Αντιφώνηση του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κ.Προκόπιου Παυλόπουλου προς τον Πρόεδρο της Πορτογαλικής Δημοκρατίας κ.Marcelo Rebelo de Sousa κατά το επίσημο δείπνο στο Πορτογαλικό Προεδρικό Μέγαρο στη Λισσαβώνα

Κύριε Πρόεδρε,
Ευχαριστώ θερμώς για την υποδοχή και την φιλοξενία. Με ιδιαίτερη χαρά αλλά και βαθειά συγκίνηση επισκέπτομαι, ύστερα από την τόσο ευγενική και τόσο τιμητική πρόσκλησή σας, την μεγάλη Χώρα σας, την Πορτογαλία, με την οποία η Ελλάδα συνδέεται μέσω πολύτιμων δεσμών παλαιάς και πάντοτε ακμαίας φιλίας. Οι δεσμοί των δύο Λαών μας σφυρηλατήθηκαν, στο διάβα της Ιστορίας, μέσα από την συνεργασία τους αλλά και τις κοινές εμπειρίες τους που αφορούσαν αρχικώς μεν αγώνες για την απελευθέρωσή τους από κάθε είδους δυνάστες. Κατόπιν δε αγώνες για την Δημοκρατία, την Ειρήνη και την Πρόοδο. Η γεωγραφική έκταση των δύο Χωρών μας είναι μικρή, όμως η Ιστορία των Λαών μας είναι μακραίωνη και ένδοξη, ενώ καθοριστική υπήρξε και η συμβολή των Πολιτισμών μας στην διαμόρφωση της σύγχρονης πολιτισμικής φυσιογνωμίας της Ευρώπης. Ο Πορτογαλικός Λαός, όπως άλλωστε και ο Ελληνικός, είναι παραδοσιακά ναυτικός Λαός. Εξ ού και ανέπτυξε έναν σπουδαίο Πολιτισμό συνδυάζοντας και αξιοποιώντας, με γόνιμο τρόπο, διάφορα στοιχεία τόσο από πολιτισμούς της Μεσογείου και της λοιπής Ευρώπης όσο και από πολιτισμούς με τους οποίους ήλθε σε επαφή κατά τη διάρκεια της εποχής των Ανακαλύψεων, όταν η Πορτογαλία υπήρξε μεγάλη ναυτική δύναμη, πραγματική «θαλασσοκράτειρα».
I. Στην σημερινή εποχή, η πατροπαράδοτη φιλία μεταξύ των Λαών μας έχει ως πρόσθετη, ακλόνητη, αντηρίδα την κοινή τους πίστη στο Ευρωπαϊκό Ιδεώδες.
A. Η Ελλάδα και η Πορτογαλία έκαναν την κρίσιμη για το μέλλον των Δημοκρατιών τους επιλογή να ενταχθούν στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, αμέσως μετά την σχεδόν ταυτόχρονη πτώση των τελευταίων δικτατορικών καθεστώτων τους στην δεκαετία του ’70. Έκτοτε, η προσήλωση των Λαών μας στην κοινή ευρωπαϊκή τους πορεία και προοπτική υπήρξε και παραμένει αταλάντευτη. Παρά, μάλιστα, τις μεγάλες θυσίες στις οποίες υποβάλλεται επί σειρά ετών ο Ελληνικός Λαός –όπως, άλλωστε και ο Πορτογαλικός- η πορεία της Ελλάδας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού της πυρήνα, της Ευρωζώνης, είναι αδιαπραγμάτευτη. Και τούτο διότι είναι υπαρξιακής σημασίας τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την ιδιοσυστασία και την ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
B. Απόδειξη αυτής της προσήλωσης της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα αποτελεί, μεταξύ άλλων, και το γεγονός ότι η Χώρα μου επιδιώκει και την υπεράσπιση των Εθνικών της Δικαίων πάντοτε σύμφωνα με το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο σύνολό τους. Ειδικότερα:
1. Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου. Επιπλέον δε, θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Ως προς τις σχέσεις μας με την Τουρκία και τα Ελληνικά σύνορα, με έμφαση σ’ εκείνα του Αιγαίου, η Συνθήκη της Λωζάνης πρέπει, σύμφωνα με τον πυρήνα του Διεθνούς Δικαίου, να γίνεται απ’ όλους πλήρως σεβαστή. Πολλώ μάλλον όταν η αμφισβήτησή της οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού τα εξωτερικά σύνορα της πρώτης είναι και εξωτερικά σύνορα της δεύτερης.
3. Τέλος, ως προς την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας η Χώρα μου καθιστά σαφές ότι, όσο επιμένει στην χρησιμοποίηση ονόματος το οποίο πέραν της προκλητικής παραχάραξης της Ιστορίας αποπνέει αλυτρωτισμό, δεν έχει ευρωπαϊκή προοπτική. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο αποκλείει υποψήφια κράτη-μέλη τα οποία αμφισβητούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το status quo των συνόρων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κύριε Πρόεδρε,
ΙΙ. Η συνάντησή μας στην φιλόξενη Χώρα σας πραγματοποιείται σε μια συγκυρία όπου η Ευρώπη αντιμετωπίζει δύο μεγάλες κρίσεις, οι οποίες αποτελούν και αντίστοιχες πολιτικές και πολιτισμικές προκλήσεις όσον αφορά τον τρόπο που, τελικώς, θα αποφασίσουμε να τις αντιμετωπίσουμε. Αναφέρομαι στην οικονομική και την προσφυγική κρίση.
Α. Η πρώτη, ιδίως μέσα από την διεύρυνση των ανισοτήτων και την ραγδαία επιδείνωση της ανεργίας –πρωτίστως των νέων- δοκιμάζει δεινώς την συνοχή πολλών ευρωπαϊκών κοινωνιών. Για να επιλυθεί το πρόβλημα οφείλουμε, ως Ευρωπαίοι, να διακηρύξουμε ότι εξακολουθούμε πάντοτε να πρεσβεύουμε πως για την Ευρώπη, την Δημοκρατία της και τον Πολιτισμό της ισχύει ο θεμελιώδης κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο η Οικονομία υπηρετεί τον Άνθρωπο και όχι ο Άνθρωπος την Οικονομία. Φυσική συνέπεια τούτου είναι το ότι οφείλουμε να στηρίξουμε το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου, που αποτελεί ασπίδα κατά της αναβίωσης των απολιθωμάτων του φασισμού και του ναζισμού. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει, το συντομότερο δυνατό, να εξαλείψουμε την αδιέξοδη πολιτική λιτότητας που διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες και ευνοεί τέτοια φαινόμενα. Και πρέπει να την αντικαταστήσουμε με μια οικονομική πολιτική, η οποία θα συνδυάζει αρμονικά την πάταξη των ελλειμμάτων και της σπατάλης, καθώς και της κρίσης χρέους, με την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης. Η πολιτική αυτή πρέπει να στηριχθεί στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και στις κατάλληλες επενδύσεις, καθώς και στην ορθολογικώς σχεδιασμένη τόνωση της ρευστότητας και της ζήτησης.
Β. Η δεύτερη κρίση, δηλαδή το προσφυγικό ζήτημα, μας θέτει όλους τους Ευρωπαίους Πολίτες προ των ευθυνών μας αναφορικά με το ότι οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε τους μεν πρόσφυγες υπό όρους γνήσιου Ανθρωπισμού και σεβασμού των απαράγραπτων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τους δε τρομοκράτες και εκφραστές της σύγχρονης βαρβαρότητας ως εγκληματίες, οι οποίοι διαπράττουν εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας. Επιπροσθέτως, επισημαίνω πως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η ευρωπαϊκή αρχή της Αλληλεγγύης, και στον τομέα των προσφύγων, αποτελεί πλήρη κανόνα δικαίου. Ήτοι κανόνα η παραβίαση του οποίου συνεπάγεται κυρώσεις, ιδίως κατά τις διατάξεις του άρθρου 80 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κύριε Πρόεδρε,
Επιτρέψατέ μου να τελειώσω την αντιφώνησή μου απευθυνόμενος και αναφερόμενος σ’ Εσάς. Στο πρόσωπό σας συναντώνται και συνυπάρχουν δύο, τουλάχιστον, ιδιότητες: Η πολιτική και η επιστημονική, η σύνθεση των οποίων αναδεικνύει μια κορυφαία προσωπικότητα διεθνούς και, κυρίως, ευρωπαϊκής εμβέλειας. Η άξια εκλογή σας στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, εκείνο του Προέδρου της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, αποδεικνύει ότι ο Πορτογαλικός Λαός, βαθύτατα δημοκρατικός, γνωρίζει καλά με ποιον τρόπο θεμελιώνει και επισφραγίζει την Διεθνή και, ιδίως, την Ευρωπαϊκή του ταυτότητα. Κι εδώ θέλω να προσθέσω, αναφερόμενος στη κοινή ακαδημαϊκή διαδρομή μας στο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου, την έκφραση των προσωπικών μου συναισθημάτων βαθύτατης εκτίμησης και ειλικρινούς φιλίας.
Μ’ αυτές τις σκέψεις εύχομαι σ’ Εσάς, προσωπικώς, Κύριε Πρόεδρε, υγεία και ευτυχία. Και στον Φίλο Πορτογαλικό Λαό, ευημερία και επιτυχία, προκειμένου να συνεχίζει την εμβληματική δημιουργική πορεία του διεθνώς, ιδίως δε στο πλαίσιο της κοινής μας Ευρωπαϊκής Εστίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.-