Η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης θεμελιώνεται αφενός στις γενικές διατάξεις των άρθρων 2 ΣυνθΕΕ (αλληλεγγύη ως αξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και 3 ΣυνθΕΕ (αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών) και, αφετέρου, στις ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 27 επ. του ΧΘΔΕΕ, υπό τον υπ’ αριθμ. IV τίτλο «Αλληλεγγύη». Οι επιμέρους εγγυήσεις αφορούν το δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και στην διαβούλευση στο πλαίσιο της επιχείρησης (άρθρο 27), τα δικαιώματα διαπραγμάτευσης και συλλογικών δράσεων (άρθρο 28), το δικαίωμα πρόσβασης στις υπηρεσίες εύρεσης εργασίας (άρθρο 29), την προστασία σε περίπτωση αδικαιολόγητης απόλυσης (άρθρο 30), το δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του, το δικαίωμα σ’ ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας και μια περίοδο αμειβόμενων διακοπών (άρθρο 31), την απαγόρευση εργασίας των παιδιών και την προστασία των νέων στην εργασία (άρθρο 32), τη νομική, οικονομική και κοινωνική προστασία της οικογένειας και το δικαίωμα προστασίας από την απόλυση για λόγους που συνδέονται με την μητρότητα καθώς και το δικαίωμα γονικής άδειας (άρθρο 33), το δικαίωμα πρόσβασης στην πρόληψη σε θέματα υγείας και στην ιατρική περίθαλψη (άρθρο 35), την αναγνώριση και τον σεβασμό πρόσβασης σε υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος (άρθρο 38), την προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 37) και, τέλος, την προστασία του καταναλωτή (άρθρ. 38).

  1. Στις ως άνω εγγυήσεις του ΧΘΕΕ περιλαμβάνεται και σειρά δικαιωμάτων σχετικών με την κοινωνική ασφάλιση, η οποία κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ συνδέεται ευθέως με τη νομική αρχή της αλληλεγγύης. Συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του ΧΘΔΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα πρόσβασης στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στις κοινωνικές υπηρεσίες που εξασφαλίζουν προστασία σε περιπτώσεις όπως η μητρότητα, η ασθένεια, το εργατικό ατύχημα, η εξάρτηση ή το γήρας καθώς και σε περίπτωση απώλειας της απασχόλησης, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 2 του ΧΘΔΕΕ, κάθε πρόσωπο που διαμένει και διακινείται νομίμως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει δικαίωμα στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στα κοινωνικά πλεονεκτήματα, σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές. Ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 3 του ΧΘΔΕΕ η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να καταπολεμηθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια, αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα κοινωνικής αρωγής και στεγαστικής βοήθειας προς εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όλους εκείνους, οι οποίοι δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές.
  2. Κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, η αρχή της αλληλεγγύης αποτελεί βασική αρχή που διέπει τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης των κρατών-μελών[24] και αποτελεί την βάση, επί της οποίας στηρίζεται η δραστηριότητα των ταμείων υγείας και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης[25]. Μάλιστα, το Δικαστήριο προέβη σ’ ερμηνεία του καθεστώτος υποχρεωτικής υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, κάνοντας δεκτό ότι είναι απαραίτητη για την εφαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης, η οποία ανάλογα με το είδος ασφαλίσεως έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Έτσι, όσον αφορά το σύστημα ασφάλισης υγείας και μητρότητας, «η αλληλεγγύη συνίσταται στο γεγονός ότι το σύστημα αυτό χρηματοδοτείται από εισφορές ανάλογες προς τις απολαβές από την επαγγελματική δραστηριότητα και τις συντάξεις γήρατος, ενώ από την πληρωμή των εισφορών αυτών απαλλάσσονται μόνον οι δικαιούχοι συντάξεως αναπηρίας και οι συνταξιούχοι ασφαλισμένοι με τους μικρότερους πόρους, ενώ οι παροχές είναι οι ίδιες για όλους τους δικαιούχους. Εξάλλου, τα πρόσωπα που δεν υπάγονται πλέον στο σύστημα αυτό διατηρούν, καίτοι δεν καταβάλλουν εισφορές, τα δικαιώματα τους για παροχές επί ένα έτος. Η αλληλεγγύη αυτή συνεπάγεται μια ανακατανομή του εισοδήματος μεταξύ των πλέον εύπορων και αυτών οι οποίοι, σε περίπτωση που δεν θα υφίστατο ένα τέτοιο σύστημα και ενόψει των μέσων τους και της καταστάσεως της υγείας τους, θα στερούνταν της αναγκαίας ασφαλιστικής καλύψεως[26] Από την άλλη πλευρά, και αναφορικά με το σύστημα ασφάλισης γήρατος, «η αλληλεγγύη εκδηλώνεται από το γεγονός ότι οι εισφορές που καταβάλλονται από τους εν ενεργεία εργαζομένους είναι αυτές που επιτρέπουν τη χρηματοδότηση των συντάξεων των συνταξιοδοτηθέντων εργαζομένων. Η αλληλεγγύη αυτή εκφράζεται επίσης διά της αναγνωρίσεως δικαιωμάτων συντάξεως χωρίς να έχουν καταβληθεί οι σχετικές εισφορές καθώς και δικαιωμάτων συντάξεως μη αναλόγων προς τις καταβληθείσες εισφορές»[27].
  3. Κατ’ αποτέλεσμα, το ΔΕΕ έκρινε ότι η αρχή της αλληλεγγύης δύναται να θεμελιώσει εξαίρεση των οργανισμών που διαχειρίζονται ταμεία κοινωνικής ασφάλισης από την εφαρμογή του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, το οποίο αποτελεί βασικό πυλώνα του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου και της εσωτερικής αγοράς, με την αιτιολογία ότι δεν αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια του ευρωπαϊκού δικαίου ανταγωνισμού, ακριβώς επειδή εκπληρώνουν αποστολή αποκλειστικώς κοινωνικού χαρακτήρα και η εν λόγω δραστηριότητα στηρίζεται στην αρχή της αλληλεγγύης. Η σημασία του κριτηρίου του ελάχιστου βαθμού αλληλεγγύης, που διέπει την εκάστοτε δραστηριότητα, όχι μόνον επιβεβαιώθηκε και στο πλαίσιο νεότερης νομολογίας[28], αλλά επεκτάθηκε και στα νοσοκομεία του εθνικού συστήματος υγείας, εν προκειμένω της Ισπανίας, ως προς τα οποία επίσης κρίθηκε ότι δεν ενεργούν ως επιχειρήσεις, επειδή λειτουργούν σύμφωνα με την αρχή της αλληλεγγύης αναφορικά με τον τρόπο χρηματοδότησής τους από κοινωνικές εισφορές και άλλους κρατικούς πόρους και με την δωρεάν παροχή υπηρεσιών προς τους ασφαλισμένους του με βάση καθολική κάλυψη. Μάλιστα, κρίθηκε ότι δεν ενεργούν ως επιχειρήσεις όχι μόνον έναντι των ασφαλισμένων αλλά ούτε στο πλαίσιο της αγοράς υγειονομικού υλικού, με σκοπό την παροχή δωρεάν υπηρεσιών υγείας στους ασφαλισμένους[29].
  4. Ωστόσο, το ευρωπαϊκό δίκαιο βρίσκεται ενώπιον μεγάλων προκλήσεων ως προς τον ακριβή προσδιορισμό του νομικού περιεχομένου και, πρωτίστως, των ορίων της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης, όπως φαίνεται ιδίως στο παράδειγμα της πρόσφατης νομολογίας του ΔΕΕ για τα δικαιώματα πρόσβασης σε κοινωνικές παροχές που αναγνωρίζονται σε πολίτες κράτους-μέλους, οι οποίοι διαμένουν στο έδαφος άλλου κράτους-μέλους.

α) Ενώ, δηλαδή, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, κατά τ’ ανωτέρω, ότι η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης δύναται να θεμελιώσει ακόμη και εξαίρεση από την εφαρμογή του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού ως βασικού πυλώνα της εσωτερικής αγοράς, ερμήνευσε τον δεύτερο πυλώνα της, ήτοι τις βασικές ελευθερίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης, στενά, ώστε ν’ αναγνωρίζονται όρια στην αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης, όταν συντρέχουν στοιχεία διακρατικότητας.  Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές από πολίτες άλλων κρατών-μελών υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς που τίθενται από το παράγωγο ευρωπαϊκό δίκαιο και δεν δύνανται, καταρχήν, να ζητούν την αναγνώριση δικαιώματος πρόσβασης σε κοινωνικές παροχές υπό τις ίδιες προϋποθέσεις μ’ εκείνες που ισχύουν για τους ημεδαπούς, καθώς κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στο σκοπό αποτροπής του ενδεχομένου να καταστούν οι προερχόμενοι από άλλα κράτη-μέλη πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους-μέλους υποδοχής[30].

β) Κρίθηκε, λοιπόν, ότι είναι θεμιτό και δεν αντίκειται στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης και της σύμφυτης με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια αρχής της ίσης μεταχείρισης πολιτών κρατών-μελών, ένα κράτος μέλος ν’ αρνείται την χορήγηση κοινωνικών παροχών σε μη έχοντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας με μοναδικό σκοπό να τύχουν των κοινωνικών παροχών, τις οποίες χορηγεί άλλο κράτος-μέλος, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για να μπορούν να ζητήσουν να τους αναγνωρισθεί δικαίωμα διαμονής[31]. Αλλά και, περαιτέρω, ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν αντιτίθενται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους-μέλους, κατά την οποία οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εισήλθαν στην επικράτεια του κράτους-µέλους υποδοχής, προκειµένου ν’ αναζητήσουν εργασία, αποκλείονται από τη χορήγηση ορισμένων κοινωνικών παροχών, μολονότι οι παροχές αυτές χορηγούνται στους πολίτες του ως άνω κράτους-μέλους, οι οποίοι τελούν στην ίδια κατάσταση[32].

γ) Έτσι, ενώ η νομολογία του Δικαστηρίου έχει ρητώς αναγνωρίσει ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο δέχεται καταρχήν «την ύπαρξη ορισμένου βαθμού οικονομικής αλληλεγγύης μεταξύ των υπηκόων του κράτους αυτού και των υπηκόων των λοιπών κρατών μελών, ιδίως αν οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο δικαιούχος του δικαιώματος διαμονής είναι προσωρινές»[33] και «τα κράτημέλη καλούνται ναποδείξουν, κατά την οργάνωση και λειτουργία του συστήματος τους κοινωνικής πρόνοιας, κάποια οικονομική αλληλεγγύη με τους υπηκόους των λοιπών κρατών, ένα κράτοςμέλος έχει την ευχέρεια να μεριμνά, ώστε η χορήγηση ενισχύσεων για την κάλυψη των δαπανών διαβιώσεως σπουδαστών που είναι υπήκοοι άλλων κρατώνμελών να μη συνεπάγεται υπέρμετρο κόστος, το οποίο θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις σ επίπεδο συνόλου ενισχύσεων που δύναται να χορηγήσει το εν λόγω κράτοςμέλος»[34].

Β. Υποχρεώσεις των κρατών-μελών στις μεταξύ τους σχέσεις και έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η γενική αρχή της αλληλεγγύης στις μεταξύ των κρατών-μελών σχέσεις θεμελιώνεται στην διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 περ. 3 ΣυνθΕΕ[35], ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 5 και 21 παρ. 1 ΣυνΘΕΕ[36] η αλληλεγγύη μεταξύ των λαών αποτελεί σκοπό και κριτήριο δράσης στις εξωτερικές σχέσεις. Ειδικότερες περιπτώσεις αλληλεγγύης στις εξωτερικές σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 2 και 3 ΣυνθΕΕ[37], σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 1 υποπαρ. 2[38] και 32 παρ. 1[39] ΣυνθΕΕ (αλληλεγγύη στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας). Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις των κρατών-μελών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικότερες εγγυήσεις αλληλεγγύης προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 67 παρ. 2 ΣυνθΛΕΕ[40] (αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών ως θεμέλιο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης), 80 ΣυνθΛΕΕ[41] (αλληλεγγύη στο πεδίο του ασύλου και της μετανάστευσης), 122 ΣυνθλΕΕ[42] (αλληλεγγύη στην οικονομική πολιτική), 194 ΣυνθΛΕΕ[43] (αλληλεγγύη στην ενεργειακή πολιτική) και ιδίως στη ρήτρα αλληλεγγύης των διατάξεων του άρθρου 222 ΣυνθΛΕΕ[44], κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη της ενεργούν από κοινού, με πνεύμα αλληλεγγύης και κινητοποίηση όλων των μέσων που έχει στην διάθεσή της, εάν ένα κράτος-μέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή.

 

ΙΙΙ. Αρχή της αλληλεγγύης κατά την διαχείριση κρίσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αντικειμενική αδυναμία αποτελεσματικής αντιμετώπισης προβλημάτων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά ουσιώδη λόγο ενεργοποίησης της αρχής της αλληλεγγύης.  Συγκεκριμένα, η αρχή της αλληλεγγύης κατά το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο αντιμετώπισης και διαχείρισης σοβαρών προβλημάτων και κρίσεων, είτε αυτές περιορίζονται σε μεμονωμένα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης  είτε την πλήττουν συνολικώς. Και τούτο διότι, κατά τ’ ανωτέρω, η αρχή της αλληλεγγύης επιτάσσει, σε κάθε περίπτωση:  Πρώτον, την κοινή αντιμετώπιση ενός προβλήματος ανεξαρτήτως του αν πλήττoνται ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη.  Kαι, δεύτερον, καταρχήν ανεξαρτήτως από τυχόν (συν)υπαιτιότητα κάποιου εξ αυτών. Το ζήτημα δηλαδή της υπαιτιότητας αφενός δεν σχετίζεται αμέσως με τη νομική αρχή της αλληλεγγύης και, αφετέρου, είναι δυνατόν  να θεμελιωθούν δυνατότητες ή και υποχρεώσεις οριζόντιας συνεργασίας, συνδρομής και παροχής βοήθειας ή υποστήριξης μεταξύ κρατών-μελών ή πολιτών, όχι μόνο σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών, αλλ’ ακόμη και σε περίπτωση που οι κοινωνικές, πολιτικές, γεωγραφικές, ιστορικές ή οικονομικές συνθήκες σ’ ένα κράτος-μέλος που πλήττεται και χρήζει στήριξης έχουν παίξει ρόλο στην όξυνση του προβλήματος. Το κρίσιμο στοιχείο για την ενεργοποίηση της αρχής της αλληλεγγύης είναι, εν προκειμένω, πρωτίστως η αντικειμενική αδυναμία αποτελεσματικής αντιμετώπισης ενός σημαντικού προβλήματος χωρίς εξωτερική συνδρομή.  Παραδείγματα τέτοιων κρίσεων, στην αντιμετώπιση των οποίων η αρχή της αλληλεγγύης αποτελεί τη νομική βάση της από κοινού δράσης των κρατών-μελών εντός του θεσμικού και νομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι από την μια πλευρά η ευρωπαϊκή κρίση χρέους ως συνέπεια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και, από την άλλη πλευρά, το σοβαρό πρόβλημα της μετακίνησης σημαντικού αριθμού ανθρώπων ιδίως από εμπόλεμες ζώνες της Μέσης Ανατολής σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα:

Α. Η κρίση χρέους κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ.

Στο πλαίσιο αντιμετώπισης της κρίσης χρέους κρατών-μελών της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και ενόψει του κινδύνου διάσπασής της, κατέστη αναγκαία η παροχή χρηματοοικονομικής στήριξης σ’ εκείνα τα κράτη-μέλη, τα οποία αντιμετώπιζαν πρόβλημα δανεισμού από τις αγορές.

  1. Προς τούτο ήταν απαραίτητη η ίδρυση νέων μηχανισμών για δύο κυρίως λόγους:

α) Πρώτον, δεν φαινόταν, τουλάχιστον καταρχήν, δυνατή η άμεση χρηματοδότηση απευθείας από άλλα κράτη-μέλη ή από τα ίδια τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω της ρήτρας μη διάσωσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 125 ΣΛΕΕ.

β) Δεύτερον, όταν προέκυψαν τα προβλήματα χρηματοδότησης δεν υπήρχε επαρκής νομική βάση για την λήψη μέτρων συνολικής αντιμετώπισής τους σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς η αρμοδιότητα ρύθμισης των ζητημάτων οικονομικής πολιτικής έχει παραμείνει, με βάση την αρχή των δοτών αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις διατάξεις του άρθρου 4 και 5 ΣΕΕ, στα κράτη-μέλη, όπως άλλωστε προκύπτει σαφώς και από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 119 παρ. 1 της ΣΛΕΕ. Λόγος, άλλωστε, για τον οποίο κατέστη, εν τέλει, αναγκαία η τροποποίηση[45] της ΣΛΕΕ με την πρόβλεψη δυνατότητας ίδρυσης μόνιμου πλέον μηχανισμού σταθερότητας από τα κράτη-μέλη με νόμισμα το ευρώ και την υπογραφή, συνακόλουθα, διακυβερνητικής συμφωνίας, με στόχο την σύσταση του μόνιμου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας[46].

  1. Ωστόσο, κατά την πρώτη, επείγουσα, φάση αντιμετώπισης της κρίσης, οπότε και είχε καταστεί αναγκαία η ίδρυση αφενός του «Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης («European Financial Stabilisation Mechanism» – «EFSM») και, αφετέρου, ενός προσωρινού, έστω, Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας («European Financial Stability Facility»«EFSF»), τη νομική βάση προς τούτο αποτέλεσε ακριβώς η κατά τα προαναφερθέντα αρχή της αλληλεγγύης, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 122 ΣΛΕΕ. Έτσι, ο Κανονισμός του Συμβουλίου 407/2010[47] βασίσθηκε στην εκτίμηση ότι η σημαντική επιδείνωση των όρων δανεισμού αρκετών κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ, πέραν του ορίου που μπορεί ν’ αποδοθεί στα θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα, υπήρξε συνέπεια της άνευ προηγουμένου παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που έπληξε σοβαρά την οικονομική ανάπτυξη και την χρηματοοικονομική σταθερότητα και προκάλεσε ισχυρή επιδείνωση του ελλείμματος και του χρέους ορισμένων κρατών-μελών. Συνακόλουθα, η έκτακτη αυτή κατάσταση που διέφευγε του ελέγχου των κρατών-μελών, σύμφωνα με την ακριβή διατύπωση του άρθρου 122 παρ. 2 της ΣΛΕΕ, όφειλε ν’ αντιμετωπισθεί ως επείγουσα σ’ ενωσιακό επίπεδο, διότι θα μπορούσε ν’ αποτελέσει σοβαρή απειλή για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της[48].  Άρα, η θεσμική ενεργοποίηση όλου του ευρωπαϊκού συστήματος προς αντιμετώπιση της κρίσης βασίσθηκε, κατ’ αρχήν τουλάχιστον, στο θεμέλιο της αλληλεγγύης.

Β. Η αρχή της αλληλεγγύης ως θεσμικό έρεισμα εφαρμογής της μεταναστευτικής και προσφυγικής πολιτικής και αντιμετώπισης των αντίστοιχων κρίσεων.

Από την άλλη πλευρά, η αρχή της αλληλεγγύης είναι θεμελιώδους σημασίας και στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του μείζονος προβλήματος της μετακίνησης μεγάλου πληθυσμού ανθρώπων από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κράτη-μέλη της.

  1. Κατά λογική ακολουθία, η αρχή της αλληλεγγύης αναδεικνύεται, σε μεγάλο βαθμό, ως καθοριστικής σημασίας μηχανισμός αποτελεσματικής εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για την Μετανάστευση και το Άσυλο, η οποία ισχύει από τον Οκτώβριου του 2008, πλην όμως χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, όπως καταδεικνύει η τρέχουσα ευρωπαϊκή συγκυρία. Καθώς χαρακτηριστικά αναφέρει η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή[49], πρόκειται ακριβώς για μια πρόκληση στάθμισης μεταξύ αφενός ανάληψης της απαραίτητης ευθύνης και, αφετέρου, εξασφάλισης της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών στο πλαίσιο της κοινής τους δράσης.
  2. Έτσι, με βάση τις κατά τ’ ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 80 ΣΛΕΕ, οι σχετικές με την αντιμετώπιση της κρίσης και του καταμερισμού συγκεκριμένου αριθμού αιτούντων άσυλο αποφάσεις του Συμβουλίου βασίζονται, ρητώς, στην αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών, στο πλαίσιο της κοινής ευθύνης για την αντιμετώπιση της κρίσης[50]. Άλλωστε, η Επιτροπή στην ήδη κατατεθείσα πρόταση[51] Κανονισμού για την θέσπιση μιας κοινής διαδικασίας διεθνούς προστασίας, κατά την έννοια της οδηγίας 2013/32/ΕΕ[52], τονίζει ότι η αρχή της αλληλεγγύης αποτελεί την βάση για την μεταναστευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης[53], λαμβάνοντας υπόψη μάλιστα και την οικονομική διάσταση της εφαρμογής της αρχής αυτής και τις τυχόν οικονομικές συνέπειες για τα κράτη-μέλη[54].

Επίλογος

Από τα ήδη συνοπτικώς εκτεθέντα συνάγεται ότι η αρχή της αλληλεγγύης αναδεικνύεται σε βασική νομική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεμελιώδους μάλιστα σημασίας για την συνεκτικότητα και, ως εκ τούτου, την βιωσιμότητά της.

Α. Και τούτο διότι η εφαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης της επιτρέπει να υπερβεί, μερικώς τουλάχιστον, ορισμένες από τις δυσκολίες που προκαλούνται από τις ιδιαιτερότητες της δομής της και να συμβάλλει στην ενότητα και αποτελεσματικότητα της λειτουργίας της, προς όφελος όλων των κρατών-μελών της, πρωτίστως δε των Ευρωπαίων πολιτών. Ενώ δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό τις παρούσες νομικές και πραγματικές συνθήκες και ελλείψει των απαραίτητων -ως συστατικών προς τούτο- στοιχείων δεν εμπίπτει συνταγματικώς στην έννοια του κράτους ούτε έχει ίδια κυριαρχία, καθώς ρητώς κατά τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 ΣυνθΕΕ οι αρμοδιότητές της είναι δοτές και περιορίζονται μόνο σε όσες της έχουν μεταβιβάσει τα κράτη-μέλη, η θεμελίωση της αρχής της αλληλεγγύης στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο καθιστά δυνατή την, μερικώς τουλάχιστον, υπέρβαση των θεωρητικών και πρακτικών προβλημάτων που μπορούν να προκύψουν από την –sui generis- αυτή φύση. Και τούτο διότι η αρχή της αλληλεγγύης, υπό τα προμνημονευόμενα χαρακτηριστικά της, είναι σε θέση να ενεργοποιήσει, in concreto, κάθε κράτος-μέλος και κάθε λαό -χωρίς ν’ απεμπολεί την κυριαρχία του, δια της συμμετοχής του στην Ευρωπαϊκή Ένωση- προκειμένου όχι μόνο να συνυπάρχει ειρηνικά και αποτελεσματικά με τους Εταίρους του εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και να συμβάλλει ενεργώς στην προστασία του από εξωτερικούς ή απρόβλεπτους κινδύνους.

Β. Καταληκτικώς, η αρχή της αλληλεγγύης συντείνει στην πραγμάτωση της «ισχύος εν τη ενώσει», σε βαθμό μάλιστα που μπορεί να θεωρηθεί sine qua non προϋπόθεσή της. Ωστόσο, από τ’ ανωτέρω διαφαίνεται επίσης ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας σοβαρής πρόκλησης, η οποία συνίσταται στον ταυτόχρονο σεβασμό όλων των επιμέρους πτυχών και εγγυήσεων της αρχής της αλληλεγγύης. Κυρίως δε των πτυχών και εγγυήσεων της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης, η οποία δέχεται σήμερα και τις μεγαλύτερες πιέσεις. Ενόψει τούτου είναι αναγκαίο και, επέκεινα, νομικώς επιβεβλημένο η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης να γίνεται σεβαστή και όταν αναλαμβάνεται κοινή δράση των κρατών-μελών με βάση την μεταξύ τους αλληλεγγύη, έτσι ώστε οι εκάστοτε πολιτικές επιλογές να μην αποβαίνουν εις βάρος του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής συνοχής. Και τούτο διότι η ερμηνεία του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου καταδεικνύει ότι ο σκοπός όλων των επιμέρους εγγυήσεων της αρχής της αλληλεγγύης, ανεξαρτήτως του υποκειμένου των in concreto υποχρεώσεων που προκύπτουν, είναι κοινός και αφορά την προστασία του Ανθρώπου –άρα και του Eυρωπαίου Πολίτη- ως πρωταρχικού θεμελίου της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Και η προστασία αυτή είναι κοινή ευθύνη όλων, με την μορφή μιας, υπαρξιακής για την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «obligatio in solidum».

 

[1]Για τις γενικές αρχές στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης βλ., αντί άλλης παραπομπής, Π. Παυλόπουλου, «Εγγυήσεις του δικαιώματος δικαστικής προστασίας στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο», 1993, σελ. 56 επ., με παραπέρα εκτενείς παραπομπές στην βιβλιογραφία και τη νομολογία, ιδίως του ΔΕΕ.

[2]Βλ., αντί άλλης παραπομπής,  G.Helleringer/K.Purnhagen, Towards a European Legal Culture, 2014.

[3] Βλ. τις διατάξεις του άρθρου 2 ΣυνθΕΕ, σύμφωνα με τις οποίες: «Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών».

[4]Βλ. τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 ΣυνθΕΕ, σύμφωνα με τις οποίες: «Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες». Πρβλ. Π. Παυλόπουλου, «Το δημόσιο δίκαιο στον αστερισμό της οικονομικής κρίσης, Ο οικονομικός “Λαβύρινθος”, ο νεοφιλελεύθερος “Μινώταυρος” και ο θεσμικός “Θησέας”», 2η έκδ., 2014, σελ. 504 επ.

[5] Οι διατάξεις αυτές ορίζουν: «Στο βαθμό που ο παρών Χάρτης αναγνωρίζει θεμελιώδη δικαιώματα όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των τα εν λόγω δικαιώματα πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τις παραδόσεις αυτές».

[6]Πρβλ. H.Hofmann, Das antike Erbe im europäischen Rechtsdenken. Römische Jurisprudenz und griechische Rechtsphilosophie, σε W. Jens/Β. Seidensticker, Ferne und Nähe der Antike, 2003, 33 επ.

[7] Βλ. τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 3 ΣυνθΕΕ: «Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Ένωση παρεμβαίνει μόνο εφόσον και κατά τον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ενώσεως».

[8] Βλ. τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 ΣυνθΕΕ.

[9]Βλ., εντελώς ενδεικτικώς, R.Schütze, From Dual to Cooperative Federalism: The Changing Structure of European Law, Oxford, Oxford University Press, 2009.

[10]«Έχοντας συνείδηση του ότι η Ευρώπη οφείλει να προσπαθεί να εκφράζεται όλο και περισσότερο με μια φωνή και να δρα με συνοχή και αλληλεγγύη ώστε να υπερασπίζεται αποτελεσματικότερα τα κοινά της συμφέροντα και την ανεξαρτησία της, καθώς και να προβάλλει όλως ιδιαιτέρως τις αρχές της δημοκρατίας και το σεβασμό του δικαίου και των δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στα οποία τα συμβαλλόμενα μέρη είναι προσηλωμένα, ώστε να συμβάλλουν από κοινού στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, σύμφωνα με τη δέσμευση που έχουν αναλάβει στα πλαίσια του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».

[11]Η έννοια της αλληλεγγύης παραμένει στο προοίμιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση: «Επιθυμώντας βαθύτερες σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των λαών τους και ταυτόχρονα σεβόμενοι την ιστορία, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις τους».

[12] Βλ. τις διατάξεις του άρθρου Α εδ. 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση: «H Ένωση βασίζεται στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, συμπληρούμενες με τις πολιτικές και τις μορφές συνεργασίας που θεσπίζονται με την παρούσα συνθήκη. Έχει αποστολή να οργανώσει συνεκτικά και αλληλέγγυα τις σχέσεις μεταξύ των κρατώνμελών και των λαών τους».

[13] Βλ. τις διατάξεις του άρθρου 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα: «H Κοινότητα έχει ως αποστολή, με τη δημιουργία κοινής αγοράς, οικονομικής και νομισματικής Ενώσεως και με την εφαρμογή των κοινών πολιτικών ή δράσεων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 3 A, να προάγει την αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας, μία σταθερή και διαρκή, μη πληθωριστική και σεβόμενη το περιβάλλον ανάπτυξη, έναν υψηλό βαθμό σύγκλισης των οικονομικών επιδόσεων, ένα υψηλό επίπεδο απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατώνμελών.»

[14]A.Sangiovanni, Solidarity in the European Union, Oxford Journal of Legal Studies, 2013, 1 (2).

[15]Βλ. Π.Δ.Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, αρ. 965 επ.

[16]Bλ., αντί άλλης παραπομπής,  N.Simantiras, Netzwerke im Europäischen Verwaltungsverbund, 2016, 76 επ.

[17]Επισημαίνεται, ότι κατά την ρητή διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 47 ΣυνΘΕΕ η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει δική της  νομική προσωπικότητα.

[18]Για την αρχή της ισότητας των κρατών στο διεθνές δίκαιο βλ., εντελώς ενδεικτικώς, J.Kokott, Souveräne Gleichheit und Demokratie im Völkerrecht, ZaöRV 64 (2004), 517 (518 f.).

[19]ΔΕΕ, Υπόθεση 39/72, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, σκ. 24 και 25.

[20] Βλ. C. Calliess, Subsidiaritäts- und Solidaritätsprinzip in der Europäischen Union,  1999, 187.

[21]Σχετικά με τις  απόψεις περί αλληλεγγύης στην κοινωνική φιλοσοφία βλ., αντί άλλης παραπομπής, C.Calliess, Forum Constitutionis Europae 1/2011, 11-12.

[22]Βλ. O.Höffe, Gerechtigkeit: eine philosophische Einführung, 2007, 90.

[23]J.Habermas, Erläuterungen zur Diskursethik, 1991, 70 επ: «Solidarität als das Andere der Gerechtigkeit» και J.Habermas, Gerechtigkeit und Solidarität, εις: W. Edelstein/ G. Nunner-Winkler (επ.), Zur Bestimmung der Moral Solidarität als die Kehrseite von Gerechtigkeit, 1986, 314: «Solidarität als die Kehrseite von Gerechtigkeit».

[24] ΔΕK,Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993, Υπόθ. C-159/91 (Poucet και Pistre/AGF και Cancava), σκ. 8.

[25] ΔΕK,Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993, Υπόθ. C-159/91 (Poucet και Pistre/AGF και Cancava), σκ. 18.

[26] ΔΕK,Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993, Υπόθ. C-159/91 (Poucet και Pistre/AGF και Cancava), σκ. 10.

[27] ΔΕK,Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993, Υπόθ. C-159/91 (Poucet και Pistre/AGF και Cancava), σκ. 11.

[28] Βλ. ΔΕΚ, Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1995, Υπόθ. C-244/94 (Fédération française des sociétés d’assurances κ.λπ.), σκ. 15 και 16 (με αντίθετο αποτελέσμα στην προκειμένη περίπτωση), Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Υπόθ. C-67/96 (Albany) σκ. 78.

[29]Απόφαση του Πρωτοδικείου (πρώτο πενταμελές τμήμα) της 4ης Μαρτίου 2003, υπόθ. T-319/99 (FENIN κατά Επιτροπής), σκ. 39 και 40. Bλ. και την επί της αίτησης αναίρεσης απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2006 (FENIN κατά Επιτροπής), Υπόθ. C-205/03 P, κατά το υπ’ αριθμ. 26 σκεπτικό της οποίας: «Ορθώς […] δεν πρέπει να διαχωριστεί η δραστηριότητα αγοράς ενός προϊόντος από τη μεταγενέστερη χρήση αυτού, προκειμένου να εκτιμηθεί η φύση αυτής της δραστηριότητας αγοράς, και ότι ο οικονομικός ή μη χαρακτήρας της μεταγενέστερης χρήσεως του αγορασθέντος προϊόντος προσδιορίζει κατ’ ανάγκη τον χαρακτήρα της δραστηριότητας αγοράς».

[30] ΔΕΕ, Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Υπόθ. C-67/14 (Jobcenter Berlin Neukölln/Alimanovic), σκ. 50 και Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2014, Υπόθ. C‑333/13 (Dano/Jobcenter Leipzig), σκ. 74.

[31] ΔΕΕ, Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2014, Υπόθ. C‑333/13 (Dano/Jobcenter Leipzig), σκ. 78.

[32] ΔΕΕ, Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, Υπόθ. C-67/14 (Jobcenter Berlin Neukölln/Alimanovic), σκ. 63.

[33]ΔΕΕ, Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Υπόθ. C-184/99 (Grzelczyk), σκ. 44.

[34]ΔΕΕ, Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, Υπόθ. C-209/03 (Bidar/London Borough of Ealing), σκ. 56.

[35] Άρθρο 3 παρ. 3 περ. 3 ΣυνθΕΕ: «Η Ένωση προάγει την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατώνμελών».

[36]Άρθρο 3 παρ. 5 ΣυνθΕΕ: «Στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο, η Ένωση προβάλλει και προωθεί τις αξίες της και τα συμφέροντά της και συμβάλλει στην προστασία των πολιτών της. Συμβάλλει στην ειρήνη, την ασφάλεια, την αειφόρο ανάπτυξη του πλανήτη, την αλληλεγγύη και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των λαών, το ελεύθερο και δίκαιο εμπόριο, την εξάλειψη της φτώχειας και την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ιδίως των δικαιωμάτων του παιδιού, καθώς και στην αυστηρή τήρηση και ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου και, ιδίως, στον σεβασμό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».  Άρθρο 21 παρ. 1 ΣυνΘΕΕ: «Η δράση της Ενώσεως στη διεθνή σκηνή έχει ως γνώμονα και σχεδιάζεται με στόχο να προωθεί στο ευρύτερο παγκόσμιο πλαίσιο τις αρχές που έχουν εμπνεύσει τη δημιουργία, την ανάπτυξη και τη διεύρυνσή της: τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, την οικουμενικότητα και το αδιαίρετο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης και τον σεβασμό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του διεθνούς δικαίου».

[37] Άρθρο 24 παρ. 2 και 3 ΣυνθΕΕ: «2. Η Ένωση, στο πλαίσιο των αρχών και των στόχων της εξωτερικής της δράσης, ασκεί, καθορίζει και εφαρμόζει κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας η οποία βασίζεται στην ανάπτυξη της αμοιβαίας πολιτικής αλληλεγγύης των κρατώνμελών, στον προσδιορισμό ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος και στην επίτευξη διαρκώς μεγαλύτερου βαθμού σύγκλισης των δράσεων των κρατώνμελών. 3. Τα κράτη μέλη υποστηρίζουν ενεργά και ανεπιφυλάκτως την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας της Ενώσεως, με πνεύμα πίστης και αμοιβαίας αλληλεγγύης και σέβονται τη δράση της Ενώσεως στον εν λόγω τομέα. Τα κράτη μέλη εργάζονται ομού για την ενίσχυση και ανάπτυξη της αμοιβαίας πολιτικής τους αλληλεγγύης. Απέχουν από κάθε δράση αντίθετη προς τα συμφέροντα της Ενώσεως ή ικανή να θίξει την αποτελεσματικότητά της ως συνεκτικής δύναμης στις διεθνείς σχέσεις».

[38] Άρθρο 31 παρ. 1 υποπαρ. 2 ΣΛΕΕ: «Σε περίπτωση αποχής κατά τη διεξαγωγή ψηφοφορίας, ένα μέλος του Συμβουλίου δύναται να συνοδεύσει την αποχή του με τυπική δήλωση, σύμφωνα με το παρόν εδάφιο. Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν υποχρεούται να εφαρμόσει την απόφαση, αλλά αποδέχεται ότι η απόφαση δεσμεύει την Ένωση. Εκφράζοντας πνεύμα αμοιβαίας αλληλεγγύης, το εν λόγω κράτος μέλος απέχει από οποιαδήποτε δράση, η οποία ενδέχεται να αντιτίθεται ή να εμποδίζει τη δράση της Ενώσεως που βασίζεται σ’ αυτή την απόφαση, ενώ τα άλλα κράτη μέλη σέβονται τη θέση του».

[39] Άρθρο 32 παρ. 1 ΣΛΕΕ: «Τα κράτη μέλη συνεννοούνται μεταξύ τους στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου για κάθε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας που παρουσιάζει γενικό ενδιαφέρον, προκειμένου να καθορίσουν κοινή προσέγγιση. Πριν να αναλάβει διεθνώς οποιαδήποτε δράση ή οποιαδήποτε δέσμευση που θα μπορούσε να επηρεάσει τα συμφέροντα της Ενώσεως, κάθε κράτος μέλος διαβουλεύεται με τα άλλα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου. Τα κράτημέλη εξασφαλίζουν, με τη σύγκλιση των δράσεών τους, ότι η Ένωση είναι σε θέση να υπερασπίζεται διεθνώς τα συμφέροντά της και τις αξίες της. Τα κράτημέλη είναι αλληλέγγυα μεταξύ τους».

[40]Άρθρο 67 παρ. 1 και 2 ΣυνθΛΕΕ: «1. Η Ένωση συγκροτεί χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των διαφορετικών νομικών συστημάτων και παραδόσεων των κρατώνμελών. 2. Εξασφαλίζει την απουσία ελέγχων των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα και αναπτύσσει κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου, της μετανάστευσης και του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων, η οποία βασίζεται στην αλληλεγγύη μεταξύ των κρατώνμελών και είναι δίκαιη έναντι των υπηκόων τρίτων χωρών. Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, οι ανιθαγενείς εξομοιώνονται με τους υπηκόους των τρίτων χωρών».

[41] Άρθρο 80 ΣυνθΛΕ: «Οι πολιτικές της Ενώσεως που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο και η εφαρμογή τους διέπονται από την αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ των κρατώνμελών, μεταξύ άλλων και στο οικονομικό επίπεδο. Όποτε απαιτείται, οι πράξεις της Ενώσεως που θεσπίζονται βάσει του παρόντος κεφαλαίου περιέχουν κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή της εν λόγω αρχής».

[42] Άρθρο 122 ΣυνθΛΕΕ: «1. Με την επιφύλαξη άλλων διαδικασιών που προβλέπονται στις Συνθήκες, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, μπορεί να θεσπίζει, σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ κρατώνμελών, τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης, ιδίως εάν ανακύψουν σοβαρές δυσκολίες στον εφοδιασμό με ορισμένα προϊόντα, ιδίως στον τομέα της ενέργειας. 2. Όταν ένα κράτος μέλος αντιμετωπίζει δυσκολίες ή διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες, οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχό του, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, μπορεί να αποφασίσει να του χορηγήσει, υπό ορισμένους όρους, χρηματοδοτική ενίσχυση της Ενώσεως. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη ληφθείσα απόφαση».

[43]194 παρ. 1 ΣυνθΛΕΕ «1. Στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης ή της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης να προστατευθεί και να βελτιωθεί το περιβάλλον, η πολιτική της Ενώσεως στον τομέα της ενέργειας, σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ κρατώνμελών, έχει ως στόχο: α) να διασφαλίζει τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, β) να διασφαλίζει τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ενώσεως, και γ) να προωθεί την ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση ενέργειας καθώς και την ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και δ) να προωθεί τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων.»

[44]Άρθρο 222 ΣυνθΛΕΕ: «1. Η Ένωση και τα κράτημέλη της ενεργούν από κοινού, με πνεύμα αλληλεγγύης, εάν ένα κράτοςμέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή. Η Ένωση κινητοποιεί όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών μέσων που θέτουν στη διάθεσή της τα κράτημέλη, για: α) — την πρόληψη τρομοκρατικής απειλής στο έδαφος των κρατώνμελών,— την προστασία των δημοκρατικών θεσμών και του άμαχου πληθυσμού από ενδεχόμενη τρομοκρατική επίθεση, — την παροχή συνδρομής σε κράτος μέλος στο έδαφός του, μετά από αίτηση των πολιτικών του αρχών, σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης, β) την παροχή συνδρομής σε κράτοςμέλος στο έδαφός του, μετά από αίτηση των πολιτικών του αρχών, σε περίπτωση φυσικής ή ανθρωπογενούς καταστροφής. 2. Σε περίπτωση που κράτοςμέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή, τα υπόλοιπα κράτη μέλη του παρέχουν βοήθεια κατόπιν αιτήματος των πολιτικών του αρχών. Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτημέλη συντονίζονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου. 3. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την εφαρμογή από την Ένωση της παρούσας ρήτρας αλληλεγγύης καθορίζονται με απόφαση που εκδίδεται από το Συμβούλιο, μετά από κοινή πρόταση της Επιτροπής και του ύπατου εκπροσώπου της Ενώσεως για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας. Εάν η απόφαση αυτή έχει επιπτώσεις στον τομέα της άμυνας, το Συμβούλιο αποφασίζει σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τηρείται ενήμερο. Στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου και με την επιφύλαξη του άρθρου 240, το Συμβούλιο επικουρείται από την Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας, με τη στήριξη των δομών που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, και από την επιτροπή του άρθρου 71, οι οποίες υποβάλλουν στο Συμβούλιο, ενδεχομένως, κοινές γνώμες. 4. Προκειμένου η Ένωση και τα κράτη μέλη να είναι σε θέση να ενεργούν αποτελεσματικά, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πραγματοποιεί τακτική αξιολόγηση των απειλών τις οποίες αντιμετωπίζει η Ένωση».

[45]Η τροποποίηση αφορούσε την εισαγωγή παρ. 3 στο άρθρ. 136 ΣΛΕΕ, με την Απόφαση 2011/199/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25.3.2011 και έχει ως εξής: «Τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ μπορούν να θεσπίσουν μηχανισμό σταθερότητας ο οποίος θα ενεργοποιείται εφόσον κρίνεται απαραίτητο προκειμένου να διασφαλίζεται η σταθερότητα της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Η παροχή τυχόν απαιτούμενης χρηματοοικονομικής συνδρομής δυνάμει του μηχανισμού θα υπόκειται σε αυστηρούς όρους».

[46]Με βάση αυτή την τροποποιημένη διάταξη, υπεγράφη η διακυβερνητική συμφωνία της 2/2/2012 μεταξύ των κρατών-μελών με νόμισμα το ευρώ, για την θέσπιση του «Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας» («European Stability Mechanism»- «ESM»).

[47] Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 407/2010 του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2010, για την θέσπιση Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης, OJL 118, 12.5.2010, 1-4.

[48]Βλ. στοιχ. (1) ως (5) του προοιμίου του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 407/2010 του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2010.

[49]«In managing asylum and migration policy comprehensively, responsibility and solidarity must go hand in hand. The European Commission has a number of immediate and long-term actions to strike the necessary balance between taking responsibility and ensuring solidarity of Member States», βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επίσημος ιστότοπος http://ec.europa.eu/dgs/home-affairs/what-we-do/policies/european-agenda-migration.

[50]Βλ., ενδεικτικώς, την απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2015 για την λήψη προσωρινών μέτρων στο πλαίσιο της διεθνούς προστασίας προς όφελος της Ιταλίας και της Ελλάδας, αναφορικά με την μετεγκατάσταση 120.000 αιτούντων άσυλο από την Ιταλία και την Ελλάδα σε άλλα κράτη-μέλη.

[51] Proposal for a Regulation of the European Parliament and of the Council establishing a common procedure for international protection in the Union and repealing Directive 2013/32/EU, COM(2016) 467 final 2016/0224 (COD).

[52]Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για την χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, OJ L 180, 29.6.2013, 60–95.

[53]Βλ. στοιχείο 1. του μνημονίου επεξήγησης της πρότασης, σύμφωνα με το οποίο: «The European Union is working towards an integrated, sustainable and holistic EU migration policy based on solidarity and fair sharing of responsibilities and which can function effectively both in times of calm and crisis».

[54]Βλ. στοιχείο 2 του προοιμίου του προταθέντος Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο: «Such a policy should be governed by the principle of solidarity and fair sharing of responsibility, including its financial implications, between the Member States».

Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ