Σημεία ομιλίας στο Κομμένο της Άρτας κατά την Τελετή Μνήμης των 317 Μαρτύρων Ηρώων του Κομμένου,, θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας κατά την εγκληματική επιδρομή της 16ης Αυγούστου 1943.
Με αισθήματα ιερής συγκίνησης βρίσκομαι σήμερα μαζί σας -και ως Επίτιμος Συνδημότης σας- για δεύτερη φορά, μετά την επίσκεψή μου υπό την ιδιότητά μου τότε ως Προέδρου της Δημοκρατίας, την 16η Αυγούστου 2017, προκειμένου να τιμήσουμε, από κοινού, την Ιερή Μνήμη των 317 Μαρτύρων Ηρώων του Κομμένου, της 16ης Αυγούστου 1943.
Ι. Το ιστορικό
Το Κομμένο, τούτο το όμορφο χωριό στις όχθες του Άραχθου, θα μένει για πάντα στην μνήμη μας ως ο Μαρτυρικός Τόπος, όπου συντελέσθηκε μια από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων κατά την φρικτή περίοδο της γερμανικής ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα.
Α. Χαράματα της 16ης Αυγούστου 1943, κι ενώ το Κομμένο κοιμόταν ακόμη, ύστερα από ένα γαμήλιο γλέντι την προηγουμένη που συνέπεσε με την γιορτή της Παναγίας, ένα βαριά οπλισμένο τμήμα των γερμανικών ναζιστικών στρατευμάτων εισέβαλε ξαφνικά και ύπουλα. Επικεφαλής του ήταν ο ταγματάρχης Φάλνερ, ο οποίος εκτελούσε εντολές του ναζί Μέραρχου -με έδρα τα Ιωάννινα- Λαντς, υπό το πρόσχημα της ύπαρξης στο Κομμένο ανταρτών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Επί εννέα ώρες οι ναζί σκότωναν, βίαζαν, έκαιγαν… Άφησαν πίσω τους 317 μαρτυρικούς νεκρούς, θύματα στυγνής δολοφονίας «αντάξιας» της ναζιστικής βαρβαρότητας. Ανάμεσά τους 97 νήπια και παιδιά και 119 γυναίκες. Η Σφαγή του Κομμένου είχε στιγματίσει την Ιστορία με ένα ακόμη δείγμα της ναζιστικής βαρβαρότητας.
Β. Η Θεία Δίκη εξέδωσε την δική της ετυμηγορία για τους κύριους δράστες: Ο ταγματάρχης Φάλνερ εκτελέσθηκε, λίγο μετά, στην Σερβία από παρτιζάνους του Τίτο. Και ο Μέραρχος Λαντς δικάσθηκε, κατά την Δίκη της Νυρεμβέργης, σε δώδεκα χρόνια κάθειρξη. Για την ιστορία επισημαίνω πως στην Δίκη αυτή εναντίον του Λαντς πολιτική αγωγή και μάρτυρας κατηγορίας παρέστη ο αυτόπτης μάρτυρας της Σφαγής Στέφανος Παππάς, με συνήγορο και εκπρόσωπο του Ελληνικού Κράτους τον μετέπειτα διακεκριμένο Καθηγητή -και καθηγητή μου το 1970- του Αστικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννη Σόντη.
Γ. Οι Έλληνες δεν ξεχνούμε, στο διηνεκές, και την βάρβαρη Σφαγή του Κομμένου. Και τούτο γιατί τα σημάδια της ναζιστικής θηριωδίας πρέπει να μην σβηστούν ποτέ, έτσι ώστε η συνείδησή μας να παραμείνει σ’ εγρήγορση, για να μην επιτρέψουμε στο μέλλον ανάλογα εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας. Οι κίνδυνοι δεν έχουν περάσει και η Δημοκρατία του Ανθρωπισμού και της Δικαιοσύνης έχει υπαρξιακή ανάγκη αδιάλειπτης και ανυποχώρητης υπεράσπισης.
ΙΙ. Οι αξιώσεις της Ελλάδας ως προς το κατοχικό δάνειο και τις εν γένει αποζημιώσεις για τα θύματα και τις υλικές καταστροφές της ναζιστικής θηριωδίας
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο Ιστορικής Μνήμης -και μακριά από κάθε λογική αντεκδίκησης, που είναι παντελώς ξένη σ’ εμάς, τους Έλληνες- εντάσσουμε και τις αξιώσεις της Ελλάδας ως προς το κατοχικό δάνειο και τις εν γένει αποζημιώσεις για τα θύματα και τις υλικές καταστροφές της ναζιστικής θηριωδίας. Και τούτο διότι η Δικαιοσύνη της Ιστορίας, προκειμένου το μήνυμα «Δεν ξεχνάμε, Ποτέ ξανά» να καταστεί πράξη, απαιτεί από τους θύτες να ολοκληρώσουν την «συγγνώμη» τους αποδίδοντας στην Ελλάδα αυτό που δικαιωματικώς της ανήκει. Πράγμα που σημαίνει πως αν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εννοεί και αναγνωρίζει, στο ακέραιο, τις ευθύνες της για το ναζιστικό παρελθόν της οφείλει, αμέσως, να πράξει έναντι της Ελλάδας εκείνο, το οποίο επιβάλλει τόσον η Ιστορική διαδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο κοινός μας Ευρωπαϊκός Πολιτισμός, ιδίως δε ο κοινός μας Ευρωπαϊκός Νομικός Πολιτισμός. Και επ’ αυτού υπενθυμίζω τις βασικές μας θέσεις -που είναι και Εθνικές μας Θέσεις, αφότου συντελέσθηκαν τα εγκλήματα της ναζιστικής θηριωδίας κατά της Ελλάδας και του Ελληνικού Λαού- ως προς τις ως άνω αξιώσεις μας. Διευκρινίζεται, ευθύς εξ αρχής, ότι έχουμε να κάνουμε με δύο εντελώς διαφορετικά, από νομική άποψη, θέματα. Ήτοι:
Α. Πρώτον, με το κατοχικό δάνειο προς την Γερμανία, το οποίο συνήφθη υποχρεωτικώς –ορθότερα με καταναγκαστικό και εκβιαστικό τρόπο- μεταξύ της κατοχικής Ελληνικής κυβέρνησης και της Γερμανίας, προς συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Εδώ πρόκειται, λοιπόν, από νομική σκοπιά για ενοχή εκ συμβάσεως. Άρα, η αντίστοιχη εκ της συμβάσεως απαίτηση της Ελλάδας είναι ενδοσυμβατικής -και όχι αδικοπρακτικής- προέλευσης.
1. Σε αυτήν την απαίτηση προστίθενται ποσά, τα οποία προκύπτουν από συναφείς προς την δανειακή σύμβαση αιτίες, όπως είναι ιδίως οι τόκοι υπερημερίας λόγω μη έγκαιρης εξόφλησης.
2. Για την απαίτηση αυτή δεν τίθεται ούτε θέμα παραγραφής ούτε θέμα παραίτησης. Τίθεται μόνο ζήτημα συνολικού υπολογισμού της ως σήμερα. Ας σημειωθεί, ότι η Ελληνική θέση γίνεται νομικώς τόσο περισσότερο ισχυρή, όσον η αποπληρωμή του δανείου είχε αρχίσει ήδη από την κατοχική περίοδο.
Β. Και, δεύτερον, με τις αποζημιώσεις λόγω ανθρώπινων θυμάτων και υλικών καταστροφών στην Ελλάδα από τα στρατεύματα κατοχής.
1. Επισημαίνεται, πριν απ’ όλα, ότι το 1946, στην Διάσκεψη των Παρισίων, είχε προσδιορισθεί ένα –κατά προσέγγιση- ποσό τέτοιων αποζημιώσεων προς την Ελλάδα ύψους 7,5 δισ. δολαρίων. Κυρίως δε επισημαίνεται μ’ έμφαση ότι το 1953, με την Συμφωνία του Λονδίνου, δεν «χαρίσθηκαν» στην Γερμανία οι οφειλές της λόγω πολεμικών αποζημιώσεων, όπως η γερμανική πλευρά «τεχνηέντως» φαίνεται να διατείνεται.
α) Η Συμφωνία αυτή απλώς έθεσε «σε αδράνεια» τις οφειλές της Γερμανίας ως την υπογραφή, κατά το Διεθνές Δίκαιο (Δίκαιο του Πολέμου), «Συμφώνου Ειρήνης» μεταξύ της τελευταίας και των Δυνάμεων που νίκησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται νομικώς για ένα είδος «αναβλητικής αίρεσης» (lato sensu), σχετικά με την εξόφληση των υποχρεώσεων της Γερμανίας, επειδή τότε θεωρήθηκε ότι αυτή δεν διέθετε –πρωτίστως λόγω της διαίρεσής της σε Δυτική και Ανατολική- την κατά το Διεθνές Δίκαιο απαιτούμενη πολιτειακή υπόσταση για ανάληψη και εκπλήρωση συναφών υποχρεώσεων.
β) Τούτο –ήτοι η ικανότητα σύναψης «Συμφώνου Ειρήνης»- επήλθε το 1990. Όταν, μετά την επανένωση της Γερμανίας, η τελευταία απέκτησε ενιαία, νομικώς, πολιτειακή υπόσταση και κυριαρχία. Ειδικότερα, το 1990 υπογράφηκε το λεγόμενο «Σύμφωνο 2 + 4» μεταξύ της ενωμένης πλέον Γερμανίας και ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Γαλλίας και Αγγλίας.
γ) Γίνεται δε σήμερα, γενικώς και επισήμως, δεκτό –de facto δε το έχει αποδεχθεί και η Γερμανία, αφού στην βάση αυτή στηρίζει την εν γένει κυριαρχία της- ότι το ως άνω Σύμφωνο επέχει την θέση του «Συμφώνου Ειρήνης» που προβλέπει, κατά το Διεθνές Δίκαιο, η προαναφερόμενη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Και τούτο διότι μόνον έκτοτε η Γερμανία μπορούσε να υπογράψει ένα τέτοιο «Σύμφωνο», δεδομένου ότι μόνο τότε, κατά τα προλεχθέντα, απέκτησε την ενότητά της και την ενιαία κυριαρχία της μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
δ) Το «Σύμφωνο 2 + 4» καλύπτει, λόγω της νομικής φύσης του αλλά και γενικότητάς του, και τα μη συμβαλλόμενα πλην όμως «παθόντα» από την γερμανική κατοχή Κράτη, όπως η Ελλάδα. Είναι δηλαδή νομικό κείμενο γενικής εφαρμογής.
2. Η από Ελληνικής πλευράς νομική βάση των αποζημιωτικών απαιτήσεων κατά της Γερμανίας βρίσκει σταθερό έρεισμα κυρίως στις διατάξεις του άρθρου 3 της Δ΄ Σύμβασης της Χάγης του 1907, οι οποίες κωδικοποίησαν και τις ως τότε διατάξεις του Δικαίου του Πολέμου.
α) Κατά τις διατάξεις αυτές: «Ο εμπόλεμος όστις ήθελε παραβιάσει τας διατάξεις του Κανονισμού θα υποχρεούται, αν συντρέχει λόγος, εις αποζημίωσιν, θα είναι δε υπεύθυνος δια πάσας τας πράξεις τας διαπραχθείσας υπό των προσώπων των μετεχόντων της στρατιωτικής του δυνάμεως». Επέκεινα, οι διατάξεις των άρθρων 46 και 47 του «Κανονισμού Νόμων και Εθίμων του Πολέμου στην ξηρά», ο οποίος είναι προσαρτημένος στην Δ΄ Σύμβαση της Χάγης του 1907, καθιερώνουν και τις δύο θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου του Πολέμου, ήτοι τις αρχές της προστασίας του σεβασμού του Ανθρώπου και της ατομικής ιδιοκτησίας.
β) Όλες αυτές τις αρχές επικαιροποίησε η απόφαση του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης, το 1946. Αυτό είχε αποδεχθεί, έναντι της Ελληνικής Κυβέρνησης, επισήμως, το 1965, ο τότε Καγκελάριος Λούντβιχ Έρχαρτ. Ο ίδιος δε είχε μιλήσει για επανορθώσεις ύψους 500 εκ. γερμανικών μάρκων.
Γ. Από τα όσα εκτέθηκαν προκύπτει ότι οι ως άνω αξιώσεις μας, από τις οποίες ουδέποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο έχουμε παραιτηθεί, είναι πάντα νομικώς ενεργές –πράγμα που σημαίνει ότι δεν τίθεται κανένα θέμα παραγραφής- και δικαστικώς επιδιώξιμες.
1. Και ο κοινός μας Ευρωπαϊκός Νομικός Πολιτισμός, ως μέρος του εν γένει κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού που συντίθεται από τις διατάξεις αλλά και από τις θεμελιώδεις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Νομιμότητας, επιβάλλει την σχετική απόφαση να την λάβει αρμόδιο δικαιοδοτικό Forum, με βάση το σύνολο του εφαρμοζόμενου, εν προκειμένω, Διεθνούς Δικαίου. Η θέση αυτή είναι, κυριολεκτικώς, Εθνική και, κατά συνέπεια, αδιαπραγμάτευτη. Πολλώ μάλλον όταν την θέση αυτή ενισχύει, πλέον, καταλυτικώς η πρόσφατη γνωμοδότηση (2019) της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εμπειρογνωμόνων του Γερμανικού Κοινοβουλίου (Bundestag). Η οποία αφενός αναγνωρίζει ότι δεν τίθεται ζήτημα παραίτησης ή παραγραφής των αξιώσεων στην Ελλάδα. Και, αφετέρου, προτρέπει, «expressis verbis», την γερμανική πλευρά ν’ αποδεχθεί την προσφυγή Ελλάδας και Γερμανίας στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και κατά τούτο, μόνο προβληματισμό προκαλεί η από 18.10.2019 απόρριψη της, από τον Ιούνιο του ίδιου έτους, πλήρως τεκμηριωμένης ρηματικής διακοίνωσης της Ελλάδας -αλλά και μεταγενέστερες, άμεσες ή έμμεσες, απορρίψεις-αναφορικά με την προοπτική προσφυγής σε αρμόδιο δικαιοδοτικό Forum, για την οριστική επίλυση της σχετικής διαφοράς ως προς τις αξιώσεις της Ελλάδας αναφορικά με το κατοχικό δάνειο και τις γερμανικές αποζημιώσεις.
2. Η προαναφερόμενη άρνηση της Κυβέρνησης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αγνοώντας όλα τα κατά τ’ ανωτέρω, πλήρως τεκμηριωμένα, νομικά επιχειρήματα, εμφανίζεται παντελώς αναιτιολόγητη, δοθέντος ότι έρχεται σε αντίθεση και προς την Ευρωπαϊκή και την Διεθνή Νομιμότητα. Επιπλέον, η άρνηση αυτή είναι άκρως αντιφατική και υποκριτική, αφού δεν είναι νοητό και αποδεκτό, από πλευράς συνεπούς διεθνούς συμπεριφοράς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από την μια πλευρά να επιχειρεί, σε πολλές περιπτώσεις, να «παραδώσει μαθήματα» σεβασμού, εκ μέρους άλλων Κρατών, της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας. Και, από την άλλη, ν’ αρνείται την συμμόρφωσή της προς αυτές, όταν μάλιστα πρόκειται για θύματα και ζημίες προερχόμενες από το εφιαλτικό ναζιστικό της παρελθόν, το οποίο έχει, δημοσίως και διεθνώς, καταδικάσει και αποκηρύξει με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι βέβαιο ότι με την προαναφερόμενη συμπεριφορά της η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποσκάπτει, «εκ των έσω», την αξιοπιστία της και το κύρος της, σ’ Ευρωπαϊκό και Διεθνές επίπεδο. Όπως είναι λοιπόν αυτονόητο, η Ελλάδα δεν αποδέχεται, ούτε πρόκειται ν’ αποδεχθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την άρνηση αυτή. Πράγμα που σημαίνει ότι θα επανέλθει εν προκειμένω, δίνοντας ακόμη μεγαλύτερη έκταση και έμφαση στα νομικά -και όχι μόνο- επιχειρήματά της. Αυτή την στάση της Ελλάδας επιβάλλει, πολύ περισσότερο, και ο στοιχειώδης σεβασμός της Ιερής Μνήμης της ναζιστικής θηριωδίας στο Κομμένο, την 16η Αυγούστου 1943.
Επέλεξα να ολοκληρώσω την ομιλία μου υπενθυμίζοντας την διαχρονική αξία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και το στοιχειώδες χρέος μας να την υπερασπιζόμαστε, όλοι ανεξαιρέτως, εμπράκτως και αδιαλείπτως. Διότι το παρελθόν μας έχει διδάξει ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και οι Θεσμοί της είναι «εύθραυστα» αγαθά και απαιτείται διαρκής εγρήγορση για την αποτελεσματική θωράκισή τους. Προς αυτή την κατεύθυνση καίριας σημασίας αναδεικνύεται, και σήμερα, η ρήση του Ηρακλείτου: «Μάχεσθαι χρὴ τὸν δῆμον ὑπὲρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος». Κατά τούτο, συνιστά επίσης στοιχειώδες χρέος μας να διασφαλίζουμε την απαρέγκλιτη τήρηση των διατάξεων του Συντάγματος στο σύνολό τους, και κυρίως των διατάξεών του εκείνων οι οποίες εγγυώνται την ακώλυτη άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Βιώνοντας, λοιπόν, σήμερα στον Τόπο μας τους κινδύνους που ελλοχεύουν λόγω της παραβίασης ορισμένων από τα ως άνω Δικαιώματα, κατ’ εξοχήν δε της παραβίασης του κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών εις βάρος πολιτών αλλ’ ακόμη και θεσμικών παραγόντων της πολιτικής και πολιτειακής μας ζωής, αισθάνομαι την υποχρέωση να διευκρινίσω την προσωπική μου θέση, η οποία έχει ως εξής: Η πολιτική ευθύνη εκείνων, οι οποίοι ασκούν την εξουσία που τους έχει ανατεθεί με βάση την λαϊκή ετυμηγορία είναι, εκ φύσεως και εξ ορισμού, αντικειμενική. Άρα οι φορείς της εξουσίας αυτής πρέπει ν’ αναλαμβάνουν, στο ακέραιο, την πολιτική ευθύνη που τους αναλογεί, ενώ δεν νοείται η μετάθεσή της, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σε άλλους. Με απλές λέξεις οι πολιτικοί «ταγοί», για να δικαιώσουν την προαναφερόμενη δημοκρατική τους νομιμοποίηση, πρέπει να υπερβαίνουν την απλή διαχείριση της εξουσίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και ν’ αναδεικνύονται, με θάρρος και συνέπεια και δίχως υπολογισμό του λεγόμενου «πολιτικού κόστους», ασυμβίβαστοι υπερασπιστές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των Θεσμών της.