Σημεία Ομιλίας κατά την Ετήσια Σύνοδο της Ευρωπαϊκης Ομάδας Δημοσίου Δικαίου και τον Εορτασμό των 30 ετών από την ίδρυσή της

ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ

Όσοι μετέχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας συνείδηση πραγματικού Ευρωπαίου Πολίτη που οδηγεί στον κοινό αγώνα για την ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, οφείλουμε να κατανοούμε, και δη διαχρονικώς, ότι ο ρόλος της υπερβαίνει τους Λαούς της και είναι, κυριολεκτικώς, πλανητικός. Με την έννοια ότι ο ρόλος αυτός είναι υπαρξιακός για την πορεία της Ανθρωπότητας στο σύνολό της, αναφορικά με την εκπλήρωση του προορισμού της. Και για να γίνω σαφέστερος: Ο ως άνω ρόλος δεν είναι αμιγώς οικονομικός, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση -βεβαίως επιδιώκοντας πάντοτε την οικονομική ανάπτυξη των Λαών της υπό όρους υγιούς ελεύθερου ανταγωνισμού στο πλαίσιο του γνήσιου φιλελευθερισμού- δεν δημιουργήθηκε για να κατακτήσει, με κάθε κόστος, την παγκόσμια οικονομική κορυφή. Ακόμη περισσότερο, και πάλι με βάση τους όρους δημιουργίας της, η Ευρωπαϊκή Ένωση -βεβαίως πάντοτε υπερασπιζόμενη τα σύνορα, την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική κυριαρχία των Κρατών-Μελών, που είναι και δικά της σύνορα, δική της εδαφική ακεραιότητα και δική της κυριαρχία- δεν είναι προορισμένη να καταστεί η ισχυρότερη, παγκοσμίως, στρατιωτική δύναμη.

Ι. Ο στόχος της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης.

Ο πλανητικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνίσταται στο ότι -με βάση την Ιστορία της, τον Πολιτισμό της και τις συνθήκες γέννησης του οράματος που οδηγεί τα βήματα της ολοκλήρωσής της- οφείλει να εξελιχθεί στην δύναμη εκείνη που θα υπερασπισθεί υπαρξιακές, για την Ανθρωπότητα, αρχές και αξίες. Πρόκειται για τις αρχές και τις αξίες της Ειρήνης, της Δημοκρατίας -και ειδικότερα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κυρίως δε των Δικαιωμάτων που συνδέονται αρρήκτως με την έννοια της Δικαιοσύνης, ιδίως δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.

Α. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να γίνει η ακόλουθη διευκρίνιση: Δεν ισχυρίζομαι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέχει, οιονεί κληρονομικώς, το μονοπώλιο της υπεράσπισης των προμνημονευόμενων αρχών και αξιών. Είναι όμως γεγονός, ιστορικώς και πολιτισμικώς αναμφισβήτητο, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, με ολοκληρωμένο το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, είναι η καταλληλότερη για να υπερασπισθεί, με μεγαλύτερη συνέπεια και αποτελεσματικότητα, σε παγκόσμιο επίπεδο τις αρχές και τις αξίες που προαναφέρθηκαν.

Β. Επεκτείνοντας τις σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα δημιουργήθηκε από τους ιδρυτές του, μετά τις εφιαλτικές εμπειρίες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, για να φθάσει ως την τελική του ολοκλήρωση, δηλαδή την πλήρη ενοποίησή του με την μορφή ομοσπονδιακής διακυβέρνησης υπό θεσμικούς όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Η ως άνω διαπίστωση οδηγεί στο, νομοτελειακό, συμπέρασμα ότι αν η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση δεν επιτευχθεί, η συνακόλουθη στασιμότητα οδηγεί, επίσης νομοτελειακώς, στον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχής γενομένης από τον σκληρό πυρήνα της, την Ευρωζώνη. Και τούτο διότι η επιβίωση και η εν γένει προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης εξαρτώνται όχι μόνον από την οικονομική και τη νομισματική πρόοδο, αλλά πρωτίστως από την αντοχή των θεσμών του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος οι οποίοι, από την φύση τους, είναι οι μόνοι που μπορούν να εγγυηθούν, πέρα από την σταθερότητα, και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, τόσον ως στόχο όσο και ως διαδικασία. Εξ αυτού συνάγεται ότι προκειμένου να καταστεί εφικτή η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση –άρα και η συνακόλουθη, εκ φύσεως, νομισματική και οικονομική ενοποίηση- πρέπει να παραμείνουν όρθιες οι θεμελιώδεις θεσμικές αντηρίδες, πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η προοπτική δημιουργίας μιας ενωμένης Ευρώπης υπό όρους –όπως ήδη σημειώθηκε- Ομοσπονδίας και Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

Γ. Η ανάλυση που προηγήθηκε οδηγεί στο συμπέρασμα -το οποίο, άλλωστε, επιβεβαιώνει καθημερινά η σημερινή δυσοίωνη συγκυρία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης- ότι μια ισχυρή Ενοποιημένη Ευρώπη, ικανή να φέρει σε πέρας τον πλανητικό της ρόλο, προϋποθέτει την απαραίτητη θεσμική και πολιτική συνοχή του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, την οποία μόνον η οριστική Ευρωπαϊκή Ενοποίηση μπορεί να διασφαλίσει. Η μορφή, την οποία θα πάρει το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα μετά το πέρας της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης είναι, σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, δεδομένη: Μια ομοσπονδιακού τύπου σύνδεση των Κρατών-Μελών, που εδράζεται στην, υπαρξιακή για το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, αρχή της Αλληλεγγύης, με μια διακυβέρνηση, η οποία στηρίζεται στον σεβασμό της Δημοκρατικής Αρχής μέσω των θεσμικών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και το θεσμικό πρότυπο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ιδίως την εφαρμογή της αρχής της διάκρισης των Εξουσιών, την εμπέδωση του Κράτους Δικαίου και της συνακόλουθης Αρχής της Νομιμότητας, οπωσδήποτε δε τον σεβασμό των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Δ. Το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης απαιτεί, επιπλέον, για την ευόδωσή του την άμεση οργάνωση και λειτουργία των μηχανισμών εκείνων, μέσω των οποίων μπορεί να λαμβάνονται, εγκαίρως και αποτελεσματικώς, οι καίριες εκείνες αποφάσεις, που δίνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την δυνατότητα να φέρει σε πέρας την αποστολή της, τόσον έναντι των Κρατών-Μελών όσο και στο πεδίο του διεθνούς γίγνεσθαι. Οι αποφάσεις αυτές σχετίζονται, κατά κύριο λόγο, με την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας καθώς και με την Οικονομική και Νομισματική Πολιτική.

Ε. Χωρίς την απαραίτητη συνοχή και με την προοπτική της ενοποίησής της αμφίβολη -όπως, δυστυχώς, συμβαίνει σήμερα- είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να εμπνεύσει εκείνο το κύρος, το οποίο ως και στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν την έκανε «ελκυστική», έτσι ώστε τα κράτη της Γηραιάς Ηπείρου να «διαγκωνίζονται», κυριολεκτικώς, προκειμένου να καταστούν μέλη της. Το Brexit πρέπει να προβληματίσει σοβαρά όλους εμάς που πιστεύουμε στο Ευρωπαϊκό Όραμα. Πέραν τούτου, και το κυριότερο: Μόνον η ρεαλιστική προοπτική μιας ισχυρής Ενωμένης Ευρώπης μπορεί να εξουδετερώσει τα μορφώματα του λαϊκισμού ή και του νεοναζισμού, τα οποία αναφύονται και επιβουλεύονται, απροκάλυπτα, την συνοχή και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΣΤ. Τέλος, μόνο μια Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία έχει ολοκληρώσει, σε σημαντικό βαθμό, την Ενοποίησή της και έχει οδηγηθεί στην δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, που στηρίζεται στις βάσεις της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, είναι σε θέση να υπερασπισθεί, σύμφωνα με τον κατά τ’ ανωτέρω πλανητικό της ρόλο, την Δημοκρατία σε παγκόσμια κλίμακα. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Δημοκρατία -και, συνακόλουθα, τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου- πλήττονται σε πολλές γωνιές του Πλανήτη, σε σημείο ώστε το «Δημοκρατικό Κεκτημένο» να τείνει να θεωρείται, και πάλι, ζητούμενο. Μια τέτοια δραματική υπαναχώρηση του Δημοκρατικού Ιδεώδους στην εποχή μας είναι αδιανόητη και ανεπίτρεπτη. Και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει να το επιτρέψει. Αλλιώς δεν θα έχει επιτελέσει την εκ καταγωγής αποστολή της.

ΙΙ. Η συμβολή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου.

Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Δημόσιου Δικαίου, ως Διεθνής Οργανισμός με συγκεκριμένη αποστολή ως προς την υπεράσπιση της εφαρμογής του Δημόσιου Δικαίου στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο και όχι μόνο, μπορεί -και πρέπει να του δοθεί αυτή η δυνατότητα- να συμβάλλει τα μέγιστα στην μέσω της κανονιστικής ενίσχυσης του Ευρωπαϊκού Δημόσιου Δικαίου αντιμετώπιση των ως άνω θεσμικών κενών του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος. Και τούτο διότι το Ευρωπαϊκός Οργανισμός Δημόσιου Δικαίου, ως εκ της προμνημονευόμενης αποστολής του, είναι σε θέση να προσφέρει τις υπηρεσίες του προκειμένου να επιδιωχθούν και να επιτευχθούν οι εξής, καθοριστικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, τέσσερις στόχοι:

Α. Πρώτον, ο στόχος της πλήρους και συνεπούς εφαρμογής των διατάξεων του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου, οι οποίες αφορούν την δόμηση του Κράτους Δικαίου και, κυρίως, του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου. Διότι είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, το οποίο επιβεβαιώνει ολοένα και πιο εμφαντικά η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης -χαρακτηριστικές είναι οι αποφάσεις του ιδίως σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία του Eurogroup και τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας- πώς μεγάλο μέρος των κενών ως προς την Ευρωπαϊκή Δημοκρατική Αρχή και το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου οφείλονται όχι τόσο στην έλλειψη των κατάλληλων ρυθμίσεων αλλά πολύ περισσότερο στην μη πλήρη εφαρμογή των ήδη ισχυουσών ρυθμίσεων του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Β. Δεύτερον, ο στόχος της εναρμόνισης της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης σύγκλισης του Δημόσιου Δικαίου των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι ώστε να επιτευχθεί τελικώς η απαιτούμενη αρμονική διάδραση μεταξύ του Δημόσιου Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Δημόσιου Δικαίου των Κρατών-Μελών. Τούτο καθίσταται τόσο περισσότερο αναγκαίο, όσο κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πηγή, και μάλιστα καίριας σημασίας, του Ευρωπαϊκού Δικαίου -άρα πηγή της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης- είναι και οι γενικές αρχές που απορρέουν από τις κοινές στα Κράτη-Μέλη συνταγματικές παραδόσεις. Τέτοιες γενικές αρχές έχουν συναχθεί ως τώρα από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ιδίως στα πεδία υπεράσπισης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μ’ έμφαση στα Κοινωνικά Δικαιώματα, κατά συνέπεια στο Κοινωνικό Κράτος Δικαίου.

Γ. Τρίτον, ο στόχος της τροποποίησης του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δημόσιου Δικαίου -όπου τούτο καθίσταται αναγκαίο λόγω και των ραγδαίων εξελίξεων στην πλήρως πλέον παγκοσμιοποιημένη οικονομία και τεχνολογία- προκειμένου να καταστεί αποτελεσματική η υπεράσπιση της Ευρωπαϊκής Δημοκρατικής Αρχής και του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου έναντι νέων κινδύνων που, κατ’ αποτέλεσμα, θέτουν εμπόδια στην όλη πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Νέων κινδύνων, οι οποίοι είναι τόσο περισσότερο διαβρωτικοί, όσο εκδηλώνονται, κατά κανόνα, υποδορίως και είναι εξαιρετικά δύσκολο ν’ ανιχνευθούν εγκαίρως.

Δ. Τέταρτον, ο στόχος της κατάλληλης προετοιμασίας των προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση κρατών. Προετοιμασίας, η οποία αφορά κατ’ εξοχήν την προσαρμογή της έννομης τάξης τους -κυρίως κατά το σκέλος της εκείνο που αφορά το Δημόσιο Δίκαιο- προς το όλο Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Με άλλες λέξεις, ο στόχος αυτός σχετίζεται αμέσως με την απαιτούμενη προετοιμασία των προς ένταξη κρατών για την εκ μέρους τους πλήρη «απορρόφηση» του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, η οποία συνιστά conditio sine qua non ως προς την τελική ευόδωση της ενταξιακής διαδικασίας.

Υπό τα δεδομένα αυτά η σημερινή συνάντησή μας, που διεξάγεται με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημόσιου Δικαίου, αποτελεί και ένα είδος προετοιμασίας των θέσεων, τις οποίες πρέπει να αναπτύξουμε και να υποστηρίξουμε στην Σύνοδο των μη εκτελεστικών Προέδρων της Δημοκρατίας των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Αθήνα, στις 11 Οκτωβρίου 2019. Το κύριο θέμα της Συνόδου θα είναι τα βήματα που πρέπει να γίνουν ώστε να προχωρήσει, όσο το δυνατόν με ταχύτερο βήμα, η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και, συνακόλουθα, η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση.