Θεμελιώδης προϋπόθεση για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και, ιδίως, για την ολοκλήρωση της δομής της Ευρωζώνης είναι η τελική διαμόρφωση μιας αντιστοίχως ολοκληρωμένης «Ενιαίας Αγοράς», υπό το φως των κανονιστικών δεδομένων του άρθρου 26 παρ. 2 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία»: «Η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών». Πράγμα που συνεπάγεται, εν τέλει, ότι Ενιαία Αγορά σημαίνει, απαραιτήτως, οικονομική ολοκλήρωση εν γένει, μέσω της συνδυαστικής επιδίωξης και συντέλεσης της ανάλογης μικρο-οικονομικής αλλά και μακρο-οικονομικής ολοκλήρωσης.
Ι. Οι κανονιστικές προϋποθέσεις της Ενιαίας Αγοράς.
Η επίτευξη του ως άνω στόχου της ενιαίας Αγοράς έχει, με την σειρά της, ως εξίσου θεμελιώδη προϋπόθεση και την διαμόρφωση ενός κατάλληλου και επαρκούς ενιαίου χρηματοπιστωτικού χώρου, ικανού να ρυθμίσει αποτελεσματικώς τουλάχιστον τις βασικές παραμέτρους λειτουργίας του οικείου Τραπεζικού Συστήματος. Με απλές λέξεις, η εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ενιαία Αγορά δεν μπορεί να οργανωθεί, κατά τρόπο ολοκληρωμένο, δίχως την αντίστοιχη Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση, ιδίως σε ό,τι αφορά το οικείο Τραπεζικό Σύστημα.
Α. Η σημασία των κατάλληλων κανόνων δικαίου.
Από την άλλη πλευρά, συνιστά κοινό τόπο το γεγονός ότι μια τέτοια Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση μόνο με βάση τους απαραίτητους, ειδικούς προς τούτο και αρκούντως αποτελεσματικούς, κανόνες δικαίου είναι δυνατό να επιτευχθεί, ιδίως ως προς το τραπεζικό της σκέλος.
1. Και πάλι με απλές λέξεις, η Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να στηριχθεί κανονιστικώς μόνο πάνω στην αντηρίδα του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού Χρηματοπιστωτικού Δικαίου, με «σκληρό πυρήνα» της την σταθερή κανονιστική βάση ενός ισχυρού Ευρωπαϊκού Τραπεζικού Δικαίου. Τούτο συνάγεται, μεταξύ άλλων, πρωτίστως από τον ίδιο τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ως προς το ποιες θεωρεί ότι είναι οι κυριότερες συνιστώσες της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης.
2. Ειδικότερα, κατά τον ορισμό αυτόν, η ΕΚΤ θεωρεί ότι η αγορά για ένα συγκεκριμένο σύνολο χρηματοπιστωτικών μέσων ή υπηρεσιών είναι πλήρως ενοποιημένη, εφόσον όλοι οι δυνητικώς μετέχοντες στην εν λόγω αγορά:
α) Πρώτον, υπόκεινται σ’ ένα ενιαίο πλαίσιο κανόνων όταν αποφασίζουν να κάνουν χρήση αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων ή υπηρεσιών.
β) Δεύτερον, έχουν πρόσβαση επί ίσοις όροις σε αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή αυτές τις υπηρεσίες.
γ) Και, τρίτον, απολαμβάνουν ίσους όρους μεταχείρισης στην αγορά.
Β. Η σύγχρονη «παθογένεια» των κανόνων δικαίου.
Εν κατακλείδι, η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση δεν νοείται χωρίς την -μεταξύ άλλων φυσικά- διαμόρφωση μιας καθ’ όλα «Ενιαίας Αγοράς», η οποία, από την πλευρά της, προϋποθέτει, αντιστοίχως, την Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση μέσω των κατάλληλων πλήρων -ήτοι leges perfectae- κανόνων δικαίου. Μια εμπεριστατωμένη όμως ανάλυση των Εθνικών Έννομων Τάξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, ειδικότερα, της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, αποδεικνύει ότι το ως άνω εγχείρημα της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης χωλαίνει επικινδύνως.
1. Και τούτο όχι τόσο διότι δεν υπάρχουν, εν προκειμένω, κανόνες δικαίου θεσμοθετημένοι με στόχο την επίτευξη της Χρηματοπιστωτικής Ολοκλήρωσης, δια του θεσμικού οχήματος του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου. Όσο διότι οι κανόνες δικαίου, οι οποίοι συνθέτουν το εν λόγω Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο -κυρίως δε οι κανόνες του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου, αλλά και οι συνακόλουθοι κανόνες δικαίου της Έννομης Τάξης των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης- δεν διαθέτουν την απαιτούμενη προς τούτο κανονιστική δύναμη. Ενώ, παραλλήλως, πολλαπλασιάζονται επικινδύνως και νέοι «κανόνες δικαίου» χρηματοπιστωτικού περιεχομένου, οι οποίοι προέρχονται από ιδιωτικούς φορείς της Παγκοσμιοποιημένης Οικονομίας και δεν διαθέτουν στοιχειωδώς πραγματική δημοκρατική νομιμοποίηση.
2. Από την ως άνω σειρά συλλογισμών προκύπτει ότι η κανονιστική δύναμη των, απαραίτητων για την Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση, κανόνων δικαίου υπονομεύεται από την εγγενή και την επίκτητη σχετικότητα, η οποία πλήττει στην εποχή μας σχεδόν κάθε Κανόνα Δικαίου. Και η οποία, όμως, προσλαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις και πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά στο πεδίο του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου. Κάτι το οποίο πηγάζει από το ότι η κοινωνικοοικονομική υποδομή των κανόνων του Δικαίου τούτου μεταβάλλεται με πιο γρήγορους ρυθμούς, εξαιτίας της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης και της Τεχνολογίας. Έτσι ώστε όταν ο ερμηνευτής και εφαρμοστής τους -ιδίως δε ο Δικαστής- καλούνται να ενεργοποιήσουν, στην πράξη, την κανονιστική τους ισχύ και παραγωγή, οι κατά τ’ ανωτέρω κανόνες δικαίου είναι ήδη ρυθμιστικώς ανεπαρκείς ή, ακόμη, και σχεδόν ξεπερασμένοι ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή τους σύμφωνα με τον σκοπό θέσπισής τους.
Γ. Τ’ αντίδοτα.
Αυτή την κανονιστική ανεπάρκεια των κανόνων του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου -έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η Χρηματοπιστωτική Ολοκλήρωση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης- καλούνται να καλύψουν:
1. Πρώτον, ο Νομοθέτης, προσαρμόζοντας την νομοθετική του πρωτοβουλία στα νέα δεδομένα και αξιοποιώντας, στο έπακρο, κάθε κατάλληλη τεχνοκρατική βοήθεια και συνδρομή κατά την θέσπιση του Κανόνα Δικαίου, προκειμένου να διασφαλίζεται η αναγκαία διάρκεια και αποτελεσματικότητα κατά την εφαρμογή τους για την επίτευξη του σκοπού θέσπισής τους.
2. Και, δεύτερον -αλλά και κατ’ εξοχήν- ο Δικαστής. Ο οποίος, φθάνοντας ως τα όρια της διαπλαστικής νομολογίας, κυρίως όταν θίγεται ο ίδιος ο πυρήνας συγκεκριμένων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καλείται να προσαρμόσει, μέσω των κατάλληλων μεθόδων ερμηνείας και του συνδυασμού τους, την ρύθμιση του Κανόνα Δικαίου στα μεταβαλλόμενα δεδομένα της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, δίνοντάς του έτσι «θεσμική ζωή» για να συνεχίσει την επαρκώς ενεργή ρυθμιστική του πορεία κατά την επιτέλεση της κανονιστικής του αποστολής.
ΙΙ. Η «επιφυλακτική», επιεικώς, στάση των Εθνικών Δικαστηρίων και η αντίστοιχη νομολογιακή «τροχοπέδη».
Δυστυχώς, η ως σήμερα στάση του Δικαστή, εν προκειμένω, και ιδίως του Εθνικού Δικαστή, στο ανώτατο μάλιστα επίπεδο, με πιο αντιπροσωπευτικό και χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο των Ανώτατων Δικαστηρίων ορισμένων Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί -το αντίθετο μάλιστα, όπως εκτίθεται στην συνέχεια- ως θετική, αναφορικά με την συμβολή της στην αντιμετώπιση της ανεπάρκειας των κανόνων του Χρηματοπιστωτικού Δικαίου, έτσι ώστε να συγκροτηθεί η αναγκαία «Ενιαία Αγορά», κατά τ’ ανωτέρω. Άκρως ενδεικτική είναι η νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας (BVerfG), η οποία κάθε άλλο παρά διευκολύνει την, μέσω της πλήρους εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πορεία προς την «Ενιαία Αγορά» και την εντεύθεν τόνωση της εν γένει Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Συγκεκριμένα δε το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, μέσ’ από μια πορεία που άρχισε την 21η Ιουλίου 2016 και της οποίας η κατάληξη ήταν αναμενόμενη για τους «μυημένους» στα «arcana juris» της νομολογίας του, «διέβη τον Ρουβίκωνα».
Α. Η υπόθεση «Weiss».
Με την απόφασή του της 5ης Μαΐου 2020 (υπόθεση «Weiss»), έκανε τελικώς δεκτές ατομικές συνταγματικές προσφυγές κατά του Προγράμματος Αγοράς Ομολόγων του Κρατικού Τομέα («Public Sector Purchase Programme-PSPP»), το οποίο έκρινε αντίθετο και προς ορισμένες βασικές διατάξεις του Συντάγματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
1. Πρόκειται για πρόγραμμα – πλαίσιο αγοράς περιουσιακών στοιχείων του κρατικού τομέα του Ευρωσυστήματος, το οποίο υιοθετήθηκε με την απόφαση της 4ης Μαρτίου 2015 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) -όπως τροποποιήθηκε, στην συνέχεια, από άλλες πέντε επιμέρους αποφάσεις της- και το οποίο αποσκοπεί στην αύξηση του χρηματικού όγκου για την στήριξη της κατανάλωσης και των επενδύσεων, με στόχο την αύξηση του πληθωρισμού της Ευρωζώνης κοντά στο 2%.
2. Mε την ως άνω απόφασή του, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε από την μια πλευρά ότι η προαναφερόμενη απόφαση της ΕΚΤ για το «PSPP» κινήθηκε «ultra-vires», κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 119 και 127 επ. της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και των άρθρων 17 επ. του Κανονισμού της ΕΚΤ. Και, από την άλλη πλευρά, ότι δεν δεσμεύεται από τις περί του αντιθέτου κρίσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Β. Η αμφισβήτηση του δεδικασμένου των αποφάσεων του ΔΕΕ.
Υπό τα δεδομένα αυτά, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, αμφισβητώντας κατ’ αποτέλεσμα ευθέως το δεδικασμένο των αποφάσεων του ΔΕΕ -ακόμη και όταν έχουν εκδοθεί ύστερα από προδικαστικό ερώτημα που το ίδιο του απηύθυνε- και προκρίνοντας την δική του ερμηνεία ως προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, έναντι εκείνης του ΔΕΕ, περνώντας το μάλιστα «υπό τα καυδιανά δίκρανα» του Συντάγματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ουσιαστικώς κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα:
1. Ο Εθνικός Δικαστής, έλκοντας την καταγωγή του ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας του από το οικείο Εθνικό Σύνταγμα και την σύμφωνη με αυτό Εθνική Έννομη Τάξη, είναι αρμόδιος να ερμηνεύσει και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο κάνοντας, στην πραγματικότητα, σύμφωνη με το Σύνταγμα αυτό ερμηνεία των κατά περίπτωση διατάξεων του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Ενώ η «φιλική» προς τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς και την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση ερμηνεία εκ μέρους του Εθνικού Δικαστή επιβάλλει μια, όσο το δυνατόν βεβαίως, σύμφωνη με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο ερμηνεία του κατά περίπτωση Εθνικού Συντάγματος.
2. Συνακόλουθα, η αντίστοιχη κρίση του ΔΕΕ δεν είναι πάντα δεσμευτική για τον Εθνικό Δικαστή, γεγονός που, αναμφισβήτητα, οδηγεί περαιτέρω στην εκ πλαγίου υιοθέτηση της θέσης ότι υπάρχουν περιπτώσεις, όπου η υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου κάμπτεται ενώπιον εκείνης του Εθνικού Συντάγματος. Η απόφαση της 5ης Μαΐου 2020 του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας δεν ήλθε ως «κεραυνός εν αιθρία». Τα μηνύματά του προς αυτή την κατεύθυνση είχαν προηγηθεί, κατά τα προλεχθέντα, με την απόφασή του της 21ης Ιουνίου 2016.
Γ. Οι συνέπειες της έλλειψης «Ευρωπαϊκού Συντάγματος».
Τούτο ίσως να εξηγείται και εκ του γεγονότος πως το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας βρήκε, προκειμένου να υιοθετήσει αυτή την ερμηνευτική και νομολογιακή τακτική, πρόσφορο έδαφος στο ότι εκκρεμεί πάντα το ζήτημα της θέσπισης ενός πραγματικού Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ικανού ν’ αποτελέσει το «θεμέλιο» της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.
1.Πάνε πολλά χρόνια από τότε που απέτυχαν οι προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, και δεν είναι της ώρας ν’ αναζητήσει κανείς το ποιος και πόσο ευθύνεται εν προκειμένω. Αν και είναι περισσότερο από βέβαιο ότι το κύριο μέρος της ευθύνης πέφτει στα μεγαλύτερα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία απέρριψαν το τότε -αρκετά ατελές για να είμαστε ακριβείς- «σχέδιο» Ευρωπαϊκού Συντάγματος, μολονότι μικρότερα Κράτη-Μέλη, όπως η Ελλάδα, είχαν ακολουθήσει άλλη κατεύθυνση και το είχαν υιοθετήσει, αποδεικνύοντας στην πράξη την προσήλωσή τους στην ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος.
2. Επιπλέον, οφείλουμε να έχουμε πλήρη συνείδηση του ότι η έλλειψη ενός πραγματικού Ευρωπαϊκού Συντάγματος είναι η πιο ασφαλής απόδειξη πως η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση καρκινοβατεί επικίνδυνα, αν δεν έχει ήδη αρχίσει να κάνει διαβρωτικά βήματα προς τα πίσω. Και το σπουδαιότερο: Είναι ανάγκη να γίνει κατανοητό ότι πρέπει, δίχως χρονοτριβή, να γίνουν τα αποφασιστικά εκείνα βήματα, τα οποία θ’ αποτρέψουν την συνέχιση αυτής της μορφής «αποσύνθεσης» της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, όταν μάλιστα η στάση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου Γερμανίας κάθε άλλο παρά ως μεμονωμένο φαινόμενο μπορεί να χαρακτηρισθεί. Και τούτο διότι πολλά άλλα παρεμφερή φαινόμενα παρατηρούνται σε Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως π.χ. στην Γαλλία, στην Δανία, στην Ιταλία και στην Τσεχία.
Δ. Η «εμμονή» της Γερμανίας στην πολιτική λιτότητας και οι επιπτώσεις της.
Ως προς τον πραγματικό πολιτικό στόχο, τον οποίο τάχθηκε να υπηρετήσει, έστω και αφανώς, η ως άνω νομολογία του Δικαστηρίου της Καρλσρούης δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες, όσο και αν η συνταγματική «λεοντή» ήταν προϊόν λεπτής νομικής επινόησης και κατασκευής.
1. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας στοιχήθηκε πλήρως πίσω από εκείνη την γερμανική πολιτική, η οποία, στο πεδίο της λιτότητας που έχει υιοθετήσει κυρίως για τα λοιπά Κράτη-Μέλη της Ευρωζώνης, «απεχθάνεται» τα προγράμματα ρευστότητας -όπως το ΟΜΤ και το PSPP- και επιχειρεί να τα περιορίσει στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό οφείλεται, φυσικά μεταξύ άλλων, και στο ότι ίσως να θεωρεί τα προγράμματα αυτά μακρινό «προάγγελο» θεσμοθέτησης ενός είδους ευρωομολόγου -κάτι το οποίο βεβαίως προϋποθέτει τροποποίηση των Συνθηκών- προοπτική που η γερμανική πολιτική απορρίπτει παγίως και πεισμόνως. Εν πάση δε περιπτώσει, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ουδέποτε θέλησε να συμβιβασθεί με τον ολοκληρωμένο ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ήτοι τον ρόλο που θα την καθιστούσε μια πλήρως εξοπλισμένη και κατοχυρωμένη Κεντρική Τράπεζα, κατά το πρότυπο άλλων Κεντρικών Τραπεζών, σε παγκόσμιο επίπεδο.
2. Η στάση αυτή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας εξηγείται τόσο από το ότι θέλει να ελέγχει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως προς τις αποφάσεις της, οι οποίες -όπως τα κατά τ’ ανωτέρω προγράμματα ρευστότητας- δεν συμβαδίζουν με την δική της οικονομική οπτική γωνία για την προοπτική της Ευρωζώνης. Όσο και το ότι δεν επιθυμεί τον ολοκληρωμένο έλεγχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε όλο το φάσμα του Τραπεζικού Συστήματος εντός της Ευρωζώνης ή, για την ακρίβεια και κατ’ ουσίαν, δεν επιθυμεί τον πλήρη έλεγχό της σε όλο το φάσμα του δικού της τραπεζικού συστήματος για λόγους που η γερμανική πλευρά καλά γνωρίζει, ενώ οι λοιποί Εταίροι στην Ευρωζώνη τους «ψιθυρίζουν» -δίχως όμως να θέτουν το μείζον τούτο ζήτημα ευθέως και «μεγαλοφώνως»- στους «διαδρόμους» των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης.
Ε. Η ευθύνη του ΔΕΕ.
Μια αντικειμενική θεώρηση των θεσμικών και πολιτικών επιπτώσεων της νομολογίας «Gauweiler» και «Weiss» -και της αντίστοιχης νομολογιακής διαδρομής από το 2016 ως το 2020- του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, οδηγεί στο εξής γενικότερο συμπέρασμα:
1. Η ως άνω νομολογία συνιστά ένα ακόμη, άκρως αρνητικό, σύμπτωμα της κρίσης που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση και, ειδικότερα, η πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της ενίσχυσης του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος. Και τούτο διότι, κατ’ ουσίαν και κατ’ αποτέλεσμα, η νομολογιακή γραμμή του Δικαστηρίου της Καρλσρούης υπονομεύει την, ήδη εύθραυστη, ισορροπία της ενότητας και της ασφάλειας δικαίου στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.
2. Για να «διαβεί τον Ρουβίκωνα» νομολογιακώς και να στραφεί κατά του Λουξεμβούργου -βλέπε ΔΕΕ- το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας δεν φαίνεται να συνάντησε, δυστυχώς, μεγάλες αντιστάσεις. Ιδίως δε από την μια πλευρά το θεσμικό κενό της έλλειψης ενός και τυπικώς καταστρωμένου Ευρωπαϊκού Συντάγματος, του επέτρεψε να θέσει ως «λυδία λίθο» της άσκησης της δικαιοδοσίας του το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Ως το σημείο μάλιστα της περιθωριοποίησης της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του ΔΕΕ, μέσω της υποκατάστασής του κατά την ερμηνεία του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και, από την άλλη πλευρά, η ανεκτική και υποχωρητική στάση του ΔΕΕ το οδήγησε στο καίριο λάθος της μη απόρριψης, ως απαραδέκτων καθ’ ό αντιθέτων προς τις προϋποθέσεις που θέτουν σαφώς οι διατάξεις του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ, των διαδοχικών προδικαστικών ερωτημάτων του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας.
ΙΙΙ. Ο ρόλος της ΕΚΤ.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες θα ήταν ασυγχώρητο ν’ αφεθεί χωρίς άμεση απάντηση και αποφασιστική αντίδραση η νομολογιακή κατάσταση, που δημιούργησε το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας στο πλαίσιο των αποφάσεων «Gauweiler» και «Weiss», με την σύμπραξη -και όχι απλώς την ανοχή- της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Α. Οι επιταγές της ασφάλειας δικαίου.
Όπως τονίσθηκε επανειλημμένως στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης, μια τέτοια νομολογιακή κατάσταση πλήττει καιρίως την ενότητα και την ασφάλεια δικαίου εντός της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης και είναι ένας πρόσθετος «κακός οιωνός» στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
1. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με τα μέσα που θεσμικώς και πολιτικώς διαθέτουν -και τα οποία δεν είναι ευκαταφρόνητα- πρέπει ν’ αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Το οφείλουν στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας η αποστολή, κατ’ εξοχήν στους σημερινούς κρίσιμους και χαλεπούς καιρούς, υπερβαίνει τα Κράτη-Μέλη της και αφορά τον πλανητικό ρόλο που της αναλογεί, αναφορικά με την υπεράσπιση του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του, υπό καθεστώς Δημοκρατίας, Δικαιοσύνης, κυρίως δε Κοινωνικής Δικαιοσύνης.
2. Ως προς τις κινήσεις που πρέπει να γίνουν αμέσως, ώστε τα θεσμοθετημένα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ν’ αντιδράσουν καταλλήλως και «να στείλουν το μήνυμα» προς το Βερολίνο και την Καρλσρούη ότι δεν είναι διατεθειμένα να τηρήσουν παθητική και ανεκτική στάση μπροστά στην ευθεία πλέον αμφισβήτηση της ενότητας και της ασφάλειας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης καθώς και του δικαιοδοτικού κύρους του ΔΕΕ κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, παρατηρούνται τα εξής:
Β. Τα δικονομικά δεδομένα ως προς τον ρόλο της ΕΚΤ.
Θα ήταν λάθος να χρησιμοποιηθούν, είτε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είτε από Κράτος-Μέλος, οι διαδικασίες προσφυγής κατά του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας των διατάξεων των άρθρων 258-259 της Συνθήκης της Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1. Και τούτο διότι αφενός θα οξύνουν, χωρίς αποτέλεσμα μάλιστα, το όλο κλίμα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Και, αφετέρου, ακόμη και σε περίπτωση καταδίκης της από το ΔΕΕ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα «περιχαρακωθεί», επικαλούμενη το Σύνταγμά της, πίσω από τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της. Έτσι θα κερδίζει χρόνο και θα συνεχίζει την, άκρως μειωτική, για τα Ευρωπαϊκά Όργανα τακτική της.
2. Είναι πολύ προτιμότερο ν’ ακολουθηθεί η εξής διαδικαστική τακτική, με «όπλο» την ίδια την απόφαση «Weiss» του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας:
α) Πρώτον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ως όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αντλεί τις αρμοδιότητές του από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, οφείλει πάραυτα να τονίσει ότι δεσμεύεται από την απόφαση και την ερμηνεία του ΔΕΕ και ότι, κατά συνέπεια, θα συνεχίσει απρόσκοπτα την εφαρμογή των προγραμμάτων ρευστότητας OMT και PSPP. Επιπλέον, και για να ενισχύσει την νομική πληρότητα της απόφασης του ΔΕΕ που έκρινε το προδικαστικό ερώτημα του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, πρέπει να τεκμηριώσει συμπληρωματικώς γιατί και πώς τα προγράμματα αυτά είναι απολύτως σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
β) Δεύτερον, αυτές τις θέσεις της, με την συμπληρωματική τεκμηρίωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να τις κοινοποιήσει αμέσως στη Bundesbank, τονίζοντάς της ότι υπό τις προϋποθέσεις αυτές οφείλει να συμπράξει και εκείνη στην πλήρη εφαρμογή του PSPP, αφού έτσι δεν έχει έρεισμα άρνησης ούτε με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ούτε καν με βάση το ίδιο το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
γ) Τρίτον, αν η Bundesbank, με τις πρόσθετες επεξηγήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θελήσει να βρει διέξοδο συμβιβασμού – που θα ήταν εκ μέρους της δείγμα καλής θέλησης επίλυσης του προβλήματος – και να εφαρμόσει το PSPP, τόσο το καλλίτερο.
δ) Τέταρτον αν, αντιθέτως, η Bundesbank εμείνει στην άρνησή της, επικαλούμενη την απόφαση «Weiss» του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, τότε ανοίγεται ο δρόμος προσφυγής στο ΔΕΕ είτε κατά της Bundesbank, από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας –όπερ και ορθότερο– κατά τις διατάξεις του άρθρου 263 εδ. γ΄της ΣΛΕΕ, δοθέντος μάλιστα ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 271 περ. δ) της ΣΛΕΕ, το ΔΕΕ είναι αρμόδιο, μεταξύ άλλων, και επί διαφορών που αφορούν «την εκτέλεση εκ μέρους των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών των υποχρεώσεων που απορρέουν από Συνθήκες και το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ…. Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι Εθνική Κεντρική Τράπεζα έχει παραβεί υποχρέωσή της εκ των Συνθηκών, η Τράπεζα αυτή οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου». Είτε κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 263 εδ. β΄της ΣΛΕΕ.