Δηλώσεις των Προέδρων της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κ.κ. Προκοπίου Παυλοπούλου και Frank – Walter Steinmeier κατά την συνάντησή τους στο Προεδρικό Μέγαρο

 

Π.ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε,

Αγαπητέ Φίλε Φρανκ-Βάλτερ,

Με ιδιαίτερη χαρά σας καλωσορίζω και πάλι στην Αθήνα, ενάμιση περίπου χρόνο μετά την προηγούμενη πρώτη επίσημη επίσκεψή σας στην Ελλάδα, υπό την ιδιότητα του Προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.   Και μόνον η συχνότητα των επισκέψεων αυτών, σε συνδυασμό με το εξαίρετο κλίμα μέσα στο οποίο εξελίσσονται, αποδεικνύει πόσο όχι μόνον οι προσωπικές μας σχέσεις αλλά και οι σχέσεις μεταξύ των Χωρών μας βρίσκονται σε άριστο επίπεδο.

  1. Η επίσκεψή σας αυτή γίνεται σε μια συγκυρία όπου η Ελλάδα επιχειρεί ένα νέο ξεκίνημα προς τα εμπρός, μετά την μακρά και επώδυνη περίοδο των μνημονίων, η οποία στοίχισε πολύ ακριβά στον Ελληνικό Λαό που, όπως επανειλημμένως έχω τονίσει, κατέβαλε μεγάλο τίμημα ακόμη και για λάθη, τα οποία δεν θα μπορούσαν να του καταλογισθούν. Η γενναία αυτή στάση του Ελληνικού Λαού -η οποία αναγνωρίζεται πλέον γενικώς και ανεπιφυλάκτως- αποδεικνύει πόσο συνεπής ήταν και παραμένει πάντοτε στον Ευρωπαϊκό του προσανατολισμό.  Και στο σημείο τούτο οφείλω να υπενθυμίσω και να εξάρω την δική σας προσωπική συμβολή υπέρ της Ελλάδας και του Ελληνικού Λαού, σε ιδιαίτερα κρίσιμες φάσεις της μνημονιακής περιόδου.
  2. Εκείνο όμως, το οποίο θεωρώ κατ’ εξοχήν ουσιώδες και κρίσιμο στο πλαίσιο της νέας επίσκεψής σας στην Ελλάδα, είναι ότι συμμεριζόμαστε τις ίδιες αγωνίες αλλά και το ίδιο όραμα για την Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τούτο συμβαίνει όταν το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα -μπροστά μάλιστα στις επόμενες εξαιρετικά κρίσιμες Ευρωεκλογές- αντιμετωπίζει ευθέως απειλές, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ως και στην αποδόμησή του.

Α. Υπό τα δεδομένα αυτά είναι προφανές, πριν απ’ όλα, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χρέος να φθάσει ως την τελική της ενοποίηση, πολλώ μάλλον όταν ο ρόλος της είναι πλανητικός.  Ήτοι ρόλος που δεν αφορά μόνο τους Λαούς της αλλά όλη την Ανθρωπότητα, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση την Ιστορία της και τον Πολιτισμό της, μπορεί να αποτελεσματικότερα τις, τόσο κρίσιμες για την ειρηνική συνύπαρξη των μελών της Διεθνούς Κοινότητας, αρχές και αξίες του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης, της Δημοκρατίας, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Δικαιοσύνης, ιδίως δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.

Β. Η πορεία προς την ενοποίηση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος  προϋποθέτει, πάντα υπό τα σημερινά δεδομένα, την ανάληψη, επειγόντως, πρωτοβουλιών κυρίως προς την κατεύθυνση της τόνωσης του πυλώνα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας.  Προς την ίδια κατεύθυνση οφείλουμε να υπενθυμίζουμε, προς όλους τους Εταίρους μας, ότι η αρχή της Αλληλεγγύης αποτελεί θεμελιώδη κανόνα, πάνω στη βάση του οποίου στηρίζεται όλο το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, σύμφωνα με την Ιστορία του και τον Πολιτισμό του.  Οφείλουμε λοιπόν να σεβόμαστε την αρχή αυτή σε όλες της τις εκφάνσεις, και ιδίως όσον αφορά την επίλυση του, υπαρξιακού για την Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια, Προσφυγικού και Μεταναστευτικού προβλήματος.  Επέκεινα, Εταίροι οι οποίοι δεν τηρούν τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από την αρχή αυτή, παραβιάζουν ευθέως τόσο την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη όσο και τον αξιακό κώδικα του κοινού μας Πολιτισμού.

Γ. Επιπροσθέτως, μπροστά στην ήδη σοβούσα παγκόσμια οικονομική κρίση, κατά κύριο λόγο με την μορφή της κρίσης χρέους, είναι ανάγκη να θωρακίσουμε τον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωζώνη, και το κοινό μας νόμισμα, το Ευρώ.  Γι’ αυτό απαιτείται ο εφοδιασμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τα κατάλληλα μέσα αποτελεσματικής άσκησης της  εν γένει πολιτικής της.

Δ. Πέραν τούτων, οφείλουμε ν’ αναλογισθούμε τις άκρως αρνητικές επιπτώσεις, σε βάρος του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου σε πολλά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από εσφαλμένες οικονομικές πολιτικές μιας ανώφελης αλλά και αδιέξοδης αυστηρής λιτότητας.  Η προτεραιότητα αυτή αποκτά σήμερα τόσο μεγαλύτερη σημασία, όσο είναι γνωστό ότι οι περιπέτειες του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και οι κίνδυνοι για την κοινωνική συνοχή αφήνουν πεδίο δράσης σε αδίστακτα μορφώματα λαϊκισμού, που υπονομεύουν απροκάλυπτα την ίδια την Δημοκρατία και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, ενώ επιβουλεύονται ευθέως αυτό τούτο το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα.  Πρέπει να δράσουμε αμέσως, πριν είναι αργά.

  • Τέλος, επιτρέψατέ μου να υπενθυμίσω, για πολλοστή φορά αλλά νομίζω απολύτως δικαιολογημένα, ότι η Ελλάδα, συνεπές μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διεθνούς Κοινότητας, αντιμετωπίζει και τα Εθνικά της Θέματα αποκλειστικώς στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Ειδικότερα:

Α. Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του.  Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων.  Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, ιδίως δε αντίθετο προς τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Επιπλέον δε, θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Β. Ως προς τις Eλληνοτουρκικές σχέσεις, επαναλαμβάνω, για πολλοστή φορά, ότι επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας και ευνοούμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.  Τούτο, όμως, προϋποθέτει εκ μέρους της Τουρκίας ειλικρινή σεβασμό του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου -αναπόσπαστο μέρος του οποίου είναι και το πρόγραμμα «NATURA 2000»- και του συνόλου του Διεθνούς Δικαίου.  Άρα και οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947-οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και πλήρεις και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για γκρίζες ζώνες-πρέπει να γίνονται απ’ όλους πλήρως σεβαστές. Πολλώ μάλλον όταν η αμφισβήτησή τους οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων  όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Επιπλέον, ιδίως ως προς την ΑΟΖ, η Τουρκία οφείλει να σέβεται το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως ισχύει με βάση την Συνθήκη του Montego Bay του 1982.  Το οποίο την δεσμεύει, μολονότι δεν έχει προσχωρήσει σ’ αυτό, διότι, κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.

Γ. Ως προς την ΠΓΔΜ,  και εδώ είμαστε απολύτως σαφείς και απολύτως ειλικρινείς. Επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας, καλής γειτονίας και εμπράκτως αποδεικνύουμε ότι ευνοούμε την προοπτική της στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως προς αυτό, όμως, υπάρχει μια σημαντική προϋπόθεση: Η επίλυση του ζητήματος του ονόματος σύμφωνα με την Ιστορία και με το Διεθνές Δίκαιο. Για να γίνει αυτό – όπως καταστήσαμε σαφές και είναι θέση αποδεκτή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και  από το ΝΑΤΟ– πρέπει η γειτονική μας χώρα να επιφέρει και τις αναγκαίες αλλαγές στην έννομη τάξη της, πρωτίστως δε στο σύνταγμά της. Και πράγματι, ανέλαβαν αυτή, την υποχρέωση. Κατόπιν τούτου, περιμένουμε την εκπλήρωσή της. Μόνον όταν τελειώσει οριστικά όλη αυτή η διαδικασία και αφού διαπιστωθεί ότι η συνταγματική αναθεώρηση εμπεριέχει όλες τις εγγυήσεις, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως, τότε είναι δυνατό να υπάρξει πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ καθώς και οιαδήποτε έναρξη συζητήσεων, σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, μόνο τότε είναι δυνατό να οριστικοποιηθεί και το περιεχόμενο της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ και να έρθει προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων.

Και πάλι σας καλωσορίζω στην Αθήνα. Και είμαι βέβαιος ότι η επίσκεψή σας αυτή θ’ αποβεί όχι μόνον επιτυχής αλλά, κυριολεκτικώς, καθοριστική τόσο για τις διμερείς μας σχέσεις όσο και για την περαιτέρω συμπόρευσή μας στο πεδίο της Ευρωπαϊκής μας Οικογένειας.

 

 

FR.-W.STEINMEIER (από ανεπίσημη μετάφραση) :  Kύριε Πρόεδρε, αγαπητέ Προκόπη, ευχαριστώ πάρα πολύ.

 

Θα ήθελα να ευχαριστήσω, εξ ονόματος ολόκληρης της αντιπροσωπείας, που μου δόθηκε η ευκαιρία να σου την συστήσω.  Ευχαριστώ, λοιπόν, πραγματικά γι’αυτό το εξαιρετικά θερμό καλωσόρισμα εδώ, στην Αθήνα, και μπορώ να πω για άλλη μια φορά μου επιτρέπεται να βιώσω αυτό το καλωσόρισμα και αυτή την φιλοξενία.   Δεν βλεπόμαστε για πρώτη φορά.  Και αν μέτρησα σωστά, νομίζω ότι στην σχετικά σύντομη θητεία μου ακόμη μέσα σε περίπου ενάμιση χρόνο συναντιόμαστε για τέταρτη φορά.  Δηλαδή, δύο φορές στο πλαίσιο υπερεθνικών  συναντήσεων Προέδρων, πρόσφατα στην Ρίγα, επίσης στην επίσκεψη στην Αθήνα που έκανα, και πάλι στην Αθήνα τώρα.  Ενδιάμεσα είχα την ευκαιρία να σε καλωσορίσω και στο Κάσελ στην Γερμανία.  Δηλαδή, ένα πολύ πυκνό πρόγραμμα συναντήσεων και επαφών που είχαμε μεταξύ μας, πράγμα που ουσιαστικά δείχνει και την σχέση των δύο χωρών μας, αλλά και την προσωπική σχέση που είναι απαραίτητη  για να βελτιωθούν τα πράγματα.

 

Εν τω μεταξύ όλο και περισσότεροι έρχονται στην Ελλάδα Γερμανοί τουρίστες.  Φέτος ήρθαν και για έναν άλλο λόγο στην Ελλάδα και έριξαν το βλέμμα τους στην χώρα σας.  Είχατε ολέθριες καταστροφές με τις ολέθριες πυρκαγιές και θα μου επιτρέψεις, για άλλη μια φορά όχι μόνο γραπτώς αλλά και απέναντί σου, να εκφράσω τα  θερμότατα και ειλικρινή συλλυπητήρια για τα θύματα που θρηνήσατε και παρακολουθούμε με μεγάλο σεβασμό την δουλειά των δυνάμεων διάσωσης και πυροσβεστικής.

 

Το δεύτερο που θα ήθελα να πω και το αναφέραμε στην κατ’ιδίαν συζήτηση που είχαμε, όταν δύο Πρόεδροι συναντώνται σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα τόσο συχνά αυτό έχει τους λόγους τους φυσικά.  Και ένας λόγος είναι ότι και οι δύο είναι της άποψης ότι υπάρχει περιθώριο βελτίωσης των σχέσεων.  Δεν θέλουμε να αποσιωπήσουμε ότι κάποια χρόνια, το 2010, το 2011 και 2012, δεν ήταν εύκολες χρονιές ούτε για την Ευρώπη, αλλά ούτε και για τις διμερείς σχέσεις και τις σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας.  Εμείς ήμασταν της άποψης ότι το καθήκον μας ήταν να χρησιμοποιήσουμε την δυναμική που μας δίνει η θέση μας και να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε ακραίες καταστάσεις και αγκυλώσεις που διαπιστώσαμε τα τελευταία χρόνια, με μια συνεργασία που βασίζεται στην εμπιστοσύνη, όπως ακριβώς ισχύει και για παραδοσιακές σχέσεις και ίσχυε άλλωστε στις παραδοσιακές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας ανέκαθεν.

 

Πιστεύω ότι με την δική μας συμβολή, και την συμβολή πολλών άλλων εδώ, το καταφέραμε σε μεγάλο βαθμό.  Και θυμάμαι πολύ καλά όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά συζητήσαμε τότε για  ένα Ελληνο-γερμανικό σχέδιο δράσης, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει και την βάση, το θεμέλιο για βελτίωση των σχέσεών μας.  Αυτό το σχέδιο υπάρχει, που αποτελεί ουσιαστικά την καρδιά των ενεργειών μας.  Επίσης, υπάρχει και κάτι άλλο: Το Ελληνο-γερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας.  Κανείς δεν χαίρεται περισσότερο από εμάς, που εμείς με την βοήθεια φυσικά έξυπνων ανθρώπων καταφέραμε τα τελευταία δύο χρόνια να οικοδομήσουμε το Ελληνο-γερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας, το οποίο και θα υπογράψουμε σήμερα, ως οφείλουμε.

 

Το λέγω αυτό σε μια περίοδο, σε καιρούς όπου και εμείς, οι Γερμανοί, με μεγάλο σεβασμό κοιτούμε την βαριά, την δύσκολη πορεία την οποία ακολούθησε η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.  Εσύ, στις εισαγωγικές σου παρατηρήσεις, ανέφερες ότι δεν ήταν καθόλου εύκολες αυτές οι χρονιές για την Ελλάδα και ότι οι Έλληνες ήταν εκείνοι, οι οποίοι σε μία εποχή όπου το ζητούμενο ήταν η οικονομική σταθερότητα και το μέλλον της Ελλάδας, εκείνοι αγωνίστηκαν να βρουν τις σωστές ευρωπαϊκές απαντήσεις.  Και πέραν αυτού, υπήρξαν πολλές συζητήσεις, όχι μόνο με τους Γερμανούς, αλλά και με τους Γερμανούς.  Και πρέπει να πω ότι εκφράζω την χαρά μου, στο σημείο αυτό, για το γεγονός ότι η πορεία προς την οικονομική σταθεροποίηση έχει κάνει πολλά βήματα και βλέπουμε να στέφεται η πορεία αυτή με επιτυχία και συνεχίζεται ακόμη.  Θα χαιρόμουν ιδιαίτερα αν και άλλοι συμμερίζονται αυτό τον σεβασμό και την αναγνώριση για την αποφασιστική θέληση των Ελλήνων γι’αυτές τις τόσο σημαντικές μεταρρυθμίσεις.

 

Έθεσες μία σειρά από ευρωπαϊκά ερωτήματα, τα οποία χρειάζονται λύση.  Και φυσικά, και δικαίως, αναφέρθηκες στο Προσφυγικό και Μεταναστευτικό.  Αυτό δεν το ερμηνεύω μόνο ως την αναγκαιότητα όσων συνέβησαν στο παρελθόν, αλλά διότι οι αριθμοί, οι όγκοι των μεταναστευτικών ροών και πάλι αυξάνονται.  Και εμείς οι ίδιοι ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα για το πώς θα εξελιχθούν αυτά τα πράγματα.  Και δεν μπορώ παρά να τονίσω και εγώ πόσο σημαντική είναι η αξία της Αλληλεγγύης από πλευράς Ευρωπαίων εταίρων. Και αυτό αποτέλεσε την βάση που κατορθώσαμε τα τελευταία χρόνια, τις τελευταίες δεκαετίες, να λύσουμε με επιτυχία δύσκολα ευρωπαϊκά προβλήματα.  Το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει και στο ζήτημα το Μεταναστευτικό.  Έχοντας λοιπόν κατά νου τα βήματα τα οποία έγιναν τα τελευταία δύο χρόνια προς μία βελτιωμένη προστασία εξωτερικών συνόρων, ξεκινώντας από εκεί, μέχρι και την εναρμόνιση του συστήματος χορήγησης Ασύλου που έχουμε μπροστά μας, νομίζω ότι θα πρέπει να ακολουθήσουν και άλλα βήματα.  Γιατί είναι ένα κοινό το ευρωπαϊκό συμφέρον να λυθούν ανοιχτά ακόμα ερωτήματα του Μεταναστευτικού.  Και δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ότι ένα θέμα στο οποίο δίνουμε έμφαση πρέπει να είναι η δημιουργία τέτοιων συνθηκών στις χώρες προέλευσης των ανθρώπων, που θα τους δώσουν τις δυνατότητες να παραμείνουν στις χώρες τους και μελλοντικά.  Και αυτό διότι ακριβώς επιθυμούμε να δημιουργήσουμε προοπτικές οικονομικής φύσεως και σ’αυτές τις χώρες.

 

Τώρα, όσον αφορά τις Ευρωπαϊκές εκλογές της επόμενης χρονιάς, δεν μπορώ παρά να τονίσω και εγώ ότι μένουν μόνο λίγοι μήνες ακόμη για να μπορέσουμε να εξαλείψουμε αμφιβολίες που έχουν κάποιοι ή και κάποια άλλα κίνητρα, κάποιο σκεπτικισμό έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Μόνον λίγοι μήνες μένουν ακόμη για να μπορέσουμε, με την οδό της πειθούς, να τα καταφέρουμε.  Χάσαμε πάρα πολύ καιρό επεξεργαζόμενοι την ευρωπαϊκή κρίση.  Και ίσως τα βήματα να ήταν πολύ διστακτικά βήματα για να ξεφύγουμε απ’αυτή την κρίση και να απελευθερωθούμε απ’αυτήν.  Εμείς, θεωρώ όλα τα κράτη της ΕΕ, δεν θα έπρεπε μόνο να εστιάσουμε σε ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν, όπως το Brexit, αλλά να εστιάσουμε σε όλα τα θέματα που θα οδηγήσουν στην επίλυση άλλων προβλημάτων, όπως για παράδειγμα, πρόοδος εντός της Ευρωζώνης και άλλα θέματα.

 

Δεν μπορώ παρά να πω το εξής: Εμείς πάντως, στο πρόσωπο της Ελλάδας και στην χώρα αυτή, διακρίνουμε ένα στενό Εταίρο.  Και πέραν αυτού γνωρίζουμε βέβαια ότι έχουμε εδώ, στην Ελλάδα, έναν Εταίρο που δεσμεύεται απέναντι στο ελεύθερο παγκόσμιο εμπόριο, όπως και στις πολυμερείς σχέσεις.  Πριν λίγους μήνες ακόμη δεν θα θεωρούσα αναγκαίο να υπογραμμίσω κάτι τέτοιο.  Αλλά αυτή η πολυμερής συνεργασία δεν είναι καθόλου αυτονόητη στη σημερινή εποχή.  Και πρέπει να πω ότι η κριτική που ασκήθηκε προς τα Ηνωμένα Έθνη και προς τους θεσμούς της, όσο και αν κάπου είναι δικαιολογημένη, δεν υπάρχει υποκατάστατο.  Και παρά το γεγονός ότι με δυσκολίες βρήκαμε λύσεις, καταφέραμε με τον τρόπο αυτό να οδηγήσουμε κάποιες περιοχές κρίσης σε σταθερότητα και ειρήνη.  Έτσι λοιπόν, η Ελλάδα και η Γερμανία να έπρεπε να υψώσουν την φωνή τους όπου αυτές οι Αρχές διακυβεύονται.

 

Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, χαίρομαι που ξεκινώ σήμερα μία επίσκεψη με πολιτικές συζητήσεις και φυσικά χαίρομαι εξίσου – και ακόμα πρέπει να πω περισσότερο – γιατί πρόκειται να επισκεφθούμε την ιδιαιτέρα σου πατρίδα αύριο, την Καλαμάτα.  Ευχαριστώ πολύ.-

Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ