Ομιλία του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κ.Προκόπιου Παυλόπουλου κατά την τελετή ανακήρυξής του σ’ επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Coimbra Πορτογαλίας

Η ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΧΕΞΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΝΑΨΗ ΚΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ:
Σχολιασμός των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης “Pringle” (C-370/12), “Ledra Advertising Ltd κλπ” (C-8/15P) και “Μαλλής” (C-105/15Ρ)

Εισαγωγή
Μέσ’ από συγκεκριμένα και άκρως αντιπροσωπευτικά obiter dicta σε τρεις σημαντικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης , δίδονται απαντήσεις στους προβληματισμούς σχετικά με την οικονομική και νομισματική διακυβέρνηση, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια απασχόλησαν έντονα τη νομική θεωρία και την ευρωπαϊκή πολιτική μεσούσης της οικονομικής κρίσης, που έπληξε ιδιαίτερα την Ελλάδα. Οι ως άνω αποφάσεις επιπλέον καταδεικνύουν μ’ ενάργεια και το μεγάλο θεσμικό κενό, το οποίο υφίσταται ακόμη στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου ιδίως προς τη νομική φύση, τις αρμοδιότητες και την αστική ευθύνη των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης, τα οποία εμπλέκονται στην όλη διαδικασία σύναψης και εφαρμογής Μνημονίων. Ειδικότερα:
Α. Στην πρώτη υπόθεση, Pringle, το ΔΕΕ κλήθηκε ν’ απαντήσει -στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής- σε κρίσιμα ζητήματα ευρωπαϊκού δικαίου, όπως η συμβατότητα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) με τις απονεμηθείσες αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις διατάξεις περί ΟΝΕ, τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου.
Β. Στις δύο πρόσφατες υποθέσεις (Ledra Advertising κλπ, στο πλαίσιο αίτησης αναίρεσης), το ΔΕΕ κλήθηκε ν’ αποφανθεί εάν οι πράξεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενεργούσες για λογαριασμό του ΕΜΣ, έχουν παραγάγει εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δικαιολογούσα αγωγή αποζημίωσης ιδιωτών, των οποίων τα συμφέροντα εθίγησαν από το «κούρεμα» καταθέσεών τους σε Κυπριακές Τράπεζες. Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, τον χαρακτήρα και την φύση του Μνημονίου κατανόησης και της Δήλωσης της Ευρωοομάδας.
Γ. Κατ’ αρχάς, οι υποθέσεις αυτές «τέμνονται» -οι πρόσφατες ως νοητή αναγκαία συνέχεια της πρώτης- σ’ ένα καίριο και βασικό σημείο. Αυτό της ερμηνείας και ανάλυσης της φύσης του σκοπού και των αρμοδιοτήτων του ΕΜΣ και της σχέσης του με τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αρμοδιοτήτων που οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες απονέμουν σ’ αυτά. Επ’ αυτών παρατηρούνται τα εξής:
I. Ως προς τον ΕΜΣ.
Ήδη από τα τέλη του 2010, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν αντιληφθεί ότι η κρίση χρέους δεν επρόκειτο να λυθεί με προσωρινά μέτρα και αποσπασματικές λύσεις, αλλ’ απαιτείτο η συγκρότηση ενός μόνιμου, ενιαίου και καθολικού, ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου με την κατάλληλη προς τούτο οργανωτική δομή. Για το λόγο αυτό, με το άρθρο 1 της απόφασης 2011/199/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 2011, προστέθηκε τρίτη παράγραφος στο άρθρο 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η οποία ορίζει ότι τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ μπορούν να θεσπίσουν μηχανισμό σταθερότητας, ο οποίος θα ενεργοποιείται εφόσον κρίνεται απαραίτητο προκειμένου να διασφαλίζεται η σταθερότητα της Ευρωζώνης στο σύνολό της. Στην συνέχεια, στις 2 Φεβρουαρίου 2012, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 136 παρ. 3 ΣΛΕΕ, τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης υπέγραψαν την Συνθήκη του ΕΜΣ, στο πλαίσιο διακυβερνητικής συνεργασίας. Ο ΕΜΣ αποτελεί διεθνή χρηματοδοτικό οργανισμό (διακυβερνητικό μηχανισμό) με πλήρη νομική προσωπικότητα, και έχει ως αποστολή την χρηματοδότηση και την παροχή στήριξης σταθερότητας, υπό αυστηρούς όρους, κατάλληλους για το επιλεγμένο μέσο χρηματοδοτικής συνδρομής, προς όφελος των μελών του ΕΜΣ που αντιμετωπίζουν ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, εφόσον είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της Ευρωζώνης στο σύνολό της και των κρατών μελών της.
Α. Τόσον ο σκοπός του ΕΜΣ και τα μέσα επιτέλεσης της αποστολής του όσο και οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες χορηγεί την οικονομική βοήθεια, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο κατά την ερμηνεία των διατάξεων της ιδρυτικής του συμφωνίας από το ΔΕΕ.
1. Ο επιδιωκόμενος σκοπός της ίδρυσης και λειτουργίας του ΕΜΣ συνίσταται στην διασφάλιση της σταθερότητας της Ευρωζώνης στο σύνολό της, μέσω παροχής χρηματοοικονομικής συνδρομής στα κράτη-μέλη της, τα οποία βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης –κυρίως ή, σχεδόν αποκλειστικώς, χρέους- με βάση την διπλή αρχή: Αφενός της μη διατάραξης της ως άνω σταθερότητας και, αφετέρου, της τήρησης της αρχής της αλληλεγγύης, η οποία διατρέχει το σύνολο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, και μάλιστα κατά το γράμμα και το πνεύμα πλειάδας ρητών διατάξεών της.
2. Οι αποφάσεις, στο πλαίσιο του ΕΜΣ, λαμβάνονται κατά κανόνα με ομοφωνία των μελών του, δηλαδή, των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Ενώ γνωμοδοτικές και τεχνικές αρμοδιότητες ως προς διάφορα θέματα αρμοδιότητας του ΕΜΣ ανατίθενται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Β. Παρά τον χαρακτήρα της ως διεθνούς συνθήκης που υπερβαίνει, άρα, τα θεσμικά όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, η Συμφωνία ίδρυσης και λειτουργίας του ΕΜΣ ελέγχεται κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο από το ΔΕΕ, με σκοπό να διαπιστωθεί εάν τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που την συνήψαν τήρησαν την υποχρέωση σεβασμού του λόγου για τον οποίον θεσμοθετήθηκε ο ΕΜΣ. Και τούτο διότι η –φυσικά αποκλειστικώς και μόνον εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργάνων της- υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου και το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των επιμέρους κρατών-μελών επιβάλλουν στα τελευταία την υποχρέωση ν’ ασκούν και τις παρακρατηθείσες αρμοδιότητές τους, τηρώντας το ευρωπαϊκό δίκαιο, ακόμα και όταν, διαμέσου διεθνών συμφωνιών, επιχειρούν στενότερη συνεργασία για την επίτευξη στόχων που αφορούν ευθέως την συνοχή του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος.
II. Ως προς την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών-μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην υπόθεση Pringle, το ΔΕΕ έκρινε ότι «δια της ιδρύσεως μονίμου μηχανισμού σταθερότητας δεν συντρέχει περίπτωση προσβολής της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ κρατών-μελών και Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι ο μηχανισμός αποτελεί απλώς μια συμπληρωματική πτυχή στο νέο κανονιστικό πλαίσιο άσκησης οικονομικής και όχι νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με έμμεσες μόνο συνέπειες για τη σταθερότητα του νομίσματος. Κατά συνέπεια, η σύσταση ενός μόνιμου μηχανισμού σταθερότητας δεν αντιβαίνει σε ορισμένες διατάξεις της ΣΛΕΕ για την ΟΝΕ».
Α. Ειδικότερα δε, όσον αφορά την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων σ’ ευρωπαϊκά όργανα από διεθνείς συμφωνίες, το ΔΕΕ υπενθύμισε την δυνατότητα των κρατών-μελών, σε τομείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ν’ αναθέτουν καθήκοντα, εκτός του πλαισίου της, στα θεσμικά της όργανα, υπό τον όρο ότι τα καθήκοντα αυτά δεν αλλοιώνουν τις αρμοδιότητες, οι οποίες ανατίθενται στα εν λόγω όργανα από τις Συνθήκες. Δηλαδή, στο πλαίσιο αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξακολουθεί να «οφείλει να προάγει το κοινό συμφέρον της Ένωσης», με βάση τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 ΣΕΕ, ακόμη και ως εμπλεκόμενη στον ΕΜΣ, σκοπός του οποίου είναι, όπως προεκτέθηκε, η διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της Ευρωζώνης.
Β. Όσον δε αφορά τα καθήκοντα που η Συμφωνία ίδρυσης και λειτουργίας του ΕΜΣ αναθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το ΔΕΕ έκρινε ότι είναι συμβατά με τις ανωτέρω προϋποθέσεις, διότι δεν αφορούν τομέα αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν περιλαμβάνουν εξουσία λήψης δεσμευτικών αποφάσεων και δεν αλλοιώνουν τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στα εν λόγω όργανα από τις Συνθήκες.
Γ. Τις σκέψεις αυτές της υπόθεσης Pringle επιβεβαιώνει το ΔΕΕ και στις πρόσφατες αποφάσεις του για το «κούρεμα» καταθέσεων Κυπρίων πολιτών στην Κύπρο, μ’ έμφαση στην διαπίστωση ότι «τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή και την ΕΚΤ –στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΜΣ- όσο σημαντικά και αν είναι δεν παρέχουν ίδια εξουσία λήψης αποφάσεων και οι ενέργειές τους στο πλαίσιο της εν λόγω Συνθήκης δεσμεύουν μόνο τον ΕΜΣ… η φύση των πράξεων του οποίου βρίσκονται εκτός της τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Δ. Το ΔΕΕ, με τον τρόπο αυτό, έκρινε ότι η σύναψη της Συμφωνίας ίδρυσης και λειτουργίας του ΕΜΣ από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης δεν συνιστά παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 13 ΣΕΕ σχετικά με την κατανομή αρμοδιοτήτων κατά το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο. Πέραν δε τούτου φαίνεται να έκρινε οριστικώς και το ζήτημα της αμφισβήτησης της συμμετοχής ευρωπαϊκών οργάνων σε μηχανισμούς που εγκαθιδρύονται από διεθνείς συνθήκες συναφθείσες από κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφαινόμενο υπέρ μιας διευρυμένης παρεμφερούς δυνατότητας υπάγοντάς την, όμως, σε αυστηρούς όρους. Και δη όρους οι οποίοι, όπως είναι ευνόητο, εγγυώνται την συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κυρίως της Ευρωζώνης.
III. Ως προς την εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο στις εν λόγω υποθέσεις εξέτασε εάν και κατά πόσον η ίδρυση του ΕΜΣ, εκτός πλαισίου του ευρωπαϊκού δικαίου, συνιστά καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ), ο οποίος εγγυάται σε κάθε πρόσωπο αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Α. Στο πλαίσιο αυτό επισήμανε ότι, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 του ΧΘΔΕΕ, οι διατάξεις του απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στα κράτη-μέλη της, αλλά μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Β. Με τις σκέψεις αυτές κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην περίπτωση του ΕΜΣ, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υιοθετούν κανόνες κατ’ εφαρμογήν του ευρωπαϊκού δικαίου, αφού δεν υφίστανται διατάξεις στις Συνθήκες που να απονέμουν σ’ αυτήν τέτοια αρμοδιότητα. Συνεπώς, ο ΧΘΔΕΕ δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της ίδρυσης του ΕΜΣ από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γ. Πρέπει δε, για λόγους πληρότητας, να επισημανθεί ότι η νομολογιακή αυτή κατεύθυνση του ΔΕΕ είχε διατυπωθεί ρητώς με την διάταξη της 7.3.2013 στην υπόθεση Sindicatodos Bancários do Norte κ.λπ. (C-128/12). Ειδικότερα, στην υπόθεση αυτή περιήλθε ενώπιον του ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα πορτογαλικού δικαστηρίου, το οποίο ζητούσε από το ΔΕΕ να αποφανθεί περί της συμβατότητας με τον ΧΘΔΕΕ, και ιδίως με τις διατάξεις περί ισότητας δικαιωμάτων, απαγόρευση διακρίσεων και δικαίωμα σε δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας εθνικών νομοθετικών διατάξεων (μειώσεις μισθών και κατάργηση επιδομάτων δημοσίων υπαλλήλων), τις οποίες θέσπισε η πορτογαλική κυβέρνηση σ’ εκτέλεση της δανειακής σύμβασης και του Μνημονίου που υπέγραψε η Πορτογαλία με τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Το ΔΕΕ έκρινε με τη ανωτέρω διάταξη ότι οι εν λόγω εθνικές νομοθετικές διατάξεις δεν εμπίπτουν σε τομέα πολιτικής όπου εφαρμόζεται το ευρωπαϊκό δίκαιο ή υφίστανται ρυθμίσεις αυτού και, συνεπώς, ο ΧΘΔΕΕ δεν τυγχάνει εφαρμογής κατ’ άρθρο 51 παρ. 1.
IV. Ως προς την φύση του Μνημονίου κατανόησης και της Δήλωσης της Ευρωομάδας.
Συμπληρωματικώς προς τ’ ανωτέρω, οι δύο πρόσφατες αποφάσεις του ΔΕΕ σχετικά με τις αιτήσεις ακύρωσης και τις αγωγές αποζημίωσης των Κυπρίων πολιτών που αφορούν την αναδιάρθρωση του κυπριακού τραπεζικού τομέα, συνιστούν σημαντική «προστιθέμενη αξία» στις προεκτεθείσες διαπιστώσεις του ΔΕΕ. «Προστιθέμενη αξία» αναφορικά με την φύση του Μνημονίου κατανόησης, το οποίο έχει συναφθεί από τον ΕΜΣ και την Κυπριακή Δημοκρατία και την Δήλωση της Ευρωομάδας, σε συνάρτηση με την ενδεχόμενη ευθύνη των δύο οργάνων –Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ΕΚΤ- που ενήργησαν εξ’ ονόματος του ΕΜΣ.
Α. Έτσι, όσον αφορά το Μνημόνιο κατανόησης, που έχει υπογραφεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξ’ ονόματος του ΕΜΣ, το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν αποτελεί πράξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή/και της ΕΚΤ. Ενώ για τη Δήλωση της Ευρωομάδας, βεβαιώνοντας τον πληροφοριακό χαρακτήρα της, επισημαίνει ότι:
1. Δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.
2. Δεν προσβάλλεται ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Δεν αποδίδεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή/και στην ΕΚΤ, δοθέντος ότι ενεργούν εν προκειμένω ως απλοί εντολοδόχοι του ΕΜΣ. Και τούτο διότι από κανένα στοιχείο δεν θα μπορούσε να συναχθεί ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η Ευρωομάδα ελέγχεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή την ΕΚΤ, ούτε ότι ενεργεί ως εντολοδόχος των θεσμικών αυτών οργάνων. Συνεπώς, δεν χωρεί παραδεκτώς σχετική αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΔΕΕ.
4. Παράλληλα το ΔΕΕ, αναφερόμενο στην φύση και τις αρμοδιότητες της Ευρωομάδας, διευκρινίζει, προς άρση κάθε αμφιβολίας, ότι αυτή συνιστά άτυπη σύνοδο των Υπουργών των οικείων κρατών-μελών. Δηλαδή ένα forum συζητήσεων, σε υπουργικό επίπεδο, των αντιπροσώπων των κρατών-μελών με νόμισμα το ευρώ και όχι όργανο που λαμβάνει αποφάσεις!
Β. Είναι ακριβώς αυτά τα σκεπτικά τα οποία αναδεικνύουν τις «λεπτές ισορροπίες», εντός των οποίων κινείται το ΔΕΕ κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του, η οποία οφείλει, δυστυχώς, να κινείται μεταξύ της αδήριτης πραγματικότητας –η οποία δημιουργείται από την «δυναμική» του παγκοσμιοποιημένου και άνευ δημοκρατικού νομιμοποιητικού ερείσματος και ελέγχου χρηματοπιστωτικού συστήματος- και της έλλειψης κανόνων που θωρακίζουν την Ευρωζώνη κατά την άσκηση των, σύμφυτων με τον προορισμό της, αρμοδιοτήτων της οι οποίες αφορούν ευθέως την συνοχή της.
1. Μ’ απλές λέξεις –οι οποίες φέρνουν στο φως έναν πρωτόγνωρο θεσμικό και, επέκεινα, δικαιοδοτικό «στρουθοκαμηλισμό»- η Ευρωοομάδα είναι άτυπο, δηλαδή άνευ κρίσιμης θεσμικής σημασίας, Forum των υπουργών οικονομικών της Ευρωζώνης, την ίδια στιγμή που, για να πάρουμε ως παράδειγμα την τύχη της Ελλάδας στο πλαίσιο της μνημονιακής διαδικασίας, στην πραγματικότητα όλες οι αποφάσεις ως προς την εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων και τις αντίστοιχες «δρακόντειες» κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασής της λαμβάνονται ύστερα από απόφαση της Ευρωομάδας!
2. Υπό τις ως άνω προϋποθέσεις η νομολογία του ΔΕΕ –και δίχως αυτό να σημαίνει την επίρριψη της αποκλειστικής ευθύνης σ’ αυτό αλλά στην έλλειψη αποτελεσματικών κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης εντός Ευρωζώνης, η οποία επιτείνει το «δημοκρατικό κενό» εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της- οδηγείται, μοιραίως, στο συμπέρασμα ότι η Ευρωομάδα διαδραματίζει τον ρόλο ενός είδους «éminence grise»! Πράγμα που σημαίνει ότι, εντός της κλυδωνιζόμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης, πρέπει να σκύψουμε προσεκτικά πάνω στο νόημα δύο, συμπληρωματικών μεταξύ τους, λατινικών ρήσεων: «O tempora, o mores» και «Sic transit gloria mundi».
V. Ως προς την θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τέλος, σημαντικό αν και όχι αποφασιστικό βήμα των αποφάσεων αυτών προς την κατεύθυνση της προστασίας δικαιωμάτων κοινωνικού χαρακτήρα των ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων, αποτελεί η εξέταση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης –λόγω της δράσης των οργάνων της και, κυρίως, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- που γεννά δικαιώματα αποζημίωσης των θιγόμενων ιδιωτών λόγω ενδεχόμενης παράβασης, εκ μέρους της τελευταίας, της υποχρέωσής της να διασφαλίζει, στο πλαίσιο της υπογραφής του Μνημονίου κατανόησης, το συμβατό του Μνημονίου με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα:
Α. Το ΔΕΕ, στο πλαίσιο της εξέτασης των προϋποθέσεων που θεμελιώνουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εστιάζει στην απόδειξη κατάφωρης η μη παράβασης, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κανόνα δικαίου έχοντος ως σκοπό την παροχή δικαιωμάτων στους ιδιώτες –εν προκειμένω της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 1 του ΧΘΔΕΕ για την προστασία του δικαιώματος ιδιοκτησίας- στο μέτρο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεσμεύεται από το Χάρτη ακόμη και αν ενεργεί εκτός του νομικού πλαισίου αυτής.
Β. Έτσι, όσον αφορά τις αγωγές αποζημίωσης, το ΔΕΕ επισημαίνει –σε πρώτο επίπεδο- ότι είναι δυνατή η άσκηση αγωγής αποζημίωσης κατά της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λόγω της «φερόμενης» παράνομης συμπεριφοράς τους στο πλαίσιο της υπογραφής Μνημονίου κατανόησης εξ ονόματος του ΕΜΣ. Και τούτο διότι, όπως προελέχθη, οι αρμοδιότητες οι οποίες τους ανατίθενται κατά τις Συνθήκες δεν αλλοιώνονται από τα καθήκοντα που αυτές ασκούν εντός του πεδίου λειτουργίας του ΕΜΣ. Ωστόσο, στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας, το ΔΕΕ αναγνωρίζει ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 52 παρ. 1 του ΧΘΔΕΕ, είναι επιτρεπτό να τεθούν περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας εφόσον:
1. Πρώτον, ικανοποιούνται σκοποί γενικού συμφέροντος.
2. Και, δεύτερον, δεν θίγεται η υπόσταση –μ’ άλλες λέξεις ο «σκληρός πυρήνας»- του εν λόγω δικαιώματος.
Γ. Προβαίνοντας, λοιπόν, σε μια στάθμιση συμφερόντων, το ΔΕΕ καταλήγει, για την περίπτωση των Κυπρίων καταθετών, ότι η υπογραφή του Μνημονίου κατανόησης ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ήτοι στην διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης στο σύνολό της, και ότι «τα ληφθέντα μέτρα λόγω του σκοπού και της φύσεώς τους και του άμεσου κινδύνου οικονομικής ζημίας των καταθετών των οικείων τραπεζών, δεν συνιστούν υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση, θίγουσα την ίδια την ουσία του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους». Συνεπώς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν συνέβαλε σε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας των προσφευγόντων. Εξ ου και δεν είναι δικονομικώς δυνατό να θεμελιωθεί το νόμω βάσιμο αγωγής αποζημίωσης κατά θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επίλογος
Συμπερασματικώς, και επιχειρώντας μια σύνοψη της νομολογιακής σύνθεσης των εν λόγω αποφάσεων, η μεν απόφαση Pringle αποτελεί την αρχή μιας μακράς και θεμελιώδους νομολογίας για την ερμηνεία του ευρωπαϊκού δικαίου σε μείζονα ζητήματα τόσο θεσμικού όσο και ουσιαστικού δικαίου, που ήλθαν στην επιφάνεια με ιδιαίτερη «ένταση» λόγω της κρίσης στην Ευρωζώνη και της γενικότερης πολιτικοοικονομικής συγκυρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη συνέχεια δε, με τις πρόσφατες αποφάσεις του, το ΔΕΕ καταφέρνει, για μιαν ακόμη φορά, να ισορροπήσει –ακροβατώντας πάνω στην αρχή της αναλογικότητας- ανάμεσα στην τήρηση των βασικών διατάξεων και αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου, όπως αυτές κατοχυρώνονται στον ΧΘΔΕΕ, από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον ρόλο που αυτά διαδραματίζουν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου (ΕΜΣ). Τέλος, προβαίνοντας σε μια «διακριτική» στάθμιση συμφερόντων, μολονότι θεωρεί ότι δεν στοιχειοθετείται εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -λόγω ικανοποίησης υπέρτερου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της διασφάλισης του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης στο σύνολό της- από την άλλη πλευρά αναγνωρίζει το δικαίωμα των ιδιωτών για αξίωση αποζημίωσης, εφόσον συντρέχουν αποδεδειγμένα οι κατάλληλες, εκάστοτε, προϋποθέσεις. Δηλαδή αναγνωρίζει το δικαίωμα σ’ ευρωπαίους πολίτες να ενάγουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην περίπτωση που, λόγω λιτότητας, παραβιάζονται αποδεδειγμένα τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Από την άποψη αυτή, ιδιαίτερα η απόφαση Ledra Advertising κλπ, κάνει ένα βήμα μπροστά. Δυστυχώς μικρό, αλλ’ ας ελπίσουμε μόνο προς το παρόν. Διαφορετικά, το υφιστάμενο σήμερα θεσμικό πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου θ’ αναδεικνύει επώδυνα κανονιστικά κενά στο τόσο κρίσιμο πεδίο της σύναψης κι εφαρμογής Μνημονίων, όπως είναι π.χ. η νομική «αφάνεια» της Ευρωομάδας και η νομικώς «περιθωριακή» παρουσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Και, κάπως έτσι, η πάλαι ποτέ πολλά υποσχόμενη «συμφωνία» των Ευρωπαϊκών Θεσμών θα διαιωνίζεται ως «ημιτελής», οπωσδήποτε δε δίχως την γενικώς και εναγωνίως αναμενόμενη κανονιστική «αρμονία».-