Σημεία ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκοπίου Παυλοπούλου κατά την έναρξη των εργασιών του 4ου ετήσιου “Athens Democracy Forum” με θέμα: Religion, Migration, Power and Money

Η ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ «ΕΧΘΡΟΙ» ΤΗΣ

Πρόλογος
Με ιδιαίτερη ικανοποίηση χαιρετίζω την έναρξη των εργασιών αυτού του εμβληματικού Forum που, όπως ο ίδιος ο τίτλος του καταδεικνύει, είναι αφιερωμένο στη Δημοκρατία και τους θεσμούς της. Τα αισθήματά μου αυτά επιτείνει το γεγονός ότι το Forum τούτο κοσμεί -και δη κατά την επέτειο των 2400 ετών από τον θάνατό του- το όνομα του Αριστοτέλους. Του Φιλοσόφου που –φυσικά μεταξύ πολλών άλλων μοναδικών επιτευγμάτων του- πρώτος θεωρητικοποίησε τις βάσεις του, υπό την ευρεία του όρου έννοια, δημοκρατικού τρόπου διακυβέρνησης του κοινωνικού συνόλου και της θεμελιώδους συνιστώσας του, της διάκρισης των -και πάλι εν ευρεία εννοία- κρατικών λειτουργιών. Όμως το μεγάλο διακύβευμα των εργασιών του Forum αυτού, με δεδομένη και άκρως εύγλωττη την σημερινή πολλαπλώς κρίσιμη συγκυρία, δεν είναι τόσο μια ανασκόπηση και ανάλυση σε βάθος της ιστορικής διαδρομής της Δημοκρατίας και των θεσμών της. Δίχως να παραγνωρίζω –κάθε άλλο, όπως θα καταστήσω ευκρινές στη συνέχεια- την σημασία της ως άνω ανασκόπησης πιστεύω πως αυτή, υπό την προαναφερόμενη συγκυρία, είναι περισσότερο χρήσιμη ως «βοηθός εκπληρώσεως» ενός άλλου, σαφώς πιο επίκαιρου, στόχου στο πλαίσιο των εργασιών του Forum. Και συγκεκριμένα του στόχου ο οποίος έγκειται στο ότι είναι αδήριτη ανάγκη να σκύψουμε, και μάλιστα με διεπιστημονική προσέγγιση, πάνω στους πολύμορφους κινδύνους που, σήμερα και στο μέλλον, υπονομεύουν στην ουσία -αλλά και εν δυνάμει γενικώς- την Δημοκρατία και τους θεσμούς της. Διότι ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει πως η Δημοκρατία και οι θεσμοί της συνιστούν την βασική αντηρίδα, πάνω στην οποία εδράζεται ο Ευρωπαϊκός και ο εν γένει Δυτικός Πολιτισμός, πάντοτε με την απαραίτητη διευκρίνιση ότι ο Πολιτισμός αυτός έχει τις ρίζες του στην δημοκρατική παράδοση που μας κληροδότησε η Αρχαία Ελλάδα, το Πνεύμα της και η ανθρωποκεντρική του διάσταση. Αναφορικά με τους ως άνω κινδύνους επιτρέψατέ μου να κάνω τις εξής, φυσικά σχετικά σύντομες, επισημάνσεις:

I. Η Άμεση Δημοκρατία ως «ανέφικτη» και «προβληματική» Δημοκρατία.
Προκαταρκτική, αυτονόητη πλην όμως πάντα χρήσιμη, διευκρίνιση: Όταν μιλάμε σήμερα για δημοκρατική διακυβέρνηση σε κράτη που πραγματικά αξίζουν να φέρουν το τίτλο «δημοκρατικά», εννοούμε την διακυβέρνηση υπό όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Η οποία οργανώνει μέσω εκλεγμένων από τον λαό, στο πλαίσιο του θεσμικώς οργανωμένου πολυκομματισμού, εκπροσώπων την lato sensu πολιτική διακυβέρνηση, πρωτίστως και κυρίως σ’ επίπεδο νομοθετικής κι εκτελεστικής εξουσίας, βεβαίως με την ιδιομορφία εκπροσώπησης που συνεπάγεται η συγκεκριμένη ιδιοσυστασία καθεμιάς τους. Κι εδώ έρχεται στην επιφάνεια, ακριβώς μέσω της έννοιας της εκλογής των εκπροσώπων του λαού κατά τη λειτουργία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, η κορυφαία σημασία της Πολιτικής Ελευθερίας και των επιμέρους δικαιωμάτων που απορρέουν απ’ αυτήν, αφενός ως θεσμικού διαύλου λαϊκής συμμετοχής κατά την οργάνωση της δημοκρατικής διακυβέρνησης και, αφετέρου και συνακόλουθα, ως «όπλου» ελέγχου της κρατικής εξουσίας –και όχι μόνον, όπως θα τεκμηριωθεί στην συνέχεια- από την, οιονεί έμφυτη, τάση της προς καταπίεση των κυβερνωμένων. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί βασίμως ότι η Πολιτική Ελευθερία, υπό την προμνημονευόμενη εκδοχή της, συνθέτει μια πραγματική «μήτρα» εξειδικευμένης δημοκρατικής νομιμοποίησης και όλων των λοιπών Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, μέσω των οποίων ο Άνθρωπος υπερασπίζεται την αξία του και αναπτύσσει ελευθέρως την προσωπικότητά του. Αλλά και αντιθέτως, στο πλαίσιο ενός είδους διαλεκτικής σύνθεσης, επίσης βασίμως θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, πρωτίστως κατά την κοινοβουλευτική της διάσταση, «γεννήθηκε» ως θεσμικό και πολιτικό δημιούργημα προορισμένο να υπηρετήσει την ιδέα και την έννοια των απαράγραπτων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως αυτά προϋπήρχαν «εν σπέρματι» στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι ακόμη και πριν την επίσημη θεσμοθέτησή τους. Θεσμοθέτηση που κατέστη εφικτή κυρίως μετά την κανονιστική εμπέδωση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

Α. Η «ανέφικτη» Άμεση Δημοκρατία και η «προβληματική» εφαρμογή της στην πράξη.
Αν προηγουμένως διευκρίνισα ότι, όταν σήμερα μιλάμε για πραγματική δημοκρατική διακυβέρνηση, έχουμε ως γενικό σημείο αναφοράς την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, είναι διότι η γενικευμένη προσφυγή στους θεσμούς της Άμεσης Δημοκρατίας εμφανίζεται -χωρίς πειστικά επιχειρήματα απόδειξης του εναντίου- και παρωχημένη ιστορικώς αλλά και σαφώς μειονεκτική σε σύγκριση με τα προφανή πλεονεκτήματα της έμμεσης δημοκρατικής διακυβέρνησης. Ειδικότερα:

1. Πρώτον, το μέγεθος των κρατών, ιδίως από πλευράς αριθμού ενεργών πολιτών, καθιστά την εφαρμογή θεσμών Άμεσης Δημοκρατίας από εξαιρετικά δυσχερή ως ανέφικτη. Με την έννοια ότι, εξαιτίας αυτής της πληθυσμιακής ιδιομορφίας, η λήψη αποφάσεων –κυρίως δε μέσα σε συνθήκες κρίσης κι επείγοντος- αγγίζει τα όρια της ουτοπίας και, ακόμη περισσότερο, της επικινδυνότητας ως προς την εξυπηρέτηση του εθνικού και του δημόσιου συμφέροντος: Η λήψη αποφάσεων υπό όρους Άμεσης Δημοκρατίας, ειδικώς ως προς ιδιαιτέρως κρίσιμα τεχνικά και εξειδικευμένα ζητήματα, εγκυμονεί προφανείς κινδύνους για τους κρατικούς θεσμούς και το κοινωνικό σύνολο και τροφοδοτεί ρεύματα ενός άκρατου λαϊκισμού.

2. Και, δεύτερον, ποιοτικώς –με την έννοια της «ποιότητας» ν’ αφορά την δυνατότητα ενός πολιτικού συστήματος διακυβέρνησης για ουσιαστική εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου και του προς την ωφέλειά του οργανωμένου θεσμικώς δημόσιου συμφέροντος- η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία υπερέχει, στην πράξη, καταφανώς της Άμεσης Δημοκρατίας, με μείζον κριτήριο την εμπέδωση του δημοκρατικού ιδεώδους και της θεμελιώδους παραμέτρου του, της αρχής της δημοκρατικής νομιμοποίησης υπό την σύγχρονη έννοιά της. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το «δόγμα» της Άμεσης Δημοκρατίας και τις επιπτώσεις της πρακτικής εφαρμογής του, η «καθετοποίηση» που προκαλεί η όλη λειτουργία του:

α) Από την μια πλευρά αποκλείει, κατά τη λήψη της απόφασης υπό συνθήκες άμεσης προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία, οιαδήποτε έννοια μειοψηφίας. Επέκεινα, εκείνος που «δικαιώνεται» εκλογικώς επικρατεί «ολοκληρωτικώς». Κατά συνέπεια, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία εμφανίζει, έναντι της Άμεσης Δημοκρατίας, ως στοιχειώδες πλεονέκτημα το ότι επιτρέπει, και δη υπό όρους θεσμικούς και πολιτικούς, τη λειτουργία της μειοψηφίας, πράγμα που εξυπηρετεί αποδοτικώς και ex ante τις επιταγές της δημοκρατικής αρχής.

β) Από την άλλη πλευρά και συνακόλουθα, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία πλεονεκτεί, με βάση την ουσία του δημοκρατικού ιδεώδους, προφανώς έναντι της Άμεσης Δημοκρατίας, αφού μέσω των δικαιωμάτων της μειοψηφίας που αναγνωρίζει και οργανώνει καθιστά εφικτό τον έλεγχο της πλειοψηφίας, άρα την ρεαλιστική υπεράσπιση του Ανθρώπου απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία. Μ’ άλλες λέξεις η υπεροχή της Αντιπροσωπευτικής έναντι της Άμεσης Δημοκρατίας έγκειται, έστω και κατά βάση, και στο ότι η πρώτη στηρίζεται στην ευεργετική λειτουργία των «θεσμικών αντιβάρων» (“checks and balances”), στην έννοια και την σημασία των οποίων θα επανέλθω.

γ) Πέραν τούτων η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία διασφαλίζει, εκ των πραγμάτων, μεγαλύτερη ανεξαρτησία στους εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού σε σχέση με τους οιασδήποτε μορφής αντίστοιχους εκπροσώπους που μπορεί ν’ ανεχθεί, φυσικά in extremis, η Άμεση Δημοκρατία. Τούτο οφείλεται στο ότι εντός του πλαισίου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας οι εκπρόσωποι του λαού εκλέγονται για ορισμένη θητεία, στη διάρκεια της οποίας θωρακίζονται, τουλάχιστον κατά γενικευμένο κανόνα, με την ελευθερία γνώμης και ψήφου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους («αντιπροσωπευτική εντολή»). Όλως αντιθέτως, στο πλαίσιο της Άμεσης Δημοκρατίας, ακόμη κι αν μπορεί ν’ ανιχνευθεί θεσμός εκλογής εκπροσώπων, αυτός είναι, και πάλι τουλάχιστον κατά γενικευμένο κανόνα, εκ φύσεως συνδεδεμένος με το σύστημα της «επιτακτικής εντολής», ήτοι το σύστημα που δίνει στον εκλογέα την δυνατότητα ελεύθερης ανάκλησης των προσώπων που εκλέγει. Όμως το σύστημα τούτο, όπως είναι προφανές, καθιστά τον εκλεγμένο εκπρόσωπο έρμαιο ανεξέλεγκτων κι αυθαίρετων πιέσεων που εκπορεύονται κυρίως από το οικείο εκλογικό σώμα.

Β. Τα όρια της συνύπαρξης θεσμών Άμεσης και Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

Τα όσα ήδη εξέθεσα δείχνουν, κατά τη γνώμη μου βεβαίως, την οδό και τα όρια συνύπαρξης θεσμών άμεσου κι έμμεσου τρόπου διακυβέρνησης στη σύγχρονη εποχή, υπό συνθήκες που σέβονται τα πλεονεκτήματα καθεμιάς αναφορικά με την εξυπηρέτηση της δημοκρατικής αρχής και της πεμπτουσίας της Πολιτικής Ελευθερίας, κατά την έννοιά της που αναλύθηκε προηγουμένως. Και για να γίνω σαφέστερος:

1. Ο πιο πρόσφορος τρόπος θεσμοθέτησης γνήσιων στοιχείων της Άμεσης Δημοκρατίας στο πλαίσιο γενικευμένης λειτουργίας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας είναι εκείνος των, κατά περίπτωση, δημοψηφισμάτων, είτε ύστερα από λαϊκή πρωτοβουλία είτε, συνηθέστερα, ύστερα από πρωτοβουλία της εκτελεστικής εξουσίας. Πλην όμως τα δημοψηφίσματα αυτά, για να είναι συμβατά με την ιδιοσυστασία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, πρέπει να έχουν τον χαρακτήρα δημοψηφισμάτων έκφρασης γνώμης επί συγκεκριμένων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών ζητημάτων (“referendum”). Και όχι δημοψηφισμάτων ανάδειξης ή στήριξης ηγετών μ’ εξουσία που παραπέμπει στην ηγεμονική παντοδυναμία της Αρχαίας Ρώμης (“plebiscitum”), ήτοι ηγετών οι οποίοι προσιδιάζουν στο πρότυπο “princeps legibus solutus”.

2. Επέκεινα, τα ως άνω δημοψηφίσματα δεν μπορεί να είναι γενικευμένα κατά την προκήρυξή τους και, επομένως, να υποκαθίστανται στις λειτουργίες του Κράτους που βασίζονται στη δημοκρατική αντιπροσώπευση. Υπό τα δεδομένα αυτά τα, σύμφυτα με τον άμεσο τρόπο διακυβέρνησης, δημοψηφίσματα τα οποία είναι συμβατά με τους θεσμούς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας επιτρέπεται να προκηρύσσονται περιοριστικώς, και ειδικότερα:
α) Είτε υπό την εκδοχή νομοθετικών δημοψηφισμάτων, άρα δημοψηφισμάτων θέσπισης κανόνων δικαίου οι οποίοι έχουν –τουλάχιστον κατά κανόνα- θεσπισθεί προηγουμένως από το κατά τους όρους της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας λειτουργούν νομοθετικό σώμα. Φυσικά και δεν αντιτίθεται προς την έννοια της κυρίαρχης παρουσίας της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης η, ελβετικού τύπου κι οπωσδήποτε σχεδόν μοναδική, προσφυγή στο θεσμό των «νομοθετικών» δημοψηφισμάτων, και μάλιστα χωρίς προηγουμένη παρέμβαση του νομοθετικού σώματος. Και τούτο διότι, εν πάση περιπτώσει, κατά τη διαδικασία θέσπισης του νόμου το δημοψήφισμα παραμένει η εξαίρεση, ενώ ο κανόνας εκφράζεται από την παραγωγή κανονιστικών ρυθμίσεων εκ μέρους της εμμέσως εκλεγμένης νομοθετικής εξουσίας.
β) Είτε υπό την εκδοχή δημοψηφισμάτων για σημαντικά πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά –συνήθως με την έννοια του «εθνικού»- ζητήματα, τα οποία μετά την έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας παίρνουν τη μορφή «δεσμευτικής εντολής» ως προς τη λήψη των αντίστοιχων αποφάσεων από την πλευρά της νομοθετικής και, κυρίως, της εκτελεστικής εξουσίας. Εντολής όμως η οποία μπορεί ν’ αμφισβητηθεί, ύστερα από την παρέλευση εύλογου χρόνου, με την επίκληση αλλαγής των περιστατικών υπό τα οποία το συγκεκριμένο δημοψήφισμα προκηρύχθηκε και διεξήχθη.

II. Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

Δίχως να υποτιμάται το γεγονός ότι και η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία καταλήγει σε συγκεκριμένους, ορατούς, συμβιβασμούς σε σχέση με τον αμιγώς δημοκρατικό τρόπο διακυβέρνησης –με κυριότερο εκείνον σύμφωνα με τον οποίο ναι μεν όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, πλην όμως ασκούνται υπό τους περιορισμούς του οικείου Συντάγματος, και δη περιορισμούς που ανακόπτουν σημαντικά τη δύναμη της αμεσότητας άσκησης της εξουσίας- γίνεται σχεδόν καθολικώς δεκτό ότι, όπως αποδεικνύει η ήδη μακρά ιστορική της εξέλιξη, υπερέχει σαφώς της Άμεσης Δημοκρατίας. Και το σπουδαιότερο σημείο υπεροχής της εντοπίζεται στο ότι η Άμεση Δημοκρατία, ως σύστημα διακυβέρνησης το οποίο συνδυάζεται κατ’ ανάγκη με το κλασικό καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα που προϋποθέτει τον ελεύθερο και υγιή ανταγωνισμό ως προς το lato sensu επιχειρείν, εμφανίζεται, όπως ήδη εκτέθηκε, το πιο κατάλληλο και «φιλικό» έναντι του Ανθρώπου σύστημα άσκησης εξουσίας, στην όλη προσπάθειά του να υπερασπισθεί καταλλήλως την αξία του και ν’ αναπτύξει ελευθέρως την προσωπικότητά του. Κατ’ εξοχήν δε ως το σύστημα που, στην ως άνω προσπάθεια του Ανθρώπου, τον εξοπλίζει με τ’ απαραίτητα μέσα αποτελεσματικής άμυνας κατά των φαινομένων της κρατικής αυθαιρεσίας αλλά και κατά της εκ μέρους των λοιπών μελών του κοινωνικού συνόλου αυθαίρετης άσκησης των κάθε είδους δικαιωμάτων. Ειδικότερα:

Α. Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και η εντός αυτής οργάνωση της ισορροπίας των «θεσμικών αντιβάρων».
Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται στο σύστημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας δεν είναι, όπως εύστοχα ανέλυσε ο Karl Popper, απλώς ποιος πρέπει να κυβερνά σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή ως ο καταλληλότερος αλλά, πρωτίστως, πως πρέπει να οργανωθούν οι πολιτικοί θεσμοί (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική εξουσία), πλαισιωμένοι από καταστατικούς κανόνες δικαίου, ώστε να εμποδίζεται μια κακή ή και μη ικανή κυβέρνηση ή μια πλειοψηφική -πολιτικά κυρίαρχη- άποψη να προκαλέσει «μεγάλο κακό» στην Πολιτεία. Για το λόγο αυτό πριν απ’ όλα η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, κατά την θεμελιακή ιδιοσυστασία της, συνεπάγεται την οργάνωση και λειτουργία εξισορροποιητικών «θεσμικών αντιβάρων» (“checks and balances”), τόσο έναντι της αυθαιρεσίας της κρατικής εξουσίας όσο κι έναντι της αυθαιρεσίας των άλλων μελών του κοινωνικού συνόλου. Μέσα σ’ αυτό το θεσμικοπολιτικό πλαίσιο:

1. Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, σ’ αντίθεση προς την Άμεση Δημοκρατία, προϋποθέτει ότι κατά τη λειτουργία των πολιτειακών οργάνων, που συγκροτούνται από εκλεγμένους εκπροσώπους, ισχύουν οι κανόνες της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας. Μιας πλειοψηφίας η οποία βεβαίως και αποφασίζει, μ’ αντίστοιχη υποχρέωση της μειοψηφίας να σέβεται τον πλειοψηφικό κανόνα εν ονόματι της δημοκρατικής αρχής. Αλλά και μιας μειοψηφίας η οποία έχει στη διάθεσή της θεσμοθετημένα μέσα ελέγχου της πλειοψηφίας κατά τη λήψη κι εφαρμογή των αποφάσεών της, πράγμα που αποκλείει την παντοδυναμία και, κατ’ επέκταση, την αυθαιρεσία της πλειοψηφίας ιδίως μετά τη λήψη των αποφάσεων εκ μέρους της. Αυθαιρεσία η οποία, όπως προεκτέθηκε, συνιστά την «αχίλλειο πτέρνα» της «καθετοποιημένης» Άμεσης Δημοκρατίας.

2. Περαιτέρω, και μπαίνοντας πλέον στο πεδίο των σχέσεων κυβερνώντων και κυβερνωμένων, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία θωρακίζει τον Άνθρωπο, κατά την άσκηση των κανονιστικώς οργανωμένων δικαιωμάτων του, έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας μέσω των θεσμών του Κράτους Δικαίου. Το οποίο, κατά την σύγχρονη εκδοχή του διεθνώς, συνίσταται στο συνδυασμό αφενός κανόνων δικαίου οι οποίοι διέπουν την εν γένει δομή και δράση των κρατικών οργάνων, συνθέτοντας έτσι την πεμπτουσία της lato sensu αρχής της νομιμότητας. Και, αφετέρου, αποτελεσματικών κυρώσεων εναντίων των κρατικών οργάνων –και όχι μόνο, με βάση τα όσα εκτίθενται στη συνέχεια- σε περίπτωση που αυτά παραβιάζουν τους ως άνω κανόνες δικαίου.
Συγκεκριμένα:

α) Θεσμική sedes meteriae του Κράτους Δικαίου είναι η ύπαρξη κανόνων διαμορφωμένων σε ιεραρχική τάξη της οποίας κορυφή είναι κατά κανόνα το Σύνταγμα, οι οποίοι διέπουν τη δομή και τη δράση όλων, ανεξαιρέτως, των κρατικών οργάνων, ακόμη και των άμεσων. Πλην όμως το Κράτος Δικαίου επιβάλλει οι ως άνω κανόνες δικαίου να είναι πλήρεις, ήτοι leges perfectae, με την έννοια ότι συνοδεύονται από την θεσμοθέτηση κυρωτικών μηχανισμών οι οποίοι θωρακίζουν την κανονιστική ισχύ τους για το ενδεχόμενο παραβίασής τους. Επομένως, το Κράτος Δικαίου δεν συμβιβάζεται με την πλαισίωση, έστω και μερικώς, της δομής και της δράσης των κρατικών οργάνων από ατελείς κανόνες δικαίου, ήτοι leges inperfectae. Μ’ άλλες λέξεις από κανόνες οι οποίοι δεν θωρακίζονται μ’ εγγυήσεις κυρωτικών μηχανισμών για την κατάλληλη αποτροπή παραβίασής τους.

β) Οι κατά τ’ ανωτέρω, εγγυητικοί της αρχής της νομιμότητας, κυρωτικοί μηχανισμοί εμφανίζονται υπό ποικίλες μορφές, συνήθως δε υπό τη μορφή «θεσμικού τριπτύχου» το οποίο συνθέτουν ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, ο διοικητικός αυτοέλεγχος και ο δικαστικός έλεγχος. Κατ’ ουσίαν όμως μόνον ο δικαστικός έλεγχος εφαρμογής της αρχής της νομιμότητας θεωρείται ως πραγματικά αποτελεσματικός κυρωτικός μηχανισμός, απολύτως συμβατός με τις απαιτήσεις του Κράτους Δικαίου, τόσο λόγω της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας η οποία περιβάλλει το δικαστή κατά την έκδοση των αποφάσεών του όσο και λόγω της εκτελεστότητας που συνεπάγονται οι δικαστικές αποφάσεις εξαιτίας του παραγόμενου εξ αυτών lato sensu δεδικασμένου. Εκτελεστότητας, η οποία μάλιστα φθάνει ως τα όρια της αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον αυτού τούτου του νομικού προσώπου του Δημοσίου.

Β. Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και οι όροι άσκησης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Κατά δεύτερο λόγο η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία υπερέχει της Άμεσης Δημοκρατίας ακριβώς επειδή, όπως προεκτέθηκε, ταυτοχρόνως κατάγεται από την ιδέα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και εγγυάται την κατά τον προορισμό τους άσκησή τους. Μ’ άλλες λέξεις υπερέχει διότι οργανώνει θεσμικό ανάχωμα κατά της αυθαίρετης άσκησης των επιμέρους δικαιωμάτων από τα κατ’ ιδίαν υποκείμενά τους, αφού ιδίως στο σύγχρονο κόσμο ο Άνθρωπος κινδυνεύει όχι μόνον από την κρατική αυθαιρεσία αλλά και από την αυθαιρεσία των συνανθρώπων του, κυρίως δε εκείνων που λόγω οικονομικής ισχύος, τουλάχιστον κατά κανόνα, ρέπουν προς μια καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων τους σε βάρος των ασθενέστερων. Αυτό το πλεονέκτημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας εξηγείται από το ότι, κατά τη θεσμική και πολιτική ιδιοσυγκρασία του, ο Άνθρωπος μπορεί μεν δια της άσκησης των δικαιωμάτων του να υπερασπίζεται ελευθέρως την αξία του και ν’ αναπτύσσει επίσης ελευθέρως την προσωπικότητά του. Όμως η αρμονική συνύπαρξη των μελών κάθε κοινωνικού συνόλου, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, απαγορεύει την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών κατά τρόπο που αποβαίνει σε βάρος από τη μια πλευρά των άλλων μελών του συνόλου τούτου και, από την άλλη, αυτού τούτου του κοινωνικού συνόλου ως ξεχωριστής θεσμικώς οντότητας. Κατά λογική ακολουθία, στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αφενός η ίδια η Ελευθερία και οι επιμέρους εκφάνσεις της, ήτοι τα κατ’ ιδίαν δικαιώματα, δεν ασκούνται άνευ ορίων. Και, αφετέρου και συνακόλουθα, κάθε δικαίωμα ενέχει εκ φύσεως και στοιχεία συγκεκριμένων υποχρεώσεων, πράγμα που σημαίνει ότι ουδένα δικαίωμα θεωρείται ως γνησίως αμιγές. Κατά τούτο λοιπόν στο πεδίο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας:

1. Ο Άνθρωπος είναι θωρακισμένος όχι μόνον έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας αλλά και έναντι της εις βάρος του αυθαίρετης άσκησης δικαιωμάτων εκ μέρους ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων. Αυτή τη θεσμική εγγύηση εκφράζει η, διαρκώς διευρυνόμενη, κατοχύρωση μέσω κανόνων δικαίου -ακόμη και συνταγματικής προέλευσης- της τριτενέργειας των δικαιωμάτων, πρωτίστως δε των θεμελιωδών.

2. Κάθε περιορισμός δικαιώματος είναι θεμιτός μόνον όταν προβλέπεται από κανόνα δικαίου, ο οποίος είναι σύμφωνος με τις συνταγματικές περί δικαιωμάτων διατάξεις. Ανεξαρτήτως δε τούτου κάθε περιορισμός οφείλει να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτρέπει, εν πάση περιπτώσει, την μέσω των περιορισμών τούτων «τήξη» του πυρήνα οιουδήποτε δικαιώματος.

3. Επειδή ο Άνθρωπος υπάρχει και ενεργεί ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, στο οποίο ανήκει:
α) Κάθε δικαίωμα ασκείται υπό τους περιορισμούς τους οποίους συνεπάγεται –οπωσδήποτε μέσω συγκεκριμένων ρυθμίσεων που, όπως προεκτέθηκε, δεν μπορούν να θίξουν τον πυρήνα του- η ανάγκη υπεράσπισης της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης. Δοθέντος ότι χωρίς την θωράκιση της αλληλεγγύης αυτής υφίσταται κίνδυνος ρήξης του εθνικού και κοινωνικού ιστού, άρα γενικευμένη αδυναμία αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων καθενός μέλους του κοινωνικού συνόλου.
β) Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, μ’ άλλες λέξεις η άσκησή του είτε για άλλο σκοπό από εκείνον για τον οποίον έχει θεσμοθετηθεί είτε εκτός των –πάντοτε συνταγματικώς αποδεκτών- κατά την ισχύουσα έννομη τάξη περιορισμών, απαγορεύεται. Και η απαγόρευση αυτή συνοδεύεται, υποχρεωτικώς, από κυρωτικούς μηχανισμούς εις βάρος των παραβατών της.

4. Η απλή πρόβλεψη, μέσω κανόνων δικαίου, των δικαιωμάτων δεν αρκεί για την εκπλήρωση της αποστολής τους υπέρ του υποκειμένου τους, εφόσον δεν συνοδεύεται, ιδίως σε περιόδους βαθιάς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που προκαλούν «ασύμμετρες» διευρύνσεις των κοινωνικών ανισοτήτων, από ουσιαστικές εγγυήσεις αποτελεσματικής άσκησής τους στην πράξη.

α) Οι πιο σημαντικές από τις εγγυήσεις αυτές αφορούν την, εκ μέρους των κατά περίπτωση αρμόδιων κρατικών οργάνων, διασφάλιση της ισότητας ευκαιριών των υποκειμένων των επιμέρους δικαιωμάτων, ουσιαστικώς δε τη διασφάλιση της ισότητας στην αφετηρία, από την οποία εκκινεί καθένας. Αυτή η ισότητα είναι εκείνη που ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματική έννοιά της, δηλαδή στην έννοια της αναλογικής ισότητας, η οποία προϋποθέτει την ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων αλλά και την άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων.

β) Η προαναφερόμενη έννοια της αρχής της ισότητας κατά την άσκηση των δικαιωμάτων εκ μέρους των υποκειμένων τους εξηγεί, με ιδιαίτερη σαφήνεια, την άρρηκτη σύνδεση της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου και τις, σύμφυτες μ’ αυτό, αναγκαίες παρεμβατικές δραστηριότητες του Κράτους. Διότι είναι ακριβώς οι παροχές που μπορεί να διασφαλίσει το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου –κατ’ εξοχήν μέσω των αντίστοιχων κοινωνικών δικαιωμάτων- οι οποίες καθιστούν εφικτή την αποκατάσταση της ισότητας ευκαιριών, συνακόλουθα δε της ισότητας στην αφετηρία. Τούτο σημαίνει ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία δεν νοείται δίχως θεσμικώς οργανωμένο Κοινωνικό Κράτος Δικαίου, πολλώ μάλλον όταν η «Αριστεία» -το κατ’ εξοχήν όχημα θεμιτής σύγκρισης και διάκρισης- δεν νοείται δίχως την διασφάλιση σε καθένα της δυνατότητας υπεράσπισης της αξίας του και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του υπό όρους πραγματικής, κατά το δυνατόν, ισότητας. Επιπλέον, είναι αυτονόητο ότι η ανισότητα κατά την άσκηση των δικαιωμάτων εκ μέρους των υποκειμένων τους υπονομεύει τα θεμέλια του ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού, ως θεμελιώδους στοιχείου και του κλασικού καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος.
ΙΙΙ. Οι κίνδυνοι υπονόμευσης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

Τα κατά τ’ ανωτέρω συγκριτικά πλεονεκτήματα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας έναντι της Άμεσης Δημοκρατίας είναι εκείνα, τα οποία αποκαλύπτουν και αναδεικνύουν τις εν δυνάμει εστίες υπονόμευσής της στις μέρες μας, άρα τους εν δυνάμει αλλά κι εν τοις πράγμασι «εχθρούς» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Όπως εξέθεσα στην αρχή της εισήγησής μου, η πολυτιμότερη συμβολή των εργασιών αυτού του Forum, και τώρα και στο μέλλον, είναι από την μια πλευρά η πλήρης αποκάλυψη των «εχθρών» αυτών. Και, από την άλλη πλευρά, η επινόηση και διάδοση των μέσων και τακτικών αποτελεσματικής αντιμετώπισής τους, ει δυνατόν εκ των προτέρων. Και σ’ αυτό το πλαίσιο η ιστορική αναδρομή ως προς τις ρίζες και την αξία της Δημοκρατίας, εν γένει, μ’ επίκεντρο την Αρχαία Ελλάδα και την συνεισφορά του Αριστοτέλους, είναι εξαιρετικά χρήσιμη όχι τόσο ως αυτοτελές πεδίο έρευνας, όσο ως παρακαταθήκη αναντικατάστατης εμπειρίας για το πώς μπορούμε ν’ αμυνθούμε εναντίον των σύγχρονων «εχθρών» του γνήσιου απογόνου της αρχετυπικής Δημοκρατίας, ήτοι της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Ας μου επιτραπεί λοιπόν, εν κατακλείδι, ν’ αφιερώσω το υπόλοιπο της εισήγησής μου σ’ αυτούς τους, prima faciae υποδόριους, «εχθρούς» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, με την αυτονόητη επισήμανση ότι η απαρίθμησή τους είναι ενδεικτική και γίνεται με βάση τον –κατά την εκτίμησή μου βεβαίως- βαθμό επικινδυνότητάς τους:

Α. Ο ιδιότυπος «κυβερνητικός δεσποτισμός».

Ο πρώτος κίνδυνος υπονόμευσης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στον καιρό μας εκπορεύεται από έναν ιδιότυπο «κυβερνητικό δεσποτισμό», ο οποίος συνίσταται κατά βάση στη σταδιακή κορύφωση της υπεροχής της εκτελεστικής εξουσίας έναντι της νομοθετικής, σε σημείο μάλιστα ώστε να γίνεται λόγος για πραγματική περιθωριοποίηση της τελευταίας, άρα σε περιθωριοποίηση του οργάνου που εκφράζει γνησιότερα την έννοια της λαϊκής εκπροσώπησης και, επέκεινα, την δημοκρατική αρχή.

1. Το φαινόμενο του ως άνω «κυβερνητικού δεσποτισμού» είναι απόρροια της de facto διαρκώς εντεινόμενης επέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στο κατ’ εξοχήν έργο της νομοθετικής, ήτοι στο έργο παραγωγής κανόνων δικαίου.

α) Τούτο τεκμηριώνεται με βάση το ότι όχι μόνον η συντριπτική πλειοψηφία των νόμων οφείλεται σε πρωτοβουλία της εκάστοτε κυβέρνησης –άρα της εκτελεστικής εξουσίας- αλλ’ ακόμη και το περιθώριο επεξεργασίας αυτών των, κυβερνητικής προέλευσης, σχεδίων νόμων κατά τη διάρκεια της συζήτησης και ψήφισής τους από το νομοθετούν σώμα γίνεται ολοένα και περισσότερο περιορισμένο.
β) Το δεδομένο αυτό, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος -δηλαδή ο έλεγχος του κοινοβουλίου επί της εκτελεστικής εξουσίας- φθίνει με ανησυχητικούς ρυθμούς, καθιστά την υπεροχή της δεύτερης επί του πρώτου ακόμη περισσότερο αισθητή και, ταυτοχρόνως, μειώνει την εξισορροποιητική δύναμη των αντίστοιχων θεσμικών αντιβάρων που, όπως εκτέθηκε, αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

2. Ο προμνημονευόμενος «δεσποτισμός» της εκτελεστικής εξουσίας εις βάρος της νομοθετικής βρίσκει μεγάλο μέρος της εξήγησής του στην ιδιομορφία της σύγχρονης γενικευμένης και βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Και τούτο διότι με το πρόσχημα –τουλάχιστον πολλές φορές- της κρισιμότητας των περιστάσεων και της εξ αυτής προκύπτουσας ανάγκης επείγουσας εξυπηρέτησης του οικείου δημόσιου συμφέροντος, η εκτελεστική εξουσία οικειοποιείται εμμέσως και ποικιλοτρόπως την διεκπεραίωση, με συνοπτικές διαδικασίες, του νομοθετικού έργου, εκτοπίζοντας ουσιαστικώς τη νομοθετική εξουσία. Η οικειοποίηση αυτή και οι αιτίες ή αφορμές που την προκαλούν ανακαλεί στη μνήμη μας τη «λογική», η οποία στο πλαίσιο του ρωμαϊκού πολιτικού συστήματος και του ρωμαϊκού δικαίου προκάλεσε την επινόηση της αρχής “salus populi superma lex esto”.
Β. Η μειωμένη εμβέλεια του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας και η αντιστοίχως μειωμένη ελεγκτική δράση της Δικαιοσύνης.

Η ραγδαία ποιοτική υποβάθμιση και η μείωση της κανονιστικής εμβέλειας του κανόνα δικαίου, τις οποίες μοιραίως συνεπάγεται η κατά τ’ ανωτέρω «ηχηρή» επέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στο πεδίο της νομοθετικής, έχουν σοβαρότατες επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο ασκείται το θεμελιώδες δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας, άρα στον ίδιο τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Και υπενθυμίζω, για μιαν ακόμη φορά, ότι η αποτελεσματική λειτουργία της Δικαιοσύνης ως κυρωτικού μηχανισμού σε περίπτωση παραβίασης της αρχής της νομιμότητας από τα κρατικά όργανα συνιστά πραγματικό πυλώνα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, αφού η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, υπό τη σύγχρονη έννοιά της, δεν είναι νοητή χωρίς την κορυφαία, πολυπρισματική, θεσμική αντηρίδα του Κράτους Δικαίου. Κατά συνέπεια:

1. Όταν η Δικαιοσύνη, και κυρίως ο κλάδος της εκείνος που διαθέτει τη δικαιοδοσία επίλυσης των διοικητικών διαφορών –ήτοι των διαφορών που δημιουργούνται όταν αμφισβητείται η εκ μέρους των κρατικών οργάνων τήρηση της αρχής της νομιμότητας- αδυνατεί είτε να επιλύσει εγκαίρως είτε να επιλύσει υπό όρους αποτελεσματικής παροχής δικαστικής προστασίας τις διαφορές οι οποίες άγονται ενώπιόν της, στο πλαίσιο άσκησης του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας εκ μέρους των αμυνομένων κατά της κρατικής αυθαιρεσίας φυσικών ή νομικών προσώπων, τότε προφανώς πλήττεται, και δη στον πυρήνα της, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Και τούτο διότι ένας από τους λόγους γέννησης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αλλά και υπεροχής της έναντι οιουδήποτε άλλου συστήματος διακυβέρνησης και κυρίως της Άμεσης Δημοκρατίας είναι, όπως αναλύθηκε προηγουμένως, η ικανότητα των θεσμών της να εγγυώνται στον Άνθρωπο την αποτελεσματική υπεράσπιση της αξίας του και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.

2. Περαιτέρω, όταν η Δικαιοσύνη και τα δικαιοδοτούντα όργανά της, που συνθέτουν τον σπουδαιότερο κυρωτικό μηχανισμό σε περίπτωση παραβίασης της αρχής της νομιμότητας, δεν είναι έτσι σε θέση να χαλιναγωγήσουν αποτελεσματικώς την κρατική αυθαιρεσία υφ’ οιανδήποτε μορφή κι αν αυτή εμφανίζεται, τότε υπάρχει, κατ’ ουσίαν, πραγματικό ζήτημα Κράτους Δικαίου. Και με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο δεν καταπολεμάται καταλλήλως ο ιδιότυπος «κρατικός δεσποτισμός», για τον οποίο ήδη έγινε λόγος αμέσως πιο πάνω, αλλά, όλως αντιθέτως, ανατροφοδοτείται και, το κυριότερο, εμπεδώνεται ως «αναγκαίο κακό» -μπροστά στις έκτακτες συνθήκες της τρέχουσας κρίσιμης κοινωνικής και οικονομικής συγκυρίας- το οποίο, δήθεν, δεν αντιστρατεύεται κατ’ ανάγκη την ουσία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Όμως το φαινόμενο τούτο οδηγεί σ’ έμμεση πλην σαφή αλλοίωση αυτών τούτων των συστατικών στοιχείων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

Γ. Η «έφοδος» των στερουμένων παντελώς δημοκρατικής νομιμοποίησης μη κυβερνητικών οντοτήτων εντός της ανάρχως παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

Στο πλαίσιο της ολοένα και διευρυνόμενης, σε πλάτος αλλά και σε βάθος, παγκοσμιοποίησης του οικονομικού συστήματος και της κυριότερης συνιστώσας του, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, παρατηρείται ένας εξαιρετικά ανησυχητικός πολλαπλασιασμός μη κρατικών οντοτήτων με διεθνή δράση, οι οποίες όχι μόνον οικειοποιούνται σημαντικό μέρος της εξουσίας και των αρμοδιοτήτων που ανήκαν παραδοσιακώς στο δημοκρατικώς οργανωμένο κράτος αλλά, επιπλέον, φθάνουν ν’ ασκούν ισχυρό –από πλευράς επερχόμενων κυρώσεων- έλεγχο πάνω σ’ αυτό τούτο το δημοκρατικώς οργανωμένο κράτος. Αυτή η «αθέμιστη» γέννηση και δράση των κατά τ’ ανωτέρω μη κρατικών οντοτήτων θίγει την ουσία της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας ως συστήματος δημοκρατικής οργάνωσης κάθε κράτους, αφού δίχως δημοκρατικώς νομιμοποιημένα όργανα άσκησης εξουσίας δεν είναι καν νοητή η εφαρμογή των αρχών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

1. Κυριότερα τέτοια παραδείγματα μη δημοκρατικώς νομιμοποιημένων μη κρατικών οντοτήτων διεθνούς εμβέλειας παρέχουν:

α) Οι λεγόμενες «Αγορές», οι οποίες πλέον εμφανίζονται ως «αιχμή του δόρατος» του παγκόσμιου και πλήρως παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η νομική μορφή –μέσω της «κατάλληλης» νομικής προσωπικότητας υπό την οποία εμφανίζονται- και ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσουν την δραστηριότητά τους θεμελιώνονται, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές, σε κανόνες δικαίου δυσχερώς ανιχνευόμενης προέλευσης και πάντως δίχως οιανδήποτε δημοκρατική νομιμοποίηση κατά την παραγωγή τους. Επομένως, η επιβολή κυρώσεων στις «Αγορές», κυρίως όταν παραβιάζουν τη νομοθεσία των κρατών εντός των οποίων δρουν –δηλαδή όταν παραβιάζουν δημοκρατικώς νομιμοποιημένους κανόνες δικαίου- εμφανίζεται από δυσχερής έως αδύνατη.

β) Αλλά και οι επονομαζόμενοι «Οίκοι Αξιολόγησης», των οποίων η όλη παρουσία και δράση στην παγκόσμια οικονομία είναι περισσότερο προβληματική ως προς τις δυσμενείς επιπτώσεις της πάνω στους θεσμούς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ακόμη και σε σχέση με τις «Αγορές». Τούτο οφείλεται στο ότι οι «Οίκοι Αξιολόγησης» όχι μόνον εμφανίζουν τα προαναφερόμενα αναφορικά με τις «Αγορές» μειονεκτήματα δημοκρατικής νομιμοποίησης των κανόνων δικαίου με βάση τους οποίους οργανώνονται και λειτουργούν. Αλλά και, επιπλέον, η δραστηριότητα αξιολόγησης την οποία αναπτύσσουν και οι κυρώσεις τις οποίες συνεπάγεται ενδεχόμενη, κι εξαιρετικά συχνή στην πράξη, αρνητική αξιολόγηση -ως και κρατών, όπως π.χ. οι ΗΠΑ ή και κορυφαίων διακρατικών οντοτήτων, όπως π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση- έχουν επίσης προέλευση στερούμενη καταφανώς ουσιαστικής δημοκρατικής νομιμοποίησης. Μ’ άλλες λέξεις «κριτές» της αποτελεσματικότητας κανόνων δικαίου με γνήσια δημοκρατική νομιμοποίηση γίνονται μη κυβερνητικές οντότητες «θολής» και, πάντως, μη δημοκρατικώς νομιμοποιημένης καταγωγής.

2. Το κατά τ’ ανωτέρω, στερούμενο δημοκρατικής νομιμοποίησης ως προς τη δομή και τη δράση του, παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό «σύμπλεγμα» «Αγορών» και «Οίκων Αξιολόγησης» αναδεικνύει μ’ εξαιρετική, πλην όμως άκρως ανησυχητική, καθαρότητα την επικυριαρχία του «οικονομικού» επί του δημοκρατικώς κρατικής προέλευσης «θεσμικού» στο ευρύτερο πλαίσιο του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Επομένως, όσο ομαλά και αποτελεσματικά κι αν λειτουργούν μέσα στο κάθε δημοκρατικό κράτος οι θεσμοί της Άμεσης Δημοκρατίας, ο ρόλος τους υπονομεύεται, αναποδράστως, από έξωθεν παρεμβάσεις. Και δη παρεμβάσεις που, ακριβώς εξαιτίας της δημοκρατικώς διαβλητής δομής και δράσης των φορέων τους, έχουν –τουλάχιστον σε πολλές περιπτώσεις- όλα τα χαρακτηριστικά «ασύμμετρων οικονομικών απειλών» εις βάρος των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

3. Η προαναφερόμενη τάση επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού» στηρίζεται, εν πολλοίς, στην ιδεολογία «απορρύθμισης» -ήτοι, grosso modo, της κατάργησης κάθε ουσιαστικής κρατικής παρέμβασης στην οικονομία της αγοράς μέσω της αντίστοιχης κατάργησης των σχετικών αρμοδιοτήτων των κρατικών οργάνων, όπως εκτίθεται και αμέσως πιο κάτω- η οποία, δήθεν, συνιστά θεμέλιο της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας.

α) Τούτο όμως είναι εντελώς ανακριβές διότι η ως άνω θεωρία δικαιολογεί, κυρίως μέσω της «προσέγγισης υπό την οπτική γωνία του δημόσιου συμφέροντος» (“public interest approach”) –δηλαδή επίκλησης λόγων δημόσιου συμφέροντος που αφορούν τη λειτουργία της οικονομίας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου υπό όρους ελεύθερης και ισότιμης συμμετοχής καθενός στην οικονομική ζωή- την, οπωσδήποτε επιλεκτική, ρυθμιστική κρατική οικονομική παρέμβαση. Αυτό συμβαίνει όταν μια τέτοια παρέμβαση είναι απολύτως απαραίτητη για την εξάλειψη αστοχιών της αγοράς (“market failures”).

β) Χαρακτηριστικά παραδείγματα αστοχιών αυτής της μορφής είναι, μεταξύ άλλων, η συνδρομή συνθηκών:
β1) Πληροφοριακής ασυμμετρίας μεταξύ των επιχειρήσεων και των πελατών, οι οποίοι καταναλώνουν τα παραγόμενα απ’ αυτές προϊόντα.

β2) Επέλευσης «αρνητικών εξωτερικοτήτων» (“negative externalities”), οι οποίες απειλούν πρωτίστως την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τόσο στο σύνολό του όσο και στα επιμέρους πεδία του, με ιδιαίτερη έμφαση στο τραπεζικό πεδίο.

Δ. Η παρακμιακή πορεία του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου.

Η, ευκρινώς παρατηρούμενη στην εποχή μας, φθίνουσα πορεία του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου αποτελεί, από την ίδια της τη φύση, εξαιρετικά «τοξικό» κίνδυνο υπονόμευσης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Τούτο είναι το αναγκαίο συμπέρασμα το οποίο προκύπτει εκ του ότι, όπως εκτέθηκε συνοπτικώς προηγουμένως, η καταγωγή και η ιδιοσυστασία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας προϋποθέτει ένα γνησίως φιλελεύθερο -και όχι νεοφιλελεύθερο- πρότυπο οικονομικής οργάνωσης. Ας μου επιτραπεί να γίνω περισσότερο σαφής:

1. Οι θεσμοί της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, προκειμένου να υπηρετήσουν –κατά τον προορισμό της- τον Άνθρωπο στον αγώνα του και για την υπεράσπιση της αξίας του και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, πρέπει να διασφαλίζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις ενός ελεύθερου αλλά και υγιούς ανταγωνισμού.

α) Όμως, ένας τέτοιος ανταγωνισμός θεμελιώνει την αρχή ότι κάθε φορέας δικαιώματος, με βάση το οποίο υπερασπίζεται in concreto την αξία του και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, πρέπει να έχει, εκ μέρους των κρατικών οργάνων, μεταχείριση η οποία του εξασφαλίζει ότι διαθέτει ίσες κοινωνικές ευκαιρίες με τους άλλους φορείς αντίστοιχων δικαιωμάτων, κι ακόμη περισσότερο ότι κατά την άσκηση κάθε δικαιώματός του ξεκινά, κατά το δυνατόν, από την ίδια κοινωνική αφετηρία σε σχέση με τους λοιπούς φορείς αντίστοιχων δικαιωμάτων. Η προαναφερόμενη αρχή ισχύει πολύ περισσότερο σήμερα, στη δίνη μιας γενικευμένης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, η οποία έχει προκαλέσει μια σχεδόν χαοτική διεύρυνση των ανισοτήτων μεταξύ των μελών του συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου. Αξίζει δε να σημειωθεί πως αυτή η διεύρυνση των ανισοτήτων είναι γενικευμένη, με την έννοια ότι δεν πλήττει μόνο τα περισσότερο ευάλωτα στην οικονομική κρίση κράτη, αλλά ενδημεί και σε κράτη με σχετικώς ομαλώς αναπτυσσόμενη οικονομία.

β) Η εξασφάλιση ίσων ευκαιριών και, a fortiori, ισότητας στην αφετηρία μπορεί να επιτευχθεί αποκλειστικώς μέσω των κατάλληλων διορθωτικών παροχών προς τους ασθενέστερους, τις οποίες μόνο το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου –πρωτίστως με βάση τ’ αντίστοιχα κοινωνικά δικαιώματα- είναι σε θέση να επιτύχει. Είναι δε αυτή η πραγματικότητα η οποία διαμορφώνει την άρρηκτη σύζευξη Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, σύζευξη που γίνεται περισσότερο αναγκαία –θάλεγε κανείς ουσιαστικώς «υπαρξιακή» για την επιβίωση των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- υπό συνθήκες βαθιάς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.

2. Όμως, η επικράτηση των νεοφιλελεύθερων οικονομικών αντιλήψεων επί των γνησίως φιλελεύθερων, κυρίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έχει επιφέρει ισχυρά πλήγματα κατά του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου. Και τούτο διότι κατά τη νεοφιλελεύθερη «κοσμοθεωρία» περί της δυνατότητας «αυτορρύθμισης» της οικονομίας και της εντεύθεν ανάγκης «απορρύθμισης», ήτοι σταδιακής εξαφάνισης των κρατικών παρεμβατικών αρμοδιοτήτων –ακόμη κι εκείνων που αφορούν τις κάθε είδους κοινωνικές παροχές- το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου όχι μόνον είναι ασύμβατο με το κρατούν οικονομικό σύστημα, αλλά και το εμποδίζει να εξελιχθεί ομαλώς στην πράξη διότι οδηγεί σ’ ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, το κόστος των οποίων επωμίζονται και εκείνοι οι οποίοι δεν είναι αποδέκτες κοινωνικών παροχών. Μάλιστα η ως άνω νεοφιλελεύθερη «κοσμοθεωρία» φθάνει ως τα όρια αμφισβήτησης αυτού τούτου του κρατικώς οργανωμένου ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο, όπως είναι κοινώς γνωστό, αποτέλεσε και αποτελεί βάση στήριξης των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας από την επαύριο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου.

3. Οι προηγούμενες σκέψεις οδηγούν στο απαισιόδοξο συμπέρασμα ότι αν διαιωνισθεί, και μάλιστα μέσα στη μακρά και βαθιά παγκόσμια οικονομική και κοινωνική κρίση, η παρακμιακή πορεία του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, η μοιραία κατάληξή της θα είναι η πλήρης κατάρρευσή του. Τότε όμως οι θεσμοί της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας θα βυθιστούν σ’ ένα δημοκρατικώς «μολυσματικό τέλμα», το οποίο συνθέτουν κυρίως οι κραυγαλέες ανισότητες και ο άναρχος ανταγωνισμός. Δηλαδή ένας συνδυασμός ο οποίος αφενός υπονομεύει τον Άνθρωπο στον αγώνα του για την υπεράσπιση της αξίας του και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του και, αφετέρου, οδηγεί νομοτελειακώς σε ρήξη του κοινωνικού ιστού. Και είναι αυτό το ενδεχόμενο ρήξης, το οποίο εκτρέφει σήμερα τον πιο επικίνδυνο «εχθρό» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας που είναι, κυρίως, πολιτικά μορφώματα αναβίωσης του εφιάλτη του φασισμού και του ναζισμού, με την όποια «λεοντή» κι αν αυτά εμφανίζονται.

Επίλογος
Ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει πλέον, τουλάχιστον μ’ αξιόπιστα επιχειρήματα, ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία αποτελεί το σύστημα εκείνο δημοκρατικής διακυβέρνησης το οποίο υπηρετεί, με τον πιο πρόσφορο τρόπο, το δημοκρατικό ιδεώδες και το επίκεντρό του, τον Άνθρωπο. Εξίσου όμως ουδείς μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία –όπως και η ίδια η Δημοκρατία άλλωστε- είναι ένα εξαιρετικά «ευαίσθητο» αγαθό. Με την έννοια ότι δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση και περίσταση, να θεωρηθεί ότι είναι πλήρως εμπεδωμένο και ασφαλές, δοθέντος ότι οι κίνδυνοι υπονόμευσής του σ’ έναν κόσμο εκ καταγωγής εχθρικό έναντι του κλασικού «δημόσιου συμφέροντος» είναι υπαρκτοί, ορατοί και διαρκώς μεταλλασσόμενοι. Και είμαι πεπεισμένος ότι το Forum, του οποίου έχω την τιμή να κηρύσσω την έναρξη, μπορεί, και τώρα και στο μέλλον, να συμβάλλει καθοριστικώς προς την κατεύθυνση της υπεράσπισης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των θεσμών της. Και μάλιστα προς δύο κατευθύνσεις, την πρώτη των οποίων επισήμανα εισηγητικώς. Πρώτον, προς την κατεύθυνση της αποκάλυψης και, επέκεινα, της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των «εχθρών» της, έτσι ώστε να οργανωθεί αποτελεσματικώς η άμυνα και αντίστασή της έναντι των δυνάμεων που οδηγούν –εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ως προς την έμφυτη επικινδυνότητά τους- στην υπονόμευσή της. Και, δεύτερον, προς την κατεύθυνση της συνειδητοποίησης ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, λόγω της θεσμικής και πολιτικής ιδιοσυστασίας της, μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο μέσα στο κατάλληλο κοινωνικό, οικονομικό και –κατά λογική ακολουθία- «κοσμοθεωρητικό» περιβάλλον. Πράγμα που σημαίνει ότι η «μεταφύτευση» των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας τότε μόνον αποτελεί ρεαλιστικό στόχο, όταν προηγουμένως έχουν συντελεσθεί οι αναγκαίες κοινωνικές, οικονομικές και –οι εξ αυτών εκπορευόμενες- «κοσμοθεωρητικές» αλλαγές. Μια τέτοια συνειδητοποίηση είναι τόσο περισσότερο πολύτιμη για την ίδια την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία αλλά και την ειρηνική πορεία της Ανθρωπότητας, όσο μπορεί να μας αποτρέψει στο μέλλον από ερασιτεχνικούς πειραματισμούς «μεταφύτευσης» αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών θεσμών σε κράτη δίχως την απαιτούμενη υποδομή, που έχουν θέσει σε μεγάλους κινδύνους την παγκόσμια ειρήνη, προκαλώντας επίσης πρωτόγνωρα προσφυγικά ή και απλώς παράνομα μεταναστευτικά ρεύματα και –μακράν εμού βεβαίως οιαδήποτε σύνδεση των δύο- παρέχοντας, φυσικά δίχως πρόθεση, προσχήματα σε μια «σκοτεινή» τρομοκρατία, η οποία διαπράττει κυνικώς εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.

Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΣΑΪΤΑΣ