Σημεία αντιφώνησης του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκοπίου Παυλοπούλου κατά το επίσημο γεύμα που παρέθεσε ο Διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού

Τιμώντας, δεόντως, την μακροχρόνια παράδοση, με αισθήματα τιμής και χαράς βρίσκομαι σήμερα μαζί σας, με τις Ένοπλες Δυνάμεις μας που εγγυώνται στον υπέρτατο βαθμό την υπεράσπιση της Πατρίδας -άρα των συνόρων μας, του εδάφους μας και της κυριαρχίας μας, συνακόλουθα δε των συνόρων και του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης- για να εορτάσουμε την εμβληματική Εθνική Επέτειο του «ΟΧΙ» των Ελλήνων, την 28ηΟκτωβρίου 1940.

  1. Πριν απ’ όλα οφείλω να υπενθυμίσω και να εξάρω το γεγονός ότι, όπως η Ιστορία έχει αποδείξει -με αμάχητα μάλιστα τεκμήρια- το «ΟΧΙ» των Ελλήνων την 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν και παραμένει πάντα, ταυτοχρόνως, ένα Μεγάλο «ΝΑΙ» στην Ελευθερία και στο σύστημα διακυβέρνησης που μπορεί να την υπηρετήσει πιστά, τόσο αυτήν όσο και τα εξ αυτής απορρέοντα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, ήτοι στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.

Α. Για εμάς, τους Έλληνες, η υπεράσπιση της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας είναι αρχή αυτονόητη.  Και τούτο διότι η Ιστορία μας έχει αποδείξει ότι η Ελευθερία είναι αρχή υπαρξιακή για τον Λαό και το Έθνος των Ελλήνων.  Με την έννοια ότι μόνον Ελεύθεροι μπορούμε να ζήσουμε και να δημιουργήσουμε, υπερασπιζόμενοι την αξία μας και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς μας.

Β. Με τον τρόπο όμως αυτόν εμείς, οι Έλληνες, αποδεικνύουμε πόσο συνεπείς Ευρωπαίοι είμαστε, έτοιμοι να υπερασπισθούμε το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα και τον Πολιτισμό, πάνω στον οποίο αυτό στηρίζεται.  Διότι καθένας γνωρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και, επέκεινα, το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα προορίζονται να είναι πραγματικά οχυρά υπεράσπισης της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας, προκειμένου:

  1. Πρώτον, να μην ζήσουμε, ποτέ ξανά, τους εφιάλτες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, άρα του ναζισμού και του φασισμού.
  2. Και, δεύτερον, να θωρακίσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε ν’ ασκήσει τον πλανητικό της ρόλο, έναν ρόλο, που υπερβαίνει τους Λαούς της και αφορά ολόκληρη την Ανθρωπότητα. Αφού αποτελεί κοινό τόπο διεθνώς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, κατά την Ιστορία της και τον Πολιτισμό της, η καταλληλότερη να υπερασπισθεί βασικές αρχές και αξίες για την πορεία της Ανθρωπότητας προς το δημιουργικό της μέλλον, ειδικότερα δε τις αρχές και τις αξίες της Ειρήνης, του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης, της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης, κατ’ εξοχήν δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.

Γ. Τέλος, εμείς, οι Έλληνες, με το μεγαλειώδες «ΟΧΙ» της 28ης Οκτωβρίου 1940 και το, εξίσου μεγαλειώδες, «ΝΑΙ» στην Ελευθερία και στην Δημοκρατία, δίνουμε το παράδειγμα του πώς, όλοι οι συνεπείς Ευρωπαίοι, οφείλουμε ν’ αγωνισθούμε εναντίον των, άκρως επικίνδυνων, μορφωμάτων του λαϊκισμού και του ρατσισμού -που, δυστυχώς, διατηρούν «δεσμούς αίματος» με το ναζισμό και τον φασισμό- τα οποία δημιουργούνται σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία επιβουλεύονται, ευθέως, το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα.  Και εδώ έχω χρέος να τονίσω:

  1. Πρωτίστως, ότι δεν συγχωρείται ως προς τούτο ολιγωρία, ενόψει μάλιστα των κρίσιμων Ευρωεκλογών που έχουμε μπροστά μας, τον Μάιο του 2019.
  2. Και, επίσης, ότι για ν’ αντιδράσουμε αποτελεσματικά απέναντι σε αυτά τα μορφώματα, πρέπει ν’ αφήσουμε πίσω, αμέσως, τις πολιτικές που τα δημιούργησαν. Κατ’ εξοχήν δε τις πολιτικές της υπερβολικής και αδικαιολόγητης λιτότητας, οι οποίες τροφοδοτούν τις ανισότητες και οδηγούν σε κατάρρευση το Κοινωνικό Κράτος, επέκεινα δε -και μοιραίως- σε ρήξη του κοινωνικού ιστού.
  3. Τέλος, έχω χρέος να υπενθυμίσω -όπως το πράττω από τότε που ανέλαβα τα καθήκοντά μου ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας -ότι η Ελλάδα, ως υποδειγματικώς συνεπές μέλος της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπερασπίζεται και τα Εθνικά της Θέματα αποκλειστικώς στο πλαίσιο του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου και Κεκτημένου. Ειδικότερα και υπενθυμίζοντας ότι τα Εθνικά μας Θέματα τα υπερασπιζόμαστε πάντα υπό συνθήκες αρραγούς ενότητας:

Α. Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του.  Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων.  Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, ιδίως δε αντίθετο προς τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Επιπλέον δε, θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Β. Ως προς τις Eλληνοτουρκικές σχέσεις, επαναλαμβάνω, για πολλοστή φορά, ότι επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας και ευνοούμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.  Τούτο, όμως, προϋποθέτει εκ μέρους της Τουρκίας ειλικρινή σεβασμό του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου -αναπόσπαστο μέρος του οποίου είναι και το πρόγραμμα «NATURA 2000»- και του συνόλου του Διεθνούς Δικαίου.  Άρα και οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947-οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και πλήρεις και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για γκρίζες ζώνες-πρέπει να γίνονται απ’ όλους πλήρως σεβαστές. Πολλώ μάλλον όταν η αμφισβήτησή τους οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων και του εδάφους  όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτό το πλαίσιο υπενθυμίζεται προς την Τουρκία ότι η Ελλάδα ασκεί στο ακέραιο, κατά το Διεθνές αλλά και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, όλα τα κυριαρχικά της δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου φυσικά του δικαιώματος επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της, με τον πολιτικώς πρόσφορο και θεσμικώς ενδεδειγμένο τρόπο.  Επιπλέον, ιδίως ως προς την ΑΟΖ, η Τουρκία οφείλει να σέβεται το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως ισχύει με βάση την Συνθήκη του Montego Bay του 1982.  Το οποίο την δεσμεύει, μολονότι δεν έχει προσχωρήσει σ’ αυτό, διότι, κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.

Γ. Ως προς την ΠΓΔΜ,  και εδώ είμαστε απολύτως σαφείς και απολύτως ειλικρινείς. Επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας, καλής γειτονίας και εμπράκτως αποδεικνύουμε ότι ευνοούμε την προοπτική της στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως προς αυτό, όμως, υπάρχει μια σημαντική προϋπόθεση: Η επίλυση του ζητήματος του ονόματος σύμφωνα με την Ιστορία και με το Διεθνές Δίκαιο. Για να γίνει αυτό – όπως καταστήσαμε σαφές και είναι θέση αποδεκτή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και  από το ΝΑΤΟ– πρέπει η γειτονική μας χώρα να επιφέρει και τις αναγκαίες αλλαγές στην έννομη τάξη της, πρωτίστως δε στο σύνταγμά της. Και πράγματι, ανέλαβαν αυτή, την υποχρέωση. Κατόπιν τούτου, περιμένουμε την εκπλήρωσή της. Μόνον όταν τελειώσει οριστικά όλη αυτή η διαδικασία και αφού διαπιστωθεί ότι η συνταγματική αναθεώρηση εμπεριέχει όλες τις εγγυήσεις, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως, τότε είναι δυνατό να υπάρξει πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ καθώς και οιαδήποτε έναρξη συζητήσεων, σε ό,τι αφορά την ενταξιακή πορεία της ΠΓΔΜ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, μόνο τότε είναι δυνατό να οριστικοποιηθεί και το περιεχόμενο καθώς και η κατά το Διεθνές Δίκαιο ορθή ερμηνεία της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ, προκειμένου αυτή να έλθει προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων.

Τελειώνω, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του Λαού και του Έθνους μας προς τις Ένοπλες Δυνάμεις μας.  Είμαστε υπερήφανοι για το ανεπίληπτο ήθος τους και το ανυπέρβλητο φρόνημά τους.  Οι Ένοπλες Δυνάμεις μας αποδεικνύουν, καθημερινά και εμπράκτως, τι σημαίνει να είσαι άξιος απόγονος Μεγάλων Προγόνων αλλά και άξιος υπερασπιστής της Πατρίδας, του Λαού μας και του Έθνους μας.