Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι,
Θεία Χάριτι, εορτάζουμε από κοινού και φέτος την Θριαμβική Εορτή της Κυριακής της Ορθοδοξίας, σε ανάμνηση της οριστικής αναστήλωσης, το 842, των Ιερών και Σεπτών Εικόνων. Με δεδομένο δε το γεγονός ότι, σύμφωνα με την εμβληματική παράδοση της Ορθοδοξίας, η Εορτή αυτή συνιστά κατ’ έτος ανεκτίμητη πηγή συμβολισμών και διδαγμάτων και ως προς τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, ιδίως δε ως προς τον τόσο σημαντικό ρόλο της Εκκλησίας μας στην ιστορική πορεία του Λαού μας και του Έθνους μας, επιτρέψατέ μου να Σας καταστήσω κοινωνούς των ακόλουθων σκέψεων.
-
Κατά την σημερινή Θεία Λειτουργία, υπό την ιδιότητά μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, ανέγνωσα, όπως το προ αιώνων έθιμο έχει καθιερώσει, το Σύμβολον της Πίστεως. Και κατά το γράμμα του και το πνεύμα του ομολόγησα πίστη, μεταξύ άλλων, και «εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν». Εντός αυτού του πλαισίου λοιπόν, και επειδή η λαμπρή Επέτειος της αναστήλωσης των Ιερών και Σεπτών Εικόνων πρέπει να συνιστά για όλους, κατ’ εξοχήν όμως για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς και πρωτίστως για εμάς, τους Έλληνες, ανέσπερη αφετηρία αναστήλωσης των αρχών και αξιών τόσο της Πίστης μας, όσο και του Λαού μας και του Έθνους μας, σας παρακαλώ -μέσα μάλιστα σε κατά γενική ομολογία κρίσιμους και χαλεπούς καιρούς για την Πατρίδα μας και όχι μόνον- να δεχθείτε την διατύπωση των εξής προσδοκιών του λαϊκού αισθήματος ως προς τι σηματοδοτεί για το Χριστεπώνυμο Πλήρωμα, αλλά και πέραν αυτού, η εν γένει πορεία και αποστολή της Εκκλησίας μας.
-
Προκειμένου ν’ αποφύγω οιαδήποτε παρανόηση, πολλώ δε μάλλον αυθαιρεσία ως προς την κατά τ’ ανωτέρω πορεία και την αποστολή της Εκκλησίας μας, καταφεύγω, εν συντομία, σε όσα μας διδάσκει το Ιερό Ευαγγέλιο και οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, δια μέσου των αντίστοιχων περικοπών, οι οποίες αναγνώσθηκαν σήμερα κατά την Θεία Λειτουργία της Κυριακής της Ορθοδοξίας.
Α. Ξεκινώ από την περικοπή του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου (Α, 42-43), η οποία ιστορεί πώς ο Απόστολος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος, έφερε στον Ιησού τον αδελφό του, Σίμωνα, λεγοντάς του: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Ο Ιησούς τον κοίταξε καλά και του είπε: «Συ ει Σίμων, ο υιός Ιωνά, συ κληθήση Κηφάς, ό ερμηνεύεται Πέτρος».
1. Προφητικά τότε, μέσω της ονοματοδοσίας, ανήγγειλε τον μετέπειτα ιδρυτή της Εκκλησίας του, τον Πέτρο, θέτοντας ταυτοχρόνως τον θεμέλιο λίθο, την «Πέτρα», του Ιερού τούτου Οικοδομήματος. Άλλωστε, ο Ιησούς συμπλήρωσε μετέπειτα την ρήση του αυτή, όταν, ευρισκόμενος στα μέρη Καισαρείας της Φιλίππου με τους Μαθητές του, απευθυνόμενος στον Πέτρο είπε: «Σύ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ., 16,18). Με τον τρόπο αυτόν ο Ιησούς θέλησε να υποδείξει ότι, εις τους αιώνας των αιώνων, η Εκκλησία οφείλει να είναι σταθερή, συμπαγής και ενιαία, αφού μόνον έτσι μπορεί να εγγυηθεί τόσο την ενότητα της Πίστης μας όσο και την εκπλήρωση της Ιερής Αποστολής της, δίνοντας μάλιστα το παράδειγμα της αρραγούς ενότητας ως δύναμης δημιουργίας και για το Χριστεπώνυμο Πλήρωμα.
2. Επομένως, Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, πρώτη προσδοκία του λαϊκού αισθήματος από την Εκκλησία μας είναι η δική της εν Αγάπη αρραγής ενότητα κατά την εκπλήρωση της αποστολής της, κατ’ εξοχήν δε κατά την υπεράσπιση της Πίστης μας αλλά και του χειμαζόμενου Ανθρώπου.
Β. Στην συνέχεια, αναφέρω την περικοπή της προς Εβραίους Επιστολής του Αποστόλου Παύλου (ΙΑ, 32-40), η οποία αφορά τον βίο και την πολιτεία των Αγίων και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και της αταλάντευτης προσήλωσής τους στο Ιερό Καθήκον:
1. «Οι διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόµατα λεόντων, ἔσβεσαν δύναµιν πυρός, ἔφυγον στόµατα µαχαίρας, ἐνεδυναµώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέµῳ, παρεµβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυµπανίσθησαν, οὐ προσδεξάµενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐµπαιγµῶν καὶ µαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσµῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ µαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν µηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρµασιν, ὑστερούµενοι, θλιβόµενοι, κακουχούµενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσµος, ἐν ἐρηµίαις πλανώµενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες µαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκοµίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡµῶν κρεῖττόν τι προβλεψαµένου, ἵνα µὴ χωρὶς ἡµῶν τελειωθῶσι».
2. Κατά συνέπεια, Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, δεύτερη προσδοκία του λαϊκού αισθήματος από την Εκκλησία μας είναι η ανιδιοτελής, συνεπής και μέχρις αυτοθυσίας προσήλωση του Κλήρου, μ’ επικεφαλής τους Αγίω Πνεύματι εκλεγμένους Ταγούς του, στο Ιερό Καθήκον εκπλήρωσης της αποστολής της. Διότι μόνον έτσι αφενός δικαιώνεται, και δη στο διηνεκές, ο ρόλος της Εκκλησίας μας. Και, αφετέρου, η Εκκλησία καθίσταται γνήσιο και ασφαλές υπόδειγμα συμπεριφοράς για καθέναν μας, ιδίως δε για όλους εμάς, στους οποίους ο Λαός μας έχει εμπιστευθεί, με δημοκρατική νομιμοποίηση, τις τύχες του ως προς την «όκωσπερ τείχεος» υπεράσπιση του Δημόσιου και του Εθνικού Συμφέροντος.
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι,
Τελειώνοντας, θέλω να σας ευχαριστήσω, «εκ μέσης καρδίας», διότι, για μιάν ακόμη φορά, τηρούμε την παράδοση αυτού του, άκρως συμβολικού, κοινού γεύματος στην Προεδρία της Δημοκρατίας, τιμώντας, όπως επιβάλλει η αρμονική συμπόρευση Εκκλησίας και Πολιτείας, την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Και είμαι βέβαιος ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία μας, υπό όρους αρραγούς ενότητας και υποδειγματικής συνέπειας, θα φωτίζει, με το αΐδιο φως της Πίστης μας, τον δρόμο του Λαού μας και του Έθνους μας, για την εκπλήρωση της Ιστορικής του αποστολής, συνακόλουθα δε για την κατάκτηση του Ιστορικού μέλλοντος που του αναλογεί και του αρμόζει.
Χρόνια Πολλά, και του Χρόνου.
φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ/Αλέξανδρος Μπελτές