Η κρίση του κανόνα δικαίου ως κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ηγεσίας
Εισαγωγή
Αποτελεί κοινό τόπο, ιδίως στο πλαίσιο της Νομικής και της Πολιτικής Επιστήμης, ότι ο κανόνας δικαίου, ως «μονάδα μέτρησης» της κανονιστικής δύναμης της Έννομης Τάξης γενικώς, αντιμετωπίζει σήμερα, παγκοσμίως, μεγάλες -υπαρξιακές, θεσμικώς και πολιτικώς, θα μπορούσε να πει κανείς- προκλήσεις και αντίστοιχους κινδύνους. Είναι δε απολύτως προφανές ότι αυτή η κρίση του κανόνα δικαίου, η οποία αφορά τόσο την δομή του όσο και την ρυθμιστική του εμβέλεια, συνιστά, κατ’ αποτέλεσμα, εξίσου επώδυνη κρίση αυτού τούτου του Κράτους Δικαίου. Άρα, και πάντοτε στο πεδίο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, κρίση του όλου Πολιτειακού Συστήματος -επέκεινα δε των τριών εξουσιών, της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής- καθώς και των οργάνων καθεμιάς τους, πρωτίστως δε εκείνων που βρίσκονται στα ηγετικά τους κλιμάκια.
Α. Πριν από κάθε άλλη διευκρίνιση, είναι ανάγκη να επισημανθεί ότι η κατά τ’ ανωτέρω κρίση του κανόνα δικαίου είναι μέρος των θεωρούμενων ως «εγγενών» αδυναμιών του Κράτους Δικαίου. Ως εγγενείς, περιγράφονται οι αδυναμίες εκείνες, οι οποίες απορρέουν από τις ατέλειες, θεσμικές και πολιτικές, του ίδιου του Κράτους Δικαίου, υπό την σύγχρονη εκδοχή του. Σύμφωνα με όρους συστημικής ανάλυσης, πρόκειται για ατέλειες των επιμέρους στοιχείων του «συστήματος» του Κράτους Δικαίου, οι οποίες δεν του επιτρέπουν ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις συνέπειες της αυξημένης «εντροπίας» του, όπως μάλιστα διεγείρεται από τις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Οι εγγενείς αδυναμίες του Κράτους Δικαίου πλήττουν τόσο τις τρεις δομικές συνιστώσες του, ήτοι τη Νομοθετική, την Εκτελεστική και τη Δικαστική Εξουσία, όσο ακόμη και την Αναθεωρητική Εξουσία.
Β. Στις κατά τ’ ανωτέρω «εγγενείς» αδυναμίες, ως προς την αποτελεσματική λειτουργία του Κράτους Δικαίου, πρέπει να προστεθούν και οι -διόλου λιγότερο επικίνδυνες, όπως φαίνεται από την ανάλυση που ακολουθεί- «εξωγενείς» αδυναμίες, οι οποίες απορρέουν κατά κύριο λόγο από την, ραγδαίως εντεινόμενη, επιρροή της, δήθεν, ανάγκης ευρείας «απορρύθμισης» του πεδίου της κοινωνικής και οικονομικής δράσης. Η δε κρίση του κανόνα δικαίου, όπως ήδη διαγράφηκε σε γενικές γραμμές, είναι μέρος και των θεωρούμενων, κατά τον τρόπο που εκτέθηκε αμέσως προηγουμένως, γενικότερων εξωγενών αδυναμιών του Κράτους Δικαίου. Είναι δε αυτές οι «εξωγενείς» αδυναμίες του Κράτους Δικαίου, με πιο εμφανή την εντεινόμενη «απορρύθμιση», που καταγράφονται ως περισσότερο διαβρωτικές για τον πυρήνα του και για τον κανόνα δικαίου. Και τούτο διότι η «απορρύθμιση» αυτή συρρικνώνει, δραματικά, το πεδίο της ρυθμιστικής παρέμβασής τους και αποδομεί την δημοκρατική νομιμοποίηση των κρατικών οργάνων -κυρίως δε εκείνων της Εκτελεστικής Εξουσίας- κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
- Το πεδίο της «απορρύθμισης».
Ως προς την έννοια και τις επιδιώξεις της επιχείρησης «απορρύθμιση» επισημαίνονται τ’ ακόλουθα:
Α. Η κοιτίδα της «απορρύθμισης».
«Κοιτίδα» της θεωρίας περί «απορρύθμισης» υπήρξε, κατά τη δεκαετία του 1950, η Σχολή του Σικάγο και «γεννήτοράς» της ο M. Friedman, επικεφαλής της ακραίως νεοφιλελεύθερης αντίληψης περί μιας αποτελεσματικής δυνατότητας πλήρους «αυτορρύθμισης» της αγοράς.
- Συγκεκριμένα, και σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, κατά την αντίληψη αυτή οι παραδοσιακές αρχές του καπιταλισμού, ως προς τη προσφορά και την ζήτηση, αρκούν, από μόνες τους, για να επιτύχουν την αναγκαία, κάθε φορά, ισορροπία του όλου οικονομικού συστήματος. Ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η ισορροπία αποκαθίσταται αποκλειστικώς δια της εφαρμογής των αμιγώς οικονομικών κανόνων της αγοράς. Η κρατική παρέμβαση μόνο «δεινά» μπορεί να προκαλέσει.
- Άρα, ο κάθε είδους και έκτασης κρατικός παρεμβατισμός όχι μόνο δεν επιλύει τα προβλήματα των οικονομικών κρίσεων αλλά, όλως αντιθέτως, τα επιδεινώνει. Υπό τα δεδομένα αυτά π.χ. η μέσω της κρατικής παρέμβασης οργάνωση και επέκταση του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, πέρα κι έξω από την αυτοδύναμη λειτουργία της αγοράς, αποτελεί «πρόβλημα» και όχι λύση για τις οικονομικές κρίσεις.
Β. Το νόημα της «απορρύθμισης».
Κατ’ ακολουθία, η ως άνω αντίληψη περί «αυτορρύθμισης» της αγοράς -και, άρα, του οικονομικού συστήματος- αποκλειστικώς μέσω των κανόνων της προσφοράς και της ζήτησης, προϋποθέτει:
- Σταδιακή συρρίκνωση του πεδίου δράσης του Κράτους. «Όσο λιγότερο κράτος τόσο το καλλίτερο». Κάπως έτσι το Κράτος -άρα και το Κράτος Δικαίου, υπό την εκδοχή του ιδίως ως Κοινωνικού Κράτους, και με συνταγματικό μάλιστα έρεισμα-οφείλει να περιορισθεί, περίπου, στον ρόλο του «νυκτοφύλακος κυνός», κατά την αντίληψη των μέσων του 19ου αιώνα.
- Επίσης, ανάλογη συρρίκνωση του όγκου των κανόνων δικαίου, οι οποίοι διέπουν την άσκηση των κάθε είδους κρατικών δραστηριοτήτων. Ιδίως δε εκείνων που διέπουν την δραστηριότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας, ως «αιχμής του δόρατος» της όλης κρατικής δραστηριότητας.
- Οι επιπτώσεις της «απορρύθμισης».
Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή στην πράξη της προμνημονευόμενης επιχείρησης «απορρύθμιση» μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:
Α. Η γιγάντωση της επιρροής των φορέων του ιδιωτικού τομέα.
Κατά πρώτο λόγο, ακριβώς εξαιτίας της συρρίκνωσης του τομέα παρέμβασης του Κράτους, μεγάλο μέρος του κενού που προκύπτει το καταλαμβάνουν με την δράση τους νεοπαγείς φορείς του ιδιωτικού τομέα. Φορείς οι οποίοι, λόγω της καταγωγής τους, στερούνται οιασδήποτε δημοκρατικής νομιμοποίησης.
- Αυτή δε η έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι εκείνη που αναδεικνύει και το μέγεθος των συνεπειών της φθίνουσας πορείας του Κράτους Δικαίου. Και τούτο, διότι οι φορείς του ιδιωτικού τομέα αναλαμβάνουν έτσι την διεκπεραίωση καθηκόντων, τα οποία συνδέονται ευθέως ακόμη και με την άσκηση δημόσιας εξουσίας strictosensu. Γεγονός που θίγει τον ίδιο τον πυρήνα του παραδοσιακού Κράτους Δικαίου και, πέραν των άλλων, έρχεται σ’ ευθεία αντίθεση προς το ίδιο το Σύνταγμα.
- Χαρακτηριστική στο σημείο αυτό είναι η απόφαση αρ. 1511/2002 του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία η εκχώρηση τέτοιου είδους αρμοδιοτήτων σε όργανα, που βρίσκονται εντελώς έξω από το πλαίσιο του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αποδυναμώνει τον σκληρό πυρήνα του Κράτους. Και, περαιτέρω, θέτει έτσι ζήτημα ως προς τον σεβασμό των κανόνων, οι οποίοι αφορούν την άσκηση της Λαϊκής Κυριαρχίας.
Β. Οι κανονιστικές συνέπειες.
Κατά δεύτερο λόγο -και κατά συνέπεια- εκεί όπου η παραδοσιακή κρατική δραστηριότητα ανατίθεται πλέον σε φορείς του ιδιωτικού τομέα, η κανονιστική ρύθμιση της αντίστοιχης δραστηριότητας δεν γίνεται μόνο μέσω των κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης και, άρα, αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης.
- Επιχειρείται και μέσω νεότευκτων κανόνων ιδιωτικής καταγωγής και έμπνευσης, των οποίων η «νομιμοποίηση» δεν έχει ίχνος δημοκρατικής κάλυψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων κανόνων παρέχουν οι, διαρκώς πολλαπλασιαζόμενοι, παγκόσμιοι χρηματοπιστωτικοί κανόνες, όπως είναι ιδίως οι διεθνείς λογιστικοί κανόνες.
- Με την μέθοδο αυτή η γενικότερη συρρίκνωση του Κράτους Δικαίου εκκολάπτει και ανάλογη δραστική συρρίκνωση της δημόσιου χαρακτήρα Έννομης Τάξης, αφήνοντας πεδίο ανάπτυξης σε μια «κανονιστική παραγωγή» ιδιωτικής προέλευσης, με κυρωτικούς μηχανισμούς επίσης ιδιωτικής καταγωγής.
ΙΙΙ. Το δημοκρατικό έλλειμμα του Κράτους Δικαίου.
Οι προαναφερόμενες εγγενείς αδυναμίες -λόγω των θεσμικών και πολιτικών κενών του- αλλά και οι επίσης προαναφερόμενες σοβαρές ατέλειες του κανόνα δικαίου, κατά την «περιδίνησή» του στο κανονιστικώς άναρχο πεδίο της «απορρύθμισης», συνιστούν τις βασικές αιτίες του δημοκρατικού ελλείμματος που πλήττει καιρίως το σύγχρονο Κράτος Δικαίου. Ένα δημοκρατικό έλλειμμα το οποίο ανιχνεύεται, και μάλιστα ευκρινώς, από τη μια πλευρά στα ολοένα και πολλαπλασιαζόμενα κρούσματα αποδυνάμωσης της αρχής της νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων. Και, από την άλλη πλευρά, στην διαρκώς φθίνουσα πορεία της δημοκρατικής νομιμοποίησης της δράσης αυτής.
Α. Η αποδυνάμωση της αρχής της νομιμότητας.
Τις δημοκρατικές αντηρίδες του σύγχρονου Κράτους Δικαίου υπονομεύει η κρίση της αρχής της νομιμότητας. Δηλαδή, κατ’ ουσίαν, η αδυναμία του δημοκρατικώς θεσπισμένου κανόνα δικαίου να τιθασεύσει κανονιστικώς την δράση των κρατικών οργάνων εν γένει. Γεγονός το οποίο οφείλεται, ιδίως, στο ότι:
- Ο κανόνας δικαίου αδυνατεί πια να ρυθμίσει επαρκώς την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, της οποίας αποτελεί εποικοδόμημα. Δοθέντος ότι η ταχύτητα των μεταμορφώσεών της και η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας καθιστούν, πολλές τουλάχιστον φορές, κανονιστικώς ανεπαρκή τον κανόνα δικαίου, ήδη κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του. Επέκεινα, η δράση των κρατικών οργάνων διαμορφώνεται μέσα σ’ έναν οιονεί άναρχο κανονιστικό χώρο, η ιδιομορφία του οποίου έγκειται στο ότι δεν παρέχει στην αρμοδιότητα των ως άνω οργάνων στέρεη και σαφή δημοκρατική υποδομή.
- Συνακόλουθα, οι κυρωτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι καλούνται να εγγυηθούν την inconcreto τήρηση της αρχής της νομιμότητας, δεν διαθέτουν το αναγκαίο, αναφορικά με την κανονιστική τουεμβέλεια, θεσμικό οπλοστάσιο που θα τους διασφάλιζε τις προϋποθέσεις αποτελεσματικής οριοθέτησης της δράσης των κρατικών οργάνων εντός μιας δημοκρατικώς -και με την δέουσα πληρότητα- οργανωμένης Έννομης Τάξης.
Β. Η φθίνουσα δημοκρατική νομιμοποίηση της δράσης των κρατικών οργάνων.
Το κατά τ’ ανωτέρω φαινόμενο της «απορρύθμισης», ως μεθόδου περιθωριοποίησης της ρύθμισης της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας μέσω κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης, υποσκάπτει, με την σειρά του, τις δημοκρατικές αντηρίδες του σύγχρονου Κράτους Δικαίου υπό τις εξής δύο, πρωτίστως, εκδοχές:
- Πρώτον, η ιδιωτική πρωτοβουλία εξελίσσεται, σε μεγάλο βαθμό, πέρα και έξω από την ρυθμιστική επιρροή δημοκρατικώς διαμορφωμένων κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης. Εξελίσσεται δηλαδή, με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, υπό την ρυθμιστική επιρροή ατελών κανόνων δικαίου άγνωστης και, εν πάση περιπτώσει, μη δημοκρατικής προέλευσης. Υπό τα δεδομένα αυτά η «αρμοδιότητα» των κρατικών οργάνων, κατά την ανάπτυξη της δράσης τους, χάνει σταδιακώς όχι μόνο την κανονιστική της δύναμη αλλά και την απαραίτητη σύνδεσή της με τους, δημοκρατικής διάστασης, πυλώνες στήριξης του Κράτους Δικαίου.
- Δεύτερον, η κατά τ’ ανωτέρω, μειωμένη πλέον, δημοκρατική νομιμοποίηση της «αρμοδιότητας» των κρατικών οργάνων έχει άμεση επίπτωση πάνω στην αντίστοιχη δημοκρατική νομιμοποίηση αυτών τούτων των κρατικών οργάνων-φορέων της «αρμοδιότητας». Με την έννοια ότι αντιστοίχως μειωμένη εμφανίζεται και η δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων τούτων, με τις εντεύθεν αρνητικές συνέπειες ως προς την αναγνώριση του κύρους τους και την αποδοχή της εξουσίας τους εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου. Δεν είναι μάλιστα μακριά από την πραγματικότητα η διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία είναι αυτή η, μειωμένης έκτασης, δημοκρατική νομιμοποίηση των κρατικώνοργάνων και των αρμοδιοτήτων τους που μπορεί να εξηγήσει περαιτέρω το σύγχρονο φαινόμενο της έλλειψης πραγματικών ηγετικών φυσιογνωμιών σε παγκόσμια κλίμακα, κυρίως όμως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου η πραγματική πηγή, από την οποίαν αναβλύζει το γνήσιο ηγετικό φαινόμενο, είναι η μέσω δημοκρατικών διαδικασιών αποδοχή της ηγετικής φυσιογνωμίας και η εκούσια υπαγωγή των πολιτών στις κατά νόμο εκδιδόμενες αποφάσεις της, εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της.
Γ. Τα αντίδοτα.
Στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης του κανόνα δικαίου -άρα του Κράτους Δικαίου κατ’ ουσίαν- και της φθίνουσας δημοκρατικής νομιμοποίησης των κρατικών οργάνων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, η Έννομη Τάξη -και ιδίως εκείνη κρατών όπως η Ελλάδα, η οποία λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο της υπερεθνικής δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης- έχει «συμμάχους».
- Ένας πρώτος σύμμαχος θα ήταν, και μάλιστα με πολλές δυνατότητες κι αντίστοιχες προσδοκίες, ο latosensu, Νομοθέτης. Ξεκινώντας από τον Εθνικό Νομοθέτη, που διαθέτει την δύναμη παραγωγής δημοκρατικώς νομιμοποιημένων κανόνων δικαίου, με θεσμικό «εγχειρίδιο» τον τυπικό νόμο και την κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενη από την Εκτελεστική Εξουσία κανονιστική διοικητική πράξη. Και φθάνοντας ως την διεθνή, υπό την ευρεία του όρου έννοια, Νομοθετική Εξουσία, εντός της οποίας αποκτά ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βεβαίως, αυτή η πρώτη «συμμαχία» δεν έχει αποδώσει ως τώρα τ’ αναμενόμενα. Ειδικότερα:
α) Ο Εθνικός Νομοθέτης, μολονότι διαθέτει την μεγαλύτερη δυνατή δημοκρατική νομιμοποίηση μεσ’ από την πηγή της Λαϊκής Κυριαρχίας και τη δομή της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, δεν ανθίσταται, όσο θα μπορούσε στην πραγματικότητα, στην ισχυρή πίεση της «απορρύθμισης». Αντιθέτως μάλιστα, ακόμη και τα σύγχρονα δεδομένα του κοινού Εθνικού Νομοθέτη -ιδίως μέσα στην άκρως κρίσιμη συγκυρία της βαθειάς οικονομικής κρίσης που φέρνει στην επιφάνεια όλους τους κινδύνους πλήρους αποδυνάμωσης του κανόνα δικαίου και της Έννομης Τάξης- οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εξακολουθεί να υποχωρεί υπό τις πιέσεις αυτές. Και να παραχωρεί, έτσι, περισσότερο έδαφος στις δυνάμεις της «απορρύθμισης», χωρίς τις απαιτούμενες παρεμβάσεις υπεράσπισης των «τειχών» του οχυρού του παραδοσιακού Κράτους Δικαίου. Τούτο αποδεικνύεται κυρίως από το ότι ο Εθνικός Νομοθέτης περισσότερο παράγει κανονιστικώς συμβιβαζόμενος με τις απαιτήσεις του εσωτερικού και του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Και, αντιστρόφως, λιγότερο ανθίσταται, μέσω των κανόνων δικαίου εθνικής προέλευσης, στα ως άνω έξωθεν κελεύσματα, προκειμένου να θωρακίσει τους δημοκρατικούς θεσμούς, στους οποίους μάλιστα οφείλει και την γέννησή του και τη νομιμοποίησή του κατά την αποστολή του. Η στάση αυτή του Εθνικού Νομοθέτη εμφανίζει σημεία επικίνδυνης «κόπωσης» για Έννομες Τάξεις οι οποίες, όπως συμβαίνει με την Ελλάδα, τελούν σε καθεστώς νομοθέτησης υπό τα δεδομένα των «Μνημονίων» αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Εδώ, πλέον, ο Εθνικός Νομοθέτης χάνει ακόμη και βασικά συστατικά στοιχεία της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που του αναγνωρίζει το Σύνταγμα, κατά την άσκηση της Νομοθετικής Εξουσίας, με την μετατροπή και μετάλλαξη της ευχέρειας αυτής σε δέσμια αρμοδιότητα επίτευξης αμιγώς δημοσιονομικών στόχων μέσω κανόνων δικαίου. Και με μέτρο αποτίμησης της συνταγματικότητάς τους το «δημοσιονομικό δημόσιο συμφέρον».
β) Προς την ίδια, «διστακτική», κατεύθυνση κινείται και ο Νομοθέτης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και μάλιστα είτε πρόκειται για το πρωτογενές είτε πρόκειται για το παράγωγο ευρωπαϊκό δίκαιο. Συγκεκριμένα -με κορύφωση την πορεία παραγωγής κανόνων δικαίου μετά την δημιουργία του ευρώ και της Ευρωζώνης -ο Ευρωπαίος Νομοθέτης βαδίζει με γνώμονα την οικονομική, ορθότερα δε την αμιγώς νομισματική ενοποίηση, δίχως να επικεντρώνεται στην θεσμική ενοποίηση του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, ιδίως μετά την σταδιακή διεύρυνσή του. Και αυτή η «αβδηριτική» του νοοτροπία οδηγεί την ενοποίηση σε βήματα προς τα πίσω, δηλαδή σ’ ένα είδος θεσμικής πορείας με αρνητικό πρόσημο. Αναπότρεπτη συνέπεια είναι η περαιτέρω διεύρυνση του ήδη μεγάλου δημοκρατικού ελλείμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ως προς τη νομιμοποίηση των οργάνων παραγωγής κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου αλλά και, συνακόλουθα, ως προς τη νομιμοποίηση αυτών τούτων των κανόνων δικαίου που παράγουν. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον είναι προφανές, ότι οι κανόνες δικαίου που θεσπίζει ο Ευρωπαίος Νομοθέτης υποκύπτουν, πρωτίστως, στις απαιτήσεις της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας και της πορείας του ευρώ στον ταραγμένο ωκεανό της παγκόσμιας οικονομικής και νομισματικής κρίσης. Και πολύ λιγότερο υπακούουν στις επιταγές θεσμικής ανάταξης της Ευρωπαϊκής Έννομης τάξης και του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου, σύμφωνα με τον προορισμό τους και τον παραδοσιακό πολιτισμικό τους προσανατολισμό, ο οποίος «δείχνει» πάντα προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής οργάνωσης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος και της θωράκισης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
γ) Όσο για τον stricto sensu Διεθνή Νομοθέτη, η συμβολή του στην υπεράσπιση του Κράτους Δικαίου και του κανόνα δικαίου είναι ακόμη λιγότερο αποτελεσματική. Τούτο οφείλεται, ιδίως, στην εκ γενετής θεσμική «αναπηρία» της Διεθνούς Έννομης Τάξης, της οποίας οι κανόνες είναι, σε ορισμένα κρίσιμα πεδία, σχεδόν leges imperfectae, δοθέντος ότι δεν βρίσκουν πραγματικό κανονιστικό έρεισμα σε οργανωμένους και αποτελεσματικούς κυρωτικούς μηχανισμούς.
- Πραγματικός θεσμικός «σύμμαχος» του Κράτους Δικαίου και του κανόνα δικαίου είναι εκείνος, στον οποίο μπορεί -και πρέπει-να επενδυθούν οι βάσιμες προσδοκίες ουσιαστικής και αποτελεσματικής συμπαράστασης. Πρόκειται για τον Δικαστή, μεσ’ από την οργάνωση και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ίσως το συμπέρασμα αυτό να φαίνεται, primafaciae, αντιφατικό, αν αναλογισθεί κανείς αφενός ότι η ευθεία δημοκρατική νομιμοποίηση του Δικαστή υπολείπεται σαφώς εκείνης του Νομοθέτη. Και, αφετέρου, η Δικαστική Εξουσία εν γένει δεν έχει ως τώρα αναπτύξει, μέσα σ’ αυτή τη «σκοτεινή» οικονομική και κοινωνική συγκυρία, όλες τις δυνάμεις αντίστασης, τις οποίες διαθέτει θεσμικώς, έναντι των διαβρωτικών επιθέσεων που υφίσταται ο κανόνας δικαίου, η Έννομη Τάξη και το Κράτος Δικαίου. Αν όμως εμβαθύνει κανείς και στην παράδοση και στα θεσμικά αποθέματα που διαθέτει η Δικαιοσύνη και με τα οποία «οπλίζεται» ο Δικαστής, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας, θ’ αντιληφθεί ότι η αποτελεσματική ενεργοποίησή του προς αυτή την κατεύθυνση είναι περισσότερο πιθανή ή και αναμενόμενη σε σχέση με τις προσδοκίες που αφορούν τον Νομοθέτη. Αρκεί να το θελήσει, βεβαίως με την ώθηση της επιστήμης και της ίδιας της κοινωνίας, σε μια κοινή πορεία υπεράσπισης των δημοκρατικών θεσμών.
α) Ο Εθνικός Δικαστής, πρώτος αυτός, είναι σε θέση ν’ αποκαταστήσει την κανονιστική ισχύ του κανόνα δικαίου, της Έννομης Τάξης και του Κράτους Δικαίου. Καταλυτικό συγκριτικό του πλεονέκτημα έναντι του Νομοθέτη είναι η δικαιοδοσία του να ελέγχει την, lato sensu, αντισυνταγματικότητα των κάθε είδους υποδεέστερης του Συντάγματος τυπικής ισχύος κανόνων δικαίου και ν’ αποτρέπει, έτσι, την εφαρμογή τους. Με τον τρόπο αυτόν έχει την αρμοδιότητα, επιπλέον, να εμπλουτίζει υποστηρικτικώς το συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο και με τους κανόνες δικαίου του διεθνούς κανονιστικού περιγύρου. Πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης αυτών των πτυχών της δικαιοδοτικής λειτουργίας διαθέτουν οι Εθνικές Έννομες Τάξεις, που έχουν υιοθετήσει το πρότυπο του, υπό την ευρεία του όρου έννοια, «Συνταγματικού Δικαστηρίου». Οι έννομες τάξεις της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Πορτογαλίας το αποδεικνύουν. Θ’ αποτελούσε όμως σημαντική παράλειψη -ίσως και ένα είδος πραγματικής «αδικίας»- η μη επισήμανση του ότι και ο Έλληνας Δικαστής, κατ’ εξοχήν μέσ’ από συγκεκριμένες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήδη αρχίζει ν’ αναπτύσσει δυνάμεις αντίστασης στις επιχειρήσεις αποδυνάμωσης των συνταγματικών επιταγών. Νομολογιακά προηγούμενα, όπως εκείνα των αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αρ. 1972/2012, 3342/2013 -σχετικά με την προστασία της ιδιοκτησίας- ιδίως δε υψηλού επιστημονικού κύρους αντιπροσωπευτικές μειοψηφίες τόσο στην ως άνω απόφαση αρ. 1972/2012 όσο και στην απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αρ. 668/2012 -σχετικά με το νομικό καθεστώς των «Μνημονίων»- το αποδείκνυαν, ευθύς εξ αρχής, με ιδιαίτερη ενάργεια. Πολύ περισσότερο όμως ορισμένες, σχετικώς πρόσφατες, αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αναδεικνύουν ευθέως τέτοιες δυνάμεις αντίστασης. Χαρακτηριστικές προς την κατεύθυνση αυτή είναι π.χ. οι αποφάσεις:
α1) ΣτΕ 3354/2012, σύμφωνα με την οποία η, lato sensu, μονιμότητα των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα μπορεί να θιγεί μόνον όταν αποδεικνύεται -μ’ επιστημονικώς τεκμηριωμένες μελέτες- ότι η αντίστοιχη κατάργηση θέσεων δεν αποδυναμώνει την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων των διοικητικών οργάνων και την συνακόλουθη διασφάλιση της, υπό ορθολογικούς όρους, συνεχούς λειτουργίας της οικείας δημόσιας υπηρεσίας.
α2) ΣτΕ 1906/2014, σχετικά με τα συνταγματικώς ανεκτά όρια των ιδιωτικοποιήσεων και, a fortiori, των αποκρατικοποιήσεων, με αφορμή τη νομοθετική μεταβολή της νομικής φυσιογνωμίας της «ΕΥΔΑΠ Α.Ε.».
α3) ΣτΕ 1906/2014, σχετικά με τα συνταγματικώς ανεκτά όρια των ιδιωτικοποιήσεων και, a fortiori, των αποκρατικοποιήσεων, με αφορμή τη νομοθετική μεταβολή της νομικής φυσιογνωμίας της «ΕΥΔΑΠ Α.Ε.».
α4) ΣτΕ 2195/2014, σχετικά με την οριοθέτηση του «σκληρού πυρήνα» του Κράτους και την συνακόλουθη κρίση περί αντισυνταγματικής περικοπής των αποδοχών των ένστολων δημόσιων λειτουργών.
α5) ΣτΕ 1125/2016, σύμφωνα με την οποία ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί, εφόσον τα αρμόδια δικαστικά όργανα έχουν ήδη υποδείξει στην Διοίκηση τις ενέργειες, στις οποίες πρέπει να προβεί σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας [εν προκειμένω, προς τις αποφάσεις Ολ. ΣτΕ 2193-5/2014, σχετικά με τις περικοπές αποδοχών των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας] να καθιστά, με ειδικές νομοθετικές διατάξεις, ανενεργή την εκκρεμή διαδικασία συμμόρφωσης, καταστρατηγώντας την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις δικαστικές αποφάσεις, που αποτελεί ειδικότερη πτυχή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης.
α6) ΣτΕ 1749/2016, σχετικά με την οριοθέτηση των νομοθετικών περιορισμών, κατ΄επίκληση λόγων δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος, του συνταγματικού δικαιώματος στην προστασία της υγείας (άρθρα 21 παρ. 3 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος). Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι είναι αντισυνταγματική η οργάνωση του συστήματος φαρμακευτικής περίθαλψης και συνταγογράφησης, βάσει κυρίως οικονομικών κριτηρίων. Και δη του άκαμπτου κριτηρίου της μη υπέρβασης ορισμένου ποσού, διότι ενδέχεται να περιορίζει ή και να εμποδίζει την, κατά τις επιταγές της επιστήμης, ενδεικνυόμενη, για κάθε περίπτωση, συνταγογράφηση εκ μέρους των ιατρών και να οδηγήσει σε υποβάθμιση του επιπέδου παροχής υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες.
β) Με τη σειρά του, ο Ευρωπαίος Δικαστής -στην ουσία το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)- μπορεί να συμβάλει καθοριστικώς τόσο στην υπεράσπιση του ευρωπαϊκού θεσμικού κεκτημένου όσο ακόμη και στην κάλυψη του υφιστάμενου δημοκρατικού -οργανωτικού και κανονιστικού- ελλείμματος μέσα στην ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη. Ακόμη και αν η ως σήμερα στάση του μάλλον φαίνεται να συμβαδίζει με την «παθητικότητα» του Ευρωπαίου Νομοθέτη ως προς την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών δημοκρατικών θεσμών. Ποτέ δεν είναι αργά. Και για την ακρίβεια, οφείλει να μην οδηγηθεί σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις ως προς το δικαιοδοτικό του κύρος. Μόνο που αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, κυρίως:
β1) Πρώτον, την σύμπλευση του ΔΕΕ με τον Εθνικό Δικαστή στην επιχείρηση προάσπισης των δημοκρατικών θεσμών και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με την έννοια, ότι θα ήταν εντελώς ανεδαφική -ίσως και, τελικώς, καταστροφική- κάθε αντιπαράθεσή τους σ’ έναν στείρο αγώνα επικράτησης του ευρωπαϊκού έναντι του εθνικού δικαίου. Πολλώ μάλλον όταν αυτό είναι κανονιστικώς αδύνατο, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί την σημερινή της δομή. Όλως αντιθέτως, η αρμονική ερμηνευτική συνύπαρξη των Εθνικών Έννομων Τάξεων με την Ευρωπαϊκή, δια των κατάλληλων μεθόδων ερμηνείας του κανόνα δικαίου, θα μπορούσε ν’ αντλήσει απ’ όλο το, lato sensu, ευρωπαϊκό κανονιστικό πεδίο ως και το τελευταίο επιχείρημα υπεράσπισης της, τόσο απαραίτητης όπως καταδείχθηκε, ρυθμιστικής δύναμης του κανόνα δικαίου.
β2) Δεύτερον, την ενεργοποίηση του ΔΕΕ προς τη κατεύθυνση της συναγωγής συμπληρωματικών γενικών αρχών, οι οποίες έχουν ως αποκλειστικό στόχο την κάλυψη των κενών του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου στο πλαίσιο της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πρόκειται βεβαίως για γενικές αρχές «θεσμικού χαρακτήρα», που το ΔΕΕ μπορεί να συναγάγει απ’ αυτό τούτο το εν γένει ευρωπαϊκό δίκαιο. Ιδίως όμως τέτοιες γενικές αρχές είναι περισσότερο χρήσιμες, όταν συνάγονται εκ μέρους του ΔΕΕ από το διεθνές δίκαιο και, πρωτίστως, από το «ευρωπαϊκό κοινοδίκαιο». Δηλαδή από την κοινή κανονιστική συνισταμένη, η οποία έχει ως ρυθμιστική πηγή το σύστημα όλων των έννομων τάξεων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μ’ επίκεντρο τους κανόνες της συνταγματικής παράδοσης των κρατών-μελών.
β3) Τρίτον, την εκ μέρους του ΔΕΕ πλήρη αξιοποίηση της κανονιστικής δύναμης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια τέτοια αξιοποίηση πρέπει να τείνει προς δύο, κατά βάση, ερμηνευτικές κατευθύνσεις: Η πρώτη αφορά την ερμηνευτική επιλογή, κατά την οποία τα δύο ως άνω, προστατευτικά των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κείμενα, φυσικά καθένα με τη νομική του ιδιοσυστασία, ερμηνεύονται ως κατευθυντήριες γραμμές για την όλη εφαρμογή του πρωτογενούς και παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου. Άρα, in dubio, το δίκαιο αυτό ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σύμφωνα με τις επιταγές της ΕΣΔΑ και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και η δεύτερη αφορά την ερμηνευτική επιταγή, ότι τα όσα κανονιστικά κενά εμφανίζουν, ενδεχομένως, τα ως άνω κείμενα καλύπτονται με την, και πάλι in dubio, ερμηνεία υπέρ της πληρότητας και της αποτελεσματικότητας του ευρωπαϊκού συστήματος προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
γ) Τέλος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οφείλει, σύμφωνα με τον προορισμό του, να ερμηνεύει και να εφαρμόζει την ΕΣΔΑ όχι μόνο σύμφωνα με τον αρχικό κανονιστικό προορισμό της, δηλαδή ως αυτοτελές πλαίσιο προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αλλά και ως σύστημα κανόνων δικαίου που επηρεάζει, έστω και εμμέσως ακόμη, την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη ώστε να διασφαλίζει πλήρως τα κάθε είδους Δικαιώματα του Ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών. Τούτο σημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από τη μια πλευρά πρέπει να ερμηνεύει τις διατάξεις της ΕΣΔΑ με τρόπο που, in dubio, αποβαίνει υπέρ της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και, από την άλλη πλευρά, πρέπει να ερμηνεύει τις διατάξεις αυτού τούτου του ευρωπαϊκού δικαίου, πρωτογενούς και παράγωγου -βεβαίως όταν και στο μέτρο που έχει σχετική δικαιοδοσία- έτσι ώστε να εφαρμόζονται υπό το πνεύμα της ΕΣΔΑ. Και όχι υπό την επιρροή των αμιγώς οικονομικής και νομισματικής λογικής κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου.
Επίλογος
Συνοψίζοντας τις αναλύσεις που προηγήθηκαν, μπορεί να συναχθούν τα εξής συμπεράσματα, ως προς τις επιπτώσεις της κατά τ’ ανωτέρω απομείωσης της εν γένει κανονιστικής δύναμης του Κράτους Δικαίου και του κανόνα δικαίου, ιδίως σε ό,τι αφορά την δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων άσκησης της κρατικής εξουσίας και, κατ’ εξοχήν, των ευρισκόμενων στην κορυφή κάθε συγκεκριμένης ιεραρχίας.
Α. Πρώτον, η θεσμική και, επέκεινα, κανονιστική αποδυνάμωση του Κράτους Δικαίου και του σκληρού πυρήνα του, του κανόνα δικαίου, τόσον ως προς το πεδίο της ρυθμιστικής τους παρέμβασης όσον και ως προς την εμβέλεια της παρέμβασης αυτής, υποσκάπτει επικινδύνως, εν τέλει, την άσκηση της αρμοδιότητας των κρατικών οργάνων. Άρα -και συνακόλουθα- την εκ μέρους των κρατικών οργάνων, ιδίως δε εκείνων της Εκτελεστικής Εξουσίας, λήψη αποφάσεων -ακόμη και κορυφαίας σημασίας για το κάθε κοινωνικό σύνολο- που πρέπει να έχουν επαρκές δημοκρατικό έρεισμα και αντίστοιχη δημοκρατική νομιμοποίηση.
Β. Δεύτερον, κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως υποβαθμίζεται, σε μεγάλη μάλιστα έκταση, το θεσμικό και πολιτικό κύρος των κάθε είδους κρατικών οργάνων, στο μέτρο που η δημοκρατική τους νομιμοποίηση, πάντοτε κατά το Σύνταγμα, συνιστά, σε κάθε δημοκρατικώς οργανωμένο Κράτος, και το πιο ισχυρό του εφόδιο κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και την αποδοχή και εφαρμογή των σχετικών αποφάσεών τους από το κατά περίπτωση κοινωνικό σύνολο. Πέραν τούτου, η μειωμένης έκτασης δημοκρατική νομιμοποίηση των κρατικών οργάνων και των αρμοδιοτήτων τους μπορεί να εξηγήσει -σε σημαντικό, τουλάχιστον, βαθμό- περαιτέρω το σύγχρονο φαινόμενο της έλλειψης πραγματικών ηγετικών φυσιογνωμιών σε παγκόσμια κλίμακα, κυρίως όμως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τούτο διότι στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου κάθε Κράτους, οργανωμένου στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, η πραγματική πηγή, από την οποία αναβλύζει το γνήσιο ηγετικό φαινόμενο, είναι η μέσω δημοκρατικών διαδικασιών αποδοχή της κάθε ηγετικής φυσιογνωμίας από τους πολίτες και η εκούσια υπαγωγή των τελευταίων στις κατά νόμο εκδιδόμενες αποφάσεις της, εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΑΠΕ/ΜΠΕ-ΜΠΟΥΓΙΩΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ