Κυρίες και κύριοι,
Θέλω να σας ευχαριστήσω θερμώς γιατί μου δίνετε την ευκαιρία να είμαι σήμερα μαζί σας, σ’ αυτή την εκδήλωση της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών με τίτλο «Η Φυσική Μαγεύει». Μια εκδήλωση που απευθύνεται στους μαθητές, ιδίως σ’ εκείνους που έχουν έφεση στη Φυσική. Πράγματι, η φυσική μαγεύει. Μαγεύει, καθώς οδηγεί στο να αναζητούμε λύσεις για τα μυστήρια του Σύμπαντος και την ίδια την υπόσταση του Ανθρώπου. Μαγεύει, γιατί κάθε φορά έχεις την αίσθηση ότι φτάνεις σ’ ένα τέρμα και νιώθεις τον κόσμο, τον καταλαβαίνεις, τον αποκαλύπτεις, κι εκείνη τη στιγμή -όπως ακριβώς συμβαίνει όταν πηγαίνεις προς τον ορίζοντα και νομίζεις ότι φτάνεις- αντιλαμβάνεσαι ότι το ταξίδι ξεκινάει από την αρχή. Διότι η αναζήτηση της φύσης του Σύμπαντος και της ουσίας του Ανθρώπου είναι διαρκής, είναι ένα οριακό μέγεθος, όπως θα λέγαμε στα Μαθηματικά. Και αυτό ακριβώς είναι εκείνο το οποίο κάνει την Επιστήμη τόσο μαγευτική, τόσο αποκαλυπτική και τόσο κοντινή στον Άνθρωπο. Για αυτό θα μπορούσε να προστεθεί στον τίτλο «Η Φυσική Μαγεύει» ο στίχος του Οδυσσέα Ελύτη από το «Άξιον Εστί»: «Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας.»
Νιώθω έναν απέραντο θαυμασμό για την Φυσική. Απέραντο θαυμασμό για αυτό το οποίο μας δίνει, αλλά ταυτόχρονα γιατί μας υποδεικνύει τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης και του νου, ιδίως στην εποχή μας. Μπορεί γι΄ άλλα πράγματα στην εποχή μας να μην είμαστε ευτυχείς, σίγουρα όμως υπάρχουν και πράγματα που μας κάνουν περήφανους. Ζούμε σε μια εποχή όπου ιδίως στον χώρο της Φυσικής συντελούνται κοσμογονικές εξελίξεις. Ο 20ος αιώνας είναι εκείνος ο οποίος οδήγησε στο πέρασμα από την φυσική του Νεύτωνα στην Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, γενική και ειδική, και ύστερα στο ξεπέρασμα ακόμα κι αυτής της Θεωρίας της Σχετικότητας, μέσα από την Κβαντική Μηχανική και την κβαντική τεχνολογία.
Ξέρετε πολύ καλά ότι η γενική και ειδική Θεωρία της Σχετικότητας ξεπέρασε, κατά πολύ, εκείνο που εθεωρείτο αξεπέραστο, δηλαδή την φυσική του Νεύτωνα. Κι ήρθε η ώρα που ενώ πιστεύαμε ότι μέσα από την γενική και ειδική Θεωρία της Σχετικότητας –μέσ΄ από την προσωπικότητα του Αϊνστάιν, που φαινόταν σαν να ξεπερνάει τα ανθρώπινα όρια- όλα είχαν αποκαλυφθεί, διαπιστώσαμε ότι δεν αρκεί η γενική και η ειδική Θεωρία της Σχετικότητας. Ιδίως δεν αρκεί, παραδείγματος χάριν, για να περιγραφούν κινήσεις σ΄ ατομική κλίμακα και οι συνέπειές τους ως προς τις θεμελιώδεις ιδιότητες της ύλης. Χρειάσθηκε να φτάσουμε στην Κβαντική Μηχανική και την κβαντική τεχνολογία κι εκεί ακριβώς να μπορέσουμε να εξηγήσουμε φαινόμενα από το πιο μικρό, από την ελάχιστη προσιτή κλίμακα μήκους –αυτή των υποατομικών σωματιδίων- μέχρι το όλον διακριτό Σύμπαν. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία όμως στο πέρασμα από την Θεωρία της Σχετικότητας στην Κβαντική Μηχανική είναι ότι μαθαίνουμε πώς προάγεται η Επιστήμη μέσα από την επιλάθευση των προηγουμένων. Μέσα από την διάψευση δοξασιών που πιστεύαμε ότι είναι απόλυτες. Έτσι επιβεβαιώνεται η θεωρία του Τόμας Κουν για την «δομή των επιστημονικών επαναστάσεων». Πώς, δηλαδή, από το ένα «παράδειγμα» περνάμε στο άλλο και αυτή ακριβώς είναι η γοητεία της Επιστήμης. Για αυτό και ο επιστήμονας δεν πρέπει ποτέ να απογοητεύεται, όταν εκείνο που ο ίδιος είχε δημιουργήσει ξεπερνιέται από άλλους. Διότι αυτή είναι η ουσία της Επιστήμης. Και μέσα από το πέρασμα από τη μία «επιστημονική επανάσταση» στην άλλη συνειδητοποιούμε και τις τεράστιες επιπτώσεις σ’ επιστήμες που δεν έχουν, εκ πρώτης όψεως, σχέση με την Φυσική, όπως παραδείγματος χάριν στη Φιλοσοφία. Στη Φιλοσοφία με την έννοια βέβαια της ολιστικής αντιμετώπισης του επιστητού. Γιατί η Φιλοσοφία δεν καλύπτει μόνο κάποια συγκεκριμένα πεδία όπως κάποτε πιστεύαμε. Η Φιλοσοφία είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι η επιτομή όλων των επιστημών που έρχεται να μας δώσει νέα δεδομένα ακόμα και για τον χώρο, τον χρόνο, την σχέση αιτίου κι αιτιατού.
Από εκεί μπορεί να καταλάβει κανείς πόσο η Φυσική -για αυτό σας είπα με γοητεύει, με μαγεύει κι εμένα- εντυπωσιάζει. Είναι ένας δρόμος μέσα από τον οποίον μπορούμε να βρούμε λύσεις και για πολλές άλλες επιστήμες. Είναι η μέθοδος, η πειθαρχία μέσα από την οποία κινείται που μαθαίνει και στον μη-φυσικό, στον μη-μαθηματικό, πώς μπορείς να κινηθείς και στα δικά σου επιστημονικά πεδία. Όπως, παραδείγματος χάριν, στο πεδίο της Νομικής. Ο κανόνας Δικαίου -και μην σας εκπλήσσει αυτό- ο Νόμος, στην πραγματικότητα είναι μια εξίσωση. Είναι μια εξίσωση που σημαίνει υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σ’ ένα κανονιστικό περιεχόμενο που έχει θεσμοθετηθεί εκ των προτέρων. Είναι σαν να λύνεις μια εξίσωση, ή έναν κανόνα της φυσικής με αφετηρία συγκεκριμένα πραγματικά δεδομένα. Γι’ αυτό και η νομική λογική είναι κατά βάθος μαθηματική λογική. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι τον ίδιο όρο, «Νόμος», τον χρησιμοποιούμε και στη Νομική και στην Φυσική Επιστήμη.
Όμως είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που βρίσκομαι εδώ και διότι σήμερα πήρατε την πρωτοβουλία να βραβεύσετε έναν μεγάλο Έλληνα φυσικό, έναν φυσικό που ξεπερνάει τα σύνορα του Τόπου μας, και που τυχαίνει να είναι και φίλος μου εδώ και πολλά χρόνια. Πρόκειται για τον κ. Παναγιώτη Βαρώτσο. Ο κ. Παναγιώτης Βαρώτσος έχει γράψει πολλά, έχει συμβάλει σε πολλά. Είναι εκείνος που μαζί με τον αείμνηστο Καθηγητή Καίσαρα Αλεξόπουλο -με τα βιβλία του οποίου μεγαλώσαμε και μεγάλωσα κι εγώ στα μαθητικά μου χρόνια- και μαζί με τον κ. Νομικό ανακάλυψαν την μέθοδο ΒΑΝ.
Το ζήτημα είναι -όπως δυστυχώς συμβαίνει στον Τόπο μας συχνά- ότι η επιστημονική του δικαίωση έρχεται κάπως αργά, μέσα από εμπόδια, μέσα ενδεχομένως από προκαταλήψεις. Διότι έχουμε ένα χαρακτηριστικό το οποίο πρέπει να αποβάλλουμε, αν θέλουμε να βαδίσουμε μπροστά και το λέω σ’ εσάς παιδιά, σε σας που τώρα ανοίγεται η ζωή μπροστά σας: Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που ο Τόπος μας αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει ως προς τους ανθρώπους του -από παλιά, δεν είναι τωρινό- είναι ο φθόνος. Αποφεύγουμε πολλές φορές να αναγνωρίσουμε σε καθέναν αυτό που του ανήκει. Αποφεύγουμε να αναγνωρίσουμε ότι κάποιος είναι καλύτερος από μας. Κι όμως, αυτό είναι πολύ σημαντικό και για τον χαρακτήρα τον δικό μας αλλά και για να μπορέσουμε να επιτρέψουμε στον καθένα να προσφέρει στην κοινωνία μας, και μάλιστα σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, αυτό το οποίο μπορεί.
Λέω λοιπόν στον κ. Παναγιώτη τον Βαρώτσο, τώρα που σιγά-σιγά καθένας «ανακαλύπτει» την αξία του, να θυμάται τούτο: Ότι η δικαίωση που έρχεται αργά είναι εκείνη η δικαίωση που γεμίζει περισσότερο την ψυχή. Κι ας είναι αυτό όχι μια παρηγοριά, αλλά μια ώθηση να συνεχίσει. Γιατί ο κ. Παναγιώτης Βαρώτσος δεν πρόκειται να σταματήσει εδώ. Όσο υπάρχει θα παράγει, θα δημιουργεί, με την ίδια καρτερία, με την ίδια σοφία. Κάνατε πολύ καλά που εδώ τον τιμάτε, γιατί ξέρω ότι για τον Καθηγητή Βαρώτσο αυτή η τιμή είναι πολύ μεγαλύτερη από άλλες που έχει πάρει.
Συγχαρητήρια και πάλι, φίλε Παναγιώτη!