Πρόλογος
Η συνειδητοποίηση του νοήματος της αξίας του Ανθρώπου και του χρέους υπεράσπισής της σε μια δημοκρατικώς οργανωμένη κοινωνία -άρα σ’ ένα δημοκρατικώς οργανωμένο Κράτος- περνάει μέσ’ από την αντίστοιχη συνειδητοποίηση της έννοιας της Ελευθερίας και των επιμέρους δικαιωμάτων, μέσω των οποίων αυτή ασκείται.
A. Και τούτο διότι δίχως καθεστώς Ελευθερίας, τουλάχιστον υπό όρους δημοκρατικής της απόλαυσης, ουδείς μπορεί να υπερασπισθεί την αξία του και ν’ αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητά του, μέσω της συμμετοχής του στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή. Πλην όμως -και πάντα σε μια δημοκρατικώς οργανωμένη κοινωνία- η Ελευθερία συνοδεύεται, ανυπερθέτως, από την «δίδυμη αδελφή» της, την Ευθύνη. Ήτοι την Ευθύνη άσκησης των δικαιωμάτων υπό όρους που ναι μεν καθιστούν την Ελευθερία πράξη, πλην όμως δεν παραβιάζουν τα δικαιώματα των άλλων και, έτσι, δεν στρέφονται ευθέως εναντίον της συνοχής του κοινωνικού συνόλου, συνακόλουθα δε δεν επιφέρουν ρήξη του κοινωνικού ιστού. Υπό τα δεδομένα αυτά το «εμβόλιο» της, όποιας, μελλοντικής Πανδημίας με βάση την σημερινή μας εμπειρία, συνίσταται και στην συνειδητοποίηση και κατανόηση του τί σημαίνει «είμαι ελεύθερος», καθώς και ποιο είναι το μερίδιο Ελευθερίας που πρέπει να εκχωρούμε -και, φυσικά, υπό ποιους όρους εκχώρησης- στους άλλους, ως «σπονδή» στο κοινωνικό σύνολο και στην αρμονική κοινωνική συνύπαρξη, όπως επίσης και πώς πρέπει να προσεγγίζουμε την Τεχνολογία και τα επιτεύγματά της, προκειμένου να στηρίζουν και όχι ν’ αναιρούν την Ελευθερία.
Β. Σε γενικές, λοιπόν, γραμμές, η Πανδημία του Covid-19 μπορεί και πρέπει να μας διδάξει πολλά για να διανύσουμε στο μέλλον την απόσταση ανάμεσα στην Ατομικότητα και στην Συλλογικότητα, έτσι ώστε να μην γίνουμε ξανά έρμαια ψευδαισθήσεων ως προς το μέγεθος της αυτονομίας καθενός και ως προς το χρέος συμπεριφοράς απέναντι στους άλλους. Μόνον έτσι θα νοιώσουμε βαθιά μέσα μας ότι η μοναχικότητα, που υπό ομαλές συνθήκες μας φαίνεται τείχος υπεράσπισης της ιδιωτικότητας, μπορεί ξαφνικά να χτίσει μιαν άλλη «Σπιναλόγκα», μέσ’ από την απομόνωση της οποίας θα νοσταλγούμε, αγιάτρευτα αλλά και μάταια, τ’ αγαθά της κοινωνικής συνύπαρξης και της Αλληλεγγύης.
Ι. Οι περιορισμοί της Ελευθερίας και η αδήριτη ανάγκη οριοθέτησής τους στο ελάχιστο αναγκαίο.
Πριν απ’ όλα, πρέπει να σκεφθούμε ότι η σύγχρονη Φιλελεύθερη Δημοκρατία βρίσκεται πολύ μακριά από το πνεύμα των πρώτων Διακηρύξεων των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είτε στις ΗΠΑ είτε, κυρίως, στην Γαλλία. Και τούτο όχι μόνο γιατί στα πρώτα και παραδοσιακά Δικαιώματα του Ανθρώπου, τα ατομικά, έχουν προστεθεί και τα κοινωνικά ή και τα μικτά, που υπερβαίνουν το πεδίο της Ελευθερίας και υποχρεώνουν το Κράτος -ή και τρίτους ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα- να προβαίνουν σε συγκεκριμένες παροχές υπέρ των δικαιούχων. Αλλά και γιατί αποτελεί πια κοινό τόπο στην θεωρία και στην πράξη της Νομικής και της Πολιτικής Επιστήμης πως ουδέν δικαίωμα είναι αμιγές. Κάθε δικαίωμα είναι μικτό, κυρίως με την έννοια του ότι στον φορέα του αντιστοιχεί όχι μόνον η ελευθερία απόλαυσής του αλλά και η ανάλογη ευθύνη, ώστε η απόλαυση αυτή να μην αναιρεί τον πυρήνα των δικαιωμάτων των λοιπών μελών του κοινωνικού συνόλου. Την λογική αυτή υπηρετούν κανονιστικώς π.χ. και οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2, 3 και 4 του Συντάγματός μας, μέσω των οποίων ορίζεται, διαδοχικώς, και ότι η άσκηση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οφείλει να υπηρετεί την πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε Ελευθερία και Δικαιοσύνη, η καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων αυτών δεν επιτρέπεται και το Κράτος δικαιούται ν’ αξιώνει, απ’ όλους τους πολίτες, την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης. Έχοντας λοιπόν βιώσει, μέσα στην Πανδημία του Covid-19, την πρωτόγνωρη εμπειρία της απομόνωσης και των περιορισμών της Ελευθερίας και προκειμένου να διαχειρισθούμε την ανάκτησή της μετά το τέλος της εισβολής του ιού, είναι καλό, ακριβώς για να μην φθάσουμε από το ένα άκρο της άκρατης άσκησής της ως το άλλο άκρο, εκείνο του φοβικού «μιθριδατισμού» της διαρκούς ανοχής των περιορισμών της, χρήσιμο είναι να θέσουμε «τον δάκτυλον επί των τύπων των ήλων». Ήτοι να ξανασκεφθούμε την Ελευθερία μέσα στο θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο του δημοκρατικώς οργανωμένου Κράτους Δικαίου. Το ισχύον Σύνταγμά μας, με τις κατά καιρούς αναθεωρήσεις του, μας παρέχει ένα καλό πεδίο διαλογισμού εν προκειμένω:
Α. Ο Ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του Συντάγματός μας.
Το Σύνταγμά μας διαπνέεται, στο σύνολό του, από την Φιλελεύθερη «ιδεολογία». Και η Φιλελεύθερη «ιδεολογία» του προκύπτει, κατά κύριο λόγο, μεσ’ από τις διατάξεις του εκείνες οι οποίες προσδίδουν, εν είδει θεσμικού εποικοδομήματος, κανονιστικές διαστάσεις υπέρτερης τυπικής ισχύος στο αμάλγαμα που προκύπτει από τον συνδυασμό αφενός της Ελεύθερης Οικονομίας της Αγοράς. Και, αφετέρου, της εντός αυτής δραστηριοποίησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, κατ’ αποκλεισμό – πάντοτε κατά κανόνα βεβαίως – της παρέμβασης των, lato sensu, κρατικών οργάνων. Αυτόν τον θεσμικό προσανατολισμό «ιδεολογικής» υφής εμπεδώνουν και τεκμηριώνουν:
1. Οι γενικές ρήτρες του Συντάγματος.
Πρώτον, οι γενικές ρήτρες του Συντάγματος οι οποίες, όπως προεκτέθηκε, προσδίδουν σε αυτό τον όλο Ανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα. Πρόκειται:
α) Από την μια πλευρά – και ιδίως – για την γενική ρήτρα του άρθρου 2 παρ.1 του Συντάγματος, κατά τις διατάξεις του οποίου, όπως προεκτέθηκε, «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Ο κορυφαίος ρόλος της ρήτρας αυτής αναδεικνύεται από το ότι το Σύνταγμα, κατά την ρητή διατύπωσή του, ανάγει την υποχρέωση της προστασίας της αξίας του Ανθρώπου όχι απλώς σε «πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» αλλά, κυριολεκτικώς, «στην» πρωταρχική της υποχρέωση. Ως προς την κανονιστική δε σημασία της ως άνω ρήτρας αρκεί η συμπυκνωμένη επισήμανση ότι, κατ’ αυτήν, είναι ο Άνθρωπος, ως άτομο και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, ο οποίος, επειδή εκπροσωπεί τον αποκλειστικό φορέα υπεράσπισης της αξίας του, νομιμοποιείται να κινείται δημιουργικώς στο πεδίο του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι. Ενώ το Κράτος οφείλει να περιορίζεται στον ρόλο του φορέα ο οποίος, μέσω του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του Ανθρώπου, απλώς του διασφαλίζει τις προϋποθέσεις ακώλυτης – φυσικά στο πλαίσιο της Έννομης Τάξης – και έμπρακτης ανάδειξής της. Πρέπει δε να τονισθεί, με ιδιαίτερη έμφαση, ότι η προαναφερόμενη κανονιστική εμβέλεια της γενικής ρήτρας της αξίας του Ανθρώπου αποκτά τόσο μεγαλύτερη διάσταση, όσο -κατά τα επίσης προλεχθέντα- η «αξία» έχει πολύ ευρύτερη προστατευτική εμβέλεια από την «αξιοπρέπεια», την οποία χρησιμοποιούν ορολογικώς άλλα Συντάγματα (π.χ. ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης του 1949).
β) Και, από την άλλη πλευρά, για την, επίσης προαναφερθείσα, γενική ρήτρα του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγματος, κατά τις διατάξεις του οποίου «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Είναι προφανές πως η δεύτερη γενική ρήτρα λειτουργεί ενισχυτικώς αλλά και συμπληρωματικώς σε σχέση με την γενική ρήτρα που αφορά την αξία του Ανθρώπου. Και τούτο διότι ο κυριότερος τρόπος υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου, μέσω της δραστηριοποίησής του στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι, επιτυγχάνεται, και δη προνομιακώς, δια της ελεύθερης ανάπτυξης της δραστηριότητάς του στους τομείς της κοινωνικής, της οικονομικής και της πολιτικής ζωής, που απαρτίζουν το σύνολο του πεδίου δράσης του Ανθρώπου. Πλειάδα διατάξεων κοινών νόμων αλλά και κανονιστικών διοικητικών πράξεων εξειδικεύουν, στην πράξη, την ρήτρα των διατάξεων του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγματος, οργανώνοντας τις αντίστοιχες έννομες σχέσεις στους επί μέρους τομείς δραστηριοποίησης του Ανθρώπου.
2. Οι βασικοί θεσμικοί πυλώνες.
Δεύτερον, οι βασικοί θεσμικοί πυλώνες, οι οποίοι απαρτίζουν τις αντηρίδες στήριξης αυτού τούτου το πολιτειακού και κρατικού οικοδομήματος. Πρόκειται:
α) Πριν από κάθε άλλο, για τον θεσμικό πυλώνα της Διάκρισης των Εξουσιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος. Αυτό προκύπτει εκ του ότι η αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, μεσ’ από την λογική της αρχής των, αγγλοσαξονικής προέλευσης, «checks and balances» («θεσμικών αντιβάρων») -με αναγωγή στον Πολύβιο και στην διάκριση σε μοναρχία, αριστοκρατία και δημοκρατία, και υπό την επιρροή, στην περίπτωση του Αμερικανικού Συντάγματος, των Montesquieu και William Blackstone, μεταξύ άλλων- προσδίδει ουσιαστικό περιεχόμενο στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Και τούτο διότι ανάγει σε κορυφαίο θεσμικό «πρόταγμα» και «πρόσταγμα» το, κανονιστικού περιεχομένου, αξίωμα ότι ουδεμία συντεταγμένη εξουσία λειτουργεί ανεξελέγκτως και, συνακόλουθα, αυθαιρέτως, αφού είναι θεσμικώς δεσμευμένη να σέβεται τα όρια δράσης των δύο άλλων. Καίριας δε σημασίας προς την κατεύθυνση αυτή είναι η εντός της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών οριοθέτηση της Εκτελεστικής Εξουσίας – δηλαδή της πιο «επικίνδυνης», με βάση την φύση της ως μήτρας του θεσμικώς οργανωμένου καταναγκασμού – υπό την εξής έννοια: Τα όργανά της, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, δεσμεύονται τόσον από την Νομοθετική Εξουσία, η οποία καθορίζει το κανονιστικό πλαίσιο των ως άνω αρμοδιοτήτων. Όσο και από την Δικαστική Εξουσία, η οποία ελέγχει, επιβάλλοντας τις in concreto προβλεπόμενες κυρώσεις, το αν και κατά πόσον η αρμοδιότητα των οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας ασκείται εντός του νομοθετικώς προσδιορισμένου πλαισίου.
β) Επέκεινα, για τον θεσμικό πυλώνα του Κράτους Δικαίου. Αρκεί εδώ να τονισθεί ότι το Κράτος Δικαίου, κατά την ίδια την λογική του, απορρέει από την αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, ενισχύοντας τον ρόλο της ως προς την θωράκιση των εγγυήσεων ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Και τούτο διότι το Κράτος Δικαίου, μέσω των κανόνων δικαίου και των κυρωτικών μηχανισμών διασφάλισης της εφαρμογής τους, υπερασπίζεται αποτελεσματικώς τον Άνθρωπο κατά την άσκηση των συνταγματικώς -και όχι μόνο, δοθέντος ότι καίριο ρόλο προστασίας εν προκειμένω διαδραματίζουν και οι διατάξεις του Ευρωπαϊκού και του Διεθνούς Δικαίου- κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις θεσμικές συντεταγμένες του, είναι αυτό που αποτρέπει κάθε αυθαίρετη παρέμβαση των οργάνων του Κράτους στο πεδίο ακώλυτης άσκησης των προμνημονευόμενων δικαιωμάτων.
γ) Τέλος, και συνακόλουθα, για τον θεσμικό πυλώνα της Αρχής της Νομιμότητας της δράσης της Εκτελεστικής Εξουσίας. Σύμφωνα με τα όσα ήδη εκτέθηκαν, η αρχή αυτή είναι ευθεία απόρροια της αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών και του Κράτους Δικαίου. Αφού, κατά την θεσμική της καταγωγή και αποστολή, η ουσία της συνίσταται στην προδιαγραφείσα κανονιστική οριοθέτηση – με την απειλή επιβολής αποτελεσματικών κυρώσεων – του πεδίου άσκησης των αρμοδιοτήτων των οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας, σε κάθε περίπτωση. Άρα και – ίσως μάλιστα πολύ περισσότερο – όταν και όπου οι αρμοδιότητες αυτές διασταυρώνονται με την δραστηριότητα του Ανθρώπου κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που του εξασφαλίζει η Έννομη Τάξη.
3. Οι επιμέρους διατάξεις του Συντάγματος.
Τρίτον, άλλες επιμέρους διατάξεις του Συντάγματος. Οι οποίες, φυσικά επίσης συμπληρωματικώς σε σχέση με τις γενικές ρήτρες και τους θεσμικούς πυλώνες που προαναφέρθηκαν, υιοθετούνται από τον Συντακτικό και Αναθεωρητικό Νομοθέτη για να ολοκληρώσουν το, κανονιστικού περιεχομένου, περίγραμμα αποτελεσματικής άσκησης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Άρα, το περίγραμμα των εγγυήσεων υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου και διευκόλυνσης της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, έναντι του αυθαιρέτως εκδηλούμενου κρατικού παρεμβατισμού. Οι κυριότερες απ’ αυτές περιλαμβάνονται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος και αφορούν:
α) Την κατά το άρθρο 25 παρ.1 εδ.α΄και β΄ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία «τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους». Όπως είναι προφανές, η ρύθμιση αυτή κατ’ εξοχήν απηχεί την φιλελεύθερη-ανθρωποκεντρική αντίληψη ότι το Κράτος, ως θεσμικό οικοδόμημα, υπάρχει και λειτουργεί έχοντας ως κύριο ρόλο την εγγύηση των δικαιωμάτων, μέσω των οποίων ο Άνθρωπος δραστηριοποιείται προκειμένου ν’ αναδείξει την αξία του και ν’ αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητά του. Και τούτο διότι, κατά την ως άνω ρύθμιση, το Κράτος:
α1) Όχι μόνον οφείλει να καταστρώνει θεσμικώς τα κάθε είδους δικαιώματα του Ανθρώπου, ατομικά, κοινωνικά ή μικτά.
α2) Αλλά και, πολύ περισσότερο, με βάση συγκεκριμένους κανόνες που προβλέπουν ανάλογες κυρώσεις και τους αντίστοιχους κυρωτικούς μηχανισμούς, οφείλει να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Δηλαδή την καταξίωσή τους στην πράξη, έτσι ώστε το καθεστώς των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να μην εξαντλείται στην επιφανειακή προβολή συμβολισμών, μέσω ατελών ή και ημιτελών κανόνων δικαίου («leges imperfectae», «leges minus quam perfectae»).
β) Την κατά το άρθρο 25 παρ.1 εδ.γ΄ρύθμιση, κατά την οποία «τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν». Η ρύθμιση αυτή, η οποία καθιερώνει σε συνταγματικό επίπεδο την αρχή της τριτενέργειας των δικαιωμάτων γενικώς, έρχεται να καλύψει κάθε θεσμικό κενό που μπορεί ν’ αφήσει η προηγούμενη, στο πλαίσιο της αποτελεσματικής προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και τούτο διότι η σύγχρονη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα αναδεικνύει, εκ των πραγμάτων, μορφές εξουσίας οικονομικής προέλευσης οι οποίες, μολονότι εντάσσονται στον αμιγώς ιδιωτικό τομέα, μπορούν, εν δυνάμει, ν’ αποτελέσουν απειλή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, εξίσου ή και πιο επικίνδυνη σε σχέση μ’ εκείνη, η οποία εκπορεύεται από τους φορείς άσκησης της, lato sensu, κρατικής εξουσίας. Θ’ αποτελούσε λοιπόν πραγματική υποκρισία, για ένα Σύνταγμα που ασπάζεται την αρχή του Φιλελευθερισμού, να «κλείσει τα μάτια» μπροστά σε μια τέτοια πραγματικότητα, αρκούμενο μόνο στην οριοθέτηση των κρατικών αρμοδιοτήτων έναντι των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αφήνοντας ανεξέλεγκτη την, έναντι των δικαιωμάτων αυτών, δράση των ποικιλόμορφων οικονομικών εξουσιών ιδιωτικής προέλευσης. Ο Φιλελευθερισμός του Συντάγματος εμφανίζεται στο σημείο αυτό απολύτως συνεπής, όταν αντιμετωπίζει σχεδόν ενιαίως τις απειλές κατά των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ανεξάρτητα από τις μορφές και την προέλευση των εξουσιών που τ’ απειλούν ή μπορούν να τ’ απειλήσουν.
γ) Την κατά το άρθρο 25 παρ.1 εδ.γ΄ ρύθμιση, κατά την οποία «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Από την ίδια την διατύπωση της διάταξης συνάγεται πως η εγγυητική αξία της υπέρ των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι διπλή, αφού:
γ1) Κυρίως, καθιερώνει την αρχή της επιφύλαξης υπέρ του νόμου. Με την έννοια ότι μόνον ο νόμος, ύστερα από ρητή εξουσιοδότηση αυτού τούτου του Συντάγματος – άρα όπου το Σύνταγμα δεν διατυπώνει τέτοια επιφύλαξη, η άσκηση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κατοχυρώνει ρυθμίζεται ευθέως απ’ αυτό και μόνο – μπορεί να προσδιορίσει κανονιστικώς, φυσικά πάντα σύμφωνα και με τις λοιπές συνταγματικές ρυθμίσεις, το καθεστώς άσκησής τους. Οι δε νόμοι, οι οποίοι ψηφίζονται με βάση αυτή την επιφύλαξη, μπορεί να είναι είτε απλώς εκτελεστικοί, πράγμα που συνάδει με την ιδιομορφία των ατομικών δικαιωμάτων. Τα οποία – τουλάχιστον κατ’ αρχήν – απλώς οριοθετούνται ως προς την άσκησή τους μέσω των νόμων αυτών. Είτε οργανωτικοί, πράγμα που συνάδει με την ιδιομορφία των κοινωνικών και των πολιτικών δικαιωμάτων. Και τούτο διότι στην περίπτωση των δικαιωμάτων αυτών ο νόμος δεν οριοθετεί απλώς την άσκησή τους, αλλά την ίδια τους την θεσμική υπόσταση, αφού χωρίς την κατ’ εξουσιοδότηση του Συντάγματος νομοθετική παρέμβαση το αντίστοιχο δικαίωμα όχι μόνο δεν μπορεί ν’ ασκηθεί αλλά, κατ’ αποτέλεσμα, δεν μπορεί καν να υπάρξει ουσιαστικώς ως δημιούργημα και μέρος της Έννομης Τάξης.
γ2) Επιπλέον, όμως, προβλέπει και επιβάλλει τον σεβασμό της γενικής αρχής της Αναλογικότητας. Δηλαδή της γενικής αρχής που απορρέει ιστορικώς από την, Αριστοτελικής έμπνευσης, αρχή της αναλογικής Δικαιοσύνης. Η θεμελιώδης σημασία της συνταγματικής κατοχύρωσης της αρχής της Αναλογικότητας έγκειται στο γεγονός, ότι συνιστά μιαν ακόμη εγγύηση υπέρ των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την ακόλουθη διευκρίνιση: Ναι μεν, σύμφωνα με την κατά το Σύνταγμα επιφύλαξη υπέρ του νόμου, ο Νομοθέτης μπορεί, μέσω των κανόνων δικαίου που θεσπίζει, να οριοθετεί το πλαίσιο άσκησης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πλην όμως, η ως άνω οριοθέτηση και οι αντίστοιχοι περιορισμοί των δικαιωμάτων πρέπει να είναι, με βάση την εκάστοτε συγκυρία, αναγκαίοι για την επίτευξη του συνταγματικώς ανεκτού σκοπού, πρόσφοροι προς τούτο και να μην είναι υπερβολικοί, δηλαδή βαρύτεροι από το απαιτούμενο μέτρο ενόψει του ως άνω σκοπού. Επιπλέον, και πάντα με βάση την αρχή της Αναλογικότητας, εν αμφιβολία («in dubio»), η κάθε είδους νομοθετική οριοθέτηση πρέπει να ερμηνεύεται προς την κατεύθυνση εκείνη, η οποία ευνοεί την όσο το δυνατόν ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος. Άρα, οι κάθε είδους περιοριστικοί όροι άσκησής του πρέπει να ερμηνεύονται στενώς. Εν πάση δε περιπτώσει, η οιαδήποτε νομοθετική οριοθέτηση δεν μπορεί να οδηγεί σε «τήξη» του πυρήνα του προστατευόμενου δικαιώματος. Δηλαδή δεν μπορεί να φθάνει ως το σημείο εκείνο, πέραν του οποίου το δικαίωμα αποδυναμώνεται πλήρως «εν τοις πράγμασι». Επομένως, ουδεμία μορφή Δημόσιου Συμφέροντος – και γίνεται εδώ λόγος για το Δημόσιο Συμφέρον αφού αυτό και μόνο, κατά την πάγια νομολογία, συνιστά το συνταγματικώς ανεκτό μέσο οριοθέτησης της άσκησης του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος – είναι σε θέση, κατά την εκτίμηση και στάθμισή του από τ’ αρμόδια κρατικά όργανα, να οδηγήσει ως την αποσύνθεση του πυρήνα του δικαιώματος. A fortiori δε στην πλήρη αποδόμησή του.
Β. Το περιεχόμενο της Ελευθερίας.
Από τις διατάξεις του Συντάγματος, οι οποίες προεκτέθηκαν και σύμφωνα με την γραμματική και, κυρίως, την τελεολογική ερμηνεία τους, συνάγεται ότι εντός του πλαισίου της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας η Ελευθερία συνιστά την πεμπτουσία του Ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα της και των Θεσμών της. Πλην όμως, η εν προκειμένω Ελευθερία δεν νοείται άνευ ορίων, και δη των ορίων εκείνων που καθιστούν εφικτή την απόλαυση της Ελευθερίας και εκ μέρους των άλλων, οι οποίοι μετέχουν στο ίδιο κοινωνικό σύνολο που διέπεται κανονιστικώς από την συγκεκριμένη Έννομη Τάξη. Προς την κατεύθυνση αυτή, την έννοια της Ελευθερίας καθορίζουν αλλά και οριοθετούν, μεταξύ άλλων, οι θεμελιώδεις συντεταγμένες του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας. Εντός δε του πεδίου της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ο περιορισμός της Ελευθερίας θεωρείται μεν αυτονόητος, πλην όμως δεν εναπόκειται στην βούληση του φορέα της, αλλά θεσμοθετείται από την ίδια την Έννομη Τάξη, δοθέντος ότι κατά τα δεδομένα του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας οι κανόνες δικαίου διέπουν, δεσμευτικώς, όχι μόνο το Δημόσιο αλλά όλα τα μέλη -φυσικά ή νομικά πρόσωπα- του οικείου κοινωνικού συνόλου.
1. Η Ελευθερία κατά το Σύνταγμα.
Χαρακτηριστικό αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της ουσίας της Ελευθερίας, εντός του πλαισίου της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, παρέχει το ισχύον Σύνταγμά μας. Ειδικότερα:
α) Η κατά το ισχύον Σύνταγμα έννοια της Ελευθερίας συνάγεται από τον τρόπο, με τον οποίο ο Συντακτικός Νομοθέτης, μέσω συγκεκριμένων γενικών ρητρών και επιμέρους διατάξεων, οριοθετεί την φιλελεύθερη «ιδεολογία» του Συντάγματος. Οι ρήτρες και οι διατάξεις αυτές συνθέτουν ένα είδος φιλελεύθερου κανονιστικού αμαλγάματος, του οποίου οι συνιστώσες είναι από την μια πλευρά η οικονομία της αγοράς και, από την άλλη πλευρά, η ελεύθερη ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Μεγάλη σημασία για την καθιέρωση της Ελευθερίας, με την έννοια της ελεύθερης ανάπτυξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, έχουν, όπως προεκτέθηκε, οι γενικές ρήτρες των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος.
β) Είναι προφανές, πως η δεύτερη αυτή γενική ρήτρα λειτουργεί ενισχυτικώς αλλά και συμπληρωματικώς, σε σχέση με την γενική ρήτρα που αφορά την αξία του Ανθρώπου. Και τούτο, διότι ο κυριότερος τρόπος υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου, μέσω της δραστηριοποίησής του εντός του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι, επιτυγχάνεται, και δη προνομιακώς, δια της ελεύθερης ανάπτυξης της δραστηριότητάς του στους τομείς της κοινωνικής, της οικονομικής και της πολιτικής ζωής, οι οποίοι απαρτίζουν το σύνολο του πεδίου δράσης κάθε μέλους του κοινωνικού συνόλου.
2. Οι περιορισμοί της Ελευθερίας.
Από το ισχύον Σύνταγμα προκύπτουν όμως και οι περιορισμοί εκείνοι, στους οποίους υπόκειται η Ελευθερία κάθε μέλους του κοινωνικού συνόλου, ιδίως προκειμένου να καθίσταται δυνατή η απόλαυση της Ελευθερίας -μέσω των επιμέρους δικαιωμάτων- από τα λοιπά μέλη του ίδιου κοινωνικού συνόλου.
α) Πριν απ’ όλα, τους περιορισμούς αυτούς θεσμοθετεί, γενικώς, η προαναφερόμενη πρόβλεψη της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 1, περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, η οποία ορίζει ότι η ενεργοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας δεν μπορεί να παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη ούτε να προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων.
β) Τους γενικούς αυτούς περιορισμούς εξειδικεύουν, περαιτέρω, οι ακόλουθες προβλέψεις του άρθρου 25 του Συντάγματος:
β1) Πρωτίστως, η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, κατά την οποία «η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται». Ως καταχρηστική δε νοείται, κατά την θεωρία και την νομολογία, εκείνη η άσκηση του δικαιώματος, η οποία προσανατολίζεται προς κατεύθυνση άλλη από εκείνη, για την οποία το δικαίωμα έχει θεσμοθετηθεί, ιδίως δε η άσκηση του δικαιώματος που παρεμποδίζει την άσκηση των δικαιωμάτων των λοιπών μελών του κοινωνικού συνόλου.
β2) Ύστερα, η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά την οποία «η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη». Όπως είναι φανερό, η ως άνω διάταξη θέτει την Ελευθερία μέσα στο πλαίσιο των θεσμικών προταγμάτων της κοινωνικής προόδου και της Δικαιοσύνης, προσδιορίζοντας, με τον τρόπο αυτό, τα όρια της Ελευθερίας μέσα στο οικείο κοινωνικό σύνολο.
β3) Τέλος, η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 4 του Συντάγματος, κατά την οποία «το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες του την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Και είναι αυτός ακριβώς ο περιορισμός της Ελευθερίας κατά το Σύνταγμα, ο οποίος υπονοεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η άσκηση της Ελευθερίας δεν νοείται θεσμικώς -ήτοι στο πλαίσιο του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας- παρά μόνον όταν η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν προκαλεί ρήγματα στην κοινωνική συνοχή και στον κοινωνικό ιστό. Εγγυητής δε της τήρησης αυτών των ορίων της Ελευθερίας είναι, εν τέλει, το Κράτος, πάντοτε όμως υπό το πνεύμα του σεβασμού της θεμελιώδους αρχής περί του φιλελεύθερου χαρακτήρα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
3. Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και Ελευθερία.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε συνάγεται ότι η σχέση μεταξύ Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και Ελευθερίας είναι και ευθεία και άρρηκτη, θεσμικώς και πολιτικώς. Και τούτο διότι:
α) Η ουσία της Ελευθερίας, ως μέσου υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου και ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το βαθύτερο νόημά της πραγματώνεται όχι μόνον όταν ο φορέας της την υπερασπίζεται αλλά -και μάλιστα κυρίως- και όταν την υπηρετεί, από την στιγμή που την έχει κατακτήσει, μέσ’ από την θεσμική υπέρ αυτού κατοχύρωσή της. Την αλήθεια του συμπεράσματος αυτού αποδεικνύει, σε θεσμικό επίπεδο και μεταξύ άλλων, η παραδοχή ότι, πάντοτε στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, κάθε δικαίωμα έχει μικτό χαρακτήρα, τον οποίο συνθέτουν από την μια πλευρά το σύνολο των δυνατοτήτων που απορρέουν από το δικαίωμα υπέρ του φορέα του και, από την άλλη πλευρά, το σύνολο των υποχρεώσεων που του αναλογούν, όταν ασκεί το δικαίωμα έναντι των λοιπών μελών του κοινωνικού συνόλου. Αυτά τα χαρακτηριστικά της Ελευθερίας αναδεικνύουν το ότι, κατά την πεμπτουσία της, έχει όρια, η μη τήρηση των οποίων οδηγεί, μοιραίως, στην αναίρεσή της. Με άλλες λέξεις, η «απόλυτη» Ελευθερία οδηγεί, μοιραίως, στην νομιμοποίηση ενός είδους «δουλείας», λόγω του ότι η «απόλυτη» άσκησή της από τον «ισχυρό» στερεί την αντίστοιχη άσκησή της από τον ασθενέστερο, οικονομικώς ή άλλως.
β) Συνακόλουθα, από την ως άνω σειρά συλλογισμών προκύπτει πως το «αέτωμα», θεσμικό και πολιτικό, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στηρίζουν δύο, κατά βάση, κίονες: Η Ελευθερία και η Δικαιοσύνη. Η μεν Ελευθερία, ως μέσο υπεράσπισης της αξίας του Ανθρώπου και διασφάλισης της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Η δε Δικαιοσύνη, ως μέσο υπεράσπισης του Ανθρώπου εναντίον κάθε μορφής αυθαιρεσίας. Όπως είναι ευνόητο, Ελευθερία και Δικαιοσύνη πρέπει να συνυπάρχουν και να συλλειτουργούν, προκειμένου το όλο οικοδόμημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας να διατηρεί την θεσμική και πολιτική του «στατικότητα». Διότι η Ελευθερία χωρίς Δικαιοσύνη οδηγεί σ’ ένα είδος «τυραννίας», ενώ η Δικαιοσύνη χωρίς Ελευθερία καταλήγει να είναι ένα είδος «δεσμωτηρίου».
ΙΙ. Η «ολική επαναφορά» του Κοινωνικού Κράτους.
Σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση της Δικαιοσύνης και, κυρίως, την υπεράσπιση της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, η Πανδημία του Covid-19 απέδειξε ότι μάλλον συμπεριφερόμαστε ακόμη ως «απόγονοι» του Επιμηθέα. Και το πεδίο, εντός του οποίου το σύνδρομο του Επιμηθέα έχει εμφανισθεί σε μέγιστο βαθμό στην Ευρώπη μας κατά την περίοδο της Πανδημίας του Covid-19 είναι, αναμφίβολα, εκείνο του Κοινωνικού Κράτους. Η έκπληξη αλλά και η ανασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών, όταν βρέθηκαν μπροστά στο «τσουνάμι» της Πανδημίας που «έστηνε στον τοίχο» -φυσικά μεταφορικώς- ιδίως το «λυμφατικό» κρατικής αρμοδιότητας σύστημα Υγείας στα Κράτη-Μέλη, ήταν απόλυτη, παρ’ ό,τι αδικαιολόγητη. Τί, άραγε, μπορούσε να περιμένει κανείς από ένα Κοινωνικό Κράτος και ένα Σύστημα Υγείας, το οποίο στα Ευρωπαϊκά Κράτη θύμιζε παροπλισμένο καράβι που έχει χάσει, προ πολλού, κάθε αξιοπιστία «πλοϊμότητας»; Η πραγματικότητα ήταν και είναι -ακόμη και τώρα, παρά την τεράστια προσπάθεια των τελευταίων μηνών- αμείλικτη. Απλή παρατήρηση της διαδρομής των κατά καιρούς κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών στην Ευρώπη αποδεικνύει, χωρίς πειστικό αντίλογο, ότι μετά την επώδυνη εμπειρία του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου αρχίσαμε να «χτίζουμε», με μεγάλη έφεση και άλλη τόση φιλοδοξία, το Κοινωνικό Κράτος. Το «αποθεώσαμε», σε σημείο ώστε να το καταστήσουμε κορωνίδα τόσο της Δημοκρατίας μας, μέσ’ από το θεσμικοπολιτικό οικοδόμημα του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, όσο και του Πολιτισμού μας. Και το εμφανίσαμε ως απτή απόδειξη του Ανθρωποκεντρικού του χαρακτήρα, κατ’ επέκταση δε ως οργανωμένη εφαρμογή στην πράξη των θεμελιωδών ανθρωποκεντρικών αρχών της Αλληλεγγύης και της Δικαιοσύνης, κυρίως δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Και ξαφνικά, με «αρνητικό ορόσημο» το τέλος της δεκαετίας του ’80 του περασμένου αιώνα, το αφήσαμε να φθίνει σταδιακώς, ίδιο παραδοσιακό αρχοντικό παρωχημένο πια για να μας στεγάσει και «πολυέξοδο» για την συντήρησή του. Οι πολιτικές αποφάσεις αυτής της εγκατάλειψης ήταν συνειδητές, μέσ’ από τα νέα κελεύσματα ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού -που ουδεμία σχέση έχει με τον αυθεντικό Φιλελευθερισμό, ούτε καν με την δημοκρατικώς ορθολογική και μετριοπαθή νεοφιλελεύθερη πτυχή του- στον αστερισμό μιας αχαλίνωτης Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης. Αχαλίνωτης, όχι μόνο λόγω της έκτασης της ισχύος της ως προς την χάραξη της πορείας της Παγκόσμιας Οικονομίας αλλά και -κατ’ εξοχήν δε μάλιστα- λόγω της καταλυτικής επιρροής της ως προς την λήψη αποφάσεων αμιγώς πολιτικού περιεχομένου, ιδίως όπου τέτοιες αποφάσεις βαίνουν, έστω και καθ’ υποφοράν, αντίθετα προς το «δόγμα» της «αυτορρυθμιζόμενης» Οικονομίας. Επομένως, αχαλίνωτης διότι τείνει, οιονεί εκ φύσεως, να περιθωριοποιήσει και κάθε φορέα λήψης πολιτικών αποφάσεων που διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση, όταν διαισθάνεται ότι το «δόγμα» της οικονομικής «αυτορρύθμισης» αμφισβητείται και, κατά αυτόν τον τρόπο, «απειλείται» ως προς την «αυθεντία» του. Προς τι, λοιπόν, η έκπληξη, ενόψει της Πανδημίας; Μάλλον πρέπει να ερευνήσουμε, όση αξία κι αν έχει κάτι τέτοιο, αν η «μωρία» μας οφείλεται στο ότι θεωρούσαμε πως αυτό το, περιορισμένης εμβέλειας, Κοινωνικό Κράτος ήταν αρκετό για τις ανάγκες, ενόψει των οποίων είχε δημιουργηθεί, ή πως φαινόμενα όπως η σύγχρονη Πανδημία δεν ήταν δυνατό -ούτε καν πιθανό δηλαδή- να εμφανισθούν. Άραγε, τώρα που «τρέχουμε» ν’ αντιμετωπίσουμε τον «εχθρό», υπερασπιζόμενοι απελπισμένα τ’ αδύναμα «τείχη» του Κοινωνικού Κράτους, θα βρούμε το σθένος να τα ξαναχτίσουμε, έτσι ώστε ν’ αντέξουν στο μέλλον σε κάθε μορφής παρεμφερείς «επιθέσεις»; Αυτή είναι, φυσικά μεταφορικώς, μια άλλη εκδοχή του «εμβολίου» που υπερακοντίζει, κατά πολύ, το εμβόλιο για την πρόληψη του Covid-19.
Α. Τ’ «αποκαλυπτήρια» της επώδυνης αλήθειας για το Κοινωνικό Κράτος στην δίνη της Πανδημίας.
Πιστεύω πως είναι αναγκαίο να σταθούμε λίγο πιο συγκεκριμένα στο ποια είναι η αλήθεια για το Κοινωνικό Κράτος, την οποία έφερε στο φως -και σε όλο της το τραγικό «μεγαλείο»- η Πανδημία του Covid-19. Και τούτο γιατί όσο πιο ωμά και ολοκληρωμένα εμφανίζεται η αλήθεια αυτή, τόσο περισσότερο θα συνειδητοποιήσουμε τις ευθύνες μας και, επίσης, τόσο περισσότερο θα επιτρέψουμε στις ενοχές μας να γίνουν όχι τόσο τιμωροί αλλά καθοδηγητές του τι είναι εκείνο, το οποίο πρέπει, με κάθε θυσία, ν’ αποτρέψουμε στο μέλλον ως προς το Κοινωνικό Κράτος. Και τούτο προκειμένου να μην θρηνούμε, ως «άγγελοι επί τάφου σαλπίζοντες», την αναπότρεπτη «εκδημία» της αξίας του Ανθρώπου και το μοιραίο τέλος της Αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνοχής.
- Η ανεπάρκεια του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Όπως ήδη εκτέθηκε, η πρώτη αρνητική έκπληξη ως προς το «έλλειμμα» του Κοινωνικού Κράτους μετά την ραγδαία εξάπλωση της Πανδημίας – αρνητική έκπληξη που έφθασε στα όρια της απόλυτης απόγνωσης και του πανικού στις ιδιαίτερα πληττόμενες Χώρες, και μάλιστα στις πιο προηγμένες οικονομικώς από αυτές- αφορούσε το Σύστημα Υγείας, το οποίο βρίσκεται υπό κρατικό έλεγχο και διαχείριση, έτσι ώστε ν’ ανταποκρίνεται στις ανάγκες ιδίως των οικονομικώς και κοινωνικώς ασθενέστερων.
α) Για ορισμένες από αυτές -όπως είναι κατά κύριο λόγο η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και, κατ’ εξοχήν, η Μεγάλη Βρετανία- είχε δημιουργηθεί ένα είδος υγειονομικού «φωτοστέφανου», με την έννοια της λειτουργίας του Συστήματος Υγείας τους σε υψηλότατο επίπεδο από πλευράς ποιότητας και αποτελεσματικότητας. Η Πανδημία έδειξε ότι όλα αυτά ίσχυαν -αν ίσχυαν- μόνο για «ομαλές συνθήκες». Με την «εισβολή» της Πανδημίας, τα Συστήματα Υγείας -και παρά τις ηρωϊκές, κυριολεκτικώς, προσπάθειες του κατά περίπτωση ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού- σχεδόν κατέρρευσαν στην πράξη, αδυνατώντας ν’ ανταποκριθούν, με την απαιτούμενη επάρκεια, στην αποστολή τους.
β) Το Κράτος, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, έφθασε -πράγμα πρωτοφανές μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- να προστρέξει σε μεθόδους οιονεί επίταξης των ιδιωτικών μονάδων υγείας ή και να στήσει, εκ του προχείρου και με όλες τις εντεύθεν συνέπειες ως προς την εικόνα του και την αποδοτικότητα των ενεργειών του, εκ των ενόντων νοσοκομεία σε κάθε ελεύθερο χώρο που έβρισκε ελεύθερο. Συνθήκες πολέμου σε καιρό ειρήνης, και μάλιστα για έναν «πόλεμο» ο οποίος δεν θα είχε «ξεσπάσει» -τουλάχιστον σε αυτή την έκταση- αν η επιμηθεϊκή αντίληψη για το Κοινωνικό Κράτος και το Σύστημα Υγείας που το συνοδεύει δεν είχε, προ πολλού και εύκολα, επικρατήσει της προμηθεϊκής.
2. Οι «ψευδαισθήσεις».
Το πώς φθάσαμε, ιδίως στην τόσο πολλά υποσχόμενη Ευρώπη μας, σε αυτό το σημείο είναι κάτι παραπάνω από προφανές: Τα Εθνικά Συστήματα Υγείας είχαν, όπως ήδη υπαινίχθηκα, εδώ και καιρό προσαρμοσθεί στις ομαλές συνθήκες καθημερινότητας, μ’ έναν ισχνό και οπωσδήποτε επιπόλαιο, από πλευράς αποτελεσμάτων, σχεδιασμό για περιόδους κρίσης.
α) Όλως αντιθέτως, και υπό την επήρεια ακραίων ουτοπικών νεοφιλελεύθερων οικονομικών αντιλήψεων ως προς την δυνατότητα της Οικονομίας ν’ «αυτορρυθμίζεται» ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες, δόθηκαν αφειδώς κίνητρα για την γιγάντωση του ιδιωτικού τομέα υγείας, παράλληλα με αντίστοιχα κίνητρα για πολλαπλές μορφές ιδιωτικής ασφάλισης, προορισμένης να καταβάλλει, εν μέρει ή εν όλω, το «αντίτιμο» της νοσηλείας. Η Πανδημία του Covid-19 απέδειξε ότι όλο αυτό το οικοδόμημα ενός «μικτού», οικονομικώς, συστήματος υγείας, όπου το «πάνω χέρι» παίρνει σιγά-σιγά ο ιδιωτικός τομέας, είχε γενικώς αποτύχει. Ο καθημερινός άνθρωπος, και ιδίως ο εμπερίστατος, άρχισε πάλι ν’ αναλογίζεται αγχωτικώς την αξία του Κοινωνικού Κράτους, μ’ ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας στο ύψος των περιστάσεων και ανταποκρινόμενο στις κοινωνικές ανάγκες υπό συνθήκες κρίσης.
β) Η Μεγάλη Βρετανία παρέχει το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτού του «ναυαγίου» ενός Συστήματος Υγείας, για το οποίο ήταν κάποτε υπερήφανη και το οποίο εμφάνιζε ως πρότυπο ανά τον Κόσμο, κάνοντας μάλιστα, όχι χωρίς έπαρση, ένα είδος «εξαγωγής» αυτού του προτύπου extra muros. Η σημερινή κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο αποπνέει μια εικόνα γενικότερης παρακμής. Και είναι βέβαιο πως οι κυβερνήσεις στην Μεγάλη Βρετανία θα πρέπει να έχουν αντιληφθεί ότι όλη αυτή η παρακμιακή πορεία του Βρετανικού Συστήματος Υγείας, πληρώνει το βαρύ τίμημα των συνεπειών της πολιτικής Θάτσερ. Μιας πολιτικής που επί πολλές δεκαετίες «θεοποιήθηκε», για να γνωρίσει στις μέρες μας την «αποκαθήλωση». Η πορεία ήταν αναμενόμενη. Με τον τρόπο της, η Μεγάλη Βρετανία απέδειξε ότι είχε υποκύψει στην «γοητεία» του δικού της, «γηγενή», Επιμηθέα.
Β. Το «κολαστήριο» των οικονομικώς ασθενέστερων.
Το δεύτερο βαρύ «χτύπημα» ως προς το έλλειμμα του Κοινωνικού Κράτους στην Ευρώπη αφορά τις επιπτώσεις της Πανδημίας στους οικονομικώς ασθενέστερους και, πρωτίστως, σ’ εκείνους που βρίσκονται σε προχωρημένη ηλικία. Είναι, μάλιστα, εξαιρετικά χαρακτηριστικό το ότι αυτό το φαινόμενο παρατηρήθηκε σ’ Ευρωπαϊκές Χώρες, που θεωρούνται ότι ανήκουν στην πρωτοπορία της οικονομικής ανάπτυξης.
1. Οι οικονομικές ανισότητες.
Ως προς τους οικονομικώς ασθενέστερους γενικώς, η Πανδημία έφερε, επιπλέον, στην επιφάνεια και τις δραματικές συνέπειες των οικονομικών ανισοτήτων.
α) Διότι όλες οι τεκμηριωμένες οικονομικές αναλύσεις, ιδίως δε εκείνες στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, δείχνουν ότι, κατ’ εξοχήν στις οικονομικώς προηγμένες Χώρες, η αύξηση του ΑΕΠ και η άνοδος του δείκτη ανάπτυξης συνοδεύθηκε, μοιραία, από την διεύρυνση των ανισοτήτων, ως συνέπεια του στρεβλού τρόπου με τον οποίο σχεδιάζονται, σε πλειάδα περιπτώσεων, οι οικονομικές πολιτικές, κάτω από το βάρος συγκεκριμένων επιλογών της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης. «Αυτονοήτως», το ίδιο -και a fortiori-πρόβλημα προέκυψε εις βάρος των μεταναστών και των προσφύγων, όταν έφθασαν, «κατά κύματα» μάλιστα, σε πολλές Ευρωπαϊκές Χώρες. Για να μην θεωρηθούν οι θέσεις αυτές ως προς την «έκρηξη» των ανισοτήτων υπερβολικές, απλώς παραπέμπω στην, άκρως αποκαλυπτική, μελέτη του διεθνούς κύρους «Boston Consulting Group» για το 2014, κατά την οποία: Οι «πολύ πλούσιοι», που αποτελούν το 0,7% του πληθυσμού ελέγχουν το 41% του παγκόσμιου πλούτου. Αν δε σε αυτούς προστεθούν οι «απλώς πλούσιοι» -ήτοι το 7,7% του πληθυσμού- τότε το 8,3% του πληθυσμού ελέγχει το 83,3% του παγκόσμιου πλούτου. Ο δε απλώς οικονομικώς αδύναμος πληθυσμός -που συνιστά την συντριπτικώς μεγάλη πλειοψηφία (68,7%) -ελέγχει μόλις το 3% του παγκόσμιου πλούτου. Η τεράστια δυναμική των ανισοτήτων προκύπτει και από τα εξής στατιστικά στοιχεία των ΗΠΑ: Το 1975, το 1% των αμερικανών με τα μεγαλύτερα εισοδήματα κάλυπταν το 8,9% των συνολικών δηλωμένων εισοδημάτων. Το 2012 το ποσοστό αυτό είχε ανέλθει στο 22,6% των συνολικών δηλωμένων εισοδημάτων! Τούτο σημαίνει, πάντα κατά τα προαναφερόμενα στοιχεία, ότι το ως άνω 1% των αμερικανών έχει απορροφήσει το 68% της συνολικής αύξησης στα προσωπικά εισοδήματα από το 1993 ως το 2012.
β) Αυτοί, λοιπόν, οι οικονομικώς ασθενέστεροι, μέσα στην Πανδημία, είδαν τις, περιορισμένων δυνατοτήτων και για ομαλούς καιρούς σχεδιασμένες δομές του Κοινωνικού Κράτους που αφορούν την καθημερινή πρόνοια, «καθηλωμένες» σε πλήρη αδυναμία να τους παράσχουν την αναγκαία, στοιχειωδώς, συνδρομή. Και το χειρότερο είναι ότι το κατά περίπτωση σύστημα υγείας βρέθηκε σ’ εξίσου πλήρη αδυναμία να τους περιθάλψει. Και δεν πρόκειται μόνο για τα ιδιωτικού δικαίου συστήματα υγείας. Γι’ αυτά ούτε λόγος, αν συλλογισθεί μάλιστα κανείς ότι οι οικονομικώς ασθενέστεροι δεν έχουν, έστω και καθ’ υποφοράν, πρόσβαση σε ιδιωτικά, επικουρικά και συμπληρωματικά, συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Ακόμη και τα υπό κρατικό έλεγχο και κρατική εποπτεία συστήματα υγείας, όπως ήδη τονίσθηκε αμέσως πιο πάνω, βρέθηκαν -στις περισσότερες των περιπτώσεων- σε αδυναμία να τους περιθάλψουν, πολλώ μάλλον όταν πολλοί από αυτούς δεν καλύπτονται ούτε καν από την κρατική κοινωνική ασφάλιση.
2. Η τραγωδία των ηλικιωμένων.
Το δράμα, ορθότερα η τραγωδία, των ηλικιωμένων Ευρωπαίων συμπολιτών μας, οι οποίοι πέθαιναν κατά χιλιάδες είτε σε, υποτυπώδεις για τις συνθήκες της Πανδημίας, «οίκους ευγηρίας» -αλήθεια, τι υποκριτικός «ευφημισμός»- είτε μόνοι σε άθλια διαμερίσματα μεγάλων αστικών κέντρων, είναι το όνειδος όχι μόνο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κράτους, αλλ’ αυτού τούτου του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
α) Η Ιταλία, η Ισπανία και, κυρίως, η Γαλλία, ένοιωσαν την «γροθιά στο στομάχι» των δομών του κοινωνικού τους κράτους, μετρώντας χιλιάδες νεκρών σε οίκους ευγηρίας. Και μάλιστα πολύ καθυστερημένα, γιατί δεν είχαν καν αντιληφθεί την ανείπωτη τραγωδία που εκτυλισσόταν μέσα σε αυτούς, όπου οι τρόφιμοι αργοπέθαιναν δίχως καν να τους σκεφθούν ακόμη και οι οικείοι τους, αν υπήρχαν.
β) Το αδιανόητο αυτό έλλειμμα του Κοινωνικού Κράτους στην Ευρώπη ως προς τους ηλικιωμένους συμπολίτες μας είναι τόσο περισσότερο απαξιωτικό για την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, όσο οι πληθυσμοί των Ευρωπαϊκών Χωρών -στην μέγιστη πλειοψηφία τους- είναι πολύ «γερασμένοι», ενώ το αντίστοιχο δημογραφικό πρόβλημα έχει, εδώ και πολλά χρόνια, πάρει διαστάσεις μιας άλλης, ακόμη πιο καταστροφικής, «Πανδημίας». Εκείνης η οποία στέλνει, μ’ εκκωφαντικό τρόπο, το μήνυμα, ότι το μέλλον πολλών Ευρωπαϊκών Κρατών, και κυρίως των πιο προηγμένων οικονομικώς, είναι ήδη επικίνδυνα υπονομευμένο, τόσο από κοινωνική όσο και από οικονομική άποψη. «Αιχμή του δόρατος» αυτής της υπονόμευσης είναι, υπό τα δεδομένα αυτά, το μέλλον των νέων, οι οποίοι καλούνται να βγουν στον στίβο της καθημερινότητας μέσα σ’ ένα βαρύτατο κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας, τόσον ως προς την εύρεση εργασίας όσο και ως προς τις συνθήκες εργασίας, ιδίως στο πλαίσιο του ιδιωτικού τομέα.
Επίλογος
Η πορεία προς το τέλος της Πανδημίας του Covid-19 αφήνει, δίχως αμφιβολία, πίσω της «ερείπια» ως προς το πάλαι ποτέ κραταιό οικοδόμημα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην Ευρώπη, αλλά και στην Δύση γενικότερα. «Ερείπια», προερχόμενα ιδίως από την βαθιά οικονομική κρίση, η οποία έχει πλήξει βαρύτατα κυρίως τους οικονομικώς ασθενέστερους και έχει οδηγήσει από την μια πλευρά σε δραματική διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων. Και, από την άλλη πλευρά, σε ένα είδος εκτεταμένης αποδόμησης το Κοινωνικό Κράτος και, επέκεινα, την δυναμική άσκησης βασικών Κοινωνικών Δικαιωμάτων. Υπό τα δεδομένα αυτά, η πορεία προς το τέλος της Πανδημίας του Covid-19 αποδεικνύει, με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, την ανάγκη ευρείας κρατικής παρέμβασης για την στήριξη των οικονομικώς ασθενέστερων και για την ανόρθωση του Κοινωνικού Κράτους, έως ότου η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα επανέλθει σε ομαλούς ρυθμούς, όπου θ’ αρκεί η ενεργοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και η οιονεί «φυσική» λειτουργία της Ελεύθερης Οικονομίας της Αγοράς.
Α. Κάπως έτσι, η διαχρονική ορθότητα και, ταυτοχρόνως, επικαιρότητα της θεωρίας του John Maynard Keynes -ιδίως στο έργο του «The General Theory of Employment, Interest and Money», 1936, «Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης του Τόκου και του Χρήματος», εκδ. Παπαζήση, 2006- περί του επιβεβλημένου της, περιορισμένης βεβαίως καθ’ ύλην και κατά χρόνο, κρατικής παρέμβασης, πρωτίστως μέσω των lato sensu δημοσίων επενδύσεων για την αντιμετώπιση κρίσεων, δίνει ξανά «αποστομωτική» απάντηση στους «αμετανόητους» οπαδούς ενός ακραίου Νεοφιλελευθερισμού. Ήτοι Νεοφιλελευθερισμού στηριγμένου στις «δοξασίες» περί της, εν πάση περιπτώσει, δύναμης «αυτορρύθμισης» της Οικονομίας της Αγοράς. Και η απάντηση αυτή έρχεται ιδίως από τις ΗΠΑ «διά στόματος» του προσφάτως εκλεγέντος Προέδρου της Joe Biden.
Β. Μέσα στο οικονομικό και κοινωνικό «χάος», που αφήνει πίσω της η Πανδημία του Covid-19 και η αλλοπρόσαλλη διακυβέρνηση του Donald Trump, ο Joe Biden πήρε την «σκυτάλη» από την εμβληματική παρεμβατική πολιτική του Franklin Roosevelt κατά την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, θέτοντας τέλος στην τακτική του ακραίου Νεοφιλελευθερισμού, την οποία «εγκαινίασε» η πολιτική του Ronald Reagan. Πολιτική που αναγκάσθηκαν, δυστυχώς και παρά το αρχικώς επιφαινόμενο, να υιοθετήσουν τόσο ο Bill Clinton όσο και ο Barak Obama, ο οποίος μάλιστα είδε το «όραμα» του «Obama Care» να καταρρέει, ημιτελές και αποδομημένο. Στον αντίποδα, λοιπόν, των προκατόχων του, με φρόνηση αλλά και αποφασιστικότητα, ο Joe Biden, εκτός από ένα ταχύτατο πρόγραμμα εμβολιασμών για την αντιμετώπιση του Covid-19, εξήγγειλε ένα «γενναίο» πρόγραμμα επενδύσεων, ύψους 2 τρισ. δολαρίων για την ανάκαμψη της Οικονομίας των ΗΠΑ. Επιπλέον δε εξήγγειλε ειδικό πρόγραμμα 1,9 τρισ. δολαρίων για την ανακούφιση των μη προνομιούχων και την ανακοπή της φρενήρους πορείας των ανισοτήτων, λόγω των καταλυτικών οικονομικών επιπτώσεων της Πανδημίας του Covid-19. Με τον τρόπο αυτό ο Joe Biden φαίνεται ν’ αφήνει ανεξίτηλο το «αποτύπωμά» του στην πολιτική των ΗΠΑ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και μάλιστα μέσα στις 100 πρώτες ημέρες της θητείας του!