Κύριε Δήμαρχε,
Η τιμή που σήμερα επιδαψιλεύσατε στο πρόσωπό μου, υπό την ιδιότητά μου του Προέδρου της Δημοκρατίας, με την ανακήρυξή μου ως Επίτιμου Δημότη Κοζάνης, είναι μεγάλη. Αυτονοήτως δε με επιφορτίζει με το σημαντικό καθήκον να φανώ άξιός της, το οποίο αποδέχομαι με πλήρη αίσθηση των ευθυνών μου έναντι της λαμπρής Ιστορίας αυτού του Τόπου αλλά και του μέλλοντος των σημερινών κατοίκων του. Κυρίως, έναντι της νεολαίας της περιοχής σας, που πλήττεται δεινά από την ανεργία, η οποία μπορεί και πρέπει να καταπολεμηθεί ιδίως με την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, δηλαδή με τις κατάλληλες επενδύσεις, που θα οδηγήσουν στην ανάλογη οικονομική ανάπτυξη. Σας διαβεβαιώ, λοιπόν, ότι θα πράξω ό,τι μου αναλογεί, εντός του πλαισίου των καθηκόντων μου, προκειμένου να οικοδομήσουμε, από κοινού, ένα πιο ευοίωνο μέλλον για τα νέα παιδιά, όχι μόνον στον Δήμο Κοζάνης αλλά σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Ι. Στο σημείο αυτό επιτρέψατέ μου ν’ αναφερθώ, έστω δι’ ολίγων, στην περίλαμπρη Ιστορία της πόλης της Κοζάνης και των διαχρονικώς ηρωϊκών αγώνων των κατοίκων της:
Α. Αδιάψευστη απόδειξη της μακραίωνης Ιστορίας της αποτελούν οι αρχαιότητες, από την προϊστορική εποχή μέχρι τη Βυζαντινή περίοδο, οι οποίες έχουν ανακαλυφθεί σε πολλά σημεία της πόλης. Συγκεκριμένα:
- Στα ανατολικά της Κοζάνης, έχει ανασκαφεί νεκρόπολη, η οποία χρονολογείται από τηνεποχή του Σιδήρου.
- Οι αρχαιότητες που βρέθηκαν εδώ, μαρτυρούν την ύπαρξη μιας από τις αρχαιότερες πόλεις της αρχαίαςΕλιμιώτιδας (ή Ελίμειας), της οποίας η ακρόπολη βρισκόταν στον λόφο του «Αγίου Ελευθερίου».
- Στα νοτιοδυτικά της σύγχρονης πόλης, στον λόφο Σιόποτο, υπήρχε οικισμός ο οποίος ονομαζόταν Καλύβια, μεταξύ 1100 μ.Χ. και 1300 μ.Χ., ίχνη του οποίου διασώζονται ακόμα.
Β. Κατά την Οθωμανική περίοδο, και συγκεκριμένα το 1392, άποικοι προερχόμενοι από την Πρεμετή, το Βυθικούκι και την Κόζδιανη της Ηπείρου, κατέφυγαν κυνηγημένοι από τους τουρκαλβανούς στην περιοχή βόρεια της Σέλιτσας (που μέχρι σήμερα ονομάζεται Παλιοκόζδιανη) και, στην συνέχεια, μεταναστεύοντας ανατολικά, συνάντησαν τον χριστιανικό οικισμό στα Καλύβια.
- Αν και υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το όνομα της Πόλης, η επικρατέστερη είναι πως οι άποικοι αυτοί τηςΗπείρου ονόμασαν τον νέο οικισμό Κόσδιανη, που κατόπιν μετατράπηκε σε Κόζιανη, ενώ οι μετέπειτα λόγιοι το άλλαξαν σε «Κοζάνη».
- Οι κάτοικοι παλιών και νέων οικισμών ενώνονται σε μια νέα ενιαία κοινότητα, χτίζουν εκκλησία, κατασκευάζουν υδραγωγεία και κρήνες. Πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά στην Κοζάνη γίνεται σε σουλτανικό φιρμάνι του 1528.
- Το1649,εκατόν είκοσι οικογένειες από το χωριό Κτένι, υπό την αρχηγία του προεστού τους Ιωάννη Τράντα, εγκαταστάθηκαν στη θέση Κρεβατάκια. Ο γιος του Ιωάννη Τράντα, Χαρίσιος, κατόρθωσε να λάβει σουλτανικό διάταγμα με προνόμια για τους κατοίκους της, με το οποίο η Πόλη περιέρχονταν υπό την προστασία της Σουλτανομήτορος. Οι κάτοικοι ήταν ελεύθεροι από κάποιους φόρους και απαγορευόταν να μένουν ως μόνιμοι κάτοικοι οι μουσουλμάνοι στην Πόλη.
- Ο Χαρίσιος Τράντας, που θεωρείται ο πρώτος προύχοντας της Πόλης, έκτισε μεγαλοπρεπή οικήματα και στόλισε την πόλη με πλατάνια και κρήνες. Το1884 θεμελίωσε τον ναό του Αγίου Νικολάου, που αποτελεί και τον Πολιούχο της. Ο Ναός ανακαινίσθηκε το 1721. Το1668 ιδρύεται η Βιβλιοθήκη και η Σχολή της Κοζάνης.
- Τον 17ο και 18ο αιώναοι εμπορικές συναλλαγές με τις χώρες της κεντρικήςΕυρώπης δίνουν την ευκαιρία στην πόλη ν’ αναπτυχθεί οικονομικά και πνευματικά. Από τα οικοδομήματα ξεχωρίζουν το δημαρχείο, ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Νικολάου και τα αρχοντικά των Γ. Λασσάνη (στην ομώνυμη πλατεία) και Γ. Βούρκα.
- Κατά τον 18ο αιώνα, όπως ξένοι περιηγητές αναφέρουν, ο πληθυσμός της Κοζάνης ήταν Ελληνικός και με αυξητικές τάσεις. Η λεηλασία της Πόλης το1803,από τον Ασλάν Μπέη, διέκοψε παροδικά την ανάπτυξή της.
Γ. Η συμμετοχή των Κοζανιτών στην Εθνεγερσία κατά του Τούρκων κατακτητών υπήρξε σημαντική. Σπουδαίος αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 ήταν ο Ιωάννης Τζόντζας, που μετείχε της υπεράσπισης των Ψαρών. Άλλοι Κοζανίτες αγωνιστές του 1821 ήταν οι Μιχαήλ Ιωάννου, Εμμανουήλ Χατζηκωνσταντίνου, Κωνσταντίνος Ναουμίδης, Ιωάννης Τιάλιος, Γεώργιος Μάρανδος και Ιωάννης (Νάνος) Μπαρούτας.
Δ. Αλλά και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, οι Κοζανίτες αγωνίσθηκαν με αυταπάρνηση για την Ελευθερία, με σημαντικότερους Μακεδονομάχους τον οπλαρχηγό Κωνσταντίνο Σίδερη (Καπετάν Τσίτσο) και τους προύχοντες Παναγιώτη Λιούφη, Κωνσταντίνο Καπιτσόγλου, Αθανάσιο Μάνο και Νικόλαο Μουμούζια.
Ε. Τέλος, η Κοζάνη απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό στις 11 Οκτωβρίου 1912, όταν ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στην πόλη, ύστερα από την μάχη του Σαραντάπορου. Το 1923, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, πλήθος προσφύγων εγκαταστάθηκαν κυρίως στα νοτιοανατολικά της Κοζάνης.
ΙΙ. Η γενέθλια πόλη σας έχει και μια ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτη πνευματική παράδοση, στην οποία ασφαλώς δεν μπορώ ν’ αναφερθώ με επάρκεια στο πλαίσιο αυτής της αντιφώνησης. Παραταύτα, δεν μπορώ να παραλείψω τις ακόλουθες μικρές αναφορές μου σ’ αυτήν:
- A. Τον 17ο αιώνα ιδρύθηκε στην Κοζάνη σχολείο, στο οποίο πρώτος δάσκαλος ήταν οΓεώργιος-Γρηγόριος Κονταρής, ο οποίος δίδασκε θεολογία και αριστοτελική φιλοσοφία. Στην συνέχεια δίδαξαν σ’ αυτό οι Ν. Ορφανός, Νεόφυτος Χριστόπουλος, Γεώργιος Παρακείμενος, ο ιερέας Σωτήριος και ο μαθητής τουΜεθόδιου Ανθρακίτη (σεβαστής μορφής του πρώιμου Νεοελληνικού Διαφωτισμού) Σεβαστός Λεοντιάδης, οι οποίοι έδωσαν βάρος στην διδασκαλία της γλώσσας, στην ρητορική και στην φιλοσοφία, επί τη βάσει των αριστοτελικών σχολίων του Θεόφιλου Κορυδαλλέα.
Β. Το 1745 ιδρύθηκε στην Κοζάνη η «Στοά». Στην εν λόγω σχολή δίδαξε θετικές επιστήμες ο Ευγένιος Βούλγαρης, η διδασκαλία όμως των θετικών επιστημών δεν συνεχίσθηκε, καθώς οι διάδοχοι του, ο Νικόλαος Βάρκοσης, ο ιερέας Κωνσταντίνος, ο ιερομόναχος από τα Άγραφα Κύριλλος, και ο Ι. Πέζαρος, δεν είχαν γνώσεις θετικών επιστημών. Για την λειτουργία της «Στοάς» έδιναν χρήματα ντόπιοι αλλά και απόδημοι Κοζανίτες της Ουγγαρίας. Η «Στοά» πιθανώς σταμάτησε την λειτουργία της το 1774.
Γ. Το 1756, δημιουργήθηκε και μια δεύτερη σχολή, η «Σχολή της Κομπανίας» (1756-1769), όπου δίδαξε αριστοτελικά σχόλια του Θεόφιλου Κορυδαλλέα ο Σιασανόπουλος από τα Ιωάννινα, μαθητής του Μπαλάνου Βαλασόπουλου. Άλλοι δάσκαλοι ήταν ο Γ. Παρακείμενος, ο Ι. Παπαλούιας και ο ιεροδιάκονος Καλλίνικος.
Δ. Το 1776 ιδρύθηκε από την Μητρόπολη και τους προκρίτους της Κοζάνης το «Ελληνικόν Μουσείον» (1776-1797/9), που χρηματοδοτούνταν κυρίως από τους τόκους κεφαλαίου 4.292 δουκάτων, του Κοζανίτη Δημητρίου Μανόλη Παγούνη, που ήταν κατατεθειμένο στην επίσημη τράπεζα της Βενετίας, Zecca (γι’ αυτό και λεγόταν και «Σχολείο του Παγούνη») και από τους τόκους κεφαλαίου 800 γροσίων, που ήταν κατατεθειμένο στη Θεσσαλονίκη. Στο «Ελληνικόν Μουσείον» δίδαξαν μεταξύ άλλων οι Αμφιλόχιος Παρασκευάς, Γ. Λούιας, Ι. Αιτωλός, Δ. Παπαγιαννούσης, Κ. Στάμκος, Γ. Πάικος και ο ιερέας Χριστόδουλος. Το 1797/9, μετά την κατάληψη της Βενετίας από τους Γάλλους, διακόπηκε η αποστολή χρημάτων και έτσι σταμάτησε η λειτουργία του εν λόγω σχολείου.
ΙΙΙ. Όλα όσα προανέφερα αποδεικνύουν πόσοι σκληροί αγώνες χρειάσθηκαν, από πλευράς των Ελλήνων, προκειμένου να διατηρήσουμε αλώβητη την Εθνική μας Συνείδηση, μέσα σε συνθήκες μακραίωνης και οδυνηρής σκλαβιάς και να διεκδικήσουμε επιτυχώς εντέλει, με ακόμη μεγαλύτερους αγώνες και θυσίες, την Ελευθερία και την Ανεξαρτησία μας. Για τον λόγο αυτό, τα Εθνικά μας Θέματα αποτελούν ό,τι οφείλουμε να διαφυλάσσουμε ως «κόρην οφθαλμού». Υπό τα δεδομένα αυτά δεν θα μπορούσα να κλείσω την ευχαριστήρια αυτή ομιλία μου εδώ, στην Ιστορική Κοζάνη, δίχως ν’ αναφερθώ στα κυριότερα από τα Εθνικά μας Θέματα:
- A. Θα τονίσω λοιπόν, για μιαν ακόμη φορά, πως δεν ξεχνάμε ότι η Ελλάδα αποτελεί – και αυτό είναι πια οριστικό και αμετάκλητο – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης. Επίσης, είναι ένας συνεπής σύμμαχος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Άρα τα Εθνικά μας Θέματα τα υπερασπιζόμαστε μέσα στο πλαίσιο του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, με την έννοια ότι τα υπερασπιζόμαστε με βάση τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Επομένως, υπερασπιζόμενοι, τα Εθνικά Θέματα, υπερασπιζόμαστε, ταυτοχρόνως, και το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Θ’ αναφερθώ στα τρία βασικά Εθνικά μας Θέματα:
- Κυπριακό: Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, ιδίως δε αντίθετο προς τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον δε, θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Eλληνοτουρκικές σχέσεις: Επαναλαμβάνω, για πολλοστή φορά, ότι επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας και ευνοούμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Τούτο, όμως, προϋποθέτει εκ μέρους της Τουρκίας ειλικρινή σεβασμό του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου -αναπόσπαστο μέρος του οποίου είναι και το πρόγραμμα «NATURA 2000»- και του συνόλου του Διεθνούς Δικαίου. Άρα και οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947-οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και πλήρεις και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για γκρίζες ζώνες-πρέπει να γίνονται απ’ όλους πλήρως σεβαστές. Πολλώ μάλλον όταν η αμφισβήτησή τους οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, ιδίως ως προς την ΑΟΖ, η Τουρκία οφείλει να σέβεται το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως ισχύει με βάση την Συνθήκη του Montego Bay του 1982. Το οποίο την δεσμεύει, μολονότι δεν έχει προσχωρήσει σ’ αυτό, διότι, κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
- Τέλος, ως προς το ζήτημα που αφορά τις σχέσεις μας με την γειτονική μας χώρα, την ΠΓΔΜ: Και εδώ είμαστε απολύτως σαφείς και απολύτως ειλικρινείς. Επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας, καλής γειτονίας και εμπράκτως αποδεικνύουμε ότι ευνοούμε την προοπτική της στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως προς αυτό, όμως, υπάρχει μια σημαντική προϋπόθεση: Η επίλυση του ζητήματος του ονόματος σύμφωνα με την Ιστορία και με το Διεθνές Δίκαιο. Για να γίνει αυτό – όπως καταστήσαμε σαφές και είναι θέση αποδεκτή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το ΝΑΤΟ και από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών – πρέπει η γειτονική μας χώρα να επιφέρει τις αναγκαίες αλλαγές στην έννομη τάξη της, και πρωτίστως στο σύνταγμά της. Γιατί το σύνταγμά της, ως έχει σήμερα, δεν ανταποκρίνεται σε αυτές τις προϋποθέσεις. Και πράγματι, ανέλαβαν αυτή, την υποχρέωση. Κατόπιν τούτου, περιμένουμε την εκπλήρωσή της. Μόνον όταν τελειώσει οριστικά – δεν πρόκειται σ΄ αυτό να υπάρξουν εκπτώσεις – όλη αυτή η διαδικασία και αφού διαπιστωθεί ότι η συνταγματική αναθεώρηση εμπεριέχει όλες τις εγγυήσεις, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως, τότε είναι δυνατό να υπάρξει πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ καθώς και ουσιαστική έναρξη συζητήσεων, σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε, και μόνο τότε, είναι δυνατό να οριστικοποιηθεί και το περιεχόμενο της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ και να έρθει προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων.
Β. Πρέπει όλοι, φίλοι και μη της Ελλάδας και του Ελληνικού Λαού, να γνωρίζουν ότι, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορές που μπορεί να υπάρχουν και που είναι θεμιτές σε μια πραγματική Δημοκρατία, όλες οι Δημοκρατικές Πολιτικές Δυνάμεις του Τόπου μας θα μείνουν ως το τέλος ενωμένες. Γιατί εμείς, οι Έλληνες, ξέρουμε πως ό,τι σημαντικό δημιουργήσαμε, το πετύχαμε ενωμένοι. Ξέρουμε το κόστος του διχασμού, ξέρουμε ότι μας στοίχισε ακόμη και κομμάτια του Εθνικού μας Κορμού. Και δεν είμαστε διατεθειμένοι, σας διαβεβαιώ, να επαναλάβουμε λάθη του παρελθόντος.
Κύριε Δήμαρχε,
Αναχωρώντας από τον ιστορική και όμορφη Κοζάνη, με την σπουδαία τιμή που επιδαψιλεύσατε στο πρόσωπό μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι όσα εξέθεσα θ’ αποτελέσουν καθοριστικής σημασίας δείκτη πορείας κατά την άσκηση των καθηκόντων μου. Επιπλέον, παίρνω μαζί μου, στις νοερές αποσκευές μου, τις καλύτερες αναμνήσεις της έξοχης φιλοξενίας που μου επιφυλάξατε, για την οποία και πάλι βαθύτατα σας ευχαριστώ.