Σημεία ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκοπίου Παυλοπούλου κατά την έναρξη των Εργασιών της Ημερίδας με θέμα: «ARTIFICIAL INTELLIGENCE AND THE RULE OF LAW» που διοργανώνεται από το «INSTITUTE OF ELECTRICAL AND ELECTRONICS ENGINEERS» (ΙΕΕΕ)

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΣΤΗΝ ΔΙΝΗ ΤΩΝ ΠΡΟΚΛΗΣΕΩΝ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

Εισαγωγή

Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο, τόσο στον χώρο των Θετικών Επιστημών όσο και σ’ εκείνον της Νομικής Επιστήμης εν γένει, ότι η ραγδαία πρόοδος της Τεχνολογίας μεταβάλλει, μ’ εξίσου ραγδαίους ρυθμούς, τα δεδομένα της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, επί των οποίων επιδρά, αμέσως ή και εμμέσως. Τούτο έχει, όπως είναι αυτονόητο, μεγάλης κλίμακας επιπτώσεις -θεσμικές και όχι μόνο- επί του, lato sensu, Κανόνα Δικαίου, ο οποίος καλείται, in concreto, να ρυθμίσει κανονιστικώς τις κάθε είδους κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, που αναπτύσσονται από τα μέλη του κοινωνικού συνόλου, επί του οποίου εφαρμόζεται.

Α. Υπό το φως μιας γενικής θεώρησης της φύσης και της επιρροής της Τεχνολογίας στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι, καθίσταται πρόδηλο ότι, μεταξύ άλλων φυσικά, ο Κανόνας Δικαίου βρίσκεται, σε σχέση με την Τεχνολογία, μπροστά σε μια διπλή πρόκληση

1. Από την μια πλευρά -και στο μέτρο που η Τεχνολογία συμβάλλει καθοριστικώς στην πρόοδο του Ανθρώπου- το ρυθμιστικό περιεχόμενο και η εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου δεν πρέπει να θέτουν εμπόδια, τα οποία θα ήταν σε θέση να υπονομεύσουν την, ευεργετική κατά κανόνα για τον Άνθρωπο, τεχνολογική πρόοδο.

2. Από την άλλη πλευρά -και στο μέτρο που η Τεχνολογία έχει και αρνητικές πλευρές- το ρυθμιστικό περιεχόμενο και η εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου δεν μπορούν να παραγνωρίζουν, εν ονόματι μόνο της θετικής πλευράς της Τεχνολογίας, τις αρνητικές της επιπτώσεις κατά την ανάπτυξη των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Κυρίως δε τις αρνητικές επιπτώσεις επί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έστω και αν οι επιπτώσεις αυτές δεν οφείλονται στην ίδια την Τεχνολογία, αλλά στον τρόπο χρησιμοποίησής της από τον Άνθρωπο.

Β. Αυτή η διπλή αποστολή του Κανόνα Δικαίου, έναντι των τόσο σημαντικών, θετικών ή αρνητικών, επιπτώσεων της Τεχνολογίας, έχει την ρίζα της στην άρρηκτη σχέση, η οποία τον συνδέει με το Κράτος Δικαίου, καθώς και με την επέκεινα ευθεία σύνδεση του Κράτους Δικαίου με την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.

1. Ειδικότερα, αν ο Κανόνας Δικαίου υπερκερασθεί, ως προς τις κανονιστικές του διαστάσεις, από την τεχνολογική εξέλιξη και βρεθεί σ’ ένα είδος αδυναμίας θεσμικής τιθάσευσης των αρνητικών της επιπτώσεων, τούτο θα έχει άμεση αρνητική επιρροή πάνω στα θεσμικά και πολιτικά θεμέλια του Κράτους Δικαίου, άρα και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

2. Κατά λογική ακολουθία, αποκτά, αναμφισβήτητα, μεγάλο θεσμικό και πολιτικό ενδιαφέρον η έρευνα αφενός του φαινομένου της κανονιστικής αποδυνάμωσης του Κανόνα Δικαίου λόγω της επίδρασης της Τεχνολογίας επί του ρυθμού εξέλιξης των κοινωνικών και οικονομικών δεδομένων, τα οποία ο Κανόνας Δικαίου καλείται να πλαισιώσει ρυθμιστικώς. Και, αφετέρου, των μέσων, τα οποία πρέπει να ενεργοποιηθούν, προκειμένου το φαινόμενο αυτό να μην φθείρει περισσότερο τόσο τον Κανόνα Δικαίου όσο και το Κράτος Δικαίου, άρα την ίδια την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.

3. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ως άνω έρευνα δικαιολογεί πλήρως την προαναφερόμενη, έστω και άκρως συνοπτική, θεώρηση του θεσμικού και πολιτικού διανύσματος, το οποίο συνδέει τον Κανόνα Δικαίου με το Κράτος Δικαίου και την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Πολλώ μάλλον, όταν στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία οι κανόνες δικαίου παράγονται από τον δημοκρατικώς νομιμοποιημένο Νομοθέτη και, βάσει της αρχής του Κράτους Δικαίου και της εξ αυτού εκπορευόμενης Αρχής της Νομιμότητας, δεσμεύουν την Εκτελεστική και την Δικαστική Εξουσία ώστε, τελικώς, να πραγματώνεται η Λαϊκή Κυριαρχία ως θεμέλιο του Πολιτεύματος.

Ι. Τα interna corporis των σχέσεων του Κανόνα Δικαίου με το Κράτος Δικαίου και την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.

Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία προϋποθέτει ότι κατά την λειτουργία των πολιτειακών οργάνων, που συγκροτούνται από εκλεγμένους εκπροσώπους, ισχύουν οι κανόνες της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας. Μιας πλειοψηφίας η οποία βεβαίως και αποφασίζει, με αντίστοιχη υποχρέωση της μειοψηφίας να σέβεται τον πλειοψηφικό κανόνα εν ονόματι της Δημοκρατικής Αρχής. Αλλά και μιας μειοψηφίας, η οποία έχει στην διάθεσή της θεσμοθετημένα μέσα ελέγχου της πλειοψηφίας, κατά την λήψη και εφαρμογή των αποφάσεών της, πράγμα που αποκλείει την παντοδυναμία και, κατ’ επέκταση, την αυθαιρεσία της πλειοψηφίας, ιδίως μετά την λήψη των αποφάσεων εκ μέρους της.

A. Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου.

Περαιτέρω, και μπαίνοντας πλέον στο πεδίο των σχέσεων κυβερνώντων και κυβερνωμένων, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία θωρακίζει τον Άνθρωπο, κατά την άσκηση των κανονιστικώς οργανωμένων δικαιωμάτων του, έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας μέσω των θεσμικών εγγυήσεων της θεμελιώδους αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών, επέκεινα δε μέσω των θεσμών του Κράτους Δικαίου. Το οποίο, κατά την σύγχρονη εκδοχή του διεθνώς, συνίσταται στον συνδυασμό αφενός Κανόνων Δικαίου, οι οποίοι διέπουν την εν γένει δομή και δράση των κρατικών οργάνων, συνθέτοντας έτσι την πεμπτουσία της,lato sensu, Αρχής της Νομιμότητας. Και, αφετέρου, αποτελεσματικών κυρώσεων εναντίων των κρατικών οργάνων –και όχι μόνο, με βάση τα όσα εκτίθενται στην συνέχεια- σε περίπτωση που αυτά παραβιάζουν τους ως άνω κανόνες δικαίου. Συγκεκριμένα:

1. Θεσμική sedes meteriae του Κράτους Δικαίου είναι η ύπαρξη κανόνων διαμορφωμένων σε ιεραρχική τάξη, της οποίας κορυφή είναι, κατά κανόνα, το Σύνταγμα. Κανόνων, οι οποίοι διέπουν την δομή και την δράση όλων, ανεξαιρέτως, των κρατικών οργάνων, ακόμη και των άμεσων. Πλην όμως το Κράτος Δικαίου επιβάλλει οι ως άνω κανόνες δικαίου να είναι πλήρεις, ήτοι leges perfectae, με την έννοια ότι συνοδεύονται από την θεσμοθέτηση κυρωτικών μηχανισμών, οι οποίοι θωρακίζουν την κανονιστική ισχύ τους για το ενδεχόμενο παραβίασής τους. Επομένως, το Κράτος Δικαίου δεν συμβιβάζεται με την πλαισίωση, έστω και μερικώς, της δομής και της δράσης των κρατικών οργάνων από ατελείς κανόνες δικαίου, ήτοι leges imperfectae.

2. Οι κατά τ’ ανωτέρω, εγγυητικοί της Αρχής της Νομιμότητας, κυρωτικοί μηχανισμοί εμφανίζονται υπό ποικίλες μορφές, συνήθως δε υπό την μορφή «θεσμικού τριπτύχου», το οποίο συνθέτουν ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, ο διοικητικός αυτοέλεγχος και ο δικαστικός έλεγχος. Κατ’ ουσίαν όμως, μόνον ο δικαστικός έλεγχος εφαρμογής της Αρχής της Νομιμότητας θεωρείται ως πραγματικά αποτελεσματικός κυρωτικός μηχανισμός, απολύτως συμβατός με τις απαιτήσεις του Κράτους Δικαίου, τόσο λόγω της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, η οποία περιβάλλει τον Δικαστή σε όλο το φάσμα της άσκησης του λειτουργήματός μου -ήτοι από την διαμόρφωση της κρίσης του ως την έκδοση της δικαστικής απόφασης- όσο και λόγω της εκτελεστότητας που συνεπάγονται οι δικαστικές αποφάσεις εξαιτίας του παραγόμενου εξ αυτών δεδικασμένου. Εκτελεστότητας, η οποία μάλιστα φθάνει ως τα όρια της αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον αυτού τούτου του νομικού προσώπου του Δημοσίου.

Β. Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και οι όροι άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Η κατά τ’ ανωτέρω σύνδεση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών και τους θεσμούς του Κράτους Δικαίου, έχει ως συνέπεια και το ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία από την μια πλευρά κατάγεται από την ιδέα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, από την άλλη πλευρά και συνακόλουθα, εγγυάται την κατά τον προορισμό τους άσκησή τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δια της Διάκρισης των Εξουσιών, το Κράτος Δικαίου οργανώνει θεσμικό ανάχωμα κατά της αυθαίρετης άσκησης των επιμέρους δικαιωμάτων από τα κατ’ ιδίαν υποκείμενά τους, αφού, ιδίως στον σύγχρονο κόσμο, ο Άνθρωπος κινδυνεύει όχι μόνον από την κρατική αυθαιρεσία αλλά και από την αυθαιρεσία των συνανθρώπων του, κυρίως δε εκείνων που, λόγω οικονομικής ισχύος, τουλάχιστον κατά κανόνα, ρέπουν προς μια καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων τους σε βάρος των ασθενέστερων. Αυτό το πλεονέκτημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εξηγείται από το ότι, κατά την θεσμική και πολιτική ιδιοσυγκρασία του, ο Άνθρωπος μπορεί μεν δια της άσκησης των δικαιωμάτων του να υπερασπίζεται ελευθέρως την αξία του και ν’ αναπτύσσει, επίσης ελευθέρως, την προσωπικότητά του. Όμως, η αρμονική συνύπαρξη των μελών κάθε κοινωνικού συνόλου, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, απαγορεύει την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών κατά τρόπο που αποβαίνει εις βάρος από την μια πλευρά των άλλων μελών του και, από την άλλη πλευρά, αυτού τούτου του κοινωνικού συνόλου, ως ξεχωριστής θεσμικώς οντότητας. Κατά λογική ακολουθία, στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αφενός η ίδια η Ελευθερία και οι επιμέρους εκφάνσεις της, ήτοι τα κατ’ ιδίαν δικαιώματα, δεν ασκούνται άνευ ορίων. Και, αφετέρου και συνακόλουθα, κάθε δικαίωμα ενέχει, εκ φύσεως, και στοιχεία συγκεκριμένων υποχρεώσεων, πράγμα που σημαίνει ότι ουδέν δικαίωμα θεωρείται ως γνησίως αμιγές. Κατά τούτο λοιπόν στο πεδίο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας:

  1. Ο Άνθρωπος είναι θωρακισμένος όχι μόνον έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας, αλλά και έναντι της εις βάρος του αυθαίρετης άσκησης δικαιωμάτων εκ μέρους ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων. Αυτή την θεσμική εγγύηση εκφράζει η, διαρκώς διευρυνόμενη, κατοχύρωση μέσω κανόνων δικαίου -ακόμη και συνταγματικής προέλευσης- της τριτενέργειας των δικαιωμάτων, πρωτίστως δε των θεμελιωδών.

  2. Κάθε περιορισμός δικαιώματος είναι θεμιτός μόνον όταν προβλέπεται από κανόνες δικαίου, οι οποίοι είναι σύμφωνοι με τις συνταγματικές περί δικαιωμάτων διατάξεις. Ανεξαρτήτως δε τούτου, κάθε περιορισμός οφείλει να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτρέπει, εν πάση περιπτώσει, την μέσω των περιορισμών τούτων «τήξη» του πυρήνα οιουδήποτε δικαιώματος.

  3. Επειδή ο Άνθρωπος υπάρχει και ενεργεί ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, στο οποίο ανήκει:

α) Κάθε δικαίωμα ασκείται υπό τους περιορισμούς, τους οποίους συνεπάγεται –οπωσδήποτε μέσω συγκεκριμένων ρυθμίσεων, που δεν μπορούν να θίξουν τον πυρήνα του- η ανάγκη υπεράσπισης της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης. Δοθέντος ότι χωρίς την θωράκιση της αλληλεγγύης αυτής υφίσταται κίνδυνος ρήξης του εθνικού και κοινωνικού ιστού, άρα γενικευμένη αδυναμία αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων καθενός μέλους του κοινωνικού συνόλου.

β) Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, ήτοι η άσκησή του είτε για άλλο σκοπό από εκείνον, για τον οποίον έχει θεσμοθετηθεί είτε εκτός των κατά την ισχύουσα έννομη τάξη προδιαγραφών, απαγορεύεται. Και η απαγόρευση αυτή συνοδεύεται, υποχρεωτικώς, από την ενεργοποίηση κυρωτικών μηχανισμών εις βάρος των παραβατών της.

  1. Η απλή πρόβλεψη, μέσω κανόνων δικαίου, των δικαιωμάτων δεν αρκεί για την εκπλήρωση της αποστολής τους υπέρ του υποκειμένου τους, εφόσον δεν συνοδεύεται, ιδίως σε περιόδους βαθιάς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που προκαλούν «ασύμμετρες» διευρύνσεις των κοινωνικών ανισοτήτων, από ουσιαστικές εγγυήσεις αποτελεσματικής άσκησής τους στην πράξη.

α) Οι πιο σημαντικές από τις εγγυήσεις αυτές αφορούν την, εκ μέρους των κατά περίπτωση αρμόδιων κρατικών οργάνων, διασφάλιση της ισότητας ευκαιριών των υποκειμένων των επιμέρους δικαιωμάτων, ουσιαστικώς δε την διασφάλιση της ισότητας στην αφετηρία, από την οποία εκκινεί καθένας. Αυτή η ισότητα είναι εκείνη που ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματική έννοιά της, δηλαδή στην έννοια της αναλογικής ισότητας, η οποία προϋποθέτει την ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων αλλά και την άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων.

β) Η προαναφερόμενη έννοια της αρχής της ισότητας κατά την άσκηση των δικαιωμάτων εκ μέρους των υποκειμένων τους εξηγεί, με ιδιαίτερη σαφήνεια, την άρρηκτη σύνδεση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου και τις, σύμφυτες με αυτό, αναγκαίες παρεμβατικές δράσεις του Κράτους. Διότι είναι ακριβώς οι παροχές που μπορεί να διασφαλίσει το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου –κατ’ εξοχήν μέσω των αντίστοιχων Κοινωνικών Δικαιωμάτων- οι οποίες καθιστούν εφικτή την αποκατάσταση της ισότητας ευκαιριών, συνακόλουθα δε της ισότητας στην αφετηρία. Τούτο σημαίνει ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία δεν νοείται δίχως θεσμικώς οργανωμένο Κοινωνικό Κράτος Δικαίου, πολλώ μάλλον όταν η «Αριστεία» -το κατ’ εξοχήν όχημα θεμιτής σύγκρισης και διάκρισης- δεν νοείται δίχως την διασφάλιση σε καθένα της δυνατότητας υπεράσπισης της αξίας του και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του υπό όρους πραγματικής, κατά το δυνατόν, ισότητας. Επιπλέον, είναι αυτονόητο ότι η ανισότητα, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων εκ μέρους των υποκειμένων τους, υπονομεύει τα θεμέλια του ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού, ως θεμελιώδους στοιχείου και του κλασικού καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος.

ΙΙ. Ο Κανόνας Δικαίου, το Κράτος Δικαίου και η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία μπροστά στην πρόκληση της αρνητικής πλευράς της Τεχνολογίας.

Η θετική πλευρά της Τεχνολογίας -απείρως πιο σημαντική για την ανθρώπινη δημιουργία- ήτοι η πλευρά εκείνη που αναδεικνύει την Τεχνολογία ως ένα από τα «ευγενέστερα» επιτεύγματα του Ανθρώπου στην πορεία του για την επιτέλεση της αποστολής του, προσδιορίζει και τον αντίστοιχο θεσμικό προσανατολισμό του Κανόνα Δικαίου να διευκολύνει, κατά το δυνατόν, την τεχνολογική πρόοδο. Ζήτημα όμως αρχίζει να δημιουργείται, όπως είναι ευνόητο, όταν η αλόγιστη χρήση της Τεχνολογίας από την πλευρά του Ανθρώπου, και μάλιστα πέρα και έξω από τις οιονεί φυσικές προδιαγραφές της, δημιουργεί σημαντικές παρενέργειες στην ομαλή εξέλιξη του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι, συνακόλουθα δε στην ομαλή εξέλιξη των εντός του οικείου κοινωνικού συνόλου αμοιβαίων σχέσεων. Μέσα σε αυτό το, δυσοίωνο βεβαίως, τοπίο, ο Κανόνας Δικαίου, ως θεμελιακό στοιχείο του Κράτους Δικαίου και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, καλείται να συμβάλλει, ιδίως προκειμένου να θωρακισθεί η απρόσκοπτη άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην αντιμετώπιση των κατά τ’ ανωτέρω αρνητικών πτυχών της χρήσης της Τεχνολογίας.

Α. Η αρνητική επιρροή εξωγενών παραγόντων σε σχέση με την Τεχνολογία.

Επιχειρώντας μια, κατ’ ανάγκην σύντομη, αναγνωριστική προσέγγιση της αρνητικής πλευράς της Τεχνολογίας πρέπει, ευθύς εξ αρχής, να διευκρινισθεί τούτο: Θ’ αποτελούσε σοβαρό μεθοδολογικό -και όχι μόνο- λάθος αν μια τέτοια προσέγγιση περιοριζόταν, αποκλειστικώς, στο πεδίο της Τεχνολογίας και στις επιμέρους συνιστώσες της, ως ανθρώπινου επιτεύγματος που επηρεάζει καταλυτικώς τις λοιπές πτυχές της ανθρώπινης δημιουργίας και των συνθηκών ζωής. Και τούτο διότι η κατά τ’ ανωτέρω αρνητική πλευρά της τεχνολογικής εξέλιξης δεν λειτουργεί -θάλεγε κανείς μάλιστα εκ φύσεως- «εν κενώ», αλλ’ απολύτως συνδυαστικώς με τις λοιπές συνθήκες, οι οποίες επικρατούν στο πεδίο του γενικότερου κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι και επηρεάζουν αρνητικώς την κατάσταση του Ανθρώπου και τ’ αποτελέσματα της καθημερινής του δράσης. Οπότε και η όλη αρνητική «δυναμική» της τεχνολογικής προόδου εντείνεται ή αποδυναμώνεται αναλόγως, συνυπάρχοντας, ουσιαστικά αρρήκτως, με τις προμνημονευόμενες συνθήκες.

1. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί, βασίμως, ότι ορισμένες επιπτώσεις της σύγχρονης τεχνολογικής προόδου έρχονται να επιδεινώσουν ένα γενικότερο αρνητικό κλίμα, το οποίο επικρατεί στις μέρες μας στο πεδίο του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι. Και το οποίο συμπυκνώνεται, grosso modo, στα ζοφερά, σχεδόν, συναισθήματα που δημιουργεί ένα πνεύμα προϊούσας, διαβρωτικής για την ανθρώπινη κατάσταση και δημιουργία, αβεβαιότητας, όπως ήδη εκτέθηκε πιο πάνω με κάπως περισσότερες λεπτομέρειες. Οι σκέψεις που ακολουθούν έχουν ως στόχο να καταδείξουν ορισμένες όψεις αυτής της αβεβαιότητας, οι οποίες δεν αφορούν την γενικότητά της αλλά συνδέονται πιο στενά και πιο συγκεκριμένα με την τεχνολογική εξέλιξη.

α) Πραγματικά, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ως τις αρχές του 21ου αιώνα -με ορόσημο την παγκόσμια οικονομική κρίση που άρχισε το 2008 και όχι μόνο δεν φαίνεται ν’ αποτελεί παρελθόν αλλά μάλλον προοιωνίζεται, κατ’ εξοχήν λόγω της παγκόσμιας κρίσης χρέους, μιαν άλλη, πιο συγκλονιστική, παγκόσμια οικονομική κρίση- είχε επικρατήσει μια ατμόσφαιρα ευφορίας και αισιοδοξίας για το παρόν και το μέλλον. Συγκεκριμένα δε, και ιδίως στις προηγμένες δημοκρατικώς και οικονομικώς Χώρες και μέσ’ από την ευεργετική εμπέδωση του φιλελεύθερου θεσμικού και οικονομικού προτύπου κυρίως μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, είχε καλλιεργηθεί ένα είδος αταλάντευτης βεβαιότητας ότι κάθε γενιά θα προοδεύει, σταθερά και αδιαλείπτως, περισσότερο σε σχέση με την προηγούμενη. Και, συνακόλουθα, ότι η ως άνω εξέλιξη θα διακρινόταν από μια συνεχώς ανοδική πορεία.

α1) Η αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008, όπως ήδη επισημάνθηκε -και η οποία ήταν ήδη ορατή, με απτά δείγματα, τουλάχιστον μια δεκαετία πριν- βάζει τέλος σε τέτοιες, αβάσιμες άλλωστε κατά βάθος, βεβαιότητες. Τούτο οφείλεται και στο ότι η κρίση αυτή έχει τέτοιες προεκτάσεις, ώστε διαβρώνοντας επικίνδυνα ως και τα θεσμικά και πολιτικά θεμέλια της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και της «κορωνίδας» της, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μέσω ενός είδους, αδιανόητης κατά το παρελθόν, επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού», αποσταθεροποιεί εκείνες τις δυνάμεις του Ανθρώπου, οι οποίες του επιτρέπουν να υπερασπισθεί αποτελεσματικώς την αξία του και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Με άλλες λέξεις αποσταθεροποιεί τις δυνάμεις του Ανθρώπου, οι οποίες του διασφαλίζουν την ομαλή και δημιουργική συμμετοχή του στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή εν γένει.

α2) Δίχως αμφιβολία, ο σπουδαιότερος κίνδυνος διάβρωσης των θεσμικών και πολιτικών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προέρχεται από την -εξαιτίας της γενικευμένης οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της υπέρ αυτής, σχεδόν αποκλειστικώς, χρησιμοποίησης της Τεχνολογίας- αποδυνάμωση του Κανόνα Δικαίου, της Αρχής της Νομιμότητας και, εν τέλει, του Κράτους Δικαίου in globo. Ήτοι της αποδόμησης εκείνων των μέσων κανονιστικής ρύθμισης της κοινωνικής ζωής -σε κάθε κράτος in concreto αλλά και σ’ ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο- τα οποία θωρακίζονται με το τεκμήριο της δημοκρατικής νομιμοποίησης, αμέσως ή εμμέσως.

β) Τις κατά τ’ ανωτέρω συνθήκες αβεβαιότητας επιδεινώνουν, δραματικά και πολλαπλασιαστικά, οι συνεχώς διευρυνόμενες ανισότητες παγκοσμίως, ως καταστροφικό αποτέλεσμα της προαναφερόμενης επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού». Πολλώ μάλλον όταν οι ανισότητες αυτές πλήττουν, ευθέως και καιρίως, όχι μόνο το κάθε μέλος ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου αλλά και τα κράτη μεταξύ τους, δημιουργώντας έτσι μια Παγκόσμια Κοινότητα πολλών ταχυτήτων, οικονομικών και όχι μόνο. Μια Παγκόσμια Κοινότητα, η οποία επιπροσθέτως βλέπει, δυστυχώς, απαθής και μοιραία, να καταρρέουν -σε κάθε κράτος αλλά και διεθνώς- οι αντηρίδες του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, αυτού του πραγματικού εμβλήματος κατ’ εξοχήν της Δυτικής και Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας, καθώς και του Δυτικού και Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Αυτή η κατάσταση παγκοσμίως υπονομεύει, εκ των πραγμάτων, κάθε συνθήκη ειρήνης και σταθερότητας, συνθήκες στοιχειωδώς απαραίτητες για μιαν εξίσου στοιχειώδη βεβαιότητα ως προς την προοπτική της όλης ανθρώπινης δημιουργίας.

2. Τις συνθήκες αβεβαιότητας για το μέλλον που, όπως ήδη αναλύθηκε, προκαλούν, μοιραία, οι ιδιομορφίες της σύγχρονης οικονομικής παγκοσμιοποίησης και η επικυριαρχία του «οικονομικού» επί του «θεσμικού», η οποία οφείλεται εν πολλοίς σ’ αυτές, επιτείνει η οικολογική ανισορροπία. Μια ανισορροπία η οποία, μάλιστα, βαίνει ραγδαίως επιδεινούμενη για τον Πλανήτη, ως απόρροια ενός ανεύθυνου, διεθνώς, «μιθριδατισμού» ως προς τις επιπτώσεις της και μιας καταστροφικής «επιμηθεϊκής» νοοτροπίας, ως προς τα επώδυνα αποτελέσματα των επιπτώσεων τούτων. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι οι συνθήκες αβεβαιότητας για το μέλλον του Ανθρώπου και της Ανθρωπότητας, λόγω της προϊούσας οικολογικής ανισορροπίας στον Πλανήτη, έχουν τις ρίζες τους από την μια πλευρά στις οικονομικές επιπτώσεις της παγκοσμίως, οι οποίες επιβαρύνουν, δραματικά, την παγκόσμια οικονομική κρίση και τις εξ αυτής προκύπτουσες ανισότητες. Και, από την άλλη πλευρά -κάτι το οποίο δεν πρέπει να αγνοούμε, κάθε άλλο -στην εφιαλτική, κυριολεκτικώς, επιδείνωση των συνθηκών ζωής, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς και στις οικονομικώς ασθενέστερες χώρες. Επιδείνωση, η οποία τυλίγει την καθημερινότητα καθενός -και ιδίως των νέων- μ’ ένα πέπλο μελαγχολίας, σχεδόν «πένθους», που κάθε άλλο παρά ευνοεί τις προοπτικές της ανθρώπινης δημιουργίας. Για τις διαστάσεις και τα αίτια της οικολογικής ανισορροπίας αρκούν, νομίζω, οι εξής χαρακτηριστικές, έστω και εντελώς ενδεικτικές, επισημάνσεις:

α) Από τα τέλη του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα κατά τον 20ο αιώνα, έγινε σαφές ότι δεν είναι, δυστυχώς, μόνον οι μακροχρόνιες μεταβολές που μπορούν ν’ αλλάξουν το κλίμα αλλά και ο ίδιος ο Άνθρωπος. Προφητικά, ο Svante Arrhenius (ιδίως, π.χ., στην μελέτη του «On the influence of carbonic acid in the air upon the temperature of the Ground», The London, Edinburgh and Dublin Philosophical Magazine and Journal of Science, 1896, Series 5, Vol. 41, σελ. 237-276) υπολόγισε, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, ότι τυχόν διπλασιασμός του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα του Πλανήτη θα οδηγήσει στο φαινόμενο της «θερμής οικίας» («hot house»), κατά το οποίο η μέση θερμοκρασία της ατμόσφαιρας του Πλανήτη θ’ αυξηθεί περισσότερο από 2 βαθμούς Κελσίου. Κατά τον 20ο αιώνα, η θεωρία αυτή ονομάσθηκε «φαινόμενο του θερμοκηπίου» και έχει πια αποδειχθεί ότι τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα, που είναι ένας από τους ρυθμιστές του θερμορυθμιστικού συστήματος της Γης, έχουν αυξηθεί περισσότερο από 25%. Η τάση, παγκόσμια, είναι αυξητική και όλα μαζί τα ονομαζόμενα «αέρια του θερμοκηπίου» έχουν υπερθερμάνει τη Γη, κυρίως τα τελευταία 50 χρόνια, προκαλώντας μιαν αποσταθεροποίηση του κλίματος, ανθρωπογενούς προέλευσης.

β) Ο Καθηγητής Paul Crutzen (βλ.,π.χ., Jan Zalasiewicz, Mark Williams, Will Steffen, Paul Crutzen, «The New World of Anthropocene», Environmental Science and Technology, 2010, 44(7), σελ. 2228-2231), ονόμασε αυτή την τελευταία περίοδο «Ανθρωπόκαινο», λέξη σύνθετη που αποτελείται από τις λέξεις «άνθρωπος» και «καινός» και που σημαίνει, κατ’ ουσίαν, «πρόσφατη περίοδος». Στην διεθνή ορολογία επικράτησε να λέγεται η ως άνω περίοδος «Anthropocene». Σε αυτή την «ανθρωπόκαινο περίοδο» τα περισσότερα κράτη του Πλανήτη αποδέχθηκαν, ήδη από την Διάσκεψη του Rio de Janeiro (1992), τις ενδείξεις ότι ο Άνθρωπος μπορεί να παρέμβει στην Φύση, μεταβάλλοντας το κλίμα με τέτοιο τρόπο, ώστε να συμβαίνουν συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα, σε παγκόσμια κλίμακα. Σε πολλές περιπτώσεις, τα ακραία κλιματικά φαινόμενα έχουν μεγάλα και καταστροφικά αποτελέσματα, από τον Αρκτικό κύκλο ως και την Ανταρκτική. Η συχνότητα εμφάνισης των ακραίων καιρικών φαινομένων εντείνεται μ’ εντυπωσιακό ρυθμό. Έτσι, στην Ευρώπη κάθε χρόνο περίπου 5% των Ευρωπαίων αντιμετωπίζουν ένα ακραίο κλιματικό γεγονός, π.χ. έναν καύσωνα, μια πλημμύρα, μια ξηρασία. Στα προσεχή 50 χρόνια το ποσοστό αυτό αναμένεται ότι θα αυξηθεί σε πάνω από 60%.

Β. Οι αρνητικές επιπτώσεις της αλόγιστης χρήσης της Τεχνολογίας.

Όπως ήδη τονίσθηκε, μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα γενικευμένης και εντεινόμενης αβεβαιότητας, την οποία προκαλούν ιδίως οι συνθήκες που προεκτέθηκαν, πρέπει να ερευνηθούν και ν’ ανιχνευθούν οι όψεις της αρνητικής πλευράς της Τεχνολογίας. Όψεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την συμμετοχή των δεδομένων της τεχνολογικής εξέλιξης στην δημιουργία ή και στην ενίσχυση της ως άνω ατμόσφαιρας αβεβαιότητας, είτε λόγω της υπερβολικής ή, έστω, και εσφαλμένης αξιολόγησης των δεδομένων τούτων ή, συνηθέστερα -και εδώ η in concreto ανάλυση αξίζει να μπει σε μεγαλύτερο βάθος- λόγω της εκ φύσεως αρνητικής επιρροής των κατά τ’ ανωτέρω δεδομένων. Τ’ ακόλουθα παραδείγματα μπορούν να τεκμηριώσουν την ακρίβεια αυτού του συμπεράσματος:

1. Η αλματώδης πρόοδος της Τεχνολογίας και των εφαρμογών της στην πράξη, σε συνδυασμό με την ελλιπή γνώση -στο ευρύ και μη εξειδικευμένο κοινό- των επιπτώσεών τους στην καθημερινή ζωή, διαμορφώνουν, σε πολλές περιπτώσεις, συνθήκες και εντυπώσεις «Αποκάλυψης», τις οποίες βεβαίως επιτείνουν λαϊκίστικες ως εντελώς ερασιτεχνικές αναλύσεις και προβλέψεις κατ’ επάγγελμα «μελλοντολόγων». Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της προσέγγισης των προοπτικών της Τεχνολογίας είναι, κατ’ εξοχήν, εκείνο, το οποίο αφορά το μεγάλο ζήτημα του ως πού μπορεί να φθάσει η τεχνολογική πρόοδος και, εν τέλει, αν μπορεί στο ορατό μέλλον να υποκαταστήσει τον Άνθρωπο. Προσφιλές πεδίο τέτοιων προσεγγίσεων είναι, πρωτίστως, ο επιστημονικός τομέας της Τεχνητής Νοημοσύνης.

α) Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι ακόμη και σε ορισμένους από τους πιο ελπιδοφόρους και ραγδαία αναπτυσσόμενους τομείς της σύγχρονης επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, όπως είναι η Τεχνητή Νοημοσύνη, αν ενίοτε δεν λέγονται υπερβολές όσον αφορά το σημερινό status της, πάντως διατυπώνονται αποκλίνουσες, πολύ ενδιαφέρουσες, απόψεις όσον αφορά τις δυνατότητές της. Έτσι, π.χ., το 2016 αναπτύχθηκε ένας πολύ ενδιαφέρων διάλογος πάνω στο εάν και πώς οι υπολογιστές μπορούν ν’ αποκτήσουν ίδια συνείδηση (consciousness).

β) Σε αυτό τον διάλογο πρέπει να προστεθούν -όχι μόνο για λόγους πληρότητας της ανάλυσης αλλά, πρωτίστως, για λόγους διεύρυνσης του σχετικού προβληματισμού- και ορισμένες, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, εντελώς πρόσφατες απόψεις του γνωστού, παγκοσμίως, Καθηγητή Φυσικής του ΜΙΤ και Προέδρου του Ινστιτούτου για το Μέλλον της Ζωής, Max Tegmark, τις οποίες έχει συστηματοποιήσει στο βιβλίο του «Life 3.0., Being Human in the age of artificial Intelligence» (εκδ. 2018, ενώ στα ελληνικά εκδόθηκε, το 2018, με τον τίτλο «Life 3.0, Τι θα σημαίνει να είσαι άνθρωπος στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης;», από τις εκδ. Τραυλός, σε μετάφραση του Νίκου Αποστολόπουλου και επιμέλεια του Νέστορα Χούνου, βλ.σελ. 375 επ., ιδίως δε σελ. 420-423 και 472-473). Οι απόψεις αυτές αφορούν, κυρίως, την σχέση -ή και «μετάβαση»- από την Τεχνητή Νοημοσύνη σ’ ένα είδος «τεχνητής συνείδησης». Κατά τον Tegmark, λοιπόν, μολονότι οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν σε πολλές γενικές ηθικές αρχές, δεν είναι σαφές αν μπορούμε να τις μεταφέρουμε και να τις εφαρμόσουμε σε άλλες οντότητες, όπως τα ζώα και τα μελλοντικά συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης. Ειδικότερα, δεν είναι σαφές αν μπορούμε να προσδώσουμε σ’ ένα σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης με «υπερνοημοσύνη» έναν τελικό στόχο, ο οποίος δεν θα είναι απροσδιόριστος αλλά και δεν θα οδηγεί στον αφανισμό της Ανθρωπότητας. Κάπως έτσι, ο προβληματισμός «περνάει», πάντα κατά τον Tegmark, στο πεδίο του ενδεχομένου διαμόρφωσης, πέραν της Τεχνητής Νοημοσύνης, και «Τεχνητής Συνείδησης». Άλλωστε, η έρευνα για την κατανόηση των μηχανισμών της ανθρώπινης νόησης δεν είναι δυνατή χωρίς πρόοδο, όσον αφορά την κατανόηση των αντίστοιχων μηχανισμών λειτουργίας της ανθρώπινης συνείδησης. Κατά συνέπεια, η έρευνα πάνω στην Τεχνητή Νοημοσύνη δεν είναι δυνατό να διαχωρισθεί από την έρευνα πάνω στην Τεχνητή Συνείδηση. Σε αυτή την περίπτωση, αν δηλαδή η τεχνητή συνείδηση είναι εφικτή, τότε ο χώρος των δυνατών εμπειριών της Τεχνητής Νοημοσύνης μάλλον θα είναι τεράστιος μπροστά σε αυτά που μπορεί να βιώσει ο Άνθρωπος. Και τούτο διότι ο ως άνω χώρος θα εκτείνεται, μοιραία, σ’ ένα εξίσου τεράστιο εύρος υποκειμενικών εμπειριών και χρονικών κλιμάκων, ενώ κοινό στοιχείο όλων θα είναι η αίσθηση της «ελεύθερης βούλησης». Επέκεινα, εφόσον δεν μπορεί να υπάρξει νόημα χωρίς συνείδηση, δεν είναι το Σύμπαν αυτό που δίνει νόημα στα ενσυνείδητα όντα. Όλως αντιθέτως, είναι τα ενσυνείδητα όντα που δίνουν νόημα στο Σύμπαν. Και ο Tegmark καταλήγει (όπ. παρ., σελ. 473), παρατηρώντας ότι «καθώς προετοιμαζόμαστε να υποσκελισθούμε από ολοένα και πιο έξυπνες μηχανές, βρίσκουμε παρηγοριά στο γεγονός ότι είμαστε Homo sentiens, παρά Homο sapiens».

γ) Συμπερασματικώς, είναι, αυτονοήτως, εξαιρετικά δύσκολο να οριοθετήσουμε επακριβώς τις μελλοντικές δυνατότητες της Τεχνητής Νοημοσύνης, ιδίως σε ό,τι αφορά την σύγκρισή της με τη νοημοσύνη του Ανθρώπου και τις δικές της, σχεδόν απεριόριστες, δυνατότητες. Αρκεί, όμως, ν’ αναλογισθούμε το «παράδοξο του Moravec» (βλ. Hans Movarec, Mind Children, Harvard University Press, 1990 και Μere Machine to Transcendent Mind, Oxford University Press, 2000). Το «παράδοξο» του Moravec εξηγεί πώς και γιατί κάτι τέτοιο είναι, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα, απολύτως ουτοπικό: «Είναι σχετικά εύκολο να κάνει κανείς τους υπολογιστές να έχουν ικανοποιητική επίδοση στα τεστ ευφυΐας ή στους αγώνες σκακιού, αλλά δύσκολο έως αδύνατο να καταφέρεις ν’ αποκτήσουν τις δεξιότητες παιδιού ενός έτους, όσον αφορά τις αισθητηριακές και κινητικές δεξιότητες».

2. Πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα βρίσκονται, όμως, οι φόβοι για την αρνητική πλευρά και επιρροή συγκεκριμένων τεχνολογικών εξελίξεων, σε ό,τι αφορά την πρόοδο της επιστημονικής έρευνας γενικώς, προκειμένου αυτή να εκπληρώσει τον εκ φύσεως προορισμό της: Την γνώση, υπό την ευρεία του όρου έννοια, του Κόσμου που μας περιβάλλει. Ειδικότερα:

α) Αποτελεί κοινό επιστημονικό τόπο, πλέον, το ότι η πρόοδος της Επιστήμης –conditio sine qua non της επιτέλεσης της αποστολής της- συντελείται, βεβαίως σε γενικές γραμμές, μέσ’ από ένα είδος μετεξέλιξής της προς την κατεύθυνση της αποκάλυψης της αλήθειας, ως προς την ουσία των αντικειμένων που ερευνά. Και η ως άνω μετεξέλιξη της Επιστήμης προς την αποκάλυψη της αλήθειας επιτυγχάνεται, κατά περίπτωση, είτε μέσω της επιλάθευσης -η οποία αποτελεί τον κανόνα ως προς το μεγαλύτερο μέρος των επιστημονικών πεδίων -των ήδη παραδεδεγμένων επιστημονικών θεωριών, είτε μέσω της επαλήθευσης των θεωριών αυτών, όπου, βεβαίως, η μέθοδος της επαλήθευσης ισχύει ως επιστημονικώς έγκυρη διαδικασία.

β) Όμως, τόσο η επαλήθευση όσο -πολύ, μάλιστα, περισσότερο- η επιλάθευση, κατά τ’ ανωτέρω, των ήδη παραδεδεγμένων επιστημονικών συμπερασμάτων, ουδόλως μπορεί να βασισθεί στην απλή συγκέντρωση πληροφορίας. Και τούτο διότι ανυπερθέτως προϋποθέτει, εκ των πραγμάτων, μεθοδική επεξεργασία της πληροφορίας και, επέκεινα, εξίσου μεθοδική μετατροπή της σε Γνώση, εν τέλει δε σε Επιστήμη. Ήτοι σ’ αυτό που, με όρους Φιλοσοφίας, θα μπορούσαμε ν’ αποκαλέσουμε «Σοφία».

γ) Είναι ακριβώς μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της, τόσο αναγκαίας, μετατροπής της πληροφορίας σε Γνώση και της Γνώσης σε Επιστήμη, όπου οι κίνδυνοι της σύγχρονης Τεχνολογίας -κατ’ εξοχήν της Πληροφορικής- ελλοχεύουν διαβρωτικώς, βεβαίως όταν και όπου τα τεχνολογικά μέσα εκφεύγουν του προορισμού τους εκείνου, ο οποίος αφορά την υπεράσπιση της γνήσιας όψης της Γνώσης και της Επιστήμης. Με την έννοια ότι ορισμένα, τουλάχιστον, τεχνολογικά επιτεύγματα εν προκειμένω δεν διευκολύνουν την ομαλή ροή του ως άνω μεθοδολογικού διανύσματος «Πληροφορία -> Γνώση -> Επιστήμη», μέσω της ορθής επεξεργασίας και αξιοποίησης του πληροφοριακού υλικού, αλλά «καθηλώνουν» την γνωστική προσπάθεια, ιδίως των νέων, στην απλή σώρευση πληροφοριών. Κάτι το οποίο πλήττει ευθέως την δυναμική του κόσμου της Επιστήμης, όχι τόσο στον χώρο των Θετικών Επιστημών -πρωτίστως των Μαθηματικών και της Φυσικής, αφού εδώ το ως άνω μεθοδολογικό διάνυσμα εξελίσσεται, οιονεί εκ φύσεως, ομαλώς -όσο στον χώρο των, lato sensu, Ανθρωπιστικών Επιστημών. Ήτοι των Επιστημών, όπου η επιλάθευση των ήδη παραδεδεγμένων επιστημονικών συμπερασμάτων- άρα η δυνατότητα αμφισβήτησης της πληροφορίας, επί της οποίας αυτά εδράζονται- έχει «υπαρξιακή» σημασία για την προοδευτική τους εξέλιξη.

δ) Το Διαδίκτυο, ως κορυφαία απόληξη της σύγχρονης δημιουργίας στο πλαίσιο των δυνατοτήτων της Πληροφορικής, έτι δε περαιτέρω στο πλαίσιο της διασύνδεσής της με την Τεχνητή Νοημοσύνη, εκπροσωπεί-βεβαίως όχι γενικώς αλλά ως προς ορισμένες δυσλειτουργίες του, όπως εξηγείται αμέσως κατωτέρω- ένα άκρως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα των κινδύνων, τους οποίους καλλιεργεί η αλόγιστη χρήση της τεχνολογικής προόδου για την ανθρώπινη καθημερινότητα και την ανθρώπινη δημιουργία. Και τούτο διότι, εκ των πραγμάτων -όπως η απλή εμπειρία καταδεικνύει- το Διαδίκτυο, σε όλη του την πολυμορφία και την επέκεινα πολυδιάστατη εφαρμογή του, εγκυμονεί, μεταξύ άλλων, τους εξής δύο κινδύνους:

δ1)Από την μια πλευρά, παρέχει, με πρωτόγνωρη ευχέρεια, στον καθένα και σε πλανητικό επίπεδο, πληροφορίες και «γνώσεις», ακόμη και για επιστημονικώς κρίσιμα θέματα, οι οποίες -τουλάχιστον σε ορισμένες, έστω και μεμονωμένες, περιπτώσεις- ουδεμία σοβαρή επιστημονική επεξεργασία έχουν υποστεί ή, ακόμη περισσότερο, είναι εσκεμμένα και με, υποδορίως ή και εμφανώς, κατευθυνόμενη προοπτική «κατασκευασμένες».

δ2) Και, από την άλλη πλευρά, εθίζει -ακριβώς λόγω της εκπληκτικής ευχέρειας πρόσβασης στην πληροφορία και του «πληροφοριακού όγκου» που σωρεύεται εντεύθεν- τον αποδέκτη των πληροφοριών, ιδίως δε τους νέους που δεν έχουν καν τον χρόνο επεξεργασίας της πληροφορίας αυτής λόγω και της αδυναμίας κατάλληλης προσαρμογής του κατά περίπτωση εκπαιδευτικού συστήματος, σε μιαν εντελώς παθητική γνώση απέναντι στο περιεχόμενο της πληροφορίας και στην ακρίβειά του: «Αφού αυτό ανιχνεύθηκε στο Διαδίκτυο, είναι εξ ορισμού αληθές».

ε) Κάπως έτσι το Διαδίκτυο -πάντοτε ως προς συγκεκριμένες δυσλειτουργίες του και μόνο- τείνει, έστω και αν αυτό δεν ήταν μέσα στις προθέσεις των δημιουργών του και της δημιουργίας του, να εγκαθιδρύσει ένα είδος «Βασιλείου της Πληροφορίας». «Βασιλείου», το οποίο -και πάλι σε περιπτώσεις για τις οποίες έγινε λόγος αμέσως προηγουμένως- συντίθεται από πληροφορίες «ατάκτως ερριμμένες», κι ακόμη περισσότερο πληροφορίες οι οποίες όχι μόνο δεν υπηρετούν την μετατροπή τους σε Γνώση και Επιστήμη αλλά, στην καλύτερη δυστυχώς περίπτωση, τις ευτελίζουν κατ’ αποτέλεσμα, μετατρέποντάς τες σε πεδία πιραντελικής θεατρικής έμπνευσης: «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε» και «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε»! Υπό τα δεδομένα αυτά το Διαδίκτυο, κατά την αρνητική ως άνω πλευρά του, θα μπορούσε να εμπνεύσει, υπό σύγχρονους όρους, την δημιουργία ενός «παραμυθιού», ανάλογου μ’ εκείνο που μας έχει παραδώσει ο Hans Christian Andersen, στην ιστορία του τα «Καινούργια ρούχα του Αυτοκράτορα»: Στο παραμύθι, όπου ο ματαιόδοξος, υπερόπτης και αυτάρεσκος Αυτοκράτορας συμβιβάζεται να παρελάσει γυμνός μπροστά στους υπηκόους του, χωρίς να έχει τις στοιχειώδεις αντοχές ν’ αποδεχθεί ότι εξαπατήθηκε από τους αδίστακτους επιτήδειους ράφτες του. Στο παραμύθι, όπου ένα παιδί -και μακάρι αυτό να σημαίνει το «ξύπνημα» της νέας γενιάς μπροστά στις επικίνδυνες διαδικτυακές προκλήσεις που βρίσκονται μπροστά της- βρίσκει το κουράγιο ν’ αναφωνήσει: «Ο Βασιλιάς είναι γυμνός»!

3. Ακόμη περισσότερο ελλοχεύουν οι φόβοι για την αρνητική πλευρά και επιρροή συγκεκριμένων τεχνολογικών εξελίξεων, όταν γίνονται κάτι παραπάνω από ορατοί οι εξ αυτών κίνδυνοι, οι οποίοι αφορούν την ραγδαία εξάπλωση και επιδείνωση της από τον John Maynard Keynes -μάλιστα εδώ και πολλές δεκαετίες- οιονεί «προφητικώς» επισημανθείσας «τεχνολογικής ανεργίας». Υπό άλλους όρους, ενός είδους «δομικής», και γι’ αυτό άκρως επικίνδυνης κοινωνικώς, ανεργίας. Ειδικότερα:

α) Ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει το γεγονός ότι η σύγχρονη τεχνολογική πρόοδος έχει σαφώς ευεργετικές επιπτώσεις όσον αφορά το πεδίο της ανθρώπινης εργασίας. Επιπτώσεις, οι οποίες σχετίζονται, π.χ., τόσο με το γενικότερο εργασιακό περιβάλλον -το οποίο γίνεται, τουλάχιστον κατά κανόνα, μεταξύ άλλων ασφαλέστερο και πιο υγιεινό- όσο και, κυρίως, με την φύση και την ποιότητα των θέσεων εργασίας. Πραγματικά, δημιουργούνται καθημερινά νέες θέσεις εργασίας πολύ υψηλού επιπέδου, κατ’ εξοχήν σε ό,τι αφορά το μορφωτικό επίπεδο των εργαζομένων, οδηγώντας έτσι σε μια πρωτόγνωρη και συνάμα ευεργετική αρμονική συνύπαρξη των προϋποθέσεων ανάπτυξης της προσωπικότητας του Ανθρώπου και της διαρκώς διευρυνόμενης χρήσης της Επιστήμης και της Τεχνολογίας και των εφαρμογών τους στην καθημερινή πράξη και ζωή.

β) Όμως, είναι εξίσου αλήθεια ότι αυτή η πρόοδος ως προς τα σύγχρονα εργασιακά δεδομένα έχει και την άλλη όψη της, της οποίας τα δυσμενή αποτελέσματα επίσης ουδείς μπορεί να παραγνωρίσει και, πολύ περισσότερο, να υποτιμήσει. Και τούτο διότι η ως άνω πρόοδος συνεπάγεται, εκ των πραγμάτων, σημαντική απώλεια θέσεων εργασίας, αφού πολλές τέτοιες θέσεις χάνουν την παραγωγική τους χρησιμότητα δοθέντος ότι, λόγω των εξελίξεων της Πληροφορικής και κυρίως της Τεχνητής Νοημοσύνης, ο ανθρώπινος παράγοντας στα πεδία των θέσεων αυτών τίθεται σ’ ένα είδος «περιθωρίου». Και όσο η τεχνολογική πρόοδος καλπάζει, δεν είναι μόνο το αρνητικό κόστος της απώλειας θέσεων χειρωνακτικών ή γραμματειακών εργασιών που αυξάνει, και μάλιστα γεωμετρικώς. Το κόστος αυτό εκτείνεται ακόμη και σε θέσεις εργασίας, που ως χθες εμφανίζονταν εξειδικευμένες, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της εργασιακής ιεραρχίας. Άρα, θέσεις εργασίας που κατείχαν -ή και κατέχουν ακόμη- εργαζόμενοι με μορφωτικό και επιστημονικό επίπεδο άνω του, ως χθες, μέσου όρου. Εργαζόμενοι, οι οποίοι, υπό τις συνθήκες αυτές, είχαν επενδύσει πολύ χρόνο και κόπο για την κατοχύρωση των εργασιακής τους σταθερότητας και, ακόμη περισσότερο, είχαν «οικοδομήσει» έναν τρόπο κοινωνικής και οικονομικής ζωής, ο οποίος, σχεδόν από την μια στιγμή στην άλλη, καταρρέει, οδηγώντας τους σ’ ένα πραγματικά εφιαλτικό αδιέξοδο. Στο ίδιο ανθρώπινο δυναμικό πρέπει να συνυπολογισθούν και νέοι άνθρωποι, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν μπει ακόμη «στην παραγωγή», όμως έχουν, με πολύ μεγάλο κόστος γι’ αυτούς, οργανώσει τις σπουδές τους και το μέλλον τους με βάση τα δεδομένα συγκεκριμένων θέσεων εργασίας, που εμφανίζονταν, στην αρχή του επαγγελματικού τους προσανατολισμού και προγραμματισμού, να εξασφαλίζουν ένα πολλά υποσχόμενο κοινωνικό και οικονομικό cursus hororum.

γ) Υπό τα δεδομένα αυτά αποκτά εξαιρετική επικαιρότητα η διαπίστωση του Yuval Noah Harari, στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «21 Lessons for the 21st Century» (Yuval Noah Harari, «21 Lessons for the 21st Century», εκδ. Jonathan Cape, London, 2018, ιδίως σελ. ΧΙΙ, εκδόθηκε στα ελληνικά με τίτλο, «21 Μαθήματα για τον 21ο Αιώνα», σε μετάφραση Μιχάλη Λαλιώτη και επιμέλεια Βασίλη Μαλισιόβα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2018), σύμφωνα με την οποία στην σύγχρονη Φιλελεύθερη Δημοκρατία -πάντοτε με την μορφή της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- που σίγουρα είναι το πιο συμβατό με την φύση του Ανθρώπου σύστημα διακυβέρνησης, ο μεγάλος κίνδυνος δεν είναι, βεβαίως, η κατά κυριολεξία εκμετάλλευση του Ανθρώπου από τον Άνθρωπο, όπως είχε φαντασθεί ο Karl Marx. Σήμερα πια, και με τα κατά τ’ ανωτέρω τεχνολογικά και οικονομικά δεδομένα, ο μεγάλος κίνδυνος είναι η περιθωριοποίηση του Ανθρώπου, ως παράγοντα της κοινωνικής και οικονομικής δημιουργίας και παραγωγής. Στην οποία τον εξωθεί, κατά κύριο λόγο, η δια της οδού της άκριτης τεχνολογικής εξέλιξης αναγκαστική έξοδος από την «αγορά εργασίας» και, συνακόλουθα, από το πεδίο της, δια της προσωπικής του δημιουργίας, υπεράσπισης της αξίας του και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.

δ) Βεβαίως, η γενικευμένη αυτοματοποίηση στο πεδίο της παραγωγής φαίνεται ακόμη πολύ μακρινή, ενώ, όπως ήδη τονίσθηκε, ο κίνδυνος πλήρους υποκατάστασης του Ανθρώπου από τα δημιουργήματα της Τεχνολογίας -και ιδίως του συνδυασμού Πληροφορικής και Τεχνητής Νοημοσύνης- είναι, μάλλον, ουτοπικός. Παρ’ όλα αυτά η αλήθεια είναι πως η απώλεια θέσεων εργασίας παγκοσμίως, και δη θέσεων υψηλού μορφωτικού επιπέδου, βαίνει με γεωμετρική πρόοδο. Μέσα σε αυτό το δυσοίωνο κοινωνικό και οικονομικό τοπίο, ο μέσος Άνθρωπος αρχίζει να αισθάνεται κατά κάποιο τρόπο «περιττός» – «άχθος αρούρης»- μπαίνοντας σ’ ένα είδος κοινωνικού και οικονομικού «περιθωρίου» και αντίστοιχης «απομόνωσης». Διότι δεν πρέπει να υποτιμούμε το γεγονός ότι, με τα συγκεκριμένα δεδομένα της Τεχνολογίας και της Επιστήμης, είναι εντελώς ανεύθυνο να πιστέψουμε πως ο Άνθρωπος μπορεί να υπερασπισθεί την αξία του και να αισθανθεί πως αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του, αν απλώς του διασφαλισθούν -ίσως με την πρόοδο του Κοινωνικού Κράτους, πράγμα άκρως αμφίβολο με βάση τα τωρινά δεδομένα της κυρίαρχης οικονομικής αντίληψης διεθνώς- τα προς το ζην, δίχως όμως ενεργό συμμετοχή στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι και με εντελώς αβέβαιες προοπτικές ανέλιξης στην οικονομική και κοινωνική ιεραρχία. Ίσως, λοιπόν, πρέπει να ξαναθυμηθούμε την αξία της ρήσης του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου (κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, δ4) : «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται Άνθρωπος».

ε) Η ανάλυση που προηγήθηκε πρέπει να προβληματίσει ακόμη περισσότερο, αν αναλογισθούμε ότι αυτές οι επιπτώσεις της κατά τ’ ανωτέρω «τεχνολογικής ανεργίας» μπορούν να εξηγήσουν εύγλωττα την ατμόσφαιρα μελαγχολίας ή και κατάθλιψης, η οποία αρχίζει να κυριαρχεί σε ευρύτερες, δυστυχώς, κοινωνικές ομάδες σε πολλά σημεία του Πλανήτη. Ιδίως δε σε κοινωνικές ομάδες νέων, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και, αντίστοιχα, με ικανότητες επιστημονικής, οικονομικής και κοινωνικής προσφοράς πάνω από τον μέσο όρο. Το ζοφερό αυτό κλίμα εξωθεί, εκ των πραγμάτων, τον πληττόμενο από αυτές τις συνθήκες ζωής Άνθρωπο σε νοοτροπίες και συμπεριφορές άκρως υπονομευτικής, κοινωνικώς, ριζοσπαστικοποίησης. Και είναι προφανές ότι τέτοιες νοοτροπίες και συμπεριφορές οδηγούν, κυρίως τους νέους, π.χ. σε τάσεις είτε αμφισβήτησης κάθε μορφής πολιτικής εξουσίας, ακόμη και της πιο νομιμοποιημένης δημοκρατικώς, λόγω της ανικανότητάς της να εγγυηθεί στοιχειώδεις συνθήκες αξιοκρατικής συνοχής του κοινωνικού συνόλου. Είτε προσήλωσης σε, «νεότευκτα» διεθνώς, αυταρχικά πρότυπα ηγεσίας, τα οποία -πολλές φορές μάλιστα με την «λεοντή» του φιλελεύθερου δημοκρατικού προτύπου- εμφανίζονται, δήθεν, να «κήδονται», με συγκεκριμένες πολιτικές «οικονομικού προστατευτισμού» intra muros και ανάλογες τακτικές σχεδόν ρατσιστικής μεταχείρισης ορισμένων κοινωνικών ομάδων, των συμφερόντων και του μέλλοντος του ανθρώπινου δυναμικού, που αισθάνεται θύμα της «τεχνολογικής ανεργίας», υπό την προμνημονευόμενη μορφή και με τις εντεύθεν επώδυνες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις.

ΙΙΙ. Η κανονιστική σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου ως ανασχετικός παράγων για τον μετασχηματισμό των επιπτώσεων της αρνητικής πλευράς της Τεχνολογίας.

Στην αποστολή του -όπως και στην συνακόλουθη αποστολή του Κράτους Δικαίου- για τον μετασχηματισμό των επιπτώσεων, τις οποίες προκαλεί κατά τ’ ανωτέρω, στο πεδίο των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων και ιδίως στο πεδίο απρόσκοπτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο Κανόνας Δικαίου έχει ν’ αντιμετωπίσει μιαν άκρως διαβρωτική και επικίνδυνη αδυναμία: Την κανονιστική του σχετικότητα, η οποία είναι εγγενής είτε εμφανίζεται, κατά βάση τουλάχιστον, επίκτητη.

Α. Η εγγενής κανονιστική σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου.

Η ραγδαία μεταβολή των δεδομένων του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι και η περαιτέρω επιδείνωση της μεταβολής αυτής, λόγω της βαθειάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και των επιπτώσεών της στο Κοινωνικό Κράτος Δικαίου, επιδρούν αρνητικά πάνω στην όλη θεσμική υπόσταση του Κανόνα Δικαίου ενισχύοντας, δυστυχώς, τα στοιχεία που αναδεικνύουν την εγγενή του σχετικότητα. Συγκεκριμένα πρόκειται για τη σχετικότητα που, όπως ήδη επισημάνθηκε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου, οφείλεται στην ιδιομορφία της διαδικασίας γέννησης και εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου και η οποία τον διαφοροποιεί από το «νόμο» στο πεδίο των θετικών επιστημών. Η σχετικότητα αυτή, η οποία εκδηλώνεται ουσιαστικά -ούτως ή άλλως, λόγω της δομής του Κανόνα Δικαίου- σε τρία επίπεδα που αποδίδουν την πορεία του από τη θέσπισή του ως την τελική παραγωγή των αποτελεσμάτων του, επιδεινώνεται αντιστοίχως υπό τις ακόλουθες συνθήκες:

1. Ως αμιγώς ανθρώπινο δημιούργημα, ο Κανόνας Δικαίου στο αρχικό στάδιο της θέσπισής του υπόκειται στην επιρροή της σχετικότητας αναφορικά με τα όρια τόσο των προσλαμβανουσών παραστάσεων του ad hoc αρμόδιου για τη θέσπιση κρατικού οργάνου όσο και των δυνατοτήτων του να τις αποδώσει και να τις αποτυπώσει νομοτεχνικώς.

α) Όπως είναι προφανές το, lato sensu φυσικά, κρατικό όργανο, το οποίο καλείται -υπό τους όρους που καθορίζει, ανάλογα με το είδος ρύθμισης, η έννομη τάξη και η βούληση του πολιτικώς επισπεύδοντος- να διατυπώσει γλωσσικώς τον Κανόνα Δικαίου βρίσκεται κατ’ ανάγκη αντιμέτωπο με την αδήριτη υποκειμενικότητά του ως προς τη νομική σύλληψη και απόδοση και της εν γένει κοινωνικοοικονομικής υποδομής και του περιεχομένου της κανονιστικής ρύθμισης, προκειμένου να επιτυγχάνει το σκοπό της. Και η υποκειμενικότητα αυτή -άρα η αντίστοιχη σχετικότητα- μεγεθύνεται όσο περισσότερα είναι τα πρόσωπα, τα οποία εμπλέκονται στην όλη διαδικασία διατύπωσης του Κανόνα Δικαίου, αφού το τελικό αποτέλεσμα πρέπει να είναι, μοιραία, προϊόν σύνθεσης και συμβιβασμού.

α1) Η ως άνω υποκειμενικότητα και σχετικότητα τεκμηριώνονται και μόνον από το γεγονός ότι αν, θεωρητικώς, δύο πρόσωπα κληθούν να διατυπώσουν, ακολουθώντας τις ίδιες πολιτικές οδηγίες, έναν συγκεκριμένο Κανόνα Δικαίου, εντελώς χωριστά όμως το ένα από το άλλο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα καταλήξουν στο αυτό, απολύτως, γλωσσικό αποτέλεσμα.

α2) Μ’ άλλες λέξεις, ο Κανόνας Δικαίου φέρει εκ γενετής το σπέρμα της σχετικότητας εκείνης, η οποία προκύπτει από το ότι η κατ’ ανάγκη υποκειμενική θεώρηση του οργάνου της τελικής διατύπωσής του συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιλογή της διατύπωσης, η οποία ανταποκρίνεται απολύτως και στην ακριβή σύλληψη της κοινωνικοοικονομικής υποδομής και στην πλήρη προσαρμογή στις απαιτήσεις του επιδιωκόμενου από τον Κανόνα Δικαίου σκοπού.

α3) Η εγγενής σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου και η υποκειμενικότητα της γλωσσικής του διατύπωσης έχει οδηγήσει την σύγχρονη θεωρία του Δικαίου στο συμπέρασμα, ότι γεννά εν γένει προβληματισμούς η σχέση μεταξύ Δικαίου και γλώσσας, εκφράζονται δε αμφιβολίες αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Δίκαιο είναι «αναγνώσιμο» (βλ., χαρακτηριστικά, Ino Augsberg, Die Lesbarkeit des Rechts: Texttheoretische Lektionen für eine postmoderne juristische Methodologie, 2009). Έτσι, η ερμηνεία και εφαρμογή του Δικαίου δεν αποτελούν απλώς μια «μηχανική» διαδικασία υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στον Κανόνα Δικαίου, αλλά μια σύνθετη διεργασία, η οποία οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψη πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της διαρκώς εξελισσόμενης πραγματικότητας και των πορισμάτων άλλων επιστημών. Τούτο επιτείνεται από το ότι και η ίδια η αντίληψη της προς ρύθμιση πραγματικότητας ενέχει υποκειμενικά στοιχεία. Η σύνθετη μορφή του ζητήματος αυτού έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων μεθοδολογικών εργαλείων ερμηνείας και ανάλυσης του Κανόνα Δικαίου, με σκοπό την αποτελεσματικότερη σύνδεσή του με τα πραγματικά δεδομένα και τις ρυθμιζόμενες σχέσεις, με χαρακτηριστικότερο, ίσως, παράδειγμα τη «Νέα Επιστήμη του Διοικητικού Δικαίου» («Neue Verwaltungsrechtswissenschaft»), (βλ. Andreas Voßkuhle/ Thomas Wischmeyer, The «Neue Verwaltungsrechtswissen-schaft» against the Backdrop of Traditional Administrative Law Scholarship in Germany, σε Susan Rose-Ackerman/Peter L. Lindseth/Blake Emerson (επιμ.), Comparative Administrative Law, B΄ έκδοση, 2017, σελ. 85-102).

β) Αν, επομένως, αναλογισθεί κανείς ότι αφενός η σύγχρονη κοινωνικοοικονομική υποδομή του Κανόνα Δικαίου, μέσα μάλιστα στη δίνη της οικονομικής κρίσης, όχι μόνο μεταβάλλεται αενάως αλλ’ αποκτά ολοένα και περισσότερο περίπλοκα τεχνικά χαρακτηριστικά και, αφετέρου -αλλά και συνακόλουθα- η αντίστοιχη «πολιτική βούληση» κανονιστικής πλαισίωσής της υπόκειται, αναγκαίως, σε ανάλογες διακυμάνσεις, τότε εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι:

β1) Πρώτον, η σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου επιδεινώνεται λόγω της εντεινόμενης ανεπάρκειας ολοκληρωμένης σύλληψης και απόδοσης της κοινωνικοοικονομικής του υποδομής υπό όρους κανονιστικής ρύθμισης.

β2) Δεύτερον, η σχετικότητα αυτή επιδεινώνεται περαιτέρω λόγω του νομοτελειακώς -υπό τις κατά τ’ ανωτέρω συνθήκες- διευρυνόμενου χάσματος μεταξύ του σκοπού που καλείται να υπηρετήσει ο Κανόνας Δικαίου και της τελικής δυνατότητάς του, με βάση το ρυθμιστικό του περιεχόμενο, ν’ ανταποκριθεί αποτελεσματικώς στην αποστολή του.

2. Η μορφή αυτή σχετικότητας του Κανόνα Δικαίου οφείλεται, κατά βάση, στο γεγονός ότι, τουλάχιστον κατά κανόνα, είναι διαφορετικό το όργανο εκείνο που φέρει σε πέρας τη διαδικασία της διατύπωσης του περιεχομένου του και της τελικής θέσπισής του. Και, φυσικά, άλλο το όργανο, το οποίο καλείται να τον εφαρμόσει στην πράξη και να τον οδηγήσει έτσι στη παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων του.

α) Αν λοιπόν, όπως ήδη τονίσθηκε, είναι θεωρητικώς και πρακτικώς αδύνατο να επιτευχθεί η απόλυτη σύμπτωση έστω και της διατύπωσης του ίδιου Κανόνα Δικαίου από διαφορετικούς συντελεστές:

α1) A fortiori ισχύει το αυτό όταν πρόκειται για το όργανο που είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου μετά την έναρξη της ισχύος του. Και τούτο αφενός μεν λόγω της διαφοράς νοοτροπίας των εμπλεκόμενων οργάνων ως προς την αντιμετώπιση της ερμηνείας του Κανόνα Δικαίου. Αφετέρου δε λόγω της χρονικής απόστασης που μεσολαβεί από τη θέσπιση του Κανόνα Δικαίου ως τον χρόνο εφαρμογής του.

α2) Το μέγεθος της σχετικότητας του Κανόνα Δικαίου γίνεται περισσότερο ευδιάκριτο κατά την εφαρμογή των κανόνων δικαίου από τα όργανα της Εκτελεστικής Εξουσίας στο πλαίσιο της Αρχής της Νομιμότητας και της αντίστοιχης άσκησης των αρμοδιοτήτων τους: Καθ’ όλη τη διαδικασία έκδοσης διοικητικών πράξεων -τόσο ατομικού όσο και κανονιστικού περιεχομένου- αναδεικνύεται εντόνως η αδυναμία σύμπτωσης των αντιλήψεων, ως προς την ερμηνευτική προσέγγιση του εφαρμοζόμενου Κανόνα Δικαίου, μεταξύ του οργάνου που τον θέσπισε και του διοικητικού οργάνου που διεκπεραιώνει την εφαρμογή του. Σ’ αυτό δε το σημείο πρέπει να προστεθεί, ως στοιχείο ενισχυτικό της σχετικότητας, και η διαφορετική σύλληψη του περιεχομένου και της ερμηνείας του Κανόνα Δικαίου από τον διοικούμενο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Ο οποίος υποχρεούται να γνωρίζει και τον Κανόνα Δικαίου και τις συνέπειές του. Αλλά και να τον ερμηνεύει και να τον εφαρμόζει κατά τρόπο οιονεί «αντικειμενικό», δηλαδή «αδιαμφισβήτητο», προκειμένου ν’ αποφύγει ενδεχόμενες κυρώσεις. Πράγμα που, όπως προεκτέθηκε, είναι παντελώς ανέφικτο.

β) Την υπό την ανωτέρω έννοια σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου, σ’ αυτό το δεύτερο επίπεδο που αφορά το στάδιο εφαρμογής του, επιδεινώνει η σύγχρονη πραγματικότητα αναφορικά με την ιδιομορφία της υποδομής του και, ιδίως, την επίδραση της οικονομικής κρίσης επειδή, μεταξύ άλλων φυσικά:

β1) Πρώτον, το όργανο εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου, πέραν των επιπτώσεων από την χρονική απόσταση η οποία παρεμβάλλεται μετά τη θέσπισή του, έχει ν’ αντιμετωπίσει και την ερμηνευτική προσέγγιση δεδομένων που έχουν μεταβληθεί στην πράξη. Ιδίως δε δεδομένων που οφείλονται όχι μόνο στην ταχύτατη εξέλιξη της τεχνολογίας αλλά, επιπροσθέτως, και στην λόγω της οικονομικής κρίσης πρωτεϊκή αλλαγή και οβιδιακή μεταμόρφωση του θεσμικού περίγυρου, μέσα στον οποίο κινείται ο Κανόνας Δικαίου καθ’ όλη τη διάρκεια της εφαρμογής του.

β2) Δεύτερον -και κατά κύριο λόγο- το όργανο εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου καλείται να τον συλλάβει νοητικώς και, επέκεινα, να τον ερμηνεύσει με τρόπο ώστε να καλύψει, ως τη θέσπιση νέων κανόνων δικαίου, και νομικά κενά που στο μεταξύ προκύπτουν ως συνέπεια της επιταχυνόμενης μεταβολής της υποδομής του.

3. Τέλος, η σχετικότητα αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου κορυφώνεται, όπως είναι ευνόητο, σ’ ένα τρίτο επίπεδο, το οποίο εντοπίζεται στην αντιμετώπισή του από τ’ αρμόδια δικαστήρια.

α) Η ως άνω σχετικότητα αποκτά ουσιαστικά το νόημά της κυρίως στο πλαίσιο άσκησης της δικαιοδοτικής λειτουργίας από τον Δικαστή που επιλύει διοικητικές διαφορές. Και τούτο διότι -αντίθετα με το Δικαστή που επιλύει διαφορές ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος πρωτογενώς ερμηνεύει και εφαρμόζει την επίμαχη διάταξη, και μάλιστα secundum allegata et probata λόγω του, κατά κανόνα τουλάχιστον, ισχύοντος συζητητικού συστήματος- ο Δικαστής, ο οποίος επιλύει διοικητικές διαφορές δικαιοδοτεί υπό την εξής ιδιομορφία: Αφού ο Δικαστής αυτός ερευνά, κατ’ αποτέλεσμα, τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης ή παράλειψης, στην ουσία ερευνά την ορθότητα της ερμηνείας και εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, στο οποίο αποδίδεται η επίμαχη διοικητική πράξη ή παράλειψη. Δηλαδή κάνει σε δεύτερο βαθμό το νομικό συλλογισμό που έκανε σε πρώτο βαθμό το διοικητικό όργανο. Η συνακόλουθη, ιδιόμορφη, λοιπόν σχετικότητα ως προς τον Κανόνα Δικαίου στο προκείμενο, τρίτο, επίπεδο θεσμικής αντιμετώπισής του εντείνεται:

α1) Πρώτον, λόγω του διαφορετικού ρόλου του Δικαστή και της αντίστοιχης διαφορετικής νοοτροπίας του στο πλαίσιο της, συνταγματικώς μάλιστα κατοχυρωμένης, ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης: Ο Δικαστής, αντίθετα από το όργανο που θεσπίζει ή και εφαρμόζει μεταγενεστέρως τον Κανόνα Δικαίου, καλείται να τον ερμηνεύσει και να συναγάγει τα έννομα αποτελέσματά του υπό συγκεκριμένες δικονομικές προϋποθέσεις και με αποφάσεις που, εντέλει, εξοπλίζονται με δύναμη δεδικασμένου.

α2) Δεύτερον, και πάλι λόγω του ακόμη μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί -είναι, άλλωστε, γνωστή η βραδύτητα απονομής της δικαιοσύνης ιδίως στη Χώρα μας-από τη θέσπιση του Κανόνα Δικαίου ως την ερμηνεία και εφαρμογή του από το αρμόδιο δικαστήριο. Κάπως έτσι ο Δικαστής καλείται, στην πράξη, όχι μόνο να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τον Κανόνα Δικαίου αλλά και να τον «επικαιροποιήσει» δια της ερμηνευτικής οδού. Ώστε ν’ ανταποκρίνεται, όσο αυτό είναι εφικτό, στην εξέλιξη της κοινωνικοοικονομικής υποδομής του και στο σκοπό θέσπισής του. Και μόνον αυτή η διαπίστωση αρκεί για να καταδείξει την μεγάλη απόσταση που χωρίζει -άρα και την ανάλογη σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου- τη νομική προσέγγιση εκείνου που θεσπίζει την in concreto ρύθμιση, και εκείνου που την εφαρμόζει στην συνέχεια. Και, τέλος, εκείνου που αποφαίνεται δικαστικώς, όταν και εφόσον αναφύεται δικαστική διαφορά.

β) Υπό τα δεδομένα αυτά καθίσταται εμφανές γιατί η επανειλημμένως επισημαινόμενη κατά τ’ ανωτέρω- σύγχρονη ιδιομορφία της κοινωνικοοικονομικής υποδομής του Κανόνα Δικαίου, συντελούσης προς την ίδια κατεύθυνση και της βαθειάς οικονομικής κρίσης, καθιστά τη σχετικότητά του κυριολεκτικώς εξόφθαλμη, όταν η ερμηνεία και εφαρμογή του φθάνει στο δικαστικό επίπεδο:

β1) Πρώτον, ο Δικαστής ολοένα και πιο συχνά επωμίζεται το βάρος ερμηνείας και εφαρμογής του Κανόνα Δικαίου και υπό το κράτος μετάθεσης σε αυτόν της ευθύνης πολιτικών αποφάσεων, οι οποίες έχουν ληφθεί προηγουμένως, πολλές φορές μεσ’ από μια αυθαίρετη θεσμική προσέγγισή του. Πέραν τούτου, η ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου υπό έκτακτες συνθήκες διευρύνει, μοιραία, το χάσμα μεταξύ της έννοιας του περιεχομένου τους κατά τον χρόνο θέσπισής τους και του κανονιστικού τους πλαισίου, εντός του οποίου ο Δικαστής υποχρεούται να εξαγάγει τα έννομα αποτελέσματά τους.

β2) Δεύτερον, και με δεδομένο το γεγονός ότι η ως άνω πραγματικότητα προκαλεί «νομοθετική έκρηξη» στην κυριολεξία, ο Δικαστής καλείται να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τον Κανόνα Δικαίου σε συνάρτηση με άλλους, συναφείς προς αυτόν, κανόνες οι οποίοι δεν υπήρχαν φυσικά κατά το χρόνο θέσπισής του. Πώς, λοιπόν, να μην μεγαλώνει διαρκώς η απόσταση -ή και το χάσμα- που χωρίζει τη θεσμική προσέγγιση του Κανόνα Δικαίου κατά το χρόνο γέννησής του και κατά τον χρόνο της δικαστικής του αξιολόγησης και αξιοποίησης;

Β. Η σύγχρονη επίκτητη κανονιστική σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου.

Ως επίκτητη σχετικότητα του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου νοείται εκείνη, η οποία δεν οφείλεται στην εσωτερική δομή και λειτουργία του αλλά σ’ εξωγενείς παράγοντες, που επηρεάζουν εμμέσως την αντικειμενική του υπόσταση και την παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων του. Ο σπουδαιότερος -ορθότερα καθοριστικής σημασίας- από τους παράγοντες αυτούς είναι η υποδομή, της οποίας ο Κανόνας Δικαίου αποτελεί εποικοδόμημα, όπως εκτέθηκε αναλυτικώς. Δηλαδή η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που, μαζί με τις αντίστοιχες πολιτικές διεργασίες, συνιστά το υπόστρωμα, μεσ’ από το οποίο αναδύεται και η ανάγκη θέσπισης του Κανόνα Δικαίου και ο βασικός κορμός του κανονιστικού του περιεχομένου. Οι σύγχρονες λοιπόν κοσμογονικές μεταβολές αυτής της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας εντείνουν την, ούτως ή άλλως, υφιστάμενη εγγενή σχετικότητα του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου. Γεγονός το οποίο παράγει, μοιραίως, περαιτέρω αρνητικές επιπτώσεις ως προς την κανονιστική δυναμική και επάρκεια της έννομης τάξης γενικώς.

1. Οι μεταλλάξεις της κοινωνικής και οικονομικής υποδομής του Κανόνα Δικαίου οφείλονται -τουλάχιστον κατά βάση- σε συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η όλη εξέλιξη και λειτουργία του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Και είναι αυτές οι ιδιαιτερότητες οι οποίες, grosso modo, προσδιορίζουν την έκταση και την ένταση της σχετικοποίησης της κανονιστικής του εμβέλειας.

α) Οι στρεβλώσεις του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος επιβαρύνουν δραματικά την ομαλή πορεία του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι. Ιδίως μέσ’ από την πρόκληση συνεχών ανατροπών του, οι οποίες λόγω της φύσης τους καθίστανται και απρόβλεπτες και, συνακόλουθα, δυσχερώς αναστρέψιμες. Τις ανατροπές αυτές υποδαυλίζουν, πάντοτε στο γενικότερο πλαίσιο της δυσλειτουργίας του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, ιδίως οι εξής τρεις παράγοντες:

α1) Πρώτον, η μορφή που έχει πάρει η εν γένει παγκοσμιοποίηση των οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών.

  • Μια παγκοσμιοποίηση με άκρως «επιθετικά» στοιχεία, υπό την έννοια της διάθεσης των μέσων, δια των οποίων εξελίσσεται, αποκλειστικώς στην εξυπηρέτηση των σκοπιμοτήτων των «βουλιμικών» αγορών, σε προκλητική μάλιστα αντίθεση προς τις ανάγκες των επιμέρους εθνικών οικονομιών.

  • Και μια παγκοσμιοποίηση η οποία, υπό τα δεδομένα αυτά, δρα παντελώς ανεξέλεγκτη, μην υπακούοντας πλέον σε συγκεκριμένους ορθολογικούς οικονομικούς και νομικούς κανόνες. Είτε διότι οι κανόνες αυτοί δεν υφίστανται. Είτε -ακόμη χειρότερα- διότι οι ισχύοντες, έστω και ελλιπείς, κανόνες παραβιάζονται ανοιχτά και συστηματικά από τους παράγοντες των αγορών, μ’ «αιχμή του δόρατος» τους παράγοντες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

α2) Δεύτερον, οι σύγχρονες χρηματοπιστωτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται μέσα στον ορυμαγδό της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Μέθοδοι, οι οποίες αντιτίθενται ευθέως στις παραδοσιακές αρχές της συναλλακτικής και της τραπεζικής πίστης και, στο βωμό του εύκολου κέρδους, οδηγούν στην ανάληψη κάθε είδους αντίστοιχου χρηματοπιστωτικού ρίσκου. Μ’ ευθύ αποτέλεσμα να ωθούν σε ταχείας εξέλιξης διαλυτικές τάσεις το παραδοσιακό οικονομικό -και, επέκεινα, κοινωνικό- σύστημα. Και, άρα, σ’ αδυναμία επαρκούς τιθάσευσης των εξελίξεων αυτών, ιδίως μέσω κανονιστικών ρυθμίσεων μ’ επαρκή θεσμική και δημοκρατική νομιμοποίηση.

α3) Τρίτον, η συνδρομή της σύγχρονης Τεχνολογίας. Ειδικότερα η Τεχνολογία, δρώντας ως «βοηθός εκπληρώσεως» μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, εντείνει τις παρενέργειες της άναρχης λειτουργίας της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όπως είναι ευνόητο, προς την κατεύθυνση αυτή κορυφαίο ρόλο διαδραματίζει το τμήμα εκείνο της Τεχνολογίας, το οποίο αφορά την ακόμη ταχύτερη εξέλιξη της ψηφιακής της διάστασης και, μέσω αυτής, της γιγάντωσης των δυνατοτήτων της εν γένει ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.

β) Οι κατά τ’ ανωτέρω -και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες- επιπτώσεις στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι έχουν, όπως είναι φανερό, άμεσες επιπτώσεις στο θεσμικό καθεστώς του κανονιστικού του εποικοδομήματος, ήτοι του Κανόνα Δικαίου. Οι οποίες αφορούν και τις τρεις διαστάσεις του καθεστώτος αυτού, οδηγώντας έτσι στα άκρα τη σχετικότητα της κανονιστικής του εμβέλειας. Πρόκειται, ειδικότερα:

β1) Πρώτον, για την διάσταση της διαμόρφωσης του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου: Οι αέναες μεταβολές της κοινωνικοοικονομικής υποδομής καθιστούν άκρως δυσχερή την στοιχειώδη εκείνη σταθερότητά του για ένα εξίσου στοιχειώδες χρονικό διάστημα, που απαιτείται προκειμένου το κατά την Έννομη Τάξη επιφορτισμένο με τη θέσπιση του Κανόνα Δικαίου όργανο να συλλάβει και να διατυπώσει το κανονιστικό του περιεχόμενο. Κατά τούτο ο, lato sensu πάντα, Νομοθέτης σήμερα, και στην «απέλπιδα» προσπάθειά του να πλαισιώσει κανονιστικώς την «υδραργυρική» κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, παραπέμπει στους «κολασμένους» της μυθολογίας μας: Από το Σίσυφο, που ματαίως προσπαθούσε να σηκώσει το βράχο του στην κορυφή, ως τον Τάνταλο, που πάντα την τελευταία στιγμή αποτύγχανε να κορέσει την πείνα και τη δίψα του και ως τις Δαναΐδες, που χωρίς ελπίδα επιχειρούσαν να γεμίσουν με νερό ένα τρύπιο πιθάρι…

β2) Δεύτερον, για την διάσταση της ερμηνείας του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου μετά τη θέσπισή του. Και τούτο διότι οι βασικές επιστημονικές παράμετροι της ερμηνείας του δικαίου επιβάλλουν τη στοιχειώδη αντιστοιχία του ερμηνευόμενου κανόνα με τα δεδομένα της υποδομής, από τα οποία προέρχεται. Πραγματικά, μόνο μέσα από αυτές τις συνθήκες δηλαδή το επιφορτισμένο με την ερμηνεία του Κανόνα Δικαίου όργανο μπορεί να διαμεσολαβήσει αποτελεσματικά μεταξύ του κανονιστικού του περιεχομένου και της υποδομής που αντιστοιχεί σε αυτό. Και όταν η ως άνω υποδομή έχει ολοκληρωτικώς μεταβληθεί η ερμηνεία του θεσμικού εποικοδομήματος, όση προσπάθεια και αν καταβάλει ο συντελεστής της ερμηνείας, μοιάζει μ’ επιστημονική «άσκηση» χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, στο πλαίσιο ενός είδους ιστορικής νομικής έρευνας. Για ν’ αποφευχθεί αυτή η έκβαση θα έπρεπε ο ερμηνευτής του Κανόνα Δικαίου να οδηγηθεί στην μέσω της ερμηνευτικής μεθόδου διάπλαση ενός νέου, «επίκαιρου», Κανόνα Δικαίου, γεγονός το οποίο βεβαίως ανάγει, κατά κάποιον τρόπο, τη νομολογία σε πηγή δικαίου.

β3) Τρίτον, για την διάσταση της εφαρμογής του κανονιστικού περιεχομένου του Κανόνα Δικαίου εντός των ορίων της ερμηνείας του. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να διευκρινισθεί ότι η σχετικότητα, την οποία συνεπάγεται η συνεχής και ταχύτατη μεταβολή της υποδομής του Κανόνα Δικαίου ως προς την τρίτη του διάσταση, είναι πολύ πιο χαρακτηριστική και καθοριστική απ’ ό,τι ισχύει για τις δύο προηγούμενες. Αυτό οφείλεται στο ότι, λόγω της ιδιομορφίας της μεταβολής της υποδομής του Κανόνα Δικαίου, όταν ο ερμηνευτής του -π.χ. διοικητικό ή δικαστικό όργανο- καλείται ν’ ασκήσει την αρμοδιότητά του βρίσκεται μπροστά στην ακόλουθη ανυπέρβλητη αντίφαση: Κατά το χρονικό αυτό σημείο τα έννομα αποτελέσματα από την εφαρμογή του Κανόνα Δικαίου αφορούν μια ξεπερασμένη πραγματικότητα, την οποία συνεπώς δεν μπορούν να επηρεάσουν κανονιστικώς. Ενώ η νέα πραγματικότητα επίσης δεν είναι δυνατό να επηρεασθεί κανονιστικώς από την εφαρμογή ενός Κανόνα Δικαίου, το πλαίσιο του οποίου είναι εντελώς ξένο προς τα προς ρύθμιση δεδομένα.

2. Η σχετικότητα- ορθότερα σχετικοποίηση- της κανονιστικής δύναμης του Κανόνα Δικαίου οδηγεί σταδιακώς στην ρυθμιστική του αποδυνάμωση, ιδίως λόγω της αδυναμίας του να τιθασεύσει κανονιστικώς την κοινωνικοοικονομική υποδομή του. Κάπως έτσι όμως ο Κανόνας Δικαίου από θεσμικό «ρυμουλκό» του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι μεταβάλλεται σε παθητικό «ρυμουλκούμενο». Μ’ άλλες λέξεις ένα είδος «μπαγκαζιέρας» με ιστορικά νομικά «κειμήλια» που ακολουθεί, με οδυνηρές αναταράξεις κανονιστικής αξιοπιστίας, το προπορευόμενο -παντελώς ανεξάρτητο και ανεξέλεγκτο- όχημα της «αγέρωχης» επικυριαρχίας του «οικονομικού» ως προς τη διαμόρφωση της πορείας του κοινωνικού συνόλου. Πρόκειται, ίσως, για την επιβεβαίωση, στην πιο οδυνηρή του μορφή, του φαινομένου της «κανονιστικής δύναμης του πραγματικού» (normative Kraft des Faktischen), όπως την είχε εντοπίσει ήδη ο Γερμανός νομικός των αρχών του εικοστού αιώνα Georg Jellinek (Georg Jellinek, Allgemeine Staatslehre, 1914, σελ. 337 επ.).

α) Η κατά τ’ ανωτέρω, λόγω της σχετικοποίησης -και, άρα, ελαχιστοποίησης έως περιθωριοποίησης- συρρίκνωση της ρυθμιστικής δύναμης του Κανόνα Δικαίου οδηγεί, αναπροδράστως, και στην απώλεια της κανονιστικής του αξιοπιστίας, ιδίως μέσ’ από τις ακόλουθες συνέπειες της υπό τα δεδομένα αυτά κανονιστικής του αποδόμησης:

α1) Πρώτον, επειδή ο Κανόνας Δικαίου ισχύει για οριακό χρονικό διάστημα -ή και καθόλου- αδυνατεί να φέρει σε πέρας την αναγκαία για την κανονιστική αξία του παιδευτική-παιδαγωγική του λειτουργία. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, τα υποκείμενα δικαίου στα οποία απευθύνεται είτε δεν έχουν το χρόνο να επηρεασθούν, ως προς τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς τους, από τις επιταγές του Κανόνα Δικαίου. Είτε, ακόμη χειρότερα, αγνοούν ακόμη και την ύπαρξή του. Πράγμα που σημαίνει ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα παρανομούν δίχως καν να το γνωρίζουν. Και τούτο έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο αφενός της εκτελεστικής εξουσίας, αφού έτσι τα όργανά της δεν είναι σε θέση ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της Αρχής της Νομιμότητας. Και, αφετέρου, της Δικαστικής Εξουσίας, διότι με τον τρόπο αυτόν ο Δικαστής οδηγείται, εν αγνοία του, σε μιαν άκρως επικίνδυνη κατάσταση υφέρπουσας αρνησιδικίας.

α2) Δεύτερον, για τους ίδιους κατά βάση λόγους ο Κανόνας Δικαίου, ως θεσμικό εποικοδόμημα, αδυνατεί ν’ ασκήσει οιαδήποτε ουσιαστική επίδραση στην κοινωνικοοικονομική υποδομή του. Με τον τρόπο όμως αυτό -όπως ήδη εκτέθηκε και όπως θα εκτεθεί στα επόμενα κεφάλαια με συγκεκριμένα παραδείγματα- καθίσταται αδύνατη η αμφίδρομη επιρροή μεταξύ θεσμικού εποικοδομήματος και κοινωνικοοικονομικής υποδομής, η οποία είναι απαραίτητη για την κανονιστική ισορροπία του Κανόνα Δικαίου κατά την κλασική-παραδοσιακή του αντίληψη και, επέκεινα, για την κατά την αντίληψη αυτή επιτέλεση της αποστολής του.

α3) Τρίτον, επιπλέον ο Κανόνας Δικαίου αποδυναμώνεται επειδή, πέραν του ότι ισχύει για οριακό χρονικό διάστημα, ισχύει μόνο σε ορισμένο χώρο. Έτσι, ενώ η παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, δημοκρατικά νομιμοποιημένη νομοθέτηση νοείται καταρχήν μόνο στο πλαίσιο ενός ορισμένου συνταγματικού συστήματος και δη εντός του δημοκρατικού Κράτους Δικαίου. Επέκεινα, ο Εθνικός Νομοθέτης δεν δύναται και δομικά ν’ ανταποκριθεί σε διεθνικά φαινόμενα, καθώς η κανονιστική του εμβέλεια παραμένει περιορισμένη εντός της επικράτειά του. Υπό τα δεδομένα αυτά βρισκόμαστε ενώπιον ενός επώδυνου διλήμματος: Είτε ν’ ανεχθούμε την απορρύθμιση σε τομείς όπου η παγκοσμιοποίηση των βιοτικών σχέσεων έχει προχωρήσει αρκετά είτε ν’ ανεχθούμε την θέσπιση και υιοθέτηση διακρατικών ρυθμίσεων, που δεν ανταποκρίνονται στα παραδοσιακά επίπεδα δημοκρατικής νομιμοποίησης του Συνταγματικού Κράτους.

β) Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η απώλεια της κανονιστικής αξιοπιστίας του Κανόνα Δικαίου, πάντοτε βεβαίως κατά τη κλασική-παραδοσιακή του σύλληψη, ανοίγει το δρόμο στους «πολεμίους» του να υποστηρίζουν, urbi et orbi -βρίσκοντας ανταπόκριση ακόμη και σε κορυφαίους εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος όπως συμβαίνει, δυστυχώς, σήμερα ως και στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης- μεταξύ άλλων και ότι:

β1) Πρώτον, η κανονιστική ανεπάρκεια του Κανόνα Δικαίου διευκολύνει την ανάπτυξη στο εσωτερικό του ενός είδους άκρως διαβρωτικής θεσμικής «υβριδικότητας», η οποία εντέλει απεικονίζει τις τάσεις αλλά και τις διαστάσεις μετάλλαξής του. Κυρίως διότι μια τέτοια «υβριδικότητα» «νομιμοποιεί», προκειμένου να επιτυγχάνεται η αναγκαία ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων, την παραγωγή και εφαρμογή κανόνων μη κρατικής προέλευσης. Κανόνων εν πολλοίς άγνωστης προέλευσης και, κυρίως, μηδενικής δημοκρατικής νομιμοποίησης.

β2) Δεύτερον, η κανονιστική ανεπάρκεια του Κανόνα Δικαίου «αιτιολογεί» ακόμη και την αμφισβήτηση της ίδιας της έννομης τάξης και της ιεραρχικής της δομής. Και τούτο διότι μόνον όταν ο Κανόνας Δικαίου εφαρμόζεται στην πράξη αποτελεσματικά και, κατ’ επέκταση, παράγει πλήρως τα έννομα αποτελέσματά του νοείται η Έννομη Τάξη καθώς και η ίδια η ιεράρχηση των κανόνων δικαίου που την συνθέτουν. Αφού η ουσιαστική επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων του Κανόνα Δικαίου είναι εκείνη, η οποία μπορεί να προσδώσει έννομες συνέπειες στην ιεραρχική υπεροχή ενός Κανόνα Δικαίου έναντι άλλου. Μ’ άλλες λέξεις θεσμικώς δεν νοείται κανονιστικώς επαρκής έννομη τάξη και, κατ’ αποτέλεσμα, αντίστοιχη ιεραρχική δόμησή της με κανόνες δικαίου οι οποίοι έχουν τα χαρακτηριστικά «ατελών διατάξεων» («leges imperfectae»).

β3) Τρίτον —και σ’ αυτό συνίσταται η κορύφωση του κινδύνου ως προς την ίδια την υπόσταση του δημοκρατικώς νομιμοποιημένου Κανόνα Δικαίου- η κανονιστική ανεπάρκεια του Κανόνα Δικαίου αποτελεί εύσχημο και ευλογοφανές επιχείρημα στη «φαρέτρα» των υπερμάχων της «κανονιστικής απορρύθμισης», για την οποία θα γίνει λόγος στην συνέχεια. Και τούτο υπό την ακόλουθη «συλλογιστική»: Αφού ο Κανόνας Δικαίου κρατικής προέλευσης και αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης δεν είναι σε θέση να πλαισιώσει κανονιστικώς το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι που συνιστά την υποδομή του, η χρησιμότητά του έχει θεσμικώς και ιστορικώς εκλείψει. Άρα «ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν» για «απορρύθμιση». Δηλαδή για μια τακτική ποδηγέτησης των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων η οποία, προσαρμοσμένη πλήρως στις απαιτήσεις των «δογμάτων» του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, προπαγανδίζει υπέρ της «απελευθέρωσης» του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι από τα «δεσμά» του Κανόνα Δικαίου υπό την κλασική-παραδοσιακή του εκδοχή. Πλην όμως επειδή η άποψη αυτή δεν αρνείται, φυσικά, την ανάγκη ρύθμισής του, την «εμπιστεύεται» στην αναδυόμενη κανονιστική κυριαρχία κανόνων που εκπορεύονται από τους εκπροσώπους -και τις συνακόλουθες αντιλήψεις τους- του στρεβλού σύγχρονου καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και της επικυρίαρχης, προς το παρόν, χρηματοπιστωτικής συνιστώσας του.

ΙV. Η «απορρύθμιση», ως παράγων καθοριστικής σημασίας επιδείνωσης της επίκτητης κανονιστικής σχετικότητας του Κανόνα Δικαίου.

Η υπό την ως άνω έννοια «απορρύθμιση» εντάσσεται στο πλαίσιο των παραγόντων, οι οποίοι αφορούν την προαναφερόμενη επίκτητη κανονιστική σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου.

Α. Η έννοια της «απορρύθμισης».

Ως προς την έννοια και τις επιδιώξεις της επιχείρησης «απορρύθμιση» επισημαίνονται τ’ ακόλουθα:

1. «Κοιτίδα» της θεωρίας περί «απορρύθμισης» υπήρξε, κατά την δεκαετία του 1950, η Σχολή του Σικάγο και «γεννήτοράς» της ο M. Friedman, επικεφαλής της ακραίως νεοφιλελεύθερης αντίληψης περί μιας αποτελεσματικής δυνατότητας πλήρους «αυτορρύθμισης» της αγοράς.

α) Κατά την αντίληψη αυτή, σε γενικές γραμμές, οι παραδοσιακές αρχές του καπι­ταλισμού, ως προς την προσφορά και την ζήτηση, αρκούν, από μόνες τους, για να επιτύχουν την αναγκαία, κάθε φορά, ισορ­ροπία του όλου οικονομικού συστήματος. Ακόμη και σε πε­ριόδους οικονομικής κρίσης, η ισορροπία αποκαθίσταται αποκλειστικώς δια της εφαρμογής των οικονομικών, αμιγώς, κανόνων της αγοράς. Η κρατική παρέμβαση μόνο «δεινά» μπορεί να προκαλέσει.

β) Άρα, ο κάθε είδους και έκτασης κρατικός παρεμβατισμός όχι μόνο δεν επιλύει τα προ­βλήματα των οικονομικών κρίσεων αλλά, όλως αντιθέτως, τα επιδεινώνει. Υπό τα δεδομένα αυτά π.χ. η μέσω της κρατικής πα­ρέμβασης οργάνωση και επέκταση του Κοινωνικού Κράτους Δι­καίου, πέρα και έξω από την αυτοδύναμη λειτουργία της αγο­ράς, αποτελεί «πρόβλημα» και όχι λύση για τις οικονομι­κές κρίσεις.

2. Κατ’ ακολουθία, η ως άνω αντίληψη περί «αυτορρύθμισης» της αγοράς -και, άρα, του οικονομικού συστήματος- αποκλειστικώς μέσω των κανόνων της προσφοράς και της ζή­τησης, προϋποθέτει:

α) Σταδιακή συρρίκνωση του πεδίου δράσης του Κράτους. «Όσο λιγότερο κράτος τόσο το καλλίτερο». Κάπως έτσι το Κράτος -άρα και το Κράτος Δικαίου, υπό την εκδοχή του ιδίως ως Κοινωνικού Κράτους, και με συνταγματικό μάλιστα έρεισμα-οφείλει να περιορισθεί, περίπου, στον ρόλο του «νυκτοφύλακος κυνός», κατά την αντίληψη των μέσων του 19ου αιώνα.

β) Επίσης, ανάλογη συρρίκνωση του όγκου των κανόνων δικαίου, οι οποίοι διέπουν την άσκηση των κάθε είδους κρατικών δραστηριοτήτων. Ιδίως δε εκείνων που διέπουν την δραστηρι­ότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας, ως «αιχμής του δόρατος» της όλης κρατικής δραστηριότητας.

Β. Οι επιπτώσεις της «απορρύθμισης»

Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή στην πράξη της προμνημονευόμενης επιχείρησης «απορρύθμιση» μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:

1. Κατά πρώτο λόγο, ακριβώς εξαιτίας της συρρίκνωσης του το­μέα παρέμβασης του Κράτους, μεγάλο μέρος του κενού που προκύπτει το καταλαμβάνουν, με την δράση τους, νεοπαγείς φο­ρείς του ιδιωτικού τομέα. Φορείς οι οποίοι, λόγω της καταγωγής τους, στερούνται οιασδήποτε δημοκρατικής νομιμοποίησης. Αυ­τή δε η έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι εκείνη που αναδεικνύει και το μέγεθος των συνεπειών της φθίνουσας πορεί­ας του Κράτους Δικαίου. Και τούτο, διότι οι φορείς του ιδιωτι­κού τομέα αναλαμβάνουν έτσι την διεκπεραίωση καθηκόντων, τα οποία συνδέονται ευθέως ακόμη και με την άσκηση δημόσι­ας εξουσίας stricto sensu. Γεγονός που θίγει τον ίδιο τον πυρή­να του παραδοσιακού Κράτους Δικαίου και, πέραν των άλλων, έρχεται σ’ ευθεία αντίθεση με το ίδιο το Σύνταγμα.

2. Κατά δεύτερο λόγο -και κατά συνέπεια- εκεί όπου η παραδοσια­κή κρατική δραστηριότητα ανατίθεται πλέον σε φορείς του ιδιω­τικού τομέα, η κανονιστική ρύθμιση της αντίστοιχης δραστηριό­τητας δεν γίνεται μόνο μέσω των κανόνων δικαίου κρατικής προ­έλευσης και, άρα, αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης.

α) Επιχειρείται και μέσω «νεότευκτων» κανόνων ιδιωτικής προέλευσης και έμπνευσης, των οποίων η «νομιμοποίηση» δεν έχει ίχνος δημοκρατικής κάλυψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων κανόνων παρέχουν οι, διαρκώς πολλαπλασιαζόμενοι, παγκόσμιοι χρηματοπιστωτικοί κανόνες, όπως είναι ιδίως οι διεθνείς λογιστικοί κανόνες.

β) Με την μέθοδο αυτή η γενικότερη συρρίκνωση του Κράτους Δι­καίου εκκολάπτει και ανάλογη δραστική συρρίκνωση της δη­μόσιου χαρακτήρα Έννομης Τάξης, αφήνοντας πεδίο ανάπτυ­ξης σε μια «κανονιστική παραγωγή» ιδιωτικής καταγωγής, με κυρωτικούς μηχανισμούς επίσης ιδιωτικής καταγωγής.

3. Οι προαναφερόμενες εγγενείς αδυναμίες -λόγω των θεσμικών και πο­λιτικών κενών του- αλλά και οι επίσης προαναφερόμενες σοβαρές ατέ­λειες του Κανόνα Δικαίου, κατά την «περιδίνησή» του στο κανονιστικώς άναρχο πεδίο της «απορρύθμισης», συνιστούν τις βασικές αι­τίες του δημοκρατικού ελλείμματος, που πλήττει καιρίως το σύγχρο­νο Κράτος Δικαίου. Ένα δημοκρατικό έλλειμμα το οποίο ανιχνεύεται, και μάλιστα ευκρινώς, από την μια πλευρά στα ολοένα και πολλαπλα­σιαζόμενα κρούσματα αποδυνάμωσης της Αρχής της Νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων. Και, από την άλλη πλευρά, στην δι­αρκώς φθίνουσα πορεία της δημοκρατικής νομιμοποίησης της δρά­σης αυτής.

α) Τις δημοκρατικές αντηρίδες του σύγχρονου Κράτους Δικαίου υπονο­μεύει η κρίση της Αρχής της Νομιμότητας. Δηλαδή, κατ’ ουσίαν, η αδυναμία του δημοκρατικώς θεσπισμένου Κανόνα Δικαίου να τιθα­σεύσει κανονιστικώς την δράση των κρατικών οργάνων εν γένει. Γε­γονός το οποίο οφείλεται, ιδίως, στο ότι:

α1) Ο Κανόνας Δικαίου αδυνατεί πια να ρυθμίσει επαρκώς την κοι­νωνική και οικονομική πραγματικότητα, της οποίας αποτελεί εποικοδόμημα. Δοθέντος ότι η ταχύτητα των μεταμορφώσεών της και η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας καθιστούν, πολλές τουλάχιστον φορές, κανονιστικώς ανεπαρκή τον Κανόνα Δικαίου, ήδη κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του. Επέκεινα, η δρά­ση των κρατικών οργάνων διαμορφώνεται μέσα σ’ έναν -οιονεί άναρχο- κανονιστικό χώρο, η ιδιομορφία του οποίου έγκειται στο ότι δεν παρέχει στην αρμοδιότητα των ως άνω οργάνων στέρεο και σαφές δημοκρατικό υπόβαθρο.

α2) Συνακόλουθα, οι κυρωτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι καλούνται να εγγυηθούν την in concreto τήρηση της Αρχής της Νομιμότητας, δεν διαθέτουν το αναγκαίο, αναφορικά με την κανονιστική του εμβέλεια, θεσμικό οπλοστάσιο, που θα τους διασφάλιζε τις προϋποθέσεις αποτελεσματικής οριοθέτησης της δράσης των κρα­τικών οργάνων εντός μιας δημοκρατικώς -και με την δέουσα πληρότητα- οργανωμένης Έννομης Τάξης.

β) Το κατά τ’ ανωτέρω φαινόμενο της «απορρύθμισης», ως τρόπου περιθωριοποίησης της ρύθμισης της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας μέσω κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης, υποσκάπτει, με την σειρά του, τις δημοκρατικές αντηρίδες του σύγχρονου Κράτους Δικαίου υπό τις εξής δύο, πρωτίστως, εκδοχές:

β1) Πρώτον, η ιδιωτική πρωτοβουλία εξελίσσεται, σε μεγάλο βαθμό, πέρα και έξω από την ρυθμιστική επιρροή δημοκρατικώς διαμορ­φωμένων κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης. Εξελίσσεται δηλαδή, και μάλιστα με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, υπό την ρυθμιστική επιρροή ατελών κανόνων δικαίου άγνωστης και, εν πάση περιπτώσει, μη δημοκρατικώς δομημένης προέλευσης. Υπό τα δεδομένα αυτά η «αρμοδιότητα» των κρατικών οργάνων, κατά την ανάπτυξη της δράσης τους, χάνει σταδιακώς όχι μόνο την κανονιστική της δύ­ναμη αλλά και την απαραίτητη σύνδεσή της με τους, δημοκρα­τικής θεσμικής διάστασης, πυλώνες στήριξης του Κράτους Δικαίου.

β2) Δεύτερον, η κατά τ’ ανωτέρω, μειωμένη πλέον, δημοκρατική νο­μιμοποίηση της «αρμοδιότητας» των κρατικών οργάνων έχει άμεση επίπτωση πάνω στην αντίστοιχη δημοκρατική νομιμοποί­ηση αυτών τούτων των κρατικών οργάνων-φορέων της «αρμοδιότητας». Με την έννοια ότι αντιστοίχως μειωμένη εμφανίζε­ται και η δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων τούτων, με τις εντεύθεν αρνητικές συνέπειες ως προς την αναγνώριση του κύρους τους και την αποδοχή της εξουσίας τους εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου.

V. Η ανάγκη αποκατάστασης της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου ενόψει της αντιμετώπισης των προκλήσεων της Τεχνολογίας: Σε αναζήτηση του Forum Conveniens.

Η κατά τ’ ανωτέρω διαπιστωμένη -και, δυστυχώς, διαρκώς εντεινόμενη- αποδόμηση της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου και η συνακόλουθη μείωση της ρυθμιστικής του δύναμης στο πεδίο του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι, θέτει, μ’ επιτακτικό τρόπο, το ζήτημα της ειδικότερης εκείνης έκφρασης της ως άνω αποδόμησης, η οποία αφορά την αδυναμία του Κανόνα Δικαίου ν’ αντεπεξέλθει ευκρινώς στην αποστολή του για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της Τεχνολογίας στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων και, κατ’ εξοχήν, στο πεδίο υπεράσπισης της αποτελεσματικής άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όπως είναι ευνόητο, η απλή διαπίστωση και περιγραφή αυτής της, άκρως διαβρωτικής για την κανονιστική του αξιοπιστία, αρνητικής πτυχής του Κανόνα Δικαίου δεν αρκεί τόσο για την δική του θεσμική οντότητα όσο και, κατά λογική ακολουθία, για εκείνη του Κράτους Δικαίου και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Απαιτείται, αυτονοήτως, η αναζήτηση των μέσων αποκατάστασης, κατά το δυνατόν της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου. Ο προσανατολισμός αυτός της αναζήτησης δεν μπορεί παρά να στραφεί στα Fora Conveniens, στα οποία πρέπει ν’ ανατεθεί ένας τέτοιος θεσμικός και πολιτικός ρόλος. Και μεταξύ αυτών πρωτεύουσα θέση κατέχουν από την μια πλευρά ο Νομοθέτης και, από την άλλη πλευρά -και κυρίως- ο Δικαστής.

Α. Ο Νομοθέτης, ως υπερασπιστής της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου.

Με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, οι δυνατότητες του Νομοθέτη να υπερασπισθεί την κανονιστική ισχύ του Κανόνα Δικαίου, ενόψει των ραγδαίων μεταβολών που, λόγω Τεχνολογίας πρωτίστως, υπονομεύουν την κανονιστική επικαιρότητά του ήδη κατά την έναρξη της ισχύος του, είναι σαφώς περιορισμένη. Πολλώ μάλλον που η κανονιστική επικαιροποίησή του απαιτεί τόσο σύντομες παρεμβάσεις, ώστε τα αποτελέσματα της εφαρμογής στην πράξη να καθίστανται, αυτοθρόως, εντελώς αμφίβολης θεσμικής ποιότητας και αποτελεσματικότητας.

1. Παρά ταύτα, ο Νομοθέτης οφείλει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε η διατύπωση του Κανόνα Δικαίου να είναι, τεχνοκρατικώς και θεσμικώς, η δέουσα, προκειμένου να διασφαλίζεται ένα minimum πρόβλεψης του μέλλοντος των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Για να επιτύχει, στοιχειωδώς, στην αποστολή του αυτή ο Νομοθέτης οφείλει:

α) Πρώτον, ν’ αναζητά και να διασφαλίζει την ανάλογη τεχνοκρατική συνδρομή, ώστε οι επιλογές του ν’ ανταποκρίνονται στα επιστημονικά δεδομένα της τεχνολογικής προόδου, με βάση τα οποία πρέπει να νομοθετήσει επαρκώς.

β) Δεύτερον, να διατυπώνει τον Κανόνα Δικαίου με την δέουσα γενικότητα, η οποία του επιτρέπει την προσαρμογή στην τεχνολογική εξέλιξη και στην αντίστοιχη εξέλιξη των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, τουλάχιστον σ’ ένα στοιχειώδες, για την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του, βάθος χρόνου.

2. Η κατά τα προαναφερόμενα νομοθετική αποστολή αφορά, βεβαίως, τον κάθε Νομοθέτη, τον Εθνικό, τον Ευρωπαίο και τον Διεθνή. Πλην όμως οι δυνατότητες καθενός για την εκπλήρωση της αποστολής αυτής είναι, σαφώς, διαφορετικές. Έτσι:

α) Οι δυνατότητες του Εθνικού Νομοθέτη -πάντα υπό το φως της διαπίστωσης ότι οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα θεσμικά δεδομένα της διεθνούς πραγματικότητας- εμφανίζονται περισσότερο ενισχυμένες εκ του ότι, οπωσδήποτε, το πεδίο των υπό ρύθμιση κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων είναι αναμφισβήτητα πιο οριοθετημένο και, εκ τούτου, πιο πρόσφορο ως προς την αποτελεσματικότητα της ρυθμιστικής παρέμβασης.

β) Το αυτό -και a fortiori– ισχύει ως προς τον Ευρωπαίο Νομοθέτη. Και τούτο διότι ο Ευρωπαίος Νομοθέτης:

β1) Από την μια πλευρά έχει πολλά και πολυπρισματικά κανονιστικά μέσα για να νομοθετήσει -κανονισμούς, οδηγίες κ.λπ- και μάλιστα με την δέουσα γενικότητα ως προς την διατύπωση του Κανόνα Δικαίου. Δεν πρέπει δε να υποτιμάται το γεγονός ότι, στην πλειάδα των περιπτώσεων, οι κανόνες που παράγει ο Ευρωπαίος Νομοθέτης απευθύνονται, για περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση, στον Εθνικό Νομοθέτη, έναντι του οποίου εμφανίζεται ως ένα είδος «νομοθετικού οδηγού».

β2) Και, από την άλλη πλευρά, διαθέτει την υψηλού επιπέδου τεχνοκρατική υποδομή συμπαράστασης κατά την επιτέλεση του νομοθετικού του έργου ενώ, παραλλήλως, το «δέος» της κανονιστικής του ισχύος είναι διεθνώς αδιαμφισβήτητο, προκειμένου ν’ αποτελέσει αντίβαρο σε τάσεις τεχνοκρατικών παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να θίξουν τον πυρήνα των κατά το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο θεσμοθετημένων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

γ) Όλως αντιθέτως, εμφανής είναι η μειονεκτική θέση του Διεθνούς Δικαστή -σε κάθε επίπεδο παραγωγής κανόνων του Διεθνούς Δικαίου- ν’ ανταποκριθεί στις μεγάλες απαιτήσεις μιας τέτοιας κανονιστικής αποστολής. Η μειονεκτική αυτή θέση έχει τις ρίζες της, κατά βάση:

γ1) Αφενός στην βραδύτητα, με την οποία ο Διεθνής Νομοθέτης -ακριβώς εξαιτίας των διαδικασιών παραγωγής των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου- μπορεί να επέμβει, προκειμένου να επιφέρει τις αναγκαίες μεταβολές στο διεθνές θεσμικό γίγνεσθαι, όπως αυτές δημιουργούνται με γνώμονα τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις.

γ2) Και, αφετέρου, στο γεγονός ότι οι κυρωτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι μπορούν να διασφαλίσουν την εφαρμογή των κανόνων το Διεθνούς Δικαίου, είναι σαφώς θεσμικώς ανεπαρκείς, σε σημείο ώστε, σε πολλές τουλάχιστον περιπτώσεις, οι ως άνω κανόνες να αντιμετωπίζονται είτε ως leges minuus quam perfectae ή, ακόμη, και leges imperfectae. Και τα σημάδια για το μέλλον του Διεθνούς Δικαίου, αντίθετα από τους οιωνούς της δύναμης της τεχνολογικής εξέλιξης, δεν εμφανίζονται, θεσμικώς και κανονιστικώς, ευοίωνα.

Β. Ο Δικαστής, ως υπερασπιστής της κανονιστικής ισχύος του Κανόνα Δικαίου.

Πραγματικός θεσμικός «σύμμαχος» του Κράτους Δικαίου και του Κανόνα Δικαίου είναι εκείνος, στον οποίο μπορεί -και πρέπει-να επενδυθούν οι βάσιμες προσδοκίες ουσιαστικής και απο­τελεσματικής στήριξής του. Πρόκειται για τον Δικαστή, μέσ’ από την οργάνωση και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ίσως το συμπέρασμα αυτό να φαίνεται, prima facie, αντι­φατικό, αν αναλογισθεί κανείς αφενός ότι η ευθεία δημοκρα­τική νομιμοποίηση του Δικαστή υπολείπεται σαφώς εκείνης του Νομοθέτη. Και, αφετέρου, η Δικαστική Εξουσία εν γένει δεν έχει ως τώρα αναπτύξει, μέσα σ’ αυτή τη «σκοτεινή» οι­κονομική και κοινωνική συγκυρία, όλες τις δυνάμεις αντίστα­σης, τις οποίες διαθέτει θεσμικώς, έναντι των διαβρωτικών επιθέσεων που υφίσταται ο Κανόνας Δικαίου, η Έννομη Τάξη και το Κράτος Δικαίου. Αν όμως εμβαθύνει κανείς και στην παράδοση και στα θεσμικά αποθέ­ματα που διαθέτει η Δικαιοσύνη και με τα οποία θωρακίζεται ο Δικαστής, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουρ­γίας, θ’ αντιληφθεί ότι η αποτελεσματική ενεργοποίησή του προς αυτή την κατεύθυνση είναι περισσότερο πιθανή ή και αναμε­νόμενη σε σχέση με τις προσδοκίες που αφορούν το Νομοθέτη. Αρκεί να το θελή­σει, βεβαίως με την ώθηση της επιστήμης και της ίδιας της κοινωνίας, σε μια κοινή πορεία υπεράσπισης των δημοκρατι­κών θεσμών.

1.Ο Εθνικός Δικαστής, πρώτος αυτός, εί­ναι σε θέση ν’ αποκαταστήσει την κανονιστική ισχύ του Κανόνα Δικαίου, της Έννομης Τάξης και του Κράτους Δι­καίου. Καταλυτικό συγκριτικό του πλεονέκτημα έναντι του Νομοθέτη είναι η δικαιοδοσία του να ελέγχει τη αντισυνταγματικότητα των κάθε είδους, υποδεέ­στερης του Συντάγματος τυπικής ισχύος, κανόνων δικαίου και ν’ αποτρέπει, έτσι, την εφαρμογή τους. Με τον τρόπο αυτόν έχει την αρμοδιότητα, επιπλέον, να εμπλουτίζει υποστηρικτικώς το συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο και με τους Κανό­νες Δικαίου του διεθνούς κανονιστικού περιγύρου.

2.Με την σειρά του, ο Ευρωπαίος Δικαστής -στην ουσία το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)- μπορεί να συμβάλει καθοριστικώς τόσο στην υπε­ράσπιση του Ευρωπαϊκού Θεσμικού Κεκτημένου όσο ακό­μη και στην κάλυψη του υφιστάμενου δημοκρατικού -ορ­γανωτικού και κανονιστικού- ελλείμματος μέσα στην Ευ­ρωπαϊκή Έννομη Τάξη. Ακόμη και αν η ως σήμερα στάση του μάλλον φαίνεται να συμβαδίζει με την «παθητικότητα» του Ευρωπαίου Νομοθέτη ως προς την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών δημοκρατικών θεσμών. Ποτέ δεν είναι αργά. Και για την ακρίβεια, οφείλει να μην οδηγηθεί σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις ως προς το δικαιοδοτικό του κύρος. Μόνο που αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, κυρίως:

α) Πρώτον, την σύμπλευση του ΔΕΕ με τον Εθνικό Δικαστή στην επιχείρηση προάσπισης των δημοκρατικών θεσμών και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με την έννοια, ότι θα ήταν εντελώς ανεδαφική -ίσως και, τελικώς, κατα­στροφική- κάθε αντιπαράθεσή τους σ’ έναν στείρο αγώ­να επικράτησης του Ευρωπαϊκού έναντι του Εθνικού Δι­καίου. Πολλώ μάλλον όταν αυτό είναι κανονιστικώς αδύ­νατο, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί την σημερινή της «πολιτειακή» δομή. Όλως αντιθέτως, η αρμονική ερμηνευτική συνύ­παρξη των Εθνικών Έννομων Τάξεων με την Ευρωπαϊκή, δια των κατάλληλων μεθόδων ερμηνείας του Κανόνα Δικαίου, θα μπορούσε ν’ αντλήσει απ’ όλο το, lato sensu, Ευρωπαϊκό κανονιστικό πεδίο ως και το τελευταίο επιχεί­ρημα υπεράσπισης της, τόσο απαραίτητης όπως καταδείχθηκε, ρυθμιστικής δύναμης του Κανόνα Δικαίου.

β) Δεύτερον, την ενεργοποίηση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) προς την κατεύθυν­ση της συναγωγής συμπληρωματικών γενικών αρχών, οι οποίες έχουν ως αποκλειστικό στόχο την κάλυψη των κε­νών του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου στο πλαίσιο της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πρόκει­ται, βεβαίως, για γενικές αρχές «θεσμικού χαρακτήρα», που το ΔΕΕ μπορεί να συναγάγει από αυτό τούτο το εν γένει Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ιδίως όμως τέτοιες γενικές αρχές είναι περισσότερο χρήσιμες, όταν συνάγονται, εκ μέρους του ΔΕΕ, από το Διεθνές Δίκαιο και, πρωτίστως, από το «Ευρωπαϊκό Κοινοδίκαιο». Δηλαδή από την κοινή κανο­νιστική συνισταμένη, η οποία έχει ως ρυθμιστική πηγή το σύστημα όλων των Έννομων Τάξεων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μ’ επίκεντρο τους κανόνες της συνταγματικής παράδοσης των Κρατών-Μελών.

γ) Τρίτον, την εκ μέρους του ΔΕΕ πλήρη αξιοποίηση της κα­νονιστικής δύναμης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του Χάρτη των Θεμε­λιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλωστε, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί μέρος του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου (άρθρο 6 παρ. 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση) και, ως εκ τούτου, κριτήριο νομιμότητας του παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου και όλων των πράξεων των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ρητώς ορίζεται ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται σε αυτόν έχουν την ίδια έννοια και εμβέλεια μ’ εκείνα της ΕΣΔΑ. Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνον ευρύτερη προστασία από την ΕΣΔΑ επιτρέπεται να παράσχει στους φορείς των δικαιωμάτων (άρθρ. 52 παρ. 3 και 53 ΧΘΔΕΕ και άρθρ. 6 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση). Μια τέ­τοια αξιοποίηση πρέπει να τείνει προς δύο, κατά βάση, ερμηνευτικές κατευθύνσεις:

γ1) Η πρώτη αφορά την ερμηνευτική επιλογή, κατά την οποία τα δύο ως άνω, προστα­τευτικά των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κείμενα, φυσικά καθένα με τη νομική του ιδιοσυστασία, ερμηνεύονται ως κατευθυντήριες γραμμές για την όλη εφαρμογή του πρω­τογενούς και παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου. Άρα, in dubio, το δίκαιο αυτό ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σύμ­φωνα με τις επιταγές της ΕΣΔΑ και του Χάρτη των Θε­μελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

γ2) Και η δεύτερη αφορά την ερμηνευτική επιταγή, κατά την οποία τα όσα κα­νονιστικά κενά εμφανίζουν, ενδεχομένως, τα ως άνω κεί­μενα καλύπτονται με την, και πάλι in dubio, ερμηνεία υπέρ της πληρότητας και της αποτελεσματικότητας του ευρωπαϊκού συστήματος προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

3.Τέλος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οφείλει, σύμφωνα με τον προορισμό του, να ερμηνεύει και να εφαρμόζει την ΕΣΔΑ όχι μόνο σύμφω­να με τον αρχικό κανονιστικό προορισμό της, δηλαδή ως αυτοτελές πλαίσιο προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Αν­θρώπου. Αλλά και ως σύστημα κανόνων δικαίου που επη­ρεάζει, έστω και εμμέσως ακόμη, την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη ώστε να διασφαλίζει πλήρως τα κάθε είδους Δικαι­ώματα του Ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των Κοινω­νικών. Τούτο σημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από την μια πλευρά πρέπει να ερμηνεύει τις διατάξεις της ΕΣΔΑ με τρόπο που αποβαίνει υπέρ της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και, από την άλλη πλευρά, πρέπει να ερ­μηνεύει τις διατάξεις αυτού τούτου του Ευρωπαϊκού Δι­καίου, πρωτογενούς και παράγωγου -βεβαίως όταν και στο μέτρο που έχει σχετική δικαιοδοσία- έτσι ώστε να εφαρμόζονται υπό το πνεύμα της ΕΣΔΑ. Και όχι υπό την επιρροή των αμιγώς οικονομικής και νομισματικής λογι­κής κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου, κατ’ εξοχήν δε του παράγωγου.

Επίλογος

Ουδείς μπορεί, με άρτια επιστημονικά τεκμήρια, ν’ αμφισβητήσει το γεγονός ότι η Τεχνολογία αποτελεί ένα από τα «ευγενέστερα» επιτεύγματα του Πνεύματος. Αψευδής μάρτυρας αυτής της αλήθειας είναι, άλλωστε, το γεγονός ότι, χάρη στην Τεχνολογία και τις εφαρμογές της, η ζωή του Ανθρώπου έχει αλλάξει επί τα βελτίω σε τέτοιον βαθμό, ώστε κάθε σύγκριση με το παρελθόν -ακόμη και το πρόσφατο- να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, αφού το αντίστοιχο επιστημονικό χάσμα είναι, σχεδόν, αδύνατο να το υπερβεί κανείς.

Α. Οπωσδήποτε, αυτή η θετική όψη της τεχνολογικής προόδου δεν μπορεί -και, βεβαίως, δεν πρέπει- να κρύψει τις, όποιες, «σκοτεινές» πλευρές της.

1. «Σκοτεινές», με την έννοια ότι δημιουργούν παρενέργειες σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη δημιουργία εν συνόλω, κατά τον φυσικό προορισμό του Ανθρώπου. Και εδώ, όμως, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτές οι παρενέργειες -όταν δεν είναι προϊόν παρερμηνειών, παρεξηγήσεων ή και ευτελών φαντασιώσεων ως προς την επιρροή των τεχνολογικών επιδόσεων- δεν οφείλονται τόσο στην «φυσιογνωμία» της Τεχνολογίας, κατά την επιστημονική της καταγωγή και προοπτική, όσο στον τρόπο, με τον οποίο ο ίδιος ο Άνθρωπος προσεγγίζει και χρησιμοποιεί την Τεχνολογία.

2. Δύο, και μόνο, παραδείγματα αρκούν για να βεβαιώσουν «του λόγου το ασφαλές»:

α) Δεν είναι η τεχνολογική υφή του Διαδικτύου που οδηγεί στον ευτελισμό της Γνώσης και στην «αποθέωση» της Πληροφορίας. Είναι, αντιθέτως, ο πρόχειρος έως απλουστευτικός τρόπος, με τον οποίο ο σύγχρονος Άνθρωπος βιώνει τον «κόσμο» του Διαδικτύου, σαν να πρόκειται για ένα «Σύμπαν», το οποίο έχει ως προορισμό όχι την διευκόλυνση της ανθρώπινης δημιουργίας αλλά την ολική της μετάλλαξη, έτσι ώστε να «πλέει» σε μια «θάλασσα» «εύπεπτων» διανοητικών φαντασιώσεων.

β) Επίσης, η «τεχνολογική ανεργία» δεν συνιστά νομοτελειακή παρενέργεια της τεχνολογικής προόδου. Και τούτο διότι ναι μεν η τεχνολογική πρόοδος προκαλεί σημαντική απώλεια θέσεων εργασίας σε πολλούς τομείς απασχόλησης, οι οποίοι μας είναι εξαιρετικά οικείοι από το παρελθόν. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι έχουμε ολιγωρήσει ασυγχώρητα να χρησιμοποιήσουμε και την πρόοδο της Τεχνολογίας, ώστε να δημιουργηθούν νέες, πρόσφορες, θέσεις εργασίας, οι οποίες κάλλιστα θα μπορούσαν να καλύψουν το προαναφερόμενο κενό.

Β. Αυτές τις «σκοτεινές» πλευρές της τεχνολογικής προόδου καλείται σήμερα ν’ αντιμετωπίσει, από την πλευρά του και κατά την θεσμική και πολιτική αποστολή του, ο Κανόνας Δικαίου, υπερασπιζόμενος, ταυτοχρόνως, το Κράτος Δικαίου και την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ιδίως σε ό,τι αφορά την αποτελεσματική άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

1. Δυστυχώς, σε αυτή του την μεγάλη αποστολή ο Κανόνας Δικαίου υπονομεύεται από την κανονιστική του σχετικότητα, όπως αυτή εμφανίζεται είτε ως εγγενής είτε ως επίκτητη. Σε αυτή δε την επίκτητη κανονιστική σχετικότητα του Κανόνα Δικαίου συμβάλλει, ως ένα βαθμό αρνητικά -φυσικά μαζί με άλλες αιτίες, μεταξύ των οποίων βαρύνουσα σημασία έχει η «επικυριαρχία» του οικονομικού επί του θεσμικού, λόγω της φύσης της οικονομικής παγκοσμιοποίησης- και η ραγδαία εξέλιξη της Τεχνολογίας. Τούτο οφείλεται, ιδίως, στο ότι εξαιτίας αυτής της εξέλιξης μεταβάλλονται, αντιστοίχως, με τόσο ραγδαίο ρυθμό και οι κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, ώστε ο Κανόνας Δικαίου είναι σχεδόν αδύνατο να προσαρμόσει το κανονιστικό του πεδίο στις ως άνω μεταβολές, χάνοντας έτσι, εν τη γενέσει του πολλές φορές, την κανονιστική του αξία και αξιοπιστία.

2. Αυτή την κανονιστική ανεπάρκεια του Κανόνα Δικαίου έναντι και της τεχνολογικής προόδου καλούνται να καλύψουν:

α) Πρώτον, ο Νομοθέτης, προσαρμόζοντας τη νομοθετική του πρωτοβουλία στα νέα δεδομένα και αξιοποιώντας στο έπακρο κάθε κατάλληλη τεχνοκρατική βοήθεια και συνδρομή κατά την θέσπιση του Κανόνα Δικαίου.

β) Και, δεύτερον, -αλλά πρωτίστως- ο Δικαστής. Ο οποίος, φθάνοντας ως τα όρια της διαπλαστικής νομολογίας, κυρίως όταν θίγεται ο ίδιος ο πυρήνας συγκεκριμένων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καλείται να προσαρμόσει, μέσω των κατάλληλων μεθόδων ερμηνείας και του συνδυασμού τους, την ρύθμιση του Κανόνα Δικαίου στα μεταβαλλόμενα δεδομένα της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, δίνοντάς του έτσι «θεσμική ζωή», προκειμένου να συνεχίσει την ρυθμιστική του πορεία κατά την επιτέλεση της κανονιστικής του αποστολής.

Η μελέτη αυτή αφιερώνεται στον αείμνηστο Μιχάλη Δερτούζο, τον πρωτοπόρο και οραματιστή επιστήμονα του ΜΙΤ στον τομέα της Πληροφορικής και της Ψηφιακής Τεχνολογίας. Εκείνον, ο οποίος τόσο έγκαιρα επισήμανε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη της αμιγώς Ανθρωπιστικής χρήσης του Υπολογιστή και της Πληροφορικής, δηλαδή, εν τέλει, την ανάγκη να τεθεί η Τεχνολογία στην υπηρεσία του Ανθρώπου και να υπάρξει, επέκεινα, αρμονική συμβίωση του κόσμου της Τεχνολογίας και των Ανθρωπιστικών Επιστημών. Τις εμβληματικές αυτές θέσεις του Μιχάλη Δερτούζου συμπυκνώνει ιδανικά η ακόλουθη ρήση του, δημοσιευμένη, το 1997, στο κορυφαίο, διεθνώς, περιοδικό «Scientific American»: «Κάναμε ένα μεγάλο λάθος, πριν από 300 χρόνια, όταν διαχωρίσαμε την Τεχνολογία από τον Άνθρωπο. Είναι καιρός να τα βάλουμε ξανά μαζί». Προφανώς, ο Μιχάλης Δερτούζος αναφέρεται στο χρονικό σημείο της έναρξης της 1ης Βιομηχανικής Επανάστασης, όταν η «μηχανή» τέθηκε πλέον στην υπηρεσία της παραγωγής, πλην όμως αυτή η διαδικασία συντελέσθηκε, εν πολλοίς, ερήμην του Ανθρώπου.