counter statistics

H επιρροή της ΕΣΔΑ στο Δημόσιο Δίκαιο

Παρέμβαση, υπό την ιδιότητα του προεδρεύοντος, στο Συνέδριο του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου της 13ης Δεκεμβρίου 2024.

Με  αισθήματα ιδιαίτερης τιμής αποδέχθηκα την ευγενική πρόταση του συναδέλφου Καθηγητή κ. Λίνου-Αλεξάνδρου Σισιλιάνου να προεδρεύσω, κατά βάση συνοψίζοντας, την ενότητα αυτή του επιστημονικώς εξαιρετικά «πολυπρισματικού» Συνεδρίου του «Ιδρύματος Μαραγκοπούλου».  Συνεδρίου, το οποίο έχει ως κεντρικό θέμα «50 χρόνια ΕΣΔΑ: Αλληλεπιδράσεις με τους επιμέρους κλάδους του Δικαίου».  Εισαγωγικώς ας μου επιτραπεί να εκθέσω, περιληπτικώς βεβαίως,  τα εξής:

Ι.  Η κανονιστική «καθολικότητα» της ΕΣΔΑ

Κατ’ αρχάς αποτελεί, από επιστημονική έποψη, γεγονός αναμφισβήτητο       -ως γενικώς πλέον αποδεκτό-  ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), υπό την δικονομικώς, και όχι μόνο, διαρκή και πολλαπλώς συνεκτική εγγυητική παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), συνιστά κανονιστικώς την οιονεί αυθεντική «κοιτίδα» και το αντίστοιχο οιονεί «αρχετυπικό» «λίκνο» των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στον ευρύτερο χώρο του Διεθνούς Δικαίου.  Και τούτο, διότι παρά το ότι η ρυθμιστική εμβέλεια της ΕΣΔΑ καλύπτει μόνο τις Έννομες Τάξεις των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης που οργανώνονται σύμφωνα με τις κύριες αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, καθολική είναι, από πλευράς Νομικής Επιστήμης,  η παραδοχή πως η ΕΣΔΑ συνθέτει το πιο «στιβαρό» κανονιστικώς σύμπλεγμα κανόνων δικαίου σε όλο το φάσμα της Διεθνούς Έννομης Τάξης, υπό την καταλυτική εν προκειμένω συνδρομή της δικαιϊκής «αιγίδας» του ΕΔΔΑ, ως εξίσου «στιβαρού» κανονιστικώς κυρωτικού μηχανισμού ως προς την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ στην πράξη.

 ΙΙ.  ΕΣΔΑ και Δημόσιο Δίκαιο

Όπως είναι ευνόητο, ακριβώς λόγω της ρυθμιστικής ιδιοσυστασίας των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ που προεχόντως οργανώνουν το κανονιστικό πλαίσιο προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η επίδρασή της γίνεται κατ’ αρχήν «αισθητή» στο επίπεδο του Δημόσιου Δικαίου των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης.  Και δη του συνόλου του Δημόσιου Δικαίου.  Πολλώ μάλλον όταν ναι μεν το Συνταγματικό Δίκαιο  -μ’ επικεφαλής το κατά περίπτωση Εθνικό Σύνταγμα- είναι εκείνο, το οποίο εντός των ως άνω Έννομων Τάξεων καθορίζει τις γενικές γραμμές ρύθμισης των κανονιστικών «συντεταγμένων» της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Όμως, και από την άλλη πλευρά, όσο και αν πρωτίστως για ερευνητικούς και διδακτικούς σκοπούς το Δημόσιο Δίκαιο υποδιαιρείται σ’ επιμέρους κλάδους, κατ’ ουσία  -και συγκεκριμένα σύμφωνα με την εγγενή δικαιϊκή του υπόσταση-  το Δημόσιο Δίκαιο εμφανίζει μιαν ιδιάζουσα «άρρηκτη» ενότητα.  Κάτι το οποίο άλλωστε καθίσταται σαφώς προφανές κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των εν γένει κανόνων δικαίου που θεσπίζουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τις lato sensu εγγυήσεις της προμνημονευόμενης ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων  του Ανθρώπου. 

ΙΙΙ.  ΕΣΔΑ και Έννομη Τάξη

Όμως η ίδια, κατά τα προεκτεθέντα, ρυθμιστική ιδιοσυστασία των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδεικνύει, και μάλιστα ευθύς αφότου άρχισε η εφαρμογή τους,  μ’ ενάργεια ότι η κανονιστική επίδρασή τους εκτείνεται όχι μόνο στο ευρύτερο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και στο σύνολο των κανόνων δικαίου του lato sensu Ιδιωτικού Δικαίου αυτών των Έννομων Τάξεων.  Τούτο συνάγεται,  προδήλως, εκ του ότι πέραν εκείνης του Δημόσιου Δικαίου αναλόγως «άρρηκτη» είναι και η  ενότητα της κάθε Έννομης Τάξης εν συνόλω  -άρα και αυτής των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης- λαμβανομένης υπόψη της εκ της ίδιας της κανονιστικής τους υφής και εφαρμοστικής λειτουργίας τους διαρκούς και άκρως συμπληρωματικής μεταξύ τους αλληλεπίδρασης των κάθε είδους κανόνων της κατά την ερμηνεία τους, κατά κύριο δε λόγο την συστηματική, και κατά την επέκεινα εφαρμογή τους στην πράξη.  Πραγματικά, και καθ’ ό μέτρο οι περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κανόνες δικαίου της ΕΣΔΑ κατά τον ίδιο τον κανονιστικό τους προορισμό «διεισδύουν» ρυθμιστικώς σε όλο το φάσμα των σχέσεων μεταξύ των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου, αντιστοίχως και αναλόγως ασκούν, αμέσως ή εμμέσως, καθοριστική επιρροή και σε όλο το φάσμα των κρίσιμων έννομων σχέσεων που υπόκεινται στους κανόνες δικαίου των επιμέρους Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης.  Και δη ανεξάρτητα από το σε ποιον κλάδο ανήκουν συστηματικώς οι κατά τα ως άνω κανόνες δικαίου, π.χ. του Δημόσιου Δικαίου -συμπεριλαμβανομένου, κατά την ορθότερη επιστημονική άποψη, του Ποινικού Δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού-  ή του Ιδιωτικού Δικαίου,  και πάλι ουσιαστικού αλλά και δικονομικού.  Υπ’ αυτό το πρίσμα νομικής ανάλυσης ουδόλως απέχει από την κανονιστική πεμπτουσία του κανόνα δικαίου, υπό την γενική θεσμική του θεώρηση, η προσέγγιση εκείνη η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα πως, κατ’ αποτέλεσμα, δημιουργείται μια πραγματική δικαιϊκή «όσμωση» μεταξύ του in globo κανονιστικού περιεχομένου της ΕΣΔΑ από την μία πλευρά και των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης από την άλλη.

ΙV. ΕΣΔΑ και Σύνταγμα

Η ανάλυση που προηγήθηκε παρέχει, οπωσδήποτε κατά την γνώμη μου,  και μιαν επαρκώς ασφαλή νομική οδό για την επεξήγηση της αναγκαίας «αρμονικής» κανονιστικής συνύπαρξης κατά την ταυτόχρονη εφαρμογή των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ και των κανόνων δικαίου που εμπεριέχονται στο υπέρτερης τυπικής ισχύος Σύνταγμα κάθε Κράτους-Μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης.  Αναφέρομαι εδώ στο συγκεκριμένο αυτό ειδικό ζήτημα των κανονιστικών σχέσεων μεταξύ ΕΣΔΑ και Συντάγματος,  δοθέντος ότι ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει νομικώς ότι οι κανόνες δικαίου της ΕΣΔΑ υπερέχουν, κατ’ αρχήν, τυπικώς εκείνων των κανόνων δικαίου των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης οι οποίοι έχουν οιονεί «υποσυνταγματική» ισχύ.  Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί, και πάλι από νομική σκοπιά, να γίνει a priori δεκτό και σε ό,τι αφορά την σχέση των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ με τους κανόνες δικαίου ενός εκάστου των Συνταγμάτων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, ιδίως δε εκείνων των Κρατών-Μελών τα οποία είναι και μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Τούτο οφείλεται στο ότι, καθ’ ό μέτρο οι κανόνες δικαίου της ΕΣΔΑ είναι και μέρος των κανόνων του εν γένει Διεθνούς Δικαίου, από νομική επιστημονική έποψη και άποψη δεν μπορεί να γίνει κανονιστικώς δεκτό πως οι κανόνες δικαίου τους οποίους θεσπίζει η ΕΣΔΑ υπέρκεινται, άνευ άλλου τινός, τυπικώς των κανόνων δικαίου των επιμέρους Συνταγμάτων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης καθώς και των κανόνων δικαίου του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου  -άρα και του εν γένει Ευρωπαϊκού Κεκτημένου- προκειμένου περί των Κρατών-Μελών του που είναι και μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Επομένως, και μένοντας εδώ μόνο στο θέμα του Συντάγματος, πρέπει να γίνει δεκτό και ότι το ζήτημα μιας ενδεχόμενης «σύγκρουσης» των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ με τους κανόνες δικαίου των επιμέρους Συνταγμάτων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν είναι νομικώς εφικτό να επιλυθεί αποκλειστικώς δια της οδού μιας μορφής κανονιστικής ιεράρχησης μεταξύ τους.  Ιδίως δε αν αναλογισθούμε ότι η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ μπορεί να διασφαλισθεί μόνο διά της «αρμονικής» ρυθμιστικής συνύπαρξης,  κατά την in concreto εφαρμογής τους, μ’ εκείνους των κατά τα προεκτεθέντα Συνταγμάτων.  Αυτή η «αποστολή» της διασφάλισης μιας τέτοιας «αρμονικής» ρυθμιστικής συνύπαρξης βαρύνει πολύ περισσότερο από την  μια πλευρά το ΕΔΔΑ και, από την άλλη, τ’ αρμόδια Δικαστήρια  -και πρωτίστως τ’ Ανώτατα-  των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης.  Και τούτο μπορεί και πρέπει να επισυμβαίνει, με συνέπεια και διάρκεια, από την μεν πλευρά του ΕΔΔΑ δια της όσο το δυνατόν περισσότερο σύμφωνης ερμηνείας των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ με τους κάθε φορά εφαρμοστέους κανόνες δικαίου του Συντάγματος του κάθε Κράτους-Μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης-   ιδίως αν πρόκειται για Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης- κατ’ εξοχήν αν και εφόσον οι τελευταίοι αυτοί κανόνες θεσπίζουν in concreto ένα κανονιστικώς πιο ευνοϊκό, ως επαρκέστερο εγγυητικώς,  καθεστώς ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Από δε την πλευρά των εχόντων κάθε φορά δικαιοδοσία δικαστικών οργάνων του κάθε Κράτους-Μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης,  δια της όσο το δυνατόν περισσότερο σύμφωνης ερμηνείας των κανόνων δικαίου του Συντάγματός του με τους αντιστοίχως εφαρμοστέους κανόνες δικαίου της ΕΣΔΑ, βεβαίως αν και εφόσον οι τελευταίοι  θεσπίζουν in concreto ένα κανονιστικώς ίσο, πολύ δε περισσότερο ένα πιο ευνοϊκό ως επαρκέστερο εγγυητικώς, καθεστώς ακώλυτης άσκησης των  Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Σημειωτέον,  ότι η ίδια αυτή ερμηνευτική προσέγγιση είναι η ενδεδειγμένη και όταν πρόκειται για την άσκηση ανάλογης δικαιοδοσίας εκ μέρους των αρμόδιων κατά περίπτωση δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι φανερό ότι η προεκτεθείσα ερμηνευτική μέθοδος εμφανίζει και το πρόσθετο πλεονέκτημα, σύμφωνα με το οποίο έτσι ευνοείται, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό, και ο κατά το δυνατόν πλήρης «σεβασμός»  κρίσιμων αποφάσεων του ΕΔΔΑ από τα εκάστοτε αρμόδια  όργανα, και προεχόντως τα δικαιοδοτικά, των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, όταν σήμερα, δυστυχώς, οι αντίθετες τάσεις πολλαπλασιάζονται ανησυχητικώς, ακολουθώντας μάλιστα σχεδόν γεωμετρική πρόοδο.

Καταληκτικώς, ας μου επιτραπεί επιπροσθέτως να τονίσω ότι κάθε άλλη ερμηνευτική επιλογή για την οριοθέτηση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ και των κανόνων δικαίου των Έννομων Τάξεων των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης όχι μόνο δεν είναι σε θέση ν’ αποτρέψει ενδεχόμενες δυσλειτουργίες ή και «συγκρούσεις» μεταξύ τους.  Αλλά, όλως αντιθέτως, θα οδηγήσει, και δη οιονεί νομοτελειακώς, σε κανονιστικές εντάσεις  -και, εν τέλει, σε πραγματικά κανονιστικά «αδιέξοδα»- οι οποίες σίγουρα θα πλήξουν καιρίως τον ίδιο τον «πυρήνα» της ρυθμιστικής εμβέλειας των κανόνων δικαίου της ΕΣΔΑ.  Εν τέλει δε την ίδια την ενότητα του Συμβουλίου της Ευρώπης οδηγώντας την, μοιραίως, σε καταστάσεις λανθάνουσας ή και εμφανούς περαιτέρω αποδυνάμωσής της.  Και η προοπτική αυτή είναι τόσο περισσότερο επικίνδυνη έως σχεδόν «ζοφερή», όσο αφενός η ακώλυτη άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλοιώνεται, καταδήλως, και στην «Γηραιά Ήπειρό» μας υπό τα «καυδιανά δίκρανα» και πάνω στην «προκρούστεια κλίνη» των αυθαιρεσιών καθεστώτων τα οποία ρέπουν, πολλές φορές δίχως κανένα πρόσχημα, προς την αυθαιρεσία και την έμπρακτη  αμφισβήτηση της πεμπτουσίας σημαντικών πτυχών της Δημοκρατικής Αρχής και, κατ’ αποτέλεσμα, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εν γένει.  Και, αφετέρου και συνακόλουθα, μια τέτοια δυσοίωνη προοπτική τείνει, δίχως αμφιβολία αλλά και δίχως βάσιμες ελπίδες  «επιστροφής», προς την κανονιστική απαξίωση της ΕΣΔΑ ως εμβληματικού διεθνώς «προτύπου» υπεράσπισης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Και τούτο, σε μιαν εποχή όπου η αξία του Ανθρώπου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του «συνθλίβονται» πια υπό το «κυκλώπειο» βάρος της ουσιαστικώς αχαλίνωτης «επικυριαρχίας» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού».

Δημοσιεύθηκε στον νομικό ιστότοπο constitutionalism.gr (3.1.2025)