counter statistics

Σκέψεις για τις ιστορικές καταβολές του Δικαιώματος Αντίστασης: Από την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975 πίσω στον Όρκο των Αθηναίων Εφήβων

(Δημοσιεύθηκε στον νομικό ιστότοπο www.syntagmawatch.gr την 26/11/2024)

Πρόλογος

Το Δικαίωμα Αντίστασης, όπως θεσπίζεται με λακωνικό πλην όμως κανονιστικώς πλήρη και συγκεκριμένο τρόπο από την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος, συνιστά μία από τις θεμελιώδεις –μάλλον δε από πλευράς θεσμικών συμβολισμών την πιο «εμβληματική»– εγγυήσεις για την τήρηση και, επέκεινα, για την υπεράσπιση του Συντάγματος στο σύνολό του. Και τούτο διότι το Δικαίωμα Αντίστασης, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της διάταξης αυτής, από την μια πλευρά λειτουργεί εγγυητικώς αυτοτελώς σε ό,τι αφορά  την in globo τήρηση και υπεράσπιση του Συντάγματος. Από την άλλη δε πλευρά «συμβάλλει» κανονιστικώς στην «θωράκιση» περισσότερων,  ανάλογων, εγγυήσεων.  Με πρώτη και κύρια εκείνη του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, σύμφωνα ιδίως με την διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος όπως θα διευκρινισθεί αναλυτικώς στην συνέχεια, η οποία βεβαίως θεμελιώνεται πρωτίστως στην κανονιστική ιεραρχία της Έννομης Τάξης, με «βάση» και «κορυφή» το Σύνταγμα. Άλλωστε, οι δύο προμνημονευόμενες εγγυητικές «ρήτρες» για την τήρηση και την υπεράσπιση του Συντάγματος προδήλως λειτουργούν συμπληρωματικώς και αμοιβαίως ενισχυτικώς, δοθέντος ότι από το ίδιο το κανονιστικό τους περιεχόμενο συνάγεται πως βασικός στόχος τους, κατ’ εξοχήν κατά την τελεολογική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 120 παρ. 4 και του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος, είναι η αποτροπή, με κάθε νόμιμο μέσο και από οποιαδήποτε πλευρά και αν προέρχεται –συμπεριλαμβανομένων των τριών Εξουσιών, της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής- της καθ’ οιονδήποτε τρόπο επιχείρησης άμεσης ή έμμεσης κατάλυσης του Συντάγματος. Την κατά τα ως άνω κανονιστική αξία και σημασία του Δικαιώματος Αντίστασης -σύμφωνα με το lato sensu θεσμικό πλαίσιο κατοχύρωσης της ακώλυτης άσκησής του- ενδυναμώνει, και δη μ’ εμφατικό τρόπο, μια άλλη «πτυχή» της συνταγματικής του κατοχύρωσης. «Πτυχή», την οποία υποδηλώνει μ’ ενάργεια το ίδιο το ρυθμιστικό περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος στο μέτρο που ορίζει, μεταξύ άλλων, και ότι η τήρησή του «επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων». Συγκεκριμένα δε αυτή η αναφορά στον «πατριωτισμό των Ελλήνων» η οποία απαντάται, όπως θ’ αναπτυχθεί αναλυτικότερα στην συνέχεια, σε όλα τα Συντάγματα του Νεότερου Ελληνικού Κράτους –αρχής γενομένης από το Σύνταγμα του 1844, στην διάταξη του άρθρου 107- παραπέμπει ευθέως σ’ ένα καίριο χαρακτηριστικό των Ελλήνων, από συστάσεως σχεδόν του Έθνους των Ελλήνων. Χαρακτηριστικό το οποίο συνδέεται αναποσπάστως με την πεμπτουσία της Πατρίδας εν γένει και, περαιτέρω, με το καθήκον υπεράσπισής της από κάθε Έλληνα. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο στην ανάλυση που ακολουθεί επιχειρείται η τεκμηρίωση της θέσης ότι η θεσμική κατοχύρωση του Δικαιώματος Αντίστασης, υφ’ όλες τις εκδοχές του, μπορεί ν’ αναζητηθεί και σε ρυθμίσεις που υπήρχαν και πριν από την ίδρυση του Νεότερου  Ελληνικού Κράτους, το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Και δη τόσο στα πρώτα Συντάγματα διαρκούσης της Εθνεγερσίας του 1821, τα οποία ούτως ή άλλως αναδεικνύουν αυτό που έχει χαρακτηρισθεί ως οιονεί  «έμφυτη» ροπή των Ελλήνων προς τον «συνταγματισμό», ο οποίος στοχεύει στην θέσπιση Συντάγματος για την υπερνομοθετική εγγύηση των εν γένει πολιτειακών θεσμών και της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όσο όμως και σε πολύ προγενέστερους χρόνους, «προ αιώνων», όπως προκύπτει π.χ. από τα διαχρονικώς επίκαιρα θεσμικά δεδομένα της «Αθηναίων Πολιτείας» υπό το καθεστώς της τότε Άμεσης Δημοκρατίας. Ειδικότερα δε κυρίως από τα θεσμικά δεδομένα του «Όρκου των Αθηναίων Εφήβων», δίχως όμως να υποτιμάται η θεσμική σημασία και άλλων παρεμφερών κειμένων που μπορούν ευχερώς ν’ ανιχνευθούν π.χ. στα έργα του Αριστοτέλους και στους δικανικούς λόγους των Ρητόρων της εποχής εκείνης. Με την μεθοδολογική –και όχι μόνο- διευκρίνιση, ότι η εδώ έρευνα έχει ως αφετηρία τα συγκεκριμένα κανονιστικά δεδομένα του Συντάγματος του 1975 και, στην συνέχεια, ανατρέχει στον χρόνο έως την Αρχαία Αθήνα της κλασικής περιόδου και της θεσμικής «άνθησης» της «Αθηναίων Πολιτείας» στην βάση των αντίστοιχων θεσμικών «αντηρίδων» της Άμεσης Δημοκρατίας.

Ι. Το Δικαίωμα Αντίστασης  και η διαδρομή του στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία

Η πιο κατάλληλη ερευνητική «οδός» για την νομική περιγραφή και αξιολόγηση της διαδρομής του Δικαιώματος Αντίστασης στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία είναι εκείνη, η οποία έχει ως αφετηρία την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975 και στην συνέχεια «ανατρέχει» πρώτον, στην περίοδο των Ελληνικών Συνταγμάτων μετά την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Και, δεύτερον, στην περίοδο των «επαναστατικών» Συνταγμάτων, δηλαδή εκείνων τα οποία θεσπίσθηκαν και εφαρμόσθηκαν αμέσως μετά την έναρξη της Εθνεγερσίας του 1821 και έως την άφιξη του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στην αγωνιζόμενη ακόμη Ελλάδα. Και τούτο, διότι με τον τρόπο αυτό καθίσταται ευχερέστερη και πιο ουσιαστική η έρευνα του πως «οικοδομήθηκε» σταδιακώς και προοδευτικώς μέσα στα χρόνια το σαφώς πιο ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο της ισχύουσας διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος, αφού έτσι είναι εφικτό ν’ αναζητηθεί με πιο ευκρινή τρόπο η προέλευση κάθε κανονιστικού στοιχείου της μέσα  από τις «συγγενείς» διατάξεις όλων, ανεξαιρέτως, των Συνταγμάτων τα οποία προΐσχυσαν.

Α. Η ολοκληρωμένη κατοχύρωση του Δικαιώματος Αντίστασης κατά την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975

Σε συνέχεια των όσων επισημάνθηκαν αμέσως πιο πάνω πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως προκύπτει από την γραμματική, την ιστορική, την συστηματική και ιδίως από την τελεολογική ερμηνεία της, η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος που θεσπίζει το Δικαίωμα Αντίστασης «συμπυκνώνει» και «προεκτείνει» κανονιστικώς όλα τα σχετικά δεδομένα των αντίστοιχων συνταγματικών ρυθμίσεων από τις «καταβολές» της Ελληνικής Συνταγματικής Ιστορίας. Η πραγματικότητα αυτή αιτιολογεί μ’ επάρκεια και το ότι πρέπει να θεωρηθεί πως η ως άνω διάταξη «συνθέτει» την πιο ολοκληρωμένη έως σήμερα συνταγματική κατοχύρωση του Δικαιώματος Αντίστασης, ορίζοντας τα εξής: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με βία». Με αυτό το περιεχόμενο η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος, στις γενικές της γραμμές, θεσμοθετεί το Δικαίωμα Αντίστασης αποσαφηνίζοντας ρυθμιστικώς κυρίως ότι οι φορείς του –και συγκεκριμένα καθένας και όλοι οι Έλληνες μαζί- αφενός νομιμοποιούνται να το ασκήσουν επειδή η εν γένει τήρηση του Συντάγματος «επαφίεται» στον πατριωτισμό τους. Και, αφετέρου, με αυτή την άσκησή του εκδηλώνουν δημοσίως την βούλησή τους να εκπληρώσουν και μια μορφή υποχρέωσής τους για αντίσταση, με κάθε συνταγματικώς επιτρεπτό μέσο, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με την βία. Από αυτό το κανονιστικό πλαίσιο του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος  προκύπτουν, κατά κύριο λόγο, και τα εξής:

  1. Το Δικαίωμα Αντίστασης είναι θεσμικώς ιδιόμορφο δικαίωμα κατ’ εξοχήν λόγω της κανονιστικής του «πολυπρισματικότητας». Με την έννοια ότι δεν μπορεί να ενταχθεί, δίχως άλλες προϋποθέσεις, στην «χορεία» των λοιπών συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, ιδίως δε των ατομικών δικαιωμάτων.

α) Και τούτο διότι ναι μεν το Δικαίωμα Αντίστασης έχει και στοιχεία ατομικού δικαιώματος, λόγω του ότι η άσκησή του νομιμοποιείται κατά το Σύνταγμα όταν μπορεί –αλλά και πρέπει, εφόσον «ενεργοποιείται και το στοιχείο της υποχρέωσης» όπως θα διευκρινισθεί κατωτέρω- να ενεργοποιηθεί ως θεσμική «ασπίδα» των φορέων του για την με κάθε συνταγματικώς επιτρεπτό μέσο «απόκρουση» οποιουδήποτε επιχειρεί  να το καταλύσει διά της βίας.

β) Πλην όμως «εκ φύσεως»,σύμφωνα με την ρύθμιση των σχετικών συνταγματικών διατάξεων, υπερβαίνει, και δη κατά πολύ, το πλαίσιο του κλασικού ατομικού δικαιώματος. Και αυτό διότι οι ίδιες διατάξεις, κυρίως κατά την τελεολογική ερμηνεία τους, εντάσσουν το Δικαίωμα Αντίστασης στην γενικότερη κατηγορία των «εγγυήσεων τήρησης του Συντάγματος». Και μάλιστα όλων των διατάξεων του Συντάγματος, πρωτίστως δε εκείνων που κατοχυρώνουν τις εγγυήσεις ακώλυτης άσκησης των συνταγματικώς ρυθμιζόμενων και οριοθετούμενων κανονιστικώς δικαιωμάτων, ήτοι κατ’ ουσία  των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Υπ’ αυτή δε την θεσμική μορφή του το Δικαίωμα Αντίστασης εμφανίζεται, κατά κάποιο τρόπο, και ως πρωταρχικό «δικαίωμα θωράκισης των δικαιωμάτων» εν γένει.

2. Επέκεινα, το Δικαίωμα Αντίστασης με αυτά τα θεσμικά διακριτικά γνωρίσματα νοείται ως δικαίωμα το οποίο μπορεί ν’ ασκηθεί τόσον ατομικώς, από κάθε Έλληνα, όσο και συλλογικώς, αφού φορείς του είναι και οι Έλληνες γενικώς, προκειμένου να  υπερασπισθούν το Σύνταγμα από κάθε επιχείρηση κατάλυσής του διά της βίας. Δεν είναι λοιπόν ανακριβές το να υποστηριχθεί ότι μια τέτοια «συλλογική» άσκηση του Δικαιώματος Αντίστασης ταιριάζει περισσότερο με την όλη κανονιστική του «υπόσταση», αν  αναλογισθούμε το πόσο πιο αποτελεσματική μπορεί ν’ αποδειχθεί στην πράξη η «συλλογική αντίσταση» λόγω του τρόπου με τον οποίο, όπως η ιστορική πορεία έχει καταδείξει, εκδηλώνονται οι ως άνω επιχειρήσεις κατάλυσης του Συντάγματος, καθιστώντας άκρως δυσχερή έως αδύνατη την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους από καθέναν ατομικώς.

α) Αυτή η ευρύτερη «θεσμική» θεώρηση του Δικαιώματος Αντίστασης εμφανίζεται τόσο περισσότερο επιβεβλημένη, όσο η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος -αντίθετα προς τις προγενέστερες αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις που προέβλεπαν ότι η τήρηση του Συντάγματος «αφιερούται» στον πατριωτισμό των Ελλήνων– ορίζει ότι η τήρηση του Συντάγματος «επαφίεται» στον πατριωτισμό των Ελλήνων.

       α1) Μια τέτοια «δυναμική» θεώρηση του Δικαιώματος Αντίστασης «σηματοδοτεί», αυτοθρόως, και την «ενεργητική» ισχυροποίησή του. Υπό την έννοια ότι κατά την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος η άσκησή του καθίσταται περισσότερο «επιτακτική» για τον φορέα ή τους φορείς του, σε σημείο ώστε στην δυνατότητα άσκησής του να προστίθεται –και μάλιστα ρητώς κατά την ως άνω διάταξη- μια μορφή «υποχρέωσης» άσκησής του.

        α2) Την ερμηνεία αυτή της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος «επιρρωνύει», ιδίως κατά την τελεολογική και την συστηματική της διάσταση, η διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία: «O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων».  Πραγματικά, με την διατύπωση αυτή η ως άνω διάταξη συνιστά την κανονιστική sedes materiae της αντίστοιχης υποχρέωσης τήρησης του Συντάγματος που επαφίεται «στον πατριωτισμό των Ελλήνων», κατά την διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 120.   Και κατ’ ακρίβεια, η «διακηρυκτική» θέσπιση του σεβασμού του Συντάγματος και των νόμων και της αφοσίωσης «στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία» της παρ. 2 «προετοιμάζουν το έδαφος», ερμηνευτικώς, για τον καθορισμό του ουσιαστικού νοήματος της υποχρέωσης τήρησης του Συντάγματος, ως «πυρηνικής» πτυχής του «πατριωτισμού» των Ελλήνων κατά την ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 120. 

β) Βεβαίως, και πάντοτε κατά το γράμμα και το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος, η υποχρέωση αυτή δεν είναι «πλήρης», δηλαδή δεν απολήγει στην θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής άσκησης του Δικαιώματος Αντίστασης, με ανάλογες κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης μιας τέτοιας υποχρέωσης.

        β1) Κατά τούτο,  και ως προς το σκέλος της «υποχρέωσης» που αφορά την άσκηση του Δικαιώματος Αντίστασης, η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος δεν αντιστοιχεί σε μια πραγματική «lex perfecta», ήτοι σε «πλήρη» κανόνα δικαίου. Αλλά σε μια μορφή «lex minus quam perfecta», με έντονα τα χαρακτηριστικά  της «κατευθυντήριας διάταξης». Η οποία έτσι καθιερώνει κανονιστικώς ένα είδος «επιτακτικής  προτροπής» προς αντίσταση έναντι οιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα διά της βίας.

         β2) Συνεπώς  η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος, με την πρόβλεψη μιας τέτοιας μορφής «υποχρέωσης αντίστασης», προσθέτει στο Δικαίωμα Αντίστασης και ένα «ηθικώς δέον» σε ό,τι αφορά την τήρηση και την υπεράσπιση του Συντάγματος, συμβάλλοντας ουσιωδώς και στην σταδιακή καλλιέργεια και εμπέδωση μιας «νοοτροπίας αντίστασης». «Νοοτροπίας» σύμφυτης τόσο με την πλήρη κανονιστική υπεροχή του Συντάγματος έναντι των λοιπών κανόνων δικαίου της Έννομης Τάξης, όσο και με τον, οπωσδήποτε συνακόλουθο, αυστηρό χαρακτήρα του.

3. Το Δικαίωμα Αντίστασης, ως δικαίωμα ρυθμιζόμενο από συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις, ασκείται μέσα στα όρια που προσδιορίζουν οι διατάξεις αυτές. Άρα ασκείται μέσα στα όρια του ρυθμιστικού πλαισίου της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος και μόνο προς αποτροπή της κατάλυσης του Συντάγματος διά της βίας. Γεγονός που σημαίνει, περαιτέρω, και ότι η άσκησή του προϋποθέτει πλήρη σεβασμό τόσο της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας όσο και  της Δημοκρατικής Αρχής. Εξ αυτών συνάγεται και ότι:

   α) Προκαταρκτικώςτονίζεται ότι πρωτεύουσα και ιδιάζουσα ερμηνευτική σημασία για την κανονιστική οριοθέτηση του Δικαιώματος Αντίστασης έχει η διατύπωση εκείνη της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος, η οποία διευκρινίζει με σαφήνεια ότι το δικαίωμα τούτο αναγνωρίζεται σε καθένα και όλους μαζί τους Έλληνες προκειμένου ν’ αντιστέκονται με κάθε μέσο «εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει με βία» το Σύνταγμα.  Και κύριο «μέτρο» για την ως άνω ερμηνευτική «πρόσληψη» της προμνημονευόμενης διάταξης είναι η θεσμική και κανονιστική υπόσταση από την μια πλευρά της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας και, από την άλλη πλευρά, της Δημοκρατικής Αρχής.  Ειδικότερα:

         α1) Το Δικαίωμα Αντίστασης, και υπό την εκδοχή του αμιγώς ατομικού δικαιώματος και υπό την εκδοχή της «πρόσθετης» σε αυτό υποχρέωσης, επιτρέπεται  -ή και επιβάλλεται, όσο επιβάλλεται-  ν’ ασκηθεί εναντίον όσων επιχειρούν την κατάλυση του Συντάγματος «με τη βία».  Δηλαδή με πραξικοπηματικά και άλλα εξωθεσμικά μέσα, τα οποία ουδόλως ρυθμίζονται από το Σύνταγμα και από σύμφωνες με αυτό διατάξεις.  Όπως είναι κατά κύριο λόγο τα μέσα που, κατ’ αποτέλεσμα, στρέφονται ευθέως και απροκαλύπτως εναντίον της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας και της Δημοκρατικής Αρχής, με βασικό στόχο την ουσιαστική κανονιστική παράκαμψή τους ή και την πλήρη κανονιστική αποδυνάμωσή τους, είτε για την επιβολή lato sensu δικτατορικού καθεστώτος είτε και για την επικράτηση μιας μορφής «διαλυτικής» των θεσμών αναρχίας. 

         α2) Όλως αντιθέτως, το κατά την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος Δικαίωμα Αντίστασης δεν μπορεί να «ενεργοποιηθεί» όταν πρόκειται για οιασδήποτε μορφής «συνταγματική αλλαγή», η  οποία επέρχεται υπό τους συνταγματικώς προβλεπόμενους ή και ανεκτούς όρους, άρα με πλήρη σεβασμό της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας και της Δημοκρατικής Αρχής.  Πρόκειται για τους όρους οι οποίοι εντάσσονται στο κανονιστικό πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος, ακόμη και της πιο ευρείας, εφόσον συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του Συντάγματος. Ή και εφόσον συντελείται κατά praeter constitutionem  -ουδέποτε όμως και κατ’ ουδένα τρόπο κατά contra constitutionem- ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, πάντοτε όμως, όπως τονίσθηκε προηγουμένως, με πλήρη σεβασμό και τήρηση της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας και της Δημοκρατικής Αρχής.  Επομένως εφόσον συντελείται μέσα στο πλαίσιο της lato sensu αναθεώρησης του Συντάγματος και δίχως υπέρβαση των ακραίων ορίων της.  Ένα τέτοιο παράδειγμα καθ’ όλα επιτρεπτής, θεσμικώς και κανονιστικώς, αλλαγής ακόμη και των ρυθμίσεων του Συντάγματος που αφορούν την μορφή, όχι όμως και την βάση, του Πολιτεύματος -με την απαραίτητη διευκρίνηση ότι η  αλλαγή αυτή συντελέσθηκε υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 1952 κατά το «μεσοδιάστημα» έως την θέσπιση του νέου Συντάγματος και δεν είναι, κατ’ ουδένα τρόπο, πλέον επιτρεπτή υπό το καθεστώς του ισχύοντος Συντάγματος,  σύμφωνα με την ρητή και «αδιάστικτη» απαγόρευση αναθεώρησης των διατάξεών του εκείνων οι οποίες αφορούν την μορφή του Πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, κατά την διάταξη του άρθρου 110 παρ. 1-  συνιστά το δημοψήφισμα του 1974. Το οποίο προκηρύχθηκε -δοθέντος ότι η επαναφορά σε ισχύ του Συντάγματος του 1952 είχε γίνει με την ρητή εξαίρεση των διατάξεών του ως προς την μορφή του Πολιτεύματος, κατά τις προβλέψεις της Συντακτικής Πράξης της 1ης Αυγούστου 1974- την 22α Νοεμβρίου 1974 (ΦΕΚ Α΄353).  Και διεξήχθη την 8η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους με πλήρη σεβασμό της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας και της Δημοκρατικής Αρχής, μέσω δε αυτού το Πολίτευμα της «Βασιλευομένης Δημοκρατίας» αντικαταστάθηκε από εκείνο  της “Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας». 

β) Επέκεινα, το Δικαίωμα Αντίστασης κατ’ ουδένα  τρόπο συμπεριλαμβάνει εντός του «δικαιωματικού πυρήνα» του και ένα «δικαίωμα επανάστασης». Άρα το Δικαίωμα Αντίστασης, κατά την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος,  δεν είναι επιτρεπτό ν’ ασκηθεί «παναστατικ δικαί» και με στόχο την ανατροπή της «υφιστάμενης συνταγματικής τάξης» με την πολλαπλώς ενισχυμένη δημοκρατική νομιμοποίηση. Με άλλες λέξεις το Δικαίωμα Αντίστασης δεν μπορεί ν’ ασκηθεί κατά το Σύνταγμα με στόχο την «αθέμιστη» επέλευση οιασδήποτε μορφής «επαναστατικής αλλαγής».

γ) Ο τρόπος με τον οποίο η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος θεσμοθετεί το Δικαίωμα Αντίστασης «θεραπεύει» πολλές από τις «παθογένειες» του παρελθόντος. Ιδίως δε εκείνες, οι οποίες προέκυψαν ύστερα από πραξικοπήματα που είχαν προκαλέσει και ορισμένα μεγάλα νομικά ζητήματα. Ακριβέστερα, και πάντα σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος:

γ1)    Η επικράτηση ενός καθεστώτος διά της ισχύος και  κατά κατάλυση του Συντάγματος και της  αντίστοιχης συνταγματικής τάξης κατ’ ουδένα τρόπο δημιουργεί «δίκαιο». Κατά νομική λογική ακολουθία, το προκλητικώς αντιδημοκρατικό «δόγμα» «επανάστασις επικρατήσασα δημιουργεί δίκαιο» ανήκει, άπαξ διά παντός, σ’ ένα σκοτεινό και μακρινό παρελθόν.  Την ερμηνεία αυτή της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος ενισχύει καταλυτικώς και η διατύπωση της διάταξης της παρ. 3 του ίδιου άρθρου αναφορικά με την θεσμική «θωράκιση» της Λαϊκής Κυριαρχίας έναντι των σφετεριστών της, σύμφωνα με την οποία: «Ο σφετερισμός, με οποιονδήποτε τρόπο, της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή διώκεται μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία, οπότε αρχίζει και η παραγραφή του εγκλήματος».

γ2)    Εξ αυτού προκύπτει και ότι κάθε άλλη πράξη αντίστασης των φορέων του κατά  την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος Δικαιώματος Αντίστασης, με σκοπό την μη εφαρμογή διατάξεων που είναι ενδεχόμενο να επιβληθούν από οιασδήποτε μορφής δικτατορικό καθεστώς, είναι απολύτως  νόμιμη και οι κυρώσεις που είναι επίσης ενδεχόμενο να έχουν επιβληθεί εν προκειμένω είναι παντελώς ανυπόστατες και δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα. Αν δε έχουν παραχθεί εν τω μεταξύ τέτοια αποτελέσματα,  αυτά μετά την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης ανατρέπονται νομικώς και με αναδρομική ισχύ, ως προς όλες τους τις συνέπειες.

δ) Το Δικαίωμα Αντίστασης  διαφέρει σαφώς από την λεγόμενη «πολιτική ανυπακοή». Και τούτο διότι η τελευταία αφορά την «δυναμική» αμφισβήτηση της νομιμότητας διατάξεων, οι οποίες έχουν θεσπισθεί μέσω κανόνων δικαίου υποδεέστερης τυπικής ισχύος έναντι των διατάξεων του Συντάγματος. Ενώ το Δικαίωμα Αντίστασης, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ενεργοποιείται αποκλειστικώς και μόνο προς αντιμετώπιση των ενεργειών όσων επιχειρούν να καταλύσουν το Σύνταγμα διά της βίας.

4. Ως «εγγύηση τήρησης του Συντάγματος», κατά τ’ ανωτέρω, το Δικαίωμα Αντίστασης σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος μπορεί και πρέπει να συνδυάζεται ως προς την  άσκησή του και με τις λοιπές ανάλογες «εγγυητικές» ρυθμίσεις του Συντάγματος. Και οπωσδήποτε με την διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος η οποία, στο πλαίσιο των ευρύτερων εγγυήσεων της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των λειτουργών της Δικαστικής Εξουσίας, ορίζει τα εξής: «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν  υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος». Όμως ως προς την ένταση και τα όρια του προμνημονευόμενου συνδυασμού μεταξύ τέτοιων συναφών συνταγματικών ρυθμίσεων παρατηρούνται τ’ ακόλουθα:

α) Πριν απ’ όλα η διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος, υπό το συγκεκριμένο κανονιστικό της περιεχόμενο, συνιστά «θεμέλιο» και για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων –αλλά και όλων των υποδεέστερης τυπικής ισχύος, σε σχέση μ’ εκείνη του Συντάγματος, διατάξεων της Έννομης Τάξης- εκ μέρους των λειτουργών της Δικαστικής Εξουσίας. Λειτουργών, οι οποίοι  ασκούν  την δικαιοδοσία τους «θωρακισμένοι» με τις εγγυήσεις της κατά το Σύνταγμα προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους. Βεβαίως, ο κατά τ’ ανωτέρω δικαστικός έλεγχος που αφορά την τήρηση του Συντάγματος «θεμελιώνεται» πρωτίστως στην συνταγματικώς καθιερωμένη κανονιστική ιεραρχία της Έννομης Τάξης. Ιεραρχία η οποία, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, ως προς τις κανονιστικές της διαστάσεις χαρακτηρίζεται ιδίως εκ του ότι «βάση» αλλά ταυτοχρόνωςκαι «κορυφή» της Έννομης Τάξης είναι αυτό τούτο το Σύνταγμα. Και τούτο διότι από τις διατάξεις του Συντάγματος απορρέει η ιεραρχική θέση όλων των λοιπών κανόνων δικαίου της Έννομης Τάξης.

β) Ως προς την κατά την διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρέωση των δικαστικών  λειτουργών να μην συμμορφώνονται «με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος» διευκρινίζονται και τα εξής:

β1) Η διάταξη αυτή, όπως προκύπτει από το γράμμα και το πνεύμα της, δεν καθιερώνει ένα ιδιαίτερο «δικαίωμα αντίστασης» των δικαστικών λειτουργών, ανάλογο μ’ εκείνο που θεσπίζει η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος.  Με την έννοια ότι δεν θεσπίζει ένα «γνήσιο» Δικαίωμα Αντίστασης υπέρ των δικαστικών λειτουργών αλλά, όλως αντιθέτως, θεσμοθετεί μια υποχρέωσή τους σύμφυτη με την άσκηση του δικαιοδοτικού τους λειτουργήματος. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά το Σύνταγμα –ιδίως δε κατά τις διατάξεις των άρθρων 87 επ.- δεν νοείται άσκηση δικαιώματος εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών κατά την εκπλήρωση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων.

β2) Νοείται, πάντοτε κατά το Σύνταγμα, μόνον in concreto άσκηση της δικαιοδοσίας που τους απονέμεται κατά τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις, η οποία μάλιστα θεσπίζεται ως υποχρεωτική. Και αυτό, διότι κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του ο δικαστικός λειτουργός δεν διαθέτει οιασδήποτε μορφής διακριτική ευχέρεια. Αλλά κρίνει, και μάλιστα εν τέλει με δύναμη δεδικασμένου, κατά  δέσμια ουσιαστικώς δικαιοδοσία, φυσικά με την κανονιστική ιδιαιτερότητα που εμφανίζει μια τέτοια «δεσμευτικότητα» ακριβώς λόγω της αντίστοιχης ιδιαιτερότητας της δικαστικής απόφασης και του εξ αυτής παραγόμενου δεδικασμένου, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες κατά περίπτωση δικονομικές ρυθμίσεις.

Β. Το Δικαίωμα Αντίστασης από το Σύνταγμα του 1844 έως το Σύνταγμα του 1952

    Διευκρινίσθηκε ήδη ότι ιστορική «μήτρα», από την οποία διαμορφώθηκε το βασικό ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975 για το Δικαίωμα Αντίστασης -φυσικά με τις πολύ σημαντικές προσθήκες που ολοκλήρωσαν την κανονιστική μορφή του- υπήρξε η διάταξη του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1844.  Σύνταγμα το οποίο «παραχωρήθηκε» από τον «ελέω Θεού Βασιλέα της Ελλάδος» Όθωνα, ως «συμβιβασμός» του προς τις απαιτήσεις των «ηγητόρων» της επαναστατικής κίνησης της 3ης Σεπτεμβρίου 1842, και ίσχυσε μέχρι το 1864 ως «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος».

  1. «Εμπνεόμενο» από τις «ρήτρες» περί των εγγυήσεων τήρησης του Συντάγματος, οι οποίες προϋπήρχαν σε σχετικά Ψηφίσματα που συμπλήρωναν το κείμενο τόσο του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος» του 1823 (Σύνταγμα του Άστρους) όσο και του οριστικού «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», του 1827 (Σύνταγμα της Τροιζήνας) -για τα οποία θα γίνει λόγος εκτενέστερα στην συνέχεια- το άρθρο 107 του Συντάγματος του 1844, μ’ εξαιρετικά λακωνικό τρόπο, όριζε τα εξής: « τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων».

α) Ουδεμία όμως άλλη, πρόσθετη, εγγύηση υπήρχε στο Σύνταγμα αυτό για την προοπτική άσκησης ενός κανονιστικώς ολοκληρωμένου Δικαιώματος Αντίστασης σε περίπτωση επιχείρησης κατάλυσής του δια της βίας.  Είναι φανερό ότι η νοοτροπία αυτή των συντακτών του όλου κειμένου του Συντάγματος του 1844 εξηγείται από την ίδια την θεσμική του φύση, και συγκεκριμένα από το γεγονός ότι ήταν προϊόν «παραχώρησης» προς τον Ελληνικό Λαό από τον «ελέω Θεού Βασιλέα της Ελλάδος», τον Όθωνα.

β) Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, σε ό,τι αφορά την ως άνω θεσμική φύση του Συντάγματος του 1844, ότι στο προοίμιό του (άρ. 2) αναφέρεται ρητώς πως ο Όθων έκανε σημαντικές παρεμβάσεις και παρατηρήσεις επί του σχεδίου του Συντάγματος τούτου πριν από την ψήφισή του εκ μέρους της Εθνοσυνέλευσης, οι οποίες έγιναν «μετ’ ευχαριστιών» δεκτές από αυτή (άρ. 3).  Ενώ στην συνέχεια του ίδιου προοιμίου (άρ. 4) αναφέρεται, επίσης ρητώς, ότι αφενός ο Όθων «απεδέχθη τας παρ’ αυτής εκφρασθείσας ευχάς» και, αφετέρου, το Σύνταγμα του 1844 «συνωμολογήθη» μεταξύ αυτού «και των πληρεξουσίων του Έθνους».

2. Κατά τρόπο μάλλον «παράδοξο» η διάταξη του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1844, αναφορικά με το «πρωτόλειο» Δικαίωμα Αντίστασης το οποίο θέσπιζε, «υιοθετήθηκε» αυτούσια από τα μεταγενέστερα Συντάγματα μολονότι αυτά είχαν πια αποκτήσει πολύ πιο δημοκρατικά χαρακτηριστικά και, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν «Συντάγματα κατά παραχώρηση». Κάτι το οποίο προκύπτει, μεταξύ άλλων, και εκ του ότι σε όποιες περιπτώσεις τα Συντάγματα αυτά ίσχυσαν υπό το καθεστώς της Βασιλείας, ο επικεφαλής του Κράτους αναφερόταν όχι πλέον ως «Βασιλεύς της Ελλάδος» -όπως συνέβαινε με το Σύνταγμα του 1844- αλλά ως «Βασιλεύς των Ελλήνων».

α) Ειδικότερα δε η ως άνω διάταξη του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1844 υιοθετήθηκε αυτούσια:

α1) Από το Σύνταγμα του 1864, ως άρθρο 107.

α2) Από το Σύνταγμα του 1911, ως άρθρο 111.

α3) Από το Σύνταγμα του 1927, ως άρθρο 127.

α4) Και από το Σύνταγμα του 1952, ως άρθρο 114.

β) Από την ιστορική αναδρομή που προηγήθηκε, ως προς την πορεία της θεσμικής και κανονιστικής εξέλιξης του Δικαιώματος Αντίστασης από την διάταξη του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1844 έως την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975, «αποκαλύπτονται» ευχερώς τα στοιχεία εκείνα τα οποία αναδεικνύουν τον σαφώς ολοκληρωμένο, όπως ήδη επισημάνθηκε, ρυθμιστικό «πυρήνα» της τελευταίας. Συμπερασματικώς λοιπόν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, σε σχέση με τις προγενέστερες εν προκειμένω συνταγματικές ρυθμίσεις, η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975 έχει «εμπλουτίσει», μέσω της κανονιστικής «διορατικότητας» των συντακτών της, τα θεσμικά χαρακτηριστικά του Δικαιώματος Αντίστασης προεχόντως με τα εξής στοιχεία, τα οποία άλλωστε έχουν αναδειχθεί και στο πλαίσιο των σκέψεων που προεκτέθηκαν:

β1) Η αντικατάσταση του όρου «αφιερούται» με τον όρο «επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων» ενέχει προδήλως τ’ αναγκαία «ενεργητικά», και κατά τούτο «δυναμικά», στοιχεία για την πλήρη άσκηση του Δικαιώματος Αντίστασης εντός του κανονιστικού πλαισίου μιας πραγματικής «lex perfecta».  Πολλώ μάλλον όταν ο όρος «επαφίεται» αιτιολογεί καταλλήλως και την καθιέρωση μιας μορφής «υποχρέωσης αντίστασης»  -πάντοτε με τις διευκρινίσεις που ήδη παρατέθηκαν στον οικείο τόπο- όπως αυτή θεσπίζεται και στην συνέχεια της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος.

β2) Τέλος, το ρυθμιστικό πλαίσιο της άσκησης του Δικαιώματος Αντίστασης ολοκληρώνεται καθοριστικώς μέσω της λακωνικής, πλην όμως άκρως περιεκτικής, κανονιστικής  οριοθέτησης του όρου «επαφίεται», όπως επισημάνθηκε αμέσως προηγουμένως.  Και τούτο, διότι η ως άνω οριοθέτηση «συμπλέει» με τον κατά το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος θεσπισμένο σκοπό της άσκησης του  Δικαιώματος Αντίστασης.  Δηλαδή τον σκοπό της εκ μέρους του φορέα ή των φορέων του Δικαιώματος τούτου προβολής αντίστασης, και δη με κάθε συνταγματικώς επιτρεπτό μέσο, «εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει με τη βία».

Γ. Το Δικαίωμα Αντίστασης στο πλαίσιο των σχετικών ρυθμίσεων των προ του 1830 Ελληνικών Συνταγμάτων

    Η τεκμηριωμένη ιστορική έρευνα αποδεικνύει ότι σταθερή και αδιαπραγμάτευτη ήταν η βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Αγωνιζόμενων -καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ήτοι τόσο στο πλαίσιο του ένοπλου αγώνα όσο και στο πλαίσιο του αγώνα με κάθε διαθέσιμο πνευματικό ή άλλο παρεμφερές μέσο- Ελλήνων όχι μόνο ν’ απελευθερωθεί το επί τέσσερις αιώνες υπόδουλο, υπό τον οθωμανικό ζυγό, Ελληνικό Έθνος και να καταστεί η Ελλάδα ανεξάρτητο και αυτόνομο Έθνος-Κράτος.  

  1. Αλλά και ν’ αποκτήσει το Κράτος αυτό -το «Νεότερο Ελληνικό Κράτος»– ευθύς εξ αρχής θεσμικές βάσεις Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και κατοχύρωσης των θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την θέσπιση ολοκληρωμένου Συντάγματος εφαρμοζόμενου στα εν τω μεταξύ απελευθερωμένα εδάφη της τότε Επικράτειας. 

α) Ήταν δε τέτοια η ισχύς αυτής της και θεσμικώς προσανατολισμένης βούλησης των Αγωνιζόμενων Ελλήνων, ώστε αρκετά χρόνια πριν την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους -το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου- μέσω διαδοχικών Εθνικών Συνελεύσεων θέσπισαν Συντάγματα «μεσούσης» της «επαναστατικής περιόδου». Και τούτο, προκειμένου να θεμελιώσουν και πάνω σε όσο το δυνατόν πιο στέρεες θεσμικές «αντηρίδες» τον Αγώνα για την ευόδωση της Εθνεγερσίας του 1821, ενισχύοντας έτσι και το αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων ως προς την προοπτική άμεσης «αποτίναξης» του οθωμανικού ζυγού.  Αυτό είναι, σε τελική ανάλυση, το όλο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε, ταχύτατα, αυτό το οποίο έχει συμβολικώς χαρακτηρισθεί ως «ο συνταγματισμός των Ελλήνων» ήδη από τις απαρχές της Εθνεγερσίας του 1821.

β) Τα προμνημονευόμενα, «επαναστατικά» όπως αποκλήθηκαν, εφαρμοσθέντα Συντάγματα, ήταν:

β1) Πρώτον, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», το οποίο θέσπισε η Α΄ Εθνική Συνέλευση, το 1822.

β2) Δεύτερον, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» ή «Νόμος της Επιδαύρου», το οποίο θέσπισε η Β΄ Εθνική Συνέλευση, το 1823.

γ) Και, τρίτον, το οριστικό «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», το οποίο θέσπισε η Γ΄ Εθνική Συνέλευση, το 1827.

2. Ο «συνταγματισμός» των Ελλήνων εκείνης της περιόδου αναδεικνύεται, μ’ εμφατική μάλιστα ενάργεια, και εκ του ότι οι κατά τα προεκτεθέντα Εθνικές Συνελεύσεις όχι μόνο θέσπισαν πλήρη κανονιστικώς και σαφώς προοδευτικά, από δημοκρατική έποψη, Συντάγματα. Αλλά φρόντισαν να «θωρακίσουν» τα Συντάγματα αυτά και με ορισμένες εγγυήσεις για την τήρησή τους.  Και μάλιστα εγγυήσεις οι οποίες προοιωνίζονταν σαφώς, σε ό,τι αφορά τις ειδικότερες εγγυήσεις τήρησης του θεσπιζόμενου Συντάγματος, από την μια πλευρά το μετέπειτα «Δικαίωμα Αντίστασης» υπό την μορφή που αναλύθηκε προηγουμένως. Και, από την άλλη πλευρά, τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ο οποίος καταδεικνύει τον «αυστηρό» χαρακτήρα των Συνταγμάτων αυτών, ιδίως μέσω των προβλέψεων που όριζαν ότι το Σύνταγμα δεν μπορεί να τροποποιηθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με κανονιστικού περιεχομένου διατάξεις υποδεέστερης τυπικής ισχύος, τις οποίες μπορούσαν να θεσπίσουν κυρίως η Νομοθετική Εξουσία και η Εκτελεστική Εξουσία.  Τέτοιες εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος θέσπιζαν:

α) Πρώτον, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος»Νόμος της Επιδαύρου») του 1823, δια του Ψηφίσματος της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης (άρ. 19 των Πρακτικών), το οποίο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του Συντάγματος τούτου.  Κατ’ ακρίβεια, το προμνημονευόμενο Ψήφισμα όριζε, μεταξύ άλλων:

    α1) «α΄ Τ Προσωρινν Πολίτευμα τς λλάδος π τ νομα, Νόμος τς πιδαύρου, ναγνωριζόμενον ες τ ξς, φιερώνεται ες τν ενοιαν τν λαν, κα ες τν πατριωτισμν παντς λληνος, δι ν νεργται καθ’όλην τν κτασιν.» Όπως ευθέως προκύπτει από την διάταξη αυτή τότε φαίνεται να θεσπίζεται, για πρώτη φορά στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, ένα «Δικαίωμα Αντίστασης» που η άσκησή του συνιστά μια μορφή εγγύησης της τήρησης του Συντάγματος, υπό την έννοια του πλήρους σεβασμού του και της επέκεινα πλήρους εφαρμογής του.  Επιπλέον ο όρος «αφιερώνεται», που περιλαμβάνεται στο κείμενο της διάταξης αυτής υπήρξε, δίχως αμφιβολία, «οδηγός» για την κατά τα ως άνω διάταξη του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1844 -κατά την οποία η τήρηση του Συντάγματος «αφιερούται» στον πατριωτισμό των Ελλήνων- που, όπως ήδη επισημάνθηκε, ήταν και η «αφετηρία»  για την έκτοτε ρητή κατοχύρωση του Δικαιώματος Αντίστασης σε όλα, ανεξαιρέτως, τα μεταγενέστερα Συντάγματά μας.

α2) «β΄ π’ οδεμί προφάσει κα περιστάσει δύναται Διοίκησις ν νομοθετήσ ναντίον ες τν παρν Πολίτευμα». Η διάταξη αυτή «ενισχύει» ρυθμιστικώς την προηγούμενη ως εγγύηση τήρησης του Συντάγματος. Και τούτο ιδίως διότι κατοχυρώνει, ανενδοιάστως και αδιακρίτως, την αρχή της υπεροχής της τυπικής ισχύος του Συντάγματος έναντι των λοιπών κανόνων δικαίου της Έννομης Τάξης και, επέκεινα, έστω και εμμέσως αποσαφηνίζει κανονιστικώς τον «αυστηρό» χαρακτήρα του Συντάγματος.  Με άλλες λέξεις, η διάταξη αυτή μάλλον πρέπει να θεωρηθεί ως η πρώτη ρύθμιση στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία η οποία καθιέρωσε, ως εγγύηση τήρησης του Συντάγματος, την κανονιστικώς θεμελιώδη αρχή του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, και δη ως ευθεία συνέπεια του «αυστηρού» χαρακτήρα του Συντάγματος.  Μια αρχή η οποία «μεταφυτεύθηκε» σταδιακώς, με ολοένα και πληρέστερες διατάξεις, σε όλα τα μεταγενέστερα Συντάγματά μας, με «κολοφώνα» τις ρυθμίσεις του Συντάγματος του 1975, για τις οποίες έγινε λόγος προηγουμένως.

β) Δεύτερον, το «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος» («Σύνταγμα της Τροιζήνας») του 1827, δια του Ψηφίσματος της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης (άρ ΙΕ΄ του «κώδηκος των ψηφισμάτων»), που και αυτό -όπως και το Ψήφισμα της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης κατά τα αμέσως πιο πάνω εκτεθέντα- αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του ως άνω Συντάγματος.  Ας σημειωθεί δε ότι το Ψήφισμα αυτό της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης, μ’ ελάχιστες και καθαρώς διευκρινιστικές αλλαγές, επαναλάμβανε σχεδόν αυτούσιες τις κατά τ’ ανωτέρω «εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος» του Ψηφίσματος της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης:

β1) Για το «Δικαίωμα Αντίστασης»: «Α΄ Τ ατ πολίτευμα, π τ’ νομα, Πολιτικν σύνταγμα τς λλάδος, ναγνωριζόμενον φεξς φιεροται ες τν πίστιν τς Βουλς, το Κυβερνήτου κα το Δικαστικο, δι ν διατηρται ν κριβεί, φιεροται ες τν ενοιαν τν λαν, κα ες τν πατριωτισμν παντς λληνος, δι ν νεργται καθ’ λην τν κτασιν.»

β2) Και για την «ρήτρα» του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ως συνέπειας του «αυστηρού» χαρακτήρα του Συντάγματος: «Β΄π’ οδεμί προφάσει κα περιστάσει δύναται Βουλή, Κυβέρνησις ν νομοθετήσ ν νεργήσ τί ναντίον ες τ παρν πολιτικν σύνταγμα“.

ΙΙ. Ένας «προπομπός» του Δικαιώματος Αντίστασης στο θεσμικό πλαίσιο της «Αθηναίων Πολιτείας» υπό το καθεστώς της Άμεσης Δημοκρατίας

 Τίθεται, περαιτέρω, το ζήτημα αν και κατά πόσον ο κατά τα προεκτεθέντα εξαιρετικά πρώιμος «συνταγματισμός» των, αγωνιζόμενων ακόμη για την άνευ όρων ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους Ελλήνων, αποτελεί την τελική αφετηρία και για τις θεσμικές καταβολές του Δικαιώματος Αντίστασης, όπως τούτο «αποτυπώνεται» σήμερα -μετά την προδιαγραφείσα ιστορική του εξέλιξη- στην διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος του 1975. Ή μήπως είναι επιτρεπτό επιστημονικώς -αλλά και από ιστορικονομική έποψη επιβεβλημένο- ν’ αναχθούμε και σε πολύ προγενέστερη εποχή, πάντα με οδηγό την οιονεί εκ φύσεως «προσήλωση» των Ελλήνων στους θεσμούς, και κυρίως τους πολιτειακούς, προεχόντως μέσω της ενεργού «προσήλωσής» τους στην έννοια της Δημοκρατίας εν γένει.  Υπ’ αυτό το ερευνητικό «πρίσμα» επιχειρείται στην συνέχεια η θεμελίωση και τεκμηρίωση της θέσης ότι, φυσικά υπό συγκεκριμένες μεθοδολογικές, και όχι μόνο, προϋποθέσεις, το υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα Δικαίωμα -και η σύμφυτη με αυτό υποχρέωση- Αντίστασης υπέρ των πολιτειακών θεσμών και υπέρ των αυξημένης τυπικής ισχύος κανόνων δικαίου που τους εμπεδώνουν στην πράξη κανονιστικώς μπορεί ν’ αναζητηθεί στο θεσμικό πλαίσιο της «Αθηναίων Πολιτείας», εντός του αντίστοιχου τότε θεσμικού πλαισίου της Άμεσης Δημοκρατίας.  Και πιο συγκεκριμένα στον «Όρκο των Αθηναίων Εφήβων», ο οποίος εμφανίζεται ως το πιο αντιπροσωπευτικό εν προκειμένω -μεταξύ άλλων κειμένων της ίδιας περιόδου εναντίον των τυράννων και της τυραννίας- κείμενο με αξιόλογο κανονιστικό περιεχόμενο.

Α. Ο «Όρκος των Αθηναίων Εφήβων» και οι αναφορές του στο Δικαίωμα Αντίστασης

Ο «Όρκος των Αθηναίων Εφήβων» ή «ο  της Αγραύλου Εφήβων Όρκος»  ή «ο των Εφήβων Όρκος» ήταν ο όρκος που έδιναν οι Αθηναίοι έφηβοι κατά την ενηλικίωσή τους, «όταν έπαιρναν τα όπλα».

  1. Πραγματικά οι νέοι Αθηναίοι, όταν έφθαναν στην ηλικία των 18 ετών, έπρεπε να υπηρετήσουν στρατιώτες για δύο χρόνια. Σ’ επίσημη τελετή παρουσιάζονταν στην  Εκκλησία του Δήμου στην Πνύκα, αναγράφονταν στους καταλόγους των πολιτών («Ληξιαρχικόν Γραμματείον») και εξοπλίζονταν με ένα δόρυ και με μια ασπίδα. Κατόπιν, ένοπλοι ανέβαιναν στην Ακρόπολη και κρατώντας ασπίδα έδιναν, στο Ιερό της Αγραύλου, τον «Όρκο των Αθηναίων Εφήβων». Αυτό τον όρκο, τον οποίο ορισμένοι απέδωσαν στον Σόλωνα, «διέσωσε» ο Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός Λυκούργος  (390-324 π.Χ.) -που «συμπορεύθηκε» με τον Δημοσθένη και με τον Υπερείδη ως μέλος της «αντιμακεδονικής μερίδας»- στον δικανικό του λόγο «Κατά Λεωκράτους» (77), περί το 331 π.Χ. ή λίγο αργότερα.  Ο ίδιος όρκος αναφέρεται και από τον Δημοσθένη, στον δικανικό του λόγο «Περί της Παραπρεσβείας» (303) -περί το 344 π.Χ.- καθώς και από τον Αριστοτέλη, στην «Αθηναίων Πολιτεία» (42).

2. Το κείμενο του Όρκου των Αθηναίων Εφήβων έχει ως εξής:  «Ο καταισχυν τ πλα τ ερ, οδγκαταλείψω τν παραστάτην τ ν στοιχήσω· μυν δ κα πρ ερν κα σίων κα μόνος κα μετ πολλν. Κα τν πατρίδα οκ λάσσω παραδώσω, πλείω δ κα ρείω σης ν παραδέξωμαι. Κα εηκοήσω τν ε κραινόντων μφρόνως κα τος θεσμος τος δρυμένοις πείσομαι κα οστινας ν λλους τ πλθος δρύσηται μοφρόνως·κα ν τις ναιρ τος θεσμος μ πείθηται οκ πιτρέψω, μυν δ κα μόνος κα μετ πολλν. Κα ερ τ πάτρια τιμήσω. Ί̋στορες τούτων γλαυρος, νυάλιος, ρης, Ζεύς, Θαλλώ, Αξώ, γεμόνη.» («Δεν θα ντροπιάσω τα όπλα τα ιερά, ούτε θα εγκαταλείψω το συμμαχητή μου, με οποιονδήποτε κι αν στοιχηθώ στην πολεμική γραμμή. Θα αμυνθώ και για τα ιερά και τα όσια και μόνος και μαζί με πολλούς. Και την πατρίδα δεν θα παραδώσω μικρότερη, αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη απ’ όση την παρέλαβα. Και θα υπακούσω πρόθυμα σε αυτούς που δικάζουν κάθε φορά και θα πολιτεύομαι σύμφωνα με τους καθιερωμένους θεσμούς και σύμφωνα με όσους άλλους ο λαός με κοινή απόφαση θα καθιερώσει. Και σε περίπτωση που κάποιος θα αποπειραθεί να καταλύσει τους θεσμούς ή να μην πειθαρχεί σε αυτούς δεν θα το επιτρέψω, θα αμυνθώ δε και μόνος και μαζί με πολλούς. Και θα τιμήσω τα πατροπαράδοτα ιερά. Μάρτυρες μου γι’ αυτά ας είναι η  Άγλαυρος, ΕνυάλιοςΆρηςΖευςΘαλλώΑυξώΗγεμόνη.»).

Β. Τα χαρακτηριστικά του Δικαιώματος Αντίστασης στον «Όρκο των Αθηναίων Εφήβων».

 Όπως καθίσταται προφανές, ο «Όρκος των Αθηναίων Εφήβων» αναφέρεται ευθέως στην υπεράσπιση των θεσμών στην Αρχαία Αθήνα. Οι θεσμοί αυτοί διαμορφώθηκαν ως μια μορφή «αυτοθέσμισης» της «Αθηναίων Πολιτείας» υπό το καθεστώς της Άμεσης Δημοκρατίας και, οπωσδήποτε, με τις θεσμικές και πολιτικές ιδιομορφίες του καθεστώτος τούτου.  Ως προς τις ιδιομορφίες αυτές παρατηρούνται τα εξής:

  1. Η πορεία της πολιτειακής οργάνωσης στον ευρύτερο, γεωγραφικώς αλλά και ιστορικώς, χώρο της Δύσης από τότε που «αναδύονται» τα στοιχειώδη δημοκρατικά χαρακτηριστικά της σ’ επίπεδο οργάνωσης και λειτουργίας των θεσμών εν γένει -δηλαδή, κατ’ ουσίαν, από την Ελληνική Αρχαιότητα μ’ επίκεντρο την Αρχαία Αθήνα- αποδεικνύει ότι η Ελευθερία και η Δημοκρατία βαίνουν παραλλήλως. Κατ’ εξοχήν με την έννοια ότι τα, λίγα και δυσδιάκριτα αρχικώς, δημοκρατικά στοιχεία της ως άνω οργάνωσης δομούνται με τρόπο που διευκολύνει την εφαρμογή των αρχών της, lato sensu, Ελευθερίας στην πράξη. 

α) Βεβαίως, πρόκειται για μια μακραίωνη εξελικτική διαδικασία, στο διαχρονικό πλαίσιο της οποίας αλλάζουν νόημα και «ωριμάζουν» τόσον η Ελευθερία όσο και η Δημοκρατία, έως ότου φθάσουμε στην σύγχρονη εποχή της θεσμικής υπόστασης της Ελευθερίας την οποία εγγυάται η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.  Την πιο «εύγλωττη» αφετηρία της παράλληλης εξέλιξης Ελευθερίας και Δημοκρατίας, προς την κατεύθυνση της οργάνωσης και λειτουργίας των υπό την ευρεία του  όρου έννοια πολιτειακών θεσμών, συναντάμε στον Θουκυδίδη.  Και κατ’ ακρίβεια στον «Επιτάφιο του Περικλέους» (2.37), με «σημείο αναφοράς», κατά τα προεκτεθέντα, την Αρχαία Αθήνα.

β) Απευθυνόμενος προς τους Αθηναίους ο Περικλής αναλύει εισαγωγικώς την «Αθηναίων Πολιτεία». Ήτοι το πολίτευμα της Αρχαίας Αθήνας με βάση τις δημοκρατικές του συνιστώσες, πάντοτε στο θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο της Άμεσης Δημοκρατίας: «Κα τό ὄνομα μν δι τ μ ς λίγους λλ’ ς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται» («Και το πολίτευμά μας καλείται δημοκρατία επειδή δεν ανατίθεται στα χέρια των λίγων αλλά των πολλών» (2.37.1) ). Αμέσως μετά ο Περικλής αναφέρεται στο πώς η Ελευθερία -φυσικά με τα μέτρα και τα δεδομένα της εποχής εκείνης- εντάσσεται στο πεδίο της δημοκρατικής οργάνωσης των πολιτειακών θεσμών: «’Ελευθέρως δέ  τά τε πρός τό κοινόν πολιτεύομεν καί ς τήν πρός λλήλους τν καθ’ μέραν πιτηδευμάτων ποψίαν». («Πολιτευόμαστε δε διαπνεόμενοι από πνεύμα ελευθερίας όχι μόνο στον δημόσιο βίο αλλά και στις καθημερινές μας σχέσεις και συναλλαγές» (2.37.2) ).

  • Το παράδειγμα της παραδοσιακής Άμεσης Δημοκρατίας, αναλυόμενο κυρίως με βάση το καθεστώς της Αρχαίας Αθήνας- μολονότι τα πρώτα σπέρματα της Άμεσης Δημοκρατίας τα συναντάμε στην Ιωνία, π.χ. στην Μίλητο, για τα οποία όμως δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ενδελεχέστερης μελέτης, ή τουλάχιστον στοιχεία ανάλογα μ’ εκείνα που διαθέτουμε για την Αρχαία Αθήνα και τις μετέπειτα αποικίες της- επιβεβαιώνει την αλήθεια του γεγονότος ότι η τότε «σύμπραξη» Ελευθερίας και Δημοκρατίας διαδραμάτισε ουσιώδη ρόλο στον πολιτειακώς κατάλληλο θεσμικό «εξοπλισμό» της «Αθηναίων Πολιτείας».  Οπωσδήποτε όμως με την διευκρίνιση ότι στην εν προκειμένω Άμεση Δημοκρατία η Ελευθερία ουσιαστικώς εξαντλείται «στην συμμετοχή στα κοινά» παίρνοντας, σχεδόν αποκλειστικώς, τα χαρακτηριστικά της «Πολιτικής Ελευθερίας»

α) Μια τέτοια συμμετοχή ήταν εφικτή κυρίως λόγω των εδαφικών και πληθυσμιακών δεδομένων της Πόλης-Κράτους, πολλώ μάλλον όταν η κείμενη τότε νομοθεσία επιφύλασσε την κατά τ’ ανωτέρω συμμετοχή όχι σε όλους, αλλά μόνο στον περιορισμένο αριθμό εκείνων στους οποίους είχε επιφυλαχθεί το «προνόμιο» του πολίτη.  Αυτή η ενεργός «συμμετοχική» παρέμβαση των πολιτών της «Αθηναίων Πολιτείας» επικεντρωνόταν, σχεδόν αποκλειστικώς, στην μέσω της lato sensu νομοθετικής διαδικασίας διαμόρφωση της οργάνωσης και λειτουργίας των βασικών θεσμών της. Επισημαίνεται δε μ’ έμφαση ότι μετά την λήψη των αποφάσεων, από τα κατά περίπτωση αρμόδια για την κανονιστική οργάνωση των θεσμών συλλογικά όργανα, η «δημοκρατική» διαδικασία είχε πλήρως εξαντληθεί.  Και μάλιστα ανεξαρτήτως από το αν η απόφαση είχε ληφθεί από μια οριακή πλειοψηφία, κάτι όχι και τόσο ασυνήθιστο την εποχή εκείνη.  Η μειοψηφία, ως στοιχείο της πολιτειακής οργάνωσης, ήταν άγνωστη στην Άμεση Δημοκρατία.  Πολύ περισσότερο άγνωστα ήταν, επέκεινα, οιασδήποτε μορφής «δικαιώματα» της μειοψηφίας. 

β) Κατά συνέπεια η Άμεση Δημοκρατία, υπό την προεκτεθείσα μορφή της, οδηγούσε, μάλλον νομοτελειακώς, στην δίχως κανένα πραγματικό έλεγχο «ηγεμονία της πλειοψηφίας».  Και εδώ εντοπίζεται ένα σημαντικό μειονέκτημα της τότε Άμεσης Δημοκρατίας, το οποίο υποβάθμιζε τα όποια πλεονεκτήματα συνεπαγόταν η «εκκόλαψη» μιας κάπως ολοκληρωμένης δημοκρατικής οργάνωσης υπό τα σύγχρονα δεδομένα.  Διότι ο στοιχειώδης έλεγχος της «πλειοψηφίας» από την «μειοψηφία» είναι οιονεί εξ’ ορισμού συστατικό, κυριολεκτικώς, στοιχείο κάθε μορφής σύγχρονης δημοκρατικής οργάνωσης.  Δίχως έναν τέτοιο έλεγχο δεν ήταν νοητό και εφαρμόσιμο στην πράξη π.χ. ακόμη και το δικαίωμα ισηγορίας, σε όλη του την έκταση. Κάτι οπωσδήποτε σημαντικό για την λειτουργία της Δημοκρατίας στην παραδοσιακή Άμεση Δημοκρατία, ως πρώτο δείγμα της Ελευθερίας της έκφρασης, εντελώς άγνωστης στα αυταρχικά καθεστώτα. 

  • Σημαντικό όμως «θεσμικό αντίβαρο» αναφορικά με τα προμνημονευόμενα δικαιώματα κατά την λειτουργία της Άμεσης Δημοκρατίας στην «Αθηναίων Πολιτεία», ιδίως σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μεταξύ «πλειοψηφίας» και «μειοψηφίας», ήταν η αναγνώριση, και μάλιστα στο ανώτατο δυνατό κανονιστικώς επίπεδο, του δικαιώματος αλλά και της εντεύθεν εμβληματικής υποχρέωσης των  Αθηναίων Πολιτών να υπερασπίζονται, χωρίς όρους και περιορισμούς, τις θεσμικές της «αντηρίδες», όπως αυτές  προέκυψαν κατά την ως άνω «νομοθετική παραγωγή» των αρμόδιων συλλογικών πολιτειακών οργάνων.

α) Ιδίως δε τις θεσμικές εκείνες «αντηρίδες», στις οποίες στηρίζονταν οι πολιτειακές «βάσεις» της «Αθηναίων Πολιτείας»,όπως διαμορφώθηκαν εξελικτικώς κατά την εφαρμογή στην πράξη της Άμεσης Δημοκρατίας. Για την ουσία και το θεσμικό «μέγεθος» αυτών των «βάσεων» αρκεί η «μαρτυρία» αφενός του Θουκυδίδη στην Ιστορία του -και κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο του «Επιταφίου»- και, αφετέρου, του Αριστοτέλους στην «Αθηναίων Πολιτεία», κατά τα προεκτεθέντα.

β) Την προμνημονευόμενη υποχρέωση και το αντίστοιχο δικαίωμα υπεράσπισης των θεσμών αυτών της «Αθηναίων Πολιτείας»,που ανήκαν στους Αθηναίους Πολίτες, περιγράφει, με την ενάργεια των διακριτικών γνωρισμάτων της «imperatoria brevitas», το εξής απόσπασμα του «Όρκου των Αθηναίων Εφήβων», το οποίο  τους «προϊδέαζε» για το τι οφείλουν να πράξουν, υπό την μορφή  ισοβίου δικαιώματος και διαρκούς υποχρέωσης, αμέσως μετά την ενηλικίωσή τους: «….κα τος θεσμος τος δρυμένοις πείσομαι κα οστινας ν λλους τ πλθος δρύσηται μοφρόνως·κα ν τις ναιρ τος θεσμος μ πείθηται οκ πιτρέψω, μυν δ κα μόνος κα μετ πολλν.» («….Θα πολιτεύομαι σύμφωνα με τους καθιερωμένους θεσμούς και σύμφωνα με όσους άλλους ο λαός με κοινή απόφαση θα καθιερώσει. Και σε περίπτωση που κάποιος θα αποπειραθεί να καταλύσει τους θεσμούς ή να μην πειθαρχεί σ΄ αυτούς, δεν θα το επιτρέψω, θ’ αμυνθώ δε και μόνος και μαζί με πολλούς.»)

4.  Την αδιαμφισβήτητη ιστορικώς  -και όχι μόνο-  σημασία της υπεράσπισης των θεσμών, στο πλαίσιο της κατά τ’ ανωτέρω «αυτοθέσμισης» της «Αθηναίων Πολιτείας» με βάση τα προεκτεθέντα εξίσου θεσμικά χαρακτηριστικά του «Όρκου των Αθηναίων Εφήβων», αναδεικνύει με σαφήνεια η «αντίστιξη» προς τον «παιάνα των Σπαρτιατών», τον οποίο οι Σπαρτιάτες μαχητές έψαλλαν «βαδίζοντας» προς την μάχη.  Ήτοι σε μια κορυφαία για τους Σπαρτιάτες στιγμή, η οποία «σηματοδοτεί» και τον αμιγώς στρατιωτικό χαρακτήρα της πολιτειακής οργάνωσης της Αρχαίας Σπάρτης.

α) Το κείμενο του «παιάνα» αυτού, όπως περισώθηκε από αρκετά αρχαία κείμενα, έχει ως εξής: «γετ’,  Σπάρτας εάνδρω κροι πατέρων πολιατν λαι μν τυν προβάλεσθε, δόρυ δ’ ετόλμως νχεσθε, μ φειδομένοι τς ζως. Ο γρ πάτριόν τα Σπάρτα!» («Εμπρός λοιπόν παιδιά πατέρων πολιτών της ευάνδρου Σπάρτης, με το αριστερό χέρι προτάξετε την ασπίδα, και με το δεξί χέρι υψώστε τολμηρά το δόρυ, χωρίς να υπολογίζετε την ζωή σας.  Γιατί το να σκέφτεσθε την ζωή σας δεν αρμόζει στις πατροπαράδοτες αρχές και αξίες της Σπάρτης.»)

β) Είναι πρόδηλο ότι από αυτό τον «πολεμικό παιάνα» των Σπαρτιατών απουσιάζει οιαδήποτε αναφορά στην υπεράσπιση των θεσμών.  Βαδίζοντας προς την μάχη οι Σπαρτιάτες είχαν ως μόνο μέλημα την υπεράσπιση της «Πατρίδας», της Σπάρτης.  Όμως η Αρχαία Σπάρτη στηριζόταν και πολιτειακώς, όπως ήδη σημειώθηκε, σε μια αμιγώς στρατιωτική οργάνωση δίχως ίχνος δημοκρατικής οργάνωσης, και δη οργάνωσης με βάση στοιχειώδη χαρακτηριστικά Άμεσης Δημοκρατίας.  Κάτι το οποίο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, σε αντίθεση προς την Αρχαία Αθήνα, στην Αρχαία Σπάρτη δεν ήταν νοητή στην πράξη η προμνημονευόμενη «αυτοθέσμιση» που «κυριαρχούσε» στο πλαίσιο της «Αθηναίων Πολιτείας».  Άρα δεν ήταν νοητή κανονιστικώς η αναγνώριση στους Σπαρτιάτες «μαχητές» ενός είδους «δικαιώματος αντίστασης» υπέρ των «πολιτειακών θεσμών», δοθέντος ότι το «θεσμικό στοιχείο» αναλογεί, οιονεί εκ φύσεως, σε έστω και αμυδρώς διαφαινόμενες lato sensu δημοκρατικές βάσεις πολιτειακής οργάνωσης.

5. Ακόμη πιο ευκρινής  -αλλά στην περίπτωση αυτή εμφανίζεται ως αναμενόμενη- είναι η απουσία θεσμικών στοιχείων και, επέκεινα, θεσμικών διαστάσεων στον «Όρκο των Ελλήνων» στις Πλαταιές ή «Όρκο των Πλαταιών».  Δηλαδή στον «Όρκο», που έδωσαν μάλλον στον Ισθμό της Κορίνθου και με βάση τον οποίο ορκίσθηκαν οι Έλληνες πριν την μάχη των Πλαταιών, τον Αύγουστο του 479 π.Χ.  Την μάχη μεταξύ των ενωμένων Ελλήνων, υπό την ηγεσία του Σπαρτιάτη βασιλιά Παυσανία, και των Περσών υπό τον Μαρδόνιο, γαμβρό του Ξέρξη.

α) Επισημαίνεται ότι το περιεχόμενο του «Όρκου των Πλαταιών» δεν μνημονεύεται από τον κυριότερο ιστορικό «μάρτυρα» των Μηδικών Πολέμων, τον Ηρόδοτο, ο οποίος αναφέρεται εν εκτάσει και στην Μάχη των Πλαταιών.  Επιπροσθέτως, και όπως ήδη σημειώθηκε, αν και εφόσον δόθηκε  -αλλά μάλλον δόθηκε, κατά την επικρατέστερη ιστορικώς άποψη-  αυτός ο όρκος, τούτο πρέπει να συνέβη στον Ισθμό της Κορίνθου όπου συγκεντρώθηκαν οι Έλληνες -πλην των Θηβαίων- και πήραν την απόφαση σύναψης μεταξύ τους συμφωνίας «κατά βαρβάρων», δηλαδή κατά των Περσών.  Μια εκδοχή του «Όρκου των Πλαταιών», πολύ διαφορετική από αυτή που αναφέρεται έως σήμερα ως η πιο πιθανή, σώζεται στην μαρμάρινη στήλη η οποία ανακαλύφθηκε στις Αχαρνές, το 1932. 

β) Το κατά την επικρατέστερη εκδοχή, όπως ήδη διευκρινίσθηκε πιο πάνω, κείμενο του «Όρκου των Πλαταιών» έχει ως εξής: «Ο ποιήσομαι περ πλειονος τ ζν τς λευθερίας. Οδ γκαταλείψω τος γεμόνας, οτε ζντας, οτε ποθανόντας. λλ τος ν τ μάχ τελευτήσαντας τν συμμάχων πάντας θάψω. κα κρατήσας τ πολέμ τος βάρβαρους,τν μν μαχεσαμένων πρ τς λλάδος πόλεων οδεμίαν νάστατον ποιήσω. τς δ τ το βάρβαρου προελομένας πασας δεκατεύσω. κα τν ερν μπρησθέντων κα καταβληθέντων π τν βάρβαρων οδν νοικοδομήσω παντάπασιν. λλ πόμνημα τος πιγιγνομένοις άσω καταλείπεσθαι τς τν βάρβαρων σεβείας.» («Δεν θα θέσω την ζωή πάνω από την Ελευθερία, ούτε θα εγκαταλείψω τους ηγήτορες, ούτε ζωντανούς ούτε νεκρούς, αλλά εκείνους από τους συμμάχους που θα πέσουν στην μάχη όλους θα τους τιμήσω με την δέουσα ταφή.  Και αφού επικρατήσω στον πόλεμο κατά των βαρβάρων, από τις πόλεις που έδωσαν την μάχη υπέρ της Ελλάδας ουδεμία θα καταστρέψω, όμως εκείνες που προτίμησαν να συμμαχήσουν με τον βάρβαρο όλες θα τις καταστήσω φόρου υποτελείς.  Και από τα ιερά που πυρπόλησαν και γκρέμισαν οι βάρβαροι ουδένα θ’ ανοικοδομήσω, αλλά θα τα αφήσω να μένουν διαρκώς στην μνήμη των επερχόμενων γενεών ως δείγμα της ασέβειας των βαρβάρων.»)  H κατά τα προεκτεθέντααπουσία «δέσμευσης» υπεράσπισης των θεσμών στον «Όρκο των Πλαταιών» αιτιολογείται ευχερώς, εκ του ότι στην Μάχη των Πλαταιών ενώθηκαν οι Έλληνες για να πολεμήσουν υπέρ της Ελευθερίας τους τον κοινό εχθρό όλων τους, τους Πέρσες.  Άρα δεν ενώθηκαν οι πολίτες μιας Πόλης-Κράτους για να υπερασπισθούν τους θεσμούς της Πόλης τους, σύμφωνα με τους νόμους που είχαν θεσπισθεί για την οργάνωση και λειτουργία των θεσμών αυτών. 

Γ. Η διαχρονική κανονιστική εμβέλεια του Δικαιώματος Αντίστασης και υπό το φως αντίστοιχων κανονιστικών δεδομένων του «Όρκου των Αθηναίων Εφήβων»

 Όπως καθίσταται -μάλλον επαρκώς- προφανές ένα τέτοιο «Δικαίωμα Αντίστασης» στο πλαίσιο του «Όρκου των Αθηναίων Εφήβων», το οποίο ερείδεται ευθέως στην αντίστοιχη «υποχρέωση αντίστασης» υπέρ των θεμελιωδών πολιτειακών θεσμών, θυμίζει, βεβαίως τηρουμένων των στοιχειωδών ιστορικών και κανονιστικών αναλογιών, το δικαίωμα και μια μορφή έστω και περισσότερο «ηθικώς» επιβεβλημένης υποχρέωσης των Ελλήνων, που καθιερώνονται από την, κατά τ’ αναλυτικώς διευκρινισθέντα προηγουμένως, διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με βία».

  1. Πολλώ μάλλον όταν και στις δύο περιπτώσεις, και παρά την πάροδο πολλών αιώνων από την εποχή του «κολοφώνα» της «Αθηναίων Πολιτείας», κοινή «ρίζα», θεσμική αλλά και βαθύτατα πολιτική, των ως άνω κανονιστικών κειμένων που θεμελιώνουν ένα τέτοιο δικαίωμα και μια τέτοια -βεβαίως σαφώς σχετικοποιημένη στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975- υποχρέωση είναι, κατά βάθος, ο «πατριωτισμός» των Αθηναίων τότε, των Ελλήνων εν γένει σήμερα. Και τούτο διότι στην μεν διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975 γίνεται ρητή αναφορά στον «πατριωτισμό των Ελλήνων», ενώ ο «πατριωτισμός» αυτός είναι πρόδηλος –μάλλον δε κατάδηλος- στον «Όρκο των Αθηναίων Εφήβων», και δη στην αρχή του: «Ο καταισχυν τ πλα τ ερ, οδγκαταλείψω τν παραστάτην τ ν στοιχήσω· μυν δ κα πρ ερν κα σίων κα μόνος κα μετ πολλν. Κα τν πατρίδα οκ λάσσω παραδώσω, πλείω δ κα ρείω σης ν παραδέξωμαι.» («Δεν θα ντροπιάσω τα όπλα τα ιερά, ούτε θα εγκαταλείψω τον συμμαχητή μου, με οποιονδήποτε κι αν στοιχηθώ στην πολεμική γραμμή. Θα αμυνθώ και για τα ιερά και τα όσια και μόνος και μαζί με πολλούς. Και την πατρίδα δε θα παραδώσω μικρότερη, αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη απ’ όση την παρέλαβα.»).
  2. Ας σημειωθεί, εν κατακλείδι και επιπροσθέτως, ότι μια τέτοια ιστορική «σύνδεση» της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975 με τα θεσμικά και τα ειδικότερα κανονιστικά δεδομένα του «Όρκου των Αθηναίων Εφήβων» μπορεί να καταστεί χρήσιμη όχι μόνο για την stricto sensu αναζήτηση των αρχικών της «καταβολών». Αλλά και σαφώς ευρύτερα, ακόμη δε και γι’ αυτό τούτο το νομικό πλαίσιο των αμιγώς ρυθμιστικών δεδομένων της ως άνω διάταξης. 

   α) Με την έννοια ότι οι «καταβολές» αυτές μπορούν, υπό τις απαραίτητες και επιστημονικώς ενδεδειγμένες νομικές προϋποθέσεις, να «φωτίσουν” μέχρι και την όλη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 120 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος, υπό την έποψη κυρίως της ιστορικής, ακόμη όμως και της τελεολογικής, ερμηνείας τους.  Μια τέτοια νομική προσέγγιση δεν ενέχει κάτι το υπερβολικό -και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένη- αν αναλογισθούμε από την μια πλευρά την σύγχρονη γενικευμένη κρίση εξαιρετικά κρίσιμων θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας διεθνώς αλλά και στην Χώρα μας, κατ’ εξοχήν εξαιτίας πρωτόγνωρων «ασύμμετρων» απειλών που υπονομεύουν επικίνδυνα το υπόβαθρό τους και τον πυρήνα τους.  Και, από την άλλη πλευρά και συνακόλουθα, το πόσο το Δικαίωμα Αντίστασης εναντίον των κάθε είδους εχθρών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας -επομένως και εναντίον των εχθρών του Συντάγματος, ιδίως δε, αυτού- αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη επικαιρότητα και αξία. Ενώ, ταυτοχρόνως, απαιτεί ολοένα και αποτελεσματικότερα καθώς και πολυδιάστατα μέσα ατομικής και συλλογικής άσκησής του, πάντοτε εντός του κατά περίπτωση κανονιστικού πλαισίου που το καθιερώνει αλλά και το οριοθετεί. 

    β) Τούτο ισχύει πολύ περισσότερο για εμάς, τους Έλληνες, αν αναλογισθούμε και ότι κατά την ορθότερη άποψη η κατά τ’ ανωτέρω διάταξη του Συντάγματός μας που καθιερώνει το Δικαίωμα Αντίστασης δεν είναι, τουλάχιστον ως προς τον κανονιστικό «πυρήνα» που αφορά την προστασία της βάσης και της μορφής του Πολιτεύματος, αναθεωρητέα κατά τις διατάξεις του άρθρου 110 παρ. 1 του Συντάγματος.  Με την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή η μέσω της αναθεώρησης του Συντάγματος κατάργηση ή και η ουσιώδης αποδυνάμωση του συνταγματικώς εγγυημένου κανονιστικού υπόβαθρου αποτελεσματικής άσκησης του θεμελιώδους Δικαιώματος Αντίστασης.

Επίλογος

Εν είδει συναγωγής των αναγκαίων συμπερασμάτων της ανάλυσης που προηγήθηκε μπορεί να υποστηριχθεί, με βάση τα ιστορικά και νομικά τεκμήρια τα οποία ήδη παρατέθηκαν, ότι είναι η ίδια η εντυπωσιακή «διαχρονία» της προσήλωσης των Ελλήνων στο χρέος υπεράσπισης της Δημοκρατίας και των θεσμικών της βάσεων που αιτιολογεί επαρκώς την σύνδεση του ρυθμιστικού περιεχομένου της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος με τις, όποιες, κανονιστικές προεκτάσεις του «Όρκου των Αθηναίων Εφήβων» στο πλαίσιο της Άμεσης Δημοκρατίας της «Αθηναίων Πολιτείας» σε ό,τι αφορά τον «μικτό» χαρακτήρα του Δικαιώματος Αντίστασης.  Δηλαδή τον χαρακτήρα του ως δικαιώματος το οποίο συνυπάρχει κανονιστικώς, και δη αρρήκτως, με μια έστω και στοιχειώδη υποχρέωση αντίστασης εναντίον οιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με την βία. Κάτι που στο πεδίο του Συντάγματος του 1975 επιτείνεται, όπως επεξηγήθηκε με περισσότερα στοιχεία στον οικείο τόπο, και από το ότι η διατύπωση των προγενέστερων Συνταγμάτων, σύμφωνα με την οποία η τήρηση του Συντάγματος «αφιερούται» στον πατριωτισμό των Ελλήνων, αντικαταστάθηκε με τον όρο «επαφίεται» ακριβώς για να προσδώσει στο Δικαίωμα Αντίστασης πρόσθετα στοιχεία ενεργητικής άσκησής του.  Και μάλιστα στοιχεία που φθάνουν έως το όριο της πραγματικής «επιταγής».  «Επιταγής» που θεσπίζει ρυθμιστικώς και κανονιστικώς ως και στοιχεία μιας στοιχειώδους υποχρέωσης, κατά τα προεκτεθέντα.  Όλα τ’ ανωτέρω «συνηγορούν» υπέρ του ότι ουδόλως αφίσταται της πραγματικότητας η κατά την διαδρομή των αιώνων αποδεδειγμένη προσήλωση των Ελλήνων στην υπεράσπιση των πολιτειακών θεσμών και στην αντίσταση έναντι εκείνων που επιχειρούν να τους καταλύσουν.  Υπ’ αυτό το πρίσμα μπορεί και πρέπει να ερμηνευθεί κατά πρώτο λόγο το «μήνυμα» των Μηδικών Πολέμων, το «μήνυμα» του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, όταν οι Έλληνες έδωσαν την μάχη εναντίον του δεσποτισμού και της «αθέμιστης»  αυθαιρεσίας, χαράσσοντας ταυτοχρόνως το έκτοτε ισχύον «όριο» μεταξύ Ανατολής και Δύσης, π.χ. κατά την μαρτυρία του Αισχύλου στους «Πέρσες».  Υπό το ίδιο πρίσμα μπορεί και πρέπει να εξηγηθούν οι εμβληματικές αναφορές των Αρχαίων Τραγωδών στην στάση αντίστασης των Ελλήνων εναντίον των τυράννων και της τυραννίας, όπως περιγράφεται π.χ. στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου ή στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλέους. Το ότι οι Έλληνες είναι «Λαός της αντίστασης»,εν γένει, μέσα στον χρόνο προκύπτει αβιάστως και από το «ΟΧΙ» στην συνέχιση του αιμοσταγούς οθωμανικού ζυγού που «σήμανε» η Εθνεγερσία του 1821, καθώς και από το «ΟΧΙ» της 28ης Οκτωβρίου 1940 στον φασισμό και λίγο αργότερα στον ναζισμό. Για όλα αυτά δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς περισσότερο αναφορικά με την ιστορική τους ακρίβεια, και μάλιστα δίχως τούτο να υποδηλώνει ίχνος άκρατου εθνοκεντρισμού ή ωραιοποιημένης υπερβολής. Αρκεί το απόσπασμα του André Malraux, από την ομιλία του κατά την πρώτη φωταγώγηση της Ακρόπολης την 28η Μαΐου 1959. Στο οποίο ύστερα από την επισήμανσή του ότι το χαρακτηριστικό των Ελλήνων και του Πολιτισμού τους είναι η «Παιδεία» και το «Θάρρος», ο André Malraux «διακηρύσσει», μ’ εντυπωσιακή παρρησία, για τον Ελληνικό Λαό: «Λαός της ελευθερίας είναι εκείνος, για τον οποίο η αντίσταση είναι παράδοση αιώνων, εκείνος του οποίου η νεότερη ιστορία είναι ένας ανεξάντλητος αγώνας για την Ανεξαρτησία, ο μόνος λαός που γιορτάζει την επέτειο του ΟΧΙ.  Αυτό το ΟΧΙ ήταν το ΟΧΙ του Μεσολογγίου, το ΟΧΙ του Σολωμού…  Ο κόσμος δεν ξέχασε ότι οι πρώτοι που το πρόφεραν ήταν η Αντιγόνη και ο Προμηθέας. Όταν οι νεκροί της πρόσφατης ελληνικής Αντίστασης έπεφταν στο έδαφος όπου επρόκειτο να περάσουν την πρώτη νύχτα του θανάτου τους, έπεφταν σ’ ένα χώμα που είχε γεννήσει την πιο ευγενική και την πιο παλιά ανθρώπινη πρόκληση, κάτω από τα άστρα που μας κοιτάζουν απόψε, τα άστρα που ξενύχτησαν τους νεκρούς της Σαλαμίνας».