Η Κύπρος του Γιώργου Σεφέρη

Αγία Νάπα, 5/11/2021

Πρόλογος

Η σχέση του Γιώργου Σεφέρη με την Κύπρο παραπέμπει στον ομηρικό Τεύκρο τον Τελαμώνιο, τον εξόριστο μετά τον Τρωϊκό Πόλεμο, που κατέληξε στην Κύπρο για να χτίσει την Σαλαμίνα, «αντίδωρο» στο πατρικό του νησί δίπλα στην Αθήνα, όπου δεν αξιώθηκε να γυρίσει, τιμωρημένος από τον πατέρα του μιας και δεν μπόρεσε να υπερασπισθεί τον αδελφό του Αίαντα στην Τροία.  Διόλου τυχαίο το ότι η συλλογή των 17 Κυπριακών Ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη -γραμμένων ήδη την περίοδο μετά το 1953, μόλις ο ποιητής πρωτογνώρισε την «θαλασσοφίλητη» Κύπρο, με την επισήμανση ότι βρέθηκε εκεί για λίγο και πριν, τον Δεκέμβριο του 1952, περνώντας μερικές ώρες στην Λεμεσό, όταν πήγαινε στον Λίβανο ως πρεσβευτής της Ελλάδας- με τίτλο «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄», έχει ως υπότιτλο τους άκρως συμβολικούς στίχους του Ευριπίδη από την τραγωδία «Ελένη» :..Ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικόν Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας…»

Α. Το ξαφνικό «δέσιμο» του Γιώργου Σεφέρη με την Κύπρο, όπως συντελέσθηκε αμέσως μόλις «πάτησε το πόδι του» για πρώτη φορά στο μαρτυρικό Νησί, μοιάζει μ’ έναν «κεραυνοβόλο», πνευματικό και εθνικό, «έρωτα».  Λες και ο ποιητής βρήκε στην Κύπρο μιαν άλλη «γη της επαγγελίας», εντελώς ιδιόμορφης επαγγελίας, που συναγείρει το πνεύμα για να γνωρίσει ολότελα νέους προσανατολισμούς στο πεδίο της δημιουργίας, η οποία ξεπερνάει την stricto sensu λογοτεχνία για να φθάσει στα «κράσπεδα» μιας πρωτόγνωρης εθνικής ανάτασης.  Κάπως έτσι η Κύπρος πήρε -κατά την εκμυστήρευσή του, στην οποία γίνεται εκτενέστερη αναφορά στην συνέχεια- τον Γιώργο Σεφέρη «ψυχοπαίδι της» αφού, πάντα κατά τον ίδιο, «στην Κύπρο το θαύμα λειτουργεί ακόμη» (Βαρώσια, Σεπτέμβρης 1955).  Ποιο «θαύμα;» Μα το «θαύμα» πρωτίστως μιας εθνικής ενόρασης και επαγρύπνησης, όπως θα προσπαθήσω να καταδείξω στην συνέχεια.

Β. Prima faciae, φαίνεται παράξενο αυτό το «δέσιμο» του Γιώργου Σεφέρη με την Κύπρο.  Πώς, άραγε, έγινε «ψυχοπαίδι» του Νησιού αυτός, ο Μικρασιάτης, από τα Βουρλά δίπλα στην Σμύρνη, όπου πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του ως την εφηβία του;  Δεν είναι δύσκολο ν’ αντιληφθεί κανείς την διαφορά, αν αναλογισθεί πως ο Γιώργος Σεφέρης είχε πλήρως συνειδητοποιήσει ότι η Μικρά Ασία ανήκε, οριστικά και αμετάκλητα, στις «χαμένες Πατρίδες».  Παιδί ακόμη «ψυχανεμιζόταν» τον ξεριζωμό, όταν π.χ. έγραφε στην μητέρα του, στο τέλος του 1912 μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: «Εδώ πέρα οι Τούρκοι είναι εναντίον των Ελλήνων».  Αφότου γύρισε στην Ελλάδα, η σιωπή του «σκέπασε» την γενέτειρά του στα χώματα και τις ακτές της Ιωνίας, ως το 1938, όταν προβλεπόταν η τοποθέτησή του, ως διπλωμάτη πλέον, στην Σμύρνη.  Ήταν τότε που έγραψε τον «γυρισμό του ξενιτεμένου», που από τους πρώτους στίχους δείχνει το μέγεθος της «δυστοπίας» των τετελεσμένων και, επέκεινα, της αποξένωσης χωρίς γυρισμό:

«Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;

Χρόνια ξενιτεμένος ήρθες

με εικόνες που έχεις αναθρέψει

κάτω από ξένους ουρανούς

μακριά απ’ τον τόπο τον δικό σου

           ………………..

Γ. Στερνή φορά ο Γιώργος Σεφέρης βρέθηκε στα Βουρλά το 1950, όταν πήγε να «προσκυνήσει» τα μέρη όπου κείτονταν οι ρίζες του, τον καιρό που ως διπλωμάτης υπηρετούσε στην Άγκυρα.  Το ταξίδι αυτό θα το αποκαλούσε, με άκρως συμβολικούς όρους, «κάθοδο στον Άδη».  Και μόνο αυτή η εξομολόγηση δείχνει πως ο Γιώργος Σεφέρης στην Μικρά Ασία βίωνε -ή, μάλλον, προσπαθούσε ν’ απωθήσει για πάντα- ένα ζοφερό παρελθόν, «πνιγμένο» στο αίμα της τουρκικής θηριωδίας.  Ούτε μια χαραμάδα φωτός, ούτε ίχνος ελπίδας.  Στην Μικρά Ασία  ο Γιώργος Σεφέρης δεν πίστευε ότι μπορεί να «λειτουργήσει» κάποιο «θαύμα».  Αντίθετα, κατά τα προλεχθέντα, το «θαύμα» συντελείται στην Κύπρο, έστω και αν το μαρτύριό της όχι μόνο δεν είχε αρχίσει να τελειώνει όσο ο Γιώργος Σεφέρης ζούσε ακόμη αλλά, όλως αντιθέτως, οι οιωνοί εμφανίζονταν και τότε ολοένα και πιο χαλεποί, θάλεγε κανείς πραγματικά ζοφεροί, φέροντας πια το «επιθανάτιο» στίγμα και των δικών μας σφαλμάτων.

Ι. «Αγναντεύοντας» την Πατρίδα από την Κύπρο.

   Το «χρονικό» αυτών των οιονεί «εθνικών» μας σφαλμάτων βαραίνει τον Γιώργο Σεφέρη από πολύ ενωρίς.  Πολύ πριν γνωρίσει την Κύπρο.  Σαν σ’ ενόραση, ο Γιώργος Σεφέρης «προφητεύει» ένα σκοτεινό μέλλον για τον Τόπο μας ήδη στις 5 Οκτωβρίου 1944, γράφοντας στο ιταλικό λιμάνι Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο, τον «Τελευταίο Σταθμό» («Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β΄»).  Εκεί είχαν φτάσει από την Αφρική – Κάιρο και ύστερα Πραιτόρια- οι Ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες για να γυρίσουν στην Ελλάδα, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, με τα πρώτα σημάδια της εσωτερικής διχόνοιας και του διχασμού να είναι κιόλας αισθητά, πριν καν «ανατείλει» η απελευθέρωση.  Κάποιοι στίχοι του ποιήματος αυτού εισχωρούν βαθιά στο άκρως δυσοίωνο μέλλον:

«Ερχόμαστε από την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του

Πρωτέα,

ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,

καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μέσ’ στο κλουβί του.

Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα

κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας

η αυτό που θα  ’λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα

ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,

ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.»

Α. Κύπρος: Η πορεία του Ελληνισμού «χωρίς χάσμα».

   Όταν ο Σεφέρης, κάτι λιγότερο από δέκα χρόνια μετά, φθάνει στην Κύπρο, αντιλαμβάνεται αμέσως ότι τούτη η γωνιά του Ελληνισμού, ήδη «θύμα» και αυτή -έστω και εν μέρει- των προαναφερόμενων σφαλμάτων μας, μπορεί να συμπυκνώσει, με τρόπο απαράμιλλο, την εθνική μας πορεία και προοπτική, με όλες τις πικρές εμπειρίες των ακατανόητων πεπραγμένων μας, πλην όμως δίχως να έχει χαθεί η ελπίδα για την προοπτική του Νησιού.  Και μαζί για την προοπτική του Ελληνισμού γενικότερα, intra και extra muros.  Ας μου επιτραπεί να ισχυρισθώ ότι για τον Γιώργο Σεφέρη η Κύπρος από τότε -και να σκεφθεί κανείς ότι δύο χρόνια μετά, το 1955, άρχιζε ο ματωβαμμένος απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ κατά της στυγνής Βρετανικής αποικιοκρατίας- συμβόλιζε την  όλη πορεία του Έθνους των Ελλήνων.  Από τον Τρωϊκό Πόλεμο ως την εποχή μας -ήτοι αφότου η γλώσσα μας, κατά τον Θουκυδίδη (Ιστορίαι, Ι, 1.3.1-1.3.4), διαμόρφωσε τον στοιχειώδη αλλά επαρκή συνεκτικό δεσμό του Ελληνικού Έθνους- η Κύπρος, από μόνη της, μπορεί να «κλείσει» μέσα της την ιστορική πορεία του Ελληνισμού, διαρκώς και χωρίς «κανένα χάσμα».  Ας θυμηθούμε τούτο το απόσπασμα από την ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την απονομή σε αυτόν του Βραβείου Νόμπελ το 1963, στην Στοκχόλμη: «Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή.  Η Ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται.  Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα».

1. Το πρώτο «συναπάντημα» με την Κύπρο.

    Ξαναγυρίζω στις, άκρως ενδεικτικές και αντιπροσωπευτικές για την σχέση του με την Κύπρο, απαρχές της πορείας του Γιώργου Σεφέρη στα ματωβαμμένα χώματα του Νησιού.  Οδηγός, με την αυθεντικότητα του αμάχητου τεκμηρίου, τα ίδια τα λόγια του στην πρώτη έκδοση των Κυπριακών του Ποιημάτων, διατυπωμένα στα Βαρώσια τον Σεπτέμβριο του 1955: «Τα ποιήματα της συλλογής αυτής εκτός από δύο (Μνήμη, Α΄ και Β΄) μου δόθηκαν το φθινόπωρο του 1953, όταν ταξίδεψα για πρώτη φορά στην Κύπρο. Ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου και ήταν ακόμη η εμπειρία ενός ανθρώπινου δράματος που, όποιες και να είναι οι σκοπιμότητες της καθημερινής συναλλαγής, μπορεί και κρίνει την ανθρωπιά μας.  Ξαναπήγα στο νησί το ’54.  Αλλά και τώρα ακόμη που γράφω τούτο σ’ ένα πολύ παλιό αρχοντικό στα Βαρώσια -ένα σπίτι που πάει να γίνει φυτό-, μου φαίνεται πως όλα κρυσταλλώθηκαν γύρω από τις πρώτες, τις νωπές αισθήσεις, εκείνου του αργοπορημένου φθινοπώρου.  Η μόνη διαφορά είναι που έγινα από τότε περισσότερο οικείος, περισσότερο ιδιωματικός και συλλογίζομαι πως αν έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, είναι ίσως γιατί το νησί αυτό μου έδωσε ό,τι είχε να μου δώσει σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση, και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα.  Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα, η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη…

2. Στην Κύπρο «πλαταίνει» αδιάλειπτα ο ορίζοντας του Ελληνισμού.

   Με οδηγό τους ίδιους τους στίχους του Γιώργου Σεφέρη, η μοίρα και η προοπτική του Ελληνισμού, από την εποχή του Τεύκρου κατά τα προλεχθέντα ως τις μέρες μας, είναι καλύτερα ορατή από την Κύπρο.

α) Τ’ ακόλουθα αποσπάσματα από το ποίημά του «Αγία Νάπα», «κάτω από την γέρικη συκομουριά», το μαρτυρούν αψευδώς:

                                 «Αγία Νάπα Α΄»

«Ωστόσο νόμιζα πως έβλεπα τόσα χρόνια

περπατώντας ανάμεσα στα βουνά και στη

θάλασσα

συντυχαίνοντας ανθρώπους με τέλειες

πανοπλίες…

παράξενο δεν πρόσεχα πως έβλεπα μόνο τη

φωνή τους.»

                               «Αγία Νάπα Β΄»

«Κάτω απ’ τη γέρικη συκομουριά

τρελός ο αγέρας έπαιζε

με τα πουλιά με τα κλωνιά

και δε μας έκραινε.

Ώρα καλή σου αγέρα της ψυχής

ανοίξαμε τον κόρφο μας

έλα να μπεις έλα να πιείς

από τον πόθο μας.»

β) Κι από τους στίχους, στην αλληλογραφία του Γιώργου Σεφέρη με πρόσωπα, στα οποία μπορούσε να εκφράσει και να μοιράσει αισθήματα βαθιά, κάτι που μόνο σε λίγους μπορούσε να μεταδώσει:

β1) Στις 12 Μαρτίου 1954, ο Γιώργος Σεφέρης έγραψε στον φίλο του Κύπριο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή, στον οποίο είχε αφιερώσει το ποίημά του «Λεπτομέρειες στην Κύπρο»: «Η Κύπρος πλάτυνε το αίσθημα που είχα για την Ελλάδα.  Κάποτε λέω πως μπορεί να με πήρε ψυχοπαίδι της.»

β2) Και στις 25 Οκτωβρίου 1954, ο Γιώργος Σεφέρης περιγράφει, σ’ επιστολή του προς την αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου, και μάλιστα με ασυνήθιστο για εκείνον συναισθηματισμό, ως εξής τις πρώτες εντυπώσεις του για την Κύπρο: «Τον έχω αγαπήσει αυτό τον τόπο.  Ίσως γιατί βρίσκω εκεί πράγματα παλιά που ζουν ακόμη, ενώ έχουν χαθεί στην άλλη Ελλάδα… Ίσως γιατί αισθάνομαι πως αυτός ο λαός έχει ανάγκη από όλη μας την αγάπη και όλη την συμπαράστασή μας. Ένας πιστός λαός, πεισματάρικα και ήπια σταθερός.  Για σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους. Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι – 900 χρόνια.  Είναι αφάνταστο πόσο πιστοί στον εαυτό τους έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι διάφοροι αφεντάδες πάνω τους.  Και τώρα γράφουν στους τοίχους των χωριών τους: «Θέλομεν την Ελλάδα και ας τρώγωμεν πέτρες..».  Θα ήθελα οι νέοι μας να πήγαιναν στην Κύπρο· θα έβλεπαν από εκεί πλατύτερο τον τόπο μας.  Φοβάμαι πως με πήρε ο συναισθηματισμός…».

Β. «Τ’ αλακάτιν», η «φωνή της Πατρίδας».

    Μέσ’ από τις προαναφερόμενες εξομολογήσεις του ιδίως στον φίλο του Κύπριο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή και στην αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου, ο Γιώργος Σεφέρης αφήνει να φανεί καθαρά το πώς και γιατί από την Κύπρο, όπου «το θαύμα λειτουργεί ακόμη», μπορούμε να δούμε «πλατύτερο τον τόπο μας» και, συνακόλουθα, τον Ελληνισμό ως διαχρονική, μέσα στο διάβα των αιώνων, οντότητα και ολότητα, πέρα και έξω από σύνορα και άλλες, αμιγώς «συμβατικές», θεωρήσεις.

1. Κύπρος: Ένα τόπος με άπειρη «εθνική πυκνότητα».

Συγκεκριμένα, ο Γιώργος Σεφέρης βρήκε στην Κύπρο έναν τόπο, «ακριβό» τμήμα του Ελληνισμού, όπου οι διαδοχικές κατακτήσεις και οι ανυπολόγιστες αιματοχυσίες δεν κατάφεραν να τον αποσπάσουν από τον «κόρφο» της Πατρίδας. 

α) Κι ακόμη περισσότερο, έναν τόπο που μέσ’ από τους νέους αγώνες του είναι προορισμένος να ξαναβρεί, μια για πάντα, την λευτεριά του από τα δεσμά της Βρετανικής αποικιοκρατίας.  Μιας αποικιοκρατίας η οποία, παρά το επιφαινόμενο λόγω της διεθνούς «αίγλης» της Μεγάλης Βρετανίας, στο βάθος έκρυβε πτυχές βαρβαρότητας που δεν έδειξαν ως και κάποιοι από τους προγενέστερους κατακτητές του Νησιού.  Με άλλες λέξεις, στην Κύπρο, «σε μια σποριά γης» που «πλέει» ανά τους αιώνες στα ταραγμένα νερά της Ανατολικής Μεσογείου, κυκλωμένη από εχθρούς που ακατάπαυστα την εποφθαλμιούσαν και την εποφθαλμιούν, ο Γιώργος Σεφέρης συνδέθηκε με την μοίρα της Ελλάδας εν γένει.  Εκείνη την μοίρα, που από την εποχή του Τρωϊκού Πολέμου και την άφιξη του Τεύκρου «γράφει» τον μέχρις εσχάτων αγώνα του Έθνους των Ελλήνων να υπερασπίσουν, απέναντι σε κάθε αδίστακτο «μνηστήρα», ανά τους αιώνες τον Τόπο τους και την εθνική τους ταυτότητα, μιλώντας μια γλώσσα η οποία κατέχει, παγκοσμίως, το «προνόμιο» της ακατάλυτης συνέχειας και υπηρετώντας ένα Πνεύμα αδάμαστης Ελευθερίας.  Το Πνεύμα που αντιτάχθηκε σε κάθε είδους δεσποτισμό της Ανατολής και χάραξε, στον Μαραθώνα και στην Σαλαμίνα, το όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης.  Το Πνεύμα που άνοιξε το δρόμο στην Γνώση για να δημιουργήσει την «Σοφία», δηλαδή την Επιστήμη συνολικώς και να θέσει, εν τέλει, τα βαθιά και στέρεα θεμέλια του Πολιτισμού της Δύσης και, κυρίως, της Ευρώπης. 

β) Και αυτή η σημασία της Κύπρου έχει τόσο μεγαλύτερη σημασία για τον Γιώργο Σεφέρη, όσο του επιτρέπει να συλλογίζεται την πορεία του Ελληνισμού με «καθάριο» βλέμμα μακριά από την μιζέρια του φθόνου, της διχόνοιας και των διχασμών του Ελλαδίτικου χώρου και, ιδίως, με την πεποίθηση ότι η Κύπρος «θ’ αντέξει» να καταγάγει τον άθλο της Ελευθερίας, δεν θα περιπέσει στη μελαγχολική «χορεία» των Χαμένων Πατρίδων, όπως η Μικρά Ασία των παιδικών του χρόνων.  Κάπως έτσι, στην Κύπρο ο Γιώργος Σεφέρης ένοιωσε την «καρδιά» του Ελληνισμού να πάλλεται με συνέχεια και σφρίγος, αποκαθιστώντας το όραμα του Ελληνισμού στις πραγματικές του διαστάσεις, κατά την ιστορία του και την προοπτική του.

2. «Λεπτομέρειες στην Κύπρο».

  Όλη αυτή η ατμόσφαιρα, όπως αναδύεται από τα Κυπριακά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη και τις σημειώσεις του στα Ημερολόγιά του, τον καθιστά διαχρονικό και αυθεντικό -και γι’ αυτό οιονεί «εθνικό»-  «αφηγητή» της μακραίωνης ιστορίας της Κύπρου, ως αναπόσπαστου τμήματος του Ελληνισμού ανά τις χιλιετίες.  Θα ’λεγα της Κύπρου ως πανάκριβου, ιστορικώς, «πετραδιού» στο εθνικό «διάδημα» της Πατρίδας μας.  Όλο αυτό το αμάλγαμα πόνου και ελπίδας για τον Ελληνισμό, όπως το βίωσε στην Κύπρο και από εκεί είδε «πλατύτερο» τον Τόπο μας, ο Γιώργος Σεφέρης κατάφερε, με απαράμιλλη ποιητική «imperatoria brevitas», να το καταγράψει στις «Λεπτομέρειες στην Κύπρο»Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄»), ποίημα αφιερωμένο στον επιστήθιο, καθώς προείπα, Κύπριο φίλο του ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή.  Υπενθυμίζω τους τελευταίους στίχους:

«Όμως το ξύλινο μαγκανοπήγαδο-τ’ αλακάτιν,

κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς

μισό στο χώμα και μισό μέσα στο νερό,

γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;

Είδες πώς βόγκηξε.  Κι εκείνη την κραυγή

βγαλμένη από τα παλιά νεύρα του ξύλου

γιατί την είπες φωνή της πατρίδας;»

3. «Ελένη».

Άφησα για το τέλος μερικούς στίχους του Γιώργου Σεφέρη από την «Ελένη», το ποίημα που εμπνεύσθηκε, το 1955, για να περιγράψει τα βαθύτερα συναισθήματά του αγναντεύοντας την Ελλάδα, στο σύνολό της, από την Κύπρο, από εκεί όπου «τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».  Την «Ελένη», όπως παρέδωσε τον μύθο της στην αιωνιότητα ο Ευριπίδης, με την ομώνυμη τραγωδία του:

«Δακρυσμένο πουλί,

                στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη

που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,

άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν

τον παλιό δόλο των θεών΄

                αν είναι αλήθεια

πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,

ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη

ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο

είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,

δεν το ’χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει

μαντατοφόρους που έρχονται να πούνε

πώς τόσος πόνος τόση ζωή

πήγαν στην άβυσσο

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη».

ΙΙ. Ο Γιώργος Σεφέρης και η «χαίνουσα πληγή» του Κυπριακού.

   Όπως ήδη επισημάνθηκε, ο Γιώργος Σεφέρης έφτασε για πρώτη φορά στην Κύπρο, περαστικός, τον Δεκέμβριο του 1952 και την επισκεπτόταν τακτικά, και για μεγάλα χρονικά διαστήματα -κυρίως μεταξύ 1953, 1954 και 1955- ως το τελευταίο ταξίδι του εκεί τον Νοέμβριο του 1969.  Είχε προγραμματίσει να ξαναπάει στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1971.  Δεν έφτασε ποτέ, τον πρόλαβε η αρρώστια και, τελικά, ο θάνατος.  Μέσα σε όλο αυτό το χρονικό πλαίσιο ο Γιώργος Σεφέρης βίωσε, εκ του σύνεγγυς, την τραγική εμπειρία του απελευθερωτικού αγώνα του Κυπριακού Λαού εναντίον της αποικιοκρατίας.  Αυτό το «έπος», στην κυριολεξία, απέναντι στην Βρετανική αυτοκρατορία, η οποία έδειξε το πιο σκληρό της πρόσωπο για να διατηρήσει τα «κεκτημένα», παραβιάζοντας ωμά και δίχως ίχνος αναστολής θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου αλλά και τον ίδιο τον πυρήνα πλειάδας θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Διόλου παράξενο, λοιπόν, για έναν πνευματικό ταγό του διαμετρήματος του Γιώργου Σεφέρη, ότι ο απελευθερωτικός αγώνας του Κυπριακού Λαού ρίζωσε βαθιά στην ποίησή του -και όχι μόνο- σε σημείο ώστε να διαμορφώσει ίσως την κορύφωση της σεφερικής λογοτεχνικής δημιουργίας, μέσ’ από ένα ιστορικό «διάνυσμα» που ξεκινάει από τον Τρωϊκό Πόλεμο και φθάνει στην σύγχρονη εποχή, διατραγωδώντας τα «πάθη» του Ελληνισμού.

Α. Η εμπειρία του απελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο.

  Το βράδυ της 31ης Μαρτίου προς την 1η Απριλίου 1955 άρχισε ο αγώνας της ΕΟΚΑ -στην ουσία ο αγώνας του Κυπριακού Λαού- για την κατάλυση της Βρετανικής αποικιοκρατίας.  Ένας αγώνας, τον οποίο προκάλεσε πρωτίστως η ίδια η επίμονη στάση της Μεγάλης Βρετανίας να συντηρήσει, «πάση δυνάμει», τα αποικιοκρατικά της «κεκτημένα» στην μαρτυρική Κύπρο.

1. Τα τραυματικά βιώματα του Γιώργου Σεφέρη.

   Μόλις τρία χρόνια αφότου «γνώρισε» την Κύπρο, ο Γιώργος Σεφέρης, και με την διπλωματική του ιδιότητα, άρχισε να βιώνει «στο πετσί του» το δράμα της Κύπρου, μέσα στο ζοφερό κλίμα που διαμόρφωνε το σκοτεινό «κράμα» εμμονής, υποκρισίας και αναλγησίας των Βρετανικών αρχών, μ’ «αιχμή του δόρατος» εκείνες, οι οποίες είχαν την ευθύνη συντήρησης του αποικιοκρατικού καθεστώτος στο Νησί.  Ένας άνισος αγώνας αντίστασης είχε ξεκινήσει, με τους Αγωνιστές της Κύπρου αποφασισμένους να γράψουν νέες ιστορικές σελίδες, ανάλογες αυτών που καταγράφουν τα προγονικά «έπη» για την ανά τους αιώνες υπεράσπιση της Ελευθερίας.  Κι εκείνο που πλήγωνε ακόμη πιο βαθιά τον Γιώργο Σεφέρη ήταν το γεγονός -το οποίο «ψυχανεμιζόταν» πολύ ενωρίς, λόγω και της τεράστιας διπλωματικής του εμπειρίας- ότι η Μεγάλη Βρετανία, εκτός από την επίδειξη αναλγησίας και ωμότητας, δεν δίσταζε να υποκινεί, για λόγους καθαρώς εκδικητικούς και με αποκλειστικό γνώμονα την εξυπηρέτηση των αποικιοκρατικών της συμφερόντων, τις ως τότε σχεδόν ανύπαρκτες τουρκικές διεκδικήσεις, δήθεν για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της τουρκοκυπριακής κοινότητας.  Με απλά λόγια, ο Γιώργος Σεφέρης έβλεπε, με άκρατο πόνο, την Μεγάλη Βρετανία να «πυροδοτεί» την δημιουργία ενός ακανθώδους, κατά την επιεικέστερη εκδοχή, προβλήματος, το οποίο θα διαιωνιζόταν και μετά την αποτίναξη της αποικιοκρατίας, αυτή την φορά «τροφοδοτώντας» ευθέως την βουλιμία του τουρκικού επεκτατισμού.  Σ’ εκείνους τους χαλεπούς καιρούς πρέπει ν’ αναζητηθούν ως και οι αιτίες της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο, το 1974.  Όπως στους ίδιους καιρούς έχουν τις ρίζες τους οι απροκάλυπτα κυνικές φιλοτουρκικές τάσεις της Μεγάλης Βρετανίας ως τώρα, αν αναλογισθεί κανείς την προκλητική της στάση για την έμμεση πλην σαφή δικαιολόγηση του καθεστώτος Ερντογάν, όταν κυρίως σήμερα παραβιάζει κάθε έννοια της συμφωνίας αναφορικά με το καθεστώς στα Βαρώσια.  Και ουδείς δικαιούται ν’ αμφιβάλει πια, ιδίως μετά την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι κάθε άλλο παρά στηρίζει μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, σύμφωνα με τις διατάξεις του Διεθνούς και, κυρίως, του Ευρωπαϊκού Δικαίου.  Πολλώ μάλλον όταν είναι βέβαιο πως μια τέτοια λύση δεν θα επέτρεπε, επ’ ουδενί, στην Μεγάλη Βρετανία να διατηρήσει στο μέλλον τα όποια υπολείμματα αποικιοκρατίας στην Κύπρο, με πρώτο δείγμα γραφής τις εκεί βάσεις της.

2. «Νήσός τις έστιν»…»

   Τον Νοέμβριο του 1953 ο Γιώργος Σεφέρης γράφει ένα από τα κορυφαία Κυπριακά του Ποιήματα, την «Σαλαμίνα της Κύπρος», αργότερα «πυρηνικό» τμήμα του «Ημερολογίου Καταστρώματος, Γ΄». Τόπος αναφοράς ο χώρος όπου, κατά τον ομηρικό μύθο -ας μην ξεχνάμε ότι ο μύθος ενέχει, στο βάθος του μέσα στο χρόνο, στοιχεία ιστορικής αλήθειας, αντίθετα με το παραμύθι- ο Τεύκρος έφθασε, μετά τον Τρωϊκό Πόλεμο, στην Κύπρο, ιδρύοντας μιαν άλλη Σαλαμίνα, μνήμη της πατρικής του εστίας όπου, κατά τα προλεχθένα, ο πατέρας του δεν του επέτρεψε να γυρίσει.

α) Ο αγώνας των Κυπρίων δεν έχει αρχίσει -το 1955 φαίνεται ακόμη μακριά- κι όμως ο Γιώργος Σεφέρης «ψυχανεμίζεται» την «φωτιά» που ανάβει κατά της Βρετανικής αποικιοκρατίας.  Μ’ έναν Λαό, ο οποίος είναι αποφασισμένος ν’ αντιμετωπίσει και την δύναμη αλλά και την αλαζονεία της «Αυτοκρατορίας» που ξέρει ότι αρχίζει να δύει, πλην όμως γι’ αυτό γίνεται ολοένα πιο αυταρχική, άρα ολοένα και πιο ευεπίφορη και επικίνδυνη να «πνίξει» την Κύπρο στο αίμα.  Η αρχαία τραγωδία γυρίζει αδιάκοπα στο νου του Γιώργου Σεφέρη, ως πηγή μελαγχολικής, πλην όμως άκρως διδακτικής, έμπνευσης.  Συγκεκριμένα, ο Γιώργος Σεφέρης ξαναθυμάται τους «Πέρσες», το πρωιμότερο σωζόμενο έργο του Αισχύλου, μέρος μιας τετραλογίας που ο τραγικός ποιητής παρουσίασε μάλλον το 472 π.Χ. Μέρος στο οποίο ο Αισχύλος περιγράφει, με κεντρικό πρόσωπο την μητέρα του Ξέρξη, Άτοσσα, την οδύνη των Περσών όταν πληροφορήθηκαν την δεινή ήττα στην Σαλαμίνα.  Ήττα-Νέμεση για την Ύβρη που διέπραξαν ο Ξέρξης και ο στρατός του, επιχειρώντας να καταλάβουν, υπό όρους ακραίας έπαρσης, την τότε Ελλάδα και, κυρίως, το κατά τον Πίνδαρο (απ. 76) «δαιμόνιον πτολίεθρον» των «κλεινών Αθηνών».

β) Κάπως έτσι βλέπει στο βάθος του χρόνου την μοίρα της αλαζονικής και αδίστακτης αποικιοκρατίας της «πάλαι ποτέ  διαλαμψάσης» Γηραιάς Αλβιώνας ο Γιώργος Σεφέρης, «προφητεύοντας» , ταυτοχρόνως, τον μακροχρόνιο και αιματηρό απελευθερωτικό αγώνα του Κυπριακού Λαού.  Άκρως ενδεικτικό της ευθείας αναφοράς στους «Πέρσες» του Αισχύλου το motto, απόσπασμα της τραγωδίας, το οποίο διάλεξε ο Γιώργος Σεφέρης για να συνθέσει την δική του «Σαλαμίνα της Κύπρος», υπενθυμίζοντας ότι στην Σαλαμίνα, μέσα σε οδυνηρούς στεναγμούς, «βούλιαξε», μαζί με τον στόλο της, και η «δόξα» της Περσικής Αυτοκρατορίας.

«… Σαλαμῖνα τε

τάς νῦν ματρόπολις, τώνδ’

αἰτία στεναγμῶν.»

β1) Πριν απ’ όλα ο Γιώργος Σεφέρης περιγράφει την τιμωρία της ματαιοδοξίας του Ξέρξη να επιδιώκει ανιστόρητες κατακτήσεις λαών μακριά από το περσικό βασίλειο.  Στην ουσία έτσι στέλνει «μήνυμα» στην Μεγάλη Βρετανία για το μάταιο και το άδικο της διαιώνισης της αποικιοκρατίας στην Κύπρο:

«Η γης δεν έχει κρικέλια

για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν

μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι,

να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι.»

β2) Και στο τέλος, ο Γιώργος Σεφέρης «προφητεύει», μ’ επίκεντρο τον αγγελιαφόρο που μετέφερε το πικρό νέο της ήττας του Ξέρξη στην Άτοσσα, την αντίστοιχη πορεία τελικής ήττας της αποικιοκρατικής βαρβαρότητας της Μεγάλης Βρετανίας στα Ελληνικά, από «καταβολής» της ιστορίας, χώματα της Κύπρου:

«-Ναι΄ όμως ο μαντατοφόρος τρέχει

κι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του, θα φέρει

σ’ αυτούς που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο

το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας.

Φωνή Κυρίου επί των υδάτων.

Νήσός τις έστι.»

Αυτή την φορά -σήμερα, 2.500 χρόνια μετά, με την διδαχή ζωντανή σαν να ήταν χθες- η «φωνή Κυρίου επί των υδάτων» ακουγόταν, στεντόρεια, πάνω από τα νερά της Ανατολικής Μεσογείου για να φτάσει στα, δυστυχώς, ερμητικά κλειστά αυτιά της «μεθυσμένης» από υπεροψία κα παρακμιακό «μεγαλείο» Μεγάλης Βρετανίας. «Φωνή Κυρίου», που αναγγέλλει την τελική δικαίωση του αγώνα του Κυπριακού Λαού εναντίον της αποικιοκρατίας.  Και είναι γραφτό η Κύπρος να γίνει, με τα λόγια του Αισχύλου, «Νήσός τις» -«ταφόπλακα» στην κατακτητική μωρία των Βρετανών αποίκων, όπως υπήρξε για τον Ξέρξη και τους Πέρσες η Σαλαμίνα και η γειτονική Ψυττάλεια, όπου χάθηκε ο «ανθός» του περσικού στρατού, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει εκεί περιμένοντας, μάταια βεβαίως, ν’ αφανίσει τα τμήματα του στρατού των Ελλήνων που νόμιζαν πως θα έφθαναν εκεί. Κάπως έτσι η «Σαλαμίνα της Κύπρος» του Γιώργου Σεφέρη πήρε την θέση της στο «Πάνθεο» της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δίπλα -παρά την τεράστια διαφορά χρόνου και συγκυρίας- από τους «Πέρσες» του Αισχύλου.

Β. «Βαρνάβας Καλοστέφανος». Η ημιτελής «εξομολόγηση» του Γιώργου Σεφέρη για τα «έργα και τις ημέρες» της Μεγάλης Βρετανίας στην Κύπρο.

   Κάθε προσπάθεια κατανόησης και ανάδειξης της «πορείας» του Γιώργου Σεφέρη στην Κύπρο φαντάζει ανολοκλήρωτη δίχως την ανάγνωση του ημιτελούς μυθιστορήματός του, με τίτλο «Βαρνάβας Καλοστέφανος».  Ο τίτλος αυτός αντικατέστησε τελικώς έναν αρχικό, «Ο Στράτης Θαλασσινός στην Κύπρο», ενώ συμπληρώθηκε με δύο, καθαρώς επεξηγηματικούς με «δωρική» λιτότητα, υποτίτλους, «Χρονικό της Κύπρου 1953» και «Ένα συναισθηματικό ταξίδι στην Κύπρο». Αυτός ο τελευταίος υπότιτλος δείχνει καθαρά ότι ο Γιώργος Σεφέρης θέλησε ν’ αφήσει, μέσ’ από τις σελίδες του «Βαρνάβα Καλοστέφανου», ελεύθερα τα συναισθήματά του, προσωπικά και πολιτικά, για την Κύπρο, έτσι ώστε ν’ αποτυπωθούν εναργώς τόσο η οργή του όσο και η οδύνη του για τα «δεινά» του Νησιού υπό τον «ζυγό» της Βρετανικής αποικιοκρατίας.

1. Το χρονικό της συγγραφής του «Βαρνάβα Καλοστέφανου».

   Ο «Βαρνάβας Καλοστέφανος» είναι η δεύτερη προσπάθεια -μετά τις «Έξη νύχτες στην Ακρόπολη», που εκδόθηκε ολοκληρωμένη το 1974, μ’ επιμέλεια του Γ.Π. Σαββίδη τρία χρόνια μετά τον θάνατό του- του Γιώργου Σεφέρη στο πεδίο του πεζού λόγου.  Μετά τα τρία πρώτα ταξίδια του στην Κύπρο, ο Γιώργος Σεφέρης αρχίζει να γράφει αυτό το μυθιστόρημα στις 18 Αυγούστου 1954.  Το άφησε ημιτελές, με τελευταία εγγραφή εκείνη της 22ας Φεβρουαρίου 1956.  Αποτελείται από 138 κινητά φύλλα, χωρισμένα με μεγάλη συστηματικότητα σε τέσσερις ενότητες.  Η πλοκή του αρχίζει με τον Κύπριο Βαρνάβα Καλοστέφανο να υποδέχεται στην Λευκωσία τον φίλο του Ελλαδίτη Σταύρο και την φίλη του Βάσω, τους οποίους οδηγεί στην συνέχεια στα Βαρώσια.  Το ημιτελές αυτό μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη εξιστορεί εκδρομές και ατελείωτες συζητήσεις για την Κύπρο, ιδίως σε ό,τι αφορά το μέλλον της και τα «πάθη» της, μέσα στο σκοτεινό τοπίο της Βρετανικής αποικιοκρατίας και της αδίστακτης προσπάθειάς της να καταστείλει, με κάθε μέσο, τον αγώνα των Κυπρίων για την απαλλαγή του Νησιού από τον τελευταίο «κατακτητή».  Τα γεγονότα οδηγούν πολλές φορές έξω από τα σύνορα της Κύπρου, φτάνοντας στην Ελλάδα, την Μεγάλη Βρετανία και την Μέση Ανατολή, ενώ οι ιστορικές αναφορές εκτείνονται από την μακρινή αρχαιότητα ως την μεσαιωνική και την νεότερη εποχή, μ’ έμφαση στην περίοδο 1931, 1944 και, αυτονοήτως, 1953.  Την πλοκή του μυθιστορήματος κορυφώνει η βαθιά κρίση που καταλαμβάνει στο τέλος τον Βαρνάβα Καλοστέφανο και τον οδηγεί στην φυγή του από την Κύπρο.

2. Ο «σκοτεινός» ρόλος της Μεγάλης Βρετανίας ως προς την δημιουργία και την εντεύθεν διαιώνιση του Κυπριακού.

   Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει τον «Βαρνάβα Καλοστέφανο» όταν πια έχει αρχίσει ο απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων κατά της Μεγάλης Βρετανίας, το 1955.

α) Και μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος αναδύεται, σχεδόν χωρίς αναστολές από τον συγγραφέα, ο πραγματικός ρόλος της Μεγάλης Βρετανίας σχετικά με την Κύπρο.  Τόσον ο ρόλος που αφορά τις ωμότητες -κατά την επιεικέστερη εκδοχή- κατά των Κυπρίων Αγωνιστών όσο και ο ρόλος που αφορά το πώς η Μεγάλη Βρετανία, με καθαρώς εκδικητική διάθεση, δημιουργεί, ex nihilo, το Κυπριακό υπό την οπτική γωνία της εμπλοκής της Τουρκίας σε αυτό, δήθεν για την διασφάλιση των δικαιωμάτων των τουρκοκυπρίων κατοίκων του Νησιού.  Συγκεκριμένα, ο Γιώργος Σεφέρης καταγράφει, με οργή, την απερίφραστη άρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να δεχθεί οποιαδήποτε προοπτική αυτοδιάθεσης της Κύπρου, για το παρόν και το μέλλον.  Πέραν τούτων, εξιστορεί τις συνθήκες, υπό τις οποίες συνήλθε η «Τριμερής Διάσκεψη» για την Κύπρο στο Λάνκαστερ Χάους του Λονδίνου, μεταξύ 29 Αυγούστου και 7 Σεπτεμβρίου 1955.  Αυτή η «πρωτοβουλία» της Μεγάλης Βρετανίας είχε ως αποτέλεσμα την ευθεία αναγνώριση της Τουρκίας ως «ενδιαφερόμενου μέρους» για την μελλοντική τύχη της Κύπρου.  Έτσι στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης βρέθηκαν τότε εκτός από τον Χάρολντ Μακμίλλαν για την Μεγάλη Βρετανία και τον Στέφανο Στεφανόπουλο, Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας στην Κυβέρνηση Παπάγου, και ο τούρκος υπουργός Φατίν Ζορλού.

β) Ας σημειωθεί ότι εκείνο που προκάλεσε περισσότερο την οργή του Γιώργου Σεφέρη εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας -όχι ότι η οργή του αυτή δεν άγγιξε και τους χειρισμούς της Ελληνικής Κυβέρνησης της εποχής για το Κυπριακό- ήταν το ότι, μέσω της μεθόδευσης της «Τριμερούς Διάσκεψης», η Τουρκία μπόρεσε να αναμειχθεί, για πρώτη φορά και ευθέως, στα πράγματα της Κύπρου, όταν το 1923, με την Συνθήκη της Λωζάνης, είχε ρητώς παραιτηθεί από κάθε τυχόν «δικαίωμα» και, συνακόλουθα, από κάθε παρεμφερή διεκδίκηση σε ό,τι αφορά την Κύπρο. Στην σκέψη του Γιώργου Σεφέρη μάλλον ξυπνούσε, από τα χρόνια του Τεύκρου, το «τέχνασμα» του «Δούρειου Ίππου», αυτή τη φορά μ’ «έμπνευση» της Μεγάλης Βρετανίας και «εισβολείς» στο μαρτυρικό Νησί τους Τούρκους.  Δίχως αυτή την εκδικητική αθλιότητα της Μεγάλης Βρετανίας, με στόχο την αποτυχία του απελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων, η Τουρκία θα είχε υποχρεωθεί να τηρεί απαρέγκλιτα το Διεθνές Δίκαιο -και στην συγκεκριμένη περίπτωση την Συνθήκη της Λωζάνης, του 1923-  και να μην έχει οιαδήποτε ανάμειξη στην πορεία της Κύπρου προς την αυτοδιάθεση και την επέκεινα διεθνή πορεία της, απαλλαγμένη πλέον από την Βρετανική αποικιοκρατία. Σε τελική ανάλυση, με την άκρως υποκριτική στάση της η Μεγάλη Βρετανία υποκίνησε και στήριξε την Τουρκία να παραβιάσει ευθέως, και χωρίς καμία κύρωση, την Συνθήκη της Λωζάνης. Και μάλιστα ενώ γνώριζε καλά ότι οιαδήποτε αναθεώρησή της ήταν αδιανόητη σύμφωνα με τους περί διεθνών συμβάσεων κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.

γ) Όπως ήδη επισημάνθηκε, ο Γιώργος Σεφέρης άφησε ημιτελές το μυθιστόρημα «Βαρνάβας Καλοστέφανος», το οποίο εκδόθηκε τελικώς, έστω και σε αυτή την μορφή του, τον Ιούνιο του 2007 από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ).  Ποτέ δεν έδωσε κάποια εξήγηση γι’ αυτή την «εγκατάλειψη». Μια υπόθεση για ό,τι συνέβη θα μπορούσε να στραφεί προς το ότι ο Γιώργος Σεφέρης είχε εκπληρώσει, και μάλιστα με τρόπο που ταίριαζε περισσότερο στην λογοτεχνική του ιδιοσυγκρασία, τα κατά τ’ ανωτέρω συναισθήματά του για τον σκληρό αγώνα των Κυπρίων στα «Κυπριακά του Ποιήματα». Μια άλλη όμως υπόθεση -στην οποία ας μου επιτραπεί να εμείνω- είναι εκείνη που παραπέμπει στο ότι μάλλον θα ήταν δύσκολο στον Γιώργο Σεφέρη, όταν ήταν ακόμη εν ενεργεία στο Διπλωματικό Σώμα και με την μετέπειτα εμπλοκή του στο Κυπριακό, να πει ελεύθερα την γνώμη του τόσο για τις μεθοδεύσεις της Μεγάλης Βρετανίας όσο και για τα λάθη χειρισμών από Ελληνικής πλευράς.  Και όταν αποχώρησε από την υπηρεσία -και υπό τους όρους που αποχώρησε, οι οποίοι δεν τιμούν, κάθε άλλο, τους τότε κυβερνητικούς χειρισμούς απέναντί του, αφού μάλιστα είχε τιμηθεί, πρώτος Έλληνας, με το Βραβείο Νόμπελ -ήταν πια αργά να «ξανακαταπιαστεί» με τον «Βαρνάβα Καλοστέφανο».  Άφησε τα χειρόγραφά του ως είχαν, ίσως με την σκέψη ότι κάποτε θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας, κρατώντας μέσα τους όλο τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνεια των αρχικών συναισθημάτων του για την «πεφιλημένη» Κύπρο και την «βάσκανο» μοίρα της.  Όπως και συνέβη.

Επίλογος

Ο Γιώργος Σεφέρης «έκλεινε» μέσα του την Κύπρο, με το μεγαλείο της ιστορίας της και την αγωνία της προοπτικής της, ως τις τελευταίες του στιγμές.  Καθώς αναφέρει η Ιωάννα Τσάτσου, η αδελφή του, μόλις συνήλθε από την νάρκωση της εγχείρησης στον Ευαγγελισμό και πριν ξεψυχήσει, λίγες ώρες μετά, ρώτησε με πόνο: «Τι θα γίνει με το νησί, τι θα γίνει με το νησί;»

Α. Η διαίσθησή του δεν λάθευε, καθώς το σαράκι της δικτατορίας των συνταγματαρχών είχε αρχίσει να τρώει το κορμί του Ελληνισμού, με πρώτο «θύμα» την μαρτυρική Κύπρο.  Άλλωστε είχε περικλείσει επιγραμματικά όλη αυτή την προφητική του διάθεση μέσα στο ακόλουθο απόσπασμα της ιστορικής δήλωσής του για την δικτατορία στο ΒΒC, στις 28 Μαρτίου 1969: «… Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος.  Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου.  Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό… Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο.  Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει.  Είναι εθνική επιταγή».

Β. Το «σφιχτό», εθνικό κυριολεκτικώς, «δέσιμο» του Γιώργου Σεφέρη με την Κύπρο δείχνει σήμερα τον δρόμο του δικού μας χρέους απέναντι στο μαρτυρικό Νησί.  Και ιδίως το χρέος της κατανόησης, με όλη την σημασία της λέξης, ότι η Εθνεγερσία του 1821, διακόσια χρόνια μετά, συνεχίζεται κατά κάποιο τρόπο εδώ, στην Μαρτυρική Κύπρο.  Και θα συνεχίζεται, έως ότου απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό το τελευταίο «υπόδουλο» τμήμα του Ελληνισμού. Και όχι μόνον αυτό, αλλά κατ’ ουσία και το μόνο τμήμα Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο κατέχει, κατά παράβαση κάθε έννοιας του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, τρίτο κράτος, αποτελώντας μια «αιμάσσουσα» πληγή που μπορεί να έχει επικίνδυνες προεκτάσεις στο μέλλον.  Οφείλουμε δε, αδιαλείπτως, όλοι οι Έλληνες, με μια Εθνική φωνή και γραμμή, να υπενθυμίζουμε ότι αποτελεί πραγματικό όνειδος για την Διεθνή Κοινότητα και για την Ευρωπαϊκή Ένωση η μακροχρόνια ανοχή της τουρκικής κατοχής σ’ ένα μεγάλο μέρος του Κυπριακού εδάφους.  Πρόκειται, κατ’ αποτέλεσμα, γι’ ανοχή που προσβάλλει βάναυσα την Διεθνή και την Ευρωπαϊκή Νομιμότητα.  Διότι κατά την φύση του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου το κανονιστικό τους πλαίσιο παραβιάζεται όχι μόνον από εκείνους, οι οποίοι δεν το σέβονται εμπράκτως, αλλά και από κάθε άλλο που δεν αντιδρά, επίσης εμπράκτως, σε αυτή την προκλητική έλλειψη σεβασμού της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας.

Γ. Οφείλω δε από τον Μαρτυρικό τούτο Τόπο να υπενθυμίσω ότι το χρέος μας, ως Ελλήνων, επιβάλλει τον άνευ όρων και ορίων αγώνα για την εξεύρεση όχι μιας όποιας λύσης του Κυπριακού.  Αλλά για την επίτευξη λύσης απολύτως σύμφωνης με το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.  Ήτοι λύσης που εξασφαλίζει στην Κυπριακή Δημοκρατία ομοσπονδιακή δομή υπό τις αυτονόητες εγγυήσεις της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, με μια διεθνή νομική προσωπικότητα, μια και ενιαία ιθαγένεια καθώς και πλήρη άσκηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, άρα δίχως στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων.  Και δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι, ιδίως υπό την σημερινή συγκυρία, ο όρος «εγγυήσεις τρίτων», που δεν νοούνται για την Κυπριακή Δημοκρατία, αφορά όχι μόνον την Τουρκία αλλά και κάθε άλλο Κράτος, το οποίο δεν αποτελεί πλέον μέρος της Ευρωπαϊκής μας Οικογένειας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.